Συνολικές προβολές σελίδας

Σάββατο 30 Αυγούστου 2008

ΑΝ ΤΟΝ ΞΕΡΕΙΣ, ΤΟΝ ΑΓΑΠΑΣ!


Σάββατο, 30 Αυγούστου 2008, δέκα το βράδυ και έως τα μεσάνυχτα, στο Κανάλι 1, Πειραιάς, 90,4 FM, ο «Αφρός των Ημερών» και ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης παρουσιάζουν ένα αφιέρωμα στον «Μότσαρτ της Αμερικής», στον αξεπέραστο Φιλ Σπέκτορ. Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι, ακολουθεί ένα κείμενό μου για τον Φιλ, δημοσιευμένο πέρυσι στο «Έψιλον» της «Ελευθεροτυπίας». Ο Σπέκτορ δικάζεται και πάλι μες στον Σεπτέμβριο. Ίσως είναι ένοχος, ίσως όχι. Το σίγουρο είναι ότι πρόκειται για πηγαίο ταλέντο, διάνοια της μουσικής, γενναιόψυχο δότη. Ανέδειξε πάμπολλους και στήριξε άλλους τόσους. Το ηθικόν δίδαγμα τόσο της εκπομπής της αφιερωμένης στον Φιλ, όσο και του κειμένου που ακολουθεί, είναι ότι για τους μεγάλους, τους ωραίους, τους αληθινούς ταιριάζουν λόγια ωραία, μεγάλα, αληθινά, όσο κι αν παρεκκλίνουν επικίνδυνα ενίοτε. Και μια ηδυτάτη συμβουλή: δοκιμάστε να πιείτε το παγωμένο μοσχοφίλερό σας με μικρές φέτες λευκόσαρκο ροδάκινο στο ποτήρι, και δεν θα χάσετε! Καλή ανάγνωση! Καλή ακρόαση! Και, μην το ξεχνάμε, παίδες, BACK TO MONO!!!


Φιλ Σπέκτορ
Ο Μότσαρτ της Αμερικής



Έχουν και οι αριθμοί τη δυναμική πειθώ τους. Μια πειθώ που ενίοτε μοιάζει με ποίηση. Ακούστε: υπάρχει ένα τραγούδι που έχει σπάσει κάθε ρεκόρ μεταδόσεων από τους ραδιοσταθμούς και τα τηλεοπτικά κανάλια των Ηνωμένων Πολιτειών. Έχει ακουστεί στον αέρα πάνω από 8 εκατομμύρια φορές. Κι αυτό σημαίνει ότι είναι σαν να ακούγεται αδιαλείπτως επί κάτι παραπάνω από 45 χρόνια! Πρόκειται για τον μεγαλειώδη ερωτικό θρήνο, και συνάμα επίκληση, «You’ve Lost That Lovin’ Feeling», που κλείνει φέτος τα 43 χρόνια ζωής και παραμένει αγέρωχα αγέραστο. Το τραγούδησε το ντουέτο The Righteous Brothers, το έγραψε το δίδυμο των τραγουδοποιών Μπάρι Μαν και Σύνθια Βέιλ παρέα με τον παραγωγό του τραγουδιού, κάποιον κύριο Φιλ Σπέκτορ, ένα είδος Σεργκέι Μπούμκα της μουσικής βιομηχανίας, έναν κύριο που άλλο δεν έκανε από τα να σπάει τα ίδια του τα ρεκόρ με μια προσήλωση στη μαγεία της μελωδίας και του ρυθμού που άγγιζε πάντα τη μανία, την ιδεοληψία, και ένα είδος επικίνδυνης παράνοιας. Ο Σπέκτορ διέθετε το άγγιγμα του Μίδα. Ήξερε να μετατρέπει τα πάντα σε χρυσό. Πριν κλείσει τα 20 ήταν εκατομμυριούχος, ήταν ώριμος μελωδός, ήταν ρηξικέλευθος πειραματιστής, ήταν ήδη ένας θρύλος. Σήμερα, αντιμετωπίζει το ζοφερό φάσμα μιας καταδίκης ανάμεσα στα 15 χρόνια και σε ισόβια. Είναι ένα ακόμα μεγάλο στοίχημα, σε μια ζωή 67 χρόνων κατακλυσμένη από μεγάλα στοιχήματα. Το σημερινό στοίχημα του Φιλ Σπέκτορ, όμως, δεν έχει να κάνει με νότες και με τραγούδια. Έχει να κάνει με ένα κλασικό 38άρι περίστροφο Κολτ, με μιαν από τις έξι σφαίρες του, και με τον αποτρόπαιο θάνατο μιας σαραντάρας καλλονής.
Για να συνεχίσουμε λίγο ακόμη με τους αριθμούς: χώρια από την παλαιότερη ενασχόλησή μου με το έργο του Φιλ Σπέκτορ, καταβυθίστηκα προσφάτως στις 454, 226 και 327 σελίδες των τριών βιογραφιών του, που τις υπογράφουν οι Μαρκ Ριμπόφσκι, Ρίτσαρντ Γουίλιαμς και Ντέιβ Τόμσον αντιστοίχως, και άκουγα επί 250 ώρες μετρημένες τα ανυπέρβλητα μελωδικά έπη που φέρουν τη σφραγίδα αυτού του συνθέτη και παραγωγού, προσπαθώντας να εξιχνιάσω την περίπλοκη και πολύπτυχη προσωπικότητά του, να νιώσω το μεγαλείο του και πάλι, να καταλάβω πώς ο άγγελος που έγραψε το «To Know Him is to Love Him», μπόρεσε να γίνει, αν έγινε όντως, ο διάβολος που σύμφωνα με φαινομενικά ατράνταχτες μαρτυρίες αφαίρεσε τη ζωή της πανέμορφης Λάνα Κλάρκσον.
Ο Φίλιπ Χάρβεϊ Σπέκτορ γεννήθηκε τη Δεύτερη Μέρα των Χριστουγέννων του 1940 από ρωσικής καταγωγής γονείς, τον Μπέντζαμιν και την Μπέρθα, που όπως αποκαλύφθηκε μόλις πριν από μερικά χρόνια ήσαν ξαδέλφια. Ο Μπέντζαμιν αυτοκτόνησε όταν ο μικρός Φιλ ήταν μόλις 9 χρονών, κάτι που βέβαια τον σημάδεψε ανεξίτηλα και συνέβαλλε πολύ στη διαμόρφωση της εκκεντρικής προσωπικότητάς του. Παρηγοριά του έκτοτε ήταν η μουσική. Μοναδικό καταφύγιό του η κιθάρα και τα αριστουργήματα μουσουργών, όπως ο Βάγκνερ και ο Μότσαρτ, συν μια ολοένα και πιο έντονη λατρεία για την τζαζ. Από παιδί, κλεισμένος στην κάμαρά του στο Μπρονξ, ο Φιλ άλλο δεν κάνει από το να ονειρεύεται μιαν απαστράπτουσα συμβολή του στη μουσική του 20ού αιώνα, και όταν θα βρεθεί, στα 13 του χρόνια, στο Λος Άντζελες, θα καταβροχθίζει τις σελίδες του περιοδικού «Down Beat» και θα γίνει ένθερμος θαυμαστής του σπουδαίου τζαζ κιθαρίστα Μπάρνεϊ Κέσελ που, μεταξύ άλλων, είχε καταπλήξει τον κόσμο με μιαν επαναστατική ερμηνεία της «Κάρμεν» του Μπιζέ. Ο Φιλ θα συναντηθεί με τον Κέσελ και δεν θα αργήσει να γίνει συνεργάτης του, και μάλιστα όπως τα έφερε η ζωή να γίνει και αφεντικό τόσο του μεγάλου κιθαρίστα όσο και των γιων του, του Νταν και του Ντέιβιντ που έμελλε να γίνουν επίσης προικισμένοι κιθαρίστες. Δεν έχει κλείσει τα 18 όταν θα σχηματίσει την πρώτη του μπάντα, τους Teddy Bears, συνεπικουρούμενος από τον Μάρσαλ Λιμπ, συμμαθητή και φίλο του, και την καλλίφωνη Ανέτ Κλάινμπαρντ, και θα αρχίσει να συγκινεί την πιτσιρικαρία των Ηνωμένων Πολιτειών με το όραμά του να της δωρίσει την αξιοπρέπεια και την τιμή του πιο συνταρακτικού αισθήματος, του έρωτα, παραμερίζοντας τα ευτελή τραγουδάκια-τσικλόφουσκες και προσφέροντας στη θέση τους δίλεπτες άριες, εφάμιλλες με αυτές των μεγάλων της κλασικής μουσικής, ναι., δίλεπτες άριες που εκθείαζαν το πρώτο φιλί και τη σπουδαιότητά του, που υμνούσαν το χτυποκάρδι με τον τρόπο που του άξιζε, που αποθέωναν και απαθανάτιζαν το εφήμερο, το φευγαλέο, το παροδικό. Αντλώντας έμπνευση από το επίγραμμα στο μνήμα του πατέρα του, «Αν τον Ήξερες, τον Αγαπούσες», ο Φιλ θα συνθέσει το απαράμιλλο «Αν τον Ξέρεις, τον Αγαπάς», και θ’ αρχίσει ο κόσμος να παραμιλάει για το χρυσοφόρο παιδί-θαύμα.
Πριν κλείσει τα 30, ο Σπέκτορ θα θεωρείται ήδη ο Μότσαρτ της αμερικανικής μουσικής, καθώς θα προσφέρει το ένα μελωδικό αριστούργημα μετά το άλλο, σχηματίζοντας γκρουπ που όλα άφησαν εποχή, ανακαλύπτοντας ταλέντα που σπεύδει να τα διαπλάσει κατά το προσωπικό του πολύτιμο γούστο, διαμορφώνοντας τον ιδιότυπο «Τοίχο Ήχου», τον μονοφωνικό «Wall of Sound», κάνοντας αδιανόητα έως τότε πράγματα στους θαλάμους ηχογράφησης όπως το να βάζει δύο κιθαρίστες, δύο σαξοφωνίστες, δύο πιανίστες και τρεις μπασίστες μαζί να παίζουν την ίδια νότα, ή το να πλαισιώνει τη φωνή της Τίνα Τέρνερ στο μεγαλειώδες «River Deep – Mountain High» με 78 (!) άλλες γυναικείες φωνές, ή το να πείθει την Τέρνερ να τραγουδήσει την πρώτη φράση του κομματιού μισό εκατομμύριο φορές (!!), ή απογειώνοντας το «The Long and Winding Road», από το «Let it Be», το κύκνειο άσμα των Beatles, την παραγωγή του οποίου ανέλαβε ο Σπέκτορ, με 18 βιολιά, 14 φωνές, 4 βιόλες, 4 τσέλο, 3 τρομπόνια, και μία ντραμς – κάνοντας τον Πολ Μακάρτνεϊ να φρίξει (αδίκως και εσφαλμένα, όπως απέδειξε περίτρανα η ιστορία της μουσικής).
Πριν κλείσει τα 35, ο Σπέκτορ θα έχει παντρευτεί και θα έχει χωρίσει δύο φορές, την πρώτη με την πρασινομάτα Ανέτ Μέραρ και τη δεύτερη με την Βερόνικα «Ρόνι» Μπένετ, το αστέρι του συγκροτήματος The Ronettes, ενός ακόμα αδαμαντωρυχείου του Φιλ, θα έχει επινοήσει τον όρο «μουσικός παραγωγός» έχοντάς τον αναγάγει σε ύψιστη τέχνη, θα έχει υιοθετήσει τρία παιδιά, θα έχει συνεργαστεί με τους Rolling Stones, θα έχει συνάψει μια μεγάλη φιλία με τον αείμνηστο κωμικό καλλιτέχνη και φιλόσοφο Λένι Μπρους, θα έχει συμμετάσχει τόσο οικονομικά όσο και ως ηθοποιός στην θρυλική ταινία «Ξένοιαστος Καβαλάρης» του Ντένις Χόπερ, θα έχει αναλάβει την παραγωγή των σόλο έργων τόσο του Τζον Λένον όσο και του Τζορτζ Χάρισον μετά τη διάλυση των Beatles, τελειοποιώντας κομμάτια όπως το «Imagine», το «Working Class Hero» και το «Woman is the Nigger of the World» του Τζον και επιβάλλοντας τον Τζορτζ ως μεγάλο καλλιτέχνη με το τριπλό LP «All Things Must Pass», θα έχει θρηνήσει το θάνατο του άλλου μεγάλου φίλου του, του εξπέρ στις πολεμικές τέχνες και ηθοποιού Μπρους Λι, θα έχει πιει ποτοποιίες ολόκληρες, θα έχει επιβιώσει από ένα άγριο αυτοκινητικό ατύχημα που, στις 31 Μαρτίου του 1974, έκανε σμπαράλια τη Ρολς του και τον γέμισε με ράμματα – 380 στο πρόσωπο και 480 στο πίσω μέρος του κρανίου του! – και, βέβαια, θα έχει κυριευτεί από μια μανία για τα όπλα, την απομόνωση και την ασφάλεια. Όλοι αρχίζουν να μιλάνε για τον «ερημίτη» Φιλ Σπέκτορ, κατόπιν για τον εκκεντρικό, ύστερα για τον τρελό, και τώρα τελευταία για τον φονιά!
Καίτοι θεωρείται… συνταξιούχος από τα 31 του, ο δαιμόνιος λάτρης της μουσικής είχε ακόμη μερικά σημαντικά πράγματα να κάνει. Και τα έκανε. Ανάμεσα σ’ αυτά λάμπει η παραγωγή του καλύτερου δίσκου των Ramones, του «The End of the Century», και η δημιουργία ενός μοναδικού, από πολλές απόψεις, άλμπουμ. Δεν είναι άλλο από το θρυλικό «Death of A Ladies Man» του Λέοναρντ Κοέν, ένα άλμπουμ που μοιάζει εκτός χρόνου, που ενώ είναι γραμμένο πριν από τρεις δεκαετίες, στα 1977, θα μπορούσε να είναι γραμμένο στη δεκαετία του 1960, σήμερα, ή πενήντα χρόνια μετά, το μοναδικό άλμπουμ που έχει σχεδόν απορρίψει ο Κοέν, το μοναδικό που δεν έχει δικές του συνθέσεις –και στα 8 κομμάτια η μουσική είναι του Σπέκτορ και οι στίχοι του Καναδού τροβαδούρου– , το μοναδικό άλμπουμ στην ιστορία της δισκογραφίας όπου ο Μπομπ Ντίλαν παρέα με τον ποιητή Άλεν Γκίνσμπεργκ κάνουν φωνητικά, το μοναδικό άλμπουμ που χαρακτηρίστηκε, από τον ίδιο τον Σπέκτορ φυσικά, «Ροκ Πανκ» (σε αντίθεση με την τότε έκρηξη του Πανκ Ροκ), το μοναδικό άλμπουμ στην ιστορία της ευρείας ροκ όπου συμμετέχουν 25 (!) μουσικοί, ανάμεσα στους οποίους δύο ντράμερ, τρεις μπασίστες, και έξι κιθαριστές, και, τέλος, το μοναδικό όπου στα credits μνημονεύεται, ανάμεσα στους μηχανικούς ήχου, τους ενορχηστρωτές, τους μουσικούς και τους τραγουδιστές, ένα ποτοπωλείο (το John & Pete’s Liquor Store από όπου αγοράστηκαν όλα τα αλκοολούχα κατά διάρκεια των ηχογραφήσεων), και μία πιτσαρία (η Piece O’ Pizza, που προμήθευσε τα εδέσματα).
Στις 3 Φεβρουαρίου του 2003, μια γυναίκα, η Λάνα Κλάρκσον, βρέθηκε νεκρή στο Κάστρο του Σπέκτορ, με τα 33 δωμάτια, τα ηλεκτροφόρα σύρματα, τα σκυλιά, και τα δεκάδες πιστόλια. Ο Μότσαρτ της Αμερικής θεωρήθηκε υπαίτιος και έκτοτε διεξάγεται μία μαραθώνια δίκη που συνεχίζεται ως σήμερα. Πέρα από την ετυμηγορία της δικαιοσύνης, είναι δίκαιο να θυμόμαστε και να τιμούμε τον Φιλ Σπέκτορ ως μεγαλοφυή παραγωγό, ως άνθρωπο που λάτρεψε τη μουσική και της πρόσφερε μια λυτρωτική πνοή, ως τον ρομαντικό, έως μανίας, εραστή που τα τραγούδια του, τα «ποπ μπλουζ» όπως τα χαρακτήριζε, ήσαν πάντοτε κρυπτογραφημένα ραβασάκια προς την εκάστοτε εκλεκτή του, ως τον ακραία γενναιόδωρο κύριο που άφηνε συστηματικά φιλοδώρημα 500 δολαρίων όταν ο λογαριασμός του ήταν 55 δολάρια, ως τον μεγάλο φίλο που ποτέ δεν έχασε την ευκαιρία να συμπαρασταθεί σε δημιουργούς όπως ο Λένι Μπρους, ο Ντένις Χόπερ, ο Τζον Λένον και ο Τζορτζ Χάρισον, και, πάνω απ’ όλα, ως τον τρυφερό τροβαδούρο που χάρισε στην πιτσιρικαρία το σάουντρακ του έρωτα και της αγάπης!


Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια: