Lichtenstein
Ρόι Λίχτενσταϊν
Ο Εύθυμος Σαμποτέρ
Το μεγάλο ενδιαφέρον στην Τέχνη, όπως άλλωστε και στη ζωή, το έχουν οι στιγμές της ανατροπής. Εκεί που όλα ρέουν με έναν ομαλό τρόπο, έρχεται κάποιος και αλλάζει άρδην τη ροή, αλλάζει το πώς βλέπουμε, ακούμε, ντυνόμαστε, αγαπάμε, ερωτευόμαστε, πενθούμε, ακόμα και το πώς τρώμε και πίνουμε. Συνήθως οι στιγμές της ανατροπής είναι βίαιες, είναι σκανδαλώδεις, ενίοτε ακόμα και αιματηρές. Αλλά πάντα είναι σωτήριες, λυτρωτικές. Γιατί πάντα ανοίγουν μάτια και δρόμους. Κάποιες ανατροπές γίνονται βελούδινα, καθώς λένε, σχεδόν ανεπαίσθητα, ευγενικά, εύθυμα. Μια χαραμάδα φως, μια ταπεινή ηλιαχτίδα, γίνεται βαθμιαία λαμπρός προβολέας. Πριν από μισόν αιώνα, το 1956, ένας μειλίχιος και ευειδής καλλιτέχνης φιλοτέχνησε ένα χαρτονόμισμα των δέκα δολαρίων 14Χ28.6 εκατοστών. Ελάχιστοι έδωσαν σημασία σ’ αυτό το έργο, αλλά ήδη είχε συντελεστεί μια αλλαγή. Η κρυφή αρχή μιας αλλαγής. Κι εκείνη η σπίθα έμελλε μέσα σε μια πενταετία να γίνει μια φλόγα που δεν έπαψε ακόμη να καίει. Ο καλλιτέχνης άκουγε στο όνομα Ρόι Λίχτενσταϊν, και η φλόγα ονομάστηκε Pop Art.
Ο Ρόι Λίχτενσταϊν γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη, στις 27 Οκτωβρίου του 1923. Τα παιδικά του χρόνια κύλησαν μέσα σε ένα σπιτικό χαρωπό, ανέφελο, αμέριμνο, θαλπερό, κάτι που επηρέασε καταλυτικά τη ματιά του στον κόσμο και στην τέχνη. Άρχισε να ζωγραφίζει από την εφηβεία του και, στην πρώτη του νιότη, έγινε λάτρης της τζαζ. Τακτικός θαμώνας του περιλάλητου Apollo Theatre και των ξακουστών πια μπαρ της 52ας Οδού όπου γεννιόταν το bebop, ο Ρόι εντυπωσιάστηκε από μορφές όπως ο Τσάρλι Πάρκερ, ο Ντίζι Γκιλέσπι και ο Μάιλς Ντέιβις, και φιλοτέχνησε φιλότιμα και με κέφι κάμποσα πορτρέτα των βιρτουόζων του πιάνου, του σαξόφωνου, και της τρομπέτας. Την ίδια εποχή σαγηνεύεται από το ρηξικέλευθο έργο του Πάμπλο Πικάσο, εμπνέεται από την προσωπικότητα του μεγάλου καινοτόμου και αποφασίζει να αφοσιωθεί στη ζωγραφική. Παρακολουθεί μαθήματα στην Art Students League, μαθαίνει να αντιμετωπίζει με κάποια ειρωνεία, πάντα κομψή και πνευματώδη πάντως, τον εξωτερικό κόσμο και να στρέφει τα νώτα στη μανία έκφρασης εσωτερικών, μύχιων διαθέσεων, κάτι που έγινε σήμα κατατεθέν της προσφοράς του στην τέχνη. Από νωρίς, ο Λίχτενσταϊν νοιάστηκε να αποτυπώσει, ενίοτε με τους τρόπους του ντοκιμαντέρ, σκηνές από τις λαϊκές συνοικίες της Νέας Υόρκης, στιγμιότυπα από γιορτές και καρναβάλια, από αγώνες πυγμαχίες, από εκδρομές αναψυχής και πικνίκ στις ακρογιαλιές. Οι φωτογραφίες του τον δείχνουν πάντα χαμογελαστό, με ένα βλέμμα που φανερώνει όμορφες διαθέσεις για ζαβολιές, δίψα για χωρατά, δεκτικότητα στις ανατροπές.
Μαθητεύοντας πλάι στον Hoyt L. Sherman, στο Πανεπιστήμιο του Οχάιο, ο Λίχτενσταϊν άρχισε να εξοικειώνεται με πρωτότυπες μεθόδους απεικόνισης της περιβάλλουσας πραγματικότητας. Ο Sherman εμφύσησε στον Ρόι ένα μεγάλο ενδιαφέρον για την μνημοτεχνική, σε συνδυασμό με μιαν αγάπη για τη διαύγεια, τη σαφήνεια και την καθαρότητα. Τοποθετούσε διάφορα αντικείμενα σε έναν θεοσκότεινο χώρο, τα φώτιζε αστραπιαία, και καλούσε τους επίδοξους καλλιτέχνες να αποτυπώσουν αυτά τα φωτισμένα θραύσματα αντικειμενικής πραγματικότητας με τη μεγαλύτερη δυνατή πιστότητα. Επέμενε ότι το παν είναι αυτό που αποκαλούσε «αντιληπτική ενότητα», με άλλα λόγια η συνοχή του απεικονιστικού στιλ. Και αυτό ήταν σημαντικός οδοδείκτης για την πορεία του Λίχτενσταϊν, ιδίως αν σκεφτούμε ότι τότε μεσουρανούσε ο Αφηρημένος Εξπρεσιονισμός και η Action Painting, το εκρηκτικό συνονθύλευμα χρωμάτων και μορφών, ο κυκεώνας των εντάσεων που έφταναν σε συγκλονιστικά άκρα. Ο Ρόι αρχικώς ενέδωσε στον Αφηρημένο Εξπρεσιονισμό, και άργησε πολύ να βρει το προσωπικό του ύφος, αυτό που τον αναγόρευσε σε «πρωθιερέα της Pop Art». Εκείνο το εναρκτήριο δεκαδόλαρο του 1956 έμελλε να είναι όχι μονάχα προφητικό αλλά και αδιανόητα επικερδές. Τέσσερις δεκαετίες αργότερα, το 1989, πωλήθηκε ο πίνακας «Torpedo… Los!» στην Γκαλερί Christie’s έναντι του αστρονομικού ποσού των 5,5 εκατομμυρίων δολαρίων, και ο Λίχτενσταϊν ήταν από τους τρεις καλλιτέχνες στην ιστορία που κατάφερε κάτι τέτοιο όντας εν ζωή!
Εκείνο το δεκαδόλαρο του πρόσφερε την ιδέα να φιλοτεχνήσει πίνακες που θα έμοιαζαν απλοϊκοί, ακόμα και ανόητοι, με χρώματα που δεν θα έδιναν την εντύπωση ότι δεν πρόκειται περί τέχνης, τουλάχιστον υψηλής. Ο Ρόι υιοθετεί, πάντα χαμογελώντας, μιαν αντιελιτίστικη στάση, την οποία και υπερασπίζεται εμπράκτως σε όλη τη σταδιοδρομία του. Απομακρύνεται από τους «μάτσο» κύκλους των σχεδόν μονίμως μεθυσμένων και καβγατζήδων αφηρημένων εξπρεσιονιστών, παντρεύεται, το 1949, την Ίζαμπελ Ουίλσον, μια ευφυή διευθύντρια αίθουσας τέχνης, και απολαμβάνει τις χαρές της πατρότητας. Οι δύο γιοι του στάθηκαν πηγή έμπνευσης, μιας και ο Ρόι αισθάνεται να τον ελκύουν τα λεγόμενα «χαρτάκια», οι χαρτονένιες εικόνες που βρίσκονταν κάτω από περιτύλιγμα της τσικλόφουσκας, καθώς και το στιλπνό σύμπαν των καρτούν και των κόμικς. Παράλληλα διδάσκει ζωγραφική σε διάφορα κολέγια και πανεπιστήμια, ενώ η Φήμη δεν φαίνεται να του χαμογελάει ιδιαίτερα.
Την αυγή της δεκαετίας του 1960 φαίνεται ότι τα πάντα κινούνται με ιλιγγιώδη ταχύτητα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Όλα γίνονται φαντασμαγορικά και γρήγορα. Ο Ρόι γίνεται μανιακός με τους χάρτινους ήρωες. Επενδύει στην πρωτοκαθεδρία της παιδικότητας, και η επένδυση αποδεικνύεται ευφυέστατη. Αρχίζει πια να ζωγραφίζει τον Ντόναλντ και τον Μίκυ, κάνοντας ένα είδος μεγεθυσμένης «ξεπατικωτούρας» από τα άλμπουμ των γιων του. Προσθέτει το εφέ των περίφημων κουκκίδων Benday, της μεθόδου φωτοσκίασης στα κόμικς και τα διαφημιστικά σχέδια που επινόησε ο ζωγράφος και εφευρέτης Μπέντζαμιν Ντέι (1838-1916). Οι κουκκίδες του Λίχτενσταϊν είναι επίσης μεγεθυσμένες, και προσδίδουν την επιζητούμενη παιδικότητα στα έργα του. Ο συγκαιρινός του, και λεγόμενος Πάπας της Pop, ο Άντι Γουόρχολ έμελλε να παραδεχτεί, με τρυφερότητα και αγάπη, πως, μολονότι και ο ίδιος ζωγράφιζε θέματα αλιευμένα από τα κόμικς, ο Ρόι τον πρόλαβε ως προς τη χρήση των κουκκίδων Benday, μια πρωτιά που χάρισε στον Λίχτενσταϊν την πελώρια φήμη του. Η γκαλερί του Λεό Καστέλι, με το γόητρο που την περιέβαλλε, ανέδειξε εν μία νυκτί τον Ρόι και συνέβαλλε στην καθιέρωση της Pop Art ως δυναμικού, και σε λίγο κυρίαρχου, ρεύματος στη ζωγραφική. Μακριά από τα σκάνδαλα, ο Λίχτενσταϊν λειτουργεί σαν ένα είδος ιού στην ιστορία της τέχνης, σαν ένα εύθυμο μπόλι ανατροπής αναγκαίο στους καιρούς των αναστατώσεων. Παίζει διαρκώς με τα όρια ανάμεσα στην τέχνη και την μη τέχνη, επιμένοντας να αντλεί τα θέματά του από τα κόμικς και τις διαφημίσεις καταναλωτικών προϊόντων. Το έργο του κρατάει ίσες αποστάσεις τόσο από την κατάφαση στην κοινωνία της κατανάλωσης όσο και στην κριτική και την άρνησή της. Και εκεί έγκειται η ειρωνεία του στιλ του. Ο Λίχτενσταϊν ούτε αποδέχεται ούτε καταδικάζει, αλλά απλώς, όπως διατεινόταν, έδειχνε το πράγμα ως είχε. Φροντίζοντας πάντα να εμμένει στην καθαρότητα και την ακρίβεια, εντέλει μας προσφέρει ένα έργο διαγνωστικό.
Τα αριστουργήματά του, το Eddie Diptych, το Drowning Girl, το As I opened Fire, όλα καμωμένα στις αρχές και τα μέσα της δεκαετίας του 1960, δείχνουν πόσο ο Ρόι, πάντα με το χαμόγελο στα χείλη, και ξέρουμε πια ότι τα χαμόγελα μπορούν κάλλιστα να είναι επικίνδυνα, επιδίωξε να στρέψει την προσοχή μας σε ό,τι θεωρούνταν έως τότε ανάξιο να απασχολήσει την τέχνη. Οι περισσότεροι κριτικοί σκανδαλίστηκαν με τις χρωματιστές ακρότητες του Ρόι, όπως και με αυτές του Άντι, ωστόσο η νοσταλγία της αθωότητας είχε τον τελευταίο λόγο, μια νοσταλγία που έκανε τους δύο καλλιτέχνες ξακουστούς και πάμπλουτους. Το τίποτε δεν είναι ιερό, τα πάντα επιτρέπονται, το παλιό σύνθημα όχι μονάχα των Ασσασίνων του Χασάν Ιμπν Σαμπάχ αλλά και των λετριστών του Γκι Ντεμπόρ, φτάνει με την Pop Art του Λίχτενσταϊν να αγγίζει μια κατάσταση αφοπλισμένης επικινδυνότητας, τρυφερού κυνισμού που δεν ενοχλεί κανέναν εκτός από τους εν γένει προσκολλημένους σε αρχές και στιλ που πάντα ξεπερνιούνται για να αντικατασταθούν με άλλα, τα οποία επίσης θα ξεπεραστούν με τη σειρά τους. Η έκρηξη με σιγαστήρα που προκάλεσε ο Λίχτενσταϊν μπόρεσε να μας θυμίσει πόσο παράλογες γίνονται ενίοτε οι άκαμπτες στρατεύσεις, είτε στην τέχνη είτε στη ζωή. «Η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει τη δικιά σου μελαγχολία», τραγουδούσε την ίδια εποχή ο Διονύσης Σαββόπουλος. Το έργο του Λίχτενσταϊν είναι ένα τραγούδι κατά της μελαγχολίας και κατά της πίκρας που αναπόδραστα φέρνουν οι αλλαγές.
Οι κοπέλες που δεν έπαυε ποτέ να ζωγραφίζει ο Ρόι είναι όλες τους πανέμορφες, είναι χάρτινα όνειρα, αλλόκοτα αδειανά αλλά επικίνδυνα σαγηνευτικά. Είναι τρωτές μέσα στην τελειότητά τους, καίτοι δισδιάστατες, απολύτως αβαθείς, θαρρείς απαλλαγμένες από κάθε ίχνος ψυχισμού, καταφέρνουν να μας θυμίζουν μια χαμένη αθωότητα, μιαν ουτοπική ενδεχομένως νοοτροπία στην οποία το σημαντικό δεν είναι το «γιατί;» των πραγμάτων και των γεγονότων και των καταστάσεων αλλά το «πώς;», μια νοοτροπία που δείχνει παγερά αλλά αβρότατα να αδιαφορεί για το λεγόμενο υπαρξιακό βάθος και εμμένει σε μιαν εξαίσια ολισθηρή επιφάνεια, σε ένα παγοδρόμιο των πράξεων και όχι των συναισθημάτων. Η τέχνη του Λίχτενσταϊν είναι ακριβώς το αντίθετο της κραυγής, του ουρλιαχτού, του γόου. Είναι τραγούδι, σφύριγμα μιας παλιάς γλυκιάς μελωδίας, υπενθύμιση του τι ήταν το παρελθόν, και αισιόδοξος, μες στον παραλογισμό του, οιωνός για ένα μέλλον περισσότερο ανέμελο, στην καθημερινή ζωή μας τουλάχιστον. Κι ακόμα, με τον τρόπο του, είναι μια άρνηση της υψηλής, λεγόμενης, αισθητικής, ένα κλείσιμο του ματιού σε όσα κατόρθωσαν, με πολύ θορυβώδη τρόπο, οι ντανταϊστές στην αυγή του 20ού αιώνα, δηλαδή στο να αρνηθούν το αιώνιο και να εκθειάσουν το εφήμερο, να κάνουν να λάμψει το τετριμμένο, το καθημερινό, το θεωρούμενο ασήμαντο.
Η επιτυχία του Ρόι τον κάνει σταρ, όπως και τον Άντι Γουόρχολ. Περιοδεύει και βραβεύεται σε κάθε γωνιά του πολιτισμένου κόσμου, από το Λος Άντζελες ίσαμε το Παρίσι και από Σικάγο ίσαμε την Οζάκα. Χωρίζει με την Ίζαμπελ, ερωτεύεται και παντρεύεται την περίκομψη καλλονή Ντόροθι Χέρτσκα, και χαμογελάει ολοένα και πιο πλατιά. Η τεχνοτροπία του εξελίσσεται διαρκώς αλλά, σε καμία περίπτωση, δεν βαθαίνει. Το κόμικς δίνουν τη σκυτάλη σε τοπία, εμπνευσμένα από κλασικούς ζωγράφους, και σε αναφορές ολοφάνερες σε έργα αγαπημένων του καλλιτεχνών. Ο Λίχτενσταϊν δείχνει πάντα μια εμβριθή γνώση όλης της ιστορίας της τέχνης, την οποία χρησιμοποιεί θαρρείς για να μετατρέψει το βαρύτιμο ξύλο της δρυός σε στιλπνή φορμάικα. Κάπου ελλοχεύει ο ψόγος ότι όλα αυτά δεν είναι παρά εξυπνακισμοί, κιτς, φτήνια, ανώδυνες χαριτωμενιές, αλλά ποιος μπορεί, μετά τη λαίλαπα των ιστορικών εμπροσθοφυλακών – του Νταντά, του Φουτουρισμού, του Υπερρεαλισμού – να προσδιορίσει με αδιαμφισβήτητη ακρίβεια τι είναι μείζον και τι έλασσον, τι είναι υψηλό και τι χαμηλό, τι είναι ποιοτικό και τι για τα σκουπίδια.
«Δεν υπάρχει βασιλική οδός για την ανακάλυψη της αλήθειας», υποστήριζε ορθά ο δικός μας Νικόλας Κάλας, υπέρμαχος της Pop Art. «Υπάρχει ο εμπειρικός δρόμος των γεγονότων. Εκτός από την αναζήτηση της αλήθειας και την επιδίωξη του καλού, υπάρχει και η ανακούφιση από την πλήξη ή το άγχος». Και η προσφορά του Ρόι Λίχτενσταϊν, και των καλύτερων συνοδοιπόρων του στα μονοπάτια της Pop Art, είναι ότι αντιπαραθέτει ανακουφιστικά την έκπληξη στην πλήξη, την αναψυχή στα άγχη και τα μπλεξίματα και τις διακυμάνσεις της ψυχής. Είναι σαν να επιμένει, σιγοσφυρίζοντας το «My Funny Valentine» παρέα με τον Τσετ Μπέικερ, ότι ο έρωτας είναι πανταχού παρών και ωραίος, ότι ο χορός των χρωμάτων είναι σωτήριος και δεν είναι προς ψόγον το να αντιμετωπίζουμε με χαρωπή αμεριμνησία τη ζωή που μας απομένει. Ορθά ο Λίχτενσταϊν χαρακτηρίστηκε ένας εύθυμος σαμποτέρ, δουλειά του οποίου ήταν να ανατρέψει την υπερβολική εσωτερικότητα στην οποία είχε οδηγηθεί η Τέχνη, και να κάνει ωραίους και πλήρεις κομψού χιούμορ υπαινιγμούς για το ποια μπορεί να είναι η εξέλιξη της ζωγραφικής αλλά και όλης της νοοτροπίας μας απέναντί της. Δεν ήταν και λίγο.
Ο Ρόι Λίχτενσταϊν άφησε την τελευταία του πνοή στις 29 Σεπτεμβρίου του 1997. Αγάπησε και αγαπήθηκε πολύ. Εχθρούς δεν είχε. Μονάχα φίλους, ανάμεσα στους οποίους ήσαν μεγάλες μορφές του σύγχρονου πολιτισμού. Λάμπρυνε την Τέχνη προσφέροντάς της νοημοσύνη, όπως ο Μαρσέλ Ντυσάν, κομψή ειρωνεία, όπως ο Ερίκ Σατί, γλυκιά ευθυμία, όπως ο Ζακ Τατί. Κι ακόμα, φαίνεται ότι μπόρεσε να πείσει ακόμα και τους πιο σκληροπυρηνικούς ότι η ωραία ζωή και η ωραία τέχνη είναι αλληλένδετες!
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης