Συνολικές προβολές σελίδας

Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2009

ΡΑΔΙΟΕΚΛΟΓΕΣ & ΡΑΔΙΟΠΟΙΗΣΗ


Το παρακάτω διαβάστηκε σήμερα, 28 Σεπτεμβρίου, στο www.kanaliena.gr (Κανάλι 1, Πειραιάς, 90,4 FM), δύο παρά πέντε μεσημέρι, ως συνήθως.

Radio_280909

Παντελής Έλλειψη Θαλασσινού

Είναι ένα χιουμοριστικό τραγούδι του Ανεξιχνίαστου Διδάκτορος Φρυόβολου Χαρούπη με αυτόν ακριβώς τον τίτλο: «Παντελής Έλλειψη Θαλασσινού». Μιλάει για το μεγάλο παράπονο ενός κυρίου που δεν βρίσκει μεζέδες θαλασσινούς να απολαύσει. Με τη σειρά μας, οι φίλοι μου κι εγώ, αλλά θαρρώ και σύμπασα η κοινή γνώμη και όλος ο ντουνιάς, επισημαίνουμε, και τραγουδάμε, «Παντελής Πτώση Πάθους». Στις εκλογές αυτές. Τριάντα πέντε έτη μετά τη Μεταπολίτευση, τα πολιτικά σχήματα της χώρας μοιάζουν ώριμα, αλλά όπως το έλεγε ο Woody Allen: «Τόσο ώριμα που κοντεύουν να σαπίσουν». Το χιούμορ μοιάζει να το έχει βάλει στα πόδια, έντρομο από τη γηραιά σοβαροφάνεια των πολιτικών σχημάτων αυτών των εκλογών, ακόμα και τα ευτράπελα κάποιων μίνι και στα όρια της λογικής μορφωμάτων είναι σχεδόν παντελώς απόντα. Οι μεγαλύτεροι, σε ηλικία, κουράστηκαν τόσα χρόνια. Οι μικρότεροι, είναι σαν να γεννήθηκαν ήδη κουρασμένοι.

Κάποιοι, πολλοί, θα πουν: καλύτερα παντελής πτώση πάθους, παρά λαμπαδηδρομίες, πετροβολισμοί, χυδαία/ακραία συνθήματα, πυρηνικές σχάσεις μέσα σε καλές οικογένειες, και πάει λέγοντας. Από την άλλη, το πάθος είναι κινητήρια δύναμη της κοινωνίας – το έχουν πει όλοι οι στοχαστές αυτό, ακόμα και ο Καρτέσιος. Όπως επεσήμανε ο Baltasar Gracian, «Οι λέξεις είναι εφαλτήρια πράξεων», και όπως τόνιζε ο Walter Benjamin, «Η Πράξη είναι Αδελφή του Ονείρου». Η πολιτική, έστω και ως λογιστική διαχείριση της πραγματικότητας, έστω και ως τέχνη του εφικτού, όπως τη λέγαμε κάποτε, αν στερείται μια στάλα όνειρο, δυο-τρεις δόσεις ουτοπίας, μια τζούρα ποίηση, κι ένα δράμι αποκοτιά, τείνει πιο βαρετή κι από μια παρτίδα ξερή με κάποιον ξεμέθυστο αναγνώστη σομόν σελίδων να γίνει.

Θα επιμείνουμε, εμείς, στην Ποίηση, λοιπόν. Κάθε μέρα, ως την Κυριακή των εκλογών, τόσο από το πεντάλεπτο Ραδιοχρονογράφημα, όσο και από το Radio Propaganda της Παρασκευής, και τον «Αφρό των Ημερών» του Σαββάτου, θα κερνάμε ποιήματα. Για σήμερα, Θωμάς Γκόρπας, και «Τσιγάρα», από τις εκδόσεις Κέρδος, και τη σελίδα 212.

Τσιγάρα
Μάταια κυνήγησα τα μάτια που ονειρεύονται στους άλλους τόπους.
Πολλές φορές βρήκα την άκρη, μα όσες τη βρήκα χάθηκα μαζί της.
Είχαμε μια παρέα κάποτε τα πάντα είχαμε και τίποτα δεν είχαμε
ανάμεσα στα πλούσια δάχτυλά μας είχαμε φτωχά τσιγάρα
Τέλειον Ξάνθης Κιρέτσιλερ και Έθνος χύμα…

Χίλιες φορές κοιμηθήκαμε με το τσιγάρο αναμμένο
απ’ άλλα κάηκα κάηκα έγινα στάχτη μέσα από τη στάχτη μου
ξαναγεννήθηκα ο ίδιος κι απαράλλαχτος
μόνο λιγάκι πιο προσεκτικός με τους χαφιέδες…

Τελευταία τσιγάρα τελευταία λεφτά και τελευταίο μπάνιο
θλίψη μαύρη δροσιά και θλίψη προκαταβολή της ευτυχίας
παντέρμη πλαγιά βελανιδότοπος και ένας βράχος
θαυματουργός που έγινε γυναίκα σιωπηλή γυναίκα
μια απαρηγόρητη γυναίκα που έγινε βράχος
θαυματουργός βράχος πατρίδα χαμένη κερδισμένη πού πατρίδα
πού βράχος γυναίκα και γυναίκα βράχος και βράχος βράχος
πάει
τρελάθηκε η ποίηση
τρελάθηκε τρελάθηκε τρελάθηκε
τα ρήματα τα σύρματα τα σήματα τα σήμαντρα
ένα κελάηδισμα το ίδιο πάντα
άαααα…
πόσο μεγάλο είναι το ρεμπέτικο…

Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2009

ΟΡΕΒΟΥΑΡ


Πάντα Ορεβουάρ, ποτέ Αντίο

«Θα ξαναπήγαινε. Θα ξαναπάει. Ξαναπήγε». Ετσι, κοφτά και αναπάντεχα, έπαιρνε μπρος ο κινητήρας ενός μυθιστορήματος με πρωταγωνιστή ένα μπαρ.

Το θρυλικό Aurevoir, στην Πατησίων, που είναι ο δρόμος-σύζυγος, όπως η Καλλιδρομίου είναι ο δρόμος-ερωμένη. Σ' αυτήν την κόγχη της πόλης, σ' αυτόν τον μειλίχιο μυχό, έχουν πιει τα ποτήρια τους άνθρωποι σαν τον Κούλη Στολίγκα και τον Ντίνο Ηλιόπουλο, που τόσο άδολο γέλιο σε τόσες γενιές πρόσφεραν, σαν τον Περικλή Κοροβέση και τον Γιώργο Καραβασίλη, φίλους και τρυφερούς συμπότες, της γραφής ρέκτες, μα και του Βάκχου πρωτοπαλίκαρα, σαν τον Στέφανο Ροζάνη, νεορομαντικό και λάτρη της μελωδίας των λέξεων, και, last but not least, αν είναι δυνατόν!, τον Μέγα Φρανκ Σινάτρα, αυτόν που ήταν η Φωνή, η Απόλυτη Φωνή για τόσες και τόσες δεκαετίες.

Και μόνο μια απλή παράθεση ονομάτων όσων το βλέμμα μου συνάντησε στο Aurevoir τα λίγα τελευταία χρόνια, και όσων η φωνή μελώδησε στ' αυτιά μου, πότε συζητώντας για την ποίηση του Borges και πότε για τον κινηματογράφο του Jacques Tati, πότε για την ποιότητα του ιρλανδέζικου ουίσκι και πότε για το σκάκι του Μπόμπι Φίσερ, αρκεί για να συνθέσει ένα από τα ομορφότερα ποιήματα του κόσμου: Λεοντάρης, Δαράκη, Κόκκαλη, Κουσουρής, Παγκαλιά, Σταθόπουλος, Λυμπέρη, Ζηργάνος, Κουτσουρέλης, Τριάντης, Πετροπούλου, Φατούρος, Χατζηαντωνίου, Παυλόπουλος, Μουλάκη, Αναστασόπουλος, Γουδέλης, Χρηστίδης, Οικονομίδης, Μαθιουδάκη, Πολιτάκης, Κουρκουνάκης, κι Εκείνη, η Λατρεμένη, η Λατρευτή, και η Λατρεύουσα. Τι μελωδία!


Φέτος, εδώ στο Aurevoir, εμείς, η Νέα Φιλική Εταιρεία, κατά τους πιο ευμενείς και φίλα προσκείμενους, ή η Αθλια Τσογλανοπαρέα, κατ' άλλους, αρχίσαμε τις εορταστικές εκδηλώσεις για δύο μείζονα, ροκ και γκαγκάν-γκαγκάν, γεγονότα της Νεωτέρας Ευρωπαϊκής Ιστορίας, καθώς και για μια επέτειο φυγής. Πρώτον, την ίδρυση του Aurevoir, ακριβώς πριν από μισό αιώνα, το 1957. Δεύτερον, την ίδρυση της Internationale Situationniste, της Καταστασιακής Διεθνούς, επίσης το 1957, τον Ιούλιο. Τέλος, τα πενήντα χρόνια από τότε που ο σπαρακτικός και ιδιοφυής Malcolm Lowry, ο συγγραφέας τού «Κάτω από το Ηφαίστειο», μας άφησε και πήγε με τους πολλούς. Οπότε λοιπόν, καθώς λέγει ο Κοροβέσης, κάνουμε απανωτές συνάξεις ψυχών στο Aurevoir, το τέμενος της νύχτας, αυτό το θαλπερό στέγαστρο αναμνήσεων και παθών.

Να θυμηθούμε ότι το επιμελήθηκε και το στόλισε ο σημαντικός αρχιτέκτων Αριστομένης Προβελέγγιος, να μην ξεχνάμε ότι εδώ ποτέ η μουσική δεν είναι άσχημη, μήτε εκκωφαντική, να έχουμε κατά νου ότι τα βλέμματα εδώ είναι απαλές φλόγες κεριών και τα χαμόγελα είναι καμωμένα από φεγγαρόσκονη.

Ο κύριος Λύσανδρος και ο κύριος Θόδωρος είναι κάτι παραπάνω από αβροί, είναι υποδειγματικοί. Τριάντα (άντε πάλι: «πώς πέρασεν η ώρα, πώς πέρασαν τα χρόνια»!), ναι, τριάντα χρόνια, ο ταπεινός σας ανταποκριτής από τις κατακόμβες της επίσημης πραγματικότητας και από των παθών τις φάτνες, έρχεται να πιει, να συζητήσει, και προπάντων να συναντήσει και να συναντηθεί, σε τούτο εδώ το κονάκι, σε τούτη εδώ τη νύκτια όαση. Ναι, σ' αυτόν τον θύλακο που απαθανάτισε ο ποιητής Θωμάς Γκόρπας κοσμώντας με μία φωτογραφία του την έκδοση των Απάντων του.

Το Aurevoir σημαίνει, φίλοι, δεν χανόμαστε, τα ξαναλέμε, εις το επανιδείν. Σημαίνει, σωστά το γράφεις, φίλε Νίκο, σε τούτο το χειρόγραφο που τιμάει τη σελίδα, «Κυρίως καλή αντάμωση». 'Η, όπως περίφημα το διαλάλησε ο Γιώργος Σαραντάρης, «Φέρτε ποτήρια να πιούμε στην υγειά σας/ Ωραίοι καιροί ωραιότατες παρθένες»!

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
[ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 18/01/2007]

Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2009

ΤΟΜ ΓΟΥΈΙΤΣ

http://www.youtube.com/watch?v=VXKkWj6OEJw&feature=related

Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2009

Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΥΠΕΡΟΧΗ ΜΑΤΗΠΑΝΑΓΙΑ!!!


Εσύ ποιους ποιητές ξεχωρίζεις;
Μου αρέσει η ποίηση του Παντελή Μηχανικού, η οποία είναι δυνατή, τολμηρή και ουσιαστική, χωρίς περιττά στολίδια. Ξεχωρίζω την αξεπέραστη ποιητική γραφή του προκλητικού και μαχητικού Ρώσου Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι, που στη σύντομη και επεισοδιακή ζωή του κατάφερε να μεγαλουργήσει και τον νομπελίστα T.S Elliot, ο οποίος υπήρξε ηγετική φυσιογνωμία του μοντερνιστικού κινήματος στην ποίηση. Χαίρομαι επίσης όταν ανακαλύπτω συνεχώς και νέους ποιητές με αξιόλογη ποιητική γραφή, τόσο Κύπριους, Ελλαδίτες όσο και ξένους. Το τελευταίο διάστημα συνεργάζομαι με ένα ελληνικό ηλεκτρονικό περιοδικό για την ποίηση, το δοκιμιακό λόγο, τη λογοτεχνική μετάφραση και την εικαστική δημιουργία, το poema, του Έλληνα δημοσιογράφου και ποιητή Βασίλη Ρούβαλη, συνεργασία που με βοηθά να γνωρίζω αρκετούς ποιητές της νεότερης και όχι μόνο γενιάς και να εκτιμήσω το ποιητικό τους έργο.

Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2009

ΡΑΔΙΟΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ


Στο Κανάλι 1, Πειραιάς, 90,4 και www.kanaliena.gr, σήμερα, 21/09/09, δύο παρά πέντε το μεσημέρι -- κλασικά πράγματα, κλασικές αξίες!

Έκθεση Ιδεών με Θέμα «Γιατί Δεν Θα Δω το Ντιμπέιτ».

Φτου, ξανά μανά και πάλι αυτή η ιστορία, η παιδιόθεν, με την αντιγραφή, με την παπαγαλία, με τα σκονάκια. Αλλιώς το είχα σκεφτεί, κι ένας φίλος μού έστειλε ενός άλλου φίλου το κείμενο, κι εγώ το έμαθα παπαγαλία, και το έκανα σκονάκι, και το αντιγράφω – αντί, φίλες και φίλοι, να καθίσω να στύψω το μυαλό μου, να σκεφτώ από μόνος μου. Κι έγραψα την Έκθεση Ιδεών αντιγράφοντας, αλλά ευτυχώς δεν το πήρε χαμπάρι η δασκάλα, τίποτα δεν παίρνει χαμπάρι η δασκάλα αυτόν τον καιρό, είναι πολύ απασχολημένη η δασκάλα τούτες τις μέρες, κοιτάζει μηχανικά τα γραπτά μας, αυτόματα βάζει το βαθμό.
Debate, Τηλεμαχία, γκαγκάν-γκαγκάν, πράγματα γεμάτα ένταση, η αδρεναλίνη στα ύψη, χαμός στο ίσωμα, φέξε μου και γλίστρησα, τσαγκαροδευτέρα κι ο λόγος ξεστρατίζει, η λοκομοτίβα της σκέψης εκτροχιάζεται, καλά που δεν πατήσαμε κι εκείνον τον 19χρονο Γάλλο που την είχε αράξει σουρωμένος στις ράγες και πέρασε η υπερταχεία και τρίχα δεν του πείραξε, του Γκαστόνε, για δέκα εκατοστά από δω και είκοσι από κει.
Κι ύστερα, πάω, που λέτε, κι αντί να κάνω τα μαθήματά μου και να ετοιμαστώ να δω τηλεμαχία απόψε και ντιμπέιτ αύριο, ή ανάποδα, δεν θυμάμαι, άλλωστε τηλεόραση δεν έχω εδώ και μιαν επταετία, πάω λοιπόν και πιάνω και διαβάζω την Ιλιάδα, στη μετάφραση/ανάπλαση του Μαρωνίτη, εκδόσεις Άγρα, μην ξεχνιόμαστε, για ακούστε,
«Γλαύκος προς Διομήδη: Μεγάθυμε γιε του Τυδέα, τι με ρωτάς για τη γενιά μου;

Όπως των φύλλων η γενιά, τέτοια και των ανθρώπων η φυλή• τα φύλλα, άλλα τα ρίχνει ο άνεμος στη γη, άλλα φυτρώνουν όμως στο φουντωμένο δάσος, σαν φτάσει η εποχή της άνοιξης.

Έτσι και των ανθρώπων η φυλή, ανθίζει η μια γενιά, φυλλορροεί η άλλη και μαραίνεται».
Και μετά, πάλι με τα νώτα στα μαθήματα, στο ντιμπέιτ, στην τηλεμαχία, και σας τα λέγει αυτά ένας άνθρωπος λίαν πολιτικό ον, μέσα στα κοινά, και τίγκα στην κοινωνική συνείδηση, αμέ, κι ακούω του Σαββόπουλου το «Περιβόλι του Τρελού», σαράντα χρόνια γενέθλια έχει σε λίγο, στα τέλη Οκτωβρίου, και ταυτόχρονα αντιγράφω το σκονάκι και σας το διαβάζω:
Βίρα τις άγκυρες
Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΕΛΤΣΟΥ από τα «Νέα»
«Τι νόημα έχει αν ο Καραμανλής θα είναι όρθιος ή καθιστός στο debate;
Και τι σημαίνει αν ο Παπανδρέου είναι ειλικρινής; Αυτή η ύψιστη προεκλογική τελετουργία δεν είναι παρά ο μάταιος αγώνας για να ειπωθεί ένας περιορισμένος αριθμός λέξεων στην καρκινική τους εκφορά μπρος-πίσω. Μάταιος συνεπώς ο κόπος, διότι το ζήτημα δεν είναι τα επιχειρήματα αλλά η εικόνα. Όπως τα φιλμ του Γουόρχολ όπου συμβαίνουν όλα και τίποτα, το τίποτα κρύβεται πίσω από τις υποσχέσεις ή περίπου το τίποτα σαν τις μηδενικές αυξήσεις του ενός και τις δεκαδικές του άλλου.
Ας τους απολαύσουμε, λοιπόν, αυτούς τους πρωταγωνιστές του "Τέλους του παιχνιδιού". Η θεατρική τους πλευρά είναι από τα αντιπροσωπευτικότερα δείγματα του θεάτρου μας μετά τον Ρέππα και τον Παπαθανασίου».

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης [21/09/09]

ΙΠΠΟΔΗΓΜΑΤΙΚΗ ΛΟΓΙΤΕΧΝΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ


Το Καρπερό Παγώνι

Εκφράζοντας εντός διά του εκσυλλογισμένου Τοιουτοτρόπως-Εστί, και ενώ η παραδήλωση της παρανάγωσης ένιων έργων της Κικής Δημουλά εστιάζεται στην σπειροειδή εκτύλιξη μίας εκ των προτέρων συναισθηματικά φορτισμένης ενδελεχείας του Είναι (βλ. και Μπιτσώρης, "Άθλια Θέμεθλα", εκδ. Παπαζήσης, σ. 1785), εκφεύγω προτείνοντας την απευθείας ένζυμη απόλαυση της φαντασμαγορικής αποθέωσης στους περιελισσομένους ελελεύ στίχους του έργου "Το Καρπερό Παγώνι" της Νίκης Δαφνίδου (Αθήνα 2009, εκδ. Το Ρόιδο), όπου η μελανότητα της διελκυστίνδας Ζωή-Θάνατος εκποιείται με σημασιολογικές εκφορές του Μη-Είναι-Εν-Ταυτώ (βλ. και την πρόσφατη αφίσα του ΣΥΡΙΖΑ/Στο Χέρι σου Είναι). Δι' ο και αναλίσκεται ο περιέσκεμμένος αναγνώστης στην μη-αναγνωστική οντότητα καθόσον εκβάλλει το Τιτρώσκειν στο Θεραπεύειν διά της Ποιήσεως εντός της αναφορικότητας αλλά και, εκ περισσού ενδεχομένως, υπέρ της διάθλασης του ποιητικού λέγειν/τεύχειν/πράττειν. Περαιτέρω, βλέπε την μελέτη μας "Η Έκφραση του Πάσχειν εν Εαυτώ Διά της Νικηφόρου Δάφνης" στον τόμο Δρ. Βασίλειος Βούβαλης "Κείμενα Φίλων για τη Γυναίκα μου" (εκδ. Pipes & Paparia, Εδιμβούργο, 2008).

Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2009

ΚΑΝΑΛΙ ΕΝΑ/ ΠΟΙΗΣΗ


Radio_170909

Η Ποίηση Ξέρει Να Δίνει Απαντήσεις

Γιατί άραγε μόλις κάνα εικοσαήμερο πριν από τις εκλογές πέφτω με τα μούτρα και διαβάζω με πάθος περίσσιο το On the Road του Jack Kerouac, στην πρώτη του γραφή, τη θρυλική πάνω στο μήκους 45 μέτρων ρολό χαρτί, το περίφημο scroll που εκδόθηκε μόλις πριν από δύο χρόνια, ενώ οι στεντόρειες υποσχέσεις των πολιτικών πασών των αποχρώσεων φτάνουν σαν απόμακροι, αλαργινοί, αδιάφοροι ψίθυροι στα μελαγχολικά φθινοπωρινά μου ώτα;

Γιατί σήμερα, 17 Σεπτεμβρίου του 2009, κάθομαι απ’ το πρωί και συλλογίζομαι τον βίο και τον μόχθο του μεγάλου συγγραφέα και ποιητή Raymond Carver, τις απανωτές χρεοκοπίες του, το πόσο δύσκολα μα και αγέρωχα τα έβγαζε πέρα, για να μας αφήσει το έργο του, αυτό το «πιο καλοκρυμμένο μυστικό της αμερικανικής λογοτεχνίας»;

Άραγε γιατί μου τριβελίζει το μυαλό ο Charles Bukowski και τα δεκαπέντε χρόνια από τότε που πήγε με τους πολλούς, και αναρωτιέμαι ποιος να γράφει σήμερα σαν κι αυτόν, κοπανώντας με μανία τα δάχτυλα στα πλήκτρα της γραφομηχανής ώσπου να ματώσουν, ενώ δεν παύει να γελάει, να σαρκάζει, να βουρκώνει, να γεμίζει και ν’ αδειάζει το ποτήρι του στο τραπέζι μιας φτωχικής κουζίνας, ακούγοντας Ιωάννη Σεβαστιανό Μπαχ;

Γιατί να νιώθω, μέσα μου βαθιά, όχι τόσο με το μυαλό όσο με την καρδιά, ότι τις απαντήσεις πιότερο και αγριότερα, αν θέλετε, η Ποίηση της δίνει, το περήφανο πέτσινο μπουφάν του αλανιάρη των μεγαλουπόλεων ποιητή, και όχι του πολιτικού ο λαιμοδέτης/γλωσσοδέτης, η λιμουζίνα της συμφοράς, τα αλλεπάλληλα και υπάλληλα «Θα» και «Να» και «Όταν» που αν γρήγορα τ’ ακούσεις και τα πεις λίγο φέρνουν (προσέξτε Θα και Να και Όταν) ηχητικά, αλλά και αλλιώς, με το Θάνατο.

Ας ακούσουμε μαζί έναν ποιητή, σας παρακαλώ, φίλες και φίλοι. Είναι γεννημένος στα 1919, ήτοι είναι εννέα δεκαετιών, σοφός και πιτσιρικάς, δροσάτος, κι όχι μουχλιασμένος όπως κάτι νεαροί. Ο θρυλικός Lawrence Ferlinghetti, ο ιδρυτής του επίσης θρυλικού οίκου City Lights Books, ενενήντα ετών, κυρίες και κύριοι, γράφει:

Η ΓΑΤΑ: «Η γάτα/ γλείφει το πόδι της και/ την αράζει/ στη γωνίτσα της βιβλιοθήκης/ Μπορεί να κάθεται σε/ στάση σφίγγας/ έτσι ακίνητη με/ τις ώρες/ μέχρι να στρίψει κάποτε το κεφάλι της/ προς τη μεριά μου,/ να σηκωθεί, να τεντωθεί/ να μου γυρίσει την πλάτη και/ να αρχίσει να γλείφει το πόδι της ξανά σαν/ να μην ήταν πραγματικός ο χρόνος που πέρασε/ Και δεν ήταν/ κι αυτή είναι η σφίγγα με/ όλο το χρόνο στη διάθεσή της/ στην έρημο του χρόνου της/ Η γάτα/ ξέρει πού πεθαίνουν οι μύγες/ βλέπει φαντάσματα στους κόκκους του αέρα/ και στις αχτίδες του ήλιου σκιές/ Ακούει/ τη μουσική απ’ τις ουράνιες σφαίρες,/ το βουητό στα καλώδια των σπιτιών/ και το βουητό του σύμπαντος/ στο διάστημα ανάμεσα στ’ αστέρια/ αλλά/ προτιμάει σπιτίσιες γωνιές/ και του καλοριφέρ το βουητό» (από τον τόμο «Αυτά είναι τα Ποτάμια μου», μτφρ. Χρήστος Τσιάμης, εκδ. Καστανιώτης).

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Πλατεία Παπαδιαμάντη, 17/09/09

Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2009

ΦΑΡΕΝάΙΤ 451


ΦΑΡΕΝάΙΤ 451

Από τον Γιώργο-Ίκαρο Μπαμπασάκη

Σελίδες και Σιγαρέτα, Ι

Ανήκω σ’ εκείνους που αντιπάθησαν από την πρώτη στιγμή την κατά του σιγαρέτου εκστρατεία. Μάλιστα, αντέδρασα με τον τρόπο μου, γράφοντας και δημοσιεύοντας κείμενα, κάνοντας εκπομπές, συζητώντας το θέμα με φίλους και γνωστούς. Εμμένω στη στάση και στη θέση μου ότι τέτοια ζητήματα δεν είναι σωστό να αντιμετωπίζονται με απαγορεύσεις. Κι ακόμα, ότι είναι έως και απαράδεκτο να αποσιωπάται συστηματικά η γοητευτική πλευρά των πραγμάτων, εν προκειμένω του σιγαρέτου – η ποιητικότητά του, οι έξοχες στιγμές του στη ζωγραφική, τον κινηματογράφο, τη λογοτεχνία. Επέμενα, βεβαίως, καθημερινώς να επισκέπτομαι το περίπτερο της γειτονιάς και να προμηθεύομαι τα δύο πακέτα άφιλτρων σιγαρέτων που επί χρόνια πολλά συντροφεύουν όμορφα, άσχημα, ήρεμα, ταραγμένα, γλυκά, πικρά δευτερόλεπτα της ζωής μου.
Η επιμονή μου αυτή κλονίστηκε ελαφρώς, διαταράχθηκε ανεπαισθήτως στην αρχή αλλά ολοένα και πιο αισθητά στη συνέχεια, και εντέλει κονιορτοποιήθηκε εξαιτίας δύο φαινομενικά άσχετων μεταξύ τους περιδιαβάσεων στις τυπωμένες σελίδες (το άλλο πάθος μου πλάι στα τσιγάρα και τη μουσική είναι, ως γνωστόν, τα βιβλία).
Διάβασα, λοιπόν, το λίαν ενδιαφέρον πόνημα Η χώρα του Marlboro και η χλιαρή άγρια Δύση του Ηρακλή Παπαϊωάννου (εκδ. Άγρα). Και με έζωσαν τα φίδια, καθώς λέμε. Η γενεαλογία του περίφημου σιγαρέτου, του κόκκινου και λευκού πακέτου του, της ίσως πιο πετυχημένης διαφημιστικής καμπάνιας όλων των εποχών: ιδού το θέμα του βιβλίου, και ο συγγραφέας του με εμπεριστατωμένη διεισδυτικότητα κυκλοφορεί ανάμεσα στις ημερομηνίες, τις διαθέσεις, τα σκληρά γεγονότα, την επινοητικότητα των διαφημιστών. Έμαθα πολλά. Και, κυρίως, αυτά τα πολλά άρχισαν να επηρεάζουν την σιγαρετομανία μου.
Και πριν από μερικές ημέρες, με την άδολη αμεριμνησία του φανατικού αναγνώστη αστυνομικών αφηγημάτων πήρα να καταβροχθίσω τα Ερωτευμένα Φαντάσματα του Paco Ignacio Taibo II, ενός συγγραφέα που λατρεύω. Ο Έκτορ Μπελασκοαράν Σάυν, ο ιδιωτικός ντετέκτιβ που έπλασε ο Taibo, περιπλανιέται στην Πόλη του Μεξικού εξιχνιάζοντας το ένα αίνιγμα μετά το άλλο, πίνοντας ακατάπαυτα αναψυκτικά και καπνίζοντας ασταμάτητα τα αγαπημένα του σιγαρέτα, τα Δελικάδος. Και αίφνης στη σελίδα 55, στη μετάφραση του Κρίτωνα Ηλιόπουλου, εκδ. Άγρα, διαβάζω τον εξής αποκαλυπτικό, για μένα, κεραυνό: «Ο Έκτορ στάθηκε σ’ ένα σημείο με φως για να ανάψει ένα τσιγάρο. Τελευταία τα Δελικάδος είχαν μια γεύση σαν καβαλίνα. Σαν τα Μάρλμπορο, που σίγουρα γι’ αυτό θα άρεσαν τόσο πολύ στα άλογα, αν κρίνουμε από τις διαφημίσεις στην τηλεόραση. Άρχισε να περπατάει ανάμεσα σε μικροπωλητές και απομακρυνόταν από την παλαίστρα. Η κίνηση προς τα νότια πύκνωνε στη λεωφόρο Ρεβολουσιόν. Ήταν που δεν μπορούσε να κόψει το κάπνισμα, ειδάλλως ήταν ικανός να κόψει το ρημάδι το τσιγάρο».
Ας το επαναλάβω: Ήταν που δεν μπορούσε να κόψει το κάπνισμα, ειδάλλως ήταν ικανός να κόψει το ρημάδι το τσιγάρο.
Αυτό είναι, λέω μέσα μου, αυτό είναι, ξαναλέω, έχοντας σφηνωμένη στο μυαλό μου τη φράση του Paco και το πόνημα του Ηρακλή Παπαϊωάννου. Άλλο το κάπνισμα, κι άλλο το ρημάδι το τσιγάρο. Και ύστερα από δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο μου, το παράτησα το ρημάδι, το λατρεμένο, το εξαίσιο, το αναθεματισμένο, το υπέροχο, το πάντοτε παρόν και τα πάντα πληρόν, σιγαρέτο και τσιγάρο.
Η συνέχεια στα επόμενα!


(Δημοσιεύτηκε στη Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας, στο πλαίσιο της "άτακτης" στήλης μου ΦΑΡΕΝάΙΤ 451, όπου θα θίγονται καθημερινά θέματα με φόντο και σκηνικό κάποια βιβλία).

Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2009

FERIALE


O Dr Baba και οι Φίλε Φέρε Φίλους Φάγε Φύγε εκκινούν την Προεκλογική Περίοδο απόψε Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου, εις Feriale (Σόλωνος & Ασκληπιού γωνία), με ένα Αφιέρωμα στα Σαράντα Χρόνια από την κυκλοφορία του TROUT MASK REPLICA του Καπετάνιου Beefheart. Σε επόμενες προεκλογικές συναθροίσεις θα ακουστούν μελωδικές δημηγορίες σημαντικών πολιτικών προσωπικοτήτων όπως οι Blixa Bargeld, Frank Zappa, Miles Davis, Chet Baker, Tomn Waits, και Colonel Sands!

ΥΓ. Στη φωτογραφία οι Colonel Sands και Dr Baba στα Στρατηγεία του Feriale.

Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2009

ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ ΜΠΗΦΧΑΡΤ



Εις τον Βασίλειον! Ξέρω Ξέρει Ξέρουμε!!!

Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2009

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΜΟΙΑΖΟΥΝ ΜΕ ΔΙΑΦΗΜΙΣΕΙΣ


Ειδήσεις Που Μοιάζουν με Διαφημίσεις

Αύριο, Παρασκευή 4/09/09, στη Radio Propaganda, Κανάλι 1, Πειραιάς 90,4 FM και www.kanaliena.gr από τις 12 έως τις 2 το μεσημέρι, ο Μπαμπασάκης φιλοξενεί την Σώτη Τριανταφύλλου. Συντονιστοίθωσθιν!!

Στείλαμε potlatch στον τέως Κώστα Καραμανλή το πόνημα «Περί Κοπώσεως» του Peter Handke (εκδ. Καστανιώτης).

Διαβάζουμε μετά μανίας Roberto Bolano, αφού συγκλονιστήκαμε (ξανά) από τον Joseph Roth.

Στείλαμε potlatch στον τέως Αλέκο τέως Αλαβάνο το έργο «Εφτά Δοκίμια για την Ερμηνεία της Περουβιανής Πραγματικότητας» του José Carlos Mariátegui, το οποίο συνιστούμε σε όλο τον Κόσμο της Αριστεράς και στην Αριστερά του Κόσμου ως το εργαλείο ερμηνείας (και) της ελληνικής πραγματικότητας.

Διαβάστε όπως και δήποτε Χαράλαμπο Γιαννακόπουλο! Ιδού: http://areadingdiary.wordpress.com/

Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2009

ΠΑΛΙΟ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΦΡΕΣΚΟ (θα διαβαστεί στο Κανάλι Ένα)


Shakespeare Squadron, II

Ο Τσάλαντι, όχι, δεν τον χτύπησε ο Τσάλαντι, εγώ τονε χτύπησα, εγώ τον βάρεσα, δική μου η γροθιά που τον σώριασε. Αναιμική γροθιά, αλλά τέτοια ώρα τέτοια λόγια, ήτανε τύφλα και δαύτος, σάστισε, δυο μέτρα μαντράχαλος, ούτε που το περίμενε από μένα να του τη φέρω, κλονίστηκε, ταλαντεύτηκε, σωριάστηκε. Παράτησαν οι άλλοι τον Τσαλ και χίμηξαν πάνω μου. Αντεπιτίθεται ο Παλιοσειράς, μπαίνει στη μάχη κι ο Λαρισαίος, ορμάει ο Μπολώνιας, κρααααακ, θρύψαλα το πικάπ, γκντουβγκγκγκγκγκγκμπανγκτντάουουουουουμμμ!!! – πάνε τα ράφια με τα μπουκάλια όλα, ω πάει το Jameson, πάει το Johnny, πάει η Absolut, να σου κάτω και οι τεκίλες, τα μαρτίνια, χαμός, τρέλα, πανικός, γενικεύεται η σύρραξις, σφοδρή η κλοτσοπατινάδα, θαρρείς βγαλμένη από κάτι αμερικάνικες ταινίες, μονάχα που δεν είμαστε εδώ σε μπαράκι του Ελ Έι αλλά στης Μυτιλήνης το λιμάνι, στην «Ουτοπία» όπως έλεγαν το στέκι, αυγή της τρελής δεκαετίας του ενενήντα, φαντάροι στα τριάντα μας, ο Τσαλ κι εγώ, στα τριάντα τρία τους οι Παλιοσειράς Λαρισαίος Μπολώνιας, κι είν’ η πρώτη φορά που μπλέκουμε σε άγριο καβγά. Τι να λέει, που λένε και στο Βόλο. Τι να λέει!
Όλα άρχισαν από τότε που εκείνος ο κρετίνος ο Πέρι Κόμο τραγούδησε την Glendora, έλεγαν οι Τζούμας Κωνσταντίνος και Παναγιωτίδης Άλκης, πάνε χρόνια, τι χρόνια, δεκαετίες, παλαίμαχοι κι αυτοί, ναι, καραβάνες παλιές και ωραίες, πρωτεργάτες της Μεγάλης Αντίστασης ενάντια στη Δικτατορία του Κόκκινου Κιτς, αλλά εμείς δεν είχαμε πολλά πάρε-δώσε με το βελούδο του ροκ-εντ-ρολλ κλασίκ, μπα, ήμασταν παιδιά της τζαζ, και των μπητνίκων ετσιθελικοί γόνοι, εξ ου και Τσάλαντι ο ένας, Τζόρτζουακ ο άλλος, και πάει λέγοντας, με τον Ντοστογιέφσκι επ’ ώμου και υπό μάλης τον Ρεμπώ, με ανοικονόμητα πλησιάσματα στον Ιησού, με τις μπίρες να ρέουν αφειδώς και με τα μάτια μας κόκκινα μονίμως και πρησμένα από τη φιλοποσία, τη φιλοκαπνία και μιαν αυτοσχέδια, τεθλασμένη, ο θεος-να-την-κάνει φιλοσοφία.
Φορέσαμε τις φαιοπράσινες, πιάσαμε τα G3A3 και τα ΗΚ11, και ζωστήκαμε τις παλάσκες, δέσαμε τα κορδόνια στα καλογυαλισμένα άρβυλά μας, χτυπήσαμε νούμερα γερμανικά, ήπιαμε σε καραβάνες τσάι και καφέ, τα παγούρια μας τα γεμίσαμε με βότκα, αμέ, όλα τα κάναμε, κι αναφορές δώσαμε, και θαλαμοφύλακες θητεύσαμε, κάναμε τους μήνες να κυλάνε απαλά, καπνίζαμε το τσιγαράκι μας και λαχταρούσαμε κι εμείς όπως κι η πιτσιρικαρία πότε θα πάρουμε την τετραήμερη για να βρεθούμε με τους φίλους και τις ερωμένες μας.
Ο Τσάλαντι έλαβε αίφνης ένα χαρτί, κι από κει που θα ’κανε δεκαοχτάμηνο όπως εγώ, του το γύρισαν σε δωδεκάμηνο, και την επαύριον άντε πάλι με το καλό καλός πολίτης. Να το γιορτάσουμε, παίδες, λέει ο Τσαλ και ντυνόμαστε με τα ωραία μας πολιτικά και βγαίνουμε σουλάτσο, χτυπάμε ένα ταβερνείο μια σταλίτσα, με τυρί στη λαδόκολλα, με Καζαντζίδη στο παμπάλαιο τζουκ-μποξ, με ούζο το καζανιστό λεγόμενο να μας φουντώνει φίνα. «Ποτέ δεν θα ξαναπιούμε τόσο νέοι», λέει ο Τσαλ. «Εξάλλου εκείνοι που πεθαίνουν είναι πάντα οι άλλοι», λέει ο Λαρισαίος. «Η ζωή είναι ωραία, η ζωή είναι εύκολη», λέει ο Μπολώνιας. «Τα πάντα free», λέει ο Παλιοσειράς. «Δεν είναι ζωή αυτή που κάνουνε οι άλλοι», λέει ο ταπεινός σας ανταποκριτής. Πίνουμε και πίνουμε και πίνουμε.
Ο Τσαλ προτείνει περιοδεία στα ποτάδικα – ποτοσχολαστήρια, τα έλεγε ο Καρούζος. Άντε, φύγαμε. Τα γυρίσαμε όλα, με αλφαβητική σειρά. «Ανναμπέλα», «Βαπόρι», «Δώμα», «Καρολίνα», και πιάνουμε «Ουτοπία» για τα τελευταία σκοτσέζικα. Και τον Τσαλ τον πιάνει η παπαδιαμαντομανία κι αρχίζει, ο μη-πω, να ζητάει συγγνώμες δώθε κείθε, όπως ο κυρ-Αλέξανδρος όταν ήτανε ν’ αφήσει την Αθήνα και να πιάσει Σκιάθο. «Για ό,τι κι αν έκανα», να κάνει ο Τσάλαντι, «να με συγχωρήσετε ζητώ». Άλλοι του χαμογελάνε, του μεθυσμένου, άλλοι συνεχίζουν αδιαφορώντας να τα λένε, άλλοι του λένε συχωρεμένος να ’σαι, άλλοι μουρμουρίζουν ένα ενοχλημένο κι εμένα τι με νοιάζει, κι ο Τσαλ να μην αφήνει ούτε ένα τραπεζάκι δίχως να το επισκεφτεί και συγγνώμη να ζητήσει. Στα ηχεία μια χτυπιότανε ο Ίγκι Ποπ και μια ψέλλιζε τρυφερά ο Τσετ Μπέικερ.
Και κάποια στιγμή, άρχισε το πατατράκ. Ο καθαρόαιμος βλάκας παρεξηγεί τον παπαδιαμαντισμό του Τσάλαντι. Τι ζητάς συγγνώμη ρε, λέει αβρότατα, τι, γιατί, μπας και μου γάμησες τη γυναίκα, αυτό είναι, μου τη γάμησες τη γυναίκα, και ζητάς συγγνώμη κι από πάνω, τώρα θα σε γαμήσω εγώ εσένα, να δεις, και πέφτει η πρώτη, κι ο Τσαλ ξεχνάει τον Ακέραιο Κυρ-Αλέξανδρο και θυμάται με χρονολογική σειρά Κραβάν Χέμινγουεϊ Μέιλερ κι αρχίζει το μπουνίδι, σήκω Ντάντε να μας δεις, τις γροθιές μας να χαρείς.
Εγώ βάρεσα και σώριασα τον μαντράχαλο. Την κοπανάμε. Μας πιάνουμε πιο κάτω. Τίγκα στις μελανιές και στους μώλωπες άπαντες οι γερόγεροι, συν η σπασμένη μύτη του Τσαλ. Γκαντεμιά! Ο δικός μου σωριασθείς ήτανε υπολοχαγός, πού να το ξέρω ο έρμος. Μία έριξα, γερή δε λέω, και τώρα μας πάνε μπλε μαρέν, σιδηροδέσμιους, και συνοδευόμενους από ένοπλους λεβέντες, στην Ταξιαρχία, στην Καλλονή. Μας κόβει ο Ταξίαρχος που είμαστε υπερήλικες για φαντάροι, κόβει το άσπρο μαλλί του Τσαλ, τη φαλακρίτσα του Λαρισαίου, την πλισέ μουρίτσα του Μπολώνια, την κοιλιά του Παλιοσειρά, τη βέρα στον παράμεσό μου. «Και δηλαδή τι είστ’ εσείς και χτυπάτε και υπολοχαγούς;»
«Αρχαιολόγος», απαντάει ο Τσαλ.
«Γιατρός», κάνει ο Μπολώνιας.
«Οικονομολόγος», λέει ο Λαρισαίος.
«Εθνολόγος», δηλώνει ο Παλιοσειράς.
«Κοινωνιολόγος», ψεύδομαι εγώ.
«Να χέσω τα πτυχία σας», αποφαίνεται ο Ταξίαρχος. «Χαθείτε απ’ τα μάτια μου», συμπληρώνει έτοιμος να σκάσει στα γέλια. «Και καλά μυαλά», καταλήγει.
«Φτηνά τη γλιτώσαμε πάλι. Τα λέμε στην Αθήνα», μου ψιθυρίζει ο Τσαλ όταν μας φορτώνουν πάλι στην «καναδέζα» με προορισμό το σύνταγμα.

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Πλατεία Παπαδιαμάντη, Απρίλιος 2005

Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2009

ΤΖΑΚ ΚΕΡΟΥΑΚ, ΠΑΛΙ ΠΑΝΤΑ & ΞΑΝΑ


ΤΖΑΚ ΚΕΡΟΥΑΚ,
Ο Αγγελόμορφος Οδοιπόρος



Ανοίξτε τα παράθυρα, ανοίξτε τις ψυχές – ο Kerouac διαβαίνει Μουσηγέτης. Διόνυσος μαζί και Απόλλωνας μεσ’ στο στενό του παντελόνι, αξύριστος πολλές φορές και πάντοτε ωραίος, ουδόλως φοβούμενος την παρακμή που τον εξέθρεψε, διότι μεσ’ στην ψυχή του και ανάμεσα στα σκέλη του μιας νέας ακμής το σπέρμα φέρνει.
Ανοίξτε τα παράθυρα, ανοίξτε τις ψυχές – φωτοστεφής ο Κερουάκ διαβαίνει, πίνοντας το νέκταρ της καθημερινής ζωής παντού όπου το βρίσκει, πίνοντας και προσφέροντας το νέκταρ που περισσότερο κι από τον Νιαγάρα ρέει, όταν ο πόθος μέσα μας υπερισχύει και ο ευλογημένος άνθρωπος στο «εν τούτω νίκα» του έρωτος ομνύει.
Ανδρέας Εμπειρίκος


Ένας από τους τελευταίους αγίους, ένας φτωχούλης του Θεού κι αυτός, όπως και τόσοι πρόγονοί του, ο Τζακ Κέρουακ, πλάνης και εξερευνητής εσωτερικών τοπίων, Μεγάλος Ερωτικός και Μέγας Απεγνωσμένος, μακάριος και γαληνεμένος, βραχνός Μουσηγέτης και πάντα, μα πάντα, Συγγραφέας – ένας από τους τελευταίους ανθρώπους, πασχίζει, σε όλη του τη σύντομη ζωή, να λύσει το αίνιγμα της υπάρξεως, να επινοήσει τρόπους φυγής από την αδυσώπητη δικτατορία της υλοφροσύνης, να επιχειρήσει το άνοιγμα σε ό,τι πιο μύχιο, πιο ανεξερεύνητο, πιο αχαρτογράφητο φέρουμε εντός μας, να αποκρυπτογραφήσει τα αλλόκοτα ιερογλυφικά της διαλεκτικής ζωής και θανάτου, πνεύματος και χώματος, ύλης και μουσικής του ζώντος. Ο Τζακ Κέρουακ, φυγάς θεόθεν και αλήτης, όπως το είχε διατυπώσει ο Εμπεδοκλής – ο Τζακ Κέρουακ, γυμνός άγγελος, ο Τζακ Κέρουακ, memory babe, παιδί της μνήμης, αδελφός μας και πιο πολύ αδέρφι μας, μες στις δεκαετίες ανοξείδωτος. Πρίγκιπας της ανεκτικότητας, πλημμυρισμένος απ’ τους ρυθμούς του κόσμου, ο Κέρουακ αρνήθηκε την ίδια του την ευφυΐα, την κατέστρεψε, τη δαπάνησε, χάριν μιας περισσότερο πολύτιμης – και τόσο δυσεύρετης πια – ιδιότητας, χάριν αυτού που όλοι ξέρουμε τ’ όνομά του αλλά τόσο λίγοι καταφέρνουμε να είμαστε άδολοι διάκονοι και λυτρωμένοι δούλοι του: της αγάπης.

Ο Τζακ Κέρουακ, γεννημένος στο Λόουελ της Μασαχουσέτης, στις 12 Μαρτίου του 1922, έμελλε στη σύντομη ζωή του να περάσει από ένα σωρό σταυροδρόμια λαβυρίνθων, παραμένοντας πάντα αγνός και ανεξέλεγκτος, παίρνοντας πάντα, εσκεμμένα, τις λάθος αποφάσεις, αγαπώντας τους λάθος ανθρώπους, μένοντας στη λάθος μεριά του δρόμου. Έμελλε να καεί κι αυτός, σαν τα κίτρινα ρωμαϊκά κεριά, να πυρποληθεί, σιγά σιγά στην αρχή και μετά απότομα, μόνο και μόνο για δωρίσει σ’ έναν σκοτεινιασμένο κόσμο λίγες στιγμές φέγγους. Έμελλε να γράψει δεκάδες χιλιάδες σελίδες, πυρωμένα παραληρήματα αγάπης, αγάπης, και αγάπης, χτυπώντας με ηδύτατη παραφορά τα πλήκτρα της γραφομηχανής, περιοδεύοντας στα λημέρια της αγαθότητας με τα νώτα γυρισμένα στους χλευασμούς των φανατικών μιας κακομοίρας νουνέχειας, μιας σωφροσύνης πάμφτωχης. Έμελλε να γράψει το On the Road, το απαράμιλλο χρονικό της μακαριότητας και της κίνησης, του έρωτος και της περιπλάνησης, της φιλίας και της προσήλωσης στην ευφρόσυνη αλητεία που, όπως κάποια τραγούδια αγαπημένα, ξέρει να ξεγελά το δυνάστη χρόνο. Έμελλε να γράψει τους Υποχθόνιους, μέσα σε τρεις μέρες και τρεις νύχτες, μέσα σ’ έναν άγιο πυρετό τρελής δημιουργικότητας και ανάγκης να εκφραστεί, καταφέρνοντας, όπως λέει κι ο Χένρυ Μίλλερ, «ένα τέτοιο πλήγμα στην αθώα μας πρόζα απ’ το οποίο δεν πρόκειται ποτέ να συνέλθει». Έμελλε να πιει θύελλες κρασιού, μπίρας, βότκας, τεκίλας, μεσκάλ, ουίσκι -- πίνοντας ως το φουκαριάρικο συκώτι μου, γράφει ο Νίκος Καρούζος – να πιει διαλύοντας τη σύνεση, κονιορτοποιώντας τα οχυρά των πεποιθήσεων, ανατινάζοντας τα σινικά τείχη των βεβαιοτήτων, καίγοντας τις γέφυρες που οδηγούν στη βολή, στην ασφάλεια, στο «κονάκι». Έμελλε να ψάλει του Σύγχρονου Ανθρώπου την Πτήση και την Πτώση.

«Μα, γυναικούλα μου, τα έκανα όλα, έγραψα το βιβλίο. Διέσχισα περήφανα τους δρόμους της ζωής μου, του Μανχάτταν, του Λονγκ Άιλαντ, διέσχισα τις 1183 σελίδες του πρώτου μου βιβλίου, πούλησα το βιβλίο. Πήρα τα πρώτα χρήματα, ούρλιαξα από χαρά, το Θεό εδόξασα, και συνέχισα, κι έκανα ό,τι υποτίθεται πως πρέπει να κάνεις στη ζωή. Μα τίποτα δεν έβγαλα. Καμιά ‘γενιά’ δεν είναι ‘νέα’. Τίποτα νέο κάτω απ’ τον ήλιο. ‘Τα πάντα ματαιότης’. Ξέχνα το, γυναικούλα μου. Τράβα για ύπνο. Αύριο μια νέα μέρα ξημερώνει . Hic calix! Κοίταξέ το στα Λατινικά, σημαίνει ‘Ιδού το δισκοπότηρο’, και κοίτα να ‘χει κρασί εκεί μέσα».

Ο Τζακ Κέρουακ, ένας κατάσκοπος στο ίδιο του το σώμα, ένας κατάσκοπος στο σπίτι του έρωτα, ένας κατάσκοπος στο χώρο και στο χρόνο που μας αντιστοιχεί, στο χώρο και στο χρόνο που είναι το εφήμερο πέρασμά μας από τούτο τον πλανήτη. Να οδηγείται σε αλλεπάλληλες παραβιάσεις της δεσπόζουσας ηθικής και της δεσπόζουσας γλώσσας, εκείνη την όχι και τόσο μακρινή δεκαετία, μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Μακελειό, αρνούμενος ό,τι τείνει να περιορίσει την εκδίπλωση της δημιουργικότητάς μας, αρνούμενος συμβάσεις και κανόνες, παίζοντας το παιχνίδι του για να θεσπίσει καινούργια κριτήρια, νέες σταθερές. Η γλώσσα, συντακτικό και γραμματική και ρυθμός, να είναι ένα πεδίο μάχης, να είναι μια ναρκοθετημένη ζώνη, να είναι ο Άλλος Τόπος, όπως λέει κι ο Βλαβιανός, να είναι το πέραν του είθισται, να είναι θέρετρο αλλά και σφαγείο.

Ερωτοτροπώντας με το μηδέν, ερωτοτροπώντας με τις ακρότητες μιας ευλογημένης και ποθητής απλότητας, ο Κέρουακ θα σμίξει με άλλους αντάρτες της καθημερινής ζωής, με ποιητές και συγγραφείς που χάνονταν και βρίσκονταν και λυτρώνονταν στο εντός των γραπτών τους, που διέκοπταν μεθοδικά κάθε συνάφεια με θέσφατα και άκαμπτες αποφάνσεις, που έγιναν αυτοσχέδιοι πειραματιστές, πέτρες κυλιόμενες σ’ ένα έδαφος επικίνδυνο, σε μια κοινωνία που ήθελε να προσεταιριστεί ή να εξορίσει κάθε αυθεντικό σκίρτημα ζωής, κάθε γνήσιο κραδασμό δημιουργικότητας. Ουίλλιαμ Μπάροουζ και Άλλεν Γκίνσμπεργκ, Γκρέγκορυ Κόρσο και Πήτερ Ορλόφσκι, Άλαν Άνσεν και Λώρενς Φερλινγκέτι, Γκάρυ Σνάιντερ και Νηλ Κάσαντι. Μακάριοι, beatniks, σαλοί και παλλόμενοι, τραχείς και λεπτεπίλεπτοι, χερουβείμ αρουραίοι, ατίθασοι και μειλίχιοι, πότε λάτρεις της σιωπής και πότε φωνακλάδες, ασάλευτοι άλλοτε σε ιερή περισυλλογή και άλλοτε αεικίνητοι, πράοι και ανοιχτοί στην εμπειρία, να ξεφυτρώνουν σαν αγριόχορτα ανάμεσα στα πεζοδρόμια ενός άκαμπτου πολιτισμού που πεθαίνει αποκαμωμένος μέσα στους ύστατους σπασμούς του.

«Ποιος ξέρει αν πίσω απ’ αυτή τη βιτρίνα εγωισμού και σκληρότητας, το σύμπαν δεν είναι τελικά μια μεγάλη ευσπλαχνική θάλασσα, μια απέραντη γλύκα; Και ποιος ξέρει αν δεν είναι η μοναξιά της τωρινής μοναδικότητας του αγέννητου στοιχείου της μελλοντικής ουσίας του καθενός που αρνείται τη μοναδική, αγνή αιωνιότητα, αυτό το μεγάλο απόλυτο δυναμικό που μπορεί να ακτινοβολήσει τα πάντα, αυτή τη λαμπρή ευτυχία, το Ματιβαζρικαρούνα, ο Υπερβατικός Αδαμάντινος Οίκτος! Όχι, εγώ θέλω να μιλάω ΓΙΑ τα πράγματα, για το σταυρό, για το αστέρι του Ισραήλ, για τον πιο υπέροχο άνθρωπο που έζησε ποτέ και που ήταν Γερμανός (ο Μπαχ), για τον γλυκό Μωάμεθ, για τον Βούδα, για τον Λάο-Τσε, τον Τσουάνγκ-Τσε, τον Σουζούκι... γιατί θα έπρεπε να επιτεθώ σ’ αυτά που αγαπώ, έστω κι αν είναι έξω από μένα; Αυτό θα πει Μπητ. Ζήστε τη ζωή σας; Όχι, αγαπήστε τη ζωή σας. Όταν θα ‘ρθουν να σε πετροβολήσουν, δεν θα ‘χεις τουλάχιστον γυάλινο σπίτι, θα ‘χεις μονάχα το γυάλινο κορμί σου» (Τζακ Κέρουακ, Οι Καταβολές της Μπητ Γενιάς).
Οραματιστής και καταγραφέας φαινομενικά ασήμαντων λεπτομερειών, ο Κέρουακ σπεύδει να καθαγιάσει το καθημερινό, το οικείο, το τάχατες τετριμμένο, υψώνοντάς το σε διαστάσεις ποιητικές, στιλβώνοντάς το με τον καταιγισμό των δονούμενων λέξεών του, δίνοντάς του πίσω το λεηλατημένο νόημά του, βαφτίζοντάς το στην άχραντη ουσία. Παλεύει με το χρόνο, λατρεύει το χρόνο, ξοδεύει το χρόνο, σμίγει, γίνεται ένα, κυλιέται αγκαλιασμένος σε λειμώνες με το χρόνο. Λαχανιάζει όταν γράφει, και μαζί του λαχανιάζει και ο χρόνος. Είναι σαν τον Προυστ ένας γερομαστούρης του χρόνου. Να ειπωθεί το ανείπωτο, να λεχθεί το άλεκτον, να ανατριχιάσουν μες στα στήθη τικ οραμάτων, να είναι ένας τρελός άφωνος άγιος του μυαλού, να πει την αληθινή ιστορία του κόσμου σ’ έναν εσωτερικό μονόλογο, να κολυμπήσει στον αχανή ωκεανό της γλώσσας, να συνθέσει το άγριο, το απειθάρχητο, το αγνό, το ερχόμενο μέσα του απ’ τα κάτω, ιδού σπαράγματα, ξεφτίδια, θραύσματα από το πρόγραμμα του Συγγραφέα Τζακ Κέρουακ. Ιδού το Πεπρωμένο της Γραφής Του. Ιδού και η Αρχιτεκτονική της Σκόρπιας Ζωής Του.

«Ο Κέρουακ ήταν συγγραφέας», μας λέει ο Ουίλλιαμ Μπάροουζ. «Ήξερε να γράφει. Πολλοί άνθρωποι λένε ότι είναι συγγραφείς, βγάζουν βιβλία με το όνομά τους επάνω, όμως η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρουν να γράφουν – ανάμεσα στον συγγραφέα και σε εκείνον που απλώς δηλώνει ‘συγγραφέας’ υπάρχει μια τεράστια διαφορά, ανάλογη με εκείνη που χωρίζει τον αληθινό ταυρομάχο που έχει να αντιμετωπίσει στην αρένα τον μαινόμενο ταύρο, από τον κοινό μαλάκα που παραμυθιάζει τους φίλους του κάθε βράδυ με τα ανδραγαθήματά του στον πόλεμο που τον έζησε μόνο από τα μετόπισθεν. Ο συγγραφέας πρέπει να έχει ζήσει τη γραμμή του πυρός για να μπορέσει να πει την αλήθεια. Κινδυνεύει όμως και να τραυματιστεί θανάσιμα».

Αρνούμενος να δεχτεί ότι υπάρχει πλοκή στη ζωή, ο Κέρουακ εξόρισε την πλοκή από τα οραματικά, αλλά και τόσο γειωμένα, μυθιστορήματά του. Το γράψιμο ήταν γι’ αυτόν ακόπαστη αναζήτηση, επέλαση στον πυρήνα του νοήματος, καταβύθιση στο κέντρο της ταραχής και της ουσίας. Λέξεις, και λέξεις, και λέξεις. Πλήγιαζε τα δάχτυλά του στα πλήκτρα της γραφομηχανής, γεμίζοντας το σκληρό λευκό κενό του χαρτιού, κάνοντας τις φράσεις να φωνάξουν το Ναι Στην Εμπειρία. Αφηνόταν στις δίνες εσωτερικών κλυδωνισμών, αφηνόταν στην καταγραφή όσων άκουγε μέσα του, εκείνων των μύχιων φωνών που πότε ουρλιάζουν και πότε ψιθυρίζουν τις ακατάλυτες αλήθειες μας. Αλιεύει τα θέματά του από το ποτάμι της καθημερινής ζωής, εστιάζει στο γεγονός, οι λέξεις του παύουν κάποτε να είναι σύμβολα, να είναι κώδικες και σημεία, οι λέξεις του γίνονται, σε πολλές σελίδες του, γεγονότα. Είναι Μαθητευόμενος της Οδύνης, είναι Νοσταλγός Ενός Μέλλοντος Χαμένου Στη Διάρκεια, είναι Διάκονος Της Απλότητας. Αφουγκράζεται το Χτυποκάρδι του Κόσμου. Αφουγκράζεται το Μουρμουρητό των Γεγονότων.

«Το στοιχείο που έκανε τον Κέρουακ έναν από τους πιο αγαπημένους συγγραφείς της νεολαίας, είναι το χάρισμα να κατανοεί και να εκφράζει πλήρως τις φαντασιώσεις της, τα πάθη της, την επιτυχία και την αποτυχία της. Αποκηρύσσοντας κάθε πολιτική σκοπιμότητα, μετατράπηκε σ’ ένα ανθρώπινο μαγνητόφωνο με ουράνιο μηχανισμό, έτοιμο να ηχογραφήσει κάθε πρόσφορη αμερικάνικη φωνή» (Γιάννης Τζώρτζης).

Αγαπούσε την τζαζ, ο Τζακ Κέρουακ. Αγαπούσε τον καπνό και το αλκοόλ. Αγαπούσε τις θολές γραμμές των οριζόντων. Αγαπούσε την αρχιτεκτονική (ας ειπωθεί ξανά) της σκόρπιας ζωής. Αγαπούσε τις όμορφες κοπέλες. Αγαπούσε τις γάτες. Τον αγάπησε μια ολόκληρη γενιά ελεύθερων ανθρώπων, ευαίσθητων τυχοδιωκτών, ευγενικών μποέμ. Τον αγάπησαν κάμποσοι βιογράφοι. Τον αγάπησε ο Τομ Γουέιτς, κι έγραψε ένα τραγούδι, το Jack & Neal, για να μας θυμίζει διαρκώς την περιπέτειά του. Τον αγάπησε ο δικός μας Ανδρέας Εμπειρίκος και έγραψε για χάρη του μερικές ρυθμικές και εκθαμβωτικές αράδες.

Ναι, ναι, ανοίχτε τα παράθυρα, ανοίχτε τις ψυχές – ο Κερουάκ διαβαίνει Μουσηγέτης, στην λέξι «hitchhiking» δίνοντας την πιο ιερή της σημασία, πιστεύοντας εις τον Θεόν με τις αισθήσεις, πίσω του σέρνοντας έναν χορό που την υδρόγειο ζώνει, έναν χορό εφήβων και νεανίδων λυσικόμων, στα ανθεστήρια των πραιριών, στα αναστενάρια των ηδονών, στα αναστενάρια των υπεργείων και υπογείων λαγνουργείων (με bop, με twist, με rock’n roll, με τις φωνές των νέγρων), κ’ έτσι, καθώς διαβαίνει – ανοίξτε τα παράθυρα, ανοίξτε τις ψυχές – από τα έγκατα της γης και από τα χείλη της νεότητος της Οικουμένης ξεπετιέται και ως την Εδέμ ακούεται και ως την Εδέμ πηγαίνει, σαν ιαχή και προσευχή, σαν οργασμού που επέρχεται γιγάντιο κτυποκάρδι, μία διάτορος, μία παντάνασσα κραυγή: «BEAT, BEAT, BEATITUDE AND LOVE AND GLORY!»

Ο Τζακ Κέρουακ, ποιητής και οραματιστής, πατριάρχης της Μπητ Γενιάς, αθάνατος θνητός και παις πεσσεύων, έφυγε από αυτόν τον κόσμο πριν από τριάντα χρόνια. Στα σαράντα έξι του, ένα πρωινό στο μπάνιο, την 21η Οκτωβρίου του 1969, πολυαγαπημένος αγγελόμορφος οδοιπόρος και θαυμάσιος μνήμων, καταγραφέας πόθων και οραμάτων και εξάρσεων που στοιχειώνουν ακόμη τη λογοτεχνία και τη ζωή, ο Κέρουακ θα αναχωρήσει από τούτη τη ζωή, θα πάει να συναντήσει όλους εκείνους που κάποτε του ένευσαν και τον ενέπνευσαν, που τον έκαναν αυτό που θέλησε να γίνει, που του πρόσφεραν εκείνο το Μαύρο Γάλα της Αυγής. Μας άφησε τις σελίδες του, εδώ, δικές μας, δώρο και συμβολή στο Μεγάλο Βιβλίο της Ανησυχίας, χρυσαφένια παράγραφος σε ό,τι κάνει τη ζωή υποφερτότερη, σε ό,τι είναι θάλπος και θάμβος, σε ό,τι αποτελεί ανάσα και οξυγόνο αντιδιαστολής.

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης