Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 25 Ιουνίου 2010

Κάλπικες Λίρες [Dennis Hopper/Μπαμπασάκης/Ανεστόπουλος]


Intro

Κι αυτά που δεν μπορείς να κάνεις
Κι αυτά που δεν στέργεις να τα πεις
Κι όλα τα πολλά που χάνεις
Στο στοίχημα της κρίσιμης καμπής

Κι εκείνα που στην ώρα τους δεν πήρες
Και όσα σου γαμήσανε οι Μοίρες
Και τ’ άλλα που σ’ τα πνίξανε σε μπίρες
Και όλες σου οι κάλπικες οι λίρες

Κι εκείνα που ’ριξες στου Χρόνου το Πηγάδι
Και τόσα που άρπαξε η Μέρα από το Βράδυ
Το χαστούκι που δεν γύρισε σε χάδι
Το παλάτι που σ’ το κάνανε ρημάδι



Θα ’ρθει και έρχεται και φτάνει η στιγμή
Που σμίγεις μ’ όσα ήσουν και θα είσαι
Μ’ εκείνα που έκρυβες στου ψεύδους τη στολή
Μ’ αυτά που τώρα αλήθεια ζεις και πια δεν τα μιμείσαι



Δευτέρα 21 Ιουνίου 2010

Πραγματεία Ενάντια στον Άδοξο Κυνισμό/Μηδενισμό

MIA ΕΛΛΑΔΑ ΟΡΑΤΗ AΛΛΑ ΑΘΕΑΤΗ



(Το είχα γράψει πριν από κάποια χρόνια, το υπενθυμίζω σήμερα -- μιας και το μεταγράφω σε μυθιστόρημα)

[Εγκυκλοπαίδεια pocket-Δομή, Ελλάδα, Τόμος Ι, Ιστορία-Πολιτισμός, σελ. 533-535]

Υπήρχαν και εξακολουθούν να υπάρχουν όψεις του ελληνικού κοινωνικού, πολιτικού και πολιτισμικού βίου, που αν και ορατές και ακμαίες, αργούν να εντοπιστούν, να σχολιαστούν, ακόμη και να καταγραφούν, και παραμένουν αθέατες για μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Το ρεμπέτικο τραγούδι υπήρξε μια τέτοια όψη. Η Ελλάδα ταλανίστηκε επί δεκαετίες από αλλεπάλληλους διχασμούς – έως το 1974 ακόμη, η μισή ελληνική πραγματικότητα τελούσε υπό παρανομία- και έτσι οι φωνές που δεν στρατεύονταν με τη μια ή την άλλη πλευρά είτε παρέμεναν στην αφάνεια είτε περιφρονούνταν, κατασυκοφαντούνταν και διώκονταν και από τις δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις, στην καλύτερη περίπτωση, δέσποζε η αδιαφορία.
Ο Μάνος Χατζιδάκις, με την περίφημη διάλεξή του στο Θέατρο Τέχνης, το 1949, επιχείρησε την αποκατάσταση αυτής της πραγματικότητας, του ρεμπέτικού, και το έκανε υποδειγματικά , αποφεύγοντας του ακραίους τόνους, υιοθετώντας μια φωνή νηφάλια και συνάμα τρυφερή, «η εποχή μας»έλεγε πριν από μισό αιώνα, «δεν είναι ούτε ηρωική ούτε επική και το τελείωμα του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου άφησε σχεδόν όλα τα προβλήματα άλυτα και μετέωρα. Τα μετέωρα αυτά προβλήματα δημιουργούνε περιφερόμενα ερωτηματικά, που δεν περιορίζονται, φυσικά, μόνο στο τομέα της πολιτικής και της κοινωνιολογίας, μα ξαπλώνονται με την ίδια δύναμη και στη φιλοσοφία». Τηρουμένων τω ν αναλογιών, τα ίδια ισχύουν και σήμερα, μετά τέλος του λεγόμενου Ψυχρού Πολέμου.
Πέραν του ρεμπέτικου, στη χώρα μας παρέμειναν είτε κρυμμένα μυστικά είτε μαύρα πρόβατα οι όποιες τάσεις πρωτοποριακής ή / και εναλλακτικής έκφρασης και τέχνης. Κατηγορήθηκαν ως παράλογες, αλλοπρόσαλλες, ακατανόητες, ξενόφερτες, όλες εκείνες οι απόπειρες Ελλήνων δημιουργών να συντονίσουν τις δραστηριότητές τους με τις αντίστοιχες που έθαλλαν στην αλλοδαπή, πότε στο Παρίσι, πότε στη Νέα Υόρκη. Ο όρος «υπερρεαλισμός» έχει τόσο πολύ διαστρεβλωθεί από την κατασυκοφάντηση και την καταλαλιά, ώστε ακόμη και σήμερα, σχεδόν έναν αιώνα μετά την έκρηξη του υπερρεαλιστικού κινήματος, να σημαίνει κάτι παράλογο, φαιδρό, αλλόκοτο και, στην καλύτερη περίπτωση, ιδιόρρυθμο. Παρόμοιες ήταν και οι αντιδράσεις για το καλλιτεχνικό κίνημα του ντανταϊσμού. Δυο από τους σημαντικότερους ποιητές μας, ο Ανδρέας Εμπειρίκος και ο Νίκος Εγγονόπουλος δυσφημίστηκαν σε σημείο να γίνουν επιθεωρησιακά πρόσωπα, με τα ονόματα Μπισμπιρίκος και Δισεγγονόπουλος.
Πάντως, υπήρξαν πολλές συγκροτημένες προσπάθειες μεταλαμπάδευσης και, εν συνεχεία, αφομοίωσης των πρωτοποριακών τάσεων. Η περισσότερο οργανωμένη καίτοι βραχύβια (το πραξικόπημα του 1967 διέκοψε βάναυσα και αυτή και άλλες τέτοιες απόπειρες) ήταν εκείνη του περιοδικού «Πάλι- Ένα Τετράδιο Αναζητήσεων». Στα έξι τεύχη αυτού του εντύπου δημοσιεύτηκαν πρωτότυπα κείμενα και μεταφράσεις που εξέφραζαν ακριβώς τις ανησυχίες μέσα στους υπάρχοντες τρόπους έκφρασης που πάσχιζαν να γνωστοποιήσουν στο κοινό τρόπους περισσότερο ευρείς, ελεύθερους, αιχμηρούς.
Το «Πάλι» ξεκίνησε την περιπέτειά του το 1963. Την πρωτοβουλία ανέλαβε ο ποιητής Νάνος Βαλαωρίτης, απευθυνόμενος στα πιο ρηξικέλευθα πνεύματα εκείνης της εποχής. Συγκέντρωσε γύρω του ποιητές όπως ο Νικόλαος Κάλας, ο Ανδρέας Εμπειρίκος, και η Μαντώ Αραβαντινού, που, όπως και ο ίδιος , διατηρούσαν άριστες σχέσεις με πρωτοποριακούς συναδέλφους του από το εξωτερικό και πειραματίζονταν γόνιμα με τον υπερρεαλισμό και ό, τι τότε αποκαλείτο μοντέρνο. Πλάι τους συντάχτηκαν νεότεροι δημιουργοί, όπως ο Πάνος Κουτρουμπούσης (ποιητής, συγγραφέας, εικαστικός καλλιτέχνης και κινηματογραφιστής) ο Τάσος Δενέγρης ( με εμφανείς τις ροκ επιδράσεις στα σύντομα και ακαριαία ποιήματά του, ο Δημήτρης Πουλικάκος ( μεταφραστής, συγγραφέας και μετέπειτα παππούς της ελληνικής ροκ σκηνής), ο Λεωνίδας Χρηστάκης ( πολυπράγμων: ζωγράφος, ποιητής , συγγραφέας, ιδρυτής και διευθυντής πολλών εντύπων) ο Γιώργος Μακρής (επαγγελματίας αναγνώστης, ποιητής, μεταφραστής) κ.α.
Στις σελίδες του «Πάλι» δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά εμπρηστικά κείμενα, παρέλασαν αποσπάσματα από τα, γονιμοποιά για όλες τις αβανγκάρντ του εικοστού αιώνα, «τα Άσματα του Μαλντορόρ» του Ιζιντορ Ντικάς, γνωστού ως Κόμης του Λοτρεαμόν, δημοσιεύτηκαν ποιήματα της γενιάς μπιτ (Άλλεν Γκίνσμπεργκ) δημοσιεύθηκαν πειραματικά δοκίμια, όπως αυτό του Ελευθερίου Δούγια (ψευδώνυμο του Αλέξανδρου Σχινά) περί «υπερλεξισμού», αλλά και κείμενα Ελλήνων αλχημιστών, ποιήματα του Αντρέ Μπρετόν, η περιλάλητη «Πέτρα του Ήλιου» του Οκτάβιο Παζ, με δυο λόγια, ό, τι πιο ζωντανό, ανήσυχο και πρωτοποριακό προκαλούσε συζητήσεις, από το Παρίσι και την Νέα Υόρκη έως το Βερολίνο και το Λονδίνο, εκείνη την εποχή. Το σκίρτημα του «Πάλι» ήταν πολύτιμο, και σήμερα πια εκπονούνται διατριβές για εκείνη την απόπειρα και εκείνη την παρέα ποιητών και δημιουργών.
Η δικτατορία ( 1967-74) πάγωσε και ανάστειλε αυτού του είδους τις δραστηριότητες, με αποτέλεσμα η άλλη Ελλάδα να παραμένει αθέατη. Ωστόσο, συγκροτήθηκαν άλλου τύπου συλλογικότητες, νέοι άνθρωποι , στοχαστές καλλιτέχνες, ανήσυχοι θεωρητικοί, άρχισαν να σκέφτονται και να εκφράζοντα, στο περιθώριο της λεγόμενης επίσημης πραγματικότητας, «σιγά – σιγά στην αρχή μετά απότομα» όπως έλεγε και ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ.
Σημαντική ήταν η ίδρυση του εκδοτικού οίκου «Διεθνής Βιβλιοθήκη» και του βιβλιοπωλείου
«Μαύρο Ρόδο» του οίκου αυτού. Ο αείμνηστος Χρήστος Κωνσταντινίδης ήταν η ψυχή της Διεθνούς Βιβλιοθήκης και φρόντισε για την έκδοση και διάδοση πρωτάκουστών έως εκείνη την εποχή τίτλων, όπως Η κοινωνία του θεάματος του Γκι Ντεμπόρ, Άγνωστη επανάσταση του Βολίν και έργα των Ρόζα Λούξεμπουργκ, Καρλ Μαρξ, Μιχαήλ Μπακούνιν, Τζορτζ Οργούελ, Τζέρι Ρούμπιν, Αμπί Χοφμαν, κά. Σχεδόν παράλληλα προς τη Διεθνή Βιβλιοθήκη και με παρεμφερή προσανατολισμό, δραστηριοποιήθηκε ο οίκος «Ελεύθερος Τύπος» του Γιώργου Γαρμπή, που μας προσέφερε έργα του Ραούλ Βανεγκέμ, του Πιοτρ Κροπότκιν, του Γκι Ντεμπόρ. Του Ενρίκο Μαλάτεστα, αλλά και, πέραν των βιβλίων πολιτικής σκέψης, έργα σχετικά με την πρωτοπορίες του εικοστού αιώνα, τον υπερρεαλισμό και το νταντά, καθώς και μεστά νοήματος μυθιστορήματα και ποιητικές συλλογές. Οι εκδόσεις «Απόπειρα», του Σαράντου Κορωνάκου και του Λεωνίδα Καραγκούνη ειδικεύτηκαν στην έκδοση έργων της λεγόμενης underground σκηνής και τις γενιάς των μπιτ, όπως Τσαρλς Μπουκόφσκι, Άλεν Γκίνσμπεργκ, Γουίλιαμ Μπάροουζ, Λόρενς Φερλιγκέτι, Πολ Μπόουλς κ. α., επιμένοντας στις φροντισμένες μεταφράσεις και στην καλή αισθητική του κάθε τόμου, καταφέρνοντας έτσι να διαπλάσουν ένα φανατικό κοινό. Ταυτόχρονα, δραστηριοποιήθηκε εκ νέου μια παρέα ποιητών και διανοούμενων που είχε περάσει από την ιστορική Επιθεώρηση Τέχνης, και αμέσως μετά τη δικτατορία εξέδωσε ένα νέο έντυπο, τις «Σημειώσεις» και έστησε τον ποιοτικό εκδοτικό οίκο «Έρασμος». Οι κεντρικές μορφές της παρέας των Σημειώσεων (Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Μάριος Μαρκίδης , Στέφανος Ροζάνης και Βύρων Λεοντάρης) δεν έπαψαν να συνδυάζουν την ποίηση με το δοκίμιο και τον φιλοσοφικό στοχασμό με την κοινωνική κριτική, προσφέροντας κείμενα που αντέχουν στο χρόνο και συλλαμβάνουν τους κοινωνικούς κραδασμούς και τα δεινά της εποχής με μεγάλη ενάργεια και ευαισθησία,. Εξέδωσαν από Τόμας Μαν, και Μπλεζ Σαντράρ μέχρι Χάνα Άρεντ και Ανρί Λεφέβρ, τροφοδοτώντας τους διανοούμενους και τους φιλέρευνους πολίτες με υλικό για υψηλής στάθμης συζητήσεις. Άλλη μια τέτοια αυτόνομη και ανεξάρτητη φωνή, που κατάφερε να δημιουργήσει σχολή και να επηρεάσει καταλυτικά μια σημαντική μερίδα του φοιτητικού χώρου είναι ο Λεωνίδας Χρηστάκης. Υπερδραστήριος στην αναζήτηση εναλλακτικών τρόπων σκέψης και ζωής, εκσκαφέας των άγνωστων γαιών και χαρτογράφος του χάους της σύγχρονης ζωής, ο Χρηστάκης εξέδωσε πολλά έντυπα πολιτικής δράσης και κουλτούρας με σημαντικότερο το «Ιδεοδρόμιο», ένα είδος δεκαπενθήμερης εφημερίδας, όπου παρουσιάστηκαν δεκάδες ρεύματα σκέψεις σχεδόν άγνωστα στην Ελλάδα ενώ συνάμα έδωσε την ευκαιρία να εκφραστούν με απολύτως ελεύθερο τρόπο δεκάδες νέοι Έλληνες καλλιτέχνες, ποιητές, στοχαστές, επαναστάτες, ακόμη και απλώς ιδιόρρυθμοι τύποι με κάποιο ενδιαφέρον. Το «Ιδεοδρόμιο» δεν ήταν απλώς ένα ακόμη περιοδικό: από τους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του, διαμόρφωσε ένα άτυπο αλλά δυναμικό κίνημα στον νεαρόκοσμο και στους φοιτητικούς κύκλους.
Παραλλήλως, ο Χρηστάκης έστησε τον εκδοτικό οίκο «Εκδόσεις της Μη Άμεσης Επανάστασης», ένα φορέα που παρουσίασε πολλά αιχμηρά κείμενα πολιτικής σκέψης, εικαστικής παρέμβασης αλλά και πεζογραφία και ποίηση.
Αξίζει να γίνει μνεία και σε ορισμένα στέκια που άνθιζε η εναλλακτική σκέψη και διεξάγονταν πολλές συζητήσεις στο περιθώριο της επίσημης πολιτικής και πολιτισμικής ζωής. Ένα από αυτά ήταν το δισκοπωλείο και βιβλιοπωλείο «Pop Eleven» του αειμνήστου Τάσου Φαληρέα και του αδερφού του Γρηγόρη Φαληρέα, όπου μπορούσες να βρεις ό, τι πιο προωθημένο παρουσιαζόταν στον δισκογραφικό τομέα , ενώ το βιβλιοπωλείο που διηύθυνε ο αείμνηστος Κώστας Γιαννακοπούλος, υπήρχαν σπάνιες εκδόσεις για το ροκ, τα μπλουζ και την τζαζ, αλλά και όλα τα ανεξάρτητα και πρωτοποριακά έντυπα που κυκλοφορούσαν. Άλλα τέτοια στέκια ήταν το βιβλιοπωλείο «Ψάθινο καρότο», το βιβλιοπωλείο «Χνάρι», το καφενείο «Ρεφραίν», το μπαρ «Ιπποπόταμος» και η μπουάτ «Τιπούκειτος»
Αρκετοί έλληνες δημιουργοί παρέμειναν για μεγάλο χρονικό διάστημα στο περιθώριο, μια που το έργο τους δεν μπορούσε να εξυπηρετήσει πολιτικές σκοπιμότητες, και έτσι αποκλείστηκε συστηματικά από το ευρύ κοινό. Οι δημιουργοί αυτοί επέμειναν σθεναρά στην απόφασή τους να εκφράσουν ελεύθερα όσα τους απασχολούσαν, αδιαφορώντας για τις κυρίαρχες τάσεις πηγαίνοντας ενάντια στο κύριο ρεύμα.
Ο σκηνοθέτης Κώστας Σφήκας, μια ευγενική και εξόχως καλλιεργημένη μορφή, μας έδωσε το σκανδαλώδες «Μοντέλο» μια πειραματική κινηματογραφική ταινία που αναλύει τις θέσεις του Κάρολου Μαρξ περί φετιχισμού και εμπορεύματος, από το τέταρτο κεφάλαιο του κεφαλαίου. Η ταινία προκάλεσε σάλο, καθώς θεωρήθηκε απολύτως ακατάληπτη, όταν προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, σήμερα όμως θεωρείται κλασική στο είδος της και προβάλλεται στο περίφημο ΜΟΜΑ, το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης. Ο σκηνοθέτης και μυθιστοριογράφος Νίκος Νικολαϊδης σκανδάλισε για ακριβώς αντίθετους λόγους: μέσα στο σχεδόν ασφυκτικό κλίμα του φαιδρού και παραληρηματικού αντιαμερικανισμού που απλωνόταν στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, παρουσίασε την ταινία «Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα», ένα σπαρακτικό, αλλά γεμάτο χιούμορ ελεγείο για τη γενιά του ροκ – εν – ρολ, για του έρωτες, τα πάθη και τις φαντασιώσεις μιας συντροφιάς που λάτρεψε τον Τζέιμς Ντιν, τον Μάρλον Μπράντο και τον Έλβις Πρίσλεϊ, που λάτρεψε τα γρήγορα αυτοκίνητα, το ουίσκι και τα αστυνομικά μυθιστορήματα, η ταινία απέσπασε αρνητικές κριτικές από τους τότε κινηματογραφικούς κριτικούς, κέρδισε ωστόσο ένα κοινό που έμεινε πια πιστό στον Νικολαϊδη, ο οποίος μας έδωσε και το εμπνευσμένο μυθιστόρημα Ο οργισμένος Βαλκάνιος, που επίσης απέκτησε πιστούς οπαδούς.
Η ηθοποιός Κατερίνα Γώγου, ύστερα από εμφανίσεις σε εμπορικές ταινίες, κυρίως κωμωδίες, στράφηκε στην ποίηση, γράφοντας με ένα σχεδόν ανεπεξέργαστο, βίαιο, ανυπότακτο και εμπρηστικό τρόπο την ιστορία του σώματός της, και συνάμα, ποιητικά μανιφέστα ενάντια στα δεινά της εποχής και της κοινωνίας μας. Το βιβλίο της «Τρία κλικ αριστερά» διαβάστηκε πολύ και αγαπήθηκε εξίσου, κυρίως από τους αναγνώστες περιοδικών όπως το «Ιδεοδρόμιο». Ο εικαστικός καλλιτέχνης Πάνος Κουτρουμπούσης, ξάφνιασε ευχάριστα ένα ανήσυχο κοινό με το βιβλίο του «Εν Αγκαλιά ντε Κρισγιαούρτι», όπου συγκέντρωσε τα λεγόμενα ταχυδράματά του- εξαιρετικά σύντομα, σχεδόν ακαριαία, θεατρικά θραύσματα, γραμμένα με ξεκαρδιστικό χιούμορ- και σύντομα πεζογραφήματα γραμμένα σε μιαν ιδιότυπη γλώσσα, ένα κράμα από τη γλώσσα των φτηνών αστυνομικών αφηγημάτων, των μυθιστορημάτων επιστημονικής φαντασίας και των κόμικς, το ανατρεπτικό χιούμορ του Κουτρουμπούση εξακολουθεί να θάλλει και να κερδίζει ολοένα και περισσότερους φίλους.
Ο Μιχαήλ Μήτρας είναι ακόμη μια περίπτωση δημιουργού που έδρασε στο περιθώριο της επίσημης πραγματικότητας. Αντλώντας την έμπνευσή του από τα πρώτα ντανταϊστικά πειράματα, από τη συγκεκριμένη ποίηση, και από την εννοιακή τέχνη ο Μήτρας συνέθεσε τα βιβλία του με φτωχά υλικά συνδυάζοντας με τέτοιον τρόπο ορισμένες απλές έως τετριμμένες λέξεις, ώστε να προκαλείται έντονη αμηχανία στον αναγνώστη και να του επιβάλει να σκεφτεί εκ νέου τη λειτουργία της γλώσσας, και γενικότερα, της σκέψεις. Στο τόμο «Αόριστες λεπτομέρειες» συγκεντρώθηκαν τα πειραματικά πεζογραφήματα που συνετέθησαν ανάμεσα στο 1971 και 1989, και παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για τις απόπειρες που παραβιάζουν τα όρια της συμβατικής γλώσσας.
Τρεις Ελληνίδες πεζογράφοι επιχείρησαν να συνδυάσουν το μοντερνισμό, τα λεκτικά πειράματα και την αφηγηματική δεινότητα, ώστε να παραχθούν έργα αντισυμβατικά και συνάμα εύληπτα. Αρχικά, οι απόπειρες τους δεν έτυχαν ευμενούς υποδοχής, με την επιμονή τους όμως και το πέρασμα του χρόνου, που διέλυσε βαθμιαία παλαιότερες προκαταλήψεις, κατέστη εφικτό να σχηματιστεί ένα πιστό κοινό, το οποίο μάλιστα ευρύνεται όλο και περισσότερο.
Η Μαρία Μήτσορα, μια δεινή αφηγήτρια, παρουσίασε το «Άννα να ένα άλλο», μια συλλογή ιδιότυπων διηγημάτων εξαιρετικής κομψότητας, εσωστρέφειας, φοβιών και εμβριθέστατων ψυχολογικών αναλύσεων και παρατηρήσεων. Στράφηκε και στο μυθιστόρημα και μας προσέφερε τα «Σκόρπια Δύναμη», «Περίληψη του Κόσμου» και, πιο πρόσφατα το «Ο Ήλιος Δύω».
Η Έρση Σωτηροπούλου εξέδωσε σε νεαρή ηλικία ποιήματα, εν συνεχεία πειραματίστηκε με το είδος της νουβέλας («Διακοπές χωρίς πτώμα», «Εορταστικό τριήμερο στα Γιάννενα»), για να στραφεί και αυτή στο μυθιστόρημα ( ‘Η φάρσα», «Ζιγκ- ζαγκ στις νεραντζιές»). Συνδυάζει με χαρακτηριστική άνεση τη γλώσσα της νεολαίας, επηρεασμένη από το ροκ και το πανκ, μπολιάζοντας με δυναμικές, και βίαιες ακόμη, σκηνές τα πεζογραφήματά της, ακροβατώντας ανάμεσα στο παράλογο και σε έναν σκληρό, γειωμένο ρεαλισμό.
Η Σώτη Τριανταφύλλου πρωτοεμφανίστηκε και αυτή με συλλογές σύντομων δυναμικών αφηγημάτων, που θυμίζουν ημερολογιακές εγγραφές, σημειώσεις στο περιθώριο ταξιδιών, μνήμες από ακούσματα ροκ μουσικής, παραμιλητά στο μαγνητόφωνο ύστερα από έντονες ερωτικές σχέσεις, θραύσματα από μιαν ήδη θρυμματισμένη ζωή που πασχίζει να ανασυγκροτηθεί. Από τις συλλογές αφηγημάτων ( «Μέρες που έμοιαζαν με μανταρίνι», «Το εναέριο τρένο στο Στίλγουελ», «Άλφαμπετ Σίτι») στράφηκε και αυτή στο μυθιστόρημα, με αισθητή πια επιτυχία («Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης», «Υπόγειος Ουρανός», «Το εργοστάσιο των μολυβιών», «Άλμπατρος» κ. ά ).
Η ορατή αλλά αθέατη Ελλάδα υπήρξε, υπάρχει και θα υπάρχει.
Ανήσυχοι καλλιτέχνες, δημιουργοί και θεωρητικοί θα φροντίζουν πάντα να εκφράζονται δυναμικά και να διαδίδουν τις ιδέες τους, και με τον καιρό, το έργο τους θα επηρεάζει τις δεσπόζουσες τάσεις της ελληνικής πραγματικότητας, θα αφομοιώνεται και θα γονιμοποιεί.

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης

Σάββατο 19 Ιουνίου 2010

W.S.B.

Burroughs


Ουίλιαμ Σιούαρντ Μπάροουζ: Ο Παππούς Όλων Μας

Στη μνήμη του φίλου μου, Νίκου Μπαλή


Υπάρχουν επαναστάτες που από μόνοι τους αποτέλεσαν μιαν ολόκληρη Κεντρική Επιτροπή (κλασικό παράδειγμα: ο Γκυ Ντεμπόρ). Υπάρχουν συγγραφείς που από μόνοι τους αποτέλεσαν μια ολόκληρη σχολή (κλασικό παράδειγμα ο Μπόρχες). Υπάρχουν καλλιτέχνες που από μόνοι τους αποτέλεσαν ένα ολόκληρο κίνημα (κλασικό παράδειγμα: ο Μαρσέλ Ντυσάν). Υπάρχει μία προσωπικότητα, μια εμβληματική μορφή του Εικοστού Αιώνα που υπήρξε και τα τρία, και όχι μόνο στο συμβολικό επίπεδο: επαναστάτης, συγγραφέας, καλλιτέχνης, και, συνάμα, κεντρική επιτροπή, σχολή, κίνημα. Άκουγε στο όνομα Ουίλιαμ Σιούαρντ Μπάροουζ. Επηρέασε τους πάντες και τα πάντα. Επηρέασε τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε την τέχνη, επηρέασε τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τη ζωή. Επηρέασε το γράψιμο, την εικαστική έκφραση, τον κινηματογράφο, το ροκ. Ανακάτεψε την τράπουλα ξανά. Ανέτρεψε τα δεδομένα. Ήταν από εκείνους που δεν παίζουν με τους κανόνες αλλά τους αναδημιουργούν, τους επινοούν, και τους επιβάλλουν – όχι με τη βία, αλλά με μια σπάνια μειλιχιότητα, με μια καταλυτική και ακαταμάχητη ηδύτητα. Ο Ουίλιαμ Σιούαρντ Μπάροουζ.

Και τι δεν ήταν; Γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας, λαμπρός φοιτητής, ένας απ’ τους γενάρχες του κινήματος των Μπιτ, ακούσιος φονιάς της συζύγου του, ποιητής, περιπλανώμενος, ιδιωτικός ντετέκτιβ, απολυμαντής, αέναος πειραματιστής, ανατρεπτικός μελετητής της γλωσσικής λειτουργίας, εικαστικός καλλιτέχνης, και τόσα άλλα. Σωστά, πολύ σωστά, η ιέρεια του αμερικανικού πανκ, η Πάτι Σμιθ, λέει: «Ήταν ο παππούς όλων μας». Χώθηκε στο λαβύρινθο των τεχνητών παραδείσων αλλά δεν χάθηκε. Βρήκε την Αριάδνη του, το γράψιμο, και βγήκε από κει. Φαίνεται ότι για τα δημιουργικά πνεύματα ο λαβύρινθος της Τέχνης είναι πιο θελκτικός, πιο απαιτητικός, πιο περίπλοκος. Έως το θάνατό του, ο Ουίλιαμ Σιούαρντ, όπως και ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ, ο λατρεμένος του, παρέμεινε σ’ αυτόν το λαβύρινθο, στο Λαβύρινθο της Στρατιάς των Είκοσι Τεσσάρων Γραμμάτων. Αυτοί οι δύο Ουίλιαμ Σ. είχαν πολλά κοινά (να ποια θα ήταν η υπέρτατη φιλοφρόνηση για τον πρώτο Ουίλιαμ Σ. – μια τέτοια συσχέτιση με τον Μεγάλο Βάρδο θα τον έκανε πάντα ευτυχή). Το κυριότερο κοινό χαρακτηριστικό τους ήταν η επίγνωση ότι γράφοντας αλλάζουν την τάξη του κόσμου, κινούν τον κόσμο έστω κατά ένα εκατομμυριοστό της ίνστας, όπως έλεγε ένας άλλος ποιητής. Λιγότερο από ένα χρόνο προτού πάρει τα χειρόγραφά του παραμάσχαλα και πάει να συναντήσει στις Βιβλιοθήκες του Ουρανού τον Τζέιμς Τζόυς και τον Τζόζεφ Κόνραντ, ο συγγραφέας του «Τόπου των Νεκρών Δρόμων» σημείωνε στο ημερολόγιό του: «Ναι, για όλους εμάς της Συμμορίας Σαίξπηρ, το γράψιμο είναι αυτό ακριβώς: όχι μια φυγή από την πραγματικότητα, αλλά μια απόπειρα να αλλάζουμε την πραγματικότητα». Γι’ αυτό και ο Μπάροουζ δεν ακολούθησε πορεία γραμμική, προβλέψιμη, βατή. Αλλά τεθλασμένη, όλο ποιοτικά άλματα, γεμάτη απρόβλεπτα, με αλλεπάλληλους ελιγμούς και σχεδόν πολεμικού τύπου τακτικές και στρατηγικές. Ήταν κάτι πέρα από συγγραφέας, μολονότι θεωρούσε ύψιστη τιμή αυτό που είχε δηλώσει ο Μπέκετ για τον Μπάροουζ: «Ναι, είναι ένας συγγραφέας».

Ο Ουίλιαμ Σιούαρντ Μπάροουζ ο Δεύτερος, γεννήθηκε στο Σαιντ Λούις του Μισούρι, στις 15 Φεβρουαρίου του 1914. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια σ’ ένα παλιό τρίπατο τούβλινο σπίτι, με πρασιά στην πρόσοψη, με πίσω αυλή, με κήπο, μια μικρή λιμνούλα με ψάρια, αλλά και ανάμεσα στην αδιάκοπη ταραχή που προκαλούν οι αλλεπάλληλοι εφιάλτες και την μαγεία των καλών ονείρων που είναι, όπως ξέρουμε, «η αστρόσκονη της ύλης». Την ύστερη ωριμότητά του, και σε ένα από τα πιο συγκλονιστικά βιβλία του, στις «Πόλεις της κόκκινης Νύχτας» (εκδ. Απόπειρα, μτφρ. Νίκος Ρέγκας και Δημήτρης Κουμανιώτης), απολαμβάνουμε ένα πορτρέτο του μικρού Ουίλιαμ των αρχών του αιώνα: «Κανείς δεν τον ήθελε για πολύ, παρ’ όλο που ήταν ένα όμορφο αγόρι με ξανθά μαλλιά και τεράστια γαλάζια μάτια σαν βαθιές λίμνες. Έκανε τους ανθρώπους να μην αισθάνονται άνετα. Υπήρχε πάνω του μια νωθρή ζωώδης ηρεμία. Άνοιγε το στόμα του μονάχα για να απαντήσει σε μιαν ερώτηση ή για να εκφράσει μιαν ανάγκη. Η σιωπή του έμοιαζε να κρύβει μιαν απειλή ή μιαν επίκριση. Κι αυτό δεν άρεσε στους ανθρώπους».

Όπως πολλοί συγγραφείς που σέβονται τον εαυτό τους, ο Μπάροουζ επέδειξε από μικρός μιαν αδιαφορία για τις αθλήσεις, τα ομαδικά παιχνίδια, τους εφηβικούς κομπασμούς. Του άρεσε να παίζει σκάκι, του άρεσε να απομονώνεται, του άρεσε να διαβάζει. Και πάνω απ’ όλα ήθελε να γίνει συγγραφέας. Ο Όσκαρ Ουάιλντ, ο Ανατόλ Φρανς, ο Γκυστάβ Φλωμπέρ, ο Αντρέ Ζιντ, θα είναι απ’ τους πρώτους αγαπημένους του μάστορες του λόγου. Παρατηρούμε ότι κανένας δεν είναι Αμερικανός. Ήδη από τότε. Αλλά και αργότερα, ο Μπάροουζ, ένας συγγραφέας πάντα πρόθυμος να επιδαψιλεύσει φιλοφρονήσεις σε όσους καλλιτέχνες, φίλους και ανθρώπους εκτιμούσε, φρόντιζε να είναι στα γραπτά του παρόντες ο Αρθούρος Ρεμπώ, ο Ζαν Ζενέ, ο Σάμιουελ Κόλεριτζ, ο Τόμας ντε Κουίνσι, και, κυρίως (και σχεδόν σε όλα του τα βιβλία) ο Μεγάλος Βάρδος, ο άλλος Ουίλιαμ Σ., ο Σαίξπηρ. Ελάχιστοι Αμερικανοί, συνήθως συγγραφείς αστυνομικών ιστοριών ή επιστημονικής φαντασίας δευτεροκλασάτοι, αγνοημένοι, λησμονημένοι, εμφανίζονται στο έργο του Μπάροουζ. Μία εξαίρεση (αλλά τι εξαίρεση!): ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ, ο Πάπα Χεμ, ο απόλυτος Άνθρωπος και Συγγραφέας, η κολοσσιαία προσωπικότητα που στοιχειώνει το μυαλό κάθε άντρα που έπιασε κάποτε χαρτί και μολύβι αποφασίζοντας να αφιερώσει τη ζωή του στο γράψιμο.
Ο Μπάροουζ θα σπουδάσει φιλολογία στο Χάρβαρντ, όπου θα διακριθεί. Συνεχίζει με σπουδές ιατρικής στη Βιέννη, ενώ μετέπειτα θα παρακολουθήσει σεμινάρια εθνολογίας και αρχαιολογίας. Θα ταξιδέψει. Πολύ. Στην Ευρώπη. Στη Νότιο Αμερική. Στη Βόρειο Αφρική. Θα καταγράφει διαρκώς τις εμπειρίες του, σε σημειωματάρια που με τον καιρό έγιναν μικρά εικαστικά έργα και που έμελλε να αποτελέσουν πολλές φορές το πρώτο υλικό για τα πρωτότυπα αφηγήματά του. Και είναι μία από τις χαρακτηριστικές μεθόδους του: η καταγραφή όσων βλέπει σε συνδυασμό με την καταγραφή όσων αισθάνεται βαθιά μέσα του, και όσων συνειρμών διεξάγονται εκείνη την ώρα στον εγκέφαλό του. «Είμαι ένα όργανο καταγραφής», θα πει ο Μπάροουζ. «Ένας χαρτογράφος, ένας εξερευνητής των περιοχών της ψυχής, για να χρησιμοποιήσω τη φράση του κυρίου Αλεξάντερ Τρόκκι, ένας κοσμοναύτης του εσωτερικού Διαστήματος».
Στα τέλη της δεκαετίας του 1940, ο Μπάροουζ θα συνδεθεί φιλικά με τους Άλεν Γκίνσμπεργκ και Τζακ Κέρουακ, με τους οποίους θα αποτελέσει τον αρχικό και κεντρικό πυρήνα της περιλάλητης Γενιάς Μπιτ, εκείνου του κινήματος που έμελλε να συγκλονίσει τις Ηνωμένες Πολιτείες κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, αλλά και του 1960, όχι μόνο με τα έργα όσο με τον τρόπο ζωής και τις συμπεριφορές που προπαγάνδιζαν αυτά τα έργα. Ο αντικομφορμισμός, η παραβίαση κάθε λογοτεχνικού κανόνα χάριν της ανεμπόδιστης έκρηξης των δημιουργικών δυνατοτήτων, η διαρκής περιπλάνηση από τόπο σε τόπο, ένας ιδιότυπος νομαδισμός, η λατρεία της τζαζ και ο εκθειασμός της παραβατικότητας σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής αποτελούν τα κυριότερα χαρακτηριστικά του κινήματος. Ο Μπάροουζ θα είναι η πιο σεβαστή προσωπικότητα ανάμεσα στους άλλους μπιτ συγγραφείς και ποιητές, ο αδιαφιλονίκητος αντι-ηγέτης και κρυφός καθοδηγητής τους.
Είναι γνωστές οι περιπέτειές του με την ηρωίνη, με την πρέζα ¬ και ίσως συζητημένες περισσότερο από το τόσο ακραία πρωτότυπο και αιχμηρά κριτικό έργο του. Τις παρακάμπτουμε, λοιπόν, λέγοντας απλώς ότι αποτέλεσαν κι αυτές μια πρώτη ύλη που χειρίστηκε με θαυμαστή μεθοδικότητα και διαύγεια. Έγραψε το «Junky» (1953), αυτήν την παγωμένη αναφορά στον εφιαλτικό κόσμο της βελόνας και της σιωπής, της γυμνότητας των αισθημάτων και των αλλεπάλληλων χειραψιών με τον θάνατο, της τεχνητής υπνοβασίας και της άλγεβρας της ανάγκης. «Χρειάζομαι την πρέζα για να σηκωθώ από το κρεβάτι το πρωί, για να ξυριστώ και να φάω πρωινό. Τη χρειάζομαι για να μείνω ζωντανός». Ταξιδεύει εν τω μεταξύ: στον χώρο αλλά και στον χρόνο, στους τόπους του πλανήτη αλλά και στα τοπία του πνεύματος. Νέα Ορλεάνη, Μεξικό, Ταγγέρη, Παναμάς, Εκουαδόρ, Κολομβία, Περού. Μια άτυχη, τραγική στιγμή: στο Μεξικό ο Μπάροουζ, παίζοντας τον Γουλιέλμο Τέλλο, στήνει ένα ποτήρι στο κεφάλι της γυναίκας του, της Τζόαν Βόλμερ Άνταμς, σημαδεύει και πυροβολεί• αλλά η σφαίρα δεν βρίσκει το ποτήρι. Ο συγγραφέας θα ταλαιπωρηθεί για λίγο στις φυλακές και στα ψυχιατρεία. Μετά θα απελαθεί.
Ο Μπάροουζ θα είναι πια ένα εκκεντρικό εκκρεμές, ένας οδοιπόρος και εξερευνητής, κινούμενος ανάμεσα σε κοσμοβριθείς μεγαλουπόλεις, ερήμους και ζούγκλες. Γράφει, γράφει και γράφει. Το αχανές, αταξινόμητο, χαοτικό υλικό θα λάβει, με τον καιρό, μορφή. Ο Τζακ Κέρουακ θα επιχειρήσει μια κρίσιμη τακτοποίηση όλων εκείνων των εκρηκτικών σελίδων και θα τους προσφέρει το όνομα που τις έκαναν τόσο γνωστές: «Naked Lunch». Δεν είναι άλλο από το εφιαλτικό, πρωτότυπο, εκρηκτικό μυθιστόρημα «Γυμνό γεύμα» (1959), που μόλις κυκλοφόρησε και στα ελληνικά (εκδόσεις Απόπειρα, μτφρ. Γιώργος Γούτας, 2003). Ένα έργο τέχνης που αναγορεύτηκε σε οδόσημο της πρωτοπορίας του εικοστού αιώνα, εξίσου σημαντικό πια με το «Άσπρο Τετράγωνο σε Άσπρο Φόντο» του Καζιμίρ Μάλεβιτς, με τη σιωπή στη μουσική του Τζον Κέιτζ, με το μουστάκι στην Τζοκόντα του Μαρσέλ Ντυσάν, με το πειραματικό φιλμ χωρίς εικόνες «Ουρλιαχτά για χάρη του Σαντ» του Γκυ Ντεμπόρ. Όπως θα έλεγε ο ποιητής Νίκος Καρούζος, εδώ ο Μπάροουζ επιχειρεί «να γυμνάσει τη σκέψη σε απογύμνωση». Ο λόγος στο «Γυμνό Γεύμα» είναι φαινομενικά τραχύς, άμεσος, ωμός, ακαριαίος. Ο εφιάλτης είναι πάντα παρών, απαλλαγμένος από καρυκεύματα, γυμνός. Το χιούμορ αγγίζει τα όρια ενός αχαλίνωτου, αλλά μεθοδευμένου τελικά, σαδισμού. Ο Μπάροουζ εκθέτει φριχτά τις συνθήκες στις οποίες ζει ο σύγχρονος άνθρωπος. Τις εκθέτει με βάναυση ειλικρίνεια, με μιαν αμεσότητα που προκαλεί αλλεπάλληλα αφυπνιστικά σοκ. Τα ωμά γεγονότα περιγράφονται με ωμό τρόπο, απλώνονται στις σελίδες εντελώς γυμνά. Με έναν σχεδόν διεστραμμένο καταιγισμό αλλόκοτων εικόνων και περιστατικών, ο Μπάροουζ εξαπολύει το «κατηγορώ» του σε μια παραπαίουσα κουλτούρα και θέτει τα θεμέλια μιας διευρυμένης κοσμοαντίληψης που θέλει να καταργήσει τις πεπαλαιωμένες σχέσεις πνεύματος/σώματος, γλώσσας/επικοινωνίας, τέχνης/επιστήμης. Στο «Γυμνό Γεύμα» καταγγέλλονται ρητά οι υπερεξουσίες της ιατρικής, των αυταρχικών πολιτικών συστημάτων, της θρησκείας. Όπως και άλλα έργα του Μπάροουζ, αυτό το εμπρηστικό μυθιστόρημα είναι ένα θορυβώδες ελεγείο για τις χαμένες αξίες, μια αδυσώπητη καταγγελία για τα δεινά που σωρεύουν τα συστήματα ελέγχου και καταστολής, καθώς και μια προφητική δυστοπία.
Επί μία καθοριστική επταετία, ανάμεσα στο 1957 και το 1963, στρατηγείο του Μπάροουζ, και του κινήματος, θα είναι ένα ξενοδοχείο στο Παρίσι, ένα τότε άσημο, ρυπαρό, φτωχικό αλλά φιλόξενο καταφύγιο κάθε λογής εκπατρισμένων, ημιπαράνομων, μποέμ, κακόφημων, ψευτοκαλλιτεχνών. Η Μαντάμ Ρασού, η ιδιοκτήτρια, έμεινε στην ιστορία για την ευγένεια, την ανεκτικότητα, και την καλοσύνη με την οποία περιποιόταν την διόλου αξιοπρεπή και μάλλον θορυβώδη πελατεία της. Το ξενοδοχείο έμεινε στην ιστορία ως The Beat Hotel. Βρισκόταν σ’ ένα πολύ όμορφο σοκάκι, στη rue Git-le-Coeur, κοντά στο πιο όμορφο μέρος του κόσμου, στο Pointe du Vert-Galant, στο Σηκουάνα. Εκεί θα συνεργαστεί με τον ιδιόρρυθμο συγγραφέα, ζωγράφο, καλλιγράφο και μουσικό Μπράιον Γκάιζιν, και θα επεξεργαστεί τις φημισμένες πια μεθόδους του cut-up και του fold-in.
Ακολουθούν οι γόνιμοι πειραματισμοί με τη μορφή ακριβώς για να μπορέσει να εκφρασθεί όπως αρμόζει το συνταρακτικό περιεχόμενο. Αρχίζουν να συντίθεται τα έργα εκείνα που είναι μυθιστορίες και συνάμα κοινωνιολογικές έρευνες, γλωσσολογικές καταβυθίσεις στο χάος της εποχής μας, αδιάλλακτα μανιφέστα εξέγερσης, τολμηρές διαγνώσεις, ψύχραιμες καταγραφές ασύλληπτων εμπειριών, διεξοδικά δοκίμια πάνω στη φύση και στον προορισμό του ανθρώπου. Με τη μέθοδο του cut-up και του fold-in, ο Μπάροουζ καταφέρνει να διεισδύσει στο οργιαστικό κενό αυτού του αιώνα, να διαβεί τις ναρκοθετημένες ζώνες του, να χαρτογραφήσει τις ανεξερεύνητες περιοχές του. Και θα είναι αμείλικτος, οδηγώντας ενάντια στην Αρρώστια του Ελέγχου και του Συστήματος έναν πάνοπλο ουλαμό, ένα πειθαρχημένο «τσούρμο» που απαρτίζεται από το Χιούμορ και την Αγανάκτηση, την Ακρίβεια της Επιστήμης και το Πάθος της Τέχνης (όπως έλεγε, όχι και τόσο στα αστεία, ένας άλλος μεγάλος συγγραφέας), τη Συγγραφική Ιδιοφυΐα και την Τόλμη της Πρωτοτυπίας. Ο Μπάροουζ γράφει, γράφει και γράφει, γιατί ζει και ζει και ζει: «Απολυμαντής», «Το εισιτήριό του εξερράγη», «Νόβα εξπρές», «Η μαλακή μηχανή», «Ο Ρούζβελτ πρόεδρος και άλλες ωμότητες», «Σε ποιον ανήκει η θανατηφόρος TV», «Η δουλειά», «Οι τελευταίες λέξεις του Ντατς Σουλτς», «Τα άγρια αγόρια». Αξίζει εδώ να σημειώσουμε ότι η «Απόπειρα» και ο «Ελεύθερος Τύπος» κοινοποίησαν κάτω από όχι και τόσο ευνοϊκές συνθήκες το έργο του Μπάροουζ στη χώρα μας. Και ότι την περίπλοκη και δύσκολη γραφή του μετέφρασαν άρτια παθιασμένοι αναγνώστες του όπως ο μακαρίτης φίλος μας Νίκος Μπαλής, η Ιουλία Ραλλίδη, ο Γιώργος Γούτας, ο Γιάννης Τζώρτζης, ο Κώστας Ματσούκας, ο Βασίλης Κιζήλος,
Ύστερα από ένα τέταρτο του αιώνα, όλο εξορίες, περιπλανήσεις, περιπέτειες, ο Μπάροουζ θα επιστρέψει στην Αμερική. Θα πίνει πολύ βότκα. Θα κάνει περιοδείες διαβάζοντας δημοσίως αποσπάσματα από το έργο του. Ανάμεσα στα 1974 και 1987 διάβασε σε μεγάλα ακροατήρια 150 φορές, αποκομίζοντας 75.000 δολάρια. Το 1977, διάβασε μαζί με τον θρυλικό Τένεσι Γουίλιαμς, τον συγγραφέα του «Λεωφορείον ο Πόθος». Το 1981, διάβασε μαζί με τον μαιτρ του θρίλερ, τον Στήβεν Κινγκ. Η μορφή του θα επηρεάζει ολοένα και περισσότερο το ροκ. Ήδη οι Beatles τον είχαν συμπεριλάβει στο εξώφυλλο του «Sergeant Pepper Lonely Hearts Club Band», ενός από τους πιο ξακουστούς δίσκους στην ιστορία της μουσικής. Θα τον επισκέπτονται συχνά ο Φρανκ Ζάππα, ο Ντέιβιντ Μπερν, ο Ντέιβιντ Μπάουι, η Ντέμπι Χάρι (η φοβερή και τρομερή Μπλόντι), ο Ίγκι Ποπ, και, φυσικά, η Πάτι Σμιθ. Όλη η ενδιαφέρουσα σκηνή της Νέας Υόρκης θα πίνει νερό, κρασί, βότκα, τεκίλα και ουίσκι στ’ όνομά του!
Κι άλλοι θα έρθουν να τον συναντήσουν. Η Λόρι Άντερσον, η οποία θα συνεργαστεί με τον Μπάροουζ. Ο Τζον Κέιτζ, ο συνθέτης της πρωτοπορίας που εισήγαγε τη σιωπή στη μουσική. Ο «πάπας της ψυχεδέλειας» Τίμοθι Λήρυ. Ο μινιμαλιστής Φίλιπ Γκλας. Ο Μπάροουζ είναι πια ένας σταρ! Η περιλάλητη τηλεοπτική βεντέτα Λωρήν Χάτον θα τον παρουσιάσει σε ένα κοινό εκατό εκατομμυρίων θεατών. Θα πει ότι ο Ουίλιαμ Μπάροουζ είναι ο μεγαλύτερος συγγραφέας της Αμερικής. Και δεν είναι λίγο. Δεν είναι καθόλου λίγο αυτό.
Διάσημα πια ροκ και ηλεκτρονικά συγκροτήματα εμπνέονται από τον Μπάροουζ. Οι Soft Machine διαλέγουν τον όνομά τους από το μυθιστόρημά του με τον ίδιο τίτλο. Το κινηματογραφικό αριστούργημα της επιστημονικής φαντασίας «Blade Runner» παίρνει τον τίτλο του από ένα βιβλίο του. Η video art, το ηχητικό κολάζ της hip-hop και της electronica αντλούν από το έργο του Μπάροουζ πολλές θαυμάσιες στιγμές τους. Ο Κερτ Κομπέιν των Nirvana ηχογραφεί το «The Priest they call him», ένα εφιαλτικό σόλο ηλεκτρικής κιθάρας, με τον Μπάροουζ να απαγγέλλει. Ο σκηνοθέτης Γκας Βαν Σαντ τον καλεί να εμφανιστεί σε μια ταινία του. Ο Μπάροουζ και το έργο του είναι πια ένα και το αυτό.
Σε πρώτη φάση το έργο του αποτελεί διάγνωση της Μεγάλης Αρρώστιας του Αιώνα: έλεγχος, σύστημα, καταστολή, ΜΜΕ («η εικόνα είναι πρέζα», «παγκόσμια νάρκωση από τα εβδομαδιαία περιοδικά», «η τηλεόραση είναι θάνατος»)• ο ιός του Αουσβιτς, της Χιροσίμα, των γκούλαγκ πάντα παρών, πάντα απειλητικός. Σε μια δεύτερη φάση, ο Μπάροουζ προτείνει τρόπους καταπολέμησης της νόσου: διασάλευση των αισθήσεων, ψύχραιμη και μεθοδική απεμπλοκή από τη σκιά των συσχετισμών, από τα γρανάζια των συνειρμών που μας επιβάλλουν, από τη φοβία και τη φρίκη• ανταρτοπόλεμος στους κολοσσούς των ΜΜΕ, διασπορά ενθαρρυντικών ειδήσεων προς όσους επιμένουν να αντιστέκονται, απομάκρυνση από την κρύα ανάσα των καθημερινών θανάτων, «λύσις της συνεχείας του πνεύματος».
Παιδί και θραύσμα, μαζί με τον Μπόρχες, τον Μπέκετ και τον Μπάλαρντ, της λυτρωτικής έκρηξης που προκάλεσε το «Finnegans Wake» του Τζέιμς Τζόυς, ο Μπάροουζ θα δοκιμάσει κάθε τέχνασμα προκειμένου να μιλήσει για τα δεινά που σαλεύουν φρικιαστικά στη χοάνη του αιώνα μας. Το Νταντά και ο Υπερρεαλισμός αποτελούν τις δύο άλλες καθοριστικές επιρροές που δέχτηκε. Ο λησμονημένος (μάλλον ο άγνωστος) κόμης Αλφρεντ φον Κορζίμπσκι ¬ καταλυτικός πολέμιος της αριστοτελικής λογικής ¬ είναι πάντα η κρυφή αναφορά του. Ο Νίτσε και ο Γέρος του Βουνού, επίσης. Βαθιά ηθικός, όσο κι αν διασκεδάζει καταγράφοντας απτούς εφιάλτες, όσο κι αν μιλάει ολοένα για δυστοπίες, ο Μπάροουζ θα συνθέσει και το magnum opus του, την τριλογία «Οι πόλεις της κόκκινης νύχτας», «Ο τόπος των νεκρών δρόμων» και «Western Lands», και δεν θα πάψει να πειραματίζεται με τη ζωή και την τέχνη. Δεν θα πάψει να αγαπάει τους φίλους του. Δεν θα πάψει να αγαπάει τις γάτες. Τα τελευταία του λόγια, χαραγμένα στο ημερολόγιό του, στις 30 Ιουλίου του 1997, δεν θα πάψουν ποτέ να με συγκλονίζουν: «Τίποτα. Μήτε αρκετή σοφία, εμπειρία – τίποτα. Μήτε Άγιο Δισκοπότηρο, μήτε Ύστατο Σατόρι, καμία τελική λύση. Μονάχα σύγκρουση. Το μόνο που μπορεί ν’ ανακουφίσει τη σύγκρουση είναι η Αγάπη. Η Αγάπη. Τι να ’ναι; Το πιο φυσικό παυσίπονο. Αυτό είναι. Η ΑΓΑΠΗ».

ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ

Παρασκευή 18 Ιουνίου 2010

Μύχιας Μάχης Μηχανή

[Η στήλη μου Ζενερίκ στο Διαβάζω του Ιουνίου]

Μύχιας Μάχης Μηχανή

Η ικανότητα των ανθρώπων να ξεχνούν ό,τι δεν θέλουν να γνωρίζουν, η ευκολία να αποστρέφουν το βλέμμα από αυτό που βρίσκεται μπροστά τους [...] Πανικόβλητοι, οι άνθρωποι αποφασίζουν καταρχάς να συνεχίσουν το δρόμο τους, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
W. G. Sebald, Η Φυσική Ιστορία της Καταστροφής

Ανημπόρια για πένθος, ιδού το φάντασμα που πλανιέται πάνω από την Ελλάδα, πάνω από τη χώρα που ήξερε πάνω απ’ όλα να γλεντάει και να πενθεί, να γελάει και να κλαίει. Ο Ζορμπάς του Καζαντζάκη από τη μια, ο Επιτάφιος του Ρίτσου από την άλλη, σ’ έναν διαλεκτικό τσάμικο, με νταούλια, με γκάιντες, με βιολιά, ή μονάχα με αγριοφωνάρες και βραχνά βλέμματα. Αλλά τότε, ακόμα και οι πένητες, ή μάλλον πιο πολύ αυτοί, ήξεραν να διαβάζουν – γιατί το διάβασμα, πέρα από απόλαυση ή άγρα γνώσεων, είναι πήξιμο μυαλού, είναι ψίχα ψυχής, είναι εξοικείωση με το φθαρτό, μελέτη θανάτου, και υπέρβαση της απώλειας και του χαμού. Όσοι ξέρουν τα κείμενα, ξέρουν να γελάνε και να κλαίνε, ξέρουν να πενθούν και να γλεντάνε.
            Είναι σκανδαλώδες το γεγονός ότι το 48 τοις εκατό των Ελλήνων δεν διαβάζουν ούτε ένα βιβλίο το χρόνο, που σημαίνει ότι έχουν πλέον πάρει διαζύγιο από την δεξίωση της πραγματικότητας. Όπως θα έλεγε και ο Χάρης Βλαβιανός κάνουν Διακοπές στην Πραγματικότητα (δες και το βραβευμένο από το «Διαβάζω» ποιητικό του μανιφέστο με αυτόν τον τίτλο, εκδ. Πατάκης). Αλλά όχι διακοπές ανακουφιστικές, διακοπές αναζωογονητικές, παρά διακοπές αναγκαστικές, και μάλιστα οι ίδιοι είναι αυτοί που ανάγκασαν εαυτούς, οι ίδιοι αυταναγκάστηκαν να μην μπορούν πλέον να αντιληφθούν μέσα τους τι διαδραματίζεται εκεί έξω.
            Οι ιδιότητες της ζωής μοιάζουν λησμονημένες, το ίδιο και αυτές του θανάτου. Ο άνθρωπος έτσι διολισθαίνει στο απάνθρωπο, στη no mans land της άγονης άγνοιας και της «γραμματικής της μη-ζωής», όπως έλεγε ο George Steiner. Ορθώς παρατηρούσε ο Jacques Derrida: «Το να ζεις, εξ ορισμού, δεν μαθαίνεται. Ούτε από τον ίδιο τον εαυτό σου, ούτε από τη ζωή μέσω της ζωής. Μονάχα από τον άλλον και μέσω του θανάτου» (Φαντάσματα του Μαρξ, μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, εκδ. Εκκρεμές). Και τι είναι ο άλλος εάν όχι το corpus των κειμένων του (σελίδες, νότες, χρώματα); Και πώς μαθαίνεις μέσω του θανάτου, εάν ο θάνατος δεν γίνεται κείμενο;
            Ανημπόρια για πένθος, ενώ έχει προηγηθεί η ανημπόρια για διάβασμα. Ανημπόρια για γλέντι, ενώ έχει προηγηθεί η καρατόμηση της λεπταισθησίας, έχει ξεχαρβαλωθεί το έσω σύστημα, έχει πάψει πια ο άνθρωπος να είναι μύχιας μάχης μηχανή, δεν έχει δηλαδή τρόπο να υποδεχτεί, να αναλύσει, να αφομοιώσει, και να υπερβεί δημιουργικά το όποιο συμβάν, είτε από τη μεριά της χαράς προέρχεται είτε από εκείνη του ολέθρου.
            Η επιστροφή στο βιβλίο δεν είναι πολυτέλεια, είναι βαθιά ανθρώπινη, κοινωνική ανάγκη. Η προσφυγή στους ποιητές, τους άοπλους νομοθέτες του κόσμου ετούτου, είναι κάτι παραπάνω, πολύ παραπάνω, από απλώς ευκταία. Η Κική Δημουλά, μέσα από το Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως (εκδ. Ίκαρος), έχει το λόγο: «Ο ουρανός απόψε/ κατέβηκε δυο τρία σκαλιά πιο κάτω/ από τον εαυτό του».

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Πλατεία Παπαδιαμάντη, 12/05/2010

Δευτέρα 14 Ιουνίου 2010

Κουκέτα/Σονέτο


Κουκέτα/Σονέτο

Η Αθήνα είναι ο δικός μου Ατλαντικός
Σοκάκι/Κύμα Λεωφόρος/Θάλασσα
Καμπίνα το κονάκι μου
Κουκέτα η κάμαρά μου

Οι γάτες δύο, Προμηθέας και Tristessa
Τ’ αχλάδια, αγίνωτα και τέσσερα
Οι φίλοι, αμέτρητοι μα εκλεκτοί
Μία η Γυναίκα, θάμβος/θάλπος/θάρρος, Μία!

Το Ποίημα πια δεν είναι επαίτης
Ο Θάνατος την κοπάνησε κι απόψε
Η Αθήνα είναι ο Ατλαντικός μου

Το κύμα είναι κύημα
Τ’ αστέρια οι καύτρες είναι
Από εκατομμύρια που μου δόθηκαν τσιγάρα

Μπαμπασάκης, 16-7/04/2010

Σάββατο 12 Ιουνίου 2010

Το Γράψιμο Άρχισε, Συνεχίζεται, Θα Ολοκληρωθεί!


Ό,τι Αρχίζει Με Πόνο, Τελειώνει Ωραία


Είχε ξεμείνει από χρήμα. Τώρα δούλευε πάλι σκληρά, δεκάωρα και δώστου δεκάωρα, αλλά δεκάρα δεν έμενε. Δεκάρα. Δεκάωρα δίχως δεκάρα. Ό,τι έβγαζε πήγαινε στα χρέη. Κι είχε παρατήσει κι ένα μυθιστόρημα στη μέση. Ένα μεγάλο πολυσέλιδο εγχείρημα, μια καταβύθιση στο παρελθόν του, ρακοσυλλέκτης αναμνήσεων καθώς ήταν από πάντα, μια αγέρωχη ελεγεία για τα όσα κάποτε κατόρθωσε αυτός κι ένας εσμός διόλου ευυπόληπτων νεαρών που ανδρώθηκαν μέσα στο οργανωμένο χάος και τη χαοτική οργάνωση μιας εποχής αναστατώσεων και τρελών αλλαγών, ναι, ένα βιβλίο εξακοσίων πενήντα οκτώ σελίδων, όπως είχε με μεθυσμένη ακρίβεια υπολογίσει, ένα βιβλίο που θα πάσχιζε ν’ αναστήσει νεκρά συμβάντα και νεκρές αναφορές από τα καμώματα μιας παρέας που δεν είχε να περηφανευτεί για τίποτα πέρα απ’ το ό,τι δαπανήθηκε στις λόχμες, καθώς έλεγε ο Γιώργος Μακρής, ο ήρωάς τους, κι αν έχεις από πιτσιρικάς, από δωδεκαετές μειράκιο, για ήρωα έναν άνθρωπο που δεν δημοσίευσε σχεδόν τίποτα όσο ζούσε, το μέλλον μάλλον δεν είναι το μέλλον που θα έκανε γονείς και συγγενείς να καμαρώνουν. Για μέλλουσες συζύγους, ούτε λόγος!
Ένα βιβλίο, λοιπόν, που είχε αρχίσει να το γράφει μια νύχτα έρωτος και αναρχίας, μια νύχτα που το βιβλίο αυτό του είχε δοθεί ολόκληρο στη διάρκειά της, μια διάρκεια που παρέμεινε απροσδιόριστη, μιας και ο χρόνος τανύθηκε, τεντώθηκε, ηττήθηκε, απλώθηκε, ναι, ο χρόνος έπαψε να μετράει, να έχει σημασία, να κυλάει, έγινε κόνεως κόνις ο χρόνος, σκιά σκιάς, διάλυμα που χύθηκε και χάθηκε, καθώς εκείνος χώθηκε, για τα καλά πια, στους λαβυρίνθους του πάθους, στην αγάπη του βάθους, στην ακύρωση κάθε παρελθόντος λάθους, και αισθάνθηκε δεσμώτης ενός ιλίγγου που τον έκανε και πάλι να θέλει να επιστρέψει εκεί από όπου είχε ξεκινήσει και με κάθε τρόπο να κοινωνήσει στην αγαπημένη του τα όσα είχε κάνει και είχε δει, τα όσα είχε νιώσει και είχε πει, τα όσα είχε ακούσει και είχε σκεφτεί, να της προσφέρει το απόλυτο ρόδο του δώρου, τον τότε εαυτό του, όπως τώρα της πρόσφερε τον νυν – ένα βιβλίο προορισμένο για κείνη και για κανέναν άλλον, ίσως και, μέσω εκείνης, για τον ίδιο του τον εαυτό, την ίδια του την ύπαρξη, την οντότητά του που είχε τόσες φορές και με τόσους τρόπους απειληθεί να διαλυθεί, μα που κατάφερνε με τεχνάσματα της τελευταίας ώρας, της έσχατης κρίσιμης στιγμής, ακόμα και με κόλπα κυνικά, και με καταφυγές στην αγυρτεία, στη σκληρότητα, στην αλητεία, να συγκροτήσει ξανά, λάτρης όπως ήταν, ανέκαθεν, της καθημερινής ζωής, των μικρών καθημερινών απολαύσεων, των μικρών καθημερινών στιγμών, απαλλαγμένος πια από κάθε φιλοδοξία, εξόν από το να ζει, ν’ ανασαίνει, να τρώει, να πίνει, ν’ ακούει μουσική, να διαβάζει, να συναντιέται με τους φίλους του, να καπνίζει, να ρεμβάζει.
Είχε ξεμείνει από χρήμα. Δούλευε δεκάωρα. Ό,τι έβγαζε πήγαινε στα χρέη. Και είχε παρατήσει ένα βιβλίο στη μέση. Έβαλε ένα ιρλανδέζικο ουίσκι. Έβαλε ένα βινύλιο του Τζον Κολτρέιν στο παλιό ηλεκτρόφωνο. Δεν άντεχε ν’ ακούει στερεοφωνικό ήχο πια. Έπαιζε μονάχα τα παλιά του βινύλια στο παλιό ηλεκτρόφωνο. Δεν ήταν νοσταλγός. Ήταν άνθρωπος του τώρα, του εκάστοτε τώρα, του τώρα όπως ερχόταν και του τώρα όπως ακαριαία το σχεδίαζε όταν ερχόταν. Τώρα που το τώρα του ζητούσε μονοφωνικό ήχο, επιστράτευσε πάραυτα τα παλιά βινύλια και το παλιό ηλεκτρόφωνο. Δεν αναρωτιόταν το γιατί. Δεν τον ένοιαζε πια το γιατί. Μετά τα σαράντα δεν σε νοιάζει το γιατί, του άρεσε να λέει, ιδίως στους νεαρούς του φίλους, σε νοιάζει μονάχα το πώς. Τα γιατί είναι για τους ψυχαναλουόμενους, έλεγε γελώντας στο στέκι τους, εκεί, τώρα, τότε, πάντα, στην Πατησίων, στο κλασικό κι αγέραστο, στο ανοξείδωτο κι απέθαντο, στο φιλόξενο Au Revoir, που έκλεινε μισό αιώνα λειτουργίας, μισό αιώνα ζωής, από τότε που το έστησαν ο Λύσανδρος και ο Θόδωρος, παρέα με τον Προβελέγγιο, τον Αριστομένη, τον αρχιτέκτονα, και που ο ίδιος συμπλήρωνε τώρα τριάντα χρόνια θαμώνας του, έχοντας ανέλθει στην ιεραρχία όλα αυτά τα χρόνια, από το ζεστό πατάρι, έφηβος, στην μπάρα και στο προνομιακό τραπέζι στη βιτρίνα που έβλεπε στην Πατησίων, την αιώνια σύζυγο, τώρα, μεσόκοπος.
Ο Κολτρέιν έπαιζε, παρέα με τον Ντον Τσέρι, το «Focus on Sanity», και το ιρλανδέζικο έκανε καλά τη δουλειά του, πράγματι προσφέροντάς του ένα focus, μιαν εστίαση, στην εχεφροσύνη, τη sanity. «My sanity destroys my vanity», είχε γράψει, κάποτε, στο Βερολίνο, μιαν άλλη νύχτα έρωτος και αναρχίας, μιαν άλλη νύχτα αλλιώτικου έρωτος κι αλλιώτικης αναρχίας, όταν, μεθυσμένος, είχε πιάσει την κουβέντα μ’ έναν αγριωπό τύπο, με ξυρισμένο κεφάλι και αξύριστο πρόσωπο, και είχαν αρχίσει να γράφουν μαζί στις χαρτοπετσέτες σύντομα μεθυσμένα ποιήματα στ’ αγγλικά, ώσπου να νιώσει την εύνοια της τύχης να του δίνει ένα από τα σπάνια γλυκά φιλιά της, μιας και όταν είπε, πάντα φλυαρώντας μεθυσμένος, στον τύπο με το ξυρισμένο κεφάλι και το αξύριστο πρόσωπο ότι ο αγαπημένος του ζωγράφος ήταν ο Γκέοργκ Μπάζελιτς, ο τύπος κέρασε την μπάρα μια γύρα, γελώντας βραχνά, διατάζοντας εύθυμα τον μπάρμαν να πει στον συμπότη του, τον Έλληνα νεαρό διοπτροφόρο, ξυρισμένο και μακρυμάλλη, με το παιδικό πρόσωπο και το τρυφερό λαρύγγι, που έπινε, παραδόξως και περιέργως, σαν Νορβηγός ναύτης, το όνομά του, του τύπου με το ξυρισμένο κεφάλι και το αξύριστο πρόσωπο το όνομα, κι ο μπάρμαν, γελώντας βραχνά κι αυτός και ετοιμάζοντας τα ποτά, είπε, «Georg Baselitz, natürlich, φυσικά!»
Ο Κολτρέιν κι ο Ντον Τσέρι έκαναν θαύματα παίζοντας το «The Blessing» τώρα, κι ο πάλαι ποτέ νεαρός διοπτροφόρος, με μαλλιά που άρχιζαν ν’ αραιώνουν και με γένια που είχαν από καιρό ασπρίσει, νιώθοντας ότι το ιρλανδέζικο έκανε καλά τη δουλειά του, οδηγώντας τον ταχέως σε μιαν αλλόκοτη νηφαλιότητα, μιαν εστίαση στην εχεφροσύνη, σηκώθηκε από το γραφείο του, μες στη νύχτα, για να βάλει πλυντήριο, κάτι που είχε αμελήσει εδώ και βδομάδες, και για να κάνει στο παλιό του ψυγείο την απόψυξη που είχε κατεπειγόντως, αν και από καιρό, ανάγκη – δύο απλές πράξεις που πάντα τον βοηθούσαν όταν αισθανόταν ότι έπρεπε να πάρει κάποιες δραστικές αποφάσεις.
Είχαν κυλήσει δέκα χρόνια από το τελευταίο του μυθιστόρημα, δεκαοχτώ από το δεύτερό του διαζύγιο, τριάντα από το πρώτο του γερό μεθύσι. Είχαν κυλήσει είκοσι δύο χρόνια από την τυχαία του συνάντηση με τον αγαπημένο του ζωγράφο, δέκα πέντε από τότε που είχε σταματήσει να οδηγεί αυτοκίνητο, δέκα από τότε που είχε πάψει να καταπιάνεται με τα γιατί και άρχισε να νοιάζεται μονάχα για τα πώς. Είχαν κυλήσει δέκα μήνες από τότε που αντάμωσε κι έσμιξε με την αγαπημένη του, πέντε εβδομάδες από τότε που είχε αφήσει το βιβλίο που έγραφε, δύο ώρες από τότε που αισθάνθηκε ότι ήταν ανάγκη να πάρει κάποιες αποφάσεις. Και δέκα λεπτά από τότε που έβαλε πλυντήριο και έβγαλε την πρίζα απ’ το ψυγείο.
Ένιωσε έναν πόνο στο στήθος. Τον αγνόησε. Το στήθος είναι κάτι που εκτείνεται, είπε μέσα του, αντιγράφοντας νοερώς τον Νίκο Καρούζο. Θυμήθηκε ένα παλιό σύνηθες δώρο από τη δεκαετία του εβδομήντα. Ένα χαζό δώρο. Μια κούπα που έγραφε ανορθόγραφα «Και αφτό θα περάσει». Την έβλεπες σχεδόν σε κάθε σπίτι. Ο πόνος επέμεινε. Αυτός επέμεινε να τον αγνοεί. Λίγο ιρλανδέζικο ακόμα και αφτό θα περάσει.

Πήγε στο γραφείο. Πέρασε χαρτί στον κύλινδρο της παλιάς γραφομηχανής. Κοίταξε την φωτογραφία της αγαπημένης του. Χαμογέλασε. Πλατιά. Άναψε ένα τσιγάρο. Άφιλτρο. Πάντα.