Στον πάντα φιλόξενο Ιανό, στην Σταδίου, ακούστηκε (τρεμουλιαστά και συγκινημένα, αγέρωχα και λυπημένα, ποτισμένο στο πιοτό, δε λέω, αλλά και με νηφαλιότητα απόλυτη) το παρακάτωθι περσινό κείμενο για τη Μελίνα. Η φωτογραφία είναι της Ελεάννας Μαρτίνου. Ακούστηκε (πριν από το κείμενο) το «Moonchild» του Rory Gallagher και (κατόπιν) το «Hurt» από τον Johnnie Cash. Μετά, ίσως κομμάτι αγενώς, πήρα τα δάκρυά μου και με τη βοήθεια της Αγαπημένης μου αναχώρησα για το κονάκι μου. Αγαπάω ΟΛΟΥΣ όσοι ήσαν εκεί.
Dignity ή Talkin’ about my GenerationΑλλά ο ουρανός είναι ίδιος πάνω από όλη τη γη.
Κουρνιάζει τα βράδια ντυμένος στα μαύρα, και μπλε να φοράει το πρωί και να ξεπορτίζει για να προϋπαντήσει τον ήλιο
Ειπώθηκε σωστά ότι η Ποίηση είναι η Αμοιβαιότητα των Δακρύων. Ας ειπωθεί, λοιπόν, ότι το Κλάμα είναι η Αξιοπρέπεια της Φιλίας. Είδα φίλους, και φίλων φίλους, συναγμένους –και τι είναι η Φιλία αν όχι Σύναξις Ψυχών;– αυτή τη φορά όχι σε υπόγειες, μα ηλιόλουστες κάμαρες, της δημιουργίας και της παραφοράς, όχι στης νύχτας τα φώτα τα ολόφωτα, αλλά στο «δικό μας» σιγά-σιγά Κοιμητήριο του Ζωγράφου. Χρήστος, το ενενήντα τρία~ Ηλίας, το δύο χιλιάδες πέντε~ Μελίνα, φέτος, στα τέλη του Οκτώβρη. Βακαλόπουλος, Λάγιος, Καρακώστα~ κι ακόμα ο Δαβίδ, η Νόνη, ο Άσιμος, ο Κοτρώνης, ο Διαλυνάς, ο Νικόλας ο Μπαλής, ο Κώστας Γεωργίου, και οι (λίγο) πιο βετεράνοι Φαληρέας Αναστάσιος και Γιαννουλόπουλος Κωνσταντίνος.
Μεμονωμένα παλικάρια, αλλά και μέλη όχι τόσο μιας γενιάς όσο μιας διευρυμένης οικογένειας που αισθάνθηκε και μυρίστηκε, σαν τον Μετεωρολόγο του Dylan, αλλαγές στο τοπίο, και συνέβαλλε στην πραγμάτωση, πότε υπόγεια και με ψιθύρους και πότε στ’ ανοιχτά και εκρηκτικά, αυτών των αλλαγών. Στα τέλη του 1977, στην Κυψέλη, στο κέντρο του κόσμου, καθώς επέμενε ο Βακαλόπουλος, οι αδελφοί Βασίλης και Νίκος Σπυρόπουλος, συνεπικουρούμενοι από πλειάδα ταλαντούχων νεαρών και από μερικούς παλαίμαχους, σώζουν τη λαβωμένη, εν Ελλάδι, τιμή του ροκ, και επαναφέρουν στο προσκήνιο τη λυτρωτική ευαισθησία και τον σαρωτικό δυναμισμό των ηρώων της εφηβείας μας, εκεί στο Κινηματοθέατρο Λουζιτάνια. Ο Λεωνίδας Χρηστάκης βάζει μπροστά το «Ιδεοδρόμιο». Μαθαίνουμε για τη Γενιά των Beat ενώ τρέχουμε στο Pop Eleven, τότε στη Σκουφά, για δίσκους του Captain Beefheart, των Velvet Underground, και του Bob Marley, και βιβλία του Greil Marcus και του Πητ Κουτρουμπούση. Δεν ξέραμε καλά-καλά τι κάναμε, αλλά το κάναμε, και αυτό που κάναμε έμελλε να το συνειδητοποιήσουμε δεκαετίες μετά, στην πληρότητα και στο εύρος του, και, κυρίως, στη δυναμική και στον πλούτο του. Ανακαλύπταμε ξανά, σειρά μας ήταν, τον Έρωτα και τη Φιλία, σε τούτη την ταραγμένη και αλλοπρόσαλλη άκρη της γης, και ενώ η Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες περνάνε σ’ αυτό που ο Τροβαδούρος αποκαλούσε «Decade of Masturbation».
Σιγά-σιγά στην αρχή και μετά απότομα, μάθαμε να ζούμε με τα κύτταρά μας στο πρόσω ολοταχώς, με τις αισθήσεις μας πάντα σε επιφυλακή, με την ευαισθησία μας να αντισταθμίζει τη βία, τόσο την έξωθεν προερχόμενη, όσο και τη δικιά μας, τη μύχια βία, που ανέκαθεν μας συντρόφευε και ενίοτε μας λύτρωνε και μας έσωζε απ’ τις κακοτοπιές. Σκληροί από μειλιχιότητα, θα ’λεγε ο Καρούζος, «cruel only to be kind», καθώς είπε ο Μέγας Βάρδος απ’ το Avon, με τον Ηράκλειτο υπό μάλης και τον Ginsberg να μας καίει το μυαλό, χωθήκαμε και χαθήκαμε ξανά και ξανά στα κακόφημα σοκάκια της απελπισίας, σε κάθε desolation row των μεγαλουπόλεων που αγαπήσαμε, για να δούμε κι εμείς το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας, για να αφουγκραστούμε τον ήχο κάθε πολύτιμου ψιθύρου που πρόσταζε μελωδικά «Τίποτα Δεν Είναι Αληθινό~ Όλα Επιτρέπονται», για να διδαχτούμε ότι «Δεν Υπάρχουν Προβλήματα~ Υπάρχουν Μόνο Λύσεις», για να πειστούμε ότι «No se puede vivir sin amar».
Έχει ειπωθεί: τα μικρά μας ονόματα είναι ήδη συνθήματα. Έχει ειπωθεί: ό,τι χρώμα κι αν έχουν τα μάτια μας, το βλέμμα μας είναι πάντα γαλάζιο. Έχει ειπωθεί: με καρδιά από φλόγα, με μυαλό από πάγο. Έχει ειπωθεί: από το πάθος της μέθης, στη μέθη των παθών. Έχει ειπωθεί: la vie est belle, et facile.
Ξανά εκεί, στο Κοιμητήρι του Ζωγράφου. Με λόγια της Μελίνας: «Κυκλοφορούσαμε σαν μικρές απειλές και χορεύοντας αποφεύγαμε τις νάρκες». Χορεύαμε σαν τρελοί κι αποφεύγαμε τις νάρκες, από τότε, από το εβδομήντα εφτά, στο Λουζιτάνια, μες στην παραφορά του καθαρόαιμου ροκ-εντ-ρολ της «Σπυριδούλας», με τις λέξεις να είναι εφαλτήρια πράξης, με τα κορμάκια μας να πάλλονται στο ρυθμό που εξαπέλυαν οι κιθάρες του Νίκου και του Βασίλη, και τώρα, τριάντα χρόνια μετά, να μην νοσταλγούμε το παρελθόν, όχι, νοσταλγούν όσοι έχασαν τον ωραίο τους εαυτό, κι εμείς δεν τον χάσαμε, μείναμε πιστοί στις προσηλώσεις μας, όχι, δεν πάμε εμείς πίσω στο παρελθόν, το παρελθόν απεναντίας έρχεται τριάντα χρόνια μπροστά να δει αν γίναμε οι Ώριμοι Γαβριάδες που είχαμε ο ένας στον άλλον τάξει, με το βλέμμα, βουβά, βελούδινα, ότι θα γίνουμε. Και γίναμε. Ακούμε πάλι, τώρα, τρεις δεκαετίες μετά το εβδομήντα εφτά, τη Μελίνα να λέει, «Εποχές όπου τα στήθη γέμιζαν όνειρα, οι δρόμοι κόσμο που διεκδικούσε. Η φιλία ήταν πολύτιμο αγαθό, η ζήλια άκομψη, τα λεφτά κακόγουστα και επικίνδυνα, οι νύχτες λευκές και τα πρωινά άγνωστη ζώνη. Ο έρωτας λουλούδι του κήπου. Αν άπλωνες το χέρι, το έκοβες και ήταν δικό σου».
Ξανά εκεί, στο Κοιμητήρι του Ζωγράφου, μια συναγμένη γενιά, μια σύναξις ψυχών, με τις ρυτίδες της αξιοπρέπειας στο Βλέμμα των Ανθρώπων, τσαλακωμένοι αλλά ωραίοι, για ένα στερνό αντίο στο πιο γενναιόψυχο και γενναιόδωρο Κορίτσι, στη Μελίνα, σ’ Αυτήν που σταθερό και ακλόνητο πάθος της μέσα στα χρόνια ήταν «οι άνθρωποι και οι ιστορίες τους», σ’ Αυτήν που ήξερε να παράγει «αντισώματα κατά της λύπης», σ’ Αυτήν που έγραψε, «Παραμερίζω τις φράσεις που με κάνουν να πλήττω και περιμένω τη φράση που θα σημάνει πάλι συναγερμό στο ώριμο κορμί μου».
Ξανά εκεί, Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2007, γύρω στις τρεις το απόγευμα, ο Νίκος κι ο Βασίλης πιάνουν τις κιθάρες μες στην απόλυτη βουρκωμένη σιωπή. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα αγέρωχα δάκρυά τους, δεν θα ξεχάσω ποτέ την αγέρωχη θλίψη τους. Παίζουν, τραγουδάνε, και κλαίνε. «I hurt myself today/ to see if I still feel/ I focus on the pain/ the only thing that's real/ the needle tears a hole/ the old familiar sting/ try to kill it all away/ but I remember everything/ what have I become?/my sweetest friend/ everyone I know/goes away in the end/ and you could have it all/ my empire of dirt/ I will let you down/I will make you hurt// I wear this crown of thorns/ upon my liar's chair/ full of broken thoughts/ I cannot repair/ beneath the stains of time/ the feelings disappear/ you are someone else/ I am still right here// what have I become?/ my sweetest friend/ everyone I know/ goes away in the end//and you could have it all/ my empire of dirt/ I will let you down/ I will make you hurt// if I could start again/ a million miles away/ I would keep myself/ I would find a way».
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Πλατεία Παπαδιαμάντη, 5/XI/2007
g_icaros@otenet.gr