Συνολικές προβολές σελίδας

Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2009

Ξανά το ίδιο Ποίημα



Αλφαβητάριον Αγγέλων



Άνθη Ανήμερα Άγγιξα

Βάτεψα Βασίλισσες Βέβηλες

Γύρεψα Γύρη Γυναικών

Δόλιος Δεόντως Δόθηκα

Έννοιες Ελεύθερες Ένιωσα

Ζωή Ζέουσα Ζήτησα

Ήλιους Ήμερους Ήθελα

Θύελλες Θωπεύοντας Θέρισα

Ιοφόρους Ίμερους Ίασα

Κέρδισα Κάρμα Κορμιών

Λευκές Λάτρεψα Λάμιες

Μεθυσμένος Μεθύσκων Μέθυσα

Νικηφόρες Νέκυιες Νίκησα

Ξυλεία Ξεχασμένη Ξύλευσα

Οδύνη Όζουσα Οίδα

Πάθη Πατόκορφα Περπάτησα

Ρέοντα Ρίγη Ράμφισα

Συζύγους Συζύγων Σύλησα

Τρόμους Τραγούδησα Τρέμοντας

Υπερόχως Υπήρξα Υπέρτατος

Φίλες Φιλημένες Φίλησα

Χθαμαλές Χάρισα Χαρές

Ψίχες Ψαλμώδησα Ψυχών

Ω! Ώρες Ωραίες!

Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2009

ΝΟΥΑΡ ΚΑΙ ΑΡΤΟΣ ΞΗΡΟΣ


[Από την καινούργια, φρεσκότατη Bookpress]

Happiness is a Warm Gun

Δανείζομαι τον τίτλο από τους Beatles για τις σελίδες αυτές όπου κατά καιρούς θα καταπιάνομαι με το λεγόμενο αστυνομικό μυθιστόρημα – άλλοι το λένε «μυστηρίου», άλλοι απλώς αγνοούν εσκεμμένα και περιφρονητικά την ύπαρξή του. Αξίζει να μιλάμε για το εν λόγω είδος; Έχει (ακόμη) να πει πολλά και σημαντικά; Εξέπνευσε; Οι απαντήσεις, μονολεκτικά: Ναι. Ναι. Όχι.
Θα σας συστήσω, λοιπόν, μιαν ανθοδέσμη από δύο συν τρία (2+3) αστυνομικά αναγνώσματα εν όψει των εορτών και του θάλπους στις κάμαρες των αναγνωστών, και σε άλλα έντυπα ραντεβού μας, θα συνεχίσω με την παρουσίαση εκλεκτών καρπών της φαντασίας συγγραφέων όπως ο Stieg Larsson (Το Κορίτσι με το Τατουάζ και Το Κορίτσι που έπαιζε με τη Φωτιά, εκδ. Ψυχογιός), η Alexandra Marinina (Αντρικά Παιχνίδια, εκδ. Κέδρος), κ.ά.
Ο Antoine Bello (Βοστόνη, 1970) έρχεται να συστηθεί στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό με το μυθιστόρημα Οι Παραχαράκτες (μτφρ. Ευγενία Γραμματικοπούλου, εκδ. Πόλις), ένα λίαν φιλόδοξο εγχείρημα, με όλες τις αρετές και (φοβάμαι: κυρίως) τα ψεγάδια που πάντοτε έχει κάθε φιλόδοξο εγχείρημα οποιουδήποτε δημιουργού δεν συμβαίνει να είναι κάτι παραπάνω από εκ γενετής ιδιοφυής, κάτι παραπάνω από φύσει υπέρμετρα αλαζών, και συνάμα κάτι παραπάνω από θέσει σεμνός και ταπεινός. Πεπεισμένος, όπως κάθε νοήμων πολίτης του σήμερα, ότι πλέον το «αληθές είναι μια στιγμή του ψεύτικου», ότι ιλιγγιωδώς οι αξίες χάνουν και τα τελευταία ρινίσματα της όποιας βαρύτητας είχαν απομείνει πάνω τους, ότι η ίντριγκα, η συνωμοσία, η αλλοίωση, η πλαστογράφηση είναι ίσως οι πλέον διαδεδομένες μέθοδοι επιβίωσης και επιβολής, στήνει ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα όπου δαιμόνιοι παραχαράκτες δεν κάνουν άλλο από το να αλλοιώνουν τις πραγματικότητες και να ανακατασκευάζουν τα γεγονότα.
Ο Σλιβ Νταρτουνγκούβερ, η Λένα Θόρσεν, ο Άνγκουα Τζίμπο, η Μαγκαουάτι Ντονογκουράι, και άλλοι, εξίσου ή και περισσότερο δυσπρόφερτοι, τύποι είναι τα golden boys (& girls) του ΟΠΠ, ήτοι του Ομίλου Παραχάραξης της Πραγματικότητας. Έσκασα στα γέλια με την «ιστορία» της Σκίτου, μιας μικρής πόλης 12500 κατοίκων στη Νεμπράσκα, η οποία Σκίτος της Νεμπράσκα γίνεται, σύμφωνα με το «σενάριο» μιας νεοσύλλεκτης στον ΟΠΠ, πρωτεύουσα της… Θεσσαλίας! Αλλά όσο κυλάνε οι σελίδες, τόσο οι ρυθμοί επιβραδύνονται, αντί να συμβαίνει το εντελώς αντίθετο, τόσο η έμπνευση του Bello, καίτοι οργιώδους επινοητικότητας, μοιάζει να μπλέκεται σε γρανάζια που την καθιστούν ένα είδος κακόφωνης λατέρνας που επιζητεί την προσοχή μας πάση θυσία. Ο διδακτισμός του Bello γίνεται τόσο κραυγαλέος ώστε αρχικά νομίζεις ότι πρόκειται περί τεχνάσματος ή περί παρωδίας και εν συνεχεία θα ανατραπεί παταγωδώς, αλλά δεν συμβαίνει τίποτα τέτοιο και παραμένει διδακτισμός. Κρίμα! Ένα συναρπαστικό θέμα και μια πληθωρική πένα να πέφτουν θύματα της μεγαλομανίας ενός μάλλον-μη-μεγαλομανούς μυθιστοριογράφου. Γιατί αν ήταν όντως μεγαλομανής, θα είχε φροντίσει να περιορίσει μπορχεσικώ τω τρόπω την έκταση της έκστασής του, ίσως δε και την έκσταση της έκτασης του εγχειρήματός του. Ας είναι. Οι πολύ καλές στιγμές των Παραχαρακτών αποζημιώνουν τον αναγνώστη, τον παροτρύνουν να δώσει ακόμα μία ευκαιρία στον ενδιαφέροντα κύριο Antoine Bello.
Απεναντίας, ο πολύς Georges Simenon (1903-1989) ήξερε να πηγαίνει, άνευ διδακτισμών, εξάρσεων, εκτάσεων και εκστάσεων, καρφί στην καρδιά του ζητήματος, ιδίως στα άνευ Επιθεωρητού Jules Maigret μυθιστορήματά του. Οφείλουμε στην Άγρα, τον οίκο του Σταύρου Πετσόπουλου, και στην Αργυρώ Μακάρωφ το ότι μιαν εικοσαετία μετά το θάνατο του Simenon μπορούμε να απολαύσουμε έντεκα έργα του μαιτρ, όλα άψογα γυρισμένα στα ελληνικά, όλα γεμάτα ένταση/προσμονή/αγωνία (αλλά και αιχμηρή κοινωνική κριτική), όλα διαμάντια του είδους. Ο Ανθρωπάκος από το Αρχάγγελσκ (1956), μυθιστόρημα συγγενές με τους Αρραβώνες του κυρίου Ιρ και τα Τρία Δωμάτια στο Μανχάτταν ως προς την συμπονετική υγρασία του απέναντι στην χθαμαλότητα της ζωής ορισμένων στην μεγαλούπολη, αλλά και τον μάλλον αδυσώπητο φωτορεαλισμό του (και συμπαθάτε με για την επίτηδες ανακρίβεια και υπερβολή!), καθηλώνει τον αναγνώστη χωρίς περιττά φτιασίδια, με μόνη την φορά των γεγονότων, αργή αρχικά αλλά μετέπειτα καταιγιστική ως προς την υπαρξιακή της δύναμη. Ο Ζονάς Μιλκ είναι ένας βιβλιοπώλης που κάνει το μοιραίο λάθος να πει ένα αφελές, αθώο, άκακο ψέμα, ένα ψέμα απ’ αυτά που κανένας δεν προσέχει, ούτε καν τα μέμφεται. Κι όμως, το ψέμα αυτό θα γίνει ο προβολέας που θα φωτίσει φονικά την αλήθεια, τη δική του και του περιβάλλοντός του: μια φορά εμιγκρές για πάντα εμιγκρές (αυτή είναι η δική του αλήθεια), ο ξένος είναι ο ύποπτος για κάθε έγκλημα, ακόμα και για κείνο που δεν ξέρουμε αν διαπράχθηκε (η αλήθεια του περιβάλλοντός του, μιας γαλλικής μικροκοινωνίας). Η μαεστρία του Simenon είναι, και εδώ, απαράμιλλη, και κάποιος που γνωρίζει τις πολιτικές πεποιθήσεις αυτού του συγγραφέα δεν μπορεί παρά να φέρει στο νου του, μειδιώντας μειλίχια, ο θαυμασμός του κομμουνιστή Marx για το διεισδυτικό έργο του βασιλόφρονος Balzac!
Και περνάμε στον Raymond Chandler για να θυμηθούμε ότι έφυγε από τούτο τον κόσμο πριν από μισόν αιώνα, καθώς και ότι κυκλοφόρησε το πρώτο του μυθιστόρημα (το The Big Sleep) πριν από εβδομήντα χρόνια. Και το θυμόμαστε λέγοντας απλώς: παίδες, κυκλοφόρησαν προσφάτως τόσο το έκτο (1954), και κατά πολλούς πιο πλούσιο, μυθιστόρημα του μαιτρ, ο Μεγάλος Αποχαιρετισμός σε νέα μετάφραση (από τον Αντώνη Καλοκύρη, που είναι ένας από τους βιρτουόζους μεταφραστές του είδους) και έκδοση (Κέδρος), όσο και το δεύτερο μυθιστόρημά του (1940), το Αντίο, γλυκιά μου (ανατύπωση από την Άγρα της πολύ γερής έκδοσης του 1985, όπου εκτός από τη μετάφραση ο «αρχηγός» Ανδρέας Αποστολίδης υπογράφει ένα από καλύτερα, και εκτενέστερα, κείμενα που έχουν γραφτεί παγκοσμίως για τον Chandler), αλλά και το τέταρτο (1943), η Κυρία της Λίμνης (επανέκδοση από την Ερατώ, με σκληρό, ωραίο, επίτηδες παλιομοδίτικο εξώφυλλο, σε μετάφραση του Κωνσταντίνου Αργυρού). Και στα τρία αυτά μυθιστορήματα δεσπόζει, βέβαια, η μορφή του Φίλιπ Μάρλοου, αυτού του μελαγχολικού/μοναχικού ιππότη σε μιαν εποχή κυνισμού, αυτού του θαυμάσιου τύπου που δηλώνει ότι του αρέσουν οι γυναίκες, το αλκοόλ, το σκάκι, και μερικά άλλα πράγματα, αυτής της περσόνας που επέτρεπε στον δημιουργό του να γράφει – ακούστε πώς, ακούστε: «Διπλή παύση. Πήγα πάνω και ξανακατέβηκα. Δε μου άρεσε πάνω. Το υψόμετρο αναστατώνει τους χτύπους της καρδιάς μου. Αλλά εξακολουθώ να χτυπάω τα πλήκτρα της γραφομηχανής. Τι μάγος που είναι το υποσυνείδητο! Μακάρι να δούλευε τακτικά. Πάνω επίσης είχε φεγγαρόφωτο. Ίσως είναι το ίδιο φεγγάρι. Δεν υπάρχει ποικιλία ως προς το φεγγάρι. Έρχεται και φεύγει σαν το γαλατά και το γάλα του φεγγαριού είναι πάντα ίδιο» (Ο Μεγάλος Αποχαιρετισμός, σ.304).

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Πλατεία Παπαδιαμάντη, 18/ΧΙ/09

Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2009

Περί Αγάπης


Στο Στρατόπεδο Συγκέντρωσης

[Το σημερινό μου Ραδιοχρονογράφημα, στο Κανάλι 1, 90,4 FM & www.kanaliena.gr, στις 12 παρά κάτι, όπως κάθε μέρα. Την Παρασκευή, στις 11 παρά κάτι]

Βαδίζαμε κοπιαστικά μες στη σκοτεινιά, πάνω από μεγάλα λιθάρια και μέσα από μεγάλους νερόλακκους, στον ένα και μοναδικό δρόμο που οδηγούσε πέρα από το στρατόπεδο. Οι φρουροί που μας συνόδευαν δεν έπαυαν να μας φωνάζουν και να μας καθοδηγούν κοπανώντας μας με τα κοντάκια των τουφεκιών τους. Όποιος είχε πολύ πρησμένα πόδια στηριζόταν στο μπράτσο του διπλανού του. Σχεδόν λέξη δεν λέγαμε~ ο παγερός αγέρας δεν ενθάρρυνε την ομιλία. Κρύβοντας το στόμα του πίσω από τον ανασηκωμένο του γιακά, ο άντρας που βάδιζε δίπλα μου ψιθύρισε άξαφνα: «Πού να μας έβλεπαν οι γυναίκες μας! Ελπίζω να είναι καλύτερα στα στρατόπεδα που τις έχουν και να μην ξέρουν τι συμβαίνει σ’ εμάς».
Αυτά τα λόγια μου έφεραν στο μυαλό σκέψεις για τη σύζυγό μου. Κι όπως συνεχίζαμε να πεζοπορούμε για μίλια, γλιστρώντας στα παγωμένα σημεία, να στηρίζουμε ο ένας τον άλλο ξανά και ξανά, να σέρνουμε ο ένας τον άλλον προς τα πάνω και προς τα εμπρός, τίποτε άλλο δεν είπαμε, αλλά ξέραμε και οι δύο: ο καθένας μας σκεφτόταν τη γυναίκα του. Πού και πού κοιτούσα τον ουρανό , όπου τα αστέρια άρχισαν να σβήνουν και το ρόδινο φως του πρωινού πήρε ν’ απλώνεται πίσω από ένα πρανές όλο σύννεφα. Αλλά το μυαλό μου γαντζώθηκε στην εικόνα της γυναίκας μου, τη φανταζόταν με αλλόκοσμη οξύτητα. Την άκουσα να μου απαντάει, είδα το χαμόγελό της, την έντιμη και ενθαρρυντική ματιά της. Αληθινή ή όχι, η ματιά της ήταν τώρα πιο φωτερή από τον ήλιο που άρχιζε να ανατέλλει.
Μια σκέψη με καθήλωσε: για πρώτη φορά στη ζωή μου είδα την αλήθεια όπως την τραγουδάνε τόσοι και τόσοι ποιητές, όπως τη διακηρύσσουν ως ύψιστη σοφία τόσοι και τόσοι στοχαστές. Την αλήθεια – ότι δηλαδή η αγάπη είναι ο υπέρτατος και υψηλότερος σκοπός στον οποίο μπορεί ο άνθρωπος να αποβλέπει. Τότε άδραξα το νόημα του μέγιστου μυστικού που έχουν να μεταδώσουν η ανθρώπινη ποίηση και η ανθρώπινη σκέψη και πίστη: Η σωτηρία του ανθρώπου είναι μέσα από την αγάπη και μέσα στην αγάπη. Κατάλαβα πώς ένας άνθρωπος που τίποτα δεν του έχει απομείνει στον κόσμο μπορεί, και πάλι, να αισθανθεί ευδαιμονία, έστω κι αν είναι μονάχα για μια σύντομη στιγμή, καθώς συλλογίζεται τους αγαπημένους του. Σε μια θέση απόλυτης ερήμωσης, όταν ο άνθρωπος δεν μπορεί να εκφραστεί με θετική δράση, όταν το μοναδικό του επίτευγμα ενδέχεται να συνίσταται στο να υπομένει τα βάσανά του με τον σωστό τρόπο –έναν αξιότιμο τρόπο– σε μια τέτοια θέση μπορεί κανείς, μέσα από τον έμπλεο αγάπης συλλογισμό των αγαπημένων του, να πετύχει την πλήρωση. Για πρώτη φορά στη ζωή μου ήμουν ικανός να καταλάβω τις λέξεις, «Οι άγγελοι είναι χαμένοι μες στην αέναη ενατένιση μιας απέραντης δόξας».

Victor Frankl [από το βιβλίο του «Η Αναζήτηση του Νοήματος», προσεχώς από τις εκδόσεις Ψυχογιός, σε μετάφραση Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη]

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2009

Περί Ανωνυμίας


Σας παρακαλώ πολύ, όσοι επιθυμείτε να παραμένουν στα σχόλιά σας εδώ να τα στέλνετε επωνύμως. Τα ανώνυμα, και ιδίως τα υβριστικά (προς άλλους υβριστικά, μάλιστα) τα σβήνω αμέσως μόλις τα δω.

Ο διάλογος είναι πάντοτε ευπρόσδεκτος όταν ξέρεις με ποιον μιλάς! Πού να ξέρω αν ο εκάστοτε ανώνυμος δεν είναι υπέροχος φίλος ή δόλιος (με αμφότερες τις έννοιες) εχθρός;

Τέλος, δεν είναι και πολύ σόι το να καθυβρίζεις μια γυναίκα, όποια κι αν είναι, όποιες απόψεις κι αν έχει, ό,τι κι αν κομίζει. Ολίγη ευγένεια δεν βλάπτει!

ΖΕΝΕΡΙΚ



Ζενερίκ

Συλληβδηνογραφία

Στις 9 Δεκεμβρίου: τα γενέθλια του μεγίστου John Cassavetes, γεννημένου στα 1929, που στα 1989 πήρε παραμάσχαλα τις μπομπίνες του και πήγε στους ουράνιους σινεμάδες να προβάλλει εκεί το Shadows (άλλη επέτειος: μισός αιώνας φέτος από τούτη την τόσο αυτοσχεδιαστική ταινία)~ ο Cassavetes ήταν, θαρρώ (και επιμένω) ο πιο συγγραφέας εκ των σκηνοθετών του σελιλόιντ, σα να λέμε η δύναμή του ήταν ότι οι εικόνες του έμοιαζαν να λειτουργούν σαν λέξεις, καλοδιαλεγμένες, αιχμηρές, τρυφερές, βυθοσκοπικές. Ιδού μερικά βιβλία για τον Cassavetes: George Kouvaros, Where Does It Happen? John Cassavetes and Cinema at the Breaking Point (University of Minnesota Pres, Minneapolis/London, 2004)~ Ray Carney, Cassavetes on Cassavetes (Faber & Faber, London, 2001)~ Ray Carney, The Films of john Cassavetes: Pragmatism, Modernism, and the Movies (Cambridge University Press, 1994), και Marshall Fine, Accidental Genius: How John Cassavetes invented the American Independent Film (Miramax Books, Hyperion, New York, 2005).
Φυσικά, η συνήθως ύποπτη επί των σχέσεων Λογοτεχνίας/Πόλεων/Κινηματογράφου, η Σώτη Τριανταφύλλου συνέγραψε πόνημα για τον έξοχο δημιουργό ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, το οποίο εξέδωσε ο εκδοτικός οίκος του χαλκέντερου Γιάννη Σολδάτου, ο Αιγόκερως. Apropos, είναι καταδικαστέες (και όχι μονάχα ως γελοιότητες!) επιθέσεις σαν αυτές που δέχτηκε η Σώτη, και το Βιβλιοκαφέ Floral από ημιονηγούς της ηλιθιότητας – και δεν εννοώ μόνον τους «φυσικούς αυτουργούς» αλλά και ορισμένους ανθυπολογοτέχνες που έσπευσαν να βαφτίσουν για μιαν ακόμα φορά την κακεντρέχεια και τη ζηλοφθονία τους σε ξινισμένο κρασί. Παρεμπιπτόντως, να ευχηθούμε «καλοτάξιδο!» το ολοκαίνουργο βιβλίο της Ο χρόνος πάλι (εκδ. Πατάκης). Γράφει η Σώτη: «Πρέπει να διαλέξεις έναν τρόπο για να ζεις. Πώς θα διαλέξεις αυτόν τον τρόπο; Η φιλοσοφία είναι η αυλή των θαυμάτων. Δίπλα στο κρεβάτι μου, στο τραπεζάκι, ο ‘Χέγκελ’ του Κώστα Παπαϊωάννου: πώς η ερμηνεία και η εφαρμογή της φιλοσοφίας εξαρτώνται από τα μάτια του αναγνώστη».
Πέντε παρά δύο ξημερώματα: και έπρεπε να κοιμηθώ νωρίς για να ξυπνήσω νωρίς. Και πήρα στα χέρια μου το Logicomix του Απόστολου Δοξιάδη και της πολύ καλής παρέας του (Χρίστος Χ. Παπαδημητρίου, Αλέκος Παπαδάτος, Annie Di Donna), εκδ. Ίκαρος. Παθιασμένες προσωπικότητες, εξαντλητικά εγχειρήματα, η διελκυστίνδα στοχασμού/ζωής, η διαλεκτική πνεύματος/σώματος, και ένα είδος ιστορίας του 20ού αιώνα, μέσα από τα μαθηματικά και τις αναζητήσεις κορυφαίων επιστημόνων. Θαυμάσιο το κείμενο, θαυμάσια η εικονογράφηση, θαυμάσια η έκδοση.
Προβλέπεται (όπως λέγαμε στα ελληνικά στρατά) καταβύθιση στις 600 σελίδες του Καπότε: Μια ζωή εν θερμώ που υπογράφει ο Τζέραλντ Κλαρκ (μτφρ. Βασίλης Μανουσάκης, εκδ. Μεταίχμιο). «Ο Τρούμαν ένιωθε σαν ήρωας πολέμου, που γύρισε κουτσαίνοντας στην πατρίδα και περίμενε να του κάνουν παρέλαση, για να ανακαλύψει μόνο πως οι άλλοι, που δεν είχαν καν δει τον εχθρό από κοντά, είχαν πάρει όλα τα παράσημα», γράφει ο Κλαρκ, αναφερόμενος στο ότι σεβασμός και έπαινος από τους «σωστούς ανθρώπους» (για τον Καπότε, το αληθινό όνομα του οποίου ήταν Truman Streckfus Persons) δεν ήρθαν. Παίρνοντας στα χέρια μου το έργο του Κλαρκ, έσπευσα να κατεβάσω από τα ράφια, για γόνιμη επανάληψη, την Αλληλογραφία του Καπότε (επιμέλεια Τζέραλντ Κλαρκ, μτφρ. Μυρίσνη Γκανά, εκδ. Μεταίχμιο), το Όταν οι προσευχές εισακούονται (μτφρ. Γιούρι Κοβαλένκο, εκδ. Καστανιώτης), το Άλλες Φωνές, Άλλοι Τόποι (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Μεταίχμιο), και φυσικά το Εν Ψυχρώ (μτφρ. Μιχάλης Μακρόπουλος, εκδ. Καστανιώτης).
Και μετά; Φτιάχνεις μουσική, ένα cd, μεθάς, ανακατεύεις τα βιβλία στα ράφια, αναστατώνεις εντός σου τις φράσεις που σε στοιχειώνουν, πιάνεις εκείνη την παλιά πένα, γράφεις: Χρόνια, δεκαετίες, να συνοψίζουμε τα εκατομμύρια δευτερόλεπτά μας σε δέκα, δεκαπέντε φράσεις, σε δέκα, δεκαπέντε βιβλία, σε δέκα, δεκαπέντε άσματα. Σπαράγματα και θραύσματα η ζωή μας μες στην πόλη, στις Λεωφόρους του Τίποτα, στα Σοκάκια του Πουθενά, στις Αλέες της Ερήμωσης. Ξανά τα μνήματα των όσων ζήσαμε και ζούμε να γίνονται νότες και πλεγμένες λέξεις, να βραχνιάζουμε καθώς προσευχόμαστε στο Κενό των Ημερών, πάνω από την Σκακιέρα της Ανυπαρξίας. Υγρά Όνειρα ουρλιάζουν δαγκάνοντας το Ρημάδι της Αμεριμνησίας που τόσο λατρέψαμε. Είμαστε Υπέροχοι μες στην Αθωότητά μας. Είμαστε Αθώοι μες στην Υπεροχή μας. Η dirty old town είναι για μας η ακατάσχετη Αθήνα. Δεν Θα Πεθάνουμε Ποτέ Πριν Ζήσουμε Για Πάντα. No Time To Check The Facts. Ο Σπύρος αφιερώνει στη Χριστίνα. Ο Ίκαρος αφιερώνει στην Ελεάννα.

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Πλατεία Παπαδιαμάντη, 16/ΧΙ/09

[Στο ΔΙΑΒΑΖΩ που κυκλοφορεί].