Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εμπράγματο Δίκαιο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εμπράγματο Δίκαιο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2011

Manifesto

 
 
Fin de partie = Τέλος Ανοχής Τέλος Αντοχής = Όποιοι με τους Υβριστές μας συνομιλούν, ας μην κάνουν το κόλπο και ας μην μπαίνουν στον κόπο να μας καλημερίζουν!
 

Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2010

Παρασκευή 25 Ιουνίου 2010

Κάλπικες Λίρες [Dennis Hopper/Μπαμπασάκης/Ανεστόπουλος]


Intro

Κι αυτά που δεν μπορείς να κάνεις
Κι αυτά που δεν στέργεις να τα πεις
Κι όλα τα πολλά που χάνεις
Στο στοίχημα της κρίσιμης καμπής

Κι εκείνα που στην ώρα τους δεν πήρες
Και όσα σου γαμήσανε οι Μοίρες
Και τ’ άλλα που σ’ τα πνίξανε σε μπίρες
Και όλες σου οι κάλπικες οι λίρες

Κι εκείνα που ’ριξες στου Χρόνου το Πηγάδι
Και τόσα που άρπαξε η Μέρα από το Βράδυ
Το χαστούκι που δεν γύρισε σε χάδι
Το παλάτι που σ’ το κάνανε ρημάδι



Θα ’ρθει και έρχεται και φτάνει η στιγμή
Που σμίγεις μ’ όσα ήσουν και θα είσαι
Μ’ εκείνα που έκρυβες στου ψεύδους τη στολή
Μ’ αυτά που τώρα αλήθεια ζεις και πια δεν τα μιμείσαι



Δευτέρα 21 Ιουνίου 2010

Πραγματεία Ενάντια στον Άδοξο Κυνισμό/Μηδενισμό

MIA ΕΛΛΑΔΑ ΟΡΑΤΗ AΛΛΑ ΑΘΕΑΤΗ



(Το είχα γράψει πριν από κάποια χρόνια, το υπενθυμίζω σήμερα -- μιας και το μεταγράφω σε μυθιστόρημα)

[Εγκυκλοπαίδεια pocket-Δομή, Ελλάδα, Τόμος Ι, Ιστορία-Πολιτισμός, σελ. 533-535]

Υπήρχαν και εξακολουθούν να υπάρχουν όψεις του ελληνικού κοινωνικού, πολιτικού και πολιτισμικού βίου, που αν και ορατές και ακμαίες, αργούν να εντοπιστούν, να σχολιαστούν, ακόμη και να καταγραφούν, και παραμένουν αθέατες για μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Το ρεμπέτικο τραγούδι υπήρξε μια τέτοια όψη. Η Ελλάδα ταλανίστηκε επί δεκαετίες από αλλεπάλληλους διχασμούς – έως το 1974 ακόμη, η μισή ελληνική πραγματικότητα τελούσε υπό παρανομία- και έτσι οι φωνές που δεν στρατεύονταν με τη μια ή την άλλη πλευρά είτε παρέμεναν στην αφάνεια είτε περιφρονούνταν, κατασυκοφαντούνταν και διώκονταν και από τις δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις, στην καλύτερη περίπτωση, δέσποζε η αδιαφορία.
Ο Μάνος Χατζιδάκις, με την περίφημη διάλεξή του στο Θέατρο Τέχνης, το 1949, επιχείρησε την αποκατάσταση αυτής της πραγματικότητας, του ρεμπέτικού, και το έκανε υποδειγματικά , αποφεύγοντας του ακραίους τόνους, υιοθετώντας μια φωνή νηφάλια και συνάμα τρυφερή, «η εποχή μας»έλεγε πριν από μισό αιώνα, «δεν είναι ούτε ηρωική ούτε επική και το τελείωμα του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου άφησε σχεδόν όλα τα προβλήματα άλυτα και μετέωρα. Τα μετέωρα αυτά προβλήματα δημιουργούνε περιφερόμενα ερωτηματικά, που δεν περιορίζονται, φυσικά, μόνο στο τομέα της πολιτικής και της κοινωνιολογίας, μα ξαπλώνονται με την ίδια δύναμη και στη φιλοσοφία». Τηρουμένων τω ν αναλογιών, τα ίδια ισχύουν και σήμερα, μετά τέλος του λεγόμενου Ψυχρού Πολέμου.
Πέραν του ρεμπέτικου, στη χώρα μας παρέμειναν είτε κρυμμένα μυστικά είτε μαύρα πρόβατα οι όποιες τάσεις πρωτοποριακής ή / και εναλλακτικής έκφρασης και τέχνης. Κατηγορήθηκαν ως παράλογες, αλλοπρόσαλλες, ακατανόητες, ξενόφερτες, όλες εκείνες οι απόπειρες Ελλήνων δημιουργών να συντονίσουν τις δραστηριότητές τους με τις αντίστοιχες που έθαλλαν στην αλλοδαπή, πότε στο Παρίσι, πότε στη Νέα Υόρκη. Ο όρος «υπερρεαλισμός» έχει τόσο πολύ διαστρεβλωθεί από την κατασυκοφάντηση και την καταλαλιά, ώστε ακόμη και σήμερα, σχεδόν έναν αιώνα μετά την έκρηξη του υπερρεαλιστικού κινήματος, να σημαίνει κάτι παράλογο, φαιδρό, αλλόκοτο και, στην καλύτερη περίπτωση, ιδιόρρυθμο. Παρόμοιες ήταν και οι αντιδράσεις για το καλλιτεχνικό κίνημα του ντανταϊσμού. Δυο από τους σημαντικότερους ποιητές μας, ο Ανδρέας Εμπειρίκος και ο Νίκος Εγγονόπουλος δυσφημίστηκαν σε σημείο να γίνουν επιθεωρησιακά πρόσωπα, με τα ονόματα Μπισμπιρίκος και Δισεγγονόπουλος.
Πάντως, υπήρξαν πολλές συγκροτημένες προσπάθειες μεταλαμπάδευσης και, εν συνεχεία, αφομοίωσης των πρωτοποριακών τάσεων. Η περισσότερο οργανωμένη καίτοι βραχύβια (το πραξικόπημα του 1967 διέκοψε βάναυσα και αυτή και άλλες τέτοιες απόπειρες) ήταν εκείνη του περιοδικού «Πάλι- Ένα Τετράδιο Αναζητήσεων». Στα έξι τεύχη αυτού του εντύπου δημοσιεύτηκαν πρωτότυπα κείμενα και μεταφράσεις που εξέφραζαν ακριβώς τις ανησυχίες μέσα στους υπάρχοντες τρόπους έκφρασης που πάσχιζαν να γνωστοποιήσουν στο κοινό τρόπους περισσότερο ευρείς, ελεύθερους, αιχμηρούς.
Το «Πάλι» ξεκίνησε την περιπέτειά του το 1963. Την πρωτοβουλία ανέλαβε ο ποιητής Νάνος Βαλαωρίτης, απευθυνόμενος στα πιο ρηξικέλευθα πνεύματα εκείνης της εποχής. Συγκέντρωσε γύρω του ποιητές όπως ο Νικόλαος Κάλας, ο Ανδρέας Εμπειρίκος, και η Μαντώ Αραβαντινού, που, όπως και ο ίδιος , διατηρούσαν άριστες σχέσεις με πρωτοποριακούς συναδέλφους του από το εξωτερικό και πειραματίζονταν γόνιμα με τον υπερρεαλισμό και ό, τι τότε αποκαλείτο μοντέρνο. Πλάι τους συντάχτηκαν νεότεροι δημιουργοί, όπως ο Πάνος Κουτρουμπούσης (ποιητής, συγγραφέας, εικαστικός καλλιτέχνης και κινηματογραφιστής) ο Τάσος Δενέγρης ( με εμφανείς τις ροκ επιδράσεις στα σύντομα και ακαριαία ποιήματά του, ο Δημήτρης Πουλικάκος ( μεταφραστής, συγγραφέας και μετέπειτα παππούς της ελληνικής ροκ σκηνής), ο Λεωνίδας Χρηστάκης ( πολυπράγμων: ζωγράφος, ποιητής , συγγραφέας, ιδρυτής και διευθυντής πολλών εντύπων) ο Γιώργος Μακρής (επαγγελματίας αναγνώστης, ποιητής, μεταφραστής) κ.α.
Στις σελίδες του «Πάλι» δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά εμπρηστικά κείμενα, παρέλασαν αποσπάσματα από τα, γονιμοποιά για όλες τις αβανγκάρντ του εικοστού αιώνα, «τα Άσματα του Μαλντορόρ» του Ιζιντορ Ντικάς, γνωστού ως Κόμης του Λοτρεαμόν, δημοσιεύτηκαν ποιήματα της γενιάς μπιτ (Άλλεν Γκίνσμπεργκ) δημοσιεύθηκαν πειραματικά δοκίμια, όπως αυτό του Ελευθερίου Δούγια (ψευδώνυμο του Αλέξανδρου Σχινά) περί «υπερλεξισμού», αλλά και κείμενα Ελλήνων αλχημιστών, ποιήματα του Αντρέ Μπρετόν, η περιλάλητη «Πέτρα του Ήλιου» του Οκτάβιο Παζ, με δυο λόγια, ό, τι πιο ζωντανό, ανήσυχο και πρωτοποριακό προκαλούσε συζητήσεις, από το Παρίσι και την Νέα Υόρκη έως το Βερολίνο και το Λονδίνο, εκείνη την εποχή. Το σκίρτημα του «Πάλι» ήταν πολύτιμο, και σήμερα πια εκπονούνται διατριβές για εκείνη την απόπειρα και εκείνη την παρέα ποιητών και δημιουργών.
Η δικτατορία ( 1967-74) πάγωσε και ανάστειλε αυτού του είδους τις δραστηριότητες, με αποτέλεσμα η άλλη Ελλάδα να παραμένει αθέατη. Ωστόσο, συγκροτήθηκαν άλλου τύπου συλλογικότητες, νέοι άνθρωποι , στοχαστές καλλιτέχνες, ανήσυχοι θεωρητικοί, άρχισαν να σκέφτονται και να εκφράζοντα, στο περιθώριο της λεγόμενης επίσημης πραγματικότητας, «σιγά – σιγά στην αρχή μετά απότομα» όπως έλεγε και ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ.
Σημαντική ήταν η ίδρυση του εκδοτικού οίκου «Διεθνής Βιβλιοθήκη» και του βιβλιοπωλείου
«Μαύρο Ρόδο» του οίκου αυτού. Ο αείμνηστος Χρήστος Κωνσταντινίδης ήταν η ψυχή της Διεθνούς Βιβλιοθήκης και φρόντισε για την έκδοση και διάδοση πρωτάκουστών έως εκείνη την εποχή τίτλων, όπως Η κοινωνία του θεάματος του Γκι Ντεμπόρ, Άγνωστη επανάσταση του Βολίν και έργα των Ρόζα Λούξεμπουργκ, Καρλ Μαρξ, Μιχαήλ Μπακούνιν, Τζορτζ Οργούελ, Τζέρι Ρούμπιν, Αμπί Χοφμαν, κά. Σχεδόν παράλληλα προς τη Διεθνή Βιβλιοθήκη και με παρεμφερή προσανατολισμό, δραστηριοποιήθηκε ο οίκος «Ελεύθερος Τύπος» του Γιώργου Γαρμπή, που μας προσέφερε έργα του Ραούλ Βανεγκέμ, του Πιοτρ Κροπότκιν, του Γκι Ντεμπόρ. Του Ενρίκο Μαλάτεστα, αλλά και, πέραν των βιβλίων πολιτικής σκέψης, έργα σχετικά με την πρωτοπορίες του εικοστού αιώνα, τον υπερρεαλισμό και το νταντά, καθώς και μεστά νοήματος μυθιστορήματα και ποιητικές συλλογές. Οι εκδόσεις «Απόπειρα», του Σαράντου Κορωνάκου και του Λεωνίδα Καραγκούνη ειδικεύτηκαν στην έκδοση έργων της λεγόμενης underground σκηνής και τις γενιάς των μπιτ, όπως Τσαρλς Μπουκόφσκι, Άλεν Γκίνσμπεργκ, Γουίλιαμ Μπάροουζ, Λόρενς Φερλιγκέτι, Πολ Μπόουλς κ. α., επιμένοντας στις φροντισμένες μεταφράσεις και στην καλή αισθητική του κάθε τόμου, καταφέρνοντας έτσι να διαπλάσουν ένα φανατικό κοινό. Ταυτόχρονα, δραστηριοποιήθηκε εκ νέου μια παρέα ποιητών και διανοούμενων που είχε περάσει από την ιστορική Επιθεώρηση Τέχνης, και αμέσως μετά τη δικτατορία εξέδωσε ένα νέο έντυπο, τις «Σημειώσεις» και έστησε τον ποιοτικό εκδοτικό οίκο «Έρασμος». Οι κεντρικές μορφές της παρέας των Σημειώσεων (Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Μάριος Μαρκίδης , Στέφανος Ροζάνης και Βύρων Λεοντάρης) δεν έπαψαν να συνδυάζουν την ποίηση με το δοκίμιο και τον φιλοσοφικό στοχασμό με την κοινωνική κριτική, προσφέροντας κείμενα που αντέχουν στο χρόνο και συλλαμβάνουν τους κοινωνικούς κραδασμούς και τα δεινά της εποχής με μεγάλη ενάργεια και ευαισθησία,. Εξέδωσαν από Τόμας Μαν, και Μπλεζ Σαντράρ μέχρι Χάνα Άρεντ και Ανρί Λεφέβρ, τροφοδοτώντας τους διανοούμενους και τους φιλέρευνους πολίτες με υλικό για υψηλής στάθμης συζητήσεις. Άλλη μια τέτοια αυτόνομη και ανεξάρτητη φωνή, που κατάφερε να δημιουργήσει σχολή και να επηρεάσει καταλυτικά μια σημαντική μερίδα του φοιτητικού χώρου είναι ο Λεωνίδας Χρηστάκης. Υπερδραστήριος στην αναζήτηση εναλλακτικών τρόπων σκέψης και ζωής, εκσκαφέας των άγνωστων γαιών και χαρτογράφος του χάους της σύγχρονης ζωής, ο Χρηστάκης εξέδωσε πολλά έντυπα πολιτικής δράσης και κουλτούρας με σημαντικότερο το «Ιδεοδρόμιο», ένα είδος δεκαπενθήμερης εφημερίδας, όπου παρουσιάστηκαν δεκάδες ρεύματα σκέψεις σχεδόν άγνωστα στην Ελλάδα ενώ συνάμα έδωσε την ευκαιρία να εκφραστούν με απολύτως ελεύθερο τρόπο δεκάδες νέοι Έλληνες καλλιτέχνες, ποιητές, στοχαστές, επαναστάτες, ακόμη και απλώς ιδιόρρυθμοι τύποι με κάποιο ενδιαφέρον. Το «Ιδεοδρόμιο» δεν ήταν απλώς ένα ακόμη περιοδικό: από τους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του, διαμόρφωσε ένα άτυπο αλλά δυναμικό κίνημα στον νεαρόκοσμο και στους φοιτητικούς κύκλους.
Παραλλήλως, ο Χρηστάκης έστησε τον εκδοτικό οίκο «Εκδόσεις της Μη Άμεσης Επανάστασης», ένα φορέα που παρουσίασε πολλά αιχμηρά κείμενα πολιτικής σκέψης, εικαστικής παρέμβασης αλλά και πεζογραφία και ποίηση.
Αξίζει να γίνει μνεία και σε ορισμένα στέκια που άνθιζε η εναλλακτική σκέψη και διεξάγονταν πολλές συζητήσεις στο περιθώριο της επίσημης πολιτικής και πολιτισμικής ζωής. Ένα από αυτά ήταν το δισκοπωλείο και βιβλιοπωλείο «Pop Eleven» του αειμνήστου Τάσου Φαληρέα και του αδερφού του Γρηγόρη Φαληρέα, όπου μπορούσες να βρεις ό, τι πιο προωθημένο παρουσιαζόταν στον δισκογραφικό τομέα , ενώ το βιβλιοπωλείο που διηύθυνε ο αείμνηστος Κώστας Γιαννακοπούλος, υπήρχαν σπάνιες εκδόσεις για το ροκ, τα μπλουζ και την τζαζ, αλλά και όλα τα ανεξάρτητα και πρωτοποριακά έντυπα που κυκλοφορούσαν. Άλλα τέτοια στέκια ήταν το βιβλιοπωλείο «Ψάθινο καρότο», το βιβλιοπωλείο «Χνάρι», το καφενείο «Ρεφραίν», το μπαρ «Ιπποπόταμος» και η μπουάτ «Τιπούκειτος»
Αρκετοί έλληνες δημιουργοί παρέμειναν για μεγάλο χρονικό διάστημα στο περιθώριο, μια που το έργο τους δεν μπορούσε να εξυπηρετήσει πολιτικές σκοπιμότητες, και έτσι αποκλείστηκε συστηματικά από το ευρύ κοινό. Οι δημιουργοί αυτοί επέμειναν σθεναρά στην απόφασή τους να εκφράσουν ελεύθερα όσα τους απασχολούσαν, αδιαφορώντας για τις κυρίαρχες τάσεις πηγαίνοντας ενάντια στο κύριο ρεύμα.
Ο σκηνοθέτης Κώστας Σφήκας, μια ευγενική και εξόχως καλλιεργημένη μορφή, μας έδωσε το σκανδαλώδες «Μοντέλο» μια πειραματική κινηματογραφική ταινία που αναλύει τις θέσεις του Κάρολου Μαρξ περί φετιχισμού και εμπορεύματος, από το τέταρτο κεφάλαιο του κεφαλαίου. Η ταινία προκάλεσε σάλο, καθώς θεωρήθηκε απολύτως ακατάληπτη, όταν προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, σήμερα όμως θεωρείται κλασική στο είδος της και προβάλλεται στο περίφημο ΜΟΜΑ, το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης. Ο σκηνοθέτης και μυθιστοριογράφος Νίκος Νικολαϊδης σκανδάλισε για ακριβώς αντίθετους λόγους: μέσα στο σχεδόν ασφυκτικό κλίμα του φαιδρού και παραληρηματικού αντιαμερικανισμού που απλωνόταν στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, παρουσίασε την ταινία «Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα», ένα σπαρακτικό, αλλά γεμάτο χιούμορ ελεγείο για τη γενιά του ροκ – εν – ρολ, για του έρωτες, τα πάθη και τις φαντασιώσεις μιας συντροφιάς που λάτρεψε τον Τζέιμς Ντιν, τον Μάρλον Μπράντο και τον Έλβις Πρίσλεϊ, που λάτρεψε τα γρήγορα αυτοκίνητα, το ουίσκι και τα αστυνομικά μυθιστορήματα, η ταινία απέσπασε αρνητικές κριτικές από τους τότε κινηματογραφικούς κριτικούς, κέρδισε ωστόσο ένα κοινό που έμεινε πια πιστό στον Νικολαϊδη, ο οποίος μας έδωσε και το εμπνευσμένο μυθιστόρημα Ο οργισμένος Βαλκάνιος, που επίσης απέκτησε πιστούς οπαδούς.
Η ηθοποιός Κατερίνα Γώγου, ύστερα από εμφανίσεις σε εμπορικές ταινίες, κυρίως κωμωδίες, στράφηκε στην ποίηση, γράφοντας με ένα σχεδόν ανεπεξέργαστο, βίαιο, ανυπότακτο και εμπρηστικό τρόπο την ιστορία του σώματός της, και συνάμα, ποιητικά μανιφέστα ενάντια στα δεινά της εποχής και της κοινωνίας μας. Το βιβλίο της «Τρία κλικ αριστερά» διαβάστηκε πολύ και αγαπήθηκε εξίσου, κυρίως από τους αναγνώστες περιοδικών όπως το «Ιδεοδρόμιο». Ο εικαστικός καλλιτέχνης Πάνος Κουτρουμπούσης, ξάφνιασε ευχάριστα ένα ανήσυχο κοινό με το βιβλίο του «Εν Αγκαλιά ντε Κρισγιαούρτι», όπου συγκέντρωσε τα λεγόμενα ταχυδράματά του- εξαιρετικά σύντομα, σχεδόν ακαριαία, θεατρικά θραύσματα, γραμμένα με ξεκαρδιστικό χιούμορ- και σύντομα πεζογραφήματα γραμμένα σε μιαν ιδιότυπη γλώσσα, ένα κράμα από τη γλώσσα των φτηνών αστυνομικών αφηγημάτων, των μυθιστορημάτων επιστημονικής φαντασίας και των κόμικς, το ανατρεπτικό χιούμορ του Κουτρουμπούση εξακολουθεί να θάλλει και να κερδίζει ολοένα και περισσότερους φίλους.
Ο Μιχαήλ Μήτρας είναι ακόμη μια περίπτωση δημιουργού που έδρασε στο περιθώριο της επίσημης πραγματικότητας. Αντλώντας την έμπνευσή του από τα πρώτα ντανταϊστικά πειράματα, από τη συγκεκριμένη ποίηση, και από την εννοιακή τέχνη ο Μήτρας συνέθεσε τα βιβλία του με φτωχά υλικά συνδυάζοντας με τέτοιον τρόπο ορισμένες απλές έως τετριμμένες λέξεις, ώστε να προκαλείται έντονη αμηχανία στον αναγνώστη και να του επιβάλει να σκεφτεί εκ νέου τη λειτουργία της γλώσσας, και γενικότερα, της σκέψεις. Στο τόμο «Αόριστες λεπτομέρειες» συγκεντρώθηκαν τα πειραματικά πεζογραφήματα που συνετέθησαν ανάμεσα στο 1971 και 1989, και παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για τις απόπειρες που παραβιάζουν τα όρια της συμβατικής γλώσσας.
Τρεις Ελληνίδες πεζογράφοι επιχείρησαν να συνδυάσουν το μοντερνισμό, τα λεκτικά πειράματα και την αφηγηματική δεινότητα, ώστε να παραχθούν έργα αντισυμβατικά και συνάμα εύληπτα. Αρχικά, οι απόπειρες τους δεν έτυχαν ευμενούς υποδοχής, με την επιμονή τους όμως και το πέρασμα του χρόνου, που διέλυσε βαθμιαία παλαιότερες προκαταλήψεις, κατέστη εφικτό να σχηματιστεί ένα πιστό κοινό, το οποίο μάλιστα ευρύνεται όλο και περισσότερο.
Η Μαρία Μήτσορα, μια δεινή αφηγήτρια, παρουσίασε το «Άννα να ένα άλλο», μια συλλογή ιδιότυπων διηγημάτων εξαιρετικής κομψότητας, εσωστρέφειας, φοβιών και εμβριθέστατων ψυχολογικών αναλύσεων και παρατηρήσεων. Στράφηκε και στο μυθιστόρημα και μας προσέφερε τα «Σκόρπια Δύναμη», «Περίληψη του Κόσμου» και, πιο πρόσφατα το «Ο Ήλιος Δύω».
Η Έρση Σωτηροπούλου εξέδωσε σε νεαρή ηλικία ποιήματα, εν συνεχεία πειραματίστηκε με το είδος της νουβέλας («Διακοπές χωρίς πτώμα», «Εορταστικό τριήμερο στα Γιάννενα»), για να στραφεί και αυτή στο μυθιστόρημα ( ‘Η φάρσα», «Ζιγκ- ζαγκ στις νεραντζιές»). Συνδυάζει με χαρακτηριστική άνεση τη γλώσσα της νεολαίας, επηρεασμένη από το ροκ και το πανκ, μπολιάζοντας με δυναμικές, και βίαιες ακόμη, σκηνές τα πεζογραφήματά της, ακροβατώντας ανάμεσα στο παράλογο και σε έναν σκληρό, γειωμένο ρεαλισμό.
Η Σώτη Τριανταφύλλου πρωτοεμφανίστηκε και αυτή με συλλογές σύντομων δυναμικών αφηγημάτων, που θυμίζουν ημερολογιακές εγγραφές, σημειώσεις στο περιθώριο ταξιδιών, μνήμες από ακούσματα ροκ μουσικής, παραμιλητά στο μαγνητόφωνο ύστερα από έντονες ερωτικές σχέσεις, θραύσματα από μιαν ήδη θρυμματισμένη ζωή που πασχίζει να ανασυγκροτηθεί. Από τις συλλογές αφηγημάτων ( «Μέρες που έμοιαζαν με μανταρίνι», «Το εναέριο τρένο στο Στίλγουελ», «Άλφαμπετ Σίτι») στράφηκε και αυτή στο μυθιστόρημα, με αισθητή πια επιτυχία («Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης», «Υπόγειος Ουρανός», «Το εργοστάσιο των μολυβιών», «Άλμπατρος» κ. ά ).
Η ορατή αλλά αθέατη Ελλάδα υπήρξε, υπάρχει και θα υπάρχει.
Ανήσυχοι καλλιτέχνες, δημιουργοί και θεωρητικοί θα φροντίζουν πάντα να εκφράζονται δυναμικά και να διαδίδουν τις ιδέες τους, και με τον καιρό, το έργο τους θα επηρεάζει τις δεσπόζουσες τάσεις της ελληνικής πραγματικότητας, θα αφομοιώνεται και θα γονιμοποιεί.

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης

Σάββατο 6 Μαρτίου 2010

Συμμορία Σαίξπηρ


Shakespeare Squadron, II

Ο Τσάλαντι, όχι, δεν τον χτύπησε ο Τσάλαντι, εγώ τονε χτύπησα, εγώ τον βάρεσα, δική μου η γροθιά που τον σώριασε. Αναιμική γροθιά, αλλά τέτοια ώρα τέτοια λόγια, ήτανε τύφλα και δαύτος, σάστισε, δυο μέτρα μαντράχαλος, ούτε που το περίμενε από μένα να του τη φέρω, κλονίστηκε, ταλαντεύτηκε, σωριάστηκε. Παράτησαν οι άλλοι τον Τσαλ και χίμηξαν πάνω μου. Αντεπιτίθεται ο Παλιοσειράς, μπαίνει στη μάχη κι ο Λαρισαίος, ορμάει ο Μπολώνιας, κρααααακ, θρύψαλα το πικάπ, γκντουβγκγκγκγκγκγκμπανγκτντάουουουουουμμμ!!! – πάνε τα ράφια με τα μπουκάλια όλα, ω πάει το Jameson, πάει το Johnny, πάει η Absolut, να σου κάτω και οι τεκίλες, τα μαρτίνια, χαμός, τρέλα, πανικός, γενικεύεται η σύρραξις, σφοδρή η κλοτσοπατινάδα, θαρρείς βγαλμένη από κάτι αμερικάνικες ταινίες, μονάχα που δεν είμαστε εδώ σε μπαράκι του Ελ Έι αλλά στης Μυτιλήνης το λιμάνι, στην «Ουτοπία» όπως έλεγαν το στέκι, αυγή της τρελής δεκαετίας του ενενήντα, φαντάροι στα τριάντα μας, ο Τσαλ κι εγώ, στα τριάντα τρία τους οι Παλιοσειράς Λαρισαίος Μπολώνιας, κι είν’ η πρώτη φορά που μπλέκουμε σε άγριο καβγά. Τι να λέει, που λένε και στο Βόλο. Τι να λέει!
Όλα άρχισαν από τότε που εκείνος ο κρετίνος ο Πέρι Κόμο τραγούδησε την Glendora, έλεγαν οι Τζούμας Κωνσταντίνος και Παναγιωτίδης Άλκης, πάνε χρόνια, τι χρόνια, δεκαετίες, παλαίμαχοι κι αυτοί, ναι, καραβάνες παλιές και ωραίες, πρωτεργάτες της Μεγάλης Αντίστασης ενάντια στη Δικτατορία του Κόκκινου Κιτς, αλλά εμείς δεν είχαμε πολλά πάρε-δώσε με το βελούδο του ροκ-εντ-ρολλ κλασίκ, μπα, ήμασταν παιδιά της τζαζ, και των μπητνίκων ετσιθελικοί γόνοι, εξ ου και Τσάλαντι ο ένας, Τζόρτζουακ ο άλλος, και πάει λέγοντας, με τον Ντοστογιέφσκι επ’ ώμου και υπό μάλης τον Ρεμπώ, με ανοικονόμητα πλησιάσματα στον Ιησού, με τις μπίρες να ρέουν αφειδώς και με τα μάτια μας κόκκινα μονίμως και πρησμένα από τη φιλοποσία, τη φιλοκαπνία και μιαν αυτοσχέδια, τεθλασμένη, ο θεος-να-την-κάνει φιλοσοφία.
Φορέσαμε τις φαιοπράσινες, πιάσαμε τα G3A3 και τα ΗΚ11, και ζωστήκαμε τις παλάσκες, δέσαμε τα κορδόνια στα καλογυαλισμένα άρβυλά μας, χτυπήσαμε νούμερα γερμανικά, ήπιαμε σε καραβάνες τσάι και καφέ, τα παγούρια μας τα γεμίσαμε με βότκα, αμέ, όλα τα κάναμε, κι αναφορές δώσαμε, και θαλαμοφύλακες θητεύσαμε, κάναμε τους μήνες να κυλάνε απαλά, καπνίζαμε το τσιγαράκι μας και λαχταρούσαμε κι εμείς όπως κι η πιτσιρικαρία πότε θα πάρουμε την τετραήμερη για να βρεθούμε με τους φίλους και τις ερωμένες μας.
Ο Τσάλαντι έλαβε αίφνης ένα χαρτί, κι από κει που θα ’κανε δεκαοχτάμηνο όπως εγώ, του το γύρισαν σε δωδεκάμηνο, και την επαύριον άντε πάλι με το καλό καλός πολίτης. Να το γιορτάσουμε, παίδες, λέει ο Τσαλ και ντυνόμαστε με τα ωραία μας πολιτικά και βγαίνουμε σουλάτσο, χτυπάμε ένα ταβερνείο μια σταλίτσα, με τυρί στη λαδόκολλα, με Καζαντζίδη στο παμπάλαιο τζουκ-μποξ, με ούζο το καζανιστό λεγόμενο να μας φουντώνει φίνα. «Ποτέ δεν θα ξαναπιούμε τόσο νέοι», λέει ο Τσαλ. «Εξάλλου εκείνοι που πεθαίνουν είναι πάντα οι άλλοι», λέει ο Λαρισαίος. «Η ζωή είναι ωραία, η ζωή είναι εύκολη», λέει ο Μπολώνιας. «Τα πάντα free», λέει ο Παλιοσειράς. «Δεν είναι ζωή αυτή που κάνουνε οι άλλοι», λέει ο ταπεινός σας ανταποκριτής. Πίνουμε και πίνουμε και πίνουμε.
Ο Τσαλ προτείνει περιοδεία στα ποτάδικα – ποτοσχολαστήρια, τα έλεγε ο Καρούζος. Άντε, φύγαμε. Τα γυρίσαμε όλα, με αλφαβητική σειρά. «Ανναμπέλα», «Βαπόρι», «Δώμα», «Καρολίνα», και πιάνουμε «Ουτοπία» για τα τελευταία σκοτσέζικα. Και τον Τσαλ τον πιάνει η παπαδιαμαντομανία κι αρχίζει, ο μη-πω, να ζητάει συγγνώμες δώθε κείθε, όπως ο κυρ-Αλέξανδρος όταν ήτανε ν’ αφήσει την Αθήνα και να πιάσει Σκιάθο. «Για ό,τι κι αν έκανα», να κάνει ο Τσάλαντι, «να με συγχωρήσετε ζητώ». Άλλοι του χαμογελάνε, του μεθυσμένου, άλλοι συνεχίζουν αδιαφορώντας να τα λένε, άλλοι του λένε συχωρεμένος να ’σαι, άλλοι μουρμουρίζουν ένα ενοχλημένο κι εμένα τι με νοιάζει, κι ο Τσαλ να μην αφήνει ούτε ένα τραπεζάκι δίχως να το επισκεφτεί και συγγνώμη να ζητήσει. Στα ηχεία μια χτυπιότανε ο Ίγκι Ποπ και μια ψέλλιζε τρυφερά ο Τσετ Μπέικερ.
Και κάποια στιγμή, άρχισε το πατατράκ. Ο καθαρόαιμος βλάκας παρεξηγεί τον παπαδιαμαντισμό του Τσάλαντι. Τι ζητάς συγγνώμη ρε, λέει αβρότατα, τι, γιατί, μπας και μου γάμησες τη γυναίκα, αυτό είναι, μου τη γάμησες τη γυναίκα, και ζητάς συγγνώμη κι από πάνω, τώρα θα σε γαμήσω εγώ εσένα, να δεις, και πέφτει η πρώτη, κι ο Τσαλ ξεχνάει τον Ακέραιο Κυρ-Αλέξανδρο και θυμάται με χρονολογική σειρά Κραβάν Χέμινγουεϊ Μέιλερ κι αρχίζει το μπουνίδι, σήκω Ντάντε να μας δεις, τις γροθιές μας να χαρείς.
Εγώ βάρεσα και σώριασα τον μαντράχαλο. Την κοπανάμε. Μας πιάνουμε πιο κάτω. Τίγκα στις μελανιές και στους μώλωπες άπαντες οι γερόγεροι, συν η σπασμένη μύτη του Τσαλ. Γκαντεμιά! Ο δικός μου σωριασθείς ήτανε υπολοχαγός, πού να το ξέρω ο έρμος. Μία έριξα, γερή δε λέω, και τώρα μας πάνε μπλε μαρέν, σιδηροδέσμιους, και συνοδευόμενους από ένοπλους λεβέντες, στην Ταξιαρχία, στην Καλλονή. Μας κόβει ο Ταξίαρχος που είμαστε υπερήλικες για φαντάροι, κόβει το άσπρο μαλλί του Τσαλ, τη φαλακρίτσα του Λαρισαίου, την πλισέ μουρίτσα του Μπολώνια, την κοιλιά του Παλιοσειρά, τη βέρα στον παράμεσό μου. «Και δηλαδή τι είστ’ εσείς και χτυπάτε και υπολοχαγούς;»
«Αρχαιολόγος», απαντάει ο Τσαλ.
«Γιατρός», κάνει ο Μπολώνιας.
«Οικονομολόγος», λέει ο Λαρισαίος.
«Εθνολόγος», δηλώνει ο Παλιοσειράς.
«Κοινωνιολόγος», ψεύδομαι εγώ.
«Να χέσω τα πτυχία σας», αποφαίνεται ο Ταξίαρχος. «Χαθείτε απ’ τα μάτια μου», συμπληρώνει έτοιμος να σκάσει στα γέλια. «Και καλά μυαλά», καταλήγει.
«Φτηνά τη γλιτώσαμε πάλι. Τα λέμε στην Αθήνα», μου ψιθυρίζει ο Τσαλ όταν μας φορτώνουν πάλι στην «καναδέζα» με προορισμό το σύνταγμα.

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Πλατεία Παπαδιαμάντη, Απρίλιος 2005




Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2008

Πολεμώντας τη Μελαγχολία


Πολεμώντας την Μελαγχολία


Στον Δημήτρη Κουσουρή




Jamais plus nous ne boirons si jeunes



Μελαγχολία σημαίνει βαθιά αίσθηση της αδυσώπητης παρέλευσης του χρόνου, και ο χρόνος είναι πλέον ο μόνος δυνάστης που αναγνωρίζουν όσοι διατείνονται πως αγαπούν την ελευθερία. Δημιουργική μελαγχολία είναι η στιγμή, με την έννοια του Hegel, καταπολέμησης αυτού του δυνάστη, άρσης της άτεγκτης παρέλευσης των δευτερολέπτων. Ο Ανδρέας Μπρετόν μιλούσε για το τραγούδι που ξεγελάει τον χρόνο~ έτσι ήθελε, και ορθά για την εποχή του, να βλέπει την ποίηση. Κι ακόμα, έλεγε, και τα λόγια αυτά είναι χαραγμένα για πάντα στο μυαλό μας, όπως και στην επιτάφια πλάκα του, ότι πάντοτε αναζητούσε το χρυσάφι του χρόνου. Ο Ομάρ Καγιάμ και ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ αισθάνθηκαν έντονα την παντοδυναμία του χρόνου και επινόησαν πάνσοφους, επικίνδυνα απολαυστικούς και απολαυστικά επικίνδυνους, τρόπους εναντίωσης στην κλεψύδρα που αδειάζει ολοένα. Τους ξέρουμε πια: πιοτό, παράτολμη ποίηση, περίσσιο πάθος, περιβόητες παρέες.
Όλα αυτά τα «π», που τόσο γεμίζουν το δοχείο της λύσσας για ζωή, ο ακραιφνέστερος απόγονός τους, κάποιος που τους επινόησε –σύμφωνα με τον Μπόρχες επινοούμε τους προγόνους μας– μπόρεσε να τα συνοψίσει σε δύο άλλες λέξεις: «Πολύβουο Παρίσι». Ήταν ο Γκι Ντεμπόρ, και ήταν αυτός που με μια δυναμική, όσο και μεθοδική, αντιστροφή όλων, μα όλων, των έως την εποχή του δεδομένων, θέλησε και πέτυχε να μετατρέψει τη μελαγχολία σε έναν εξωγενή παράγοντα δυστυχίας, θέλησε και πέτυχε να την πολεμήσει με τα ίδια της τα μέσα, θέλησε και πέτυχε να καταστήσει δυναμική την δημιουργική μελαγχολία. Οδηγώντας την Ποίηση, με «π» κεφαλαίο, στις πλέον ακραίες δυνατότητες, εκφάνσεις και εκφράσεις της, ανήγαγε το Παρίσι σε κέντρο του κόσμου, και συνάμα τον ίδιο του τον εαυτό σε κέντρο του Παρισιού. Δεν πρόκειται για αλαζονεία, μήτε καν για μιαν αρνητική αλαζονεία, για ένα είδος λυτρωτικής υπεροψίας, αλλά για μια συστηματική απόπειρα επαναφοράς του ποιητικού προτάγματος της άρσης του χρόνου, της άρσης της μελαγχολίας, και για μια εξίσου συστηματική επαναφορά στο ιστορικό προσκήνιο, και κάτω από συνθήκες εξαιρετικά αντίξοες (και ακριβώς γι’ αυτό ενδεχομένως ευνοϊκές για ένα τόσο εμπρηστικό εγχείρημα), του ανεπίσημου, αλλά πολλαχώς και πολλαπλώς, διατυπωμένου προγράμματος των πρώτων πρωτοποριών που εξερράγησαν στις αρχές του 20ού αιώνα, σε συνδυασμό με το πρόγραμμα υπέρβασης της φιλοσοφίας που είχε εξαγγείλει η διαλεκτική του Hegel.
Μια φράση, ακριβώς του Ανδρέα Μπρετόν και των υπερρεαλιστών, πήρε και αντέστρεψε κρίσιμα ο Ντεμπόρ όταν συνόψισε την προσφορά του στα ελεύθερα πνεύματα των καιρών του. Ο Μπρετόν μιλούσε για την Ποίηση στην Υπηρεσία της Επανάστασης. Ο Ντεμπόρ, αναμφίβολα πιο μελαγχολικός, καθότι, όπως ο ίδιος επέμενε, δεν ήταν λογοτέχνης μήτε φιλόσοφος αλλά στρατηγός, προτίμησε να τεθεί η Επανάσταση στην Υπηρεσία της Ποίησης. Πρόκειται για μια προσφορά που ήδη έχει αρχίσει να αναγνωρίζεται ως η σημαντικότερη στο δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα.
Ο Ντεμπόρ εξέλαβε την Μελαγχολία του Παρισιού, όπως την είχε ποιητικά εκφράσει ο Μπωντλαίρ, ως το θέατρο των επιχειρήσεων του πολέμου που άρχισε να διεξάγει εναντίον του χρόνου. Ήταν η πόλη η πιο ελεύθερη, λέει, το μέρος όπου ήταν χίλιες φορές καλύτερα να ζεις εκεί φτωχός παρά οπουδήποτε αλλού πλούσιος, τα είκοσι διαμερίσματα που δεν κοιμόντουσαν ποτέ όλα μαζί την ίδια ώρα κι επέτρεπαν έτσι στην κραιπάλη ν’ αλλάζει γειτονιά τρεις φορές κάθε βράδυ, ο κήπος της όμορφης ηδονής, το άλσος της ηδονικής ομορφιάς όπου τα δέντρα δεν είχαν πεθάνει από ασφυξία και τα αστέρια δεν είχαν σβήσει από την πρόοδο της αλλοτρίωσης. Ήταν το Καφενείο της Χαμένης Νιότης.
Γράφει ο Ντεμπόρ για το Παρίσι των αρχών της δεκαετίας του 1950: «Ήταν ο λαβύρινθος ο πιο καλοστημένος για να κρατάει τους ταξιδιώτες. Αυτοί που σταμάτησαν εκεί για δυο μέρες δεν ξανάφυγαν ποτέ… Κανείς δεν άφηνε αυτούς τους λίγους δρόμους και τα τραπέζια αυτά όπου είχε ανακαλυφθεί το απόγειο του χρόνου» (Guy Debord, In girum imus nocte et consumimur igni, μτφρ. Ανδρέας Βαρίκας, εκδ. Γαβριηλίδης). Εκεί παίχτηκαν όλα τα παιχνίδια, αυτά για τα οποία αξίζει να ζει κανείς τα λιγοστά του χρόνια. Εκεί παίχτηκε το παιχνίδι του έρωτα και το παιχνίδι της φιλίας, εκεί παίχτηκε το διαρκές πόκερ της σαγήνης, εκεί παίχτηκε το στοίχημα της κατάλυσης αυτού που σε καταλύει. Εκεί δέσποζε η μελαγχολία του εφήμερου περάσματος από τον κόσμο, και εκεί η μελαγχολία δελεάστηκε από έναν μέγιστο γητευτή και έστερξε να πάψει να είναι εχθρός και να γίνει σύμμαχός του.
Όταν ζεις έτσι ώστε να μπορείς να σκέφτεσαι σαν τον Ηράκλειτο, τότε επιμηκύνονται τα δευτερόλεπτα, παύουν, έστω για λίγο, να είναι «κορσέδες», καταπώς έλεγε ο Νίκος Καρούζος, τότε κατορθώνεις όχι να ονειρεύεσαι αυτό που ζεις αλλά, απεναντίας, να ζεις αυτό που έχεις ονειρευτεί, και μάλιστα να το ζεις όπως αρμόζει σε κάθε πολέμιο της μελαγχολίας, ήτοι με σάρκα και οστά, που σημαίνει καταβυθισμένος στην Ποίηση και πάντα παρέα με τους «γοητευτικούς αλήτες και τα αγέρωχα κορίτσια που σ’ τα δίνουν όλα – πρώτα την καλησπέρα κι ύστερα το χέρι».
Για χάρη αυτών των στιγμών που σε κάνουν να νιώσεις το απόγειο του χρόνου (η φράση είναι του Hobbes), για χάρη αυτών των ένυλων, των σαρκωμένων αναμνήσεων, ο Ντεμπόρ έγινε πολέμιος της μελαγχολίας και οδήγησε μιαν άτυπη στρατιά ποιητών στην συλλογική σύνθεση αυτού που δεν θα αργήσει να αναγορευτεί στο Μεγαλύτερο Ποίημα των τελευταίων πενήντα χρόνων: στην απόπειρα κατάκτησης του Παρισιού, που είχαν ήδη αρχίσει να το λεηλατούν οι εχθροί της Ποίησης. Ήταν η κρίσιμη στιγμή μιας κρίσιμης Επέλασης της Ελαφράς Ταξιαρχίας ενάντια στη Μελαγχολία. Η υποτιθέμενη ήττα της ήταν ακριβώς ο θρίαμβός της. Έκτοτε η μελαγχολία δεν είναι πια αυτό που ήταν. Γιατί εκείνη η κρίσιμη στιγμή σήμανε την απαρχή της άρσης της μελαγχολίας.

Άρση της μελαγχολίας σημαίνει να ξέρεις ότι ο χρόνος δεν περιμένει, να νιώθεις βαθιά ότι, όπως λέει κι η παροιμία των μέθυσων της Ωβέρνης που παρέθεσα στα γαλλικά ως μότο, «ποτέ δεν θα ξαναπιούμε τόσο νέοι», σημαίνει να ξέρεις ότι τα πιο σημαντικά πράγματα στην τόσο σύντομη ζωή μας συντελούνται στο κρεβάτι και στο τραπέζι αρχικά και ύστερα στους δρόμους, σημαίνει να ξέρεις μονάχα με τους όμοιούς σου κι αδελφούς σου, όπως το ήθελε ο Μπωντλαίρ, να σμίγεις, να ονειρεύεσαι, να δρας, ώστε να λες πιο συχνά «Ωρεβουάρ» και λιγότερο συχνά «Αντίο».

Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2007

Γαλάζια Μάτια


The Who
Behind Blue Eyes Lyrics
written by Pete TownsendNo one knows what it's likeTo be the bad manTo be the sad manBehind blue eyesNo one knows what it's likeTo be hatedTo be fatedTo telling only liesBut my dreamsThey aren't as emptyAs my conscience seems to beI have hours, only lonelyMy love is vengeanceThat's never freeNo one knows what it's likeTo feel these feelingsLike I doAnd I blame youNo one bites back as hardOn their angerNone of my pain and woeCan show throughBut my dreamsThey aren't as emptyAs my conscience seems to beI have hours, only lonelyMy love is vengeanceThat's never freeWhen my fist clenches, crack it openBefore I use it and lose my coolWhen I smile, tell me some bad newsBefore I laugh and act like a foolAnd If I swallow anything evilPut your finger down my throatAnd If I shiver, please give me a blanketKeep me warm, let me wear your coatNo one knows what it's likeTo be the bad manTo be the sad manBehind blue eyes

Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2007

Αλληλογραφία


Henri Miller

Από το βιβλίο «Henry Miller & Anais Nin» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Μετάφραση & Επίμετρο: Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης.

[Νέα Υόρκη]
[Μάρτιος 1935]

[Αναϊς].
Αν ήσουν μαζί μου είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, να βλέπεις κάθε χειρονομία μου, να κοιμάσαι μαζί μου, να τρως μαζί μου, να εργάζεσαι μαζί μου, αυτά τα πράγματα δεν θα μπορούσαν ποτέ να συμβούν. Όταν είμαι μακριά σου, σε σκέφτομαι αδιάλειπτα, κι αυτό δίνει χρώμα σε κάθε πράγμα που λέω και κάνω. Κι αν ήξερες μονάχα πόσο πιστός σου είμαι! Όχι μόνον σωματικά, αλλά ψυχικά, ηθικά, πνευματικά. Δεν υπάρχει κανένας πειρασμός για μένα εδώ, κανένας απολύτως. Είμαι απρόσβλητος απέναντι στη Νέα Υόρκη, στους φίλους τους παλιούς, στο παρελθόν, στα πάντα. Για πρώτη φορά στη ζωή μου είμαι προσηλωμένος σε ένα άλλο πλάσμα, σ’ εσένα. Μπορώ να δώσω τα πάντα δίχως τον παραμικρό φόβο να εξαντληθώ ή να χαθώ. Όταν έγραψα στο άρθρο μου χτες «Αν δεν είχα πάει ποτέ στην Ευρώπη, και λοιπά», δεν είχα την Ευρώπη κατά νου αλλά εσένα. Μα δεν μπορώ να το πω αυτό δημοσίως, σ’ ένα άρθρο. Η Ευρώπη είσαι εσύ. Με πήρες, έναν τσακισμένο άνθρωπο, και με έκανες πλήρη. Και δεν πρόκειται να διαλυθώ – δεν υπάρχει ο παραμικρός κίνδυνος γι’ αυτό. Αλλά είμαι πιο ευαίσθητος τώρα, αισθάνομαι πιο πολύ και την παραμικρή νότα κινδύνου. Αν σε παίρνω στο κατόπι σαν τρελός, αν σε εκλιπαρώ να με ακούσεις, αν στέκομαι έξω από την πόρτα σου και σε περιμένω, δεν συμβαίνει αυτό επειδή πασχίζω να εξευτελίσω τον εαυτό μου. Δεν υπάρχει τίποτα εξευτελιστικό για μένα στον αγώνα μου να σε κρατήσω. Αυτή είναι η μοναδική απόδειξη ότι είμαι τόσο έντονα σε εγρήγορση, τόσο έντονα σε κατάσταση επιφυλακής, διατεθειμένος, βαθιά διατεθειμένος και απελπισμένος στο να σε κάνω να συνειδητοποιήσεις ότι η μεγάλη μου αγάπη για σένα είναι ένα τρομερά πραγματικό και όμορφο πράγμα. Κάποτε θα πλήρωνα με το ίδιο νόμισμα μια γυναίκα για όσα βάσανα με είχε κάνει να υπομείνω. Αλλά τώρα ξέρω ότι αυτά τα βάσανα είναι αποτέλεσμα της δικής μου συμπεριφοράς. Ξέρω ότι τη στιγμή που κάτι συμβαίνει, τη στιγμή που κάτι πάει στραβά, πρέπει να είναι δικό μου το λάθος. Δεν είναι ενοχή αυτό που αισθάνομαι αλλά μια βαθιά ταπεινότητα ενώπιον της αγάπης σου. Δεν αμφιβάλλω για σένα, Αναϊς – με κανέναν τρόπο. Μου έχεις προσφέρει όλες τις αποδείξεις που θα μπορούσε μια γυναίκα να προσφέρει σ’ έναν άντρα. Εγώ είμαι αυτός που οφείλει να μάθει πώς να αποδεχτεί και να διαφυλάξει αυτή την αγάπη. Έχω κάνει τόσες πολλές γκάφες. Και θα κάνω κι άλλες γκάφες, το δίχως άλλο. Αλλά δεν ολισθαίνω προς τα πίσω. Κάθε μέρα μοιάζει να με ανεβάζει σ’ ένα ανώτερο επίπεδο. Με ανέβασες στα ύψη – κράτησέ με εκεί, σε εκλιπαρώ.
Σκέφτηκα να σου πω από το τηλέφωνο, αλλά εκείνη τη στιγμή αναστατώθηκα τόσο – «Αναϊς, δεν μπορώ να βαδίζω στους δρόμους αγωνιώντας. Δεν είναι σωστό. Έχω τόσα να κάνω και δεν θέλω να καταστρέψω τον εαυτό μου, ούτε καν το πιο απειροελάχιστο κομμάτι του. Όλα όσα έχω είναι πολύτιμα και έχω μοχθήσει πολύ να τα διαφυλάξω, και να σου τα κάνω δώρο».
Δεν βαδίζω πια στους δρόμους όπως κάποτε βάδιζα. Οι δρόμοι δεν έχουν τίποτα να μου πουν. Αυτό ήταν σαν να βάζω τον εαυτό μου έξω στον κόσμο, κι όχι να προσελκύω τον κόσμο μέσα μου. Τώρα σκέφτομαι το μικρό μου δωμάτιο, το δωμάτιο που κράτησες για μένα, και λαχταρώ να βρεθώ πάλι εκεί, να συγκεντρωθώ σ’ αυτό δουλεύοντας. Ο κόσμος όλος μοιάζει να έχει ενσωματωθεί σ’ εσένα – γιατί να βγω έξω να τον γυρέψω;
Αισθάνομαι την ανάγκη να πω στους ανθρώπους ότι υπάρχει κάτι τρομερά όμορφο μέσα μου. Αισθάνομαι την απόσταση ανάμεσα σ’ εμένα και στους άλλους. Τη διατηρώ αυτή την απόσταση. Ξέρω πράγματι τώρα ποιος είμαι. Δεν υπάρχουνε αμφιβολίες πια. Αλλά όταν απομακρύνεσαι από μένα, έστω και ελάχιστα, μαυρίλα απλώνεται πάνω μου, νιώθω καταποντισμένος. Για να κρατήσουμε αυτό που έχουμε επιτέλους δημιουργήσει μεταξύ μας, και εντός μας, πρέπει να κινηθούμε επικίνδυνα και με βιάση, και με πλήρη συνείδηση. Έχουμε καταφέρει κάτι που ελάχιστοι άνθρωποι θα βιώσουν ποτέ. Πρέπει να είμαστε αληθινοί προς τον εαυτό μας, προς ό,τι καλύτερο ξέρουμε και νιώθουμε. Αν γλιστρήσεις, θα πρέπει να σε κρατήσω. Αν γλιστρήσω εγώ, πρέπει να με κρατήσεις εσύ. Αλλιώς σείεται ο κόσμος και πάμε χαμένοι.
Μην νομίζεις, Αναϊς, ότι αυτό που με κάνει να πράττω απεγνωσμένα είναι ένας φόβος μη σε χάσω. Δεν είναι φόβος αλλά μια επιθυμία διακαής να σε κρατήσω. Το φοβισμένο μου εγώ είναι πια νεκρό. Εκείνο το εγώ μου ήταν παθητικό, αμελές, ασυνείδητο. Ο άντρας που έχω γίνει τώρα είναι αφυπνισμένος και δραστικός, μάχεται, δεν θα εγκαταλείψει τη λαβή του. Υπάρχει μια διαφορά, καταλαβαίνεις; Ο παλιός μου εαυτός θα είχε μείνει παραιτημένος στο κρεβάτι, θα είχε πάει να μεθοκοπήσει, ή θα σουλατσάριζε άσκοπα στους δρόμους, ή θα είχε καταφύγει σ’ έναν παλιόφιλο. Αυτά τα πράγματα δεν μπορώ να τα ξανακάνω πια, ποτέ. Όλα αυτά τα πράγματα ήσαν προφυλαχτήρες, μου επέτρεπαν να κυλιέμαι στον πόνο και στα βάσανα, κάτι που τότε πιθανόν να το ήθελα. Τώρα δεν θέλω να βασανίζω τον εαυτό μου. Θα θέτω πάντα τον εαυτό μου ενώπιόν σου, πρόσωπο με πρόσωπο, γρήγορα, άμεσα. Δεν θα επιτρέψω σε ένα λάθος, σε ένα ατύχημα να οδηγήσει εσπευσμένα σε μια παρεξήγηση. Δεν θα αφήσω κανένα ζιζάνιο να φυτρώσει στον κήπο που φτιάχνουμε. Η ζωή είναι τρομακτικά σύντομη για όλα όσα λαχταρούμε να απολαύσουμε μαζί. Πρέπει ν’ αδράξουμε το χρόνο και να του στρίψουμε το λαιμό. Πρέπει να ζήσουμε ο ένας μέσα στον άλλο.
Όταν σου τηλεφώνησα δεν ήμουν σίγουρος ότι θα σε βρω. Τηλεφώνησα δύο φορές εντωμεταξύ και μου είπαν ότι είχες βγει. Αδημονούσα. Βάδιζα πάνω-κάτω στο δρόμο σου και γύρω από το τετράγωνο, και κοίταζα στα εστιατόρια, και γύρισα πίσω και στάθηκα έξω από την πόρτα σου. Αν δεν σε έβρισκα στο τηλέφωνο, θα σου έστελνα τηλεγράφημα, και μετά θα γύριζα πίσω να σου γράψω ένα γράμμα κατεπείγον και με ειδική παράδοση. Κοίταξα στον τηλεφωνικό κατάλογο για το όνομα Γκίλερ, με τη σκέψη μήπως σε πετύχω στο σπίτι σου – στο σπίτι τους. Δεν μπόρεσα να βρω τη διεύθυνση. Κι αν σε είχα περιμένει εκείνη το βράδυ και δεν σε είχα βρει, θα πήγαινα να γυρέψω τον Ρανκ και θα είχα αποπειραθεί να του αποσπάσω την αλήθεια, ακόμα και με τη βία αν ήταν αναγκαίο. Δεν μπορούσα να φανταστώ πού ήταν δυνατόν να ήσουν, τι να έκανες. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ήσουν ακόμη θυμωμένη μαζί μου, μονάχα ότι απομακρυνόσουν από μένα, πληγωμένη, σαστισμένη, απελπισμένη απ’ την αγάπη μου. Κι έπειτα, γι’ αυτό μοιάζει τερατώδης η Νέα Υόρκη – για το μέγεθός της, για τις ατελείωτες κόγχες της, για το πόσο απελπισμένα δύσκολο είναι να βρεις εκείνη που σαν τρελός αναζητείς. Γίνεσαι άχυρο, ένα χορταράκι που ο άνεμος το παίρνει, ξεκομμένος από κάθε μνήμη, καταραμένος, χαμένος, τσακισμένος, στους αγέρηδες ριγμένος. Λες ότι έκλαιγες. Κι εγώ έκλαιγα καθώς βάδιζα στους δρόμους, και τα δάκρυα κυλούσανε στο πρόσωπό μου. Ω γιατί, γιατί, γιατί; Γιατί να πρέπει να υποφέρουμε; Είμαστε τόσο τρυφεροί, τόσο εκτεθειμένοι στο καθετί! Είναι όμορφο αυτό, είναι και τρομερό. Αλλά είναι σαν να είμαστε δίδυμα που προσπαθούν να χωριστούν. Ας μείνουμε ενωμένοι, απόλυτα. Έλα μέσα μου, Αναϊς, μείνε εκεί, μην φύγεις από μένα ποτέ, ούτε για μια στιγμή.
Εσύ κι εγώ είχαμε τόσο τρομερές εμπειρίες, σπαρακτικές εμπειρίες. Δεν μπορούμε να τις πνίξουμε όλες αυτές μέσα στον έρωτά μας; Ξέρεις τώρα ότι δεν έχω σφαλερές ιδέες για σένα, ότι σε έχω αποδεχτεί ως γυναίκα, δική μου γυναίκα. Μην με τιμωρείς που άργησα τόσο. Καλύτερα να ευχαριστείς τα άστρα που το παλέψαμε τόσο πετυχημένα. Σου είπα κάποτε, σε ένα γράμμα, πόσο σθεναρά βέβαιος ήμουν ότι το πεπρωμένο καθενός μας είναι εντός μας και όχι εκεί έξω στα άστρα. Το αισθάνομαι αυτό ολοένα και πιο πολύ. Εσύ; Εσύ; Πρέπει. Γιατί αυτό μου λέει το γράμμα σου. Το τολμηρό άλμα που έκανες, πώς θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε άλλο αν όχι η ανταπόκριση σε μιαν εσωτερική επιταγή; Έπρεπε να κάνεις το άλμα για μένα, για να μου δείξεις το δρόμο. Απέδειξες αυτό για το οποίο κάποτε σου είπα ότι είναι μια θαυμάσια ρήση – το θυμάσαι; «Το να μην τολμάς είναι ολέθριο». Το είδες στις σημειώσεις μου, πάνω στο τραπέζι μου, στη Βίλα Σερά. Καθετί που πρόσεχες το θυμάμαι καλά. Μπορώ να δω και τώρα το φως στο πρόσωπό σου, τα ενθουσιώδη χέρια σου, τις αεράτες, σαν του πουλιού χειρονομίες σου. Είσαι σαν το ίδιο το φως για μένα – απ’ όπου κι αν περνάς αφήνεις μιαν εκτυφλωτική λάμψη.
Θα μου συγχωρήσεις ότι κάθομαι και γράφω όλα αυτά αντί να δουλεύω; Δεν είναι άραγε αυτό, η ζωή μας, πιο σημαντικό από τη δουλειά; Δουλειά! Δουλειά! Γιατί να δουλεύω; Θα πρέπει να είναι επειδή αρχικά είχα μια φοβερά υπερβολική ιδέα για τον εαυτό μου, μιαν αγάπη για τον εαυτό μου, και γι’ αυτό ανήγαγα σε φετίχ τη δουλειά και πάσχισα να το αιτιολογήσω με ποικίλα ψεύδη και αυταπάτες. Ύψωνα ένα μνημείο για τις παρελθούσες θλίψεις. Αλλά όλα αυτά πέρασαν πια. Το πρόσωπό μου είναι στραμμένο προς το μέλλον, χαρωπά. Η εργασία θα είναι πιο φυσική, δεν θα είναι αυτοσκοπός. Ναι, γινόμουν απάνθρωπος. Και με έσωσες, εσύ.
Τώρα συνειδητοποιώ ότι είμαι ένα πλήρες ανθρώπινο ον, και ως ανθρώπινο ον θα πρέπει να αξίζω περισσότερα για σένα από ό,τι ο μεγαλύτερος καλλιτέχνης που μπορεί να φανταστεί κανείς. Τίποτα δεν έχει χαθεί από αυτή την αλλαγή. Απεναντίας, τα πάντα έχουν κερδηθεί. Δεν είσαι αντίπαλος στο έργο μου. Δεν είσαι η Μούσα που θυσιάζεται. Πόσο έντονα το συνειδητοποιώ, και πόσο σε ευγνωμονώ για το ότι έχει επιτευχθεί το θαύμα αυτό. Είναι δική σου δημιουργία, και μάλιστα ολότελα ανθρώπινη, κατορθωμένη με την πιο πικρή μάχη. Αυτό που έκανες δεν είναι τίποτα λιγότερο από ηρωισμός. Εάν ήσουν απλώς μια γυναίκα, θα είχες αποτύχει. Είσαι καλλιτέχνης –στη ζωή– ποια μεγαλύτερη φιλοφρόνηση θα μπορούσα να σου κάνω; Εγώ ήμουν καλλιτέχνης μονάχα στις λέξεις, και στη ζωή δεν ήμουν παρά ένας μέγας αποτυχημένος. Λέξεις, λέξεις – που σου στραγγαλίζουν την ψυχή! Δώστε μου τη γυναίκα, και οι λέξεις θα μπουν στην κατάλληλη θέση. Τώρα απλώς θα τις χρησιμοποιήσω.
Σκέφτομαι μερικές φορές ότι ο ερχομός μου εδώ θα έπρεπε να έχει αυτό το καθοριστικό αποτέλεσμα, ότι θα νιώσουν και θα αναγνωρίσουν την προσωπικότητά μου. Σκέφτομαι, εάν μπορώ να προσδοκώ μιαν άξια ανταμοιβή, ότι απ’ τη στιγμή που θα έχω πείσει τους ανθρώπους για την ακεραιότητά μου, οτιδήποτε γράψω θα βρει την επιδοκιμασία του. Οι άνθρωποι δεν θα μπορέσουν να με αγνοήσουν όταν μάθουν ποιος είμαι, όταν γνωρίσουν την ειλικρίνειά μου, τη σοβαρότητά μου. Δεν έχω πια την παραμικρή επιθυμία να καμώνομαι τον παλιάτσο, τον πληγωμένο, τον παραμελημένο. Λαχταράω τώρα να αδράξω τους ανθρώπους, να σταθώ ενώπιόν τους, να τους μιλήσω, να τους πείσω. Δεν είναι ζήτημα της λογοτεχνίας πια, είναι ζήτημα της ζωής μου, της ζωής μου μ’ εσένα. Το αισθάνομαι αυτό τόσο έντονα ώστε είμαι σίγουρος ότι θα γίνει αισθητό. Ίσως θα πρέπει να γίνω πολύ, μα πολύ πιο απλός. Κάθε λέξη θα πρέπει να καίει. Οι λέξεις είναι γεμάτες με το αίμα μου, με το πάθος μου για σένα, με την πείνα μου για ζωή, κι άλλη ζωή, πιο πολλή ζωή, αιώνια ζωή. Μου έχεις δώσει ζωή, Αναϊς. Είσαι η φλόγα που καίει εντός μου. Κι εγώ είμαι ο φύλακας της φλόγας. Κι εγώ, επίσης, έχω ένα καθήκον ιερό.
Ω, μα δεν βλέπεις και δεν ξέρεις και δεν πιστεύεις όλα όσα σου γράφω; Δεν είναι σαφή και αληθινά και δίκαια; Δεν θα μείνεις μαζί μου, μέσα μου, πάντα; Έχω αναδυθεί από τέτοια βάθη για να σε βρω. Το να πω ότι σ’ αγαπώ δεν είναι αρκετό. Είναι κι άλλα, πιο πολλά, ακόμα πιο πολλά. Ψάξε ολόγυρα μέσα μου, ανάσυρε ό,τι βρίσκεται εντός μου. Νιώθω ανεξάντλητα πλούσιος.
Χένρι


Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2007