Συνολικές προβολές σελίδας

Δευτέρα 29 Μαρτίου 2010

Όργουελ, λοιπόν!



Η Αλήθεια είναι Ένας Σκύλος απ’ την Κόλαση


He is laughing, with a touch of anger in his laughter, but no triumph, no malignity. It is the face of a man who is always fighting against something, but who fights in the open and is not frightened, the face of a man who is generously angry — in other words, of a nineteenth-century liberal, a free intelligence, a type hated with equal hatred by all the smelly little orthodoxies which are now contending for our souls .
Orwell, Dickens

Ορισμένοι συγγραφείς διακρίνονται για την επινοητικότητά τους~ άλλοι για το άκρατο πάθος τους~ κάποιοι γίνονται περιλάλητοι για την σχεδόν επιστημονική ακριβολογία τους~ πολλοί αφήνουν εποχή λόγω των θεμάτων με τα οποία καταπιάνονται. Φυσικά υπάρχουν κι εκείνοι που τα συνδυάζουν όλα, και μοιάζουν με αστέρια που δεν σβήνουν ποτέ, με αληγείς ανέμους. Ο George Orwell ήξερε να επινοεί, διέθετε πάθος, η ακριβολογία του ήταν ενίοτε επιστημονική, και το δίχως άλλο η εκ μέρους του κριτική του ολοκληρωτισμού άφησε εποχή. Περαιτέρω, και εδώ εντοπίζω το ιδιαίτετατο των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του, τον διείπε, τον κατέκλυζε, τον δονούσε, μια σφοδρή, στα όρια του ολέθριου, μανία για την αλήθεια, κάτι που δεν συναντάμε συχνά σε μαιτρ της πένας.
Ο Eric Arthur Blair, ο οποίος έγραψε ως George Orwell, γεννήθηκε στις 25 Ιουνίου του 1903, μορφώθηκε, μόχθησε, πολέμησε, αγάπησε, κάπνισε, διάβασε, ήπιε, συζήτησε, αρρώστησε, γέλασε, πόνεσε, πάλεψε, παντρεύτηκε, έγραψε, και έφυγε από τούτο τον κόσμο πριν από ακριβώς έξι δεκαετίες, στις 21 Ιανουαρίου του 1950. Αγγίζει τα όρια του αδιανόητου να μην ξέρει ο καθένας μας έστω τον τίτλο του πιο διάσημου έργου του, του 1984, ή να μην έχει ακούσει να γίνεται λόγος για τη Φάρμα των Ζώων. Από την άλλη, δεν θα βρεις πολλούς που μην έχουν μάθει απ’ το «σπασμένο τηλέφωνο» τα περί της πολιτικής του διαδρομής, και να μην τον έχουν καταγγείλει είτε ως επικίνδυνο αναρχικό, είτε ως οχληρό τροτσκιστή, είτε ως αναχρονιστικό συντηρητικό, ακόμα και ως… φασίστα!
Όπως διαπιστώνει ο αναγνώστης διαβάζοντας τα κείμενα του παρόντος τόμου, ο Orwell ανήκει σε μια κατηγορία ανθρώπων που επιλέγουν να εκφραστούν με το γράψιμο, πιστοί στην ιδέα ότι οι λέξεις μπορούν να είναι φορείς και μεταδότες αληθείας, να είναι οι πομποί του επιτακτικώς αληθούς, ο συνδυασμός τους να σου επιτρέπει να μιλήσεις για ό,τι πιο βαθύ, ειλικρινές, ωραίο, πλούσιο, ευγενές τυχαίνει να συναντάς ή/και να συλλαμβάνεις, αλλά και για ό,τι χθαμαλό, ποταπό, εξευτελισμένο, παραπεταμένο, συκοφαντημένο «φτάνει στα γυαλιά σου» (όπως έλεγε ένας παλιός ποιητής).
Δίχως να επιχειρεί επιχειρηματολογικά ακροβατικά, αποφεύγοντας συστηματικά τους καλλωπισμούς, υιοθετώντας την αμεσότητα της λιτότητας, θυμίζοντας καμιά φορά έναν αιωνίως μεσόκοπο σοφό, λιγάκι βαριεστημένο αλλά πάντα πρόθυμο να αφηγηθεί κάτι μεστό νοήματος, ο Orwell δεν έπαψε ποτέ να μιλάει για τα όσα τον απασχολούσαν, τον ενέπνεαν, τον προβλημάτιζαν. Πέρα από συρμούς και τάσεις, διατήρησε σε βαθμό θαυμαστό (και εκνευριστικό, άλλωστε, για πολλούς) τρεις αρετές που σπανίζουν ολοένα και περισσότερο, και ίσως δεν λογαριάζονται πια για αρετές: ανεξαρτησία, ακεραιότητα, αξιοπρέπεια.
Γαλουχημένος με παραδοσιακές εγγλέζικες αξίες, τις οποίες ποτέ δεν απαρνήθηκε, ο Orwell θα γίνει βαθμιαία ένας ανοιχτομάτης επικριτής των κακώς κειμένων, δίχως ποτέ να περνάει στην όχθη της απόλυτης άρνησης, και δίχως, επίσης, ποτέ να ενστερνίζεται μονοκόμματες λαμαρίνες ιδεών, δογματικά πακέτα και σύνολα ιδεολογημάτων. Θα λέγαμε ότι υπήρξε ένας άνθρωπος του ενεστώτος χρόνου, όπως το εννοούσε ο ποιητής Νίκος Καρούζος, ένας θαμώνας του απολύτου παρόντος. Οι περιστάσεις τον άγγιζαν, κι ο Orwell τις στάθμιζε, τις ανέλυε, τις στοχαζόταν και προχωρούσε, με απαράμιλλη γενναιότητα, στις αποφάσεις του. Διόλου εύκολο δεν ήταν, κάποιες εποχές, το να γίνεσαι κόκκινο πανί για τους αντιδραστικούς και μαύρο πρόβατο για όσους λογίζονταν σύντροφοί σου.

* * *

Ας ειπωθεί, εν τάχει, ότι ο George Orwell, όταν ήταν ακόμη ο μικρός Eric Blair, άρχισε να γράφει, ποιήματα μάλιστα, δύο εκ των οποίων είδαν το φως της δημοσιότητας~ ότι συνέβη να έχει για ένα διάστημα δάσκαλο στα γαλλικά τον Aldous Huxley, τον συγγραφέα του Θαυμαστού Γενναίου Κόσμου, της δίδυμης δυστοπίας του 1984~ ότι όπως τόσοι και τόσοι καλλιτέχνες έζησε στο Παρίσι, τον καιρό του Μεσοπολέμου~ ότι πέρασε κι αυτός από τη σκληρή χειρωναξία και από τη φτώχεια~ ότι χτυπήθηκε από την αέναη ασθένεια των συγγραφέων, τη φυματίωση~ ότι χειρόγραφά του προς έκδοση απέρριψε, μεταξύ άλλων, και ο «επίσκοπος» T. S. Eliot~ ότι επιδίωξε να καταδικαστεί σε κάθειρξη προκειμένου να προβεί σε άγρα εμπειριών χρήσιμων για κάποιο έργο του, αλλά οι αρχές δεν του έκαναν τη χάρη, τον φιλοδώρησαν μονάχα με δύο νύχτες πίσω απ’ τα σίδερα~ ότι εργάστηκε ως χωροφύλακας, παιδαγωγός, βιβλιοϋπάλληλος, επιμελητής και διορθωτής κειμένων, κριτικός λογοτεχνίας, δημοσιογράφος~ ότι παντρεύτηκε, στις 9 Ιουνίου του 1936, την Eileen O’Shaughnessy (η οποία έχασε τη ζωή της στη διάρκεια μιας ήσσονος σημασίας εγχείρησης, στις 29 Μαρτίου του 1945~ ότι λίγο μετά το γάμο, κίνησε για την Ισπανία – «το στόμα της είναι σαν τον εμφύλιο πόλεμο (στην Ισπανία)», έγραφε ο Νίκος Εγγονόπουλος σ’ ένα από τα συγκλονιστικότερα ποιήματα όλων των εποχών.
Η Ισπανία ήταν μια από τις πλέον καθοριστικές στιγμές του Orwell. Ο ίδιος, σε μια περιλάλητη δήλωσή του, λέει λιτά ότι όσα έγραψε μετά το 1936 έχουν γραφτεί, είτε απερίφραστα είτε υπόρρητα, κατά του ολοκληρωτισμού και υπέρ του δημοκρατικού σοσιαλισμού. Στην Ισπανία, ο George Orwell είδε ανθρώπους να μάχονται λουσμένοι στο φως της απόλυτα άδολης ανιδιοτέλειας, είδε άλλους να γίνονται δόλιοι, ένιωσε τη σφαίρα να ’ρχεται καταπάνω του και να του τρυπάει το λαιμό, με αποτέλεσμα για μήνες να μην μπορεί να μιλήσει, όχι όμως και να χάσει το πηγαίο χιούμορ του – μετά τον τραυματισμό του, ο επικεφαλής αξιωματικός ανέφερε με οξύνοια: «Αναπνοή απολύτως κανονική. Αίσθηση του χιούμορ ανέγγιχτη». Στην Ισπανία, πήγε αφού είχε την εγλεντζέδικη χαρά να δειπνήσει παρέα με τον Henry Miller στο Παρίσι, μ’ αυτόν τον Άγιο Αλάνη Αμερικανό, για τον οποίο έχει γράψει ο Έξοχος Εγγλέζος μερικές από τις ωραιότερες αράδες του . Στην Ισπανία, ο Orwell εντάχθηκε στο αιρετικό, τροτσκιστικό POUM, στο Partido Obrero de Unificacion Marxista, το Ενοποιημένο Εργατικό Μαρξιστικό Κόμμα, κάτι που δεν του συγχώρησαν ποτέ οι σταλινικοί. Στην Ισπανία, στη Βαρκελώνη, υπάρχει η Placa de George Orwell, στην καρδιά της πόλης, ανάμεσα σε ωραία καπηλειά, μια μεγάλη τιμή για τον συγγραφέα του Φόρου Τιμής στην Καταλονία. Στην Ισπανία, ο Orwell, παρά τις κακουχίες, είχε φροντίσει να διαθέτει πάντα σοκολάτες, πούρα, και το λατρεμένο του τσάι, το Fortnum & Mason (σημειωτέον: το αγαπούσε και ο William S. Burroughs). Στην Ισπανία, ο συγγραφέας μας έμεινε έως τον Ιούνιο του 1937, και επέστρεψε στην Αγγλία, για να αντιμετωπίσει την εχθρική στάση κάμποσων παλιών φίλων και συντρόφων του, καθώς και απανωτές απορρίψεις χειρογράφων του. Εντέλει, ο Φόρος Τιμής στην Καταλονία εκδόθηκε από τον οίκο Secker & Warbug, αλλά δεν γνώρισε καμία επιτυχία, το αντίθετο μάλιστα. Δύσκολοι καιροί για την αλήθεια, ανάμεσα στις Συμπληγάδες του φασισμού και του σταλινισμού, στις παραμονές του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.

* * *

Ο Orwell θα γράψει το λαμπρό μελέτημά του για τον Charles Dickens και το δοκίμιο «Μέσα στην κοιλιά της φάλαινας», θαρρείς αποφασισμένος να μην είναι διόλου δημοφιλής προκειμένου να παραμείνει πεισματικά φίλος της αληθείας. Θα δηλώσει ευθέως ποιοι είναι οι αγαπημένοι του συγγραφείς, ανάμεσα στους οποίους οι William Shakespeare, Jonathan Swift, Henry Fielding, Henry Fielding, D. H. Lawrence, T. S. Eliot και James Joyce.
Ήδη, με το ξέσπασμα του πολέμου, θα επιχειρήσει να στρατευτεί και να βρεθεί στην πρώτη γραμμή του πυρός, αλλά η κλονισμένη του υγεία θα σταθεί φραγμός, μιας και κρίνεται ακατάλληλος για κάθε στρατιωτική υπηρεσία. Θα ενταχθεί ωστόσο στην εθνοφυλακή και θα συμμετάσχει σε προπαγανδιστικές αντιναζιστικές εκπομπές του BBC, ενώ δεν θα σταματήσει να δημοσιεύει παρουσιάσεις βιβλίων. Με το ψευδώνυμο John Freeman θα υπογράψει το δοκίμιο «Can Socialists Be Happy», και ως George Orwell θα υποστεί σκληρές απορρίψεις του κλασικού πλέον πεζογραφήματος Η Φάρμα των Ζώων – το απέρριψε τόσο ο Eliot, ο οποίος, ως γνωστόν, εργαζόταν στον οίκο Faber & Faber, και ο οίκος Jonathan Cape, ύστερα από πιέσεις κάποιου Peter Smollett, ο οποίος, όπως αποδείχτηκε αργότερα, ήταν πράκτορας των Σοβιετικών. Εντέλει, ύστερα από τις απορρίψεις και πολλές καθυστερήσεις, η Φάρμα κυκλοφόρησε στις 17 Αυγούστου του 1945, από τον οίκο Secker & Warburg, στη Μεγάλη Βρετανία, και ύστερα από ένα χρόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η συγγραφή του 1984 θα απασχολήσει τα επόμενα χρόνια τον Orwell, ο οποίος είχε συλλάβει την κεντρική ιδέα του έργου ήδη από το 1944. Ανάμεσα στα 1947 και 1948, παρότι ταλαιπωρημένος από την άσχημη υγεία του και, ιδίως, από τη φυματίωση, θα το ολοκληρώσει και, στις 4 Δεκεμβρίου του 1948, θα το στείλει στον οίκο Secker & Warburg. Ο τίτλος είναι μια μνεία στην ημερομηνία περάτωσης της συγγραφής του βιβλίου, με αντιστροφή του 48 σε 84. Το 1984 έφτασε στις προθήκες των βιβλιοπωλείων στις 8 Μαΐου του 1949. Πρόκειται για την απόλυτη δυστοπική φαντασία, για την πιο ευφυή και συγκροτημένη κριτική του ολοκληρωτισμού μέσω της λογοτεχνικής φαντασίας, για ένα έργο που συντάραξε και εξακολουθεί να συνταράζει, και που πενήντα χρόνια μετά την κυκλοφορία του είχε μεταφραστεί σε περισσότερες από εξήντα πέντε γλώσσες, ένα αξεπέραστο ρεκόρ!
Ο Orwell δε έμελλε να ζήσει παρά μονάχα μερικούς μήνες ακόμη. Στις 21 Ιανουαρίου του 1950, άφησε την τελευταία του πνοή. Είχε προλάβει πάντως να παλέψει για να φτάσει στις αλήθειες της ζωής, της κοινωνίας και της πολιτικής, και να τις εκφράσει με έναν τρόπο που έκανε τους φίλους της αλήθειας να τον λατρέψουν και τους εχθρούς της να τον μισήσουν και να τον διαβάλλουν. Ανάμεσα σε όσους αγάπησαν τον George Orwell ήταν και ο Guy Debord, ο οποίος φρόντισε να εκδοθούν στη Γαλλία τα άπαντα του συγγραφέα του Φόρου Τιμής στην Καταλονία, της Φάρμας των Ζώων, και του 1984, από τον οίκο Champ Libre. Κάτι που λέει πολλά σε όσους γνωρίζουν τον βίο και την πολιτεία του Debord.
Ο μεταφραστής, ο οποίος παρεμπιπτόντως έκοψε το κάπνισμα τον καιρό που καταπιάστηκε με το παρόν βιβλίο, επιθυμεί και πάλι να ευχαριστήσει τις εκδόσεις Μεταίχμιο, και να αφιερώσει τον καρπό του μόχθου του σε έναν φίλο της αλήθειας, τον Κωνσταντίνο Ταλιώτη.

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Πλατεία Παπαδιαμάντη, Μάρτιος 2010

Σάββατο 27 Μαρτίου 2010

ΦΡΕΣΚΑ ΚΟΥΛΟΥΡΙΑ !!!




Κεραυνός σε Slow Motion



I am the ghost in this house that is filled with the tongue and eyes
Of a lack-a-head ghost I fear to the anonymous end

Dylan Thomas


Μια τολμηρή ιδέα: ο Dylan Thomas μπορεί να είναι μια πρώτη απάντηση στο σημερινό αδιέξοδο της Τέχνης. Και αν εξετάσει κανείς ορισμένα κραταιά, και λατρεμένα, παραδείγματα, θα διαπιστώσει ότι ίσως να μην είναι τόσο τολμηρή, και αναπάντεχη μάλιστα, αυτή η ιδέα. Ονόματα; Ιδού: Nick Cave, Tom Waits, Bob Dylan.
Αφότου ξεθύμανε το όλο μόρφωμα του μεταμοντέρνου, και διαπιστώσαμε ότι δεν ήταν οι λεγόμενες Μεγάλες Αφηγήσεις υπεύθυνες και υπόλογες για όλα τα δεινά του πλανήτη, αφότου η πλειονότητα των υποψιασμένων πολιτών του δυτικού κόσμου επιδόθηκαν (ή έτσι νόμιζαν) σε έναν άκρατο ευδαιμονισμό και σε μια υποτιθέμενη αυτοπραγμάτωση, κάνοντας/αγοράζοντας/καταναλώνοντας ο καθένας, όπως θα έλεγε ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ό,τι κάνουν/αγοράζουν/καταναλώνουν και εκατομμύρια άλλοι πιστεύοντας, μολοντούτο, ότι κάνει/αγοράζει/καταναλώνει κάτι μοναδικό/ξεχωριστό/διαφορετικό/γνήσιο/αυθεντικό, και αφότου η Τέχνη έφτασε να μπορεί να εκφράσει το Αδιανόητο (με τον Celan, με τον Beckett, με τον Pollock, με τον Cage, με τον Rothko) για να γίνει εν συνεχεία αδιανόητη η ίδια περνώντας από το εξωφρενικό στο ευτράπελο, φτάσαμε σε ένα αδιαπέραστο αδιέξοδο, το οποίο εντούτοις οι πιο πολλοί αντιμετώπισαν, και εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν, με μια μακάρια λήθη της λογικής, με μια δραματική, για μας τους άλλους, δολοφονία της διαλεκτικής. Το να ζει κανείς σε ένα αιώνιο παρόν και να γαντζώνεται από κάποιες βεβαιότητες που κάποτε ενστερνίστηκε και έκτοτε δεν αμφισβήτησε ποτέ, έστω κι αν κόσμοι ολόκληροι θεμελιωμένοι στις ίδιες βεβαιότητες καταρρέουν, είναι σύνηθες γνώρισμα των ανθρώπων του καιρού μας. Και άλλων καιρών, βεβαίως, αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό. Υπάρχουν δημιουργοί που αρνούνται με πείσμα μια τέτοια στάση, που σε όλη τους τη ζωή και με όλο τους το έργο πασχίζουν να είναι τα παγοθραυστικά των βεβαιοτήτων, και ευτυχώς τα καταφέρνουν καλά.
Τέτοιος δημιουργός υπήρξε ο Ουαλός ποιητής μας, ο Dylan Thomas. Μέγιστο προσόν και προσφορά του είναι, κατ’ εμέ, ότι μπόρεσε ηχηρά να διατηρήσει ό,τι δυναμικό ενείχε η παράδοση, μπολιάζοντάς το στα κρυφά με ό,τι πιο αυθεντικό υπήρχε στην πρωτοπορία, συνθέτοντας έτσι ποιήματα, πεζογραφήματα και θεατρικά έργα που είναι σαν πεπαλαιωμένες καινοτομίες, σαν ρηξικέλευθα αναχρονιστικά χειροτεχνήματα, παλλόμενες και ζωογόνες αντιφάσεις που παρασέρνουν παρελθόν, παρόν, και μέλλον σ’ έναν ξέφρενο, και συνάμα νηφάλιο, χορό, σε ένα γλεντοκόπι όπου παραφέρεσαι έχοντας ταυτόχρονα, και κάθε στιγμή, το νου σου. Δύσκολο εγχείρημα, που δεν συντελείται προγραμματικά, αλλά μέσα από έναν συνδυασμό βιώματος, διαίσθησης, και απόφασης – και πάνω απ’ όλα με ένα οδυσσεϊκό δέσιμο στο κατάρτι του προσωπικού πείσματος και οράματος. Ο Dylan Thomas δημιούργησε δίχως ν’ ακούει σειρήνες άλλες πέρα από αυτές με τις οποίες έστεργε να μεθοκοπάει στα καπηλειά του μέσα, του μύχιου κόσμου.
Γεννημένος στις 27 Οκτωβρίου του 1914, κάτι παραπάνω από δύο μήνες μετά το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Dylan Marlais Thomas, γιος ενός καθηγητή αγγλικής λογοτεχνίας και μιας ράπτριας, άλλο δεν έκανε από το να ζει μέσα στην ποίηση και για την ποίηση, να σμιλεύει τον χρόνο (θα έλεγε ο Ταρκόφσκι) μέσα από τη λεκτική λεπτουργία που οδηγούσε σε έναν εμπρηστικό λυρισμό, σε έναν λυρισμό που συγγένευε πολύ, χωρίς να χάνεται μέσα τους, με τις ακραίες πειραματικές τάσεις της ποίησης και της τέχνης του καιρού του. Ο Dylan Thomas είχε, θαρρείς, φορτωθεί το άχθος να αποτελέσει ένα αντιστάθμισμα στον άκρατο μοντερνισμό, ανέλαβε το καθήκον να γεφυρώσει τα αγεφύρωτα εκείνη την εποχή καλλιτεχνικά, και όχι μόνον, ρεύματα. Και τα κατάφερε.
Άρχισε να γράφει ποιήματα από πολύ μικρός, και επίσης από πολύ μικρός άρχισε να τα δημοσιεύει. Το πρώτο του ποίημα το είδε τυπωμένο στο έντυπο του σχολείου του. Δεν άργησε να αναλάβει τη διεύθυνση του σχολικού εντύπου. Αλλά και δεν άργησε, όντας υπερώριμος ως προς τα διαβάσματα και τις βλέψεις του, όντας ένας Ουαλός Όρσον Ουέλς, να παρατήσει το έντυπο και να εγκαταλείψει το σχολείο. Στα δεκαέξι του είναι ολοκληρωμένος ποιητής, αρθογράφος, φαλσταφικός γλεντζές, καίτοι ασθενικός, και ήδη θρυλικός πότης. Πάντα φροντίζει κάποιος στις κατακόμβες της επίσημης πραγματικότητας όπου συχνάζουμε να επαναλαμβάνει, αργόσυρτα και βραχνά, την ανοξείδωτη φράση του Ουαλού: «Αλκοολικός είναι κάποιος που πίνει όσο κι εσύ, μονάχα που τον αντιπαθείς».
Στα είκοσί του, ο Dylan Thomas θα προσφέρει στην ανθρωπότητα τον τόμο 18 Ποιήματα. Επίσης θρυλικό εγχείρημα. Θα συνθέσει καμιά πενηνταριά ποιήματα λιγότερα από του μεγάλου Αλεξανδρινού, και θα αρκέσουν για να στείλουν τον Ουαλό στην αιωνιότητα πλάι στον Καβάφη. Εφτά ποιητικές συλλογές όλες κι όλες, ανάμεσα στα 1934 και 1952, τα πεζογραφήματά του, κι αυτά θρυλικά, ιδίως στις παρέες εκείνων των έναστρων τσογλανιών που δεν «βολεύονται με λιγότερο ουρανό» (Ρίτσος), ένα συνταρακτικά ποιητικό θεατρικό έργο που το λάτρεψε και το απαθανάτισε ο εξίσου θρυλικός πότης Richard Burton, το Κάτω από το Γαλατόδασος (εδώ ο Μπετόβεν αγκαλιάζει τον Μπέργκμαν που τα έτσουζε με τον Μπέικον – για τέτοιο θεατρικό μιλάμε!), και ένα πάκο επιστολές, ανάμεσα στις οποίες κι αυτές που στεγάζονται εδώ: αυτά μας άφησε ο Ουαλός.
Όπως και στα λογοτεχνικά δημιουργήματά του, έτσι και σε τούτες τις επιστολές, το αίσθημα είναι το ίδιο. Σου έρχεται να πεις, ηχηρά, φαλσταφικά: Και ιδού λοιπόν!, μας δωρίζεται στον παρόντα χρόνο αυτό το μέλλον που έρχεται από το παρελθόν. Τόσο οι λέξεις όσο και οι πράξεις του Dylan Thomas, είτε είναι πιτσιρικάς ακόμη είτε στα πρόθυρα του χαμού, είναι πότε παλιό κρασί σε καινούργιο μπουκάλι, και πότε καινούργιο κρασί σε παλιό μπουκάλι. Είτε χωρατεύει είτε μιλάει βαρύθυμα για την κλονισμένη του υγεία, είτε παραληρεί αμέριμνα για τις χαρές της ζωής είτε οικτίρει τον εαυτό του και καταφεύγει σε γαλιφιές και σε συγγνώμες, ο Dylan Thomas παραμένει στις επιστολές αυτές βαρύς ως προς τη χρήση των λέξεων, όπως ο Γιάννης Κουνέλλης επιμένει μια ζωή να είναι βαρύς ως προς τη χρήση των υλικών του. Ακόμα και ο μποεμισμός του Ουαλού, οι κραιπάλες του, οι αφροσύνες του, τα ερωτικά ακροβατικά του, ως και το περιβόητο επεισόδιο με το πολυβόλο, πάντα έχουν κάτι από γαντζωμένη στο παρελθόν, σε κάποιο βαθύ παρελθόν, σοβαρότητα, ένα είδος ηρωικής (κυριολεκτώ!) απόφασης να ψάλλει την Ομορφιά σε καιρούς κακάσχημους, να εκθειάσει την Αξιοπρέπεια σε καιρούς μακελειών, να ποντάρει τα πάντα σε μιαν Αρχέγονη Κατάφαση, να στοιχηματίσει αίφνης στην Άρνηση του Εφήμερου όταν όλα γύρω του σαρώνονται από εφήμερες αρνήσεις.
Ο θάνατος καραδοκούσε και πήρε τον Dylan Thomas στις 9 Νοεμβρίου του 1953, καμιά εκατοστή μέρες από τότε που ολοκλήρωσε το αριστούργημα Κάτω από το Γαλατόδασος. Αυτός ο καταπληκτικός Ουαλός Συντομοζωίτης είχε προλάβει να πιει ποτοποιίες ολάκερες, να γίνει θαμώνας, κι έτσι να το παραδώσει στην αθανασία, στο White Horse, το ποτοσχολαστήριο (όπως αποκαλούσε τα μπαρ ο ποιητής Νίκος Καρούζος), να παντρευτεί, να κάνει τρία παιδιά, να αγαπήσει πολύ, και να αγαπηθεί ακόμα περισσότερο.
Δεν είναι τυχαίο πόσο τον αγκάλιασαν δημιουργοί όπως ο πατριάρχης του μοντερνισμού, ο Igor Stravinsky, ο οποίος έσπευσε να τον τιμήσει συνθέτοντας, ήδη στα 1954, το In Memoriam Dylan Thomas~ οι Beatles που τον συμπεριέλαβαν στο περιλάλητο εξώφυλλο του Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band~ ο John Cale, που έγραψε μερικά από τα καλύτερα τραγούδια του πάνω σε ποιήματα του Dylan Thomas στο άλμπουμ του 1989 Words for the Dying)~ ο Σταύρος Κουγιουμτζής που ετοίμασε, στα 1986, ωραιότατο άσμα με τίτλο «Ντύλαν Τόμας» για τον Γιώργο Νταλάρα (Τι κάθεσαι εδώ πέρα και σαπίζεις/ εδώ δεν αγαπάνε τους τρελούς/ Τις νύχτες ματωμένος φτερουγίζεις/ μ’ ανύπαρκτα φτερά για τους πολλούς// Αυτά είπε σ’ έναν ποιητή δικό μας/ Και τράβηξε για το φεγγάρι ο Ντύλαν Τόμας)~ και ων ουκ έστιν αριθμός ευαίσθητοι ποιητές, εικαστικοί, πεζογράφοι, ανάμεσά τους κι αυτός, ο μοναδικός, που έδρασε και εξακολουθεί να δρα όπως ο Ουαλός, που συμφιλίωσε και εξακολουθεί να συμφιλιώνει το Τότε με το Νυν για να μας προσφέρει ένα όραμα του Αύριο, ο ανεξάντλητος τροβαδούρος Bob Dylan.
Για μιαν ακόμα φορά ας ευχαριστήσω τις φίλες και τους φίλους στο Μεταίχμιο (γεια σου Ειρήνη!, γεια σου, Ντόρα!, γεια σου, Κυριάκο!, γεια σου, Φίλια!) και τον Νώντα Παπαγεωργίου που μου εμπιστεύθηκαν πάλι μια «ζόρικη δουλειά»~ ας μου επιτραπεί να ανταλλάξω από εδώ μια θερμή χειραψία με τον ποιητή Γιώργο Μπλάνα, βαθύ γνώστη του Dylan Thomas~ τέλος, ας αφιερώσω και αυτόν τον μόχθο μου στη γυναίκα μου Ελεάννα Μαρτίνου (Though lovers be lost love shall not;/And death shall have no dominion).

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Πλατεία Παπαδιαμάντη, 27/01/10

Δευτέρα 15 Μαρτίου 2010

Finnegans Wake


[Αφιερωμένο στον Λαγό Τούνδρας, γιατί με ειδοποίησε ότι επανακυκλοφορεί το Meisterstuck]

Diavazontas

Ζενερίκ

Ο γαλατάς δεν χτυπάει πια το κουδούνι, ελάχιστα άλλωστε τα γάλατα που κυκλοφορούν σε γυάλινη συσκευασία, η νοσταλγία δεν είναι πια αυτό που ήταν. Ωστόσο, χτυπάει το κουδούνι ο ταχυδρόμος. Και φέρνει βιβλία. Φίλος που με ξέρει χρόνια, φρόντισε να μου στείλει ταχυδρομικώς, όπως παλιά, ένα βιβλίο, κι αυτό ξετυλίγει την μικρή ιστορία της στήλης Ζενερίκ του Ιουλίου. Ανέκαθεν, οι φίλοι μου κι εγώ συνδέαμε τα βιβλία με ιστορίες, είχαμε ξεφύγει από τη μοναχική απόλαυση της ανάγνωσης, δημοσιοποιούσαμε τις αγάπες μας τις αναγνωστικές, τις συνδυάαζαμε με την συλλογική μας καθημερινότητα (ευφρόσυνες αφροσύνες, πάθος για το βινύλιο και το σελιλόιντ, υποτροπιάζουσες τάσεις προς το ξενύχτι και την αλκοόλη). Ανοίγω το πακέτο, ένα σημείωμα, «Σήμερα 16 Ιουνίου είκοσι χρόνια μετά. Θα την θυμάται κανείς αυτή την ημερομηνία», γραμμένο με πένα Parker 51, στην χαρτοπετσέτα του «The James Joyce – irish pub & restaurant», κι ένας τόμος, Richard Ellmann, ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΫΣ, μετάφραση Αθηνά Δημητριάδου, επιμέλεια Άρης Μπερλής, εκδόσεις Scripta. Το σημείωμα υπογράφουν οι Γιάννης Τ,, Άγγελος Β., Εμμανουήλ Κ.
Είχαμε συναχθεί σε μια κάμαρα, κάπου στην Κυψέλη, όντως είκοσι χρόνια μετά είναι σήμερα (Τρίτη, 16 Ιουνίου 2009), από κείνον τον αλησμόνητο φόρο τιμής σ’ ένα μυθιστόρημα που άλλαξε –και εξακολουθεί ν’ αλλάζει– την ιστορία της Τέχνης με τρόπους πολλούς (με χιούμορ βλάσφημο αλλά και σεβαστικό, με μανία κατεδάφισης αλλά και αναδημιουργίας, με ανεξέλεγκτο παρορμητισμό αλλά και με στρατηγική περίσκεψη, στα κουτουρού αλλά και διαλεκτικά). Οδυσσέας, του James Joyce. Ulysses, του Τζέημς Τζόυς. Είχαμε βάλει στο πικάπ, ένα παλιομοδίτικο Kenwood, να λυσσομανάει η ιρλανδική Ταξιαρχία του Οπλαρχηγού Shane McGowan, οι Pogues, και, οπλισμένοι με το θάρρος που προσφέρει το νερό-που-καίει, πήραμε να διαβάζουμε δυνατά, εκ περιτροπής, τις εννιακόσιες τριάντα τρεις σελίδες της έκδοσης Penguin, ώσπου να φτάσουμε αποκαμωμένοι, αλλά και τίγκα στην ενεργητικότητα, στην περιλάλητη τελευταία φράση, «all perfumes yes and his heart was going like mad and yes I said yes I will Yes». Κι από κάτω, Trieste-Z¨urich-Paris, 1914-1921.
Για ελάχιστα πράγματα στη ζωή μου επαίρομαι τόσο όσο για κείνο το πολύωρο ξεθέωμα και ξεφάντωμα, για κείνη τη δική μας Bloomsday. Δεκατέσσερις μήνες μετά, ο Οδυσσέας κυκόφόρησε και στα ελληνικά, από τις εεκδόσεις Κέδρος, σε μετάφραση του Σωκράτη Καψάσκη και επιμέλεια του Ηλία Παπαδημητρακόπουλου, 816 σελίδες, μεγάλο σχήμα, έξοχο μαύρο λιτό εξώφυλλο, κοσμημένο με το βλέμμα του Τζόυς στο πάνω μέρος. Πέσαμε, όλη η παρέα, με τα μούτρα στην απόλαυση της ελληνικής έκδοσης, υπογραμμίζοντας θαυμάσια μεταφρασμένες φράσεις («Φιλημένα χείλη, φιλώντας, φιλήθηκαν», «Ευχαριστημένοι όταν μας βλέπουν να φεύγουμε, τους δίνουμε τόσους μπελάδες με τον ερχομό μας»), αλλά και διορθώντας, όχι δίχως κάποια αυθάδεια, άλλες (κάπου ο Τζόυς μιλάει για πούρο και ο Καψάσκης το υποβιβάζει σε τσιγάρο, τον Χένρυ Φλάουερ εμείς τον βαφτίσαμε Ερρίκο Λουλούδη, το τέλος της σελίδας 91 τη μεταφράσαμε ριζικά αλλιώς, κτλ).
Και σήμερα, μετά είκοσι έτη, ακριβώς 105 από την ημέρα της οδύσσειας του κυρίου Λεοπόλδου Μπλουμ στο Dear Dirty Dublin, να λαμβάνω από τον ταχυδρόμο αυτό το εξαίσιο δώρο, ένα αντίτυπο του Ellmann και την χαρτοπετσέτα με τα λόγια του ίδιου του Τζόυς, λόγια γραμμένα το 1924, λόγια που μου έφεραν στο νου μια φράση που επί χρόνια πιστεύαμε ότι είναι του Guy Debord («Θα τον θυμάται κανείς αυτόν τον πλανήτη»), φράση που με την πεισματική επανάληψή της στους στρατολόγους απαλλάχτηκε από την υποχρέωση της στράτευσης ο θρυλικός του φίλος, ο Ιβάν Στσεγκλόφ – για να ανακαλύψουμε κάποτε ότι ανήκε στον Villiers de l’Isle-Adam (μάλιστα ήταν τα τελευταία του λόγια). Αξίζει να πω, όχι και τόσο παρεμπιπτόντως, ότι ο Debord προτιμούσε τον Τζόυς από τον Μαρσέλ Προυστ, και ότι τον παραθέτει σε ένα από τα πρώτα του έργα, την ρηξικέλευθη ταινία Ουρλιαχτά για χάρη του Σαντ (1952) καθώς και στο ανέκδοτο έως προσφάτως εικαστικό του έργο Géographie littéraire.
Ναι, θαυμάσιο δώρο, υπενθύμιση μιας θαυμάσιας περιπέτειας δωματίου, φίλοι μου αγαπημένοι, και δεν έχω παρά να σας ευχαριστήσω, από εδώ, από το Ζενερίκ και το Διαβάζω, με τις λέξεις του ίδιου του Τζόυς: Muchibus thankibus.

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Πλατεία Παπαδιαμάντη, 16/06/2009

Κυριακή 14 Μαρτίου 2010

Για τον Κώστα Καβανόζη



Διαβάζοντας Ένα Βιβλίο

δεινό λες ρέμα, σφοδρό

Να σώζει λέξεις
Εικόνες να σώζει
Μαζί, σώζοντας λέξεις
Εικόνες σώζοντας
ΝΑΝ ΣΩΖΕΙ ΥΠΑΡΞΗ
Ναι,
Ύπαρξη να λυτρώνει
Να σμιλεύει άλγος
Να υφαίνει πένθος
«Βάθος και Βένθος»
Ως έλεγεν ο άλλος
Ο Λάγιος
«Βάθος και Βένθος»
«Κίρκη» η γκάιντα
«Ξελιγωμένη» η λάμια τ’ ουρανού»
Να κατεβαίνει
«Με δίχως κάσα»
Οι σφαγμένες
Κι «αχόρευτες»
Κι άγριο χιούμορ
Ανήμερο
Να θεριεύει
Γλώσσας λυτρωτής
Θυμησιάρης
Ο Καβανόζης
Λέξεων λυγμών
Μνήμων
Σαν τα Αρχεία
Τα Εικαστικά
Του Christian Boltanski
Σαν του James Joyce
Του Finnegan την Αγρυπνία
Την Ολονυχτία
Να βαστάει μια ζωή
Σαν του Bela Tarr
Την επίμονη dignity
Την επίπονη αξιοπρέπεια
Όταν τοίχους γέρικους
Σαν πρόσωπα κινηματογραφεί
Και πάλι μετά πρόσωπα
Σαν τοίχους ν’ απαθανατίζει
Στης σελιλόζης το ευάλωτο
«Παλαιστής που παλεύει
Το
Ατιθάσευτο»
Και
«Δαμαστής που δαμάζει
Το
Απειθάρχητο»
Ο Συγγραφέας Καβανόζης
Ο Ποιητής
Της Γλώσσας
Το Ατιθάσευτο
Της Μνήμης
Το Απειθάρχητο
«Ανεχόρταγο» το λέει
Ορθά Πικρά
Το χώμα
Και
«στυγνό»
Καθώς η θάλασσα «πανδέγμων»
Καθώς «πανδαμάτωρ» ο χρόνος
Να, τα ύδατα
«Ακάθεκτα»
Τα κάνει κι ακάθεκτα
Τα λέει
Ο Καβανόζης
Και τον λυγμό
«βαθύρριζο»
Η κόρη
Η δίκαια δραπέτισσα
Να βρίσκει πεταλούδα
Κρυφτό να παίξει
Μαζί της
Με τα στήθια της
Τ’ αγίνωτα
Με το άνηβό της
Το
Κορμί
Σεντούκι
Πολύτιμο
Με τιμαλφή
Τούτο το βιβλίο
Δεν μπορώ
(Άραγε γιατί;)
Μυθιστόρημα
Ναν το πω
Όχι,
Βιβλίο Βίβλο
Το λέω
Σεντούκι με τιμαλφή
Της Γλώσσας
Της Θύμησης
Τα τιμαλφή
ΜΙΛΗΣΕ, ΜΝΗΜΗ
Λες και είπε ο ποιητής
Και πράγματι
Του δόθηκε
Η Μνήμη
Και μίλησε
Το
Είπε
Ο
Ποιητής
Νίκος Καρούζος
Μπορεί
Δικαιούται
Κι ας το πει
Ο Κώστας Καβανόζης
«Ευχαριστώ
Την
Ελληνική
Γλώσσα»

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Πλατεία Παπαδιαμάντη, Μάρτιος 2010

Παρασκευή 12 Μαρτίου 2010

Belle Vie, Belle Vue


Belle vie, Belle vue

Ολοκληρώθηκαν τα γυρίσματα της ταινίας Πόλεις της Περιπέτειας. Πρόκειται για ένα ντοκουμέντο βασισμένο σε εικαστικά έργα της Ελεάννας Μαρτίνου. Σενάριο, σκηνοθεσία, μοντάζ: Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης. Βοηθός σκηνοθέτη, κάμερα, φωτισμοί: Ζήσης Κοκκινίδης. Βοηθός σκηνοθέτη, συμβολή στο σενάριο, ειδικός συνεργάτης: Ιωάννης Παπασπύρου. Η ταινία θα προβληθεί τον Ιούνιο του 2010, στην Αίθουσα Τέχνης Apotheke, στη Λευκωσία.

Κάθε Πέμπτη, βραδιές jazz/λογοτεχνίας/σινεμά και άλλα δρώμενα στον χώρο Ogi, Ωγύγου 10, Ψυρρή. Από τις 8 το βράδυ.

Οι Μπαμπασάκης και Παπασπύρου εγκαινίασαν το Project 365/Ένα Ποίημα την Ημέρα/Αφιερωμένο στον John Mekas.

Την Κυριακή, στη Radio Propaganda, 1 με 3 το μεσημέρι, φιλοξενούνται οι Κέντρο/Απόκεντρο, μια συγκροτημένη ομάδα εικαστικών και άλλων καλλιτεχνών που εξερευνούν τους λαβυρίνθους των πόλεων.

Δευτέρα 8 Μαρτίου 2010

Λέξεις και Εικόνες (πάλι)


Diavazontas10 [Στο νέο τεύχος του "Διαβάζω", στην κλασική πλέον στήλη "Ζενερίκ"]

Λέξεις & Εικόνες (πάλι)

Στρογγύλεψα ορισμένες γωνίες – δεν στρογγύλεψα άλλες
Mark Rothko

Είναι πασίγνωστη, και σχολιασμένη ποικιλότροπα, η σχέση της σελίδας με τον καμβά, η σχέση της συγγραφής με τη ζωγραφική, η σχέση της λογοτεχνίας με τις εικαστικές τέχνες. Σε κάποιους πολιτισμούς, άλλωστε, οι δύο αυτές μορφές/περιπέτειες έκφρασης συμπίπτουν, σμίγουν, ταυτίζονται. Ταχέως, αλλά όχι προχείρως, ας θυμηθούμε πόσο νοήμων ποιητής υπήρξε ο Γιάννης Τσαρούχης, πόσο υστερούσε η σημαντική, άλλωστε, ζωγραφική του Νίκου Εγγονόπουλου έναντι της εμπρηστικά δυναμικής ποιήσεώς του, πόσο μεστά γράφει ο Γιώργος Χατζημιχάλης, και πόσο τιμά την ποίηση μέσω της εικαστικής του προσφοράς. Κι ακόμα, ξέρουμε ότι ο Henry Miller ζωγράφιζε με πολλά κέφια, πρωτίστως υδατογραφίες, ο Νίκος Καρούζος δεν έχανε ευκαιρία να παίξει ζωγραφίζοντας με λάδια, δημιουργώντας πάμπολλα ενάντια άνθη, λουλούδια της φωτιάς, χορταριασμένα χάσματα που έκαναν νου και καρδιά να πάλλονται.
Ο Ρίτσος και οι πέτρες του. Ο Ελύτης και οι επικολλήσεις του. Ο Κόντογλου και οι ώρες που αφιέρωνε στο γράψιμο και στις μεταφράσεις. Ο λεπταίχμηρος λόγος του Κουνέλλη, και η βαρύτητα (κυριολεκτικώς) των υλικών του. Το βιβλίο του Breton «Υπερρεαλισμός και Ζωγραφική» (μεταφράζει ο αείμνηστος Στέφανος Κουμανούδης, εκδίδει το ύψιλον/βιβλία) αλλά και του Perec η «Ιδιωτική Βιβλιοθήκη» (άλλο φοβερό δίδυμο: Αχιλλέας Κυριακίδης & ύψιλον/βιβλία), όπου οι συγγραφείς/ποιητές καταπιάνονται τόσο δημιουργικά και παιχνιδιάρικα με τη ζωγραφική. Και παραλλήλως, να τα έχουμε μαδήσει από την απανωτή χρήση, τα βιβλία του Marcel Duchamp «Ο Μηχανικός του Χαμένου Χρόνου» και του Francis Bacon «Η Ωμότητα των Πραγμάτων» (από την Άγρα αμφότερα, ενώ μεταφράζει το πρώτο η Λίλιαν Stead-Δασκαλοπούλου, και ο Σπύρος Παντελάκης το δεύυερο).
Και τόσα άλλα. Τόσα πολλά που μας κράτησαν σε εγρήγορση παρά τις αφροσύνες, που μας έκαναν λαλίστατους στα κουτούκια και στα καπηλειά, ενώ μας επέτρεψαν ακόμα και σε αμφιθέατρα πανεπιστημιακά ενίοτε να αγορεύουμε. Πολύτιμα αναγνώσματα, κι αυτά και τόσα άλλα.
Και τώρα, πώς να μην πανηγυρίζει ο βιβλιόφιλος που τυγχάνει συνάμα και λάτρης της εικαστικής δημιουργίας σαν βλέπει στην προθήκη, και τσακίζεται να προμηθευτεί, και σπεύδει να διαβάσει τις σελίδες του τόμου Μαρκ Ρόθκο «Κείμενα για την τέχνη, 1934-1969 (εύγε τον συνήθη χαλκέντερο Βασίλη Τομανά που μεταφράζει, και επίσης εκδίδει, στις Νησίδες του)! Ήδη έχουμε εμπλακεί σε πολύωρες συζητήσεις για το εάν θα αναγορεύσουμε το 2010 σε Έτος Ρόθκο ή Έτος Paul Celan (αμφότεροι έφυγαν πριν από τέσσερις δεκαετίες, το 1970), σε Έτος Γιάννη Τσαρούχη ή σε Έτος Νίκου Καββαδία (αμφότεροι γεννήθηκαν πριν από έναν αιώνα, στα 1910). Τώρα το βιβλίο με τα κείμενα του Ρόθκο έρχεται να μας συναρπάσει και να μας δελεάσει!
Ο Ρόθκο συνομιλεί με τον καθηγητή και ιστορικό της τέχνης William Chapin Seitz, στις 22 Ιανουαρίου 1952. Ο Ρόθκο αποφαίνεται: «Ένας άνθρωπος δεν ζωγραφίζει για τους Φοιτητές Καλών Τεχνών ούτε για τους ιστορικούς, αλλά για τα ανθρώπινα όντα, και η αντίδραση με ανθρώπινους όρους είναι το μόνο πράγμα που δίνει πραγματική ικανοποίηση στον καλλιτέχνη».
Γράψιμο και ζωγραφική. Ξανά και ξανά. Και μετά να σουλατσάρουμε στον υποβρύχιο κήπο της Τέχνης, στο Υπερώο των Συγκινήσεων, στην Γκαλερί Ιλεάνα Τούντα, Αρματολών & Κλεφτών, να παρασυρόμαστε στον λυτρωτικό λαβύρινθο που στήνουν για χάρη μας η Κατερίνα Νίκου και ο Θάνος Σταθόπουλος, εναρμονίζοντας στην έκθεση Belle Vue το πολύπτυχο έργο οχτώ επινοητικών και συγκινητικών καλλιτεχνών. Για χάρη μας, λοιπόν, δημιουργούν οι: Μωρίς Γκανής, Γιώργος Γυπαράκης, Δημήτρης Μπάμπουλης, Μανώλης Μπαμπούσης, Δημήτρης Τάταρης, Κατερίνα Χρηστίδη, Maria Friberg, Αλέξανδρος Ψυχούλης.
Με τον Thomas Bernhard, με ένα ολιγόλεκτό του, από το βιβλίο «Ο Μίμος των Φωνών» (μτφρ. Αλέξανδρος Ίσαρης, εκδ. Άγρα), να εμπνέει, να καθοδηγεί: «Δύο καθηγητές του πανεπιστημίου του Γκέτινγκεν, που συνδέονταν φιλικά μεταξύ τους και είχαν καταλύσει στο Χάιλιγκενμπλουτ, έφτασαν κάποτε, ύστερα από ανάβαση πολλών ωρών, στην τοποθεσία πάνω από τον παγετώνα, όπου βρίσκεται πάνω σ’ ένα βάθρο ένα τηλεσκόπιο. Παρόλο που ήταν σκεπτικιστές, δεν έπαυαν να εκθειάζουν τη μοναδική ομορφιά αυτών των βουνών και, πριν φτάσουν καλά καλά εκεί που ήταν το τηλεσκόπιο, άρχισαν να προτρέπουν ο ένας τον άλλον να κοιτάξει πρώτος απ’ αυτό, για ν’ αποφύγει ο καθένας τη μομφή του άλλου ότι βιάζεται πολύ. Τελικά συμφώνησαν να πάει πρώτος ο πιο μεγάλος, ο πιο μορφωμένος και, φυσικά, ο πιο ευγενικός, ο οποίος είπε ότι πράγματι συγκλονίστηκε απ’ αυτό που είδε. Όμως όταν πλησίασε το τηλεσκόπιο ο συνάδελφός του, δεν είχε κολλήσει ακόμη τελείως το μάτι του εκεί, όταν έβγαλε μια δυνατή κραυγή και έπεσε κάτω νεκρός. Ο φίλος εκείνου που πέθανε με αυτόν τον τόσο περίεργο τρόπο σκέφτεται ακόμη και σήμερα, όπως είναι φυσικό, τι να είδε άραγε ο συνάδελφός του από το τηλεσκόπιο, γιατί σίγουρα δεν είχε αντικρίσει την ίδια εικόνα».

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Πλατεία Παπαδιαμάντη, 16/02/2010

Χθες. Μια Ωραία Κυριακή!


[Το διάβασα σήμερα, στο Κανάλι 1, 90,4 FM και www.kanaliena.gr στις δώδεκα παρά δέκα, ως συνήθως]

Οι Γυναίκες, ο Αλιέντε, και η Ταπεινότητά μου


Σήμερα, Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, και να σκεφτόμαστε την Υπατία και την Patti Smith, τη Sylvia Plath, τη θρυλική Καλάμιτυ Τζέιν και την Ann Sexton, την Nico και την Eddie, τα Κορίτσια όπως τα ύμνησε ο Χρήστος Βακαλόπουλος, τη Δανάη Στρατηγοπούλου και τη Σοφία Βέμπο, την Patricia Highsmith, τη Σαπφώ την Ποιήτρια και τη Σαπφώ τη Νοταρά, τις γυναίκες που στάθηκαν στο πλευρό του Mark Rothko, του Jackson Pollock, του Andre Breton, την Anna Blume όπως την τραγούδησε ο μέγας Kurt Schwitters, και την Φαρμακερή Άννα του Γιώργου Μακρή.

Γυναίκες, οι σελήνες μας~ η Φλέρυ Νταντωνάκη, η Τρελή του Φεγγαριού. Γυναίκες, τα μέγιστα τιμαλφή μας~ η Lady Day, με τον σπαραγμό στη φωνή, με το βραχνό βλέμμα. Η Emma Goldman, η Μούσα της Αναρχίας, παρέα με τη Rosa Luxemburg, αυτό το ακούραστο μυαλό, αυτή η ψυχή η παθιασμένη, και μαζί τους η Frida Gallo, η Πελώρια Ψυχή μέσα σ’ ένα κορμί σακατεμένο.

Σήμερα, Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, και χθες στο Κανάλι 1, να μιλάει η Σταυρούλα Καρύδη, η Πρόεδρός μας, στον Γιάννη Καραλόγο, και μετά η Ελεάννα Μαρτίνου να εκθειάζει τη δημιουργικότητα. Κατόπιν, 1 με 3, στη Radio Propaganda, να φιλοξενώ τον σκηνοθέτη πειραματικών ταινιών και δάσκαλο στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, τον Θανάση Ρεντζή, και πάλι να εγκωμιάζουμε των γυναικών το σθένος, τη δύναμή τους, και τα πολλά ταλέντα τους.

Και σαν τελειώσαμε την εκπομπή, παραδώσαμε με αγάπη τη σκυτάλη στη Μαρίνα Παπαδοπούλου, στην εκπομπή «Εν Πλω», και στην εκλεκτή καλεσμένη της. Η οποία εκλεκτή, θα σας πω ποια είναι σε λίγο, μου έκανε τη μεγαλύτερη και συγκινητικότερη φιλοφρόνηση στη ζωή μου όλη. Στράφηκε, σαν συστηθήκαμε, χαμογέλασε πλατιά, και είπε «Αυτός εδώ μοιάζει πολύ με τον Αλιέντε. Ίδιος είναι. Με τον Αλιέντε».

Καμάρωσα. Και καμαρώνω. Είναι ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο, κάποιες τέτοιες φιλοφρονήσεις να είναι η προίκα μας, το οπλοστάσιό μας, τα παράσημά μας. Ιδίως όταν προέρχονται από μια προσωπικότητα απροσμέτρητη, από έναν άνθρωπο βεληνεκούς αδιανόητου, από μία Μεγάλη Γυναίκα. Την ξέρετε όλη: η Μαρία Φαραντούρη!

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Πλατεία Παπαδιαμάντη, 08/03/2010

Σάββατο 6 Μαρτίου 2010

Συμμορία Σαίξπηρ


Shakespeare Squadron, II

Ο Τσάλαντι, όχι, δεν τον χτύπησε ο Τσάλαντι, εγώ τονε χτύπησα, εγώ τον βάρεσα, δική μου η γροθιά που τον σώριασε. Αναιμική γροθιά, αλλά τέτοια ώρα τέτοια λόγια, ήτανε τύφλα και δαύτος, σάστισε, δυο μέτρα μαντράχαλος, ούτε που το περίμενε από μένα να του τη φέρω, κλονίστηκε, ταλαντεύτηκε, σωριάστηκε. Παράτησαν οι άλλοι τον Τσαλ και χίμηξαν πάνω μου. Αντεπιτίθεται ο Παλιοσειράς, μπαίνει στη μάχη κι ο Λαρισαίος, ορμάει ο Μπολώνιας, κρααααακ, θρύψαλα το πικάπ, γκντουβγκγκγκγκγκγκμπανγκτντάουουουουουμμμ!!! – πάνε τα ράφια με τα μπουκάλια όλα, ω πάει το Jameson, πάει το Johnny, πάει η Absolut, να σου κάτω και οι τεκίλες, τα μαρτίνια, χαμός, τρέλα, πανικός, γενικεύεται η σύρραξις, σφοδρή η κλοτσοπατινάδα, θαρρείς βγαλμένη από κάτι αμερικάνικες ταινίες, μονάχα που δεν είμαστε εδώ σε μπαράκι του Ελ Έι αλλά στης Μυτιλήνης το λιμάνι, στην «Ουτοπία» όπως έλεγαν το στέκι, αυγή της τρελής δεκαετίας του ενενήντα, φαντάροι στα τριάντα μας, ο Τσαλ κι εγώ, στα τριάντα τρία τους οι Παλιοσειράς Λαρισαίος Μπολώνιας, κι είν’ η πρώτη φορά που μπλέκουμε σε άγριο καβγά. Τι να λέει, που λένε και στο Βόλο. Τι να λέει!
Όλα άρχισαν από τότε που εκείνος ο κρετίνος ο Πέρι Κόμο τραγούδησε την Glendora, έλεγαν οι Τζούμας Κωνσταντίνος και Παναγιωτίδης Άλκης, πάνε χρόνια, τι χρόνια, δεκαετίες, παλαίμαχοι κι αυτοί, ναι, καραβάνες παλιές και ωραίες, πρωτεργάτες της Μεγάλης Αντίστασης ενάντια στη Δικτατορία του Κόκκινου Κιτς, αλλά εμείς δεν είχαμε πολλά πάρε-δώσε με το βελούδο του ροκ-εντ-ρολλ κλασίκ, μπα, ήμασταν παιδιά της τζαζ, και των μπητνίκων ετσιθελικοί γόνοι, εξ ου και Τσάλαντι ο ένας, Τζόρτζουακ ο άλλος, και πάει λέγοντας, με τον Ντοστογιέφσκι επ’ ώμου και υπό μάλης τον Ρεμπώ, με ανοικονόμητα πλησιάσματα στον Ιησού, με τις μπίρες να ρέουν αφειδώς και με τα μάτια μας κόκκινα μονίμως και πρησμένα από τη φιλοποσία, τη φιλοκαπνία και μιαν αυτοσχέδια, τεθλασμένη, ο θεος-να-την-κάνει φιλοσοφία.
Φορέσαμε τις φαιοπράσινες, πιάσαμε τα G3A3 και τα ΗΚ11, και ζωστήκαμε τις παλάσκες, δέσαμε τα κορδόνια στα καλογυαλισμένα άρβυλά μας, χτυπήσαμε νούμερα γερμανικά, ήπιαμε σε καραβάνες τσάι και καφέ, τα παγούρια μας τα γεμίσαμε με βότκα, αμέ, όλα τα κάναμε, κι αναφορές δώσαμε, και θαλαμοφύλακες θητεύσαμε, κάναμε τους μήνες να κυλάνε απαλά, καπνίζαμε το τσιγαράκι μας και λαχταρούσαμε κι εμείς όπως κι η πιτσιρικαρία πότε θα πάρουμε την τετραήμερη για να βρεθούμε με τους φίλους και τις ερωμένες μας.
Ο Τσάλαντι έλαβε αίφνης ένα χαρτί, κι από κει που θα ’κανε δεκαοχτάμηνο όπως εγώ, του το γύρισαν σε δωδεκάμηνο, και την επαύριον άντε πάλι με το καλό καλός πολίτης. Να το γιορτάσουμε, παίδες, λέει ο Τσαλ και ντυνόμαστε με τα ωραία μας πολιτικά και βγαίνουμε σουλάτσο, χτυπάμε ένα ταβερνείο μια σταλίτσα, με τυρί στη λαδόκολλα, με Καζαντζίδη στο παμπάλαιο τζουκ-μποξ, με ούζο το καζανιστό λεγόμενο να μας φουντώνει φίνα. «Ποτέ δεν θα ξαναπιούμε τόσο νέοι», λέει ο Τσαλ. «Εξάλλου εκείνοι που πεθαίνουν είναι πάντα οι άλλοι», λέει ο Λαρισαίος. «Η ζωή είναι ωραία, η ζωή είναι εύκολη», λέει ο Μπολώνιας. «Τα πάντα free», λέει ο Παλιοσειράς. «Δεν είναι ζωή αυτή που κάνουνε οι άλλοι», λέει ο ταπεινός σας ανταποκριτής. Πίνουμε και πίνουμε και πίνουμε.
Ο Τσαλ προτείνει περιοδεία στα ποτάδικα – ποτοσχολαστήρια, τα έλεγε ο Καρούζος. Άντε, φύγαμε. Τα γυρίσαμε όλα, με αλφαβητική σειρά. «Ανναμπέλα», «Βαπόρι», «Δώμα», «Καρολίνα», και πιάνουμε «Ουτοπία» για τα τελευταία σκοτσέζικα. Και τον Τσαλ τον πιάνει η παπαδιαμαντομανία κι αρχίζει, ο μη-πω, να ζητάει συγγνώμες δώθε κείθε, όπως ο κυρ-Αλέξανδρος όταν ήτανε ν’ αφήσει την Αθήνα και να πιάσει Σκιάθο. «Για ό,τι κι αν έκανα», να κάνει ο Τσάλαντι, «να με συγχωρήσετε ζητώ». Άλλοι του χαμογελάνε, του μεθυσμένου, άλλοι συνεχίζουν αδιαφορώντας να τα λένε, άλλοι του λένε συχωρεμένος να ’σαι, άλλοι μουρμουρίζουν ένα ενοχλημένο κι εμένα τι με νοιάζει, κι ο Τσαλ να μην αφήνει ούτε ένα τραπεζάκι δίχως να το επισκεφτεί και συγγνώμη να ζητήσει. Στα ηχεία μια χτυπιότανε ο Ίγκι Ποπ και μια ψέλλιζε τρυφερά ο Τσετ Μπέικερ.
Και κάποια στιγμή, άρχισε το πατατράκ. Ο καθαρόαιμος βλάκας παρεξηγεί τον παπαδιαμαντισμό του Τσάλαντι. Τι ζητάς συγγνώμη ρε, λέει αβρότατα, τι, γιατί, μπας και μου γάμησες τη γυναίκα, αυτό είναι, μου τη γάμησες τη γυναίκα, και ζητάς συγγνώμη κι από πάνω, τώρα θα σε γαμήσω εγώ εσένα, να δεις, και πέφτει η πρώτη, κι ο Τσαλ ξεχνάει τον Ακέραιο Κυρ-Αλέξανδρο και θυμάται με χρονολογική σειρά Κραβάν Χέμινγουεϊ Μέιλερ κι αρχίζει το μπουνίδι, σήκω Ντάντε να μας δεις, τις γροθιές μας να χαρείς.
Εγώ βάρεσα και σώριασα τον μαντράχαλο. Την κοπανάμε. Μας πιάνουμε πιο κάτω. Τίγκα στις μελανιές και στους μώλωπες άπαντες οι γερόγεροι, συν η σπασμένη μύτη του Τσαλ. Γκαντεμιά! Ο δικός μου σωριασθείς ήτανε υπολοχαγός, πού να το ξέρω ο έρμος. Μία έριξα, γερή δε λέω, και τώρα μας πάνε μπλε μαρέν, σιδηροδέσμιους, και συνοδευόμενους από ένοπλους λεβέντες, στην Ταξιαρχία, στην Καλλονή. Μας κόβει ο Ταξίαρχος που είμαστε υπερήλικες για φαντάροι, κόβει το άσπρο μαλλί του Τσαλ, τη φαλακρίτσα του Λαρισαίου, την πλισέ μουρίτσα του Μπολώνια, την κοιλιά του Παλιοσειρά, τη βέρα στον παράμεσό μου. «Και δηλαδή τι είστ’ εσείς και χτυπάτε και υπολοχαγούς;»
«Αρχαιολόγος», απαντάει ο Τσαλ.
«Γιατρός», κάνει ο Μπολώνιας.
«Οικονομολόγος», λέει ο Λαρισαίος.
«Εθνολόγος», δηλώνει ο Παλιοσειράς.
«Κοινωνιολόγος», ψεύδομαι εγώ.
«Να χέσω τα πτυχία σας», αποφαίνεται ο Ταξίαρχος. «Χαθείτε απ’ τα μάτια μου», συμπληρώνει έτοιμος να σκάσει στα γέλια. «Και καλά μυαλά», καταλήγει.
«Φτηνά τη γλιτώσαμε πάλι. Τα λέμε στην Αθήνα», μου ψιθυρίζει ο Τσαλ όταν μας φορτώνουν πάλι στην «καναδέζα» με προορισμό το σύνταγμα.

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Πλατεία Παπαδιαμάντη, Απρίλιος 2005




Πέμπτη 4 Μαρτίου 2010

ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ ΚΑΙ ΞΕΡΟ ΨΩΜΙ


Radio_040310

[Το διάβασα σήμερα, 04/03/2010, στο Κανάλι 1, Πειραιάς, 90,4 FM και www.kanaliena.gr στις 12 παρά 10 ως συνήθως]

Διαβούλευση και Ξερό Ψωμί

Είπα να ρίξω κι εγώ μια διαβούλευση, μπας και καταλάβω τι γίνεται εντός μου, μιας και εκτός μου τι γίνεται δεν καταλαβαίνω γρυ. Τι να καταλάβω; Από τότε που θυμούμαι τον εαυτό μου, και τους άλλους, βλέπω μια δράκα ωραίους δονκιχώτες να κάνουνε τα δικά τους, τα ωραία, τα μεγάλα, και τ’ αληθινά, και ολόγυρα λαμόγια να ελλοχεύουν, χλευαστές να σκώπτουν, οπορτουνιστές να οπορτουνίζουν, καθάρματα να παίζουν με τη ζωή των άλλων, εργολάβους της κακογουστιάς να σπέρνουν ηθικοαισθητική ρύπανση.

Εκτός μου, γύρω μου, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, θυμάμαι και στον στίχο του Θωμά Γκόρπα, του ποιητή: «Μέριλιν, μαζί μ’ εσέ θυμάμαι και τον Μπελογιάννη», και σήμερα, σχεδόν εμβρόντητοι ανακαλύπτουμε, οι φίλοι μου κι εγώ, ότι ελάχιστοι γνωρίζουν ποιοι ήσαντε η Μέριλιν κι ο Μπελογιάννης. Εδώ κοτζάμ υφυπουργός οικονομικών και δεν ήξερε τον τετιμημένο με Νόμπελ, πασίγνωστο έως και σταρ, οικονομολόγο Paul Krugman, γιατί να ξέρει ο μέσος Έλληνας και ο παράμεσος πολίτης από Μέριλιν, Μπελογιάννη, άμα δε και από Ηράκλειτο, Αριστοτέλη, Πλάτωνα, ή, για να πάμε κομμάτι πιο μετά, από Καρούζο, Καβάφη, Καρυωτάκη, Καββαδία, Κακίση. Γιατί να ξέρει ο μέσος Έλληνας και ο παράμεσος πολίτης να φέρεται, να ερωτεύεται, να τραγουδάει, να μιλάει, να κάνει περιπάτους, να γράφει, να ελπίζει; Γιατί;

Κάλλιο εντός μου. Να διαβουλευτώ μετά του εαυτού μου. Να τον επιπλήξω, να τον μεμφθώ, να τον επικρίνω, να τον συντρίψω στην αυτανάλυση, να τον κάνω να ψελλίσει, να πει, να ουρλιάξει: εγώ φταίω, ναι, εγώ. Μάλιστα, εγώ και οι φίλοι μου, εμείς φταίμε, για όλα φταίμε, εμείς οδηγήσαμε την κατάσταση στο μη περαιτέρω, στο δεν πάει άλλο, εις τον πάτο της εικόνος. Ναι, εμείς φταίμε, καθότι τόσα και τόσα έτη άλλο δεν κάναμε από το να διαβάζουμε, να συζητάμε, να πίνουμε, να καπνίζουμε, να γράφουμε, να συνθέτουμε, να ζωγραφίζουμε, να κινηματογραφούμε, να κάνουμε εκπομπές στο ραδιόφωνο, να διδάσκουμε. Αίσχος και αθλιότητα! Όλα τα είδη πολυτελείας στη νιοστή! Να μας τσακίσουν με όλους τους Φόρους Προστιθέμενης Αξίας, εμάς τους ανάγωγους, εμάς τους ανάρμοστους, τους ανάερους εμάς.

Τέρμα τα δίφραγκα! Τέρμα τα σκοτσέζικα και τα άιρις και τα μολτ! Τέρμα το πολυτονικό και οι εκλεκτικές συγγένειες! Τέρμα η ενασχόληση με τον Λουκά Σαμαρά και τον Γιάννη Κουνέλλη!

Και για να σοβαρευτώ μια στάλα: γιατί άμα ακούω τη λέξη «πυλώνας», και δη τη φράση «πυλώνας του πολιτισμού», παθαίνω μια κατάσταση, παθαίνω μια διαβούλευση;

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Πλατεία Παπαδιαμάντη, 04/03/2010

Τρίτη 2 Μαρτίου 2010

Duchamp [και πάλι], για τον Ταλιώτη [τώρα]




Marcel Duchamp: Η Ηθική τού Ερήμην


Η τέχνη, και κυρίως η ζωή, ήταν για τον Marcel Duchamp μία παρτίδα σκάκι. Έπαιζε ο ίδιος εναντίον του εαυτού του πρωτίστως. Ερήμην σχεδόν κάθε άλλου, θέλησε να επινοήσει –και πράγματι επινόησε– τους κανόνες ενός παιχνιδιού ανάμεσα στον ίδιο και τον εαυτό του, με διαιτητή την ιστορία της τέχνης και την ιστορία των κρίσιμων ανατροπών στην καλλιτεχνική, αλλά και στην αισθητική εν γένει και ηθική, σφαίρα. Call it a little game between ‘I’ and ‘me’, όπως ο ίδιος το διατύπωσε, με την πάντα εν ενεργεία σεμνή ειρωνεία του, στην Katharine Kuh. Φυσικά, αυτό το «μικρό παιχνίδι» διέθετε τόσο έλλογο πάθος ώστε μπόρεσε να εκτυλιχθεί σε συγκλονιστική στρατηγική τροποποίησης κάθε ισχύοντος ορισμού της καλλιτεχνικής δραστηριότητας, κάθε διαθέσιμου τρόπου δεξίωσης του καλλιτεχνικού έργου. Μετά το πέρασμα του Duchamp, η δημιουργία έργων τέχνης δεν είναι πια αυτό που ήταν.

Εκκινώντας από την επιθυμία του να μετατρέψει τη ζωγραφική σε μιαν υπόθεση της διανοίας, σε μία cosa mentale, όπως επέμενε ο Leonardo da Vinci, θα οδηγηθεί στην απόφαση να αφήνει πίσω του κάθε δεσπόζον καλλιτεχνικό κίνημα της εποχής του ύστερα από την δημιουργία ενός έργου τέχνης που συμπύκνωνε με εκπληκτική ένταση τις προκείμενες και τις αρχές τού εκάστοτε κινήματος. Και έτσι προχώρησε, πιστός σε μια εγελιανής καταγωγής διαλεκτική, πραγματώνοντας και υπερβαίνοντας.
Το 1910 ζωγραφίζει το έργο La partie d’e’checs [Η Παρτίδα σκακιού], ένα είδος σπουδής σε όποια επίδραση μπόρεσε να επιτρέψει να του ασκηθεί από τον Ce’zanne, και ήδη το 1911 θα μπορέσει, καταπιανόμενος με το ίδιο θέμα, το σκάκι, να επιχειρήσει ένα τόλμημα που δεν είχε ως τότε σημειωθεί – να πάει πέρα από τον κυβισμό, πέρα από τον Picasso ή τον Braque. Συνθέτει το Portait de joueurs d’e’checs [Πορτρέτο σκακιστών]. Εδώ οι σκακιστές δεν παίζουν σκάκι, εδώ οι σκακιστές είναι το σκάκι, είναι η σκέψη του σκακιού, είναι η σκέψη που απαιτεί μία σκακιστική παρτίδα. Ο Duchamp μπορεί πλέον, και θα φανεί με έναν εκρηκτικά σιωπηλό τρόπο αυτό, να προχωρήσει πέρα από την ζωγραφική του αμφιβληστροειδούς, όπως έλεγε. Μπορεί να εκκινήσει την αναζήτηση μίας τέχνης που συνευωχείται με την διάνοια, με το πνεύμα. Θέλει να θέσει την τέχνη στην «υπηρεσία του νου». Το δηλώνει. Το επιχειρεί. Το κατορθώνει.

Ο Duchamp δεν εμπιστεύεται το μάτι. Από την άλλη, βρίσκει καταφύγιο στην ποίηση. Δυσπιστεί απέναντι στις λέξεις, στην τρέχουσα χρήση των λέξεων, θεωρεί ότι μόνον στην ποίηση βρίσκουν οι λέξεις το αληθινό νόημά τους και τον αληθινό τους τόπο. Θα επινοήσει μεθόδους που οδηγούν στον συγκερασμό ζωγραφικής και ποίησης, θα κάνει ποίηση ζωγραφίζοντας~ οι δύο τέχνες θα γίνουν μία. Και μόλις επιτευχθεί και αυτό, ο Duchamp θα ωθήσει ακόμη περισσότερο τα πράγματα προς το χείλος μιας αβύσσου από όπου μπορούμε (πρώτα αυτός, μετά εμείς) να ατενίσουμε με κρυστάλλινη διαύγεια τη διαλεκτική παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος, τη διαλεκτική του χρόνου, το πώς οι μορφές και οι σημασίες και τα αισθήματα οδηγούνται σε ένα αναπόδραστο τέλος για να περάσει σε άλλες μορφές και σε άλλες σημασίες και σε άλλα αισθήματα η πυρακτωμένη σκυτάλη.

Ο Duchamp επινοεί την μέθοδο του ready-made, υποχρεώνοντάς μας να οδηγήσουμε σε λυτρωτικό αδιέξοδο κάθε ισχύοντα ορισμό της τέχνης (αλλά και της ίδιας της ζωής). Όταν το ουρητήριο γίνεται Κρήνη, όταν, με μιαν εξίσου ακαριαία αλλά και γεμάτη περίσκεψη χειρονομία, η Τζοκόντα γίνεται αυτό που ήταν όντως: άνδρας~ όταν τελικώς το μειδίαμά της ανθίζει και πάλι αντικαθιστώντας ένα αιδοίο, ή συγχωνευόμενο αριστοτεχνικά με το κορμί της απόλυτης αγαπημένης – πρόκειται για την Maria Martins, τη μοναδική γυναίκα που ο Duchamp δεν μπόρεσε να έχει όπως θα ήθελε να την έχει, γι’ αυτό και την απαθανάτισε με συγκλονιστικό τρόπο μετατρέποντας την ανάμνησή της σε μεθοδική αγωνία έκφρασης τού ανεπίτευκτου – (όπως συμβαίνει στο τελευταίο έργο του Duchamp, το έργο που φιλοτεχνούσε μυστικά επί είκοσι χρόνια)~ όταν ένας πίνακας του Ρέμπραντ μετατρέπεται, τόσο αφοπλιστικά, σε σανίδα σιδερώματος~ τέλος, όταν το γούστο, καλό ή κακό δεν έχει σημασία, είναι δυνατόν να χαρακτηρισθεί «ο μεγαλύτερος εχθρός της τέχνης», αντιλαμβανόμαστε ότι η ανατροπή είναι πολύ πιο καταλυτική από όσο ίσως θα ήμασταν πρόθυμοι να δεχτούμε.

Ουδείς νοήμων και ευαίσθητος άνθρωπος δεν μπορεί πια να εξακολουθήσει να εκφράζεται –αλλά ούτε και να ζει– με τον ίδιο τρόπο ύστερα από την ανάγνωση βιβλίων όπως το Κάτω από το Ηφαίστειο, το Μαγικό Βουνό ή ο Πανηγυρικός. Ομοίως, μετά το σιωπηλό (αλλά, ας το επαναλάβουμε, τόσο εκρηκτικό) πέρασμα του Duchamp, μετά το La Marie’e mise a` nu par ses ce’libataires, même – Le Grand Verre [Η νύφη που τη γδύνουν οι μνηστήρες της, ακόμα – Το Μεγάλο γυαλί] και μετά το E’tant donne’s: 1o La chute d’eau; 2o Le gaz d’e’clairage [Δεδομένα: 1ον Ο καταρράκτης~ 2ον Το φωταέριο] μπορούμε κάλλιστα να πούμε ότι αλλάζουν άρδην η ιστορία της νοημοσύνης και η ιστορία της ευαισθησίας~ η ιστορία της ζωής~ η ιστορία των χειρονομιών. Τα κριτήρια, όπως τα γνωρίζαμε, κονιορτοποιούνται και άλλα, σχεδόν αδιανόητα ως τώρα, αρχίζουν να συγκροτούνται στη θέση τους. Και το εκπληκτικό είναι ότι ο δράστης, ο Duchamp, καμώνεται ότι αδιαφορεί για όλα αυτά – και ίσως να αδιαφορεί όντως. Επικαλείται την ποίηση της αδιαφορίας, το κάλλος της αδιαφορίας. Κατατείνει στη Σιωπή, τη Βραδύτητα και τη Μοναξιά, όπως ο ίδιος λέει. Θαυμάζει τον Stirner και προσηλώνεται στο σκάκι – εξοργίζοντας κάπως τον Breton, ο οποίος περίμενε τόσα πολλά από αυτόν που χαρακτήρισε έναν «από τους ΠΙΟ ΕΥΦΥΕΙΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΤΟΥ 20ού ΑΙΩΝΑ».

* * *

Η ηθική του Duchamp είναι η ανατροπή κάθε ηθικής που επιχειρεί να αρνηθεί την ηθική της ανατροπής. Και η ηθική της ανατροπής είναι η ηθική τού ερήμην. Είναι, δηλαδή, η ηθική του να συλλογίζεσαι και να πράττεις ενώ οι άλλοι είναι απόντες, να συλλογίζεσαι και να πράττεις ανεπηρέαστος από τους άλλους, προσηλωμένος σε μιαν ακραιφνή ανιδιοτέλεια, επιμένοντας να αδιαφορείς τόσο για τις επικρίσεις όσο και για τα εγκώμια. Είναι η ηθική της άρνησης κάθε παγίωσης ιδεών ή συναισθημάτων, συνεπώς η ηθική της άρνησης κάθε οικείας συμπεριφοράς, κάθε τρόπου να συνάπτουμε σχέσεις, εν τέλει κάθε παραδεδεγμένης μορφής σύνδεσής μας με τους άλλους.

Ο έρωτας, μετά το πέρασμα του Duchamp, παύει να είναι αυτό που ήταν, και οι τρόποι με τους οποίους πασχίζαμε (και ενίοτε καταφέρναμε) να τον εκφράσουμε, να τον κοινοποιήσουμε, καθίστανται άκυροι. Τώρα πια, εδώ και τόσον καιρό μετά το Tu m’, ο έρωτας –πύκνωση και απόγειο κάθε σχέσης που αξίζει το όνομά της– έχει διαζευχθεί από την ιδεολογία και την ιδεοληψία του εσπευσμένου, δεν ανήκει πλέον στον τόπο του ρητώς εκπεφρασμένου, αρνείται να επιμένει στη διασάλπιση~ ξεφεύγει, για πάντα, από το νυν. Μετά το πέρασμα του Duchamp, επικράτεια του έρωτα είναι η βραδύτητα («αργοπορία σε γυαλί», για να μιλήσουμε με τα δικά του λόγια)~ μετά το πέρασμα του Duchamp, τρόπος και ηθική του έρωτα είναι ο τρόπος και η ηθική του ερήμην, ο τρόπος και η ηθική της δημιουργικής σιωπής, ο τρόπος και η ηθική της απόλυτης ευγένειας – της ευγένειας της μη-διεκδίκησης. Ενώ όλοι περιμένουν να διεκδικήσεις την αγαπημένη, εσύ βραδυπορείς, φεύγεις και επανέρχεσαι απροειδοποίητα, μεταμφιέζεις τις προθέσεις, επινοείς νέες στρατηγικές αβρότητας. Παρακολουθείς, λόγου χάριν, τον Robert Fisher να κάνει τα πρώτα του εκπληκτικά θαύματα πάνω από τα εξήντα τέσσερα τετραγωνίδια της σκακιέρας (πράγμα που, παρεμπιπτόντως, δεν έκανε μόνον ο Duchamp αλλά και ο Samuel Beckett – και κάποτε θα πρέπει να γραφτεί ένα εκτενές κείμενο για το πόσα συνδέουν, και πώς, τους δύο αυτούς μεγάλους καλλιτέχνες).

Πράγματι, μετά το πέρασμα του Duchamp, ο έρωτας γίνεται και αυτός μία cosa mentale, μια υπόθεση της ευγενούς νοημοσύνης, ένα σύνολο στρατηγημάτων που δεν αποσκοπούν στην κατάκτηση αλλά στην απόλυτη ελευθερία, σε ένα πράγματι επικίνδυνο παιχνίδι με το όντως κινδυνώδες.

Ακόμα, μετά το πέρασμα του Duchamp, ο τρόπος και η ηθική του έρωτα επιβάλλουν την ευγένεια της μη-κοινοποίησης στον παρόντα χρόνο, της εργασίας στη σκιά του ατελιέ όπου ζεις με την απούσα παρουσία και την παρούσα απουσία εκείνης που συμβαίνει να έχεις ερωτευθεί, της κρυφής εργασίας μέσα σε μιαν εντατική αριστοκρατική βραδύτητα έως την στιγμή της ολοκλήρωσης ενός έργου που πηγαίνει πέρα από την τέχνη και πέρα από την αγαπημένη που σε εμπνέει. Έτσι, ο Duchamp, αυτός ο απαράμιλλος μηχανικός του χαμένου χρόνου, μας μαθαίνει πώς να γινόμαστε θιασώτες και διάκονοι μιας εχέμυθης προσήλωσης στις στιγμές που μας συγκλόνισαν.

Ο Marcel Duchamp ήξερε να μας διδάξει (και εμείς ξέρουμε πια να δεχτούμε τη διδαχή του) ότι μόνον έτσι μπορεί κανείς να διαπεράσει ό,τι αγάπησε, να διαπεράσει εκείνην που εξακολουθεί (ερήμην της, ενδεχομένως) να του εμπνέει την επιθυμία να την διαπεράσει.

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης