Μπαλτίς
Ο Λεπταίσθητος Κλασικιστής που τον λάτρεψαν οι Πρωτοπόροι
«Είναι ένας καλλιτέχνης, για τον οποίο κανένας δεν ξέρει τίποτε στ’ αλήθεια», φρόντισε να πει ο ίδιος για τον εαυτό του, στο γέρμα της ζωής του, οχυρωμένος πίσω από ένα περίκομψο και αινιγματικό μειδίαμα που απλωνόταν από τα χείλη στο βλέμμα. Ξέρουμε πάντως στα σίγουρα ότι υπήρξε ένας από τους πιο γνωστούς ζωγράφους του 20ού αιώνα, ότι η αίγλη του δεν έχει σβήσει καθόλου, ότι ενέπνευσε ποιητές, εικαστικούς, σκηνοθέτες, και μουσικούς, ότι κατόρθωσε το σχεδόν ακατόρθωτο, ήτοι εμμένοντας σ’ έναν ηδύ κλασικισμό συνεπήρε πολλούς πρωθιερείς της αδιάλλακτης πρωτοπορίας, ότι ακολουθώντας το πεπρωμένο τόσων και τόσων καλλιτεχνών και διανοουμένων παρέμεινε κοσμοπολίτης άπατρις. Πολωνός, πρωσικής καταγωγής, γεννημένος στο Παρίσι, που έγινε το κέντρο των δραστηριοτήτων του, έγινε παγκοσμίως διάσημος μέσω της Νέας Υόρκης, ενώ έζησε στη Ρώμη, και έδρασε στην Ελβετία, όπου και άφησε την τελευταία του πνοή, πλήρης ημερών. Έζησε μια ζωή σαν μυθιστόρημα, ευτύχησε να έχει φίλους καλούς, που εμπράκτως στήριξαν το καλλιτεχνικό του όραμα, του δόθηκαν ο έρωτας και η αγάπη, έπαιξε πολύ με τη μυθοπλασία σκιάζοντας, με χρωματιστές όμως και χαριτωμένες σκιές, τα αληθινά γεγονότα του βίου του. Μια κάπως μακάβρια, ωστόσο κωμική κατά βάση, απόρροια της τάσης του να μπλέκει τον μύθο με την πραγματικότητα, είναι και η σκιώδης εμφάνισή του ως εξάδελφος του κατά συρροήν δολοφόνου Χάνιμπαλ Λέκτερ στο τρίτο μυθιστόρημα της σειράς του Τόμας Χάρις.
Ο Μπαλτάσαρ Κλοσόφσκι, γνωστός τοις πάσι ως Μπαλτίς, είδε το πρώτο φως στην Πόλη του Φωτός, πριν από έναν αιώνα, στις 29 Φεβρουαρίου του 1908. Το ότι γεννήθηκε τέτοια μέρα, ενός δίσεκτου έτους, σήμαινε απ’ τη μια να γιορτάζει ανά τέσσερα χρόνια τα γενέθλιά του, κάτι οχληρό για ένα παιδί, από την άλλη όμως ήταν ένα γεγονός που, όπως τον διαβεβαίωνε ο μείζων ποιητής και πρώτος μέντοράς του, ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε, του πρόσφερε πρόσβαση «σε ένα βασίλειο ανεξάρτητο από τις αλλαγές που υφίστανται οι άλλοι άνθρωποι». Τα παιδικά του χρόνια, όπως και όλη την υπόλοιπη μακρά ζωή του, τα πέρασε μες στα λυτρωτικά νάματα της ζωγραφικής, της φιλοσοφίας, και της ποίησης, μιας και ο αδελφός του ήταν ο φημισμένος φιλόσοφος Πιερ Κλοσόφσκι, πατέρας του, ο Έριχ Κλοσόφσκι, ήταν διαπρεπής ιστορικός τέχνης, ενώ η μητέρα του, η Ελισάβετ Δωροθέα Σπίρο, ήταν άκρως φιλότεχνη, αλλά και ζωγράφος που εξέθετε με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Μπαλαντίν, και περιστοιχιζόταν από έναν κύκλο διακόνων της Ερατώς, ανάμεσα στους οποίους ο Ρίλκε, ο Ζαν Κοκτώ, και ο Αντρέ Ζιντ. Σύμφωνα μάλιστα με κάποιους εκ των βιογράφων του Μπαλτίς, ήταν ελληνικής καταγωγής, ενώ άλλοι εντοπίζουν τις ρίζες της στους Εβραίους Σεφαραδίτες. Ούτως ή άλλως, οι περιστάσεις ανάγκασαν την οικογένεια σε περιπλανώμενη ζωή. Έφυγαν από την Πολωνία και εγκαταστάθηκα στο Παρίσι για πολιτικούς λόγους. Με το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, αναγκάστηκαν να καταφύγουν στο Βερολίνο, θεωρούμενοι εχθροί από τους Συμμάχους. Το διαζύγιο των γονιών του ώθησε την Μπαλαντίν, και τον μικρό Μπαλτάσαρ, σε μιαν ακόμα μετεγκατάσταση, αυτή τη φορά στην Ελβετία, στα 1917.
Μόλις στα δεκατρία του χρόνια, ο Μπαλτίς, ευτύχησε να δει τυπωμένα έργα του. Επρόκειτο για ένα περίκομψο τομίδιο με τίτλο «Mitsou», το οποίο περιλάμβανε 40 σχέδια με μελάνι που αφηγούνταν τα δεινά μιας μοναχικής προεφηβικής ηλικίας, και, απολύτως τιμητικά, ένα γαλλικό κείμενο που συνέθεσε ο Ρίλκε. Ο οποίος άλλωστε φρόντιζε να συστήσει το παιδί-θαύμα σε εξέχουσες προσωπικότητες της παρισινής πνευματικής αφρόκρεμας, να του αφιερώσει το ποίημα «Νάρκισσος», στα 1925, και να χρηματοδοτήσει γενναιόδωρα, το 1926, έναν ολόκληρο χρόνο διαμονής στην Ιταλία όπου ο Μπαλτίς γνώρισε από κοντά το έργο των μεγάλων μετρ της ιταλικής ζωγραφικής. Μετά την επιστροφή του στο Παρίσι, ο ταλαντούχος νεαρός συνδέθηκε φιλικά με ποιητές όπως ο Πολ Ελιάρ, συγγραφείς όπως ο Αντρέ Μαρλό, θεατρανθρώπους όπως η Μαντλέν Ρενό και ο Ζαν-Λουί Μπαρό, εικαστικούς όπως ο Ζορζ Μπρακ και ο Αλμπέρτο Τζακομέτι. Επηρεαζόταν και επηρέαζε. Εμπνεόταν και ενέπνεε, ήδη από την πρώτη του νιότη. Διόλου τυχαίο το γεγονός ότι ο πληθωρικός Ζαν Κοκτώ άντλησε στιγμές των «Τρομερών Παιδιών», του θεατρικού του έργου που σημείωσε τεράστια επιτυχία, από όσα ζούσε επισκεπτόμενος το σπίτι του Μπαλτίς.
Ανήσυχος πάντα, ταξιδεύει στο Μαρόκο, όπου ζει δύο χρόνια και φιλοτεχνεί πολλά από τα πιο γνωστά του έργα. Επιμένει σε ένα είδος κλασικισμού, μορφολογικά, μπολιάζοντας εντούτοις τα προϊόντα της φαντασίας του με γριφώδεις υπαινιγμούς και με έναν ανατρεπτικό αισθησιασμό, κάτι που προσδίδει μιαν εξαιρετική διαχρονικότητα στα δημιουργήματά του. Άλλωστε αγαπημένος του συνθέτης ήταν ο Μότσαρτ, ενώ δεν έπαψε να περιδιαβάζει στα τοπία της Έμιλι Μπροντέ και του Λούις Κάρολ, απεικονίζοντας εν συνεχεία τον ανησυχητικό ερωτισμό των μικρών κοριτσιών. Στο εργαστήριό του, στην πανέμορφη μικρή πλατεία Φιρστενμπέργκ, στρέφοντας τα νώτα στον ηθικισμό και κλείνοντας τα ώτα απέναντι στις σειρήνες της αβανγκάρντ που, καλώς, έκανε θραύση εκείνη την εποχή, ο Μπαλτίς ζωγραφίζει λίαν λεπταίσθητες λάγνες «λολίτες» σε σκηνικά που θυμίζουν εξαίσιες μελωδίες της κλασικής μουσικής.
Και εγένετο σκάνδαλο! Στα 1934, ο Μπαλτίς κάνει την πρώτη του ατομική έκθεση στην Galerie Pierre, στο Παρίσι. Ανάμεσα στα έργα του θα είναι ο «Δρόμος», η «Αλίκη μες στον καθρέφτη», και το «Μάθημα Κιθάρας». Το τελευταίο εικονίζει ένα ημίγυμνο κοριτσάκι, στην αγκαλιά μιας γυμνόστηθης δασκάλας, με την κιθάρα ριγμένη στο δάπεδο, και ένα πιάνο στο φόντο. Ο πίνακας θεωρήθηκε πορνογραφικός και, επιπροσθέτως, βλάσφημος καθόσον ορισμένοι θρησκόληπτοι «ανακάλυψαν» αναφορές στην Πιετά της Αβινιόν, ένα εξόχως ευλαβές έργο ανωνύμου του 15ου αιώνα, το οποίο φυλάσσεται στο Λούβρο. Ο Μπαλτίς αρνήθηκε εντόνως ότι είχε κατά νου το εν λόγω έργο όταν ζωγράφιζε το «Μάθημα Κιθάρας», επέμεινε ότι είναι πιστός καθολικός, αν και, πάντα καλός παίκτης του διφορούμενου, ενώ φρόντισε να διακηρύξει ότι δεν καταλαβαίνει γιατί του προσάπτουν ότι είναι πορνογράφος, ότι η διαφήμιση είναι πορνογραφία, αν πράγματι φιλοτέχνησε έναν πορνογραφικό πίνακα αυτός είναι ίσως το «Μάθημα Κιθάρας». Όπως και να ’χει, το σκληρό αποτέλεσμα ήταν ότι η πρώτη έκθεση του Μπαλτίς στο Παρίσι έμελλε να είναι και η τελευταία για κάμποσα χρόνια, για μέχρι το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου!
Στα 1937, ο Μπαλτίς θα παντρευτεί την Αντουανέτ ντε Βατβίλ, γόνο αριστοκρατικής οικογένειας της Βέρνης. Θα κάνουν δύο παιδιά, τον Θαδαίο και το Στανίσλαο. Στα 1938, μέσω της γκαλερί του Πιερ Ματίς, γιου του διάσημου ζωγράφου, στη Νέα Υόρκη, ο Μπαλτίς θα κερδίσει την παγκόσμια φήμη. Αποτελεί ένα είδος ειρωνείας το ότι ο λεπταίσθητος καλλιτέχνης καθιερώθηκε διεθνώς μέσα από εκθέσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες, ανάμεσα στις οποίες και αυτή στο ΜΟΜΑ, στο περίφημο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης, ενώ ο ίδιος δεν πάτησε ποτέ το πόδι του στην Αμερική, παραμένοντας προσηλωμένος στην Ευρώπη. Μετά τη γερμανική εισβολή, στα 1940, η εξορία θα είναι και πάλι η μοίρα του, και η Ελβετία θα είναι το καταφύγιό του. Ο Αντρέ Μαρλό και ο Αλμπέρτο Τζακομέτι θα είναι οι πιστότεροι από τους πολλούς εξέχοντες φίλους του, στη χορεία των οποίων θα προστεθούν ο Πάμπλο Πικάσο και ο Ζακ Λακάν, ο οποίος μάλιστα εξελίχθηκε σε φανατικό συλλέκτη έργων του Μπαλτίς.
Στη δεκαετία του 1950, θα έχει την ευκαιρία να σχεδιάσει τα σκηνικά για την όπερα «Cosi fan tutte», του αγαπημένου του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ και να ολοκληρώσει ορισμένα από τα πιο φιλόδοξα αριστουργήματά του, όπως το La Chambre, στα1952, και το Le Passage du Commerce Saint-André, στα1954, ενώ στα μέσα της δεκαετίας του 1960, θα εγκατασταθεί στην Ιταλία, ως διευθυντής της Γαλλικής Ακαδημίας της Ρώμης, όπου και θα συνδεθεί φιλικά με τον πληθωρικό σκηνοθέτη Φεντερίκο Φελίνι. Επίσης, θα παντρευτεί, στα 1967, την Γιαπωνέζα καλλονή Σετσούκο Ιντέτα, κατά τριάντα πέντε χρόνια νεότερή του, με την οποία θα αποκτήσει έναν γιο, τον Φούμιο, ο οποίος όμως θα αποβιώσει χτυπημένος από ασθένεια μόλις δύο χρόνια μετά τη γέννησή του, και μία θυγατέρα, την Χαρούμι.
Θα αποσυρθεί στην Ελβετία, όπου θα συνεχίσει να ζωγραφίζει, μάλλον με βραδείς ρυθμούς, πάντα τελειοθήρας και λάτρης της λεπτομέρειας, ενώ θα επιτρέψει στον επίσης φίλο του, τον φημισμένο Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν, να τον φωτογραφίσει, γηραιό μα μειλίχιο και ευτυχισμένο, στα 1999. Δύο χρόνια μετά, στις 18 Φεβρουαρίου του 2001, ο Μπαλτίς θ’ αφήσει την τελευταία του πνοή. Αξίζει να θυμόμαστε, εκτός από το πλούσιο έργο του, αυτές τις μελωδίες των χρωμάτων που μας χάρισε, και το ότι ήταν ο μόνος καλλιτέχνης που εν ζωή είδε πίνακές του στο Λούβρο, όταν ο Πικάσο δώρισε στο μουσείο την ιδιωτική του συλλογή που περιείχε και δημιουργίες του Μπαλτίς, και ότι στην τελευταία του κατοικία δεν τον συνόδευσαν μονάχα κρατικοί άρχοντες, ξακουστοί γηραιοί συνάδελφοί του, και εκατοντάδες άγνωστοι θαυμαστές του, αλλά και αστέρες της ροκ μουσικής, με δεσπόζοντα τον Μπόνο των U2.
Ο Λεπταίσθητος Κλασικιστής που τον λάτρεψαν οι Πρωτοπόροι
«Είναι ένας καλλιτέχνης, για τον οποίο κανένας δεν ξέρει τίποτε στ’ αλήθεια», φρόντισε να πει ο ίδιος για τον εαυτό του, στο γέρμα της ζωής του, οχυρωμένος πίσω από ένα περίκομψο και αινιγματικό μειδίαμα που απλωνόταν από τα χείλη στο βλέμμα. Ξέρουμε πάντως στα σίγουρα ότι υπήρξε ένας από τους πιο γνωστούς ζωγράφους του 20ού αιώνα, ότι η αίγλη του δεν έχει σβήσει καθόλου, ότι ενέπνευσε ποιητές, εικαστικούς, σκηνοθέτες, και μουσικούς, ότι κατόρθωσε το σχεδόν ακατόρθωτο, ήτοι εμμένοντας σ’ έναν ηδύ κλασικισμό συνεπήρε πολλούς πρωθιερείς της αδιάλλακτης πρωτοπορίας, ότι ακολουθώντας το πεπρωμένο τόσων και τόσων καλλιτεχνών και διανοουμένων παρέμεινε κοσμοπολίτης άπατρις. Πολωνός, πρωσικής καταγωγής, γεννημένος στο Παρίσι, που έγινε το κέντρο των δραστηριοτήτων του, έγινε παγκοσμίως διάσημος μέσω της Νέας Υόρκης, ενώ έζησε στη Ρώμη, και έδρασε στην Ελβετία, όπου και άφησε την τελευταία του πνοή, πλήρης ημερών. Έζησε μια ζωή σαν μυθιστόρημα, ευτύχησε να έχει φίλους καλούς, που εμπράκτως στήριξαν το καλλιτεχνικό του όραμα, του δόθηκαν ο έρωτας και η αγάπη, έπαιξε πολύ με τη μυθοπλασία σκιάζοντας, με χρωματιστές όμως και χαριτωμένες σκιές, τα αληθινά γεγονότα του βίου του. Μια κάπως μακάβρια, ωστόσο κωμική κατά βάση, απόρροια της τάσης του να μπλέκει τον μύθο με την πραγματικότητα, είναι και η σκιώδης εμφάνισή του ως εξάδελφος του κατά συρροήν δολοφόνου Χάνιμπαλ Λέκτερ στο τρίτο μυθιστόρημα της σειράς του Τόμας Χάρις.
Ο Μπαλτάσαρ Κλοσόφσκι, γνωστός τοις πάσι ως Μπαλτίς, είδε το πρώτο φως στην Πόλη του Φωτός, πριν από έναν αιώνα, στις 29 Φεβρουαρίου του 1908. Το ότι γεννήθηκε τέτοια μέρα, ενός δίσεκτου έτους, σήμαινε απ’ τη μια να γιορτάζει ανά τέσσερα χρόνια τα γενέθλιά του, κάτι οχληρό για ένα παιδί, από την άλλη όμως ήταν ένα γεγονός που, όπως τον διαβεβαίωνε ο μείζων ποιητής και πρώτος μέντοράς του, ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε, του πρόσφερε πρόσβαση «σε ένα βασίλειο ανεξάρτητο από τις αλλαγές που υφίστανται οι άλλοι άνθρωποι». Τα παιδικά του χρόνια, όπως και όλη την υπόλοιπη μακρά ζωή του, τα πέρασε μες στα λυτρωτικά νάματα της ζωγραφικής, της φιλοσοφίας, και της ποίησης, μιας και ο αδελφός του ήταν ο φημισμένος φιλόσοφος Πιερ Κλοσόφσκι, πατέρας του, ο Έριχ Κλοσόφσκι, ήταν διαπρεπής ιστορικός τέχνης, ενώ η μητέρα του, η Ελισάβετ Δωροθέα Σπίρο, ήταν άκρως φιλότεχνη, αλλά και ζωγράφος που εξέθετε με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Μπαλαντίν, και περιστοιχιζόταν από έναν κύκλο διακόνων της Ερατώς, ανάμεσα στους οποίους ο Ρίλκε, ο Ζαν Κοκτώ, και ο Αντρέ Ζιντ. Σύμφωνα μάλιστα με κάποιους εκ των βιογράφων του Μπαλτίς, ήταν ελληνικής καταγωγής, ενώ άλλοι εντοπίζουν τις ρίζες της στους Εβραίους Σεφαραδίτες. Ούτως ή άλλως, οι περιστάσεις ανάγκασαν την οικογένεια σε περιπλανώμενη ζωή. Έφυγαν από την Πολωνία και εγκαταστάθηκα στο Παρίσι για πολιτικούς λόγους. Με το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, αναγκάστηκαν να καταφύγουν στο Βερολίνο, θεωρούμενοι εχθροί από τους Συμμάχους. Το διαζύγιο των γονιών του ώθησε την Μπαλαντίν, και τον μικρό Μπαλτάσαρ, σε μιαν ακόμα μετεγκατάσταση, αυτή τη φορά στην Ελβετία, στα 1917.
Μόλις στα δεκατρία του χρόνια, ο Μπαλτίς, ευτύχησε να δει τυπωμένα έργα του. Επρόκειτο για ένα περίκομψο τομίδιο με τίτλο «Mitsou», το οποίο περιλάμβανε 40 σχέδια με μελάνι που αφηγούνταν τα δεινά μιας μοναχικής προεφηβικής ηλικίας, και, απολύτως τιμητικά, ένα γαλλικό κείμενο που συνέθεσε ο Ρίλκε. Ο οποίος άλλωστε φρόντιζε να συστήσει το παιδί-θαύμα σε εξέχουσες προσωπικότητες της παρισινής πνευματικής αφρόκρεμας, να του αφιερώσει το ποίημα «Νάρκισσος», στα 1925, και να χρηματοδοτήσει γενναιόδωρα, το 1926, έναν ολόκληρο χρόνο διαμονής στην Ιταλία όπου ο Μπαλτίς γνώρισε από κοντά το έργο των μεγάλων μετρ της ιταλικής ζωγραφικής. Μετά την επιστροφή του στο Παρίσι, ο ταλαντούχος νεαρός συνδέθηκε φιλικά με ποιητές όπως ο Πολ Ελιάρ, συγγραφείς όπως ο Αντρέ Μαρλό, θεατρανθρώπους όπως η Μαντλέν Ρενό και ο Ζαν-Λουί Μπαρό, εικαστικούς όπως ο Ζορζ Μπρακ και ο Αλμπέρτο Τζακομέτι. Επηρεαζόταν και επηρέαζε. Εμπνεόταν και ενέπνεε, ήδη από την πρώτη του νιότη. Διόλου τυχαίο το γεγονός ότι ο πληθωρικός Ζαν Κοκτώ άντλησε στιγμές των «Τρομερών Παιδιών», του θεατρικού του έργου που σημείωσε τεράστια επιτυχία, από όσα ζούσε επισκεπτόμενος το σπίτι του Μπαλτίς.
Ανήσυχος πάντα, ταξιδεύει στο Μαρόκο, όπου ζει δύο χρόνια και φιλοτεχνεί πολλά από τα πιο γνωστά του έργα. Επιμένει σε ένα είδος κλασικισμού, μορφολογικά, μπολιάζοντας εντούτοις τα προϊόντα της φαντασίας του με γριφώδεις υπαινιγμούς και με έναν ανατρεπτικό αισθησιασμό, κάτι που προσδίδει μιαν εξαιρετική διαχρονικότητα στα δημιουργήματά του. Άλλωστε αγαπημένος του συνθέτης ήταν ο Μότσαρτ, ενώ δεν έπαψε να περιδιαβάζει στα τοπία της Έμιλι Μπροντέ και του Λούις Κάρολ, απεικονίζοντας εν συνεχεία τον ανησυχητικό ερωτισμό των μικρών κοριτσιών. Στο εργαστήριό του, στην πανέμορφη μικρή πλατεία Φιρστενμπέργκ, στρέφοντας τα νώτα στον ηθικισμό και κλείνοντας τα ώτα απέναντι στις σειρήνες της αβανγκάρντ που, καλώς, έκανε θραύση εκείνη την εποχή, ο Μπαλτίς ζωγραφίζει λίαν λεπταίσθητες λάγνες «λολίτες» σε σκηνικά που θυμίζουν εξαίσιες μελωδίες της κλασικής μουσικής.
Και εγένετο σκάνδαλο! Στα 1934, ο Μπαλτίς κάνει την πρώτη του ατομική έκθεση στην Galerie Pierre, στο Παρίσι. Ανάμεσα στα έργα του θα είναι ο «Δρόμος», η «Αλίκη μες στον καθρέφτη», και το «Μάθημα Κιθάρας». Το τελευταίο εικονίζει ένα ημίγυμνο κοριτσάκι, στην αγκαλιά μιας γυμνόστηθης δασκάλας, με την κιθάρα ριγμένη στο δάπεδο, και ένα πιάνο στο φόντο. Ο πίνακας θεωρήθηκε πορνογραφικός και, επιπροσθέτως, βλάσφημος καθόσον ορισμένοι θρησκόληπτοι «ανακάλυψαν» αναφορές στην Πιετά της Αβινιόν, ένα εξόχως ευλαβές έργο ανωνύμου του 15ου αιώνα, το οποίο φυλάσσεται στο Λούβρο. Ο Μπαλτίς αρνήθηκε εντόνως ότι είχε κατά νου το εν λόγω έργο όταν ζωγράφιζε το «Μάθημα Κιθάρας», επέμεινε ότι είναι πιστός καθολικός, αν και, πάντα καλός παίκτης του διφορούμενου, ενώ φρόντισε να διακηρύξει ότι δεν καταλαβαίνει γιατί του προσάπτουν ότι είναι πορνογράφος, ότι η διαφήμιση είναι πορνογραφία, αν πράγματι φιλοτέχνησε έναν πορνογραφικό πίνακα αυτός είναι ίσως το «Μάθημα Κιθάρας». Όπως και να ’χει, το σκληρό αποτέλεσμα ήταν ότι η πρώτη έκθεση του Μπαλτίς στο Παρίσι έμελλε να είναι και η τελευταία για κάμποσα χρόνια, για μέχρι το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου!
Στα 1937, ο Μπαλτίς θα παντρευτεί την Αντουανέτ ντε Βατβίλ, γόνο αριστοκρατικής οικογένειας της Βέρνης. Θα κάνουν δύο παιδιά, τον Θαδαίο και το Στανίσλαο. Στα 1938, μέσω της γκαλερί του Πιερ Ματίς, γιου του διάσημου ζωγράφου, στη Νέα Υόρκη, ο Μπαλτίς θα κερδίσει την παγκόσμια φήμη. Αποτελεί ένα είδος ειρωνείας το ότι ο λεπταίσθητος καλλιτέχνης καθιερώθηκε διεθνώς μέσα από εκθέσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες, ανάμεσα στις οποίες και αυτή στο ΜΟΜΑ, στο περίφημο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης, ενώ ο ίδιος δεν πάτησε ποτέ το πόδι του στην Αμερική, παραμένοντας προσηλωμένος στην Ευρώπη. Μετά τη γερμανική εισβολή, στα 1940, η εξορία θα είναι και πάλι η μοίρα του, και η Ελβετία θα είναι το καταφύγιό του. Ο Αντρέ Μαρλό και ο Αλμπέρτο Τζακομέτι θα είναι οι πιστότεροι από τους πολλούς εξέχοντες φίλους του, στη χορεία των οποίων θα προστεθούν ο Πάμπλο Πικάσο και ο Ζακ Λακάν, ο οποίος μάλιστα εξελίχθηκε σε φανατικό συλλέκτη έργων του Μπαλτίς.
Στη δεκαετία του 1950, θα έχει την ευκαιρία να σχεδιάσει τα σκηνικά για την όπερα «Cosi fan tutte», του αγαπημένου του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ και να ολοκληρώσει ορισμένα από τα πιο φιλόδοξα αριστουργήματά του, όπως το La Chambre, στα1952, και το Le Passage du Commerce Saint-André, στα1954, ενώ στα μέσα της δεκαετίας του 1960, θα εγκατασταθεί στην Ιταλία, ως διευθυντής της Γαλλικής Ακαδημίας της Ρώμης, όπου και θα συνδεθεί φιλικά με τον πληθωρικό σκηνοθέτη Φεντερίκο Φελίνι. Επίσης, θα παντρευτεί, στα 1967, την Γιαπωνέζα καλλονή Σετσούκο Ιντέτα, κατά τριάντα πέντε χρόνια νεότερή του, με την οποία θα αποκτήσει έναν γιο, τον Φούμιο, ο οποίος όμως θα αποβιώσει χτυπημένος από ασθένεια μόλις δύο χρόνια μετά τη γέννησή του, και μία θυγατέρα, την Χαρούμι.
Θα αποσυρθεί στην Ελβετία, όπου θα συνεχίσει να ζωγραφίζει, μάλλον με βραδείς ρυθμούς, πάντα τελειοθήρας και λάτρης της λεπτομέρειας, ενώ θα επιτρέψει στον επίσης φίλο του, τον φημισμένο Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν, να τον φωτογραφίσει, γηραιό μα μειλίχιο και ευτυχισμένο, στα 1999. Δύο χρόνια μετά, στις 18 Φεβρουαρίου του 2001, ο Μπαλτίς θ’ αφήσει την τελευταία του πνοή. Αξίζει να θυμόμαστε, εκτός από το πλούσιο έργο του, αυτές τις μελωδίες των χρωμάτων που μας χάρισε, και το ότι ήταν ο μόνος καλλιτέχνης που εν ζωή είδε πίνακές του στο Λούβρο, όταν ο Πικάσο δώρισε στο μουσείο την ιδιωτική του συλλογή που περιείχε και δημιουργίες του Μπαλτίς, και ότι στην τελευταία του κατοικία δεν τον συνόδευσαν μονάχα κρατικοί άρχοντες, ξακουστοί γηραιοί συνάδελφοί του, και εκατοντάδες άγνωστοι θαυμαστές του, αλλά και αστέρες της ροκ μουσικής, με δεσπόζοντα τον Μπόνο των U2.
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Δημοσιεύτηκε στο "Έψιλον" της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας