Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2008

BALTHUS


Μπαλτίς
Ο Λεπταίσθητος Κλασικιστής που τον λάτρεψαν οι Πρωτοπόροι


«Είναι ένας καλλιτέχνης, για τον οποίο κανένας δεν ξέρει τίποτε στ’ αλήθεια», φρόντισε να πει ο ίδιος για τον εαυτό του, στο γέρμα της ζωής του, οχυρωμένος πίσω από ένα περίκομψο και αινιγματικό μειδίαμα που απλωνόταν από τα χείλη στο βλέμμα. Ξέρουμε πάντως στα σίγουρα ότι υπήρξε ένας από τους πιο γνωστούς ζωγράφους του 20ού αιώνα, ότι η αίγλη του δεν έχει σβήσει καθόλου, ότι ενέπνευσε ποιητές, εικαστικούς, σκηνοθέτες, και μουσικούς, ότι κατόρθωσε το σχεδόν ακατόρθωτο, ήτοι εμμένοντας σ’ έναν ηδύ κλασικισμό συνεπήρε πολλούς πρωθιερείς της αδιάλλακτης πρωτοπορίας, ότι ακολουθώντας το πεπρωμένο τόσων και τόσων καλλιτεχνών και διανοουμένων παρέμεινε κοσμοπολίτης άπατρις. Πολωνός, πρωσικής καταγωγής, γεννημένος στο Παρίσι, που έγινε το κέντρο των δραστηριοτήτων του, έγινε παγκοσμίως διάσημος μέσω της Νέας Υόρκης, ενώ έζησε στη Ρώμη, και έδρασε στην Ελβετία, όπου και άφησε την τελευταία του πνοή, πλήρης ημερών. Έζησε μια ζωή σαν μυθιστόρημα, ευτύχησε να έχει φίλους καλούς, που εμπράκτως στήριξαν το καλλιτεχνικό του όραμα, του δόθηκαν ο έρωτας και η αγάπη, έπαιξε πολύ με τη μυθοπλασία σκιάζοντας, με χρωματιστές όμως και χαριτωμένες σκιές, τα αληθινά γεγονότα του βίου του. Μια κάπως μακάβρια, ωστόσο κωμική κατά βάση, απόρροια της τάσης του να μπλέκει τον μύθο με την πραγματικότητα, είναι και η σκιώδης εμφάνισή του ως εξάδελφος του κατά συρροήν δολοφόνου Χάνιμπαλ Λέκτερ στο τρίτο μυθιστόρημα της σειράς του Τόμας Χάρις.
Ο Μπαλτάσαρ Κλοσόφσκι, γνωστός τοις πάσι ως Μπαλτίς, είδε το πρώτο φως στην Πόλη του Φωτός, πριν από έναν αιώνα, στις 29 Φεβρουαρίου του 1908. Το ότι γεννήθηκε τέτοια μέρα, ενός δίσεκτου έτους, σήμαινε απ’ τη μια να γιορτάζει ανά τέσσερα χρόνια τα γενέθλιά του, κάτι οχληρό για ένα παιδί, από την άλλη όμως ήταν ένα γεγονός που, όπως τον διαβεβαίωνε ο μείζων ποιητής και πρώτος μέντοράς του, ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε, του πρόσφερε πρόσβαση «σε ένα βασίλειο ανεξάρτητο από τις αλλαγές που υφίστανται οι άλλοι άνθρωποι». Τα παιδικά του χρόνια, όπως και όλη την υπόλοιπη μακρά ζωή του, τα πέρασε μες στα λυτρωτικά νάματα της ζωγραφικής, της φιλοσοφίας, και της ποίησης, μιας και ο αδελφός του ήταν ο φημισμένος φιλόσοφος Πιερ Κλοσόφσκι, πατέρας του, ο Έριχ Κλοσόφσκι, ήταν διαπρεπής ιστορικός τέχνης, ενώ η μητέρα του, η Ελισάβετ Δωροθέα Σπίρο, ήταν άκρως φιλότεχνη, αλλά και ζωγράφος που εξέθετε με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Μπαλαντίν, και περιστοιχιζόταν από έναν κύκλο διακόνων της Ερατώς, ανάμεσα στους οποίους ο Ρίλκε, ο Ζαν Κοκτώ, και ο Αντρέ Ζιντ. Σύμφωνα μάλιστα με κάποιους εκ των βιογράφων του Μπαλτίς, ήταν ελληνικής καταγωγής, ενώ άλλοι εντοπίζουν τις ρίζες της στους Εβραίους Σεφαραδίτες. Ούτως ή άλλως, οι περιστάσεις ανάγκασαν την οικογένεια σε περιπλανώμενη ζωή. Έφυγαν από την Πολωνία και εγκαταστάθηκα στο Παρίσι για πολιτικούς λόγους. Με το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, αναγκάστηκαν να καταφύγουν στο Βερολίνο, θεωρούμενοι εχθροί από τους Συμμάχους. Το διαζύγιο των γονιών του ώθησε την Μπαλαντίν, και τον μικρό Μπαλτάσαρ, σε μιαν ακόμα μετεγκατάσταση, αυτή τη φορά στην Ελβετία, στα 1917.
Μόλις στα δεκατρία του χρόνια, ο Μπαλτίς, ευτύχησε να δει τυπωμένα έργα του. Επρόκειτο για ένα περίκομψο τομίδιο με τίτλο «Mitsou», το οποίο περιλάμβανε 40 σχέδια με μελάνι που αφηγούνταν τα δεινά μιας μοναχικής προεφηβικής ηλικίας, και, απολύτως τιμητικά, ένα γαλλικό κείμενο που συνέθεσε ο Ρίλκε. Ο οποίος άλλωστε φρόντιζε να συστήσει το παιδί-θαύμα σε εξέχουσες προσωπικότητες της παρισινής πνευματικής αφρόκρεμας, να του αφιερώσει το ποίημα «Νάρκισσος», στα 1925, και να χρηματοδοτήσει γενναιόδωρα, το 1926, έναν ολόκληρο χρόνο διαμονής στην Ιταλία όπου ο Μπαλτίς γνώρισε από κοντά το έργο των μεγάλων μετρ της ιταλικής ζωγραφικής. Μετά την επιστροφή του στο Παρίσι, ο ταλαντούχος νεαρός συνδέθηκε φιλικά με ποιητές όπως ο Πολ Ελιάρ, συγγραφείς όπως ο Αντρέ Μαρλό, θεατρανθρώπους όπως η Μαντλέν Ρενό και ο Ζαν-Λουί Μπαρό, εικαστικούς όπως ο Ζορζ Μπρακ και ο Αλμπέρτο Τζακομέτι. Επηρεαζόταν και επηρέαζε. Εμπνεόταν και ενέπνεε, ήδη από την πρώτη του νιότη. Διόλου τυχαίο το γεγονός ότι ο πληθωρικός Ζαν Κοκτώ άντλησε στιγμές των «Τρομερών Παιδιών», του θεατρικού του έργου που σημείωσε τεράστια επιτυχία, από όσα ζούσε επισκεπτόμενος το σπίτι του Μπαλτίς.
Ανήσυχος πάντα, ταξιδεύει στο Μαρόκο, όπου ζει δύο χρόνια και φιλοτεχνεί πολλά από τα πιο γνωστά του έργα. Επιμένει σε ένα είδος κλασικισμού, μορφολογικά, μπολιάζοντας εντούτοις τα προϊόντα της φαντασίας του με γριφώδεις υπαινιγμούς και με έναν ανατρεπτικό αισθησιασμό, κάτι που προσδίδει μιαν εξαιρετική διαχρονικότητα στα δημιουργήματά του. Άλλωστε αγαπημένος του συνθέτης ήταν ο Μότσαρτ, ενώ δεν έπαψε να περιδιαβάζει στα τοπία της Έμιλι Μπροντέ και του Λούις Κάρολ, απεικονίζοντας εν συνεχεία τον ανησυχητικό ερωτισμό των μικρών κοριτσιών. Στο εργαστήριό του, στην πανέμορφη μικρή πλατεία Φιρστενμπέργκ, στρέφοντας τα νώτα στον ηθικισμό και κλείνοντας τα ώτα απέναντι στις σειρήνες της αβανγκάρντ που, καλώς, έκανε θραύση εκείνη την εποχή, ο Μπαλτίς ζωγραφίζει λίαν λεπταίσθητες λάγνες «λολίτες» σε σκηνικά που θυμίζουν εξαίσιες μελωδίες της κλασικής μουσικής.
Και εγένετο σκάνδαλο! Στα 1934, ο Μπαλτίς κάνει την πρώτη του ατομική έκθεση στην Galerie Pierre, στο Παρίσι. Ανάμεσα στα έργα του θα είναι ο «Δρόμος», η «Αλίκη μες στον καθρέφτη», και το «Μάθημα Κιθάρας». Το τελευταίο εικονίζει ένα ημίγυμνο κοριτσάκι, στην αγκαλιά μιας γυμνόστηθης δασκάλας, με την κιθάρα ριγμένη στο δάπεδο, και ένα πιάνο στο φόντο. Ο πίνακας θεωρήθηκε πορνογραφικός και, επιπροσθέτως, βλάσφημος καθόσον ορισμένοι θρησκόληπτοι «ανακάλυψαν» αναφορές στην Πιετά της Αβινιόν, ένα εξόχως ευλαβές έργο ανωνύμου του 15ου αιώνα, το οποίο φυλάσσεται στο Λούβρο. Ο Μπαλτίς αρνήθηκε εντόνως ότι είχε κατά νου το εν λόγω έργο όταν ζωγράφιζε το «Μάθημα Κιθάρας», επέμεινε ότι είναι πιστός καθολικός, αν και, πάντα καλός παίκτης του διφορούμενου, ενώ φρόντισε να διακηρύξει ότι δεν καταλαβαίνει γιατί του προσάπτουν ότι είναι πορνογράφος, ότι η διαφήμιση είναι πορνογραφία, αν πράγματι φιλοτέχνησε έναν πορνογραφικό πίνακα αυτός είναι ίσως το «Μάθημα Κιθάρας». Όπως και να ’χει, το σκληρό αποτέλεσμα ήταν ότι η πρώτη έκθεση του Μπαλτίς στο Παρίσι έμελλε να είναι και η τελευταία για κάμποσα χρόνια, για μέχρι το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου!
Στα 1937, ο Μπαλτίς θα παντρευτεί την Αντουανέτ ντε Βατβίλ, γόνο αριστοκρατικής οικογένειας της Βέρνης. Θα κάνουν δύο παιδιά, τον Θαδαίο και το Στανίσλαο. Στα 1938, μέσω της γκαλερί του Πιερ Ματίς, γιου του διάσημου ζωγράφου, στη Νέα Υόρκη, ο Μπαλτίς θα κερδίσει την παγκόσμια φήμη. Αποτελεί ένα είδος ειρωνείας το ότι ο λεπταίσθητος καλλιτέχνης καθιερώθηκε διεθνώς μέσα από εκθέσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες, ανάμεσα στις οποίες και αυτή στο ΜΟΜΑ, στο περίφημο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης, ενώ ο ίδιος δεν πάτησε ποτέ το πόδι του στην Αμερική, παραμένοντας προσηλωμένος στην Ευρώπη. Μετά τη γερμανική εισβολή, στα 1940, η εξορία θα είναι και πάλι η μοίρα του, και η Ελβετία θα είναι το καταφύγιό του. Ο Αντρέ Μαρλό και ο Αλμπέρτο Τζακομέτι θα είναι οι πιστότεροι από τους πολλούς εξέχοντες φίλους του, στη χορεία των οποίων θα προστεθούν ο Πάμπλο Πικάσο και ο Ζακ Λακάν, ο οποίος μάλιστα εξελίχθηκε σε φανατικό συλλέκτη έργων του Μπαλτίς.
Στη δεκαετία του 1950, θα έχει την ευκαιρία να σχεδιάσει τα σκηνικά για την όπερα «Cosi fan tutte», του αγαπημένου του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ και να ολοκληρώσει ορισμένα από τα πιο φιλόδοξα αριστουργήματά του, όπως το La Chambre, στα1952, και το Le Passage du Commerce Saint-André, στα1954, ενώ στα μέσα της δεκαετίας του 1960, θα εγκατασταθεί στην Ιταλία, ως διευθυντής της Γαλλικής Ακαδημίας της Ρώμης, όπου και θα συνδεθεί φιλικά με τον πληθωρικό σκηνοθέτη Φεντερίκο Φελίνι. Επίσης, θα παντρευτεί, στα 1967, την Γιαπωνέζα καλλονή Σετσούκο Ιντέτα, κατά τριάντα πέντε χρόνια νεότερή του, με την οποία θα αποκτήσει έναν γιο, τον Φούμιο, ο οποίος όμως θα αποβιώσει χτυπημένος από ασθένεια μόλις δύο χρόνια μετά τη γέννησή του, και μία θυγατέρα, την Χαρούμι.
Θα αποσυρθεί στην Ελβετία, όπου θα συνεχίσει να ζωγραφίζει, μάλλον με βραδείς ρυθμούς, πάντα τελειοθήρας και λάτρης της λεπτομέρειας, ενώ θα επιτρέψει στον επίσης φίλο του, τον φημισμένο Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν, να τον φωτογραφίσει, γηραιό μα μειλίχιο και ευτυχισμένο, στα 1999. Δύο χρόνια μετά, στις 18 Φεβρουαρίου του 2001, ο Μπαλτίς θ’ αφήσει την τελευταία του πνοή. Αξίζει να θυμόμαστε, εκτός από το πλούσιο έργο του, αυτές τις μελωδίες των χρωμάτων που μας χάρισε, και το ότι ήταν ο μόνος καλλιτέχνης που εν ζωή είδε πίνακές του στο Λούβρο, όταν ο Πικάσο δώρισε στο μουσείο την ιδιωτική του συλλογή που περιείχε και δημιουργίες του Μπαλτίς, και ότι στην τελευταία του κατοικία δεν τον συνόδευσαν μονάχα κρατικοί άρχοντες, ξακουστοί γηραιοί συνάδελφοί του, και εκατοντάδες άγνωστοι θαυμαστές του, αλλά και αστέρες της ροκ μουσικής, με δεσπόζοντα τον Μπόνο των U2.

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης


Δημοσιεύτηκε στο "Έψιλον" της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας








Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2008

HIRST



Ντέιμιεν Χερστ
Ο Σταρ της Φορμαλδεΰδης


Το να έχεις τις ευλογίες του Φράνσις Μπέικον είναι μέγιστο δώρο, όπως επίσης και το να σε λογαριάζουν άνθρωποι σπουδαίοι για σπουδαίο καλλιτέχνη. Κι ας ήσουν ένα τσογλάνι από το Μπρίστολ που μεγάλωσε στο Λιντς, από πατέρα που παράτησε εσένα και τη μάνα σου στα δώδεκά σου χρόνια, και από μάνα που, ούσα διασαλευμένη καθολική, έκανε φέτες το αγαπημένο σου μπλουτζίν και έκαιγε στον κλίβανο το πολύτιμο βινύλιό σου των Sex Pistols για να φτιάξει –ήμαρτον!– μια φρουτιέρα. Δεν είναι λίγο να έχεις ξεκινήσει τον κοινωνικό σου βίο σκράπας σε όλα τα μαθήματα, πλην των τεχνικών όπως λέγαμε παλιά, ή της αισθητικής αγωγής όπως το λέγουν σήμερα, κι ακόμα να σ’ έχουνε συλλάβει μερικές φορές, έφηβος σαν ήσουν, για μικροκλοπές σε καταστήματα, να σε έχουν απορρίψει άλλες τόσες σε σχολές Καλών Τεχνών ώσπου επιτέλους να σε δεχτούν, να έχεις ρουφήξει ένα Έβερεστ σκόνη λευκή, να έχεις καπνίσει δεκάδες καπνοβιομηχανίες, και να έχεις πιει μυριάδες θερμοσίφωνες, για να είσαι σήμερα μια από τις πλέον αμφιλεγόμενες μορφές της σύγχρονης τέχνης, αποκομίζοντας απανωτά εκατομμύρια λίρες, προκαλώντας την μήνιν κάποιων κριτικών και αποσπώντας τα εγκώμια άλλων. Ίσως όλα να ξεκινάνε από την εμμονή σου με τον θάνατο, το πιο γοητευτικό θέμα στην τέχνη, μαζί με τον αντίποδά του, τον έρωτα, και ξέρουμε ότι κάποτε, πιτσιρικάς, υποχρεώθηκες να κάνεις δυσάρεστες, ίνα μη τι χείρον είπω, βάρδιες ως φύλακας σε νεκροτομείο. Έχεις σοκάρει τον κόσμο όλο με όλα όσα κάνεις, σε λένε Ντέιμιεν Χερστ, έκανες τις προάλλες μια απίθανη ντρίπλα βγάζοντας στο σφυρί τα έργα σου, μια συλλογή ολόκληρη, με τον τόσο ποιητικό τίτλο «Όμορφα μέσα στο κεφάλι μου για πάντα», παίζοντας με τα ήθη και τα έθιμα του εμπορίου τέχνης, προσωπικά δεν μου αρέσει τίποτε από όσα έχεις δημιουργήσει, απεναντίας τα απεχθάνομαι, εκτός από τους εξαίσιους τίτλους που δίνεις στα ανοσιουργήματά σου, αλλά με ιντριγκάρει ο βίος και το έργο σου και δεν μπορώ ν’ αντισταθώ στον πειρασμό δύο ή τρία πράγματα για σένα να τα πω.
Ντέιμιεν Χερστ, λοιπόν. Έτος γεννήσεως 1965, στις 7 Ιουνίου, στο Μπρίστολ, από μπαμπά μηχανικό αυτοκινήτων και μαμά κοινωνικό λειτουργό. Ο μπαμπάς παρατάει την οικογενειακή εστία όταν ο μικρός Ντέιμιεν είναι δωδεκαετές μειράκιον. Η μαμά πάει στον μικρό κόντρα σε όλα, από την κόμμωση και την περιβολή μέχρι το μουσικό του γούστο, αλλά, διορατικότατα, τον ενθαρρύνει να καταπιαστεί με το μόνο πράγμα που περιφανώς τον καίει: την τέχνη, και δη την ζωγραφική. Έτσι, ο μεταπάνκ πιτσιρικάς θα μπει για σπουδές στο Κολέγιο Γκόλντσμιθς του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, αφού μαθητεύσει στο Κολέγιο Τεχνών και Ντιζάιν του Λιντς, για να πέσει με τα μούτρα κατόπιν στην παραγωγή εξωφρενικών έργων τέχνης, ή αντι-τέχνης, αν θέλετε, στην κατανάλωση γενναίων ποσοτήτων κοκαΐνης, αλκοόλ, και νικοτίνης, ενώ δεν θα παραλείψει να παντρευτεί την εκλεκτή της καρδιάς του, την Καλιφορνέζα Μάια Νόρμαν και να κάνει τρία παιδιά μαζί της, βαφτισμένα όλα με ονόματα που, ποιος ξέρει γιατί, αρχίζουν από C: Connor, στα 1995, Cassius, στα 2000, και Cyrus, μόλις πρόπερσι, στα 2007.
Πέρα από τις κραιπάλες, ο καλλιτέχνης μας αποδεικνύεται εξαιρετικά δραστήριος και επινοητικός. Ήδη στα 23 του, και όντας φοιτητής στο Γκόλντσμιθς, αρχίζει να οργανώνει εκθέσεις και να συγκεντρώνει γύρω του έναν εσμό από πιστούς συνεργάτες. Παρουσιάζει δημιουργίες του όπως ένα σύμπλεγμα από χαρτόκουτα βαμμένα με μπογιά. Το έργο το έχουμε ξαναδεί από την εποχή του Dada, αλλά σε καιρούς παραζάλης και αισθητικού πανζουρλισμού, αμηχανίας και δίψας για το αλλόκοτο, μπορείς να ποντάρεις κάλλιστα σε μια συσκευασμένη εκ νέου λογοκλοπή αλλά και σε ένα ανακαινισμένο σκάνδαλο. Ο Ντέιμιεν Χερστ ποντάρει και στα δύο, προσθέτει μια στάλα, μάλλον μια λίμνη, κυνισμού –κλεμμένου κι αυτού από τον Άντι Γουόρχολ– και γίνεται με ρυθμούς υπερταχείας αμαξοστοιχίας πολυεκατομμυριούχος σταρ. Ίσως και σπουδαίος, αν μη τι άλλο λόγω των συζητήσεων που προκαλεί, καλλιτέχνης~ ποιος ξέρει;
Στα 1990, ο κύριος Χερστ έχει την έμπνευση να συνθέσει και να εκθέσει σε μιαν αποθήκη ένα έργο αποτελούμενο από κάμπιες και μύγες που το γλεντάνε τρωγοπίνοντας από το ματωμένο και σηπόμενο κεφάλι μιας αγελάδας μέσα σε μια μεγάλη γυάλινη προθήκη. Το έργο τιτλοφορείται «Χίλια Έτη», εκτίθεται σε ένα παλιό εργοστάσιο, καταφτάνει εκεί με μια πράσινη (Κύριε των Δυνάμεων!) Ρολς Ρόις ο πολύς Τσαρλς Σάατσι, μένει, καθώς λένε, με ανοιχτό το στόμα μπροστά στο αγελαδοφάγο αριστούργημα που υποτίθεται ότι αντλεί από την «ωμότητα των πραγμάτων», καθώς έλεγε ο Φράνσις Μπέικον, και αποφασίζει να κάνει αστέρα των αστέρων τον Χερστ. Πες το κι έγινε!
Εν μια νυκτί, ο Χερστ γίνεται ο καθρέφτης των καιρών μας, ο εκφραστής της παράλογης βιαιότητας, ο ανατόμος του θανάτου, και άλλα τέτοια ηχηρά και λίαν κερδοφόρα. Παίρνει τον περιβόητο καρχαρία του, το πιο εμβληματικό του έργο και τον βαπτίζει σε μια προθήκη τίγκα στη φορμαλδεΰδη, χαρίζοντάς του τον ιδιοφυή τίτλο «Το σωματικώς ανέφικτον του θανάτου στο νου ενός ζώντος». Τεμαχίζει μιαν αγελάδα κι ένα μοσχάρι, τα κάνει τουρσί σε μια σειρά βιτρίνες, τα εκθέτει στην Μπιενάλε της Βενετίας, το 1993. Την επόμενη χρονιά, το θύμα στον βωμό της σύγχρονης παρανοημένης τέχνης θα είναι ένα αρνί, βουτηγμένο σε μια δεξαμενή γεμάτη φορμαλδεΰδη, υπό τον τίτλο «Μακριά από το κοπάδι», που εκθέτει ο Χερτς στην Γκαλερί Serpentine. Το νόστιμο εδώ είναι ότι ένας άλλος ευφάνταστος αρτίστας, ονόματι Μαρκ Μπρίτζερ, μέλος αυτής της κάστας των κομπλεξικών που θέλουν να αποκτήσουν κάποια αίγλη με το να εναντιωθούν σε όσους, έστω και με ακραίες μπούρδες, έχουν γίνει παγκόσμιες φίρμες, μπούκαρε στην γκαλερί Serpentine, περιέχυσε τη δεξαμενή με μαύρο μελάνι και αναβάπτισε το έργο ως «Το Μαύρο Πρόβατο». Ο μίστερ Μαρκ έφαγε μήνυση από τον μίστερ Ντέιμιεν και τη γλίτωσε φτηνά με δύο χρόνια με αναστολή και κάτι ψιλά, ήτοι ένα χιλιάρι λίρες, για την αποκατάσταση του… έργου!
Ακολουθούν βραβεύσεις αλλά και απαγορεύσεις, αμφότερες στα όρια του εξωφρενικού. Φέρ’ ειπείν, το Βραβείο Τέρνερ το 1995 και, την ίδια χρονιά, οι υπάλληλοι υγειονομικού ελέγχου στη Νέα Υόρκη απαγορεύουν, φοβούμενοι μην… ξεράσει το κοινό, την έκθεση του έργου «Two Fucking and Two Watching» («Δυο Γαμούν και Δυο Κοιτούν»), όπου ένας σηπόμενος ταύρος συνευρίσκεται με μιαν εξίσου σηπόμενη αγελάδα. Ίσως η συμβολή του Χερστ στις έντονες συζητήσεις σχετικά με το τι είναι τέχνη και τι βάναυση απατεωνία να θεωρηθεί κάποτε μεγαλύτερη συμβολή του στην τέχνη. Προς το παρόν, ωστόσο, έχουμε το μάλλον δυσάρεστο καθήκον να υποστούμε άλλες μεγαλόπνοες δημιουργίες του αρτίστα και αστέρα, όπως το καμωμένο από πλατίνα και κοσμημένο με 8601 (!!!) διαμάντια κρανίο, που φέρει τον τίτλο «The Love of God», αξίας, παρακαλώ, 50 εκατομμυρίων λιρών, 100 εκατομμυρίων δολαρίων, 75 εκατομμυρίων ευρώ, ή το «Lullaby Spring», ένας ατσάλινος θάλαμος που περιέχει 6136 χάπια, δωράκι έναντι μόλις κοντά 20 εκατομμυρίων δολαρίων στον πάσχοντα από αϋπνίες, καθώς φαίνεται, στον Εμίρη του Κατάρ!
Παραλλήλως, το αστέρι μας καταπιάστηκε με τη ροκ μουσική και με την εστίαση, άλλα δύο λίαν κερδοφόρα πεδία. Συνεργάστηκε με το συγκρότημα Blur και με τον σεφ Μάρκο Πιέρ Γουάιτ, του ρεστοράν Quo Vadis. Από τον τελευταίο μάλιστα έφαγε και μια μήνυση για λογοκλοπή, στα 1999, όταν ισχυρίστηκε, όπως και ουκ ολίγοι άλλοι, ότι ο Χερστ οικειοποιήθηκε κάποιες δικές του δημιουργίες. Μια κατηγορία που ο Χερστ αντιμετώπισε, και εξακολουθεί να αντιμετωπίζει μιας και επανέρχεται διαρκώς, με μια στωικότητα και έναν κυνισμό που θυμίζει τον μακρινό του μέντορα, τον Άντι Γουόρχολ. «Στην τέχνη», διατείνεται το παλικάρι από το Μπρίστολ, «το θέμα είναι η ιδέα, η σύλληψη, και όχι η εκτέλεση». Η Τέχνη, σύμφωνα με τον Ντέιμιεν Χερστ, είναι του καθενός ο τρόπος να αντιδρά σε όσα συμβαίνουν γύρω του, ένα κάτοπτρο του κόσμου είναι καλλιτεχνική δημιουργία, μια άμεση, σκληρή πρόκληση να δούμε πού ζούμε.
Σύμφωνα, ωστόσο, με άλλους η τέχνη δεν είναι καθρέφτης, αλλά είναι όραμα και πάθος και τσίγκλισμα στο να πάψουμε να ζούμε όπως ζούμε και να αναζητήσουμε ατραπούς που οδηγούν πέρα από την ωμότητα και τον κυνισμό. Από τη μια, ο Χερστ θεωρείται ήδη πεπερασμένος, ξοφλημένος, ένας διάττων που ουδείς θα τον θυμάται ύστερα από λίγο. Από την άλλη, ο Τσαρλς Σάατσι, μολονότι εχθρός του Χερστ εδώ και μια πενταετία, δήλωσε ευθαρσώς ότι σε εκατό χρόνια από τώρα όλοι οι σημερινοί καλλιτέχνες δεν θα είναι παρά υποσημειώσεις στα βιβλία της ιστορίας της τέχνης με εξαίρεση τους Τζάκσον Πόλοκ, Άντι Γουόρχολ, Ντόναλντ Τζαντ και Ντέιμιεν Χερστ. Στην δημοπρασία στους Σόθμπις τις προάλλες ο Χερστ θριάμβευσε πέρα από κάθε προσδοκία. Το αν ο καρχαρίας τουρσί και η αγελάδα στην άλμη θα θριαμβεύσουν πάνω στον αδυσώπητο χρόνο, θα μας το πει, γλαφυρά αλλά και απόλυτα σκληρά, όπως πάντα η Ιστορία!

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης

Δημοσιεύτηκε στο «Έψιλον» της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας.

Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2008

BARRIO



Ειδήσεις που μοιάζουν με Διαφημίσεις

Από αύριο, Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου, και κάθε Κυριακή, στο Barrio, Κεραμεικού 53, από τις 6 το απόγευμα και έως τα μαύρα μεσάνυχτα, ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης σας ταξιδεύει στην περιπέτεια της μουσικής, ακολουθώντας τεθλασμένες διαδρομές στην jazz, τα blues, την κλασική μουσική, και τα κουρέλια του ροκ που τραγουδάνε ακόμη. Αυτή την Κυριακή κοντά μας θα είναι ο Νέστωρ Πουλάκος και οι ποιητές και οι συγγραφείς που πλαισιώνουν την Ομάδα Βακχικόν (βλέπε: http://www.vakxikon.gr/)

Απόψε στην εκπομπή «Ο Αφρός των Ημερών», Κανάλι 1, Πειραιάς, 90,4 FM, από τις δέκα το βράδυ και έως τα μεσάνυχτα, ο Μπαμπασάκης τα λέει με τον Πουλάκο, live όπως πάντα, και παίζει εκλεπτυσμένη jazz των Enrico Rava, Nigel Kennedy, Paul Motian, Brad Melhdau, Bill Frisell, και άλλων (βλέπε: http://vakxikon.blogspot.com/2008/09/904-fm-v-2.html)

Από την Παρασκευή, 3 Οκτωβρίου, αρχίζει το ανανεωμένο πρόγραμμα του Καναλιού 1, Πειραιάς, 90, 4 FM. Θα σας ενημερώσουμε λεπτομερώς για τις αλλαγές. Προς το παρόν, ανακοινώνουμε την τρίωρη (!!!) υπερπαραγωγή αλά «Μπεν Χουρ» και «Όσα παίρνει ο άνεμος», ήτοι την εκπομπή Radio Propaganda, Η Φωνή της Λαϊκής Ελίτ, με τον Μπαμπασάκη στα μικρόφωνα, τις μουσικές επιλογές, και τον όλο συντονισμό, και με το Συνεργείο «Η Λαϊκή Ελίτ» στο πλευρό του. Κάθε Παρασκευή, το πρωί, από τις 11 έως τις 2 το μεσημέρι. Διότι: «Σκοπός της Ζωής μας δεν είναι η Χαμέρπεια»!

Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2008

RADIOPROPAGANDA



Ράδιο Προπαγάνδα

Επιτέλους! Αυτό που όλοι περιμένατε! Μια εκπομπή για τη λαϊκή ελίτ! Ωσονούπω! Ιωάννης Σεβαστιανός Μπαχ και Μάνος Χατζιδάκις, Διάφανα Κρίνα και John Coltrane, Θανάσης Παπακωνσταντίνου και Chet Baker, Γιάννης Αγγελάκας και Maurice Ravel! Για τρεις ώρες, μια μουσική πανδαισία, αλλά και ειδήσεις για τον κινηματογράφο, τα εικαστικά, το βιβλίο, τη μουσική, τα καλά περιοδικά! Επίσης, σχόλια στην τρέχουσα πολιτιστική επικαιρότητα, παρεμβάσεις ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών, προτάσεις για εξόδους, εκλεκτοί προσκεκλημένοι! Κι ακόμα, σκάκι, συνταγές μαγειρικής, μυθιστορήματα σε συνέχειες, οξύμωρα σχήματα, καλολογικά στοιχεία! Ράδιο Προπαγάνδα, από τον Γιώργο-Ίκαρο Μπαμπασάκη και το Συνεργείο «Λαϊκή Ελίτ»! Περισσότερες πληροφορίες εντός ολίγου!

Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2008

ΜΑΝΤΟΝΑ


Μαντόνα



Ο Ελβετός συγγραφέας Πέτερ Μπίξελ επέμενε, μέσω ενός μικρού μα πολύ πυκνού μυθιστορήματος, ότι η Αμερική δεν υπάρχει. Ο Γάλλος κοινωνιολόγος Ζαν Μποντριγιάρ επέμενε ότι ο Πόλεμος του Κόλπου δεν έγινε ποτέ. Ένας συμπατριώτης του δεν έπαψε να γράφει βιβλία όπου διατεινόταν ότι η οικονομία δεν είναι παρά μία φαντασίωση. Ορισμένοι θα μπορούσαν, ακολουθώντας την ίδια, όχι και τόσο εκκεντρική γραμμή, να βροντοφωνάξουν ότι η Μαντόνα, η Βερόνικα Λουίζα Τσικόνε, γεννηθείσα την 16η Αυγούστου του 1958, εγγεγραμμένη στα μητρώα των άσβεστων αστέρων και των αληγών ανέμων, η πλέον δημοφιλής περφόρμερ όλων των εποχών σύμφωνα με το Βιβλίο Γκίνες, μητέρα δύο παιδιών, συνθέτρια, τραγουδίστρια, ηθοποιός, συγγραφέας ερωτογραφημάτων αλλά και παιδικών βιβλίων, γνωστή τώρα τελευταία και με το όνομα Εσθήρ, ερωμένη για ένα διάστημα του Γουόρεν Μπήτυ, πολυβραβευμένη και πάμπλουτη, σκύλα και τρυφερή, αλανιάρα και λαίδη, πανκ και αγρότισσα, ελαφροπόπ και ποιοτική ανάλογα με τα κέφια και τις επιταγές της μουσικής βιομηχανίας, δεν υπάρχει, δεν υπήρξε, ούτε και πρόκειται να υπάρξει, παρά μονάχα στο φαντασιακό εκατοντάδων εκατομμυρίων φαν και αλλεπάλληλων γενεών άδολων αλλά και άβουλων οπαδών!

Πράγματι, υπάρχει η Μαντόνα; Αν υποθέσουμε, βάσιμα, ότι ο άνθρωπος, κάθε άνθρωπος, είναι το σύνολο των έργων, των γούστων του, σύνθεμα όσων έχει να κομίσει στους συνανθρώπους του, μωσαϊκό αυτών των στιγμών που τον κάνουν να προτιμάει τον αρωματικό καφέ από το τσάι ή το ουίσκι από τον μηλίτη οίνο, τον Ντίλαν και τους Band από τον Μάικλ Τζάκσον και τους Pet Shop Boys, τον Φίλιπ Ροθ και τον Χένρι Μίλερ από τον Κοέλιο και την Ιζαμπέλ Αλιέντε, που τον προσδιορίζουν και τον διαφοροποιούν από τους γύρω του, που τον καθιστούν μια αναγνωρίσιμη και υπολογίσιμη προσωπικότητα, τότε η Μαντόνα Τσικόνε μάλλον δεν υπάρχει. Υπάρχει ένα πλήθος από Μαντόνες, υπάρχει μια ακατάπαυστη ροή διαφορετικών προσωπικοτήτων, διαφορετικών υπάρξεων που ίσως είναι άυλες, φασματικές, ανυπόστατες αμέσως μόλις αντικατασταθούν από την επόμενη ροή άλλων φασματικών και άυλων και ανυπόστατων υπάρξεων, εις το διηνεκές. Από την άλλη, είναι αναμφισβήτητο ότι αυτή η γυναίκα που κοντεύει τα πενήντα και που έχει παρελάσει από τις οθόνες και τα ηχεία μας, που έχει φωτογραφηθεί εκατομμύρια φορές, που τραγουδάει και χορεύει, που κάποτε γεννήθηκε, ανατράφηκε, σπούδασε, ναι, είναι πέραν πάσης αμφιβολίας ότι πρέπει να έχει σάρκα, οστά, αίμα, φαιά κύτταρα, στήθος και γάμπες. Ίσως μάλιστα, κάποιες στιγμές, να αχνοφαίνεται ένα γλυκό χαμόγελο στα χείλη της, κάτω από την (αληθινή; ψεύτικη; ποιος ξέρει πια;) διάσημη ελιά της, και, κάποιες άλλες στιγμές, θλιμμένα δάκρυα, υγρά, αλμυρά, όχι εκείνα τα μαργαριτάρια που απαθανάτισε ο μεγάλος φωτογράφος Μαν Ρέι, να κυλάνε στα ασπρορόδινα μάγουλά της.

Ο πολύς Νόρμαν Μέιλερ πήγε και τη βρήκε, κατά παραγγελίαν, και με το αζημίωτο φυσικά, του περιοδικού Esquire, και δημοσίευσε ένα εκτεταμένο κείμενο γι’ αυτήν τον Αύγουστο του 1994. Μάλιστα, συνομίλησε μαζί της για το σεξ και τη φήμη, για τα προφυλακτικά και την τέχνη, για τη μοναξιά και τη μόδα. Τη χαρακτήρισε «κυρία», έκανε συγκρίσεις ανάμεσα σ’ αυτήν και στην Μέριλιν Μονρόε, τη φιλοφρόνησε αφειδώς («Βλέποντας τη Μαντόνα στα μουσικά βίντεο, συναντούσες την υψηλή ευφυΐα ενός καλλιτέχνη», «Η Μαντόνα υπερέβαινε τα ίδια της τα όρια για να δημιουργήσει οπτικοποιήσεις του ήχου ίσες με φίνα ποιήματα», «Αυτή που βρίσκεται ανάμεσά μας είναι η σπουδαιότερη θηλυκή καλλιτέχνις μας εν ζωή»!), άφησε κι ένα ωραίο δηλητηριώδες υπονοούμενο για την όντως ακεραιότητα και την όντως υπόστασή της («Ήταν ευχάριστο να μιλάς στη Μαντόνα. Εκείνη δεν είχε ακόμη κατασταλάξει σε κανένα από τα όριά της. Ίσως και να μην το έκανε ποτέ»). Από την άλλη, ο Μποντριγιάρ ξεμπέρδεψε πιο άνετα και, βέβαια, δριμύτατα με το Φαινόμενο Μαντόνα: πρόκειται, ισχυρίστηκε, για έναν παρθένο καρπό της αεροβικής και μιας παγερής αισθητικής, ο ερωτισμός της είναι αφυδατωμένος τύπου κόμικς ή επιστημονικής φαντασίας, είναι μετάλλαξη, τραβεστί, πλάσμα μπαρόκ από γενετική άποψη, το ερωτικό της look κρύβει τη γενικευμένη ακαθοριστία περί το γένος, είναι μια τεχνητή νιτρογλυκερίνη ανήμπορη να εκραγεί, ανήκει, μαζί με την Τσιτσιολίνα και τον Μάικλ Τζάκσον, στη στρατιά των «gender-benders», των λιποτακτών του σεξ.

Για όσους μεγάλωσαν με τη λαχτάρα να πραγματώσουν τον εαυτό τους, να γίνουν έργα τέχνης οι ώρες τους και χειροπιαστές αλήθειες οι επιθυμίες τους, για όσους το χιούμορ ήταν υπόθεση πολύ σοβαρή και μάλιστα υπόθεση θανάτου ή ζωής, για όσους η ποίηση δεν ήταν τα ποιήματα αλλά οι στιγμές που ζούσαν με τις ερωμένες και τους φίλους τους, για όσους όσια και ιερά ήσαν ο Rimbaud και ο Isidore Ducasse και ο Arthur Cravan, για όσους το πιο καλό, το άριστο, ουίσκι ήταν το πολύ, το πάρα πολύ, για όσους η μουσική ήταν ο τρόπος να μπαινοβγαίνεις στον Παράδεισο και την Κόλαση, και η ζωή ήταν πάντα μια, όχι δίχως κλάματα και γέλια, σχοινοβασία πάνω από την άβυσσο, η Μαντόνα μάλλον είναι ανύπαρκτη, ίσως, στην χειρότερη περίπτωση, να είναι κάτι σαν εφήμερος σάκος πυγμαχίας, ένας στόχος για μεθυσμένα «βελάκια» στο καπηλειό της χαμένης νιότης. Από την άλλη, πάλι, πώς να μην συγκλονιστείς, όσο αναίσθητος κι αν επιμένεις πεισματικά να είσαι απέναντι στα φαινόμενα των Φαινομένων, απέναντι στο Καλειδοσκόπιο Μαντόνα, απέναντι στον Θρυμματισμένο Καθρέφτη Μαντόνα, απέναντι στην Λερναία Ύδρα Μαντόνα, ναι, πώς να μην συγκλονιστείς, και πώς να μην συγκινηθείς μάλιστα, όταν τη βλέπεις να επιβιώνει, να υφίσταται και να ανθίσταται, τόσες δεκαετίες, να το παλεύει, να μην το βάζει κάτω, να μάχεται με νύχια και με δόντια, κυριευμένη σύγκορμη από το παλλόμενο πάθος της παραμονής στο προσκήνιο, κυριαρχημένη ολόκληρη από τη μανία να αποδεικνύει συνεχώς ότι μπορεί να κάνει τα πάντα, ότι μοχθεί να δείξει ότι όχι μονάχα υπάρχει όντως αλλά και ότι προσφέρει στην ανθρωπότητα άλλοτε τον επεξεργασμένο έως πλαστικής αηδίας ερωτισμό της και άλλοτε την στοργή και την τρυφερότητά της εν είδει παιδικών βιβλίων με ζωγραφιές; Πώς να αρνηθείς ότι αυτό το κορίτσι, η θυγατέρα του ιταλοαμερικανού Σίλβιο Τόνι Τσικόνε, μηχανικού της Chrysler, και της γαλλοκαναδέζας Μαντόνας Λουίζ Φορτέν, μπόρεσε σε χρόνο ρεκόρ να φτάσει στην κορυφή (την από την ίδια προσδιορισμένη κορυφή, και όχι την κορυφή όπως την εννοεί ο λάτρης του Τομ Γουέιτς, αίφνης, ή της Κικής Δημουλά ο αναγνώστης), και να κατοικοεδρεύσει εκεί για μια εικοσαετία και βάλε; Πώς να μην λάβεις υπόψη σου ότι μεγάλωσε με άλλα εφτά αδέλφια, ότι έχασε τη μάνα της το Δεκέμβριο του 1963, όταν η εν λόγω μάνα ήταν μόλις τριάντα χρονών, και η ίδια η κοπελίτσα μόλις πέντε, με άλλα λόγια είδε, γνώρισε, γεύτηκε από τόσο μικρή ηλικία το φάσμα της φθοράς, το κατάμαυρο ουράνιο τόξο της απώλειας και τον τρόμο του κενού και του χαμού; Πώς να μην κάτσεις να σκεφτείς ότι το πείσμα της κοπελίτσας θα πρέπει να ήταν ισχυρό, κι αυτό είναι αρετή, μιας και έπεισε τον πατέρα της να της επιτρέψει να αφήσει τα υποχρεωτικά σε όλα τα παιδιά της οικογένειας μαθήματα μουσικής και να κάνει μαθήματα χορού, και μάλιστα θα πρέπει αυτό το πείσμα να το συνόδευε, και να το συνοδεύει ακόμη, ένα πανίσχυρο ένστικτο όπως μας αποδεικνύει το γεγονός ότι τα πήγε περίφημα στον χορό, ότι δασκάλα της έγινε η θρυλική Μάρθα Γκράχαμ, ότι τη δέχτηκε ο επίσης θρυλικός Άλβιν Έιλι στα μπαλέτα του, και ότι μέχρι σήμερα ένα μεγάλο ποσοστό της επιτυχίας της βασίζεται στις χορευτικές της δεξιότητες;

Για να δούμε μερικές άλλες αποδείξεις περί υπάρξεως και μη υπάρξεως της Μαντόνας: το εν λόγω ένστικτο της ψιθυρίζει πειστικά, και ενώ η σταδιοδρομία της στο χορό προμηνύεται λαμπρή, να στραφεί και πάλι στη μουσική. Σχηματίζει πρόσκαιρες μπάντες («Breakfast Club», «Emmy»), και παίζει σε κλαμπάκια της μόδας, ιδίως στη νεοϋορκέζικη «Danceteria». Υπογράφει συμβόλαιο με τη δισκογραφική εταιρεία Sire Records, γράφει το χιτ «Everybody», το βλέπει να σκαρφαλώνει στο τσαρτ του Billboard, αλλά, και ιδού η πρώτη τάση ανυπαρξίας, επειδή το άσμα σημειώνει επιτυχία στους σταθμούς που παίζουν R&B και πολλοί ακροατές νομίζουν ότι η Μαντόνα είναι αφροαμερικανή, όταν κυκλοφορεί το σινγκλ δεν υπάρχει φωτογραφία της και η τραγουδίστρια περιορίζεται για ένα διάστημα, και κατ’ εντολήν της εταιρείας, στη σκιά της αφάνειας για να μη χαθεί το αυξανόμενο μαύρο κοινό της! Αμέσως μετά, οι πανέξυπνοι image makers θα της προσδώσουν την εικόνα ενός (του πρώτου από τα δεκάδες) υβριδίου, κάτι ανάμεσα σε πανκ και ποπ, και με το στυλ αυτό θα κάνει το «Madonna», το πρώτο της άλμπουμ, στα 1983. Και θ’ αρχίσει να κατακτά τον κόσμο!

Η πλαστικούρα και ό,τι ψεύτικο, τα έντονα βαμμένα μαλλιά, τα σκουλαρίκια δώθε-κείθε, τα μισοσκισμένα ρούχα, το κάτι μεταξύ βαμπ και Λολίτας, οι ζαρτιέρες αλλά και τα σοσόνια, το «Like a Virgin» αλλά και το «True Blue», οι απανωτές εμφανίσεις στο MTV αλλά και η αρχή μιας κινηματογραφικής καριέρας με το «Αναζητώντας απεγνωσμένα την Σούζαν», οι αλλεπάλληλες υποψηφιότητες για κάθε λογής βραβεία και οι πάμπολλες βραβεύσεις, το κοριτσομάνι που ντύνεται, στολίζεται και φέρεται όπως ντύνεται, στολίζεται και φέρεται κάθε φορά η Μαντόνα, η δημοσίευση γυμνών φωτογραφιών στο Playboy και το Penthouse, ο έρωτας και ο γάμος με το πολυτάλαντο παλικάρι, τον Σον Πεν, στα εικοστά έβδομα γενέθλιά της, στις 16 Αυγούστου του 1985, τα δίκαια μπουνίδια του αψίκορου Σον κατά των αδιάκριτων παπαράτσι, και ενίοτε κατά της ίδιας της Μαντόνας, το διαζύγιο τέσσερα χρόνια μετά, η προτροπή του Πάπα αυτοπροσώπως να μην πηγαίνουν οι πιστοί στις συναυλίες της «βλάσφημης», «έκφυλης», «υβρίστριας» τραγουδίστριας, και το ανάθεμα από το Βατικανό κατά του άλμπουμ «Like a Prayer», ο ρόλος της Breathless Mahoney στο πλευρό του Γουόρεν Μπήτυ, στο φιλμ «Dick Tracy», και ο εφήμερος ερωτικός δεσμός της με τον γοητευτικό αστέρα (ο οποίος, μιμούμενος ίσως τον Τζακ Λέμον όταν αποφάνθηκε ότι το να φιλάς την Μέριλιν είναι σαν να φιλάς τον Χίτλερ, δήλωσε ότι η Μαντόνα είναι ανύπαρκτη δίχως τις κάμερες και τους προβολείς), η κυκλοφορία του άλμπουμ «Immaculate Collection» που ευφυώς η Μαντόνα αφιέρωσε στον «ιερό εμπνευστή της», τον Πάπα, και το ντοκιμαντέρ «Στο κρεβάτι με τη Μαντόνα», ιδού συνοπτικά ο πρώτος γύρος του ματς της Μαντόνας στο ρινγκ της επιβίωσης, της επιτυχίας, της επιμονής, της επικράτησης. Είναι Λέων, λιοντάρι, και ξέρουμε ότι τα λιοντάρια είναι ικανά να κάνουν τα πάντα, να δώσουν λυσσαλέες μάχες για να κερδίσουν όλους τους πολέμους, για να παραμείνουν οι βασιλιάδες αυτών των τεσσάρων «επί»! Η Μαντόνα δείχνει, συνεχώς, ικανή ακόμα και να πάψει να υπάρχει για να μπορέσει να… υπάρξει. Είναι ικανή να εξαφανίσει τον εαυτό της για να τον αντικαταστήσει από έναν άλλο εαυτό χάριν της επιβίωσης, να εξαφανίσει αυτόν τον δεύτερο εαυτό για έναν τρίτο όταν το προστάζουν κάποιες ύψιστες πιθανότητες επιτυχίας, τον τρίτο για έναν τέταρτο προκειμένου να εγκωμιαστεί η επιμονή της, και για έναν πέμπτο που θα την ανεβάσει στα τάχατες γαλήνια βάθρα της επικράτησης. Αλλά, και χίλιες φορές αλλά, είναι ύπαρξη αυτό; Είναι ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο, όπως θα αναρωτιόταν και ο Νίτσε; Εντέλει, ζωή είν’ αυτή; Ποιος ξέρει; Ίσως η ίδια. Ίσως ούτε καν η ίδια. Ίσως κάποιος, ένας μονάχα, άγνωστός μας, που κάποτε την αγάπησε βαθιά, κάποιος που κάποτε κι εκείνη επέτρεψε στον εαυτό της να τον αγαπήσει βαθιά.

Εντωμεταξύ, αδιαφορώντας εμφανώς για τέτοια ψιλά γράμματα, η ναυαρχίδα Μαντόνα ακάθεκτη συνεχίζει να παίζει και να κερδίζει. Ηχογραφεί το «Erotica», που κάνει τους όντως ερωτευμένους να καγχάζουν, και γράφει το «Sex», που κάνει όσους κάτι ξέρουν από αυτά τα πράγματα να σκάνε στα γέλια επί μήνες. Κυκλοφορεί το «Bedtime Stories», θαρρείς για να μας αποδείξει παταγωδώς ότι δεν ανήκει στη φυλή όσων θεωρούν ότι τα μεγαλοφυέστερα έπιπλα που έπλασε ποτέ η μεγαλειώδης ανθρώπινη επινοητικότητα δεν είναι παρά το τραπέζι και το κρεβάτι, αν ξέρεις βέβαια τι μπορείς να κάνεις μ’ αυτά. Παίζει (τρόπος του λέγειν) στην «Εβίτα», παίζει (όντως, και θαυμαστά, αλλά φαίνεται ότι δαμάστηκε από τον πανούργο σκηνοθέτη) στο εκπληκτικό «Επικίνδυνο Παιχνίδι» του Έιμπελ Φεράρα, τσιμπολογάει ένα Grammy από δω, μια Χρυσή Σφαίρα από κει, παντρεύεται πιο πέρα (κυριολεκτικώς «πιο πέρα») τον Γκάι Ρίτσι, γεννάει τη Λούρδη, το ρίχνει στη γιόγκα, αρχίζει να μελετάει την Καμπάλα, αλλάζει όψη και στυλ και χτένισμα και βλέμμα καμιά τριανταριά φορές, βγάζει άλμπουμ που έχουν τεράστια επιτυχία και, συνάμα, μας είναι παντελώς αδιάφορα, όπως το προχθεσινό «Confessions on a dance floor» που μας γυρίζει στις πιο απεχθείς στιγμές της πιο απεχθούς ηλεκτρο-δεν-ξέρω-κι-εγώ-τι-και-γιατί-ποπ, αποδεικνύει για μιαν ακόμα φορά, λες κι αυτό είναι η ουσία και το νόημα και το άπαν και το απόλυτο της ζωής, ότι ξέρει να επιβιώνει, και χάνεται, ελπίζω για πάντα, από τη μνήμη, τη ζωή, το ήθος, την αισθητική και τα πολύτιμα, ακόμα κι αν χάνονται μες στις αναθυμιάσεις του ουίσκι ή κάτω στις ακτές της τεμπελιάς, εικοσιτετράωρά μας. Αντίο, Μαντόνα, είτε υπήρξες, είτε όχι! Αντίο, πρωταθλήτρια της επιβίωσης! Αντίο, όποια κι αν ήσουν! Αντίο, όποια κι αν θέλεις, ή θαρρείς ότι θέλεις, να είσαι!

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης

Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2008

ΡΑΔΙΟΠΟΔΗΛΑΤΟ


Κανάλι 1, Πειραιάς, 90,4 FM, ραδιοχρονογράφημα, μεσημέρι παρά κάτι, ως συνήθως.


Ποίηση είναι η Ανάπτυξις Στίλβοντος Ποδηλάτου

Δυο τετράγωνα, κάθε Κυριακή, από το σπίτι του ίσαμε το περίπτερο για τις κυριακάτικες εφημερίδες, και ο κύριος πάει με το αμάξι του, με το γιωταχί του. Ωραίος κύριος, ευυπόληπτος, στέλεχος ο κύριος, κύριος ο κύριος, ο οποίος κύριος έχει να διαβάσει Εμπειρίκο, Καβάφη, Ρίτσο, Λειβαδίτη, Καρούζο, Δημουλά, Εγγονόπουλο, και τα δύο μας Νόμπελ, βρε αδερφέ, Σεφέρη και Ελύτη, από τότε που εγώ έχω να ελαττώσω το κάπνισμα.
Δευτέρα, σήμερα, ας μου επιτραπεί ένα συλλήβδην ραδιοχρονογράφημα περί τουτού και ποδηλάτου, περί Μαντόνας και Μαουρίτσιο Κάγκελ, περί ευθύνης υπουργών και δικής μου ανευθυνότητας, περί μοντέρνου κανιβαλισμού και του πώς χρησιμοποιεί τα μίξερ ένας παράφρων που θέλει να περνιέται για καλλιτέχνης.
Το τουτού είχε μια γοητεία, κάποτε, στα χρόνια που ο Τζακ Κέρουακ αλώνιζε τις Ηνωμένες Πολιτείες προς άγραν εμπειριών, σε δρόμους που οδηγούσαν στο πουθενά και στα πάντα, σε δημοσιές της τρυφερότητας, της φιλίας, και της περιπέτειας. Τώρα, στις κοσμοβριθείς πόλεις, μες στα μποτιλιαρίσματα, την σπασμωδική επιθετικότητα και το γενικευμένο άγχος, όχι, καμία γοητεία, το τουτού είναι άχθος. Ένα ακόμα, άχθος. Στο Παρίσι πάμπολλοι άνθρωποι, ακόμα και κουστουμαρισμένοι, κυκλοφορούν με υπέροχα, ανθρακί χρώματος, ολοκαίνουργα αλλά με κοψιά ελκυστικά παλιομοδίτικη, με Σολεξάκια ομοιάζοντα, ποδήλατα. Ποίηση είναι η ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου, μας έλεγε ο Ανδρέας Εμπειρίκος, δεκαετίες πριν, κι ας θυμηθούμε πρόχειρα μερικούς λάτρεις του ποδηλάτου: τον Χένρι Μίλερ, που πήγαινε να βρει την Αναϊς Νιν, κρυφό του έρωτα, από το Παρίσι στη Λουβσιέν, με ποδήλατο~ τον Εμίλ Σιοράν, τον εκλεκτό φιλόσοφο, που κυκλοφορούσε πάντα με ποδήλατο~ τον Σάμιουελ Μπέκετ, τον συγγραφέα και νομπελίστα, που ήταν φανατικός ποδηλάτης.
Η Μαντόνα έρχεται, ο Μαουρίτσιο Κάγκελ, δυστυχώς, έφυγε, πήγε με τους πολλούς πριν από μερικές ημέρες. Την Μαντόνα την ξέρουν οι πάντες, θέλουν δε θέλουν, τον Μαουρίτσιο, στη χώρα μας, τον ξέρουν σίγουρα ο Χάρης Βρόντος, ο Χρήστος Μιχαηλίδης, η αφεντιά μου, και άλλοι πέντε. Έξοχος, ρηξικέλευθος συνθέτης, ο Κάγκελ, ανανέωσε τη σύγχρονη σοβαρή μουσική με παιγνιώδεις τρόπους και με ανεπίληπτη κομψότητα.
Οι υπουργοί είναι τόσο υπεύθυνοι, εργάζονται τόσο πειστικά για την ευημερία μας, ώστε εγώ αισθάνομαι ανεύθυνος κάθε φορά που ύστερα από καμιά δεκαριά ώρες δουλειά, μεταφράζοντας το τελευταίο θαυμάσιο μυθιστόρημα του Σαλμάν Ρούσντι, φέρ’ ειπείν, το ρίχνω στη μουσική και στην ποίηση και στο να μαγειρεύω για τους φίλους μου. «Οποία ανευθυνότης, Ίκαρε!» μου λέει και μου ξαναλέει αυστηρά ο εαυτός μου.
Τέλος, και θα μιλήσουμε περισσότερο γι’ αυτό αύριο, ένας ανεκδιήγητος εκ Δανίας σε μια γκαλερί είχε τοποθετήσει χρυσόψαρα σε 10 ηλεκτρικά μπλέντερ καλώντας τους επισκέπτες να πιέσουν το κουμπί και να τα κάνουν, τα άμοιρα χρυσόψαρα, πολτό. Ευτυχώς, το κοινό αντέδρασε μια χαρά. Μπούκαραν κάποιοι στην γκαλερί την ημέρα των εγκαινίων της τάχατες έκθεσης και τα έκαναν όλα λαμπόγυαλα. Ο εν λόγω κύριος ψευτοκαλλιτέχνης έχει κάνει κι άλλα τέτοια αηδιαστικά, ακόμα χειρότερα, και το φτυάρι μου τον περιμένει αύριο!

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Πλατεία Παπαδιαμάντη, 22/09/08

Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2008

ΓΚΟΡΠΑΣ


Ο Θωμάς Γκόρπας στο μεταίχμιο των καιρών

Έφαγε όλα τα φεγγάρια της πατρίδας και της νιότης του
μέσα σε είκοσι χρονάκια για να φάει να πιει και να καπνίσει

Είχα την εντύπωση ότι ήταν ένα δημιούργημα μυθοπλασίας, ένα αποκύημα της βραχνής φαντασίας του έξοχου Μάριου Χάκκα. Στις σελίδες του Χάκκα είχα διαβάσει γι’ αυτόν, με μάτια έκπληκτα και με μυαλό που έτρεχε προς την περιπέτεια της ζωής και της τέχνης με χίλια χιλιόμετρα την ώρα, στα δεκάξι μου χρόνια, για τον Γκόρπα και τον «γκορπισμό». Ό,τι είχε κατορθώσει να αποτυπώσει στο χαρτί ο Χάκκας το ρουφούσαμε, είχαμε βρει, μειράκια ανήσυχα, μια φωνή που μας μιλούσε με ατόφια ειλικρίνεια, με σκληρό χιούμορ, με πικρή μελαγχολία, με μιαν ελευθερία σπάνια εκείνη την εποχή του εκπεσμού της ποίησης σε μελοποίηση, του πομπώδους comeback μιας Αριστεράς που ήταν λαβωμένη (κάτι που θα έπρεπε πιο ευαίσθητη να την κάνει) μα κοντόθωρη και σκληρυσμένη και κακεντρεχής και βαριάκουγε και επέβαλλε, επέβαλλε, επέβαλλε.

Ο Χάκκας, λοιπόν, μας οδήγησε στον Γκόρπα. Ανακαλύψαμε ότι υπήρχε, με σάρκα και οστά, με ένα μόνιμο μειδίαμα, με ολόγλυκο βλέμμα, βελούδινο θα το ’λεγες, με ανοιχτή ματιά και ορθάνοιχτη καρδιά, με μιαν ασίγαστη προθυμία να μιλήσει, ελεύθερα και ωραία, για ό,τι μπόρεσε κι αυτός να αγαπήσει μέσα στα ερείπια μιας εποχής. Το ότι όντως υπήρχε, και ήταν σπουδαίος ποιητής, το ανακαλύψαμε μέσω του αειθαλούς και αεικίνητου Λεωνίδα Χρηστάκη. Μέσα από τις πάντα ενδιαφέρουσες σελίδες του «Ιδεοδρόμιου». Ήταν, αν δεν με ξεγελάει η μνήμη μου, ένα κείμενο για τους έλληνες μπητ ποιητές, κι εκεί, ανάμεσα στα ονόματα του Πητ Κουτρουμπούση και της Μαρίας Μήτσορα και του Σπύρου Μεϊμάρη και του Τάσου Φαληρέα, έβλεπες και το όνομα «Θωμάς Γκόρπας». Και μετά ήρθε ο πολυσυζητημένος πρόλογος του ποιητή Γκόρπα σ’ ένα βιβλίο που άφησε εποχή, στις Ιστορίες Καθημερινής Τρέλας του Τσαρλς Μπουκόφσκι. Και λίγο μετά, γνώρισα και συνομίλησα και περπάτησα και έφαγα και ήπια, πολύ, με τον Θωμά. Πάλι αν δεν με ξεγελάνε της Μνήμης της Παιχνιδιάρας τα καμώματα, ο Λεωνίδας Χρηστάκης ήταν αυτός που μας σύστησε. Αυτό που σίγουρα θυμάμαι ήταν ότι συναντιόμαστε σ’ ένα καφενεδάκι στην οδό Κιάφας, βαφτίζαμε στο κρασάκι και στο ούζο τις ευαισθησίες μας και κουβεντιάζαμε με τις ώρες – ω, πάντα ήμασταν, και παραμένουμε, πλούσιοι σε σχέση με το Χρόνο, ω πάντα διαθέταμε αφειδώλευτα τα δευτερόλεπτά μας στην μουσική της ποίησης και στην ποίηση της μουσικής, στο χρυσογάλαζο τοπίο της Φιλίας, στο πορφυρό του Έρωτος λιβάδι!

Μου έκανε απ’ την πρώτη στιγμή εντύπωση ένα είδος βαθιάς αμοιβαιότητας ανάμεσα στον Γκόρπα και τους αγαπημένους μας μπητνίκους. Θαρρείς και ήσαντε από την ίδια στόφα καμωμένοι, από τα ίδια υλικά πλασμένοι, στην ίδια ρότα πεισματικά προσηλωμένοι. Διόλου δεν μου φαίνεται τυχαίο το ότι ο Θωμάς προλόγισε τον Μπουκόφσκι, το ότι επέλεξε να κοσμήσει τα ποιητικά του άπαντα με παλιές φωτογραφίες της Αθήνας, με ένα στιγμιότυπο, λίαν μπητνίκικο, από το Καφενείο «Το Νέον», της Ομόνοιας, με ένα πορτρέτο νυχτερινό του Μπαρ «Aurevoir», από τα τέλη της δεκαετίας του 1950. Κι ακόμα, διόλου τυχαία δεν πρέπει να ήταν η αμέριμνη περιβολή του Γκόρπα, τα άνετα, φαρδιά, σχεδόν χαχόλικα ρούχα που σ’ αφήνουν να κινηθείς, να σκεφτείς, να μιλήσεις, να χειρονομήσεις ελεύθερα, χωρίς μέριμνες για το μανικετόκουμπο, δίχως έγνοιες για την κομβιοδόχη, μήτε αγωνίες μάταιες για την τσάκιση. Ναι, μπητνίκος ήταν ο Θωμάς, το βλέπεις και στην ποίησή του πεντακάθαρα αυτό, στους ασθμαίνοντες λαχανιαστούς παλλόμενους στίχους που βραχνιάζουν προσευχόμενοι στο κενό των ημερών, που θέλουν να τραγουδήσουν αυτό που χάθηκε, που θέλουν να βαστάξουν λίγο ακόμη, να μην σιγήσουν, να πούνε κι άλλα, την γνήσια κι αυθεντική στιγμή ωραία να υμνήσουν.

Και ήταν ανυποχώρητος αντιεξουσιαστής. Πολιτικά δεν κουβεντιάσαμε ποτέ, αλλά τον θυμάμαι πάντα να υπερασπίζεται λογοτέχνες που δεν έστεργαν με την εξουσία να έχουν παρτίδες, που επέμεναν να ζούνε μποέμικα, ελεύθερα, όσο πιο ξέγνοιαστα γινόταν, όσο πιο μακριά από κάθε εγκλωβισμό μπορούσαν. Είχαμε μιλήσει κάποτε για τους υπερρεαλιστές, εν μέρει προγόνους των μπητνίκων, και είχαμε διαφωνήσει. Στα είκοσί μου εγώ, επέμενα, όπως και τώρα, ένα τέταρτο του αιώνα μετά, να εκθειάζω τον βίο και την προσωπικότητα του André Breton. Ο Θωμάς, απεναντίας, με μπόλικη ειρωνεία και λόγο αιχμηρό, δεν έπαυε να ψέγει την αυταρχικότητα του ποιητή της Ελεύθερης Ένωσης και της Nadja, να καταγγέλλει τις ακρότητές του, τον τρόπο με τον οποίο διηύθυνε το υπερρεαλιστικό κίνημα, το πώς αναθεμάτιζε, εξοστράκιζε, αφάνιζε τους «εσωκομματικούς» του αντιπάλους. Ματαίως πάσχιζα να του υπενθυμίσω ότι οι εμπροσθοφυλακές είναι πάντα βίαιες, εκρηκτικές, αυστηρές. Αρνιόταν να δεχτεί τη στάση του Breton. Επέμεινε στο να υπερασπίζεται σθεναρά όσους είχε αποπέμψει ο leader, επέμενε να μιλάει με πλησμονή αγάπης για τον Raymond Queneau, για τον Tristan Tzara, και, κυρίως, για τον Jacques Prévert. Αρνιόταν κάθε λογής εξουσία, και ιδίως στον ήδη και εκ προοιμίου αντιεξουσιαστικό χώρο της τέχνης και της ποίησης.

Τελευταία φορά τον είδα στην Εμμανουήλ Μπενάκη. Σ’ ένα ουζερί τα πίναμε με τον Τάσο Γουδέλη και κάποιους φίλους. Πέρασε ο Θωμάς. Του είπαμε να καθίσει, και κάθισε μεμιάς. Μιλήσαμε πάλι για αγαπημένους συγγραφείς και ποιητές, μιλήσαμε και για τον Malcolm Lowry, τον δημιουργό του αριστουργήματος Κάτω από το ηφαίστειο. Πετάχτηκα στο βιβλιοπωλείο της Γραβιάς, αγόρασα όσα αντίτυπα βρήκα και τα χάρισα στην παρέα. Ο Θωμάς χαμογελούσε όλη την ώρα της κουβέντας και της πόσης, έλεγε ωραίες ιστορίες από το μακρινό παρελθόν της ελληνικής λογοτεχνίας, και κάπνιζε αδιαλείπτως. Τα δάχτυλά του ήσαν κιτρινισμένα. Έδειχνε κάπως κουρασμένος, σωματικά, αλλά πάντα ακάματος στην κουβέντα. Μετά που έφυγε, εκθειάσαμε επί μακρόν ένα του ποίημα. Λέγαμε πόσο αγαπούσαμε το τρυφερό θάρρος του Γκόρπα να εμπλέξει στο ποίημα αυτό το ερωτικό και το πολιτικό στοιχείο, κάτι που μονάχα ο Τάσος Λειβαδίτης ήξερε άριστα και μελωδικά να το κάνει. Ω, ας ακούσουμε ξανά το ποίημα εκείνο:

Η Μαίριλυν

Μαζί με σε θυμάμαι και τον Μπελογιάννη.
Το σώμα σου είχε την παγκόσμια θέα
το σώμα σου φιλοξενούσε την παγκόσμια αγωνία
το σώμα σου το κάναμε γινάτι και ταμπούρι
το σώμα σου αγαπημένη των αγαπημένων
σαν τη ζωή όταν βγαίνει στο παζάρι
σαν τη ζωή όταν μαζεύεται το βράδι
σαν τη ζωή όταν κυλάει από κρεβάτι σε κρεβάτι
σαν τη ζωή όταν μαχαιρώνεται μα δεν την παίρνουνε τα δάκρυα.
Το σώμα σου το φόρεσαν κονκάρδα
αυτοί που πρόδωσαν αυτοί που ξέχασαν αυτοί που πάνε
αυτοί που έχει στο στόμα τους παγώσει
το λίπος των μελό επιτάφιων λόγων
και των επίκαιρων στίχων.
Οι βιρτουόζοι
των γυναικείων λυγμών
και των ωραίων αναστεναγμών
και των μισθών και των Σας άρεσε;
Καλό δεν ήταν;… Ευχαριστώ!

Γλυκειά μου Μαίριλυν κι ακόμα πιο γλυκειά
όταν οι τίμιοι θολώνουν και σε λεν πουτάνα
γλυκειά μου Μαίριλυν μας άφησες ένα στόμα
να σεργιανάει στου κόσμου τις πληγές.

Αλησμόνητε Θωμά, να ξέρεις ότι δεν σε λησμονούμε, κι εκεί στους λειμώνες τ’ ουρανού που βρίσκεσαι είθε να πίνεις τα ουίσκι σου με τον Μάριο τον Μαρκίδη, να τσουγκρίζεις το κρασοπότηρό σου με τον Γιώργο τον Καραβασίλη, ουζάκι να σε τρατάρουν με τον Νίκο τον Καρούζο, κι αγκαλιά όλοι μαζί να τραγουδάτε με το χάραμα τα τραγούδια που αγαπάτε!

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης


ΑΛΙΕΝΤΕ



Σαλβαδόρ Αλιέντε
Ο ανθρωπιστής ηγέτης
Ένας αιώνας από τη γέννησή του


Από τους μεγάλους τελευταίους μάρτυρες στο διεθνές εικονοστάσιο εκείνων που δεν έκαναν άλλο από το να υπηρετούν τις ιδέες που διακονούν την αξιοπρέπεια των ανθρώπων, στο ίδιο εικονοστάσιο με τον Αργεντινό γιατρό Τσε Γκεβάρα και με τον Κολομβιανό ιερέα Καμίλο Τόρες, ο Χιλιανός Σαλβαδόρ Ιζαμπελίνο Αλιέντε Γκόσενς, δώρισε τη ζωή του, κυριολεκτικά, στην υπόθεση του σοσιαλισμού. Αλλεπάλληλες διώξεις, φυλακίσεις, απόπειρες δολοφονίας, συνωμοτικά σχέδια εναντίον του με την υπογραφή της διαβόητης CIA, και από την άλλη μεριά μια αταλάντευτη πίστη στη δυνατότητα να υπερβαίνουν οι χειμαζόμενες λαϊκές μάζες την οδύνη και να ανελίσσονται κοινωνικά και οικονομικά, να ποια ήταν η διελκυστίνδα της ζωής αυτού του σεμνού αγωνιστή, του πολιτικού που δεν έχανε ποτέ το διάσημο χαμόγελό του, σήμα κατατεθέν μαζί με τα χοντρά κοκάλινα γυαλιά και το κομψό μουστάκι του. Ήταν παγκοσμίως ο πρώτος δημοκρατικά εκλεγμένος μαρξιστής πρόεδρος μιας χώρας, αλλά δυστυχώς δεν ήταν ο πρώτος «φίλος του λαού» που έμελλε να πέσει νεκρός υπερασπιζόμενος τα ιδεώδη του.
Ο Σαλβαδόρ Αλιέντε γεννήθηκε πριν από έναν αιώνα, στις 26 Ιουνίου του 1908, και έφυγε από τον κόσμο με μια σφαίρα, τριάντα πέντε χρόνια πριν, στις 11 Σεπτεμβρίου του 1973, στη διάρκεια ενός από τα πιο βάναυσα πραξικοπήματα του 20ού αιώνα, που οδήγησε μάλιστα στην ανάληψη της εξουσίας από μια αιμοσταγή χούντα. Σαράντα ολόκληρα χρόνια, από έφηβος ήδη, ο Αλιέντε αγωνίστηκε και μόχθησε για τον χιλιανό λαό και για την πρόοδο της Λατινικής Αμερικής. Συνδέθηκε φιλικά με ισχυρές προσωπικότητες όπως ο Φιντέλ Κάστρο και ο Πάμπλο Νερούδα, αλλά ο μέντοράς του και ο άνθρωπος που τον διέπλασε πνευματικά και πολιτικά ήταν ένας αναρχικός τσαγκάρης, ιταλικής καταγωγής, ο Χουάν ντε Μάρτσι.
Οι γονείς του Αλιέντε, ο δικηγόρος Σαλβαδόρ Αλιέντε Κάστρο και η συμβολαιογράφος Λάουρα Γκρόσενς Ουρίμπε ήσαν ευυπόληπτοι φιλελεύθεροι αστοί, δραστήριοι πολιτικά, ενώ ο παππούς του, διαπρεπής γιατρός, είχε ιδρύσει ένα από τα πρώτα μη-θρησκευτικά σχολεία στη Χιλή. Ο Αλιέντε αποφάσισε να ακολουθήσει το λειτούργημα του παππού του και σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Χιλής. Παραλλήλως, οργανώνει έναν όμιλο για τη μελέτη της μαρξιστικής θεωρίας, εκλέγεται Αντιπρόεδρος της Φοιτητικής Ένωσης, αγωνίζεται ενάντια στο δικτατορικό καθεστώς του στρατηγού Κάρλος Ιμπάνεθ ντελ Κάμπο, γίνεται τον Απρίλιο του 1933 συνιδρυτής του Σοσιαλιστικού Κόμματος, και εν συνεχεία πρόεδρος του τοπικού του τμήματος στη γενέθλια πόλη του, το Βαλπαραΐσο, ενώ την ίδια χρονιά υποστηρίζει και εκδίδει τη διδακτορική διατριβή του, με θέμα «Πνευματική Υγεία και Εγκληματικότητα», όπου ασκεί κριτική στις ρατσιστικές θέσεις του Τσέζαρε Λομπρόζο.
Στα 1938, πέντε χρόνια μετά, και ύστερα από ασίγαστη πολιτική δράση, συνοδευόμενη κατά τα ειωθότα από διώξεις και φυλακίσεις, ο χαμογελαστός σοσιαλιστής γιατρός θα εκλεγεί βουλευτής, έχοντας αναλάβει την ευθύνη της προεκλογικής εκστρατείας του Λαϊκού Μετώπου, με επικεφαλής τον Πέδρο Αγκίρε Σέντρα και με κεντρικό σύνθημα «Ψωμί, Στέγη, Δουλειά». Θα αναλάβει, αμέσως μετά την εκλογική νίκη, τα αρμόζοντα καθήκοντα του Υπουργού Υγείας, θα προχωρήσει σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις, υπέρ πάντα των φτωχών και των αδυνάτων, στηρίζοντάς τες και με το συγγραφικό του έργο, με το πόνημά του «Η κοινωνική και ιατρική πραγματικότητα στη Χιλή», ενώ θα οργανώσει κινήσεις διαμαρτυρίας για τις βιαιότητες του ναζιστικού καθεστώτος στη Γερμανία, στέλνοντας μάλιστα τηλεγράφημα στον ίδιο τον Χίτλερ. Δύο χρόνια μετά, στις 17 Μαρτίου του 1940, ο Αλιέντε θα παντρευτεί την καθηγήτρια ιστορίας και γεωγραφίας, καθώς και βιβλιοθηκάριο, Ορτανσία Μπούσι Σότο, η οποία του χάρισε τρεις θυγατέρες, την Κάρμεν Παζ, την Βεατρίκη, και τη Ισαβέλλα, και τον συντρόφεψε ως την ύστατη πνοή του.
Ο Αλιέντε θα εκλεγεί βουλευτής στα 1941, και από τότε έως την ανάδειξή του σε 56ο Πρόεδρο της Χιλής, δεν θα απουσιάζει από τη γερουσία και το κοινοβούλιο της χώρας του, ενώ στα 1952, 1958 και 1964 θα είναι υποψήφιος για την προεδρία, με το Λαϊκό Μέτωπο Δράσης. Αστειευόμενος κάποτε για τις τρεις ατελέσφορες προεκλογικές του εκστρατείες, συνθέσει το επιτύμβιό του, «Ενθάδε κείται ο επόμενος Πρόεδρος της Χιλής». Ανεξάρτητο πνεύμα και θιασώτης του δημοκρατικού σοσιαλισμού, ο Αλιέντε θα εμμένει πάντα στις απόψεις του και θα παραμένει ειλικρινής μέσα στο λαβυρινθώδες και χαοτικό πεδίο της Χιλής και γενικότερα της Νότιας Αμερικής, δίχως βεβαίως να πάψει να ελίσσεται, να συνάπτει συμμαχίες, να γοητεύει φίλους και να τρομοκρατεί, με τις ιδέες του, ιδίως με τα σχέδιά του για εθνικοποιήσεις επιχειρηματικών κολοσσών, τους Αμερικανούς ηγέτες. Όσο πιο δημοφιλής γινόταν ο ανθρωπιστής γιατρός, τόσο πιο πολύ μηχανεύονταν σενάρια για την υπονόμευση και την εξόντωσή του οι αξιωματούχοι της CIA.Δεν ήταν εύκολη δουλειά να αντιμετωπίσουν οι κύριοι αυτοί έναν πολιτικό άντρα που το 1953, ημερομηνία θανάτου του Στάλιν, εγκωμίασε τον σοβιετικό ηγέτη ως λαοπρόβλητη προσωπικότητα, αλλά δεν δίστασε να καταγγείλει τις επεμβάσεις του ρωσικού στρατού, τόσο στην Ουγγαρία το 1956 όσο και στην Τσεχοσλοβακία το 1968. Κι ακόμα, μετά το 1959, και τη ανάληψη της εξουσίας στην Κούβα από τον Κάστρο, οι Αμερικανοί ταράζονται από τις φιλικές σχέσεις των δύο αγωνιστών, και από την αποτρόπαια γι’ αυτούς προοπτική να γίνει η Χιλή μια νέα κόκκινη Κούβα.
Είναι υπέρογκα τα ποσά, με τα οποία η CIA χρηματοδότησε αντιπάλους του Αλιέντε και σχέδια εναντίον του και τα οποία αποκαλύφθηκαν μόλις πριν από μερικά χρόνια. Πρόκειται για έναν χορό εκατομμυρίων δολαρίων, άλλοτε για την ενθάρρυνση και τη στήριξη άλλων υποψηφίων για τον προεδρικό θώκο, και άλλοτε, στη διάρκεια της προεδρίας του Αλιέντε, για την πρόκληση και ενίσχυση απεργιών, όπως των φορτηγατζήδων, που λίγο έλειψε να οδηγήσουν σε χαοτική οικονομική και κοινωνική κατάσταση τη Χιλή.
Όπως και να ’χει, ο Σαλβαδόρ Αλιέντε, ηγούμενος της Λαϊκής Ένωσης, της χιλιοτραγουδισμένης Unidad Popular, κερδίζει στις 4 Σεπτεμβρίου του 1970, τις προεδρικές εκλογές, και στις 3 Νοεμβρίου αναλαμβάνει την προεδρία, για να αρχίσει πάραυτα, και κάτω από εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, την εφαρμογή των μεταρρυθμιστικών εξαγγελιών του, του περιλάλητου «χιλιανού δρόμου προς το σοσιαλισμό», με εθνικοποιήσεις ορυχείων χαλκού και τραπεζών, οργάνωση του εθνικού συστήματος υγείας, τόνωση των εκπαιδευτικών προγραμμάτων, μείωση των τιμών και αύξηση των ημερομισθίων, αναδιανομή γαιών, στήριξη των αυτοχθόνων Ινδιάνων, περιορισμό των εισαγωγών και επέκταση των εξαγωγών, και τόσα άλλα που έδωσαν στο σύνθημα «Venceremos» μια πρακτική υπόσταση. Οι δεξιοί, συνεπικουρούμενοι από ηγέτες του στρατού της Χιλής και από τζιμάνια της CIA, που δρουν ασύστολα με τις ευλογίες του Χένρι Κίσιντζερ, προσπαθούν επιμόνως να του κάνουν τον βίο αβίωτο. Οργανώνουν απαγωγές και δολοφονικές απόπειρες κατά συνεργατών του, προβαίνουν σε συστηματική εξαφάνιση βασικών προϊόντων ώστε να δημιουργηθεί κλίμα δυσαρέσκειας κατά του Αλιέντε, ενώ ασκούν ασφυκτική πίεση ώστε να προωθηθούν στην κυβέρνησή του άνθρωποι ελεγχόμενοι από αυτούς. Ο ίδιος ο Ρίτσαρντ Νίξον δίνει εντολή να υπονομευτούν με κάθε τρόπο οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες του Χιλιανού Προέδρου, διαθέτοντας μάλιστα 10 εκατομμύρια (!)δολάρια για τον σκοπό αυτό. Εκπονούνται από τη CIA τα σχέδια «Track I» , «Track II» και «Project FUBELT», από τα οποία έχουν ήδη αποκαλυφθεί κάποια έγγραφα που μαρτυρούν για την βρόμικη ανάμιξη των Ηνωμένων Πολιτειών, ενώ άλλα παραμένουν απόρρητα, με κεντρικό στόχο τη βύθιση της Χιλής σε δεινή οικονομική κατάσταση, τη δυσφήμηση του Αλιέντε, και την ανατροπή του καθεστώτος.
Φήμες για στρατιωτικό πραξικόπημα κυκλοφορούν, ευρέως και εντόνως, ήδη από τα 1972. Στις 29 Ιουνίου του 1973, ένα σύνταγμα τεθωρακισμένων κυκλώσει το Προεδρικό Μέγαρο, αλλά ο Αλιέντε καταφέρνει να οδηγήσει σε αποτυχία την απόπειρα των στασιαστών. Τον Αύγουστο αναλαμβάνει Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού, ο στρατηγός Αουγκούστο Πινοσέτ, που δεν θα αργήσει καθόλου να γίνει δήμιος της δημοκρατίας, δικτάτορας της Χιλής, και ένας από τους πιο βάναυσους και αιμοσταγείς εξουσιαστές στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα.
Το όνειρο του σοσιαλιστή γιατρού από το Βαλπαραΐσο, το όνειρο για έναν σοσιαλισμό θεμελιωμένο στην ανθρωπιά, την αξιοπρέπεια, και τη δημοκρατία, θα πνιγεί μέσα στο αίμα, όπως και ο γενναίος ονειρευτής του. Ο συντοπίτης του Αλιέντε, ο Αουγκούστο Χοσέ Ραμόν Πινοσέτ Ουγκάρτε, προλαβαίνει την ιδέα του Προέδρου της Χιλής να βγάλει τη χώρα από το αδιέξοδο με ένα δημοψήφισμα, για το οποίο είχε ετοιμάσει ένα διάγγελμα που δυστυχώς ο θάνατος τον εμπόδισε να εκφωνήσει. Στις 11 Σεπτεμβρίου του 1973, ο στρατός εξαπολύει τις ορδές του κατά της δημοκρατίας, πολιορκεί και καταλαμβάνει το Προεδρικό Μέγαρο, οδηγεί τον Αλιέντε σε μια θαρραλέα αυτοκτονία, και προχωρεί σε συλλήψεις και δολοφονίες χιλιάδων Χιλιανών. «Δεν το κάναμε εμείς, αλλά συμβάλλαμε στο να δημιουργηθούν, με κάθε δυνατό τρόπο, οι συνθήκες που το επέβαλλαν», είπε ο Κίσιντζερ στον Νίξον. Κάτι που μοιάζει με απόλυτο ορισμό της ταυτολογίας!
Μετά το πραξικόπημα και το θάνατο του Αλιέντε, η επικρατέστερη άποψη ήταν ότι δολοφονήθηκε από τους δολοφόνους της δημοκρατίας, εν συνεχεία όμως φάνηκε να είναι πιο ισχυρή η εκδοχή ότι αυτοκτόνησε, βλέποντας ότι δεν έχει καμία άλλη λύση, και αφού έδωσε την ύστατη μάχη μέσα στο Προεδρικό Μέγαρο. Άλλοι θέλουν να αυτοκτόνησε με το ντουφέκι AK-47, που του δώρισε σε μιαν επίσκεψή του ο Κάστρο και που έφερε χρυσή πλακέτα με την επιγραφή-αφιέρωση, «Στον καλό μου φίλο Σαλβαδόρ Αλιέντε από τον Φιντέλ που με διαφορετικά μέσα προσπαθεί να επιτύχει τον ίδιο σκοπό». Άλλοι, ωστόσο, διατείνονται ότι αυτοκτόνησε με το προσωπικό του πιστόλι. Σημασία έχει, πάντως, η ηρωική, αξιοπρεπέστατη, έμπλεη ανθρωπισμού και έγνοιας για τον πολίτη προσπάθεια του Αλιέντε να εδραιώσει τις μεταρρυθμίσεις του και να μείνει πιστός στο ιδεώδες και το όραμά του. Κάτι που συνεχίζει να εμπνέει γενιές πολιτικών και πολιτών, και κάτι που συνοψίζεται στα τελευταία λόγια που απηύθυνε από το πολιορκούμενο Προεδρικό Μέγαρο λίγο προτού μια σφαίρα κόψει το νήμα, αλλά όχι και το νόημα, της ζωής του: «Εργάτες της χώρας μου, έχω πίστη στη Χιλή και στο πεπρωμένο της. Άλλοι θα ξεπεράσουν τούτη τη σκοτεινή και πικρή στιγμή της προδοσίας. Να μην ξεχνάτε ότι, αργά ή γρήγορα, οι μεγάλες λεωφόροι θ’ ανοίξουν και πάλι για να διαβούν άνθρωποι ελεύθεροι που θα οικοδομήσουν μια καλύτερη κοινωνία. Ζήτω η Χιλή! Ζήτω ο λαός! Ζήτω οι εργάτες!»

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης

Δημοσιεύτηκε στο «Έψιλον» της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας






Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2008

ΡΑΔΙΟΠΑΡΟΤΡΥΝΣΕΙΣ



Κανάλι 1, Πειραιάς, 90,4 FM, Ραδιοχρονογράφημα, μεσημέρι παρά κάτι, όπως πάντα, κι ας μην ξεχνάμε στα νάματα της Τέχνης πάντα να βουτάμε!

Άλλο Ζέτα Μακρή κι άλλο Ορέστης Μακρής

Καλοί οι πολιτικοί, μοχθούν να οργανώνουν, να συντονίζουν, να προσφέρουν προοπτικές. Από πιτσιρικάδες, η γενιά μου, μια αυτοσχέδια, σχεδόν χειροποίητη γενιά, φορτωνόταν με έξι, εφτά εφημερίδες παραμάσχαλα καθημερινώς, έτρωγε ώρες με συζητήσεις έντονες στα καφενεία όπου γαλουχηθήκαμε, μιας και θελήσαμε να εμπλακούμε στην πολιτική, με ακραίες καμιά φορά τάσεις, μα πάντα με ανιδιοτέλεια, θέλω να σκέφτομαι. Είχαμε μια καλή τύχη. Συνδυάσαμε τούτη την επίμονη ενασχόληση με μιαν άλλη, εξίσου επίμονη: με την απόλαυση της τέχνης και τη μαθητεία στην τέχνη – κάτι που λείπει από τους πολιτικούς μας ολοένα και περισσότερο. Προσέρχονται στην τέχνη θαρρείς από υποχρέωση, βαρυγκομούντες, σαν να μην μπορούν πλέον να νιώσουν την παραμικρή μέθεξη, σάμπως να είναι η τέχνη ένας ζοφερός λαβύρινθος. Απεναντίας, εμείς περιπλανιόμαστε, τότε και τώρα, στις ατραπούς της τέχνης πότε με καρδιά ελαφριά, έτσι για να ξεσκάσουμε, και πότε με σέβας μεγάλο, μπαίνοντας στα μέλαθρα της τέχνης με ευλάβεια, έτοιμοι να αισθανθούμε ταραχές, συγκλονισμούς, πάθη, έτοιμοι ν’ αλλάξουμε ρότα, να αλλάξουμε τρόπο δεξίωσης των πραγμάτων της ζωής και να αλλάξουμε επίσης τον τρόπο έκφρασής μας, τον τρόπο με τον οποίο μιλάμε, γράφουμε, ζωγραφίζουμε, απευθυνόμαστε.
Έτσι μπορούσαμε ν’ απολαύσουμε τον Ορέστη Μακρή, τον Σταύρο Παράβα που έφυγε κι αυτός, μόνος και πικραμένος όπως διαβάσαμε, την Γεωργία Βασιλειάδου, αλλά και τον Παζολίνι, τον Αντονιόνι, τον Ταρκόφσκι, και, πιο πρόσφατα, τον Μπέλα Ταρ. Κι ακόμα, παρά την όποια χλεύη έχουμε υποστεί γι’ αυτό, να την καρακαταβρίσκουμε με Ρεπάνη, με Στράτο, και με Άκη Πάνου, ενώ ταυτοχρόνως μας τρέλαινε ο Κολτρέιν, μας απογείωνε ο Γιάννης Χρήστου, μας έστελνε αδιάβαστους ο Τζον Κέιτζ.
Θα σας διαβάσω ένα απόσπασμα από την εντός εισαγωγικών, όπως το ήθελε ο ίδιος, «Απολογία» του Γιάννη Τσαρούχη, από το κομψό τομίδιο «Ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση – Πέντε Κείμενα» (εκδόσεις Άγρα), και θα συνεχίσω με κάποιες παροτρύνσεις.
Το απόσπασμα: «Αγαπώ την Κάλλας και τη Σωτηρία Μπέλλου. Και δεν αισθάνομαι διχασμένος. Ας κοπιάσουν όσοι σκανδαλίζονται γι’ αυτό να καταλάβουν τι μου συμβαίνει. Εγώ πάντως κοπίασα και κοπιάζω να βρω μια τάξη και μια ισορροπία. Θέλω συνεχώς να γνωρίζω και να ξεκαθαρίζω. Για να είμαι ελεύθερος ν’ αγαπήσω απόλυτα. Δεν μ’ ενδιαφέρουν οι προηγούμενες επιτυχίες. Είναι φυσικό να θέλω να κάνω ελληνικό ό,τι μ’ αρέσει στην Αναγέννηση. Αλλά ποτέ δεν θέλησα να γίνω Ιταλός».
Οι παροτρύνσεις: καλή η Ζέτα Μακρή αλλά να την αντισταθμίζουμε με ολίγη από Ορέστη Μακρή. Καλή η Γιάννα Αγγελοπούλου, αλλά ας ανοίγουμε πιο συχνά την πόρτα μας στον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Ας ξεχνάμε ολοένα και περισσότερο τον Τζορτζ Μπους κι ας θυμόμαστε ολοένα και περισσότερο την Κέιτ Μπους. Κι όταν κάνουμε τη βόλτα μας στο Ζάππειο να μην λησμονούμε να θυμόμαστε τον Φρανκ Ζάππα. Και στων ημερών και των νυχτών μας το Κενό, ας αντιπαραθέτουμε τα ευφυή έργα του Ρεϊμόν Κενώ.

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Πλατεία Παπαδιαμάντη, 17/09/08

Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2008

ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΛΑΣ


Ένας μικρός, ελάχιστος φόρος τιμής, μια μικρή ελάχιστη υπενθύμιση, για την Μαρία Κάλλας, που έφυγε σαν σήμερα, 16 Σεπτεμβρίου, πριν από 31 χρόνια, το 1977. Το κείμενο που ακολουθεί, γραμμένο πριν από καιρό, είχε δημοσιευτεί στο «Έψιλον» της «Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας». Χρωστάω στην Κάλλας, την αθάνατη, το ότι, πιτσιρικάς σαν γλεντούσα και ψαχνόμουνα, λειτούργησε ως λυτρωτικό αντίβαρο στο τσογλάνι-ροκάς που ήμουν, με πήρε από το χέρι και με οδήγησε στους μαγικούς λειμώνες του λυρικού θεάτρου.


ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΗ ΝΤΙΒΑ


«Vissi d’arte, vissi d’amore», Έζησα για τον Έρωτα, έζησα για την Τέχνη, ακούμε την εξαίσια Μαρία Κάλλας να λέει σπαρακτικά και αγέρωχα στην όπερα «Tosca» του Πουτσίνι, μια απόφανση που έγινε σήμα κατατεθέν της Ντίβας, αυτού του θεϊκού πλάσματος με την θεϊκή φωνή, αυτού του τόσο ξακουστού και λατρεμένου από τους φίλους του λυρικού θεάτρου συμβόλου της προσήλωσης στην υψηλή τέχνη. Η Μαρία Κάλλας ως Φλόρια Τόσκα συνεχίζει: «Non feci mai male ad anima viva!», Σε πλάσμα ζωντανό δεν έκανα ποτέ κακό. Και την αλήθεια αυτή πιστοποιούν οι δεκάδες βιογραφίες της, καίτοι είχε κάποτε υποστεί την καταλαλιά, είχε χαρακτηριστεί τίγρης και στρίγκλα και κακιά. Η Κάλλας, σε πείσμα των τιμητών της, μπόρεσε να κατακτήσει την αθανασία, να μας προσφέρει ερμηνείες συγκλονιστικές, ερμηνείες απαράμιλλης ευαισθησίας και ανοξείδωτου πάθους. Τα μεγάλα, απίστευτα εκφραστικά της μάτια, και τα θρυλικά μακριά της δάχτυλα δεν έπαυαν να μαρτυρούν για την εγγενή ποιητικότητά της, για το ισόβιο βάπτισμά της στα νάματα της τέχνης και του έρωτα.
Η Κάλλας υπέφερε, νιώθοντας τον έρωτα να φτάνει με πελώρια κύματα, να την κατακλύζει, μα να μην της δίνεται όσο και όπως θα το ήθελε. Από τη μια λαχταρούσε να ζήσει τον απόλυτο, άγριο, τρελό έρωτα, και από την άλλη ήξερε βαθιά ότι ο βίος της Ντίβας δεν της επιτρέπει την παράδοση στην παραφορά.. Κι ακόμα, ήταν μαθημένη να εμμένει στις προσωπικές της ηθικές αξίες, να μιλάει ολοένα και περισσότερο περί σεβασμού και ακεραιότητας, να ταλανίζεται από μια σχάση ανάμεσα στα όσα το σώμα θέλει και ζητεί και στα όσα η αξιοπρέπεια προστάζει. Μονάχα μία φορά, με τον Αριστοτέλη Ωνάση, μπόρεσε η Κάλλας να αγγίξει το απόλυτο, να το νιώσει βαθιά στα φυλλοκάρδια της, ακόμα και να γίνει έρμαιό του. Ωστόσο, και σε άλλες περιπτώσεις επέτρεψε να αφεθεί, με τον δικό της τρόπο, στου έρωτα τη δύναμη.
Παρότι πολλοί μίλησαν για την «ανέραστη» Κάλλας, είναι εντελώς διαφορετική η αλήθεια. Ναι, είχε αφοσιωθεί με μεγάλο μέρος της ψυχής της στη μουσική, όπως μαρτυρεί άλλωστε και η εκθαμβωτική σταδιοδρομία της. Αλλά είναι βέβαιο ότι η Κάλλας ήθελε να ερωτεύεται με όλο της το είναι, να ανοίγει την καρδιά της και να προσφέρει τα πάντα, όποιο κι αν ήταν το ρίσκο. Δεν είχε πίσω σκέψεις, η ανιδιοτέλεια και η δοτικότητα ήσαν πάντα κεντρικά της γνωρίσματα όταν ένιωθε το σκίρτημα του πάθους. Όταν σχετίσθηκε ερωτικά με τον ιμπρεσάριο Έντυ Μπαγκαρόζι –ο οποίος ήταν αισθητά μεγαλύτερός της και παντρεμένος– η Κάλλας δεν δίστασε να του υπογράψει ένα αυτοσχέδιο συμβόλαιο, «τρελή από έρωτα», όπως σημειώνει ο Νταβίντ Λελαί, όπου του παραχωρούσε το δέκα τοις εκατό από όλα της τα μελλοντικά συμβόλαια! Αυτή η έκρηξη γενναιοδωρίας, αργότερα στάθηκε η αφορμή να συρθεί στα δικαστήρια των Ηνωμένων Πολιτειών και να διασυρθεί από τους μαιτρ του «κιτρινισμού».
Όπως κάθε ευάλωτο πλάσμα, και η ίδια δεν έχανε ευκαιρία να τονίσει πόσο εύθραυστη ήταν, επιζήτησε την συναισθηματική ασφάλεια, τον μανδύα της προστασίας, την εστία που λειτουργεί σαν ένα αντιστάθμισμα στο κατ’ εξοχήν ανέστιο αερικό που είναι κάθε μεγάλος καλλιτέχνης.
Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι η Ντίβα ανέκαθεν φρόντιζε να συνάπτει συναισθηματικές και ερωτικές σχέσεις με αρκετά, ως και πολύ, μεγαλύτερούς της σε ηλικία άντρες, που συνέβαινε μάλιστα να είναι δυναμικές, ενίοτε και δεσποτικές, προσωπικότητες. Αν εξαιρέσουμε δύο νεανικούς έρωτες, άτυχους άλλωστε, η Κάλλας γοητεύτηκε από τους ισχυρούς άντρες που ήδη είχε γοητεύσει. Παρέμεινε ως το τέλος της ζωής της συνεσταλμένη, μελαγχολική, δεσμώτρια της κατάθλιψης και συνάμα ψαλμωδός του απόλυτου έρωτα που έμοιαζε να είναι ένα πάντα παρόν μα πάντα άπιαστο όνειρο, μια διακαής επιθυμία που ωστόσο έμενε διαρκώς μετέωρη, θαρρείς για να μπορέσει να εκφραστεί μαγευτικά μόνο μέσα από τη φωνή της αοιδού. Η ίδια έλεγε ξανά και ξανά ότι είναι απαισιόδοξη, ότι η ευτυχία διαρκεί μονάχα τρία, πέντε λεπτά, ότι υποφέρει γιατί δεν καταφέρνει να προσφέρει ερωτικά όσα θα ήθελε.
Ο κεραυνοβόλος έρωτάς της για τον ευειδή και μελομανή Ιταλό αλεξιπτωτιστή Άντζιολο Ντοντόλι δεν κράτησε παρά μονάχα λίγες αυγουστιάτικες μέρες του 1942. Γνωρίστηκαν σε ένα νυχτερινό κέντρο στην Ομόνοια, τα βλέμματά τους έσμιξαν, όπως και οι φωνές τους, και μετά χάθηκαν για πάντα. Η αοιδός θα τιμήσει εκείνον τον σύντομο δεσμό πέφτοντας με τα μούτρα στη μελέτη του ρόλου της Φλόρια Τόσκα. Δεκατέσσερα χρόνια μετά, και μεγάλο αστέρι στη Σκάλα του Μιλάνου, θα συναντηθεί με έναν φίλο του Άντζιολο, δεν θα έχει λησμονήσει τίποτα, θα κάνει απανωτές ερωτήσεις για τον νεανικό της έρωτα, δεν θα μάθει τίποτα, μιας και ο Ιταλός έμοιαζε να έχει εξαφανιστεί από προσώπου γης. Άλλωστε, ο Ντοντόλι προτίμησε την σιωπή, τα χείλη του δεν σχημάτισαν ποτέ ξανά το όνομα της μακρινής αγαπημένης.
Η άλλη νεανική περιπέτεια της Κάλλας θα έρθει δύο χρόνια μετά και θα είναι εξίσου μετέωρη και σύντομη. Ο νεαρός Εγγλέζος αξιωματικός Ρέι Μόργκαν, ένας κομψός γαλανομάτης, θα γοητεύσει την αοιδό, αλλά δεν θ’ αργήσει να ερωτευτεί τρελά την Μάρω Σαρηγιάννη, θυγατέρα στρατηγού και μετέπειτα υφυπουργού, κι έτσι η σχέση θα ατονήσει σε μια αξιοπρεπή φιλία. Μόνιμος έρωτας της Κάλλας θα μείνει και πάλι η Τέχνη. «Δεν είμαι άγγελος», θα πει το 1959 στο περιοδικό Life, «ούτε προσποιούμαι πως είμαι. Αλλά δεν είμαι ούτε και διάβολος. Είμαι μια γυναίκα και μια σοβαρή καλλιτέχνις, και έτσι θα ήθελα να με κρίνουν».
Θα ακολουθήσουν, θαρρείς με κάποια αντιστικτική συμμετρία προς τους νεανικούς εφήμερους έρωτες, οι δύο μεγάλοι δεσμοί της Κάλλας, σχεδόν δεκαετείς αμφότεροι, και με κάμποσα κοινά χαρακτηριστικά: ο γάμος με τον βιομήχανο Τζοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι και το θυελλώδες πάθος με τον εφοπλιστή Αριστοτέλη Ωνάση. Ο Μενεγκίνι θα την κάνει αστέρι πρώτου μεγέθους. Ο Ωνάσης θα την κάνει να νιώσει γυναίκα, απόλυτη, παθιασμένη, ερωτευμένη γυναίκα.
Ο Μενεγκίνι, πατρική μορφή και είκοσι οχτώ χρόνια μεγαλύτερός της, θα συμβάλλει τα μέγιστα στην μεταμόρφωση της Μαρίας Σοφίας Άννας Καικιλίας Καλογεροπούλου, όπως είναι το πραγματικό της όνομα, σε Μαρία Κάλλας. Γνωρίζονται το 1947, η Κάλλας ερμηνεύει «Τουραντό» στη Βερόνα, ο βαθύπλουτος Μενεγκίνι γοητεύεται, την ποθεί, την πολιορκεί, την εκπορθεί, κάνει μέγιστο σκοπό της ζωής του να την επιβάλλει στο μουσικό στερέωμα, να της υποβάλλει την ιδέα να αλλάξει, να προτάξει μιαν άλλη εικόνα, να αρθεί στο ύψος της φυσικής γοητείας της. Η Κάλλας θα χάσει σε μικρό χρονικό διάστημα πάνω από τριάντα κιλά, θα γίνει η Θεϊκή Κάλλας που όλοι γνωρίζουμε, πάντα υπό την καθοδήγηση του Μενεγκίνι, με τον οποίο θα παντρευτεί τον Απρίλιο του 1949, και ο οποίος θα αναχθεί σε σούπερ μάντατζέρ της.
Η Κάλλας θα κατακτήσει τη Σκάλα, λίγους μήνες μετά, και μέσα σε μια πενταετία θα γνωρίσει τον θρίαμβο και την αποθέωση. Ο έρωτας είναι μεταρσιωμένος, εκφράζεται μέσα από τις θαυμάσιες ερμηνείες της και διηθείται στην έμπλεη σεβασμού αφοσίωσή της στον Μενεγκίνι.
Αν με τον Τζοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι, η Κάλλας απόλαυσε το σημαντικό για κάθε γυναίκα αγαθό που λέγεται προστασία και ασφάλεια, με τον Αριστοτέλη Ωνάση βίωσε, με τρόπο μοναδικό, τον απόλυτο έρωτα, αυτή την έκρηξη από την οποία ουδείς έχει καταφέρει ποτέ να ιαθεί, να συνέλθει οριστικώς. Ο απόλυτος έρωτας είναι η απολύτως μη ιάσιμη «αρρώστια». Δεν υπάρχουν ποτέ ασφαλή προληπτικά μέτρα εναντίον της. Και μια γυναίκα με το εκρηκτικό ταμπεραμέντο της μεγάλης αοιδού, δεν μπορούσε παρά να είναι εκρηκτική και στον έρωτα. Πολλοί έμειναν εμβρόντητοι όταν η Κάλλας αποφάσισε να εγκαταλείψει τον Μενεγκίνι και να κάνει στ’ αλήθεια τρέλες αγκαλιά με τον Ωνάση. Αλλά, όπως λένε οι βιογράφοι, ομοφωνώντας επί του προκειμένου, η Κάλλας έγινε και πάλι η Μαρία όταν την συνεπήραν οι θωπείες και τα φιλιά του Έλληνα. Για την Κάλλας ο Ωνάσης ήταν το παν, της έκανε συναρπαστική τη ζωή, την οδήγησε σε ένα σύμπαν ερωτισμού που η ίδια το γνώριζε έως τότε κυρίως από τις όπερες και από τη λογοτεχνία. Τώρα όμως μιλούσε η ίδια η ζωή, τώρα έκαιγε η φωτιά του αληθινού πάθους. Και η Μαρία ανακάλυψε ότι τίποτα δεν είναι πιο ισχυρό από το πάθος του έρωτα. Και είναι προς τιμήν της ότι, αντίθετα από άλλες ομότεχνές της, αντίθετα από πολλές γυναίκες που ζούνε τον έρωτα εμμέσως, ή εξ αποστάσεως, η Κάλλας ρίχτηκε ανενδοίαστα σ’ αυτή την υπέροχη, θελκτική άβυσσο, στην αληθινή ζωή!
«Ήμουν τόσο καιρό», γράφει η ίδια η Κάλλας, «κλεισμένη στο κλουβί ώστε, τη μέρα που συνάντησα τον Ωνάση και τους φίλους του, γεμάτους χάρη και ζωή, ένιωσα διαφορετική γυναίκα. Ζώντας με έναν άντρα πολύ πιο ηλικιωμένο από μένα, είχα πάθει κατάθλιψη κι είχα γεράσει πριν από την ώρα μου. Ευημερούσα με τον Μπατίστα και δεν είχα άλλη σκέψη από τα χρήματα και την κοινωνική θέση μας. Σήμερα είμαι επιτέλους φυσιολογική γυναίκα, ευτυχισμένη».
Για μιαν οχταετία, ανάμεσα στα 1959 και 1967, η Κάλλας θα πάλλεται στους άγριους ρυθμούς του ανήμερου ερωτικού πάθους. Το 1965, θα εγκαταλείψει οριστικά την όπερα. Η ευαισθησία της θα κορυφωθεί επικίνδυνα, αλλά δεν την πτοεί καμία απειλή. Ζει τον έρωτά της, ζει για τον έρωτά της
Η Κάλλας δεν δίστασε να δώσει στον Ωνάση τα πάντα, κυριολεκτικώς, όλα. Όλα! «Ho datto tutto a te!». Σου τα έδωσα όλα, τραγουδούσε ενσαρκώνοντας τη Νόρμα. Του έδωσε ακόμα και την σταδιοδρομία της. Μετά την οριστική διάλυση της σχέσης, η Κάλλας κατέρρευσε. Αποσύρθηκε στον εαυτό της, αναζήτησε παρηγοριά στη μοναξιά –τη χειρότερη παρηγοριά, οφείλω να πω– κλείστηκε στην κατοικία της, στο Παρίσι, άλλον έναν τόπο εξορίας για κάθε απελπισμένο από τον έρωτα. Το μόνο της παρόν ήταν το παρελθόν. Το μόνο της μέλλον ήταν οι αναμνήσεις.
Το 1975, ο μεγάλος έρωτας της Κάλλας, ο Αριστοτέλης Ωνάσης, θα οδεύσει προς την τελευταία του κατοικία। Περίπου δύο χρόνια θα κυλήσουν ώσπου να σβήσει και η μεγάλη αοιδός. Είχε πια ήδη αποκοπεί από τη ζωή. Όταν πεθαίνει ο έρωτάς σου, σβήνεις. Ο βιολογικός θάνατος είναι απλώς ζήτημα χρόνου. «Αυτή η νότα δεν θα μου βγαίνει ποτέ, γιατί έτσι τραγουδάει κανείς όταν πεθαίνει», είχε πει η Κάλλας για το φινάλε της αγαπημένης όπερας των ερωτευμένων, της «Τραβιάτα». Η Κάλλας δεν βλέπει πια σχεδόν κανέναν. Παραμελεί τον εαυτό της. Παραμελεί την εμφάνισή της. Η ίδια θα πει ότι η επιθυμία να ξεκόψει πια απ’ όλους είχε γίνει παθολογική. Στις 16 Σεπτεμβρίου του 1977, κυριεύεται από ζάλη, νιώθει έναν πόνο στην αριστερή πλευρά, καθησυχάζει εντούτοις την πιστή της καμαριέρα, την Μπρούνα, πίνει μια γουλιά πικρό, όπως της άρεσε ανέκαθεν, καφέ, χαμογελάει. Και μετά, φεύγει. Για πάντα. Φεύγει, για εκεί όπου όλα τα κορίτσια τα λένε Βιολέτα και όλα τα αγόρια είναι ποιητές. Και ένας ποιητής, ο Πιερ Πάολο Παζολίνι, έγραψε για την Ερωτευμένη Ντίβα, την Θεϊκή Κάλλας: «Εσύ χαρίζεις, σκορπίζεις δώρα, έχεις ανάγκη να χαρίζεις, Για μένα υπάρχει ένα κενό στο σύμπαν/ ένα άνοιγμα στο σύμπαν/ κι Εσύ τραγουδάς από εκεί».


Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης


Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2008

ΒΑΚΧΙΚΟΝ



Περιοδικό Βακχικόν
Ανοίξαμε και Σας Περιμένουμε!!!
Πλούσια ύλη, αληθινά πρόσωπα, ποίηση μυστηρίου, δοκίμια, κηποθέατρα, λετριστές και καταστασιακοί, Κακίσης και Γιαννακόπουλος, χαμός στο ίσωμα, εκλεκτά ποτέ, δράση και περιπέτεια από την Παρέα του Νέστορα «Pogues» Πουλάκου!!!
www.vakxikon.gr

Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2008

ΖΑΚ ΜΠΡΕΛ




Έκτακτη (με όλες τις έννοιες!) αλλαγή προγράμματος - Απόψε στις 1ο και έως τα μεσάνυχτα, στο Κανάλι Ένα, Πειραιάς, στους Ενενήντα κόμμα Τέσσερις Εφ Εμ, ο Μπαμπασάκης θα κάνει ένα αφιέρωμα στον ΖΑΚ ΜΠΡΕΛ, αφιερωμένο στον Θάνο "Διάφανα Κρίνα" Ανεστόπουλο, που πριν από μερικά χρόνια του δώρισε ένα εξαίσιο διπλό άλμπουμ του Αλησμόνητου Τροβαδούρου... Θα ακουστούν διασκευές των εξαίσιων τραγουδιών του από μεγαθήρια όπως η Νίνα Σιμόν, η Ντι Ντι Μπρίτζγουετερ, ο Άλεξ Χάρβεϊ, ο Σκοτ Γουόκερ, ο Ντέιβιντ Μπάουϊ, ο Τσαρλς Λόιντ, και άλλοι... Συντονιστείτε, Συγκλονιστείτε... ιδου: http://www.youtube.com/watch?v=kZSAkCdLzkg

Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2008

ΡΑΔΙΟΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ



Παρασκευή, το τελευταίο Ραδιοχρονογράφημα της εβδομάδας, θα το διαβάσετε παρακάτω όπως ακούστηκε στο Κανάλι 1, Πειραιάς, 90,4 FM, μεσημέρι παρά κάτι. Αυτοί τη δουλειά τους, εμείς τη δική μας. Αύριο, στον «Αφρό των Ημερών», επίσης στο Κανάλι 1, δέκα το βράδυ και έως τα μεσάνυχτα, θα απολαύσετε μιαν ανθοφορία jazz και κλασικής μουσικής, καθώς και επιλογές από βιβλία, και ολίγον τι ψυχωφελές μπλα-μπλα. Συντονιστείτε!!!

Διαβάζει ο Βουλγαράκης Hans Fallada;

Χωνόμαστε και χανόμαστε, για να βρεθούμε λυτρωτικά και να συναντηθούμε, οι φίλοι μου κι εγώ, σε τόπους όπου το ποιοτικό είναι η δύναμη κρούσης, με τρόπους που παραμένουν άγνωστοι σε όσους, κατακλέβοντας χυδαία Hegel και Hemingway διατείνονται πως ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό. Άλλοι, παλαιότερα, κατάκλεψαν, με παταγώδη αποτυχία, την Aufhebung, πάλι από τον Hegel, την Υπέρβαση, θέλοντας να φέρουν, λέει, την άνοιξη στην πολιτική, και την πολιτική στην άνοιξη, θυμάστε; Πιο πρόσφατα, και με άκομψη αναλγησία, ίνα μη τι χείρον είπω, επιστρατεύθηκε ο Στρατηγός Άνεμος, κλοπή κατάφωρη κι αυτή από τον ξακουστό Στρατηγό Χειμώνα του Μιχαήλ Ιλαριόνοβιτς Κουτούζοφ.
Χωνόμαστε και χανόμαστε, για να βρεθούμε λυτρωτικά και να συναντηθούμε, οι φίλοι μου κι εγώ, σε μουσικές και σελίδες, στη μουσική των σελίδων και στις σελίδες της μουσικής, γιατί, δεκαετίες τώρα, και παρά τις προκλήσεις και τις προσκλήσεις, εμμένουμε στη θέση ότι δεν ζούμε για τα φράγκα (τα οποία, παρεμπιπτόντως, ξέρουμε υπέροχα να σκορπάμε), δεν ζούμε για την εξουσία (η οποία μας ήταν ανέκαθεν απεχθής), δεν ζούμε για τη δόξα (μιας και μας αρκεί όση έχουμε ήδη κατακτήσει στα καπηλειά της Ανταρσίας, της Ποίησης, και του Έρωτος). Αλλά ζούμε για να στήνουμε γιορτές και γλέντια στις κατακόμβες της Επίσημης Πραγματικότητας, ζούμε για να απολαμβάνουμε αυτό που πνεύματα τολμηρά θέλησαν, και μπόρεσαν, να προσφέρουν στην Αχανή Βιβλιοθήκη που τόσο εγκωμίασε ο Μπόρχες, και που άλλοι τη λένε Σύμπαν και άλλοι Μπαράκι στα Εξάρχεια γεμάτο πρόσωπα που σου μιλάνε με τις ρυτίδες, το βλέμμα, τα χαμόγελα. Και ζούμε, ίσως, για να προσφέρουμε κι εμείς το κατιτίς μας στο πώς μπορεί στις μέρες μας να λέει κανείς, «Φίλε, έλα να τα πούμε και να τα πιούμε», «Αγάπη μου, έλα στον κήπο, έχει δροσιά», «Κάθαρμα, δεν βλέπουν όλοι τηλεόραση απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ».
Ζούμε, επίσης, για να είμαστε Τρανοί Τελάληδες της Τρυφερότητας και για να διαλαλούμε τα όσα ωραία και καλά πέφτουν στα χρυσαφένια δίχτυα της αντίληψής μας. Παρασκευή, σήμερα, και ιδού τι σας προτείνουμε για το Παρασκευοσαββατοκύριακο: Hans Fallada ο συγγραφέας και «Μόνος στο Βερολίνο» το μυθιστόρημα. Ο οίκος Πόλις το εκδίδει, και η Άντζη Σαλταμπάση υπογράφει τη μετάφραση. Κατά καιρούς, τοπογράφος, λογιστής, νυχτοφύλακας, έμπορος δημητριακών, διαφημιστής, μεταφραστής, και δημοσιογράφος, ο Fallada αναδεικνύεται σε χρονικογράφο και ανατόμο της Γερμανίας του Μεσοπολέμου, και, εδώ, με το κύκνειο άσμα του, το «Μόνος στο Βερολίνο», γραμμένο το 1947, λίγο πριν πεθάνει από υπερβολική δόση υπνωτικών, καταγράφει συγκλονιστικά τον τρόμο και την αθλιότητα στο Τρίτο Ράιχ, αλλά και το κεράκι της ελπίδας που επιμένει πάντα να καίει και να φέγγει μες στον μέλανα δρυμό της απελπισίας.
Υπήρξαν άνθρωποι, όπως το ζεύγος Κβάνγκελ, του Fallada, που με πενιχρά μέσα, αντιστάθηκαν στο φαντασμαγορικό σιδερόφραχτο κιτς του Χίτλερ. Και υπάρχουν άνθρωποι που δεν θα πάψουν, με άλλα μέσα βεβαίως, να αντιστέκονται στο ταχύπλοο μαγιοκαδενόφραχτο κιτς της υπουργοποιημένης αφασίας.
Διαβάζει ο Βουλγαράκης Hans Fallada;

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Πλατεία Παπαδιαμάντη, 12/09/08

Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2008

BARRIO


Barrio

Κάθε Κυριακή, στο Barrio, Κεραμεικού 53, από τις 6 το απόγευμα, βραδιές-events με συντονιστή και dj τον συγγραφέα Γιώργο-Ίκαρο Μπαμπασάκη. Με jazz διαθέσεις και rock ιστορίες.
Αρχίζουμε την Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου με μια βραδιά αφιερωμένη στο λογοτεχνικό περιοδικό-site «Βακχικόν» ( http://www.vakxikon.gr/ ), με ωραίες μουσικές, απαγγελίες, γνωριμία με τους συντελεστές του περιοδικού, και πολλές εκπλήξεις.
Θα συνεχίσουμε με μια παρουσίαση του cult βιβλίου «Harmolypi’s Blues», του Μπαμπασάκη, όπου θα διατεθούν δωρεάν 30 αντίτυπα, υπογεγραμμένα από τον συγγραφέα. Ακόμα, με βραδιές Chet Baker (για τα εικοσάχρονα από τον θάνατο του μεγάλου τζαζίστα) και Allen Ginsberg, με αφορμή την ωραία επανέκδοση του καταλυτικού ποιήματος «Ουρλιαχτό» (σε μετάφραση Άρη Μπερλή, εκδόσεις Άγρα). Θα απολαύσουμε μια βραδιά αφιερωμένη στο νέο cd της θρυλικής μπάντας «Διάφανα Κρίνα», μια έκθεση φωτογραφιών του ποιητή Γιώργου Δουατζή, συνοδευόμενη από απαγγελίες ρυθμικές και πολλή μουσική από την Ιβηρική, τόπο έμπνευσης του φωτογραφικού και ποιητικού έργου του «Κόκκινα Παπούτσια». Θα έχουμε εικαστικές παρεμβάσεις από το Μεταπτυχιακό της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, και θεατρικά δρώμενα, μετά μουσικής. Και πολλά άλλα, για τα οποία θα ενημερώνεστε από το blog «La Vie est Belle, et Facile» belleviefacile.blogspot.com και από το περιοδικό-site «Βακχικόν» http://www.vakxikon.gr/ .
Όπως και πέρυσι, βεβαίως, θα ακούτε καλοδιαλεγμένες μουσικές των μεγάλων της jazz, των Miles Davis, John Coltrane, Bill Evans, Coleman Hawkins, ενώ δεν θα λείπουν οι rock ιστορίες των Bob Dylan, Tom Waits, Neil Young, Nick Cave, Einstuerzende Nuebauten, και άλλων.
Καλό Φθινόπωρο στο Barrio!!!

ΡΑΔΙΟΣΧΟΛΕΙΟ


Το ακόλουθο διαβάστηκε σήμερα, 11 Σεπτεμβρίου 2008, στο Κανάλι 1, Πειραιάς, 90,4 FM, μεσημέρι παρά κάτι, όπως πάντα. Οι μεστές σελίδες, οι πολύτιμες νότες, και οι έμπλεες νοήματος εικαστικές δράσεις, ας είναι οι κινητήρες της αισιοδοξίας μας, που όσα χτυπήματα κι αν δέχεται θάλλει ακόμη!

Αίσιον και Ευτυχές το Νέο Σχολικό Έτος

Καλή σχολική χρονιά σ’ όλα τα κορίτσια και τ’ αγόρια που πιάνουν δουλειά στα θρανία σήμερα. Το «πιάνουν δουλειά» δεν το λέω στ’ αστεία: ο συγγραφέας, και πολλά άλλα, ο William Burroughs, «Ο Παππούς Όλων Μας», σύμφωνα με την Patti Smith, τιτλοφόρησε ένα βιβλίο με δοκίμιά του «The Job», «Η Δουλειά», εμπνευσμένος από ένα μικρό παιδί που όταν έφευγε για το σχολείο έλεγε «πάω στη δουλειά».
Εύχομαι, λοιπόν, και πάλι καλή σχολική χρονιά, και πιάνω κι εγώ δουλειά, προτείνοντας μερικά ψυχωφελή, τερπνά μα και ωφέλιμα «μπιζουδάκια» για τη σημερινή ημέρα, άμα δε και για το επερχόμενο Σαββατοκύριακο, που ως αισιόδοξος αρχίζω να νιώθω την αύρα και την ευωδιά του από σήμερα, Πέμπτη, 11 Σεπτεμβρίου του 2008. Κι ας αρχίσουμε με δύο αναγνώσματα, εστιασμένα, λόγω της ημέρας, σ’ εκείνο το αποσβολωτικό, μυστηριώδες ακόμη από πολλές απόψεις, αδιανόητο χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους της Νέας Υόρκης, σαν σήμερα, πριν από οχτώ χρόνια. Δύο στοχαστές, αναγνωρισμένης ανεξαρτησίας, ο ένας κοινωνιολόγος οξυδερκής και ο άλλος ομοιοπαθητικός γιατρός, σχολίασαν με σύντομα, μα μεστά, πυκνά, πληροφορημένα κείμενα το παράλογο, φαινομενικά, γεγονός. Ο Jean Baudrillard υπογράφει το «Power Inferno – Τρομοκρατία και Παγκόσμια Βία» (σε μετάφραση Φώτη Σιατίτσα και επιμέλεια Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου, εκδόσεις Αλεξάνδρεια), ένα τρίπτυχο κείμενο, όπου καταπιάνεται με τη συμβολική σημασία του συμβάντος. Διεισδυτικές παρατηρήσεις, ιχνηλασία μέσα στην ιστορία, τολμηρές σκέψεις συναντάμε συχνά στο «Power Inferno». Εξαιρετική αφορμή για σκέψη και συζήτηση, η επισήμανση του Baudrillard ότι «οι εγκέφαλοι της αντιτρομοκρατίας ζήτησαν επανειλημμένα τη γνώμη των κινηματογραφιστών του Χόλυγουντ».
Ο Michel Bounan υπογράφει το επίσης σύντομο, μα και επίσης μεστό, «Η Λογική της Τρομοκρατίας» (μετάφραση Νατάσσα Χασιώτη, εκδόσεις Άγρα), όπου εξετάζονται τα όσα απίθανα συνοδεύουν την ιστορία της τρομοκρατίας και της αντιτρομοκρατίας προκειμένου να κάνουν πιστευτά τα απίστευτα και να συμβάλλουν στην προώθηση αγρίων συμφερόντων, ήτοι: «μια υπερβολική βλακεία από την πλευρά των τρομοκρατών, μια υπερβολική ανικανότητα των αστυνομικών αρχών που ειδικεύονται στον αντιτρομοκρατικό αγώνα, και μια εξωφρενική ανευθυνότητα των ΜΜΕ. Όμως», επιμένει ο Bounan, «είναι τόσο απίθανο να συμβαίνουν αυτά, ώστε δεν είναι δυνατόν να δεχτεί κανείς ότι η τρομοκρατία είναι πραγματικά αυτό που παριστάνει πως είναι».
Περαιτέρω, ας προτείνω την μουσική του Ιωάννη Σεβαστιανού Μπαχ, ερμηνευμένη από τον θαυμάσιο Glenn Gould, τον σημαντικότερο πιανίστα στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, όπως ακούγεται η μουσική αυτή την ταινία «Σφαγείο Νούμερο Πέντε», βασισμένη στο συγκλονιστικό μυθιστόρημα του Κερτ Βόνεγκατ. Επίσης, από τον Gould μπορείτε να απολαύσετε μια μεταγραφή για πιάνο της περίφημης Πέμπτης του Beethoven, ένα γυμνό από κάθε άλλο όργανο επίτευγμα της ιδιοφυίας από τον Καναδά.
Τέλος, θεωρώ σημαντική καλλιτεχνική πρόταση το Εικαστικό Δρώμενο ΠΡΟ-ΕΛΕΥΣΙΣ+ΠΡΟΣ-ΕΛΕΥΣΙΣ+ΔΙ-ΕΛΕΥΣΙΣ, του Μάριου Σπηλιόπουλου, στο παλιό ελαιουργείο-σαπωνοποιείο της Ελευσίνας, που διαρκεί έως τις 12 Οκτωβρίου, ώρες 10.00-14.00 & 18.00- 23.00). Μπορούν να γίνουν τα εγκαταλελειμμένα εργοστάσια, εργοστάσια παραγωγής μνήμης; Μπορεί η μνήμη να ξαναδώσει ζωή στις μηχανές και τα τοπία; Αυτό είναι το στοίχημα του εικαστικού καλλιτέχνη.
Και φυσικά, μια τριπλή ιαχή: Σαμάνος, Σαμάνος, Σαμάνος! Χαίρε, Θανάση! Χαίρε, Διονύση!

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Πλατεία Παπαδιαμάντη, 11 Σεπτεμβρίου 2008






Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2008

ΡΑΔΙΟΚΥΒΕΡΝΗΣΗ




Το παρακάτω ακούστηκε σήμερα, 10 Σεπτεμβρίου 2008, από το Κανάλι 1, Πειραιάς, 90,4 FM, μεσημέρι παρά κάτι. Είναι η προσωπική μου συμβολή στην ευημερία της χώρας! Εδώ που φτάσαμε…

«Μάνα μου, το στήθος μου πονεί, αχ, μάνα!»

Παλιό ανοξείδωτο ρεμπέτικο, το «Μάνα μου, το στήθος μου πονεί», του Ιάκωβου Μοντανάρη, παρακαλώ, καθώς και επίσης ανοξείδωτο το άσμα «Μάνα μου είμαι φθισικός, μάνα μου έχω φθίση» όπως το έψαλλαν οι Χειμερινοί Κολυμβητές μετά του αειμνήστου Γεωργίου Κατσαρού, όπου ακούγονται και οι γαμάτοι στίχοι «σ’ αραχνιασμένο σπήλαιο θα πάω να κατοικήσω». Πώς μου ’ρθαν αυτά; Μου ’ρθαν, φίλες και φίλοι, ladies and gents, καθότι παλιός παρ’ ολίγον μακαρίτης φθισικός κι εγώ, με θεραπεία στον, καμένο πια, Ερύμανθο, έπιασα χθες βράδυ, προς χαράματα για να είμαι ειλικρινής, τον σεμνό και ταπεινό μου εαυτό ν’ αγαπάει την πατρίδα και να θέλει να συμβάλει, πριν τα τινάξει, ο σεμνός και ταπεινός μου εαυτός, στο να μην τα τινάξει η, δυστυχώς, διόλου σεμνή και διόλου ταπεινή, πλην όμως λατρεμένη μου πατρίδα. Και μολονότι, ορθώς, ο Βαμβακάρης διατεινόταν ότι «οσοί γεννούν πρωθυπουργοί», άρα και υπουργοί, «ολοί τους θα πεθάνουν», διακατέχομαι από μίαν τάσιν προς έφεσιν, πριχού τα τινάξω, εκ φυματιώσεως ή εγκεφαλικού, να καμωθώ ότι με ορίζουνε πρωθυπουργό και οφείλω, συν τοις άλλοις, να διορίσω σωτήριον υπουργικόν συμβούλιον. Ιδού, λοιπόν:
Πρωθυπουργός και Υπουργός Πολιτισμού, Δημοσίων Έργων και Εθνικής Αμύνης, εγώ, ο Γεώργιος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, γνωστό ρεμάλι μα και κουρέλι που τραγουδάει ακόμη, με κλονισμένη υγεία μα με σθένος ακλόνητο, και κυρίως βουλγαρακοκτόνος, αν και όχι Βασίλειος, πόσο μάλλον δε όχι Μιχαήλ, μήτε γιάπης, μήτε Λιάπης.
Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων, ο δεδηλωμένος ανεξίθρησκος ποιητής, συγγραφέας και ενίοτε βουλευτής Περικλής Κοροβέσης, με υφυπουργό στα θέματα κινηματογράφου τον δημιουργό του «Είναι ο Θεός Μάγειρας», Στέργιο Νιζήρη, δεδηλωμένο Χριστιανό Ορθόδοξο, οπότε η τραμπάλα ισορροπεί μια χαρά.
Υπουργός Οικονομικών, ο καρτοκτόνος Νέστωρ Πουλάκος, φονιάς απειράριθμων πιστωτικών καρτών, στον βωμό των Burberry’s, Mont Blanc, Faber & Faber, ο οποίος, ως έλεγεν ο Κάρολος Μαρξ, γνωρίζει την πίστωση και τη χρέωση στο ίδιο του το πετσί, συνεπώς θα κάνει τα πάντα για το νοικοκύρεμα του ταμείου του, άρα και όλων ημών και υμών, και του έθνους, αμήν!
Υπουργός Πληροφοριών, διορίζεται, και με τύμπανα και με τρομπέτες, όχι ο «ούτε-τύμπανα-και-ούτε-τρομπέτες» Τριάντης Ιωάννης, ο οποίος θα χριστεί βοηθός ψήστη στο πλάι του Αρχηγού Ψήστη Αρίστου του Μεγάλου, αλλά ο Μπουρσινός Νικόλαος, γνώστης αδιαμφισβήτητος ορατών τε πάντων και αοράτων, άμα δε και του τι χρώματος μπλουζάκι φορούσε η Πετρή Σαλπέα στις ηχογραφήσεις του έργου «Ο Άγιος Φεβρουάριος», καθώς και το ζώδιο του τρίτου βοηθού του ένατου ηχολήπτη στο «Σαμποτάζ» της Λένας Πλάτωνος.
Άλλοι υπουργοί στο ευέλικτο και ακαριαίο και εθνοσωτήριο σχήμα μου ΔΕΝ προβλέπονται. Θα είναι επιζήμιος μία ακόμα πληθώρα υπουργών. Άλλο Ναρκοπέδιον και άλλο Βατοπέδιον!

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Πλατεία Παπαδιαμάντη, 10/09/08

Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2008

ΡΑΔΙΟΘΑΝΑΤΟΣ


Αυτό διάβασα σήμερα, μεσημέρι παρά κάτι, στο Κανάλι 1, Πειραιάς, 90,4 FM. Ο Νίκος Μπουρσινός σχολίασε: «Ούτε να πεθάνεις πια δεν μπορείς». Ναι, άλλοι καιροί άλλα ήθη!

«Άκου πτώμα να μαθαίνεις»

Ιστορική φράση, από την ταινία «Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα», του Νίκου Νικολαϊδη, βεβαίως-βεβαίως, τριάντα χρόνια πριν, με τον άψογο Τζούμα, κουρέλι και δανδή, και με το ροκ-εντ-ρολ να επανέρχεται, σε κόντρα τότε με την δεσπόζουσα Κυρά των Αμπελιών και το Μπαρουτοκαπνισμένο Τσουκάλι. Τώρα, στην αλλόκοτη εποχή μας, σε μια εποχή ξεσαλωμένης βίας και βίαιου ξεσαλώματος, η φράση του Νικολαϊδη/Τζούμα αποκτά μιαν αποτρόπαιη κυριολεξία. Ομοίως και η φράση του Μαρξ, «Αφήστε τους νεκρούς να θάψουν τους νεκρούς τους», ειπωμένη στα μέσα του 19ου αιώνα με μιαν εντελώς άλλη σημασία.
Ας ακούσουμε, λοιπόν, εμείς τα μελλοντικά πτώματα για να μαθαίνουμε: η άλλοτε ευγενική δωρεά οργάνων για να σώζονται ζωές ασθενών ή για να εμπλουτίζεται η επιστήμη έχει γίνει ένα είδος μακάβριας μπίζνας καθώς δεν έχει αυξηθεί μονάχα το κόστος της ζωής μα και το κόστος του θανάτου. Στη Γερμανία το κόστος μιας κηδείας ανέρχεται στο ποσό των 3000 ευρώ, ενώ έχουν πάρει την ανιούσα και οι φόροι των κοιμητηρίων. Οπότε χιλιάδες πια πενθούσες οικογένειες οδηγούνται στην απόφαση να δωρίζουν τα όργανα των τεθνεώτων τους.
Έλα όμως που η προσφορά έχει φτάσει να είναι μεγαλύτερη από τη ζήτηση, και συνεπώς τα ινστιτούτα ανατομίας, στη Γερμανία τουλάχιστον, ζητούν πια από 450 έως και 1150 ευρώ για να αποδεχτούν τη δωρεά, η οποία δωρεά γίνεται πλέον ξεφόρτωμα επί χρήμασι της σορού του οικείου σου. Δωρίζεις και πληρώνεις από πάνω. Κάτι που, τηρουμένων των αναλογιών, θυμίζει μιαν ιστορία του Ευγένιου Αρανίτση, στη στήλη του «Τα Παράδοξα», όπου μας είχε αφηγηθεί πώς πλήρωσε τον παλιατζή της γειτονιάς του, αντί να πληρωθεί από αυτόν, όταν του παρέδωσε μια ελαττωματική βιβλιοθήκη. Αλλάζουν οι καιροί, αλλάζουνε τα ήθη.
Άλλες γερμανικές οικογένειες πάλι προβαίνουν σε εξαγωγές νεκρών, ήτοι αναζητούν τόπους ταφής σε άλλες χώρες – Ολλανδία, Βέλγιο, Γαλλία, Ελβετία – όπου σου έρχεται πιο φτηνά να θάψεις τον οικείο σου, άσε που κάνεις ενίοτε και κάνα ταξιδάκι για να πας ν’ αφήσεις κάνα λουλούδι στο μνήμα του. Ίσως δεν αργήσουν να μιμηθούν εκείνους τους παμπόνηρους Κινέζους που πουλάνε πτώματα σ’ αυτόν τον άθλιο γιατρό, παρακαλώ, και κυνικό ψευτοκαλλιτέχνη, τον κύριο Γκίντερ φον Χάγκεν, ο οποίος επεξεργάζεται πεθαμένους και τους εκθέτει.
Εμείς οι σινεφίλ ας ξεχάσουμε, σιγά-σιγά, ταινίες όπως «Τέσσερις Γάμοι και μία Κηδεία» ή «Οι Τρεις Ταφές του Μελκιάδες Εστράντα», κι όσοι επιμένουν, ως κινούμενοι αναχρονισμοί, να διαβάζουν αρχαία τραγωδία κι όχι να βλέπουν τον Ορέστη με σκέιτ-μπορντ και την Αντιγόνη αλά Νίνα Χάγκεν, ας μας θυμίσουν, λυτρωτικά, τι σήμαινε κάποτε ο θάνατος φίλου ή εχθρού.
Όχι δίχως κάποια θλίψη, πάντως αγέρωχη θλίψη, ναι αγέρωχη όπως η θλίψη των παλιών γενναίων μπλουζ, θα βάλω σήμερα να δω την «Άγρια Συμμορία» του Σαμ Πέκινπα, πασχίζοντας να θυμηθώ ότι υπήρχαν στιγμές ανάτασης, στιγμές υπέροχης υπέρβασης του θανάτου, στιγμές που έδιναν εκ νέου, με τον τρόπο τους, νόημα στο «θανάτω θάνατον πατήσας» αλλά και στο «Δεν θα πεθάνουμε ποτέ, κουφάλα νεκροθάφτη».

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Πλατεία Παπαδιαμάντη, 9/09/08

Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2008

ΡΑΔΙΟ-ΙΣΤΟΡΙΕΣ





Κανάλι 1, Πειραιάς, 90,4 FM, μεσημέρι παρά κάτι, Ραδιοχρονογράφημα. Καλή μας εβδομάδα, με τις αγαπημένες μας μουσικές (Μπαχ, Μπετόβεν, Μπραμς, Μπερλιόζ), τους αγαπημένους μας συγγραφείς (Μπόρχες, Μπάροουζ, Μπέκετ, Μπέρχαρντ, Μπουκόφσκι), πολλά «Μπ», τούτη τη βδομάδα, Μπαμπασάκη!

Τέσσερις Ιστορίες που δεν θα ήξερα αν ήμουν Υπουργός
(ευτυχώς, λοιπόν, που δεν είμαι)


Αρθούρος Κραβάν: Στο Παρίσι, στα 1914, μες στο καλοκαίρι, καλούν τον Αρθούρο Κραβάν να κάνει μία διάλεξη. Ο Κραβάν, ας θυμηθούμε, υπήρξε μια συνταρακτική μορφή της πρωτοπορίας, στις αρχές του 20ού αιώνα. Πυγμάχος και ποιητής, λιποτάκτης δεκαέξι στρατών, ανιψιός του Όσκαρ Ουάιλντ, πρωτομάστορας του κινήματος Dada, εκδότης του θρυλικού περιοδικού Maintenant, και γονιμοποιό ίνδαλμα προσωπικοτήτων όπως ο Αντρέ Μπρετόν και ο Γκυ Ντεμπόρ. Τον καλούν για διάλεξη, λοιπόν, και έκανε, σύμφωνα με το Paris-Midi της 6ης Ιουλίου 1914, τα εξής: «Πριν μιλήσει έριξε μερικούς πυροβολισμούς και μετά άρχισε να εκστομίζει, πότε γελαστός, πότε σοβαρός, τους πιο μεγάλους παραλογισμούς ενάντια στην τέχνη και στη ζωή».

Γκυ Ντεμπόρ: Τον Ιούνιο του 1952, στα είκοσι ένα του χρόνια, ο Ντεμπόρ ολοκληρώνει την ταινία Ουρλιαχτά υπέρ του Σαντ. Ένα έργο επηρεασμένο από το «Μαύρο Τετράγωνο σε Μαύρο Φόντο» του Καζιμίρ Μάλεβιτς. Ένα φιλμ, μεγάλου μήκους, που συντίθεται από θραύσματα διαλόγων, σκόρπιες λέξεις, πυκνές μάζες σιωπής, και απολύτως καμία εικόνα. Η οθόνη μένει λευκή όσο ακούγονται κάποια λίγα λιγοστά λόγια, και μαύρη, συνεπώς και η αίθουσα βυθίζεται στο σκότος, όταν η σιωπή έχει την πρωτοκαθεδρία. Μια ανατρεπτική χειρονομία που προκάλεσε σοκ και επηρέασε καταλυτικά την τέχνη στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Μεταξύ άλλων, επηρεάστηκαν ο ζωγράφος Υβ Κλάιν, ο οποίος δημιούργησε τους μονόχρωμους πίνακές του, και ο συνθέτης Τζον Κέιτζ, ο οποίος εισήγαγε με το έργο «4΄33΄΄», τη σιωπή στη μουσική.

Τζον Κέιτζ: Τον Ιανουάριο του 1959, εφτά χρόνια μετά το «4΄33΄΄», ο Τζον Κέιτζ καταπλήσσει τον κόσμο με το «Water Walk», έργο για σόλο τηλεοπτικό παρουσιαστή, μια μουσική σύνθεση ήχων που παράγει ο Κέιτζ περπατώντας ακατάπαυτα και παίζοντας με μία χύτρα, μια μπανιέρα, ένα μπλέντερ, ένα μίξερ, ποτήρια και παγάκια, ένα βάζο με λουλούδια, ένα πλαστικό παπάκι, μια σφυρίχτρα, ένα πιάνο με ουρά, και πέντε ραδιόφωνα (τα οποία κοπανάει και πετάει μετά στο δάπεδο). Το «Water Walk», που μπορούμε πια να απολαύσουμε σε video ή στο You Tube, είναι λίαν θελκτικό και δείχνει, με λαμπρό χιούμορ, πώς μπορεί κανείς να συνθέσει ανάκατους ήχους και θορύβους με τέτοιο τρόπο ώστε να προσφέρει ένα μουσικό έργο.

Χόρχε Λούις Μπόρχες: Σε μεγάλο διεθνές συνέδριο για τον Ουίλιαμ Σαίξπηρ, ανεβαίνει υποβασταζόμενος να μιλήσει ο μέγας τυφλός σοφός, ο Μπόρχες. Απόλυτη ησυχία. Σιωπή, εκκωφαντική. Οι πάντες κρατάνε την ανάσα τους. Ο Μπόρχες παραμένει σε κάποια απόσταση από το μικρόφωνο, ανοιγοκλείνει τα χείλη επί ώρα πολλή, αλλά στην αίθουσα δεν ακούγεται παρά ένα ψέλλισμα, σχεδόν ακατάληπτο. Μονάχα η λέξη «Σαίξπηρ» φτάνει ενίοτε καθαρά στα ώτα των αδημονούντων συνέδρων. Κάποια στιγμή, ο Μπόρχες κατεβαίνει από την έδρα, όλοι έχουν την αίσθηση ότι έφτασαν στην πολύτιμη πηγή μα νερό στάλα δεν ήπιαν. Πίστεψαν ότι έφταιγε η μικροφωνική, αλλά ουδείς είχε τολμήσει να πλησιάσει τον σεβάσμιο Μπόρχες για να φτιάξει τον ήχο. Μονάχα ο οξυδερκέστατος Τζορτζ Στάινερ αντιλαμβάνεται το νόημα. Επρόκειτο για ένα ακόμα τέχνασμα του Μπόρχες. Τίμησε τον Μεγάλο Βάρδο δίχως να πει λέξη γι’ αυτόν, απλώς επαναλαμβάνοντας, ξανά και ξανά, το όνομά του.

Αυτές τις τέσσερις ιστορίες, και πολλές άλλες παρεμφερείς, ούτε που θα τις ήξερα αν ήμουν υπουργός. Ακόμα και πολιτισμού. Ευτυχώς, λοιπόν, που δεν είμαι!

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Πλ. Παπαδιαμάντη, 7&8/09/08