Το παρακάτω ακούστηκε σήμερα, 27 Μαΐου, από το Κανάλι 1, Πειραιάς, 90,4 FM. Στο θέμα, το οποίο είναι κρίσιμο, θα επανέλθω. «Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια», μπόρεσε να πει ο Ανδρέας Εμπειρίκος. «We shall all dance, we shall all die», συνόψισε ο Vladimir Nabokov.
Βουρ στον Πατσά!!!, ή ο ΕΦΕΤ στο Εφετείο
1.
Ανάμεσα στα 1960 και στα 1980 συντελέστηκε ένα αντιποιοτικό, και αντιποιητικό θέλω να λέω, άλμα στις διατροφικές μας συνήθειες. Ξεκίνησε το κακό από τη Βόρεια Ευρώπη, επικράτησε στη Γαλλία της δεκαετίας του 1970, και εξαπλώθηκε και στη μεσογειακή Ευρώπη, με καθυστέρηση δέκα χρόνων. Τα μολυσμένα τρόφιμα, και ποτά, είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός. Το σκάνδαλο δεν έγκειται μονάχα στο πώς παραμένουν ανεξέλεγκτοι, και βεβαίως ατιμώρητοι, αυτοί που μολύνουν τα πάντα, αλλά στο πώς αντιδρά, ή μάλλον ΔΕΝ αντιδρά, η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών. Απ’ ό,τι είναι πλέον γνωστό τοις πάσι, μονάχα μια ισχνή αριθμητικά ελίτ ξέρει ακόμη να τρώει και να πίνει. Και δεν αποτελείται απαραιτήτως από ευπόρους. Απεναντίας, οι περισσότεροι εύποροι, ήτοι οι πλωτάρχες του ταχύπλοου νεοπλουτισμού, δεν ξέρουν να φάνε και να πιούνε, όπως άλλωστε δεν ξέρουν να διαβάσουν, να μιλήσουν, να αγαπήσουν, να ερωτευτούν. Κάνουν σαν να τρώνε, σαν να πίνουν, σαν να διαβάζουν, σαν να μιλάνε, σαν να αγαπάνε, σαν να ερωτεύονται. Δικαιώνεται πανηγυρικά εκείνος ο κακόφημος Βέλγος στοχαστής και επαναστάτης που διατεινόταν, λίγους μήνες πριν από τον Μάη του 68, ότι οι πλούσιοι πλέον δεν είναι παρά φτωχοί με πολλά λεφτά. Έτσι λοιπόν, και σύμφωνα με προσωπικές πολύχρονες εμπειρικές έρευνες, διαπίστωσα ότι πολλοί άφραγκοι είναι πλούσιοι σε χρόνο, γούστο, ποιότητα, ευαισθησία, ηδονές. Όπως έγραφε ο Θερβάντες: «Κάτω από ένα άθλιο πανωφόρι, μπορεί να κρύβεται ένας εξαιρετικός πότης».
2.
Στην τρέχουσα γλώσσα των ΜΜΕ, οι πολίτες έχουν υποβιβαστεί σε καταναλωτές, αφού προηγουμένως είχαν εκπέσει σε ψηφοφόρους. Μοιάζουν ανήμποροι να αποφασίσουν για το παραμικρό. Είναι, θαρρείς, εγκλωβισμένοι σε ένα δίκτυο, δίχτυ να πω, εκατοντάδων ψευτοεπιλογών που είναι όλες ανούσιες. Και είναι μόνοι, αν και τάχατες κοινωνικοί~ βουβοί, αν και τάχατες λαλίστατοι~ άρρωστοι, αν και τάχατες υγιείς θαμώνες των γυμναστηρίων. Τρώνε ό,τι τους φέρνει το «παπάκι» από το λεγόμενο ταχυφαγείο της γειτονιάς, πίνουν ορυκτέλαιο και μεθανόλη με εσάνς οίνου ή ουίσκι. Έχουν χάσει την αίσθηση της γεύσης, της όσφρησης, της αφής, και έχουν απομείνει με μια κουτσουρεμένη όραση και μια βουλωμένη ακοή, ίσα για να βλέπουν επί ώρες τηλεόραση.
3.
Αφού καταργήθηκε η συνεστίαση, το συμπόσιο, η συντροφικότητα, η συνύπαρξη, η συνεύρεση, ναι, η συνουσία, τι νόημα έχει να δαπανώνται ώρες ολόκληρες στην μπελαλίδικη τέχνη του μαγειρέματος; Γιατί, τι νόημα έχει η κατ’ ουσίαν μη-σύζυγος και μη-μάνα, ή ο κατ’ ουσίαν μη-σύζυγος και μη-πατέρας (κάποτε οι άντρες μαγείρευαν θαυμάσια, θυμάστε!) να κάτσει να προετοιμάσει με τις ώρες ένα εξαίσιο δείπνο όταν δεν πρόκειται να το απολαύσουν στο τραπέζι με τους κατ’ ουσίαν μη-γιους και μη-θυγατέρες συζητώντας και απλώνοντας μια θαλπερή ατμόσφαιρα; Εξάλλου, ακόμα κι όταν προσκαλούνται κάποιοι κατ’ ουσίαν μη-φίλοι για κατ’ ουσίαν μη-παρέα, το ντελίβερι είναι πια η αρμόζουσα λύση, και ουδείς παραπονείται.
4.
Όταν, στις παραμονές της Μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης του 1789, κάποιοι πονηροί επιχείρησαν να αλλοιώσουν το ψωμί, ξεσηκώθηκαν πλήθη μες στη νύχτα, και με το πρώτο φως μπορούσε κανείς να δει δεκάδες πονηρούς κρεμασμένους από τους φανοστάτες. Εκείνους τους καιρούς, δεν τολμούσες να προσβάλλεις βάναυσα το γούστο του λαού δίχως να κινδυνεύεις να τιμωρηθείς. Εκείνους τους καιρούς, οι άνθρωποι συζητούσαν ακόμη για τα ουσιώδη, και η ιστορία, όταν ξέρουμε να τη διαβάζουμε, διδάσκει πως όταν οι άνθρωποι συζητούν για τα ουσιώδη περνάνε εύκολα στην πράξη.
5.
Από την πρώτη μου νιότη λάτρεψα, και εξακολουθώ να λατρεύω, την εξής φράση: «Το σημαντικότερο ίσως μέρος των ανθρώπινων ενεργειών διαδραματίστηκε πάντα γύρω από τραπέζια από τότε που εφευρέθηκε αυτό το εργαλείο, αν αναγνωρίσουμε ότι το κρεβάτι αξίζει να τεθεί εκτός συναγωνισμού». Αφ’ ης στιγμής, επιτρέψαμε στους όποιους κρατούντες να μας οδηγήσουν στο να μην απολαμβάνουμε ΤΙΠΟΤΑ στο τραπέζι μας και στο κρεβάτι μας, μπορούμε να πούμε ότι η κοινωνία μας αντικρίζει, μάλλον μαρμαρωμένη, έναν απερίγραπτο όλεθρο. Αλλά, όσο κι αν βλέπουμε να σβήνει ο Έρωτας, να αφανίζεται το Φαγητό, και να καρατομούνται η Λογική και η Ευαισθησία, η Ελπίδα πεθαίνει τελευταία.
Βουρ στον Πατσά!!!, ή ο ΕΦΕΤ στο Εφετείο
1.
Ανάμεσα στα 1960 και στα 1980 συντελέστηκε ένα αντιποιοτικό, και αντιποιητικό θέλω να λέω, άλμα στις διατροφικές μας συνήθειες. Ξεκίνησε το κακό από τη Βόρεια Ευρώπη, επικράτησε στη Γαλλία της δεκαετίας του 1970, και εξαπλώθηκε και στη μεσογειακή Ευρώπη, με καθυστέρηση δέκα χρόνων. Τα μολυσμένα τρόφιμα, και ποτά, είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός. Το σκάνδαλο δεν έγκειται μονάχα στο πώς παραμένουν ανεξέλεγκτοι, και βεβαίως ατιμώρητοι, αυτοί που μολύνουν τα πάντα, αλλά στο πώς αντιδρά, ή μάλλον ΔΕΝ αντιδρά, η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών. Απ’ ό,τι είναι πλέον γνωστό τοις πάσι, μονάχα μια ισχνή αριθμητικά ελίτ ξέρει ακόμη να τρώει και να πίνει. Και δεν αποτελείται απαραιτήτως από ευπόρους. Απεναντίας, οι περισσότεροι εύποροι, ήτοι οι πλωτάρχες του ταχύπλοου νεοπλουτισμού, δεν ξέρουν να φάνε και να πιούνε, όπως άλλωστε δεν ξέρουν να διαβάσουν, να μιλήσουν, να αγαπήσουν, να ερωτευτούν. Κάνουν σαν να τρώνε, σαν να πίνουν, σαν να διαβάζουν, σαν να μιλάνε, σαν να αγαπάνε, σαν να ερωτεύονται. Δικαιώνεται πανηγυρικά εκείνος ο κακόφημος Βέλγος στοχαστής και επαναστάτης που διατεινόταν, λίγους μήνες πριν από τον Μάη του 68, ότι οι πλούσιοι πλέον δεν είναι παρά φτωχοί με πολλά λεφτά. Έτσι λοιπόν, και σύμφωνα με προσωπικές πολύχρονες εμπειρικές έρευνες, διαπίστωσα ότι πολλοί άφραγκοι είναι πλούσιοι σε χρόνο, γούστο, ποιότητα, ευαισθησία, ηδονές. Όπως έγραφε ο Θερβάντες: «Κάτω από ένα άθλιο πανωφόρι, μπορεί να κρύβεται ένας εξαιρετικός πότης».
2.
Στην τρέχουσα γλώσσα των ΜΜΕ, οι πολίτες έχουν υποβιβαστεί σε καταναλωτές, αφού προηγουμένως είχαν εκπέσει σε ψηφοφόρους. Μοιάζουν ανήμποροι να αποφασίσουν για το παραμικρό. Είναι, θαρρείς, εγκλωβισμένοι σε ένα δίκτυο, δίχτυ να πω, εκατοντάδων ψευτοεπιλογών που είναι όλες ανούσιες. Και είναι μόνοι, αν και τάχατες κοινωνικοί~ βουβοί, αν και τάχατες λαλίστατοι~ άρρωστοι, αν και τάχατες υγιείς θαμώνες των γυμναστηρίων. Τρώνε ό,τι τους φέρνει το «παπάκι» από το λεγόμενο ταχυφαγείο της γειτονιάς, πίνουν ορυκτέλαιο και μεθανόλη με εσάνς οίνου ή ουίσκι. Έχουν χάσει την αίσθηση της γεύσης, της όσφρησης, της αφής, και έχουν απομείνει με μια κουτσουρεμένη όραση και μια βουλωμένη ακοή, ίσα για να βλέπουν επί ώρες τηλεόραση.
3.
Αφού καταργήθηκε η συνεστίαση, το συμπόσιο, η συντροφικότητα, η συνύπαρξη, η συνεύρεση, ναι, η συνουσία, τι νόημα έχει να δαπανώνται ώρες ολόκληρες στην μπελαλίδικη τέχνη του μαγειρέματος; Γιατί, τι νόημα έχει η κατ’ ουσίαν μη-σύζυγος και μη-μάνα, ή ο κατ’ ουσίαν μη-σύζυγος και μη-πατέρας (κάποτε οι άντρες μαγείρευαν θαυμάσια, θυμάστε!) να κάτσει να προετοιμάσει με τις ώρες ένα εξαίσιο δείπνο όταν δεν πρόκειται να το απολαύσουν στο τραπέζι με τους κατ’ ουσίαν μη-γιους και μη-θυγατέρες συζητώντας και απλώνοντας μια θαλπερή ατμόσφαιρα; Εξάλλου, ακόμα κι όταν προσκαλούνται κάποιοι κατ’ ουσίαν μη-φίλοι για κατ’ ουσίαν μη-παρέα, το ντελίβερι είναι πια η αρμόζουσα λύση, και ουδείς παραπονείται.
4.
Όταν, στις παραμονές της Μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης του 1789, κάποιοι πονηροί επιχείρησαν να αλλοιώσουν το ψωμί, ξεσηκώθηκαν πλήθη μες στη νύχτα, και με το πρώτο φως μπορούσε κανείς να δει δεκάδες πονηρούς κρεμασμένους από τους φανοστάτες. Εκείνους τους καιρούς, δεν τολμούσες να προσβάλλεις βάναυσα το γούστο του λαού δίχως να κινδυνεύεις να τιμωρηθείς. Εκείνους τους καιρούς, οι άνθρωποι συζητούσαν ακόμη για τα ουσιώδη, και η ιστορία, όταν ξέρουμε να τη διαβάζουμε, διδάσκει πως όταν οι άνθρωποι συζητούν για τα ουσιώδη περνάνε εύκολα στην πράξη.
5.
Από την πρώτη μου νιότη λάτρεψα, και εξακολουθώ να λατρεύω, την εξής φράση: «Το σημαντικότερο ίσως μέρος των ανθρώπινων ενεργειών διαδραματίστηκε πάντα γύρω από τραπέζια από τότε που εφευρέθηκε αυτό το εργαλείο, αν αναγνωρίσουμε ότι το κρεβάτι αξίζει να τεθεί εκτός συναγωνισμού». Αφ’ ης στιγμής, επιτρέψαμε στους όποιους κρατούντες να μας οδηγήσουν στο να μην απολαμβάνουμε ΤΙΠΟΤΑ στο τραπέζι μας και στο κρεβάτι μας, μπορούμε να πούμε ότι η κοινωνία μας αντικρίζει, μάλλον μαρμαρωμένη, έναν απερίγραπτο όλεθρο. Αλλά, όσο κι αν βλέπουμε να σβήνει ο Έρωτας, να αφανίζεται το Φαγητό, και να καρατομούνται η Λογική και η Ευαισθησία, η Ελπίδα πεθαίνει τελευταία.