Συνολικές προβολές σελίδας
Τρίτη 20 Απριλίου 2010
Δευτέρα 19 Απριλίου 2010
Radio Propaganda: Joseph Beuys
Joseph Beuys/Ρέα Στριγγάρη/Πάνος Χαραλάμπους
Καλεσμένη στη Radio Propaganda, την Κυριακή 18 Απριλίου, η Ρέα Στριγγάρη Thoenges-Στριγγάρη μίλησε για το βιβλίο της "Joseph Beuys, Η Επανάσταση Είμαστε Εμείς" (εκδ. Πατάκης), ένα εξαιρετικό πόνημα 500 μεστών & πλούσιων σελίδων που πλουτίζει τη διεθνή βιβλιογραφία για τον σπουδαίο δημιουργό.
Το βιβλίο το συστήνουμε θερμά όχι μονάχα σε όσους έχουν κατανοήσει το πόσο σημαντική είναι η συμβολή του Bueys στην Τέχνη και σε μια νέα αντίληψη για τις ιδιότητες του ανθρώπου εν γένει, αλλά και για όσους νοιάζονται για μια κουλτούρα αγάπης και δημιουργικότητας.
ο Πάνος Χαραλάμπους, καίριος εικαστικός δημιουργός, ήταν παρών και συνέβαλε στην συζήτηση με εύστοχες επισημάνσεις σχετικά με τον Beuys. Η Ελεάννα Μαρτίνου έδρασε ως φωτογράφος ακινητοποιώντας τον χρόνο και συλλαμβάνοντας όμορφες στιγμές της εκπομπής.
ο Μπαμπασάκης, συγκινημένος, φρόντισε να απλωθεί το δίωρο της εκπομπής σε όλη την ημέρα και μέρος της νύχτας. Αλησμόνητη Κυριακή!
Σινεμά, Παίδες!
Emotion Pictures
Τα μεγάλα λάθη συγχωρούνται, τα μικρά δεν ξεχνιούνται ποτέ.
Μια σύντομη ανάγνωση της ταινίας «Mikey and Nicky» της Ιλέιν Μέι, του Τζον Κασσαβέτη και του Πίτερ Φοκ.
Ταμπουρωμένος σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, ο Νίκι (Τζον Κασσαβέτης) τηλεφωνεί πανικόβλητος στον μοναδικό του φίλο Μάικι (Πίτερ Φοκ) να ’ρθει τρέχοντας γιατί κινδυνεύει. «Μην πάρεις αυτοκίνητο, στο ταξί πες να σ’ αφήσει μερικά στενά πιο πάνω και έχε το νου σου μήπως σε παρακολουθούν». Ανοίγουν οι κάμερες, το σενάριο τρέχει κι ο Κασσαβέτης με τον Φοκ αλληλεπιδρούν αριστουργηματικά ξεφλουδίζοντας λίγο-λίγο τους χαρακτήρες τους.
Οι παιδικοί φίλοι, έγιναν γκάνγκστερ, και οι γκάνγκστερ έπαψαν να ’ναι πια φίλοι. Ο Νίκι πιστεύει ότι έχει βγει στην πιάτσα συμβόλαιο για τον θάνατό του. Κοντεύει να του στρίψει. Υποπτεύεται ακόμα και τον Μάικι, αλλά η τριαντάχρονη φιλία τους είναι το βουλοκέρι που σφραγίζει την αμοιβαία τους εμπιστοσύνη. Δυο τους αντί ν’ αρχίσουν να τρέχουν, ή να κρυφτούν, κυκλοφορούν τη νύχτα παραπατώντας στους άδειους δρόμους. Προβάλλει ο ένας τις υποψίες, τον εγωισμό και τη ζήλια του στον άλλο, για να ζήσουν μαζί την τραγωδία της φιλίας τους που αφέθηκε να σβήσει.
Η ταινία οδηγείται από τους χαρακτήρες της. Ο Νίκι είναι το ξύπνιο, ετοιμόλογο και υπερκινητικό κωλόπαιδο που τσακώνεται στα λεωφορεία, ψάχνει τις καραμέλες της παιδικής του ηλικίας στα ψιλικατζίδικα και μέσα στον θόρυβο που ξεσηκώνει, ξέρει καλά να γοητεύει τις γυναίκες. Ο Μάικι είναι ο μέτριος φίλος, αυτός που τσιμεντώνει τις μικρές ρωγμές των διλημμάτων του με ευκολία μικροαστική, ο μικροκακοποιός που ψάχνει τον χαμένο του σεβασμό ανάμεσα στα κυκλώματα των γκάνγκστερ που του πετούν ένα πάκο δολάρια να φάει. Χωρίς κανένα φλας-μπακ, ανοίγουν λογαριασμοί που έπρεπε να ’χουν κλείσει προ πολλού. Η φιλία τους αναστηλώνεται και ταυτόχρονα γκρεμίζεται οριστικά, οι ανοιχτές πληγές ανεβαίνουν στην επιδερμίδα και γίνονται ψυχώσεις μέχρι να σπάσει επιτέλους το βουλοκέρι και ν’ ανοίξουν οι επιστολές που τους κυνηγούν από μικρά παιδιά.
Κοιτιούνται στα μάτια. Ψάχνουν να βρουν τι σημαίνει να κοιτάζει ο ένας τον άλλο στα μάτια. Ποιος είναι ο αυτονόητος κώδικας συμπεριφοράς; Ποιος χρειάζεται να επιστρέψει στην παιδική του ηλικία για να βρει την ανδρικότητά του σήμερα; Ποιος είναι πιο ντόμπρος; Ποιος θα (προλάβει να) τη φέρει σε ποιον; Ακριβώς ό,τι θα περίμενε κανείς στον πάτο του οργανωμένου εγκλήματος: ανθρώπους και συμπεριφορές που θα μπορούσαν κάλλιστα να μην βρίσκονται στα κυκλώματά του.
Η Μέι, ο Κασσαβέτης και ο Φοκ έστειλαν έναν υπέρογκο λογαριασμό στην Paramount μαζί με χιλιόμετρα κινηματογραφημένου φιλμ. Οι κάμερες έμεναν ανοιχτές για ώρες και η Μέι έκοψε εκ των υστέρων σε κομμάτια τους αυτοσχεδιασμούς των πρωταγωνιστών. Τσιγάρα εμφανίζονται κι εξαφανίζονται, ρολόγια αλλάζουν χέρι, ο φωτισμός αλλόκοτος, στο «Mikey and Nicky» όμως αυτές οι λεπτομέρειες δεν ενοχλούν. Μέσα στους δαιδαλώδεις διάλογους της, η ταινία είναι μια μελέτη χαρακτήρων, δύο αντρών, δύο φίλων σε τεντωμένο σχοινί. Οι πρωταγωνιστές σκύβουν πάνω απ’ τους φόβους των χαρακτήρων τους. Ξενυχτούν στην πόλη. Ο ένας ελέγχει τον άλλο, στριφογυρίζουν, παίζουν σφαλιάρες, αδιαφορούν, αντιδρούν και πάλι από την αρχή. Η ταινία δεν έχει είδος. Ένας καπάτσος μικροαπατεώνας κυκλοφορεί με μια τιμή γραμμένη στο κούτελο, ένας ξεχασμένος φίλος έρχεται να βοηθήσει και παρ’ όλο που κάποιος σήμερα θα σκοτωθεί, μένουν έξω στους δρόμους, δεν έχουν πού αλλού να πάνε.
Ίων Παπασπύρου
17 Απριλίου 2010
Τα μεγάλα λάθη συγχωρούνται, τα μικρά δεν ξεχνιούνται ποτέ.
Μια σύντομη ανάγνωση της ταινίας «Mikey and Nicky» της Ιλέιν Μέι, του Τζον Κασσαβέτη και του Πίτερ Φοκ.
Ταμπουρωμένος σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, ο Νίκι (Τζον Κασσαβέτης) τηλεφωνεί πανικόβλητος στον μοναδικό του φίλο Μάικι (Πίτερ Φοκ) να ’ρθει τρέχοντας γιατί κινδυνεύει. «Μην πάρεις αυτοκίνητο, στο ταξί πες να σ’ αφήσει μερικά στενά πιο πάνω και έχε το νου σου μήπως σε παρακολουθούν». Ανοίγουν οι κάμερες, το σενάριο τρέχει κι ο Κασσαβέτης με τον Φοκ αλληλεπιδρούν αριστουργηματικά ξεφλουδίζοντας λίγο-λίγο τους χαρακτήρες τους.
Οι παιδικοί φίλοι, έγιναν γκάνγκστερ, και οι γκάνγκστερ έπαψαν να ’ναι πια φίλοι. Ο Νίκι πιστεύει ότι έχει βγει στην πιάτσα συμβόλαιο για τον θάνατό του. Κοντεύει να του στρίψει. Υποπτεύεται ακόμα και τον Μάικι, αλλά η τριαντάχρονη φιλία τους είναι το βουλοκέρι που σφραγίζει την αμοιβαία τους εμπιστοσύνη. Δυο τους αντί ν’ αρχίσουν να τρέχουν, ή να κρυφτούν, κυκλοφορούν τη νύχτα παραπατώντας στους άδειους δρόμους. Προβάλλει ο ένας τις υποψίες, τον εγωισμό και τη ζήλια του στον άλλο, για να ζήσουν μαζί την τραγωδία της φιλίας τους που αφέθηκε να σβήσει.
Η ταινία οδηγείται από τους χαρακτήρες της. Ο Νίκι είναι το ξύπνιο, ετοιμόλογο και υπερκινητικό κωλόπαιδο που τσακώνεται στα λεωφορεία, ψάχνει τις καραμέλες της παιδικής του ηλικίας στα ψιλικατζίδικα και μέσα στον θόρυβο που ξεσηκώνει, ξέρει καλά να γοητεύει τις γυναίκες. Ο Μάικι είναι ο μέτριος φίλος, αυτός που τσιμεντώνει τις μικρές ρωγμές των διλημμάτων του με ευκολία μικροαστική, ο μικροκακοποιός που ψάχνει τον χαμένο του σεβασμό ανάμεσα στα κυκλώματα των γκάνγκστερ που του πετούν ένα πάκο δολάρια να φάει. Χωρίς κανένα φλας-μπακ, ανοίγουν λογαριασμοί που έπρεπε να ’χουν κλείσει προ πολλού. Η φιλία τους αναστηλώνεται και ταυτόχρονα γκρεμίζεται οριστικά, οι ανοιχτές πληγές ανεβαίνουν στην επιδερμίδα και γίνονται ψυχώσεις μέχρι να σπάσει επιτέλους το βουλοκέρι και ν’ ανοίξουν οι επιστολές που τους κυνηγούν από μικρά παιδιά.
Κοιτιούνται στα μάτια. Ψάχνουν να βρουν τι σημαίνει να κοιτάζει ο ένας τον άλλο στα μάτια. Ποιος είναι ο αυτονόητος κώδικας συμπεριφοράς; Ποιος χρειάζεται να επιστρέψει στην παιδική του ηλικία για να βρει την ανδρικότητά του σήμερα; Ποιος είναι πιο ντόμπρος; Ποιος θα (προλάβει να) τη φέρει σε ποιον; Ακριβώς ό,τι θα περίμενε κανείς στον πάτο του οργανωμένου εγκλήματος: ανθρώπους και συμπεριφορές που θα μπορούσαν κάλλιστα να μην βρίσκονται στα κυκλώματά του.
Η Μέι, ο Κασσαβέτης και ο Φοκ έστειλαν έναν υπέρογκο λογαριασμό στην Paramount μαζί με χιλιόμετρα κινηματογραφημένου φιλμ. Οι κάμερες έμεναν ανοιχτές για ώρες και η Μέι έκοψε εκ των υστέρων σε κομμάτια τους αυτοσχεδιασμούς των πρωταγωνιστών. Τσιγάρα εμφανίζονται κι εξαφανίζονται, ρολόγια αλλάζουν χέρι, ο φωτισμός αλλόκοτος, στο «Mikey and Nicky» όμως αυτές οι λεπτομέρειες δεν ενοχλούν. Μέσα στους δαιδαλώδεις διάλογους της, η ταινία είναι μια μελέτη χαρακτήρων, δύο αντρών, δύο φίλων σε τεντωμένο σχοινί. Οι πρωταγωνιστές σκύβουν πάνω απ’ τους φόβους των χαρακτήρων τους. Ξενυχτούν στην πόλη. Ο ένας ελέγχει τον άλλο, στριφογυρίζουν, παίζουν σφαλιάρες, αδιαφορούν, αντιδρούν και πάλι από την αρχή. Η ταινία δεν έχει είδος. Ένας καπάτσος μικροαπατεώνας κυκλοφορεί με μια τιμή γραμμένη στο κούτελο, ένας ξεχασμένος φίλος έρχεται να βοηθήσει και παρ’ όλο που κάποιος σήμερα θα σκοτωθεί, μένουν έξω στους δρόμους, δεν έχουν πού αλλού να πάνε.
Ίων Παπασπύρου
17 Απριλίου 2010
Τετάρτη 14 Απριλίου 2010
Πόλεις της Περιπέτειας
Πόλεις της Περιπέτειας
Οι δρόμοι είναι ο τόπος διαμονής του συλλογικού
Walter Benjamin
Απρίλης είναι ο μήνας ο γενέθλιος, ο του έαρος μήνας, ο γόνιμος, ο αναστάσιμος, ο πασχαλινός~ αλλά και ο μήνας ο σκληρός. Μ’ όλα όσα γύρω μου μαίνονται, και μαραίνονται, πώς να ησυχάσω, πώς μέσα μου να σωπάσω, την καλπάζουσα του κόσμου την ασχήμια; Ας είναι καλά τα βιβλία, οι φίλοι, ο έρως, η δημιουργικότης (όχι, ντε και καλά, με αυτή τη σειρά). Αλλιώς, θα με/μας δάγκανε αγρίως ο μαύρος ο καιρός.
Πόλεις της Περιπέτειας, δεν μπορούν να είναι οι άθλιες πόλεις που ωθούνε τους κατοίκους τους να καταναλώνουν ένα ελεεινό ανθυποπορνό σε διακόσιες και πλέον χιλιάδες τεμάχια (αν και θα αντέτεινε κανείς ότι δεν είναι ποσοτικό το ζήτημα, ας μου επιτραπεί να θεωρώ πως είναι συντριπτικός ο αριθμός των νοικοκυριών που, σε κατάσταση στέρησης/απόγνωσης/ημιπαραφροσύνης, έσπευσαν να μπάσουν στο σπίτι τους το εν λόγω ανθυποπορνό). Πόλεις της Περιπέτειας δεν μπορούν να είναι οι άθλιες πόλεις, στις οποίες βιβλία σημαίνοντα όπως το μυθιστόρημα Του κόσμου ετούτου (εκδ. Κέδρος), του Κώστα Καβανόζη, τυπώνονται σε μόλις 1000 κομμάτια, και στην παρουσίασή τους, σε θαλπερά και φιλόξενα στέκια των Εξαρχείων, προσέρχονται μερικές δεκάδες συνήθεις λάτρεις του ωραίου, του μεγάλου, του αληθινού. Πόλεις της Περιπέτειας δεν μπορούν να είναι εκείνες που κανακεύουν μια ολοένα πιο τραυλή/τρεκλίζουσα/τριμμένη αριστερά που εξαντλεί τη μαχητική αυστηρότητά της ή, αν θέτε, την αυστηρή μαχητικότητά της (αν και δεν το βλέπω) στο να τα βάζει με τον Σταύρο Πετσόπουλο, τον εκδότη του Jose Carlos Mariategui, του Σάββα Μιχαήλ, του Γιώργου Χατζημιχάλη, και του Tariq Ali, μεταξύ τόσων και τόσων άλλων που φιλοξενούνται και προωθούνται από την Άγρα. Πόλεις της Περιπέτειας δεν μπορούν να είναι εκείνες που γυρίζουν την πλάτη στην ίδια τους την ιστορία, μπαζώνοντάς την με αναλγησία, καθώς και στην ιστορία των κατοίκων τους, συντρίβοντας την αξιοπρέπειά τους, οχλώντας αδιάλειπτα το καλό τους γούστο.
Αντλώντας από τη λογοτεχνία, την αρχιτεκτονική, τα κείμενα, αλλά και από έρευνες, σχεδόν καθημερινές, δικές τους, προσωπικές, οι φίλοι της Ομάδας Κέντρο Απόκεντρο (www.kentroapokentro.gr ) επιχειρούν να βρουν και να εξιχνιάσουν τα μυστικά της μεγαλούπολης, τις κρυφές διόδους, τα ρεύματα, στα υπόγειά της, στα σπλάχνα, στα έγκατά της, θαρρείς ανταλλάσσοντας φράσεις σαν κι εκείνη του Αλέξη Ασλάνογλου, «χτυπάει εντός σου η μηχανική καρδιά της πόλης» (Ωδές στον Πρίγκιπα, εκδ. ύψιλον/βιβλία) ή σκαλίζοντας Αρχεία της Ύπαρξης, σαν αυτά που ανασυνθέτει ο Christian Boltanski. Μια δραστηριότητα πολύ πιο σημαίνουσα από την παραγωγή άνοστων και ανιστόρητων και ανάγωγων (ναι! μάλιστα: ανάγωγων) ευπώλητων, είτε «μυθιστορηματικών» είτε «εικαστικών».
Αηδιασμένοι, μπουχτισμένοι, αλλ’ όχι και πισθάγκωνα δεμένοι (χαίρε, Ανδρέα Εμπειρίκε!), τρεις τέσσερις φίλοι μου κι εγώ (γεια σου, Ιωάννη Παπασπύρου! γεια σου. Ζήση Κοκκινίδη! γεια σου, Ταλιώτη Κωνσταντίνε! γεια σου, Ελεάννα Μαρτίνου!), αντί να πάμε «με τα καράβια», ως ήθελεν ο Νίκος Καββαδίας, πήραμε φώτα και τρίποδα και κάμερες επ’ ώμου, σωρεύσαμε βιβλία γραμμένα για τις πόλεις, και ανεβήκαμε στα στέκια του Γιώργου του Κατσίμπαλη, του Κολοσσού του Μαρουσιού, περιπλανηθήκαμε στους λαβυρίνθους της έμπνευσης και, με καρδιά από φλόγα και μυαλό από πάγο, επιχειρήσαμε να σμίξουμε την εικόνα με τη λέξη, να μπολιάσουμε, με τον τρόπο τον δικό μας, τη ζωγραφική με λέξεις, να κάνουμε σινεμά και θεωρία και λογοτεχνία και μουσική μαζί, να γίνουν ένα, και το ένα αυτό, σε πείσμα των καιρών, να μιλάει περήφανα για ό,τι εξακολουθούμε να αγαπάμε μες στα ερείπια μιας εποχής που δε λέει να τελειώσει πια, για ό,τι μπορεί ακόμη να αποτελέσει υλικό για να δομηθούν Πόλεις της Περιπέτειας, Πόλεις της Ποίησης.
Το βράδυ, στην ταβέρνα, μια από τις παλιές λεβέντικες που έχουν απομείνει, να πίνουμε το κρασάκι μας, και πάλι για τις πόλεις να μιλάμε, πάλι για των πόλεων τους ήχους και τις μυρωδιές να συνθέτουμε ωδές, πάλι των πόλεων το μέλλον να φανταζόμαστε. Το βράδυ, στην ταβέρνα, σελίδες ξανά ν’ ανοίγουμε που με τις πόλεις καταπιάνονται – για δες! Να διαβάζουμε, αίφνης, από το Λονδίνο-Ιστανμπούλ (εκδ. Πόλις), της Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη, το ποίημα «Η Αθήνα σου μοσχοβολούσε άνοιξη», και μετά το ποίημα «[Λονδίνο]», και κατόπιν το ποίημα «Νέα Υόρκη»: «Μια μέρα θα χορέψεις για μένα Νέα Υόρκη/ κατακαλόκαιρο στον τσιμεντένιο ήλιο/ με σαγιονάρες θ’ ανεβείς στα συντριβάνια/ να μου χαρίσεις αυτά που χρόνια μού ’χεις τάξει».
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Πλατεία Παπαδιαμάντη, 14/03/2010
Οι δρόμοι είναι ο τόπος διαμονής του συλλογικού
Walter Benjamin
Απρίλης είναι ο μήνας ο γενέθλιος, ο του έαρος μήνας, ο γόνιμος, ο αναστάσιμος, ο πασχαλινός~ αλλά και ο μήνας ο σκληρός. Μ’ όλα όσα γύρω μου μαίνονται, και μαραίνονται, πώς να ησυχάσω, πώς μέσα μου να σωπάσω, την καλπάζουσα του κόσμου την ασχήμια; Ας είναι καλά τα βιβλία, οι φίλοι, ο έρως, η δημιουργικότης (όχι, ντε και καλά, με αυτή τη σειρά). Αλλιώς, θα με/μας δάγκανε αγρίως ο μαύρος ο καιρός.
Πόλεις της Περιπέτειας, δεν μπορούν να είναι οι άθλιες πόλεις που ωθούνε τους κατοίκους τους να καταναλώνουν ένα ελεεινό ανθυποπορνό σε διακόσιες και πλέον χιλιάδες τεμάχια (αν και θα αντέτεινε κανείς ότι δεν είναι ποσοτικό το ζήτημα, ας μου επιτραπεί να θεωρώ πως είναι συντριπτικός ο αριθμός των νοικοκυριών που, σε κατάσταση στέρησης/απόγνωσης/ημιπαραφροσύνης, έσπευσαν να μπάσουν στο σπίτι τους το εν λόγω ανθυποπορνό). Πόλεις της Περιπέτειας δεν μπορούν να είναι οι άθλιες πόλεις, στις οποίες βιβλία σημαίνοντα όπως το μυθιστόρημα Του κόσμου ετούτου (εκδ. Κέδρος), του Κώστα Καβανόζη, τυπώνονται σε μόλις 1000 κομμάτια, και στην παρουσίασή τους, σε θαλπερά και φιλόξενα στέκια των Εξαρχείων, προσέρχονται μερικές δεκάδες συνήθεις λάτρεις του ωραίου, του μεγάλου, του αληθινού. Πόλεις της Περιπέτειας δεν μπορούν να είναι εκείνες που κανακεύουν μια ολοένα πιο τραυλή/τρεκλίζουσα/τριμμένη αριστερά που εξαντλεί τη μαχητική αυστηρότητά της ή, αν θέτε, την αυστηρή μαχητικότητά της (αν και δεν το βλέπω) στο να τα βάζει με τον Σταύρο Πετσόπουλο, τον εκδότη του Jose Carlos Mariategui, του Σάββα Μιχαήλ, του Γιώργου Χατζημιχάλη, και του Tariq Ali, μεταξύ τόσων και τόσων άλλων που φιλοξενούνται και προωθούνται από την Άγρα. Πόλεις της Περιπέτειας δεν μπορούν να είναι εκείνες που γυρίζουν την πλάτη στην ίδια τους την ιστορία, μπαζώνοντάς την με αναλγησία, καθώς και στην ιστορία των κατοίκων τους, συντρίβοντας την αξιοπρέπειά τους, οχλώντας αδιάλειπτα το καλό τους γούστο.
Αντλώντας από τη λογοτεχνία, την αρχιτεκτονική, τα κείμενα, αλλά και από έρευνες, σχεδόν καθημερινές, δικές τους, προσωπικές, οι φίλοι της Ομάδας Κέντρο Απόκεντρο (www.kentroapokentro.gr ) επιχειρούν να βρουν και να εξιχνιάσουν τα μυστικά της μεγαλούπολης, τις κρυφές διόδους, τα ρεύματα, στα υπόγειά της, στα σπλάχνα, στα έγκατά της, θαρρείς ανταλλάσσοντας φράσεις σαν κι εκείνη του Αλέξη Ασλάνογλου, «χτυπάει εντός σου η μηχανική καρδιά της πόλης» (Ωδές στον Πρίγκιπα, εκδ. ύψιλον/βιβλία) ή σκαλίζοντας Αρχεία της Ύπαρξης, σαν αυτά που ανασυνθέτει ο Christian Boltanski. Μια δραστηριότητα πολύ πιο σημαίνουσα από την παραγωγή άνοστων και ανιστόρητων και ανάγωγων (ναι! μάλιστα: ανάγωγων) ευπώλητων, είτε «μυθιστορηματικών» είτε «εικαστικών».
Αηδιασμένοι, μπουχτισμένοι, αλλ’ όχι και πισθάγκωνα δεμένοι (χαίρε, Ανδρέα Εμπειρίκε!), τρεις τέσσερις φίλοι μου κι εγώ (γεια σου, Ιωάννη Παπασπύρου! γεια σου. Ζήση Κοκκινίδη! γεια σου, Ταλιώτη Κωνσταντίνε! γεια σου, Ελεάννα Μαρτίνου!), αντί να πάμε «με τα καράβια», ως ήθελεν ο Νίκος Καββαδίας, πήραμε φώτα και τρίποδα και κάμερες επ’ ώμου, σωρεύσαμε βιβλία γραμμένα για τις πόλεις, και ανεβήκαμε στα στέκια του Γιώργου του Κατσίμπαλη, του Κολοσσού του Μαρουσιού, περιπλανηθήκαμε στους λαβυρίνθους της έμπνευσης και, με καρδιά από φλόγα και μυαλό από πάγο, επιχειρήσαμε να σμίξουμε την εικόνα με τη λέξη, να μπολιάσουμε, με τον τρόπο τον δικό μας, τη ζωγραφική με λέξεις, να κάνουμε σινεμά και θεωρία και λογοτεχνία και μουσική μαζί, να γίνουν ένα, και το ένα αυτό, σε πείσμα των καιρών, να μιλάει περήφανα για ό,τι εξακολουθούμε να αγαπάμε μες στα ερείπια μιας εποχής που δε λέει να τελειώσει πια, για ό,τι μπορεί ακόμη να αποτελέσει υλικό για να δομηθούν Πόλεις της Περιπέτειας, Πόλεις της Ποίησης.
Το βράδυ, στην ταβέρνα, μια από τις παλιές λεβέντικες που έχουν απομείνει, να πίνουμε το κρασάκι μας, και πάλι για τις πόλεις να μιλάμε, πάλι για των πόλεων τους ήχους και τις μυρωδιές να συνθέτουμε ωδές, πάλι των πόλεων το μέλλον να φανταζόμαστε. Το βράδυ, στην ταβέρνα, σελίδες ξανά ν’ ανοίγουμε που με τις πόλεις καταπιάνονται – για δες! Να διαβάζουμε, αίφνης, από το Λονδίνο-Ιστανμπούλ (εκδ. Πόλις), της Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη, το ποίημα «Η Αθήνα σου μοσχοβολούσε άνοιξη», και μετά το ποίημα «[Λονδίνο]», και κατόπιν το ποίημα «Νέα Υόρκη»: «Μια μέρα θα χορέψεις για μένα Νέα Υόρκη/ κατακαλόκαιρο στον τσιμεντένιο ήλιο/ με σαγιονάρες θ’ ανεβείς στα συντριβάνια/ να μου χαρίσεις αυτά που χρόνια μού ’χεις τάξει».
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Πλατεία Παπαδιαμάντη, 14/03/2010
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)