Καλή και Δημιουργική Χρονιά! Κάθε Καλό!
Και έπεται ένα παλιότερο, μα επίκαρο, θαρρώ, κείμενο για τρατάρισμα!
Διακοπές και Συγγραφείς
Σε αντίθεση με την πλειονότητα των άλλων εργαζόμενων, οι συγγραφείς είναι κατά κάποιον τρόπο καταδικασμένοι, καίτοι πρόκειται για μιαν ευφρόσυνη και μάλλον δημιουργική καταδίκη, να είναι διαρκώς, αενάως, διακαώς απασχολημένοι με τους δαίμονες και τους αγγέλους που χορεύουν μέσα τους। Οι συγγραφείς δεν εργάζονται μονάχα τις ώρες που μοχθούν πάνω από μια γραφομηχανή ή απέναντι από την οθόνη του υπολογιστή. Εργάζονται, κυρίως, όλες τις άλλες ώρες, και οι ώρες του κάματου στο γραφείο είναι, ας πούμε, η εκτελεστική εργασία, η περαίωση μιας προσπάθειας κι ενός αγώνα που διεξάγονται μέρα και νύχτα σε άλλους χώρους.
Ο Χένρι Μίλερ έλεγε ότι το πιο πολύ γράψιμο γίνεται μακριά από τη γραφομηχανή, μακριά από το γραφείο, γίνεται κατά τις ήσυχες και σιωπηλές στιγμές, ενώ περπατάς ή ξυρίζεσαι ή παίζεις κάποιο παιχνίδι, ή ακόμα κι όταν μιλάς με κάποιον που μπορεί και να σου είναι αδιάφορος. Ξέρουμε ότι ο Μίλερ εγκατέλειψε τις Ηνωμένες Πολιτείες, περιπλανήθηκε στους δρόμους του Παρισιού, την πόλη που λάτρεψε όσο κανείς άλλος, την πόλη που ύμνησε και τραγούδησε στο αριστούργημά του, τον Τροπικό του Καρκίνου. Ξέρουμε, βέβαια, ότι λίγο πριν ξεσπάσει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος κατάφερε να έρθει στην Ελλάδα, για ένα είδος παρατεταμένης ανάπαυλας από τη συγγραφή, για ένα είδος διακοπών από τους πυρετικούς ρυθμούς με τους οποίους συνέθετε τα αυτοβιογραφικά μυθιστορήματά του.
Θα ζήσει έντονες στιγμές στην Ελλάδα ο Μίλερ. Και θα προκαλέσει έντονες συγκινήσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Γιώργος Σεφέρης εντυπωσιάζεται τόσο ώστε γράφει ένα ποίημα και το αφιερώνει στον Αμερικανό συγγραφέα. Ο Μίλερ, πάντα σαν σφουγγάρι, ρουφάει τα πάντα με το βλέμμα, με τα μάτια, με τα ρουθούνια, με τα αυτιά, και εν συνεχεία συνθέτει τον Κολοσσό του Μαρουσιού, που ο ίδιος το θεωρούσε το πιο αγαπημένο του βιβλίο, καθώς και το πυκνό λυρικό κείμενο «Πρώτες εντυπώσεις από την Ελλάδα».
Γράφει ο Χένρι Μίλερ, ύστερα από την ανάπαυλά του, από τις σύντομες διακοπές του στα Χανιά: «Η παλιά πόλη, πάρα πολύ ενδιαφέρουσα. Μια εικόνα της Βενετίας σε κουρέλια». Όμορφες είναι και οι αράδες που γράφει για την Ύδρα. Ακούστε: «Έμεινα στην Ύδρα μερικές ημέρες κατά τις οποίες ανεβοκατέβηκα χιλιάδες σκαλιά, επισκέφθηκα τα σπίτια αρκετών ναυάρχων, έκανα αφιερώματα στους αγίους που προστατεύουν το νησί, προσευχήθηκα για τους πεθαμένους, τους χωλούς και τους τυφλούς στο ξωκλήσι που ακουμπάει στο σπίτι του Γκίκα, έπαιξα πινγκ πονγκ, ήπια σαμπάνια, κονιάκ, ούζο και ρετσίνα, ξενύχτησα μ’ ένα μπουκάλι ουίσκι μιλώντας στον Γκίκα για τους μοναχούς του Θιβέτ, άρχισα το Συναξάρι της Άσπιλης Σύλληψης που το τελείωσα για τον Σεφεριάδη στους Δελφούς, και άκουσα τον Κατσίμπαλη, στην Ενάτη Συμφωνία των ταξιδιών του και των παραβάσεών του».
Ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, ακόμα και στη διάρκεια των τυπικών διακοπών του, τις οποίες απολάμβανε σε κάποιο παράκτιο θέρετρο της Αδριατικής, στις ακτές της Πομερανίας, ή στα Βραχώδη Όρη, δεν σταματούσε να κρατάει σημειώσεις, να καταγράφει στις διάσημες πια καρτέλες του ό,τι του φαινόταν παράξενο, όμορφο ή απλώς ενδιαφέρον, ακόμα και φράσεις της καθημερινότητας, τρόπους μοντέρνων κομμώσεων, κινήσεις ενός λεπιδόπτερου, μορφασμούς μιας μικρής ναζιάρικης κοπελίτσας, ή γκριμάτσες ενός μπουχτισμένου βενζινοπώλη. Και μετά, κι αυτός ανασυνέθετε εμπνευσμένα και δημιουργικά τις καταγραφές αυτές και τις μετέτρεπε σε στολίδια που ομόρφαιναν ακόμα πιο πολύ τον ήδη όμορφα φιλοτεχνημένο καμβά των μυθιστορημάτων του.
Τέτοιες σημειώσεις από τις ημέρες των διακοπών έφταναν, ύστερα από την λογοτεχνική τους στίλβωση, να γίνουν πανέμορφα ποιητικά ιντερμέδια, όπως αυτό, από το μυθιστόρημα Ρήγας, Ντάμα, Βαλές: «Το πιο σπουδαίο, το κύριο, η θάλασσα~ γκριζογάλανη, μ’ έναν ορίζοντα θολό, κι αμέσως πάνω του μια σειρά συννεφάκια να γλιστράνε το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο, σαν μέσα σ’ ένα ίσιο αυλάκι, όλα ίδια, όλα σε προφίλ. Μετά, η καμπύλη της ακτής λουομένων με το στρατό της από ριγωτές καμπίνες και τέντες και σκηνές που πύκνωναν πολύ στα ριζά της προκυμαίας, που επεκτείνονταν ανάμεσα σ’ ένα πλήθος από βάρκες κωπηλασίας προς ενοικίαση». Κι ακόμα, οι περιπλανήσεις, κατά τη διάρκεια των θερινών διακοπών, στις οποίες επιδιδόταν ο Ναμπόκοφ προκειμένου να αναζητήσει σπάνιες πεταλούδες, περιπλανήσεις με μια παλιά Πόντιακ στα Βραχώδη Όρη, στο Γκραν Κάνυον, σε όλη την Καλιφόρνια, πρόσφεραν στον Ναμπόκοφ εντυπώσεις και εμπειρίες που, γενναιόδωρος πάντα, φρόντισε να μας τις προσφέρει επεξεργασμένες με ανεπίληπτη ευαισθησία και πάντα λαμπερό χιούμορ, στο αριστούργημά του, τη Λολίτα: «Κοντινά βουνά. Ακόμα περισσότερα βουνά~ γαλαζωπές ομορφιές, άλλοτε απροσπέλαστες κι άλλοτε μετατρεπόμενες σε αλλεπάλληλους κατοικημένους λόφους~ πέτρινοι κολοσσοί που τρυπούσαν καρδιά και ουρανό με φλέβες από χιόνι, άκαμπτες κορφές να εμφανίζονται από το πουθενά σε μια στροφή της δημοσιάς~ τεράστιες δασώδεις εκτάσεις, μ’ ένα σύστημα από νοικοκυρεμένα και συμπλεκόμενα έλατα που το διέκοπταν σε ορισμένα σημεία χλομές τολύπες από αγριολεύκες~ αχνοκόκκινες και λιλά διαπλάσεις, φαραωνικές, φαλλικές~ βουνά πρώιμης άνοιξης με χνούδι μικρού ελέφαντα στις ραχοκοκαλιές τους~ βουνά του τέλους του θέρους με τα βαριά αιγυπτιακά τους άκρα διπλωμένα κάτω από πτυχές κοκκινωπού σκοροφαγωμένου βελούδου~ λόφοι της βρώμης, με κηλίδες από πράσινες στρογγυλές βελανιδιές».
Ο Νόρμαν Μέιλερ κατέφευγε στην Πρόβινσταουν, πολίχνη καμωμένη για θερινές διακοπές, η οποία ερήμωνε εφιαλτικά το χειμώνα, τόσο εφιαλτικά ώστε του ενέπνευσε μερικές από τις πιο δυνατές σελίδες του υπαρξιακού θρίλερ Οι σκληροί δεν χορεύουν. Ο Μέιλερ, με το διεισδυτικό του βλέμμα που ήξερε να εντοπίζει τις χαραγματιές των αντιφάσεων, λάτρευε ανέκαθεν τις αντιστίξεις, το κοντράστ, και δεν μπόρεσε παρά να γοητευτεί από μια πόλη που μέσα σε λίγες μέρες έχανε τη βουερή πολυχρωμία της και γινόταν ασπρόμαυρη και άλαλη. Διατεινόταν ότι η Πρόβινσταουν είχε συλληφθεί νύχτα, είχε γεννηθεί κατά τη διάρκεια μιας σκοτεινής θύελλας, και γι’ αυτό σαγήνευε επί δεκαετίες τους ζωγράφους που έρχονταν να ξαποστάσουν και, συνάμα, να απαθανατίσουν το ιδιαίτερο φως της πόλης.
«Ήταν αδύνατο να υπάρχει άλλη πόλη σαν κι αυτή», γράφει ο Μέιλερ. «Αν ένιωθες άσχημα μέσα στο πλήθος, το καλοκαίρι έσκαγες απ’ το συνωστισμό. Αν πάλι δεν είχες τη δύναμη ν’ αντέξεις τη μοναξιά, η φτωχή σου ύπαρξη μπορούσε να γεμίσει με τρόμο κατά τη διάρκεια του μακριού χειμώνα. Πιο πέρα από τους καταπράσινους βάλτους στην άκρη της πόλης, οι παράκτιες αμμουδερές εκτάσεις είναι τόσο χαμηλές, ώστε μπορεί κανείς να διακρίνει καράβια να ταξιδεύουν στο βάθος του ορίζοντα ακόμα κι όταν δεν βλέπει το νερό. Οι αψηλές γέφυρες από τα κότερα που ψαρεύουν, μοιάζουν σαν καραβάνια που ταξιδεύουν κατά μήκος της αμμουδερής ακτής».
Ο Τζον Χόπκινς, κοσμοπολίτης και ταξιδάρης συγγραφέας, καίτοι δεν έγινε διάσημος για τα έργα του, απέκτησε μεγάλη φήμη επειδή ακριβώς φρόντισε να καταγράψει τα όσα ζούσε, έβλεπε κι άκουγε σε τόπους διακοπών, και εν συνεχεία να τα εκδώσει.
Ο Χόπκινς, με μια πανέμορφη πάλλευκη μοτοσικλέτα, φτάνει στην Ταγγέρη και γοητεύεται από την καυτή μυστηριακή μαγεία της, από τον συνδυασμό λιτότητας και πολυπλοκότητας που θέλγει, σαν να είναι ένας αναπόδραστος λαβύρινθος, κάθε ευαίσθητο ταξιδιώτη από τη Δύση. «Η Ταγγέρη είναι χαλαρό μέρος», γράφει στις 5 Ιανουαρίου του 1964. «Τόσο πολλά βίτσια και τόσο πολλοί υπηρέτες. Το φαΐ είναι φρέσκο, το ποτό φτηνό και τα νοίκια χαμηλά. Ο καιρός είναι ζεστός, κι η παραλία σε μικρή απόσταση. En otras palaabras, paraiso! [Με άλλα λόγια, παράδεισος!]
Στην Ταγγέρη, με τον σκληρό μα υπέροχο γαλάζιο ουρανό, ο Χόπκινς θα κάνει παρέα με τους άλλους ταξιδευτές συγγραφείς, τον Πολ και την Τζέιν Μπόουλς, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν μάλιστα για όλη τους τη ζωή εκεί, με τον Μπράιον Γκάιζιν και τον Γουίλιαμ Μπάροουζ, θα μυηθεί στο έργο του Λουί Φερντινάν Σελίν, θα γνωρίσει τον Τζον Λένον και τον Πολ Μακάρτνεϊ που επισκέφθηκαν επίσης την πόλη. Εντυπωσιασμένος, θα μιλήσει για τη «λογοτεχνική Ταγγέρη». Και, φυσικά, θα ερωτευτεί. Και θα γράψει! Αυτό θα πει διακοπές για έναν συγγραφέα: όχι απόλυτη ανάπαυλα, όχι χαύνωση και αδράνεια, αλλά γνωριμίες, άντληση εμπειριών, καταγραφές εντυπώσεων, έρωτας, και είτε νοερό είτε συστηματικό γράψιμο!
«Πολλά βράδια κάθεται στο μπαρ Parade», γράφει ο Χόπκινς για τον Μπάροουζ, «και δειπνεί προτού φτάσουν εκεί οι θαμώνες. Του αρέσει το καλό φαγητό. Μια μοναχική ασκητική φιγούρα με σκούρο κοστούμι~ τρώει συνήθως μόνος του κοιτάζοντας απαθώς τον τοίχο. Όταν πηγαίνω το ποτό μου στο τραπέζι του, πάντα μου ζητά να καθίσω μαζί του. Η εμφάνιση του νεκροθάφτη απομακρύνει τον κόσμο, αλλά όπως όλοι οι συγγραφείς δουλεύει ολημερίς μόνος του και του αρέσει να συναναστρέφεται κόσμο το βράδυ».
Εξίσου μανιακή των ταξιδιών, της αλλαγής παραστάσεων καθώς λέμε, η Πατρίτσια Χάισμιθ, η συγγραφέας που κατάφερε να ανανεώσει, να βαθύνει και να εκμοντερνίσει το λεγόμενο αστυνομικό μυθιστόρημα όσο κανένας άλλος στον 20ό αιώνα, κάθε που ετοίμαζε τις βαλίτσες της για ένα ταξίδι δεν παρέλειπε ποτέ να συμπεριλάβει τα σημειωματάρια και τον στυλογράφο της, και εν συνεχεία δεν παρέλειπε να τιμήσει τις σημειώσεις που κράτησε στα όποια θέρετρα ενσωματώνοντάς τες δημιουργικότατα στα θαυμάσια και συγκλονιστικά αφηγήματά της.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, η Χάισμιθ θα αναζητήσει τη γαλήνη στο ειδυλλιακό Ποζιτάνο της Ιταλίας. Το θαυμάσιο χωριό, μια έξοχη εξοχή, ο ενίοτε ανηλεής ήλιος και η χρυσογάλαζη θάλασσα θα θέλξουν την Πατρίτσια και θα της προσφέρουν το σκηνικό για τον Ταλαντούχο κύριο Ρίπλεϊ, το πρώτο από τα πέντε βιβλία της με τον ίδιο κεντρικό εκκεντρικό ήρωα, τον Τομ Ρίπλεϊ που δεν διστάζει να διαπράξει, πάντα ατιμωρητί, ένα σωρό εγκλήματα ενώ συνάμα ξετρελαίνεται με τον Ιωάννη Σεβαστιανό Μπαχ και τις «Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ».
Την επόμενη δεκαετία, η Χάισμιθ θα επιλέξει ως τόπο διακοπών την Ελλάδα, και μάλιστα τη χειμερινή. Οι συγγραφείς, αντίθετα με τους δημοσίους υπαλλήλους και άλλους εργαζόμενους, μπορούν να απαλλάσσονται για λίγο από το φόρτωμα της καθημερινής δουλειάς όποτε, μα όποτε, αυτοί το θελήσουν. Η Πατρίτσια, λοιπόν, συνοδευόμενη από μιαν ερωμένη της, θα περιδιαβάσει στην Αθήνα, στο Ναύπλιο, στο Ηράκλειο. «Τα Χριστούγεννα θα με βρουν πιθανότατα να πίνω ούζο αντί για egg nog», γράφει. Καρπός αυτών των διακοπών θα είναι το σκηνικό του συναρπαστικού μυθιστορήματος Τα δύο πρόσωπα του Ιανουαρίου, θα είναι δηλαδή η Ελλάδα, πρωτευουσιάνικη και επαρχιακή, στην αυγή της δεκαετίας του 1960.
Λίγο μετά, η Χάισμιθ θα κάνει τις διακοπές της στην πόλη Χαμαμέτ της Τυνησίας, έναν ακόμα γοητευτικό μα πάντα ανησυχητικό λαβύρινθο όπου μπορείς να χάσεις τον προσανατολισμό σου αλλά και την ίδια την ταυτότητά σου. Στη Χαμαμέτ, οι αντικατοπτρισμοί φέρνουν στο νου το σύμπαν του Μπόρχες, η ρευστότητα των συναισθημάτων και η αδιάκοπη εναλλαγή των συγκινήσεων σε κάνουν έρμαιο του πιο μέσα εαυτού σου, σε απαλλάσσουν εντέλει από μάσκες και προσωπεία. Οι συγγραφείς δεν είναι ποτέ τουρίστες. Βιώνουν στο έπακρο τα μέρη όπου καμώνονται ότι ξεκουράζονται ενώ, στην πραγματικότητα, εργάζονται πολύ πιο εντατικά, αλλά μέσα τους, εντός τους, νοερά. Έτσι, η Χάισμιθ, γοητευμένη από τη Χαμαμέτ, θα συνθέσει το μυθιστόρημα Χωρίς ενοχές, ένα λιτά μεγαλόπνοο έργο, σύμφωνα με τον Γκράχαμ Γκρην το αριστούργημά της.
Το ίδιο περίπου σκηνικό θα εμπνεύσει και τον Αλμπέρ Καμύ. Ο καυτός ήλιος, η γειτνίαση με την έρημο και με τη θάλασσα, το συνονθύλευμα των ντόπιων και των πολυάριθμων παραθεριστών και τουριστών, η συνεχής εναλλαγή της τρυφερότητας με τη σκληρότητα, θα του δωρίσουν κείμενα μεγάλης ακρίβειας και συγκινητικού λυρισμού. Αφήστε στην άκρη τους ταξιδιωτικούς οδηγούς, και τολμήστε να κάνετε τις διακοπές σας μια περιπέτεια ακολουθώντας τις παραγράφους των συγγραφέων. Γράφει ο Καμύ: «Συνιστώ στον ευαίσθητο ταξιδιώτη που θα ’ρχόταν στο Αλγέρι να πάει να πιει ουζάκι κάτω απ’ τις καμάρες του λιμανιού, να φάει το πρωί στην ψαραγορά φρέσκο ψάρι ψημένο στα κάρβουνα. Να πάει ν’ ακούσει αραβική μουσική σ’ ένα καφενεδάκι, δεν θυμάμαι τ’ όνομά του, στην οδό Λιρ. Να φάει για μεσημέρι στο εστιατόριο Παντοβάνι, που είναι ένα είδος χορευτικού κέντρου πάνω σε πιλοτές στην παραλία όπου η ζωή είναι χαρισάμενη. Να πάει να καπνίσει ένα τσιγάρο στην οδό Ντε Μπουσέ, στην Κασμπά, ανάμεσα σε σπλήνες, συκώτια, έντερα και πνευμόνια που στάζουν αίμα από παντού».
Ας θυμίσουμε κλείνοντας ότι ο Γκυ Ντεμπόρ απολάμβανε την ανάπαυλα από τις πυρετώδεις εκδοτικές και οργανωτικές δραστηριότητές του, καταφεύγοντας σε ένα οκτάγωνο δωμάτιο μιας πολύ όμορφης κατοικίας στις Κάννες, ήδη από τη δεκαετία του 1950. Εκεί, στα μέσα της δεκαετίας του 1960, αποφάσισε να διαμείνει, εγκαταλείποντας για μήνες το αγαπημένο του «πολύβουο Παρίσι», προκειμένου να ξεκουραστεί και να συγκεντρωθεί στη συγγραφή του κορυφαίου του βιβλίου που δεν είναι άλλο από την περιλάλητη Κοινωνία του Θεάματος. Μάλιστα, μια διασκεδαστική αλλά ψυχωφελής επιστολή του, μας πληροφορεί ότι, ενώ συνήθως στις διακοπές ρέει άφθονο το ποτό στους ουρανίσκους και στις φλέβες, καθ’ όλο το διάστημα εκείνης της τόσο δημιουργικής ανάπαυλας ο Ντεμπόρ, περιβόητος λάτρης του αλκοόλ, έπινε συστηματικά μονάχα... ντοματόζουμο.
Ας θυμίσουμε επίσης ότι ο ιδιοφυής και λεπταίσθητος Άντον Τσέχοφ ήταν υποχρεωμένος, για λόγους υγείας, να περνάει μήνες ολόκληρους στη Γιάλτα, να κάνει εκεί τις όποιες διακοπές του, πάντα προσηλωμένος στην αγαπημένη του ασχολία, το ψάρεμα. Ώρες αλλεπάλληλης συγκέντρωσης πάνω από τα νερά και μέχρι το ψάρι να δεήσει να τσιμπήσει, χάρισαν στον συγγραφέα του Βυσσινόκηπου θαυμάσιες φράσεις ακαριαίας σοφίας που θυμίζουν τον πλούτο του Ζεν Βουδισμού. Στην επίμονη ερώτηση της αγαπημένης του, της Όλγας Κνίπερ, «Τι είναι η ζωή;» ο Τσέχοφ απάντησε αποσβολωτικά με ένα, «Η ζωή; Τι είναι ζωή; Τι είναι το καρότο; Το καρότο είναι καρότο». Κι όταν ρωτήθηκε περί του νοήματος της ζωής, με βλέμμα που μειδιούσε ο συγγραφέας αποκρίθηκε, «Κοίτα, κοίτα το χιόνι που πέφτει».
Σε αντίθεση με την πλειονότητα των άλλων εργαζόμενων, οι συγγραφείς είναι κατά κάποιον τρόπο καταδικασμένοι, καίτοι πρόκειται για μιαν ευφρόσυνη και μάλλον δημιουργική καταδίκη, να είναι διαρκώς, αενάως, διακαώς απασχολημένοι με τους δαίμονες και τους αγγέλους που χορεύουν μέσα τους। Οι συγγραφείς δεν εργάζονται μονάχα τις ώρες που μοχθούν πάνω από μια γραφομηχανή ή απέναντι από την οθόνη του υπολογιστή. Εργάζονται, κυρίως, όλες τις άλλες ώρες, και οι ώρες του κάματου στο γραφείο είναι, ας πούμε, η εκτελεστική εργασία, η περαίωση μιας προσπάθειας κι ενός αγώνα που διεξάγονται μέρα και νύχτα σε άλλους χώρους.
Ο Χένρι Μίλερ έλεγε ότι το πιο πολύ γράψιμο γίνεται μακριά από τη γραφομηχανή, μακριά από το γραφείο, γίνεται κατά τις ήσυχες και σιωπηλές στιγμές, ενώ περπατάς ή ξυρίζεσαι ή παίζεις κάποιο παιχνίδι, ή ακόμα κι όταν μιλάς με κάποιον που μπορεί και να σου είναι αδιάφορος. Ξέρουμε ότι ο Μίλερ εγκατέλειψε τις Ηνωμένες Πολιτείες, περιπλανήθηκε στους δρόμους του Παρισιού, την πόλη που λάτρεψε όσο κανείς άλλος, την πόλη που ύμνησε και τραγούδησε στο αριστούργημά του, τον Τροπικό του Καρκίνου. Ξέρουμε, βέβαια, ότι λίγο πριν ξεσπάσει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος κατάφερε να έρθει στην Ελλάδα, για ένα είδος παρατεταμένης ανάπαυλας από τη συγγραφή, για ένα είδος διακοπών από τους πυρετικούς ρυθμούς με τους οποίους συνέθετε τα αυτοβιογραφικά μυθιστορήματά του.
Θα ζήσει έντονες στιγμές στην Ελλάδα ο Μίλερ. Και θα προκαλέσει έντονες συγκινήσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Γιώργος Σεφέρης εντυπωσιάζεται τόσο ώστε γράφει ένα ποίημα και το αφιερώνει στον Αμερικανό συγγραφέα. Ο Μίλερ, πάντα σαν σφουγγάρι, ρουφάει τα πάντα με το βλέμμα, με τα μάτια, με τα ρουθούνια, με τα αυτιά, και εν συνεχεία συνθέτει τον Κολοσσό του Μαρουσιού, που ο ίδιος το θεωρούσε το πιο αγαπημένο του βιβλίο, καθώς και το πυκνό λυρικό κείμενο «Πρώτες εντυπώσεις από την Ελλάδα».
Γράφει ο Χένρι Μίλερ, ύστερα από την ανάπαυλά του, από τις σύντομες διακοπές του στα Χανιά: «Η παλιά πόλη, πάρα πολύ ενδιαφέρουσα. Μια εικόνα της Βενετίας σε κουρέλια». Όμορφες είναι και οι αράδες που γράφει για την Ύδρα. Ακούστε: «Έμεινα στην Ύδρα μερικές ημέρες κατά τις οποίες ανεβοκατέβηκα χιλιάδες σκαλιά, επισκέφθηκα τα σπίτια αρκετών ναυάρχων, έκανα αφιερώματα στους αγίους που προστατεύουν το νησί, προσευχήθηκα για τους πεθαμένους, τους χωλούς και τους τυφλούς στο ξωκλήσι που ακουμπάει στο σπίτι του Γκίκα, έπαιξα πινγκ πονγκ, ήπια σαμπάνια, κονιάκ, ούζο και ρετσίνα, ξενύχτησα μ’ ένα μπουκάλι ουίσκι μιλώντας στον Γκίκα για τους μοναχούς του Θιβέτ, άρχισα το Συναξάρι της Άσπιλης Σύλληψης που το τελείωσα για τον Σεφεριάδη στους Δελφούς, και άκουσα τον Κατσίμπαλη, στην Ενάτη Συμφωνία των ταξιδιών του και των παραβάσεών του».
Ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, ακόμα και στη διάρκεια των τυπικών διακοπών του, τις οποίες απολάμβανε σε κάποιο παράκτιο θέρετρο της Αδριατικής, στις ακτές της Πομερανίας, ή στα Βραχώδη Όρη, δεν σταματούσε να κρατάει σημειώσεις, να καταγράφει στις διάσημες πια καρτέλες του ό,τι του φαινόταν παράξενο, όμορφο ή απλώς ενδιαφέρον, ακόμα και φράσεις της καθημερινότητας, τρόπους μοντέρνων κομμώσεων, κινήσεις ενός λεπιδόπτερου, μορφασμούς μιας μικρής ναζιάρικης κοπελίτσας, ή γκριμάτσες ενός μπουχτισμένου βενζινοπώλη. Και μετά, κι αυτός ανασυνέθετε εμπνευσμένα και δημιουργικά τις καταγραφές αυτές και τις μετέτρεπε σε στολίδια που ομόρφαιναν ακόμα πιο πολύ τον ήδη όμορφα φιλοτεχνημένο καμβά των μυθιστορημάτων του.
Τέτοιες σημειώσεις από τις ημέρες των διακοπών έφταναν, ύστερα από την λογοτεχνική τους στίλβωση, να γίνουν πανέμορφα ποιητικά ιντερμέδια, όπως αυτό, από το μυθιστόρημα Ρήγας, Ντάμα, Βαλές: «Το πιο σπουδαίο, το κύριο, η θάλασσα~ γκριζογάλανη, μ’ έναν ορίζοντα θολό, κι αμέσως πάνω του μια σειρά συννεφάκια να γλιστράνε το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο, σαν μέσα σ’ ένα ίσιο αυλάκι, όλα ίδια, όλα σε προφίλ. Μετά, η καμπύλη της ακτής λουομένων με το στρατό της από ριγωτές καμπίνες και τέντες και σκηνές που πύκνωναν πολύ στα ριζά της προκυμαίας, που επεκτείνονταν ανάμεσα σ’ ένα πλήθος από βάρκες κωπηλασίας προς ενοικίαση». Κι ακόμα, οι περιπλανήσεις, κατά τη διάρκεια των θερινών διακοπών, στις οποίες επιδιδόταν ο Ναμπόκοφ προκειμένου να αναζητήσει σπάνιες πεταλούδες, περιπλανήσεις με μια παλιά Πόντιακ στα Βραχώδη Όρη, στο Γκραν Κάνυον, σε όλη την Καλιφόρνια, πρόσφεραν στον Ναμπόκοφ εντυπώσεις και εμπειρίες που, γενναιόδωρος πάντα, φρόντισε να μας τις προσφέρει επεξεργασμένες με ανεπίληπτη ευαισθησία και πάντα λαμπερό χιούμορ, στο αριστούργημά του, τη Λολίτα: «Κοντινά βουνά. Ακόμα περισσότερα βουνά~ γαλαζωπές ομορφιές, άλλοτε απροσπέλαστες κι άλλοτε μετατρεπόμενες σε αλλεπάλληλους κατοικημένους λόφους~ πέτρινοι κολοσσοί που τρυπούσαν καρδιά και ουρανό με φλέβες από χιόνι, άκαμπτες κορφές να εμφανίζονται από το πουθενά σε μια στροφή της δημοσιάς~ τεράστιες δασώδεις εκτάσεις, μ’ ένα σύστημα από νοικοκυρεμένα και συμπλεκόμενα έλατα που το διέκοπταν σε ορισμένα σημεία χλομές τολύπες από αγριολεύκες~ αχνοκόκκινες και λιλά διαπλάσεις, φαραωνικές, φαλλικές~ βουνά πρώιμης άνοιξης με χνούδι μικρού ελέφαντα στις ραχοκοκαλιές τους~ βουνά του τέλους του θέρους με τα βαριά αιγυπτιακά τους άκρα διπλωμένα κάτω από πτυχές κοκκινωπού σκοροφαγωμένου βελούδου~ λόφοι της βρώμης, με κηλίδες από πράσινες στρογγυλές βελανιδιές».
Ο Νόρμαν Μέιλερ κατέφευγε στην Πρόβινσταουν, πολίχνη καμωμένη για θερινές διακοπές, η οποία ερήμωνε εφιαλτικά το χειμώνα, τόσο εφιαλτικά ώστε του ενέπνευσε μερικές από τις πιο δυνατές σελίδες του υπαρξιακού θρίλερ Οι σκληροί δεν χορεύουν. Ο Μέιλερ, με το διεισδυτικό του βλέμμα που ήξερε να εντοπίζει τις χαραγματιές των αντιφάσεων, λάτρευε ανέκαθεν τις αντιστίξεις, το κοντράστ, και δεν μπόρεσε παρά να γοητευτεί από μια πόλη που μέσα σε λίγες μέρες έχανε τη βουερή πολυχρωμία της και γινόταν ασπρόμαυρη και άλαλη. Διατεινόταν ότι η Πρόβινσταουν είχε συλληφθεί νύχτα, είχε γεννηθεί κατά τη διάρκεια μιας σκοτεινής θύελλας, και γι’ αυτό σαγήνευε επί δεκαετίες τους ζωγράφους που έρχονταν να ξαποστάσουν και, συνάμα, να απαθανατίσουν το ιδιαίτερο φως της πόλης.
«Ήταν αδύνατο να υπάρχει άλλη πόλη σαν κι αυτή», γράφει ο Μέιλερ. «Αν ένιωθες άσχημα μέσα στο πλήθος, το καλοκαίρι έσκαγες απ’ το συνωστισμό. Αν πάλι δεν είχες τη δύναμη ν’ αντέξεις τη μοναξιά, η φτωχή σου ύπαρξη μπορούσε να γεμίσει με τρόμο κατά τη διάρκεια του μακριού χειμώνα. Πιο πέρα από τους καταπράσινους βάλτους στην άκρη της πόλης, οι παράκτιες αμμουδερές εκτάσεις είναι τόσο χαμηλές, ώστε μπορεί κανείς να διακρίνει καράβια να ταξιδεύουν στο βάθος του ορίζοντα ακόμα κι όταν δεν βλέπει το νερό. Οι αψηλές γέφυρες από τα κότερα που ψαρεύουν, μοιάζουν σαν καραβάνια που ταξιδεύουν κατά μήκος της αμμουδερής ακτής».
Ο Τζον Χόπκινς, κοσμοπολίτης και ταξιδάρης συγγραφέας, καίτοι δεν έγινε διάσημος για τα έργα του, απέκτησε μεγάλη φήμη επειδή ακριβώς φρόντισε να καταγράψει τα όσα ζούσε, έβλεπε κι άκουγε σε τόπους διακοπών, και εν συνεχεία να τα εκδώσει.
Ο Χόπκινς, με μια πανέμορφη πάλλευκη μοτοσικλέτα, φτάνει στην Ταγγέρη και γοητεύεται από την καυτή μυστηριακή μαγεία της, από τον συνδυασμό λιτότητας και πολυπλοκότητας που θέλγει, σαν να είναι ένας αναπόδραστος λαβύρινθος, κάθε ευαίσθητο ταξιδιώτη από τη Δύση. «Η Ταγγέρη είναι χαλαρό μέρος», γράφει στις 5 Ιανουαρίου του 1964. «Τόσο πολλά βίτσια και τόσο πολλοί υπηρέτες. Το φαΐ είναι φρέσκο, το ποτό φτηνό και τα νοίκια χαμηλά. Ο καιρός είναι ζεστός, κι η παραλία σε μικρή απόσταση. En otras palaabras, paraiso! [Με άλλα λόγια, παράδεισος!]
Στην Ταγγέρη, με τον σκληρό μα υπέροχο γαλάζιο ουρανό, ο Χόπκινς θα κάνει παρέα με τους άλλους ταξιδευτές συγγραφείς, τον Πολ και την Τζέιν Μπόουλς, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν μάλιστα για όλη τους τη ζωή εκεί, με τον Μπράιον Γκάιζιν και τον Γουίλιαμ Μπάροουζ, θα μυηθεί στο έργο του Λουί Φερντινάν Σελίν, θα γνωρίσει τον Τζον Λένον και τον Πολ Μακάρτνεϊ που επισκέφθηκαν επίσης την πόλη. Εντυπωσιασμένος, θα μιλήσει για τη «λογοτεχνική Ταγγέρη». Και, φυσικά, θα ερωτευτεί. Και θα γράψει! Αυτό θα πει διακοπές για έναν συγγραφέα: όχι απόλυτη ανάπαυλα, όχι χαύνωση και αδράνεια, αλλά γνωριμίες, άντληση εμπειριών, καταγραφές εντυπώσεων, έρωτας, και είτε νοερό είτε συστηματικό γράψιμο!
«Πολλά βράδια κάθεται στο μπαρ Parade», γράφει ο Χόπκινς για τον Μπάροουζ, «και δειπνεί προτού φτάσουν εκεί οι θαμώνες. Του αρέσει το καλό φαγητό. Μια μοναχική ασκητική φιγούρα με σκούρο κοστούμι~ τρώει συνήθως μόνος του κοιτάζοντας απαθώς τον τοίχο. Όταν πηγαίνω το ποτό μου στο τραπέζι του, πάντα μου ζητά να καθίσω μαζί του. Η εμφάνιση του νεκροθάφτη απομακρύνει τον κόσμο, αλλά όπως όλοι οι συγγραφείς δουλεύει ολημερίς μόνος του και του αρέσει να συναναστρέφεται κόσμο το βράδυ».
Εξίσου μανιακή των ταξιδιών, της αλλαγής παραστάσεων καθώς λέμε, η Πατρίτσια Χάισμιθ, η συγγραφέας που κατάφερε να ανανεώσει, να βαθύνει και να εκμοντερνίσει το λεγόμενο αστυνομικό μυθιστόρημα όσο κανένας άλλος στον 20ό αιώνα, κάθε που ετοίμαζε τις βαλίτσες της για ένα ταξίδι δεν παρέλειπε ποτέ να συμπεριλάβει τα σημειωματάρια και τον στυλογράφο της, και εν συνεχεία δεν παρέλειπε να τιμήσει τις σημειώσεις που κράτησε στα όποια θέρετρα ενσωματώνοντάς τες δημιουργικότατα στα θαυμάσια και συγκλονιστικά αφηγήματά της.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, η Χάισμιθ θα αναζητήσει τη γαλήνη στο ειδυλλιακό Ποζιτάνο της Ιταλίας. Το θαυμάσιο χωριό, μια έξοχη εξοχή, ο ενίοτε ανηλεής ήλιος και η χρυσογάλαζη θάλασσα θα θέλξουν την Πατρίτσια και θα της προσφέρουν το σκηνικό για τον Ταλαντούχο κύριο Ρίπλεϊ, το πρώτο από τα πέντε βιβλία της με τον ίδιο κεντρικό εκκεντρικό ήρωα, τον Τομ Ρίπλεϊ που δεν διστάζει να διαπράξει, πάντα ατιμωρητί, ένα σωρό εγκλήματα ενώ συνάμα ξετρελαίνεται με τον Ιωάννη Σεβαστιανό Μπαχ και τις «Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ».
Την επόμενη δεκαετία, η Χάισμιθ θα επιλέξει ως τόπο διακοπών την Ελλάδα, και μάλιστα τη χειμερινή. Οι συγγραφείς, αντίθετα με τους δημοσίους υπαλλήλους και άλλους εργαζόμενους, μπορούν να απαλλάσσονται για λίγο από το φόρτωμα της καθημερινής δουλειάς όποτε, μα όποτε, αυτοί το θελήσουν. Η Πατρίτσια, λοιπόν, συνοδευόμενη από μιαν ερωμένη της, θα περιδιαβάσει στην Αθήνα, στο Ναύπλιο, στο Ηράκλειο. «Τα Χριστούγεννα θα με βρουν πιθανότατα να πίνω ούζο αντί για egg nog», γράφει. Καρπός αυτών των διακοπών θα είναι το σκηνικό του συναρπαστικού μυθιστορήματος Τα δύο πρόσωπα του Ιανουαρίου, θα είναι δηλαδή η Ελλάδα, πρωτευουσιάνικη και επαρχιακή, στην αυγή της δεκαετίας του 1960.
Λίγο μετά, η Χάισμιθ θα κάνει τις διακοπές της στην πόλη Χαμαμέτ της Τυνησίας, έναν ακόμα γοητευτικό μα πάντα ανησυχητικό λαβύρινθο όπου μπορείς να χάσεις τον προσανατολισμό σου αλλά και την ίδια την ταυτότητά σου. Στη Χαμαμέτ, οι αντικατοπτρισμοί φέρνουν στο νου το σύμπαν του Μπόρχες, η ρευστότητα των συναισθημάτων και η αδιάκοπη εναλλαγή των συγκινήσεων σε κάνουν έρμαιο του πιο μέσα εαυτού σου, σε απαλλάσσουν εντέλει από μάσκες και προσωπεία. Οι συγγραφείς δεν είναι ποτέ τουρίστες. Βιώνουν στο έπακρο τα μέρη όπου καμώνονται ότι ξεκουράζονται ενώ, στην πραγματικότητα, εργάζονται πολύ πιο εντατικά, αλλά μέσα τους, εντός τους, νοερά. Έτσι, η Χάισμιθ, γοητευμένη από τη Χαμαμέτ, θα συνθέσει το μυθιστόρημα Χωρίς ενοχές, ένα λιτά μεγαλόπνοο έργο, σύμφωνα με τον Γκράχαμ Γκρην το αριστούργημά της.
Το ίδιο περίπου σκηνικό θα εμπνεύσει και τον Αλμπέρ Καμύ. Ο καυτός ήλιος, η γειτνίαση με την έρημο και με τη θάλασσα, το συνονθύλευμα των ντόπιων και των πολυάριθμων παραθεριστών και τουριστών, η συνεχής εναλλαγή της τρυφερότητας με τη σκληρότητα, θα του δωρίσουν κείμενα μεγάλης ακρίβειας και συγκινητικού λυρισμού. Αφήστε στην άκρη τους ταξιδιωτικούς οδηγούς, και τολμήστε να κάνετε τις διακοπές σας μια περιπέτεια ακολουθώντας τις παραγράφους των συγγραφέων. Γράφει ο Καμύ: «Συνιστώ στον ευαίσθητο ταξιδιώτη που θα ’ρχόταν στο Αλγέρι να πάει να πιει ουζάκι κάτω απ’ τις καμάρες του λιμανιού, να φάει το πρωί στην ψαραγορά φρέσκο ψάρι ψημένο στα κάρβουνα. Να πάει ν’ ακούσει αραβική μουσική σ’ ένα καφενεδάκι, δεν θυμάμαι τ’ όνομά του, στην οδό Λιρ. Να φάει για μεσημέρι στο εστιατόριο Παντοβάνι, που είναι ένα είδος χορευτικού κέντρου πάνω σε πιλοτές στην παραλία όπου η ζωή είναι χαρισάμενη. Να πάει να καπνίσει ένα τσιγάρο στην οδό Ντε Μπουσέ, στην Κασμπά, ανάμεσα σε σπλήνες, συκώτια, έντερα και πνευμόνια που στάζουν αίμα από παντού».
Ας θυμίσουμε κλείνοντας ότι ο Γκυ Ντεμπόρ απολάμβανε την ανάπαυλα από τις πυρετώδεις εκδοτικές και οργανωτικές δραστηριότητές του, καταφεύγοντας σε ένα οκτάγωνο δωμάτιο μιας πολύ όμορφης κατοικίας στις Κάννες, ήδη από τη δεκαετία του 1950. Εκεί, στα μέσα της δεκαετίας του 1960, αποφάσισε να διαμείνει, εγκαταλείποντας για μήνες το αγαπημένο του «πολύβουο Παρίσι», προκειμένου να ξεκουραστεί και να συγκεντρωθεί στη συγγραφή του κορυφαίου του βιβλίου που δεν είναι άλλο από την περιλάλητη Κοινωνία του Θεάματος. Μάλιστα, μια διασκεδαστική αλλά ψυχωφελής επιστολή του, μας πληροφορεί ότι, ενώ συνήθως στις διακοπές ρέει άφθονο το ποτό στους ουρανίσκους και στις φλέβες, καθ’ όλο το διάστημα εκείνης της τόσο δημιουργικής ανάπαυλας ο Ντεμπόρ, περιβόητος λάτρης του αλκοόλ, έπινε συστηματικά μονάχα... ντοματόζουμο.
Ας θυμίσουμε επίσης ότι ο ιδιοφυής και λεπταίσθητος Άντον Τσέχοφ ήταν υποχρεωμένος, για λόγους υγείας, να περνάει μήνες ολόκληρους στη Γιάλτα, να κάνει εκεί τις όποιες διακοπές του, πάντα προσηλωμένος στην αγαπημένη του ασχολία, το ψάρεμα. Ώρες αλλεπάλληλης συγκέντρωσης πάνω από τα νερά και μέχρι το ψάρι να δεήσει να τσιμπήσει, χάρισαν στον συγγραφέα του Βυσσινόκηπου θαυμάσιες φράσεις ακαριαίας σοφίας που θυμίζουν τον πλούτο του Ζεν Βουδισμού. Στην επίμονη ερώτηση της αγαπημένης του, της Όλγας Κνίπερ, «Τι είναι η ζωή;» ο Τσέχοφ απάντησε αποσβολωτικά με ένα, «Η ζωή; Τι είναι ζωή; Τι είναι το καρότο; Το καρότο είναι καρότο». Κι όταν ρωτήθηκε περί του νοήματος της ζωής, με βλέμμα που μειδιούσε ο συγγραφέας αποκρίθηκε, «Κοίτα, κοίτα το χιόνι που πέφτει».