Τζόνι Κας, ο Άντρας με τα Μαύρα
Στον Έλληνα «Άντρα με τα Μαύρα»
Στον άλλοτε παλιό φίλο μου Θάνο Ανεστόπουλο
Ανήκει στην ιστορία, και όσο ζούσε ανήκε σ’ εκείνη την ωραία κατηγορία ανθρώπων που, οπλισμένοι με πείσμα, αποφασισμένοι ποτέ να μην το βάλουν κάτω, και μοχθώντας και ιδρώνοντας κυριολεκτικά κάθε στιγμή κάθε εικοσιτετραώρου, ξεπερνάνε τον ίδιο τους τον εαυτό και γίνονται αν όχι καλύτεροι από τους καιρούς τους, τουλάχιστον έκφραση συνάμα φωτεινή και σκοτεινή του πνεύματος των καιρών τους. Ήταν πιο ψηλός κι από τον πανύψηλο Τζον Γουέιν με μπότες, κι ακόμα πιο Αμερικανός από τον αιώνιο καουμπόη. Ήξερε πάντα να λέει ναι στη ζωή και όχι σε ό,τι τη ζωή αρνείται. Έδωσε αλλεπάλληλες μάχες από πιτσιρικάς: μάχες ενάντια στα στοιχεία της φύσης, μάχες ενάντια στην ένδεια, μάχες ενάντια σε ό,τι απειλούσε να διασαλεύσει την πολύτιμη κρυστάλλινη διαύγειά του, μάχες ενάντια σε ό,τι έτεινε να σκληρύνει τον αγέρωχο κι αγέραστο παιδικό συναισθηματισμό του, μάχες ενάντια στις περιπλοκές της μουσικής βιομηχανίας, μάχες ενάντια στους δαίμονες που διαγούμιζαν τις ωραιότερες στιγμές του. Πολέμησε ενάντια στο χρόνο, και νίκησε. Δεν επέτρεψε σε κανέναν, ακριβώς ούτε καν στο χρόνο, να τον αφήσει έξω απ’ το παιχνίδι. Μέχρι την ύστατη πνοή του έμεινε μαχητικά αφοσιωμένος στις δύο απόλυτες εξαρτήσεις του: την αγάπη και τη μουσική, εντέλει την αγάπη της μουσικής και την μουσική της αγάπης. Το μότο του ήταν απλό, λακωνικό, και τα έλεγε όλα: «Γεια χαρά, είμαι ο Τζόνι Κας».
Είχε φωνή μπασοβαρύτονου, βλέμμα των ανοιχτών οριζόντων με μια πάντα παρούσα σκιά θλίψης και μελαγχολίας που με τα χρόνια γινόταν το βλέμμα αυτού που όλα τα είδε, όλα τα γεύτηκε, όλα τα αισθάνθηκε. Το πρόσωπό του θύμιζε άοπλο προφήτη, αν και, εδώ που τα λέμε, ο Τζόνι Κας ήτανε πάντα ένοπλος, και ο καιρός ήταν ο γλύπτης που με ένα σκαρπέλο άγριο άφηνε κάθε βδομάδα, κάθε μήνα, κάθε χρονιά τα βαθιά του ίχνη πάνω του. Ναι, το πρόσωπο του Τζόνι Κας ξεκίνησε σαν μια τραχιά εκδοχή του προσώπου του Βασιλέα Έλβις για να φτάσει στο τέλος να θυμίζει τα όσα υπέστησαν τα πρόσωπα του Αντονέν Αρτό και του Τσετ Μπέικερ. Μονάχα που ο Τζόνι Κας άντεξε περισσότερο στις ριπές του χρόνου, και μάλιστα έριξε κι αυτός τις πιστολιές του ενάντια στον Μεγάλο Δυνάστη. Επιτυχία για τον Κας σήμαινε να είναι πάντα παρών, και ήταν. Πάντα παρών όταν αισθανόταν ότι τον είχαν ανάγκη, πάντα παρών όταν ήξερε ότι οι άνθρωποι θέλουν ν’ ακούσουν τις ιστορίες του, να παρηγορηθούν με τα τραγούδια του που ήσαν απλές ιστορίες απώλειας, νοσταλγίας, αλλεπάλληλων κακουχιών και χτυπημάτων της μοίρας, λαβωμένων ερώτων, αλλά και τρόπων αντοχής και ξεπεράσματος κάθε αντιξοότητας. Στο μισό αιώνα της προσφοράς του, ο Τζόνι Κας κατάφερε χάρη στην αβρότητα και την αδρότητά του να διευρύνει το εξαρχής τεράστιο κοινό του, να αναμείξει τα ήδη, να ξεπεράσει τα όρια, να απευθυνθεί ξανά και ξανά σε όλες τις ηλικίες και όλες τις νοοτροπίες. Και αυτό σημαίνει πανανθρώπινος καλλιτέχνης! «Ένας προφήτης με θλιμμένο βλέμμα», όπως τον χαρακτήρισε ο μέγας Μπομπ Ντύλαν.
Ο Τζόνι Κας γεννήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου του 1932, στην Κίνγκσλαντ του Άρκανσο. Ο πατέρας του, ο Ρέι Κας, καταγόταν από σκοτσέζους αποίκους, είχε ερωτευτεί και παντρευτεί μια όμορφη κοπέλα, την Κάρι, είχε κάνει ένα σωρό δουλειές και συνέχιζε πάντα να είναι ένας σκληρός δουλευτής ώστε να μη λείπει ο άρτος και ο οίνος από το σπιτικό τραπέζι, ένα τραπέζι που σίτιζε μια πολυπληθή οικογένεια. Ο μικρός Τζέι Αρ Κας άρχισε επίσης να δουλεύει σκληρά από μικρός στα μπαμπακοχώραφα και στη μικρή φάρμα που κατάφερε ν’ αποκτήσει ο Ρέι Κας. Μεγάλη του παρηγοριά ήταν πάντα το ραδιόφωνο με μπαταρίες που αγόρασε ο πατέρας ύστερα από προτροπή της μητέρας του Τζέι Αρ το 1937. Όλη η οικογένεια μαζευόταν γύρω από τη μαγική συσκευή και άκουγε με πάθος τις μουσικές εκπομπές. Ιδίως ο μικρός Τζέι Αρ που άλλο δεν έκανε από το να δουλεύει, να ονειροπολεί και να ακούει μουσική. Η μητέρα του θα τον ακούσει τυχαία μια μέρα να τραγουδάει και θα του πει ότι έχει προικιστεί με ένα θείο δώρο. Θα ξενοπλένει και θα σφουγγαρίζει για να πληρώνει τα μαθήματα ωδικής που του έκανε η δεσποινίς Λα Βάντα Μέι Φίλντερ, η οποία ωστόσο σε λίγο θα αποφανθεί ότι δεν έχει τίποτε να διδάξει στον πιτσιρικά με την θεϊκή βελούδινη φωνή και την άψογη άρθρωση.
Ο Τζέι Αρ θα τελειώσει το σχολείο, για το οποίο επιδεικνύει χαρακτηριστική αδιαφορία αν εξαιρέσουμε τα μαθήματα αγγλικής και ιστορίας, θα φύγει για το Ντιτρόιτ με σκοπό να εργαστεί στην αυτοκινητοβιομηχανία, θα τα παρατήσει, θα καταταγεί στην Πολεμική Αεροπορία, θα επιδείξει ένα εκπληκτικό ταλέντο στις διαβιβάσεις και στον χειρισμό του ασύρματου, θα γνωρίσει την μελαχρινή καλλονή Βίβιαν Λίμπερτο, θα συνδεθεί ερωτικά μαζί της, θα μετατεθεί στη Γερμανία όπου, μεσούντος του Ψυχρού Πολέμου, θα έχει την ευκαιρία να χειριστεί απόρρητα έγγραφα, να παρακολουθεί τις κινήσεις της Σοβιετικής Αεροπορίας και να δράσει ως κατάσκοπος, όπως έγινε γνωστό μετά την κατάρρευση του Ανατολικού Μπλοκ και το άνοιγμα κάποιων αρχείων που παρέμεναν εφτασφράγιστα. Εκεί, στη Γερμανία, ο Τζέι Αρ θα αγοράσει την πρώτη του κιθάρα, έναντι πέντε δολαρίων, θα πιει τα πρώτα του ποτά, θα γράψει και θα δημοσιεύσει τα πρώτα του ποιήματα σ’ ένα στρατιωτικό έντυπο. Και φυσικά, δεν θα παραλείπει, ανάμεσα σε μεθυσμένους καβγάδες, κατασκοπευτικές δραστηριότητες, και ποιητικές εμπνεύσεις, να γράφει αλλεπάλληλες επιστολές στην εκλεκτή της μεγάλης του καρδιάς.
Αμέσως μετά την απόλυσή του από την Πολεμική Αεροπορία και την επάνοδο στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Τζέι Αρ παντρεύεται τη Βίβιαν, στο Σαν Αντόνιο του Τέξας. Βρίσκει φιλότιμα δουλειά ως πλανόδιος πωλητής, και τα πάει εξαιρετικά άσχημα. Μοχθεί πάντως και έχει πάντα κερδισμένη τη συμπαράσταση και την εύνοια του αφεντικού του, ονόματι Τζορτζ Μπέιτς. Το μυαλό του και η καρδιά του είναι στο ραδιόφωνο και στη μουσική. Θα παρακολουθήσει μαθήματα ραδιοφωνίας και επικοινωνίας στη Σχολή Κίγκαν, στην Κόρινθο του Μισισιπή, ενώ ταυτόχρονα θα στήσει μια τριμελή πάντα με τους θρυλικούς σήμερα Μάρσαλ Γκραντ και Λούθερ Πέρκινς. Και θ’ αρχίσει να κάνει παιδιά, θυγατέρες, σχεδόν ασταμάτητα! Και επίσης, επιτυχίες. Επίσης ασταμάτητα!
Ο Τζέι Ρέι Κας θα κάνει την πρώτη του δημόσια εμφάνιση σε μια εκκλησία στο Βόρειο Μέμφις παρέα με τον Μάρσαλ, στο μπάσο, και τον Λούθερ, στην κιθάρα. Αποφάσισαν να εμφανιστούν με μαύρα πουκάμισα, μαύρα σακάκια και μαύρα παντελόνια και οι τρεις. Επέμενε ο Κας σ’ αυτό. «Τα μαύρα είναι ό,τι πρέπει για την εκκλησία», ήταν το επιχείρημά του. Και από τότε του έμεινε το μυθικό παρωνύμιο «Man in Black», «Ο Άντρας με τα Μαύρα».
Η ενθουσιώδης ανταπόκριση του κοινού έπεισε τον Κας ότι, όπως στο σκάκι, έπρεπε πια να επιταχύνει τη ροή των πραγμάτων και να επιχειρήσει αποφασισμένες και δραστικές κινήσεις. Και τις επιχείρησε. Και έκανε καλά. Το αφεντικό του, ο Τζορτζ Μπέιτς, χρηματοδότησε την πρώτη εμφάνιση του ατάλαντου πωλητή του αλλά σπουδαίου τύπου και ταλαντούχου μουσικού. Και αμέσως μετά, ο Κας πήγε με όλο του το θάρρος στην Sun Records, έπεισε τον «πολύ» Σαμ Φίλιπς να τον ακούσει, να του κλείσει συμβόλαιο, να τον κάνει θρύλο της αμερικανικής, και εν συνεχεία της παγκόσμιας, μουσικής. Τα πάντα έγιναν με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Το πρώτο σινγκλ με τα «Hey Porter» και «Cry, Cry, Cry» θα σημάνει την απαρχή της σταδιοδρομίας και, ουσιαστικά, της μεγάλης ανοιχτόκαρδης προσφοράς του Κας, που ύστερα από προτροπή του Σαμ Φίλιπς θα λέγεται πια Τζόνι!
Από το 1955 χρονολογείται αυτή η προσφορά. Αλλεπάλληλες ηχογραφήσεις και ακόμα πιο αλλεπάλληλες περιοδείες χαρτογραφούν την επικράτεια του θρύλου. Μια σχεδόν αυτοσχεδιαστική ηχογράφηση μένει στην ιστορία, μιας και συμμετέχουν, παίζοντας με όλη τους την καρδιά, οι τυχαία συγκεντρωμένοι στα στούντιο της Sun Records, Έλβις Πρίσλεϊ, Τζέρι Λη Λιούις, Καρλ Πέρκινς και Τζόνι Κας. Ο Ρόι Όρμπισον, άλλη εμβληματική μορφή της σύγχρονης μουσικής, θα συνδεθεί φιλικά με τον Τζόνι. Ο Καρλ Πέρκινς, ύστερα από μια εξιστόρηση του Κας που περιέχει τη φράση του τίτλου, θα εμπνευστεί και θα γράψει σε χρόνο ρεκόρ το διαμαντένιο άσμα «Blue Suede Shoes». Ο ίδιος ο Κας θα συνθέσει το κλασικό των κλασικών «I Walk the Line». Οι πάντες παραληρούν από ενθουσιασμό!
Οι τρεις φίλοι αλωνίζουν τις Ηνωμένες Πολιτείες, παίζοντας τα τραγούδια τους και… παίζοντας σαν παιδιά. Μερικά παιχνίδια είναι εξόχως επικίνδυνα. Ο Γκραντ είναι μανιακός με τα εκρηκτικά και πείθει τον Πέρκινς και τον Κας να εκτοξεύουν τρακατρούκες, να βάζουν μικρές βόμβες στις τουαλέτες των ξενοδοχείων όπου καταλύουν, να ανατινάζουν εγκαταλειμμένες αγροικίες. Είναι πάντα οπλισμένοι σαν αστακοί, με πιστόλια, καραμπίνες, μασούρια δυναμίτη, ως και ένα… μικρό κανόνι! Ο Άντρας με τα Μαύρα και οι φιλαράκοι του είναι ένα όντως εκρηκτικό τρίο!
Παράλληλα με την θυελλώδη επιτυχία σημειώνονται και θύελλες στην προσωπική ζωή του Τζόνι Κας: ο εθισμός στη νικοτίνη, στο αλκοόλ και στις αμφεταμίνες. Επίσης, η ψύχρανση των σχέσεών του με τη Βίβιαν, η οποία προτιμούσε, όπως κάθε καλή νοικοκυρά, να έχει στο πλευρό της έναν καλό γλυκό και άκακο κουβαλητή παρά έναν άντρα μεγαλύτερο κι από την ίδια τη ζωή. Καίτοι ο Τζόνι Κας είναι υπόδειγμα συζύγου και πατέρα, καίτοι πάντα φροντίζει να μην λείπει τίποτε στην πολυπληθή πια οικογένειά του, η Βίβιαν θα του ραγίσει την καρδιά χίλιες φορές πριν τελικά τον διαζευχθεί οριστικά. Ο Τζόνι εντωμεταξύ δεν θα πάψει να γράφει ποιήματα αγάπης και απώλειας, νοσταλγίας και μελαγχολίας, θλίψης αλλά και αντίστασης στη θλίψη, χρησιμοποιώντας μια ωραία δική του μέθοδο: κρατάει σημειώσεις όπου βρει, σε μπακαλοτέφτερα, σε χαρτοπετσέτες, σε πακέτα από τσιγάρα, τα παραχώνει όλ’ αυτά στις τσέπες του, και μετά, ανακατεύοντας τις σημειώσεις συνθέτει έμμετρα ποιήματα που δεν αργούν να γίνουν τα τραγούδια που τραγουδάει πια όλος ο κόσμος. Πάνω από πεντακόσια τραγούδια συνέθεσε με τούτη τη μέθοδο ο Άντρας με τα Μαύρα.
Ο Τζόνι, μετρ της επιβίωσης και της υπέρβασης, θα αγκιστρωθεί στην ταλαντούχο καλλονή Τζουν Κάρτερ, τη θυγατέρα της περιλάλητης Μέιμπελ Κάρτερ. Σύμφωνα με τον Μπόνο των U2, ο οποίος συνδέθηκε φιλικά με τον Κας και τον θρήνησε με τον καλύτερο τρόπο όταν δήλωσε απερίφραστα ότι μπροστά στον μεγάλο άντρα Τζόνι Κας κάθε άλλος είναι «φλούφλης», κάπου στο Νάσβιλ κάτι έπεσε από την Τζουν, ο Τζόνι το σήκωσε, της το έδωσε ευγενικά, αντίκρισε το θεσπέσιο βλέμμα της, της είπε ευθύς, «Είσαι υπέροχη! Με παντρεύεσαι;», εκείνη του είπε, «Ξέρεις ότι είμαι παντρεμένη», κι εκείνος, απτόητος λόγω υπερβολικής δόσης ομορφιάς, αντιγύρισε, «Θα τα βρούμε!» Και τα βρήκαν. Και παντρεύτηκαν. Και η Τζουν Κάρτερ στάθηκε στον Τζόνι Κας όσο κανείς και καμία και τίποτε. Πάντα και παντού στο πλάι του, σαν ένα μυθιστορηματικό ρομάντζο από αυτά που όλοι χλευάζουμε δημοσίως και ζηλεύουμε κατ’ ιδίαν!
Η Τζουν και ο Τζόνι θα παντρευτούν την 1η Μαρτίου του 1968. Λίγο πριν είχαν εμφανιστεί μαζί στις Φυλακές Φόλσομ και είχαν τραγουδήσει στο αληθινό κοινό του Τζόνι, τους παρίες, τους έγκλειστους, τους αμαρτωλούς, τους ξεγραμμένους, ενώ την επόμενη χρονιά θα κάνουν το ίδιο στο κολαστήριο του Σεντ Κουέντιν. Και τα δύο άλμπουμ θα έχουν συγκλονιστική επιτυχία, θα φτάσουν σε πάνω από είκοσι τέσσερα εκατομμύρια χέρια και αυτιά τότε, ενώ συνεχίζουν βεβαίως να κατακτούν γενιές επί γενεών, λόγω της αμεσότητας του Τζόνι, της γενναιόψυχης παρουσίας του, των εξαίσιων τραγουδιών του. Είναι δύσκολο να βγάλεις από το μυαλό σου το πώς ακούγεται η φωνή του Τζόνι όταν αναγγέλλει το ένα τραγούδι μετά το άλλο στους εγκλείστους, με αποκορύφωμα το πόσο αντρίκεια και συγκινητικά συστήνει στο κοινό όλων των Ηνωμένων Πολιτειών το άσμα «Greystone Chapel» και τον δημιουργό του, τον Γκλεν Σέρλεϊ, έναν άμοιρο μα ευαίσθητο κατάδικο. Όσοι είχαν ποτέ τραβήγματα με τον λεγόμενο Νόμο ή έχουν γευθεί, δικαίως ή αδίκως, το κρατητήριο, τη φυλακή, το δεσμωτήριο, θα καταλάβουν πολύ καλά τι εννοώ!
Η Τζουν θα σταθεί με κάθε τρόπο στο πλάι του Τζόνι. Θα του δωρίσει τον πολυπόθητο γιο, ύστερα από μιαν ωραία ανθοδέσμη με θυγατέρες που του πρόσφερε η Βίβιαν, θα τον βοηθήσει να απαλλαχτεί από τον «δαίμονα των εξαρτήσεων» (χάπια, αλκοόλ, νικοτίνη) ώστε να μείνει πιστός στις δύο απόλυτες εξαρτήσεις: την αγάπη και τη μουσική. Και ο Τζόνι, όπου βρεθεί κι όπου σταθεί, δεν θα παραλείπει να εκφράζει την ευγνωμοσύνη του για την λατρεμένη λατρευτή του. «Κάθε συναυλία είναι λειψή, αν δεν είναι κι η Τζουν εκεί», θα πει με τον υποδειγματικά αδρό τρόπο του. Και, μολονότι μεγαλύτερος, πατριάρχης της αμερικανικής μουσικής πια, ο Τζίνι θα διαθέτει πάντα το μεγαλείο να εγκωμιάζει μικρότερούς του ηλικιακά τροβαδούρους, να ανοίγει δρόμους σε κάθε ταλαντούχο λάτρη της μουσικής. Ο Μπομπ Ντύλαν και ο Κρις Κριστόφερσον, αλλά και ο Μπόνο και ο Νικ Κέιβ όχι μονάχα αγάπησαν τον Τζόνι Κας αλλά και αγαπήθηκαν από τον Άντρα με τα Μαύρα. Εμπράκτως! Κανένας άλλος «γέροντας» στην ιστορία της τέχνης του 20ού αιώνα, ίσως με την εξαίρεση του άλλου «πατριάρχη», του Χένρι Μίλερ, δεν αγαπήθηκε τόσο απόλυτα από αλλεπάλληλες νέες γενιές. Στα τελευταία του, ο Τζόνι φρόντισε να μας κάνει το καλύτερο δώρο που μπορούσε. Συνεπικουρούμενος από τον δυναμικό παραγωγό Ρικ Ρούμπιν, ο Άντρας με τα Μαύρα δημιουργεί τέσσερα άλμπουμ-γέφυρες, τέσσερα διαμάντια διαυγούς πάθους και παθιασμένης διαύγειας που δεν θα πάψουν να μας συντροφεύουν στο κύλισμα των δεκαετιών. Το ένα αριστούργημα διαδέχεται το άλλο, και διαχέεται στο άλλο, για να έχουμε στο μουσικό μας νοερό θησαυροφυλάκιο μια βαρύτιμη παρακαταθήκη τέχνης και ανθρωπιάς. Είναι τα ήδη θρυλικά άλμπουμ American, όλα τους ανεπίληπτα, άψογα, άμεμπτα. Όλα τους βραχνές προσευχές στο κενό των καιρών. Όλα τους ένα μεγαλειώδες αποχαιρετιστήριο potlatch από τον Άντρα με τα Μαύρα.
Τον Μάιο του 2003 έφυγε η Τζουν. Λίγους μήνες μετά, συντετριμμένος, αλλά πάντα μες στα νάματα της αγάπης και της μουσικής, δίχως την παραμικρή μεμψιμοιρία, αναχώρησε για τους λειμώνες τ’ ουρανού και ο Τζόνι. Ήταν στα μέσα Σεπτεμβρίου του 2003. Ο Κρις Κριστόφερσον, πάντα άντρας και κύριος, είπε ό,τι καλύτερο για τον Μεγάλο Τζόνι: «Ήταν ο Αβραάμ Λίνκολν με μια σκοτεινή, ατίθαση, άγρια πλευρά».
Στον Έλληνα «Άντρα με τα Μαύρα»
Στον άλλοτε παλιό φίλο μου Θάνο Ανεστόπουλο
Ανήκει στην ιστορία, και όσο ζούσε ανήκε σ’ εκείνη την ωραία κατηγορία ανθρώπων που, οπλισμένοι με πείσμα, αποφασισμένοι ποτέ να μην το βάλουν κάτω, και μοχθώντας και ιδρώνοντας κυριολεκτικά κάθε στιγμή κάθε εικοσιτετραώρου, ξεπερνάνε τον ίδιο τους τον εαυτό και γίνονται αν όχι καλύτεροι από τους καιρούς τους, τουλάχιστον έκφραση συνάμα φωτεινή και σκοτεινή του πνεύματος των καιρών τους. Ήταν πιο ψηλός κι από τον πανύψηλο Τζον Γουέιν με μπότες, κι ακόμα πιο Αμερικανός από τον αιώνιο καουμπόη. Ήξερε πάντα να λέει ναι στη ζωή και όχι σε ό,τι τη ζωή αρνείται. Έδωσε αλλεπάλληλες μάχες από πιτσιρικάς: μάχες ενάντια στα στοιχεία της φύσης, μάχες ενάντια στην ένδεια, μάχες ενάντια σε ό,τι απειλούσε να διασαλεύσει την πολύτιμη κρυστάλλινη διαύγειά του, μάχες ενάντια σε ό,τι έτεινε να σκληρύνει τον αγέρωχο κι αγέραστο παιδικό συναισθηματισμό του, μάχες ενάντια στις περιπλοκές της μουσικής βιομηχανίας, μάχες ενάντια στους δαίμονες που διαγούμιζαν τις ωραιότερες στιγμές του. Πολέμησε ενάντια στο χρόνο, και νίκησε. Δεν επέτρεψε σε κανέναν, ακριβώς ούτε καν στο χρόνο, να τον αφήσει έξω απ’ το παιχνίδι. Μέχρι την ύστατη πνοή του έμεινε μαχητικά αφοσιωμένος στις δύο απόλυτες εξαρτήσεις του: την αγάπη και τη μουσική, εντέλει την αγάπη της μουσικής και την μουσική της αγάπης. Το μότο του ήταν απλό, λακωνικό, και τα έλεγε όλα: «Γεια χαρά, είμαι ο Τζόνι Κας».
Είχε φωνή μπασοβαρύτονου, βλέμμα των ανοιχτών οριζόντων με μια πάντα παρούσα σκιά θλίψης και μελαγχολίας που με τα χρόνια γινόταν το βλέμμα αυτού που όλα τα είδε, όλα τα γεύτηκε, όλα τα αισθάνθηκε. Το πρόσωπό του θύμιζε άοπλο προφήτη, αν και, εδώ που τα λέμε, ο Τζόνι Κας ήτανε πάντα ένοπλος, και ο καιρός ήταν ο γλύπτης που με ένα σκαρπέλο άγριο άφηνε κάθε βδομάδα, κάθε μήνα, κάθε χρονιά τα βαθιά του ίχνη πάνω του. Ναι, το πρόσωπο του Τζόνι Κας ξεκίνησε σαν μια τραχιά εκδοχή του προσώπου του Βασιλέα Έλβις για να φτάσει στο τέλος να θυμίζει τα όσα υπέστησαν τα πρόσωπα του Αντονέν Αρτό και του Τσετ Μπέικερ. Μονάχα που ο Τζόνι Κας άντεξε περισσότερο στις ριπές του χρόνου, και μάλιστα έριξε κι αυτός τις πιστολιές του ενάντια στον Μεγάλο Δυνάστη. Επιτυχία για τον Κας σήμαινε να είναι πάντα παρών, και ήταν. Πάντα παρών όταν αισθανόταν ότι τον είχαν ανάγκη, πάντα παρών όταν ήξερε ότι οι άνθρωποι θέλουν ν’ ακούσουν τις ιστορίες του, να παρηγορηθούν με τα τραγούδια του που ήσαν απλές ιστορίες απώλειας, νοσταλγίας, αλλεπάλληλων κακουχιών και χτυπημάτων της μοίρας, λαβωμένων ερώτων, αλλά και τρόπων αντοχής και ξεπεράσματος κάθε αντιξοότητας. Στο μισό αιώνα της προσφοράς του, ο Τζόνι Κας κατάφερε χάρη στην αβρότητα και την αδρότητά του να διευρύνει το εξαρχής τεράστιο κοινό του, να αναμείξει τα είδη, να ξεπεράσει τα όρια, να απευθυνθεί ξανά και ξανά σε όλες τις ηλικίες και όλες τις νοοτροπίες. Και αυτό σημαίνει πανανθρώπινος καλλιτέχνης! «Ένας προφήτης με θλιμμένο βλέμμα», όπως τον χαρακτήρισε ο μέγας Μπομπ Ντύλαν.
Ο Τζόνι Κας γεννήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου του 1932, στην Κίνγκσλαντ του Άρκανσο. Ο πατέρας του, ο Ρέι Κας, καταγόταν από σκοτσέζους αποίκους, είχε ερωτευτεί και παντρευτεί μια όμορφη κοπέλα, την Κάρι, είχε κάνει ένα σωρό δουλειές και συνέχιζε πάντα να είναι ένας σκληρός δουλευτής ώστε να μη λείπει ο άρτος και ο οίνος από το σπιτικό τραπέζι, ένα τραπέζι που σίτιζε μια πολυπληθή οικογένεια. Ο μικρός Τζέι Αρ Κας άρχισε επίσης να δουλεύει σκληρά από μικρός στα μπαμπακοχώραφα και στη μικρή φάρμα που κατάφερε ν’ αποκτήσει ο Ρέι Κας. Μεγάλη του παρηγοριά ήταν πάντα το ραδιόφωνο με μπαταρίες που αγόρασε ο πατέρας ύστερα από προτροπή της μητέρας του Τζέι Αρ το 1937. Όλη η οικογένεια μαζευόταν γύρω από τη μαγική συσκευή και άκουγε με πάθος τις μουσικές εκπομπές. Ιδίως ο μικρός Τζέι Αρ που άλλο δεν έκανε από το να δουλεύει, να ονειροπολεί και να ακούει μουσική. Η μητέρα του θα τον ακούσει τυχαία μια μέρα να τραγουδάει και θα του πει ότι έχει προικιστεί με ένα θείο δώρο. Θα ξενοπλένει και θα σφουγγαρίζει για να πληρώνει τα μαθήματα ωδικής που του έκανε η δεσποινίς Λα Βάντα Μέι Φίλντερ, η οποία ωστόσο σε λίγο θα αποφανθεί ότι δεν έχει τίποτε να διδάξει στον πιτσιρικά με την θεϊκή βελούδινη φωνή και την άψογη άρθρωση.
Ο Τζέι Αρ θα τελειώσει το σχολείο, για το οποίο επιδεικνύει χαρακτηριστική αδιαφορία αν εξαιρέσουμε τα μαθήματα αγγλικής και ιστορίας, θα φύγει για το Ντιτρόιτ με σκοπό να εργαστεί στην αυτοκινητοβιομηχανία, θα τα παρατήσει, θα καταταγεί στην Πολεμική Αεροπορία, θα επιδείξει ένα εκπληκτικό ταλέντο στις διαβιβάσεις και στον χειρισμό του ασύρματου, θα γνωρίσει την μελαχρινή καλλονή Βίβιαν Λίμπερτο, θα συνδεθεί ερωτικά μαζί της, θα μετατεθεί στη Γερμανία όπου, μεσούντος του Ψυχρού Πολέμου, θα έχει την ευκαιρία να χειριστεί απόρρητα έγγραφα, να παρακολουθεί τις κινήσεις της Σοβιετικής Αεροπορίας και να δράσει ως κατάσκοπος, όπως έγινε γνωστό μετά την κατάρρευση του Ανατολικού Μπλοκ και το άνοιγμα κάποιων αρχείων που παρέμεναν εφτασφράγιστα. Εκεί, στη Γερμανία, ο Τζέι Αρ θα αγοράσει την πρώτη του κιθάρα, έναντι πέντε δολαρίων, θα πιει τα πρώτα του ποτά, θα γράψει και θα δημοσιεύσει τα πρώτα του ποιήματα σ’ ένα στρατιωτικό έντυπο. Και φυσικά, δεν θα παραλείπει, ανάμεσα σε μεθυσμένους καβγάδες, κατασκοπευτικές δραστηριότητες, και ποιητικές εμπνεύσεις, να γράφει αλλεπάλληλες επιστολές στην εκλεκτή της μεγάλης του καρδιάς.
Αμέσως μετά την απόλυσή του από την Πολεμική Αεροπορία και την επάνοδο στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Τζέι Αρ παντρεύεται τη Βίβιαν, στο Σαν Αντόνιο του Τέξας. Βρίσκει φιλότιμα δουλειά ως πλανόδιος πωλητής, και τα πάει εξαιρετικά άσχημα. Μοχθεί πάντως και έχει πάντα κερδισμένη τη συμπαράσταση και την εύνοια του αφεντικού του, ονόματι Τζορτζ Μπέιτς. Το μυαλό του και η καρδιά του είναι στο ραδιόφωνο και στη μουσική. Θα παρακολουθήσει μαθήματα ραδιοφωνίας και επικοινωνίας στη Σχολή Κίγκαν, στην Κόρινθο του Μισισιπή, ενώ ταυτόχρονα θα στήσει μια τριμελή πάντα με τους θρυλικούς σήμερα Μάρσαλ Γκραντ και Λούθερ Πέρκινς. Και θ’ αρχίσει να κάνει παιδιά, θυγατέρες, σχεδόν ασταμάτητα! Και επίσης, επιτυχίες. Επίσης ασταμάτητα!
Ο Τζέι Ρέι Κας θα κάνει την πρώτη του δημόσια εμφάνιση σε μια εκκλησία στο Βόρειο Μέμφις παρέα με τον Μάρσαλ, στο μπάσο, και τον Λούθερ, στην κιθάρα. Αποφάσισαν να εμφανιστούν με μαύρα πουκάμισα, μαύρα σακάκια και μαύρα παντελόνια και οι τρεις. Επέμενε ο Κας σ’ αυτό. «Τα μαύρα είναι ό,τι πρέπει για την εκκλησία», ήταν το επιχείρημά του. Και από τότε του έμεινε το μυθικό παρωνύμιο «Man in Black», «Ο Άντρας με τα Μαύρα».
Η ενθουσιώδης ανταπόκριση του κοινού έπεισε τον Κας ότι, όπως στο σκάκι, έπρεπε πια να επιταχύνει τη ροή των πραγμάτων και να επιχειρήσει αποφασισμένες και δραστικές κινήσεις. Και τις επιχείρησε. Και έκανε καλά. Το αφεντικό του, ο Τζορτζ Μπέιτς, χρηματοδότησε την πρώτη εμφάνιση του ατάλαντου πωλητή του αλλά σπουδαίου τύπου και ταλαντούχου μουσικού. Και αμέσως μετά, ο Κας πήγε με όλο του το θάρρος στην Sun Records, έπεισε τον «πολύ» Σαμ Φίλιπς να τον ακούσει, να του κλείσει συμβόλαιο, να τον κάνει θρύλο της αμερικανικής, και εν συνεχεία της παγκόσμιας, μουσικής. Τα πάντα έγιναν με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Το πρώτο σινγκλ με τα «Hey Porter» και «Cry, Cry, Cry» θα σημάνει την απαρχή της σταδιοδρομίας και, ουσιαστικά, της μεγάλης ανοιχτόκαρδης προσφοράς του Κας, που ύστερα από προτροπή του Σαμ Φίλιπς θα λέγεται πια Τζόνι!
Από το 1955 χρονολογείται αυτή η προσφορά. Αλλεπάλληλες ηχογραφήσεις και ακόμα πιο αλλεπάλληλες περιοδείες χαρτογραφούν την επικράτεια του θρύλου. Μια σχεδόν αυτοσχεδιαστική ηχογράφηση μένει στην ιστορία, μιας και συμμετέχουν, παίζοντας με όλη τους την καρδιά, οι τυχαία συγκεντρωμένοι στα στούντιο της Sun Records, Έλβις Πρίσλεϊ, Τζέρι Λη Λιούις, Καρλ Πέρκινς και Τζόνι Κας. Ο Ρόι Όρμπισον, άλλη εμβληματική μορφή της σύγχρονης μουσικής, θα συνδεθεί φιλικά με τον Τζόνι. Ο Καρλ Πέρκινς, ύστερα από μια εξιστόρηση του Κας που περιέχει τη φράση του τίτλου, θα εμπνευστεί και θα γράψει σε χρόνο ρεκόρ το διαμαντένιο άσμα «Blue Suede Shoes». Ο ίδιος ο Κας θα συνθέσει το κλασικό των κλασικών «I Walk the Line». Οι πάντες παραληρούν από ενθουσιασμό!
Οι τρεις φίλοι αλωνίζουν τις Ηνωμένες Πολιτείες, παίζοντας τα τραγούδια τους και… παίζοντας σαν παιδιά. Μερικά παιχνίδια είναι εξόχως επικίνδυνα. Ο Γκραντ είναι μανιακός με τα εκρηκτικά και πείθει τον Πέρκινς και τον Κας να εκτοξεύουν τρακατρούκες, να βάζουν μικρές βόμβες στις τουαλέτες των ξενοδοχείων όπου καταλύουν, να ανατινάζουν εγκαταλειμμένες αγροικίες. Είναι πάντα οπλισμένοι σαν αστακοί, με πιστόλια, καραμπίνες, μασούρια δυναμίτη, ως και ένα… μικρό κανόνι! Ο Άντρας με τα Μαύρα και οι φιλαράκοι του είναι ένα όντως εκρηκτικό τρίο!
Παράλληλα με την θυελλώδη επιτυχία σημειώνονται και θύελλες στην προσωπική ζωή του Τζόνι Κας: ο εθισμός στη νικοτίνη, στο αλκοόλ και στις αμφεταμίνες. Επίσης, η ψύχρανση των σχέσεών του με τη Βίβιαν, η οποία προτιμούσε, όπως κάθε καλή νοικοκυρά, να έχει στο πλευρό της έναν καλό γλυκό και άκακο κουβαλητή παρά έναν άντρα μεγαλύτερο κι από την ίδια τη ζωή. Καίτοι ο Τζόνι Κας είναι υπόδειγμα συζύγου και πατέρα, καίτοι πάντα φροντίζει να μην λείπει τίποτε στην πολυπληθή πια οικογένειά του, η Βίβιαν θα του ραγίσει την καρδιά χίλιες φορές πριν τελικά τον διαζευχθεί οριστικά. Ο Τζόνι εντωμεταξύ δεν θα πάψει να γράφει ποιήματα αγάπης και απώλειας, νοσταλγίας και μελαγχολίας, θλίψης αλλά και αντίστασης στη θλίψη, χρησιμοποιώντας μια ωραία δική του μέθοδο: κρατάει σημειώσεις όπου βρει, σε μπακαλοτέφτερα, σε χαρτοπετσέτες, σε πακέτα από τσιγάρα, τα παραχώνει όλ’ αυτά στις τσέπες του, και μετά, ανακατεύοντας τις σημειώσεις συνθέτει έμμετρα ποιήματα που δεν αργούν να γίνουν τα τραγούδια που τραγουδάει πια όλος ο κόσμος. Πάνω από πεντακόσια τραγούδια συνέθεσε με τούτη τη μέθοδο ο Άντρας με τα Μαύρα.
Ο Τζόνι, μετρ της επιβίωσης και της υπέρβασης, θα αγκιστρωθεί στην ταλαντούχο καλλονή Τζουν Κάρτερ, τη θυγατέρα της περιλάλητης Μέιμπελ Κάρτερ. Σύμφωνα με τον Μπόνο των U2, ο οποίος συνδέθηκε φιλικά με τον Κας και τον θρήνησε με τον καλύτερο τρόπο όταν δήλωσε απερίφραστα ότι μπροστά στον μεγάλο άντρα Τζόνι Κας κάθε άλλος είναι «φλούφλης», κάπου στο Νάσβιλ κάτι έπεσε από την Τζουν, ο Τζόνι το σήκωσε, της το έδωσε ευγενικά, αντίκρισε το θεσπέσιο βλέμμα της, της είπε ευθύς, «Είσαι υπέροχη! Με παντρεύεσαι;», εκείνη του είπε, «Ξέρεις ότι είμαι παντρεμένη», κι εκείνος, απτόητος λόγω υπερβολικής δόσης ομορφιάς, αντιγύρισε, «Θα τα βρούμε!» Και τα βρήκαν. Και παντρεύτηκαν. Και η Τζουν Κάρτερ στάθηκε στον Τζόνι Κας όσο κανείς και καμία και τίποτε. Πάντα και παντού στο πλάι του, σαν ένα μυθιστορηματικό ρομάντζο από αυτά που όλοι χλευάζουμε δημοσίως και ζηλεύουμε κατ’ ιδίαν!
Η Τζουν και ο Τζόνι θα παντρευτούν την 1η Μαρτίου του 1968. Λίγο πριν είχαν εμφανιστεί μαζί στις Φυλακές Φόλσομ και είχαν τραγουδήσει στο αληθινό κοινό του Τζόνι, τους παρίες, τους έγκλειστους, τους αμαρτωλούς, τους ξεγραμμένους, ενώ την επόμενη χρονιά θα κάνουν το ίδιο στο κολαστήριο του Σεντ Κουέντιν. Και τα δύο άλμπουμ θα έχουν συγκλονιστική επιτυχία, θα φτάσουν σε πάνω από είκοσι τέσσερα εκατομμύρια χέρια και αυτιά τότε, ενώ συνεχίζουν βεβαίως να κατακτούν γενιές επί γενεών, λόγω της αμεσότητας του Τζόνι, της γενναιόψυχης παρουσίας του, των εξαίσιων τραγουδιών του. Είναι δύσκολο να βγάλεις από το μυαλό σου το πώς ακούγεται η φωνή του Τζόνι όταν αναγγέλλει το ένα τραγούδι μετά το άλλο στους εγκλείστους, με αποκορύφωμα το πόσο αντρίκεια και συγκινητικά συστήνει στο κοινό όλων των Ηνωμένων Πολιτειών το άσμα «Greystone Chapel» και τον δημιουργό του, τον Γκλεν Σέρλεϊ, έναν άμοιρο μα ευαίσθητο κατάδικο. Όσοι είχαν ποτέ τραβήγματα με τον λεγόμενο Νόμο ή έχουν γευθεί, δικαίως ή αδίκως, το κρατητήριο, τη φυλακή, το δεσμωτήριο, θα καταλάβουν πολύ καλά τι εννοώ!
Η Τζουν θα σταθεί με κάθε τρόπο στο πλάι του Τζόνι. Θα του δωρίσει τον πολυπόθητο γιο, ύστερα από μιαν ωραία ανθοδέσμη με θυγατέρες που του πρόσφερε η Βίβιαν, θα τον βοηθήσει να απαλλαχτεί από τον «δαίμονα των εξαρτήσεων» (χάπια, αλκοόλ, νικοτίνη) ώστε να μείνει πιστός στις δύο απόλυτες εξαρτήσεις: την αγάπη και τη μουσική. Και ο Τζόνι, όπου βρεθεί κι όπου σταθεί, δεν θα παραλείπει να εκφράζει την ευγνωμοσύνη του για την λατρεμένη λατρευτή του. «Κάθε συναυλία είναι λειψή, αν δεν είναι κι η Τζουν εκεί», θα πει με τον υποδειγματικά αδρό τρόπο του. Και, μολονότι μεγαλύτερος, πατριάρχης της αμερικανικής μουσικής πια, ο Τζόνι θα διαθέτει πάντα το μεγαλείο να εγκωμιάζει μικρότερούς του ηλικιακά τροβαδούρους, να ανοίγει δρόμους σε κάθε ταλαντούχο λάτρη της μουσικής. Ο Μπομπ Ντύλαν και ο Κρις Κριστόφερσον, αλλά και ο Μπόνο και ο Νικ Κέιβ όχι μονάχα αγάπησαν τον Τζόνι Κας αλλά και αγαπήθηκαν από τον Άντρα με τα Μαύρα. Εμπράκτως! Κανένας άλλος «γέροντας» στην ιστορία της τέχνης του 20ού αιώνα, ίσως με την εξαίρεση του άλλου «πατριάρχη», του Χένρι Μίλερ, δεν αγαπήθηκε τόσο απόλυτα από αλλεπάλληλες νέες γενιές. Στα τελευταία του, ο Τζόνι φρόντισε να μας κάνει το καλύτερο δώρο που μπορούσε. Συνεπικουρούμενος από τον δυναμικό παραγωγό Ρικ Ρούμπιν, ο Άντρας με τα Μαύρα δημιουργεί τέσσερα άλμπουμ-γέφυρες, τέσσερα διαμάντια διαυγούς πάθους και παθιασμένης διαύγειας που δεν θα πάψουν να μας συντροφεύουν στο κύλισμα των δεκαετιών. Το ένα αριστούργημα διαδέχεται το άλλο, και διαχέεται στο άλλο, για να έχουμε στο μουσικό μας νοερό θησαυροφυλάκιο μια βαρύτιμη παρακαταθήκη τέχνης και ανθρωπιάς. Είναι τα ήδη θρυλικά άλμπουμ American, όλα τους ανεπίληπτα, άψογα, άμεμπτα. Όλα τους βραχνές προσευχές στο κενό των καιρών. Όλα τους ένα μεγαλειώδες αποχαιρετιστήριο potlatch από τον Άντρα με τα Μαύρα.
Τον Μάιο του 2003 έφυγε η Τζουν. Λίγους μήνες μετά, συντετριμμένος, αλλά πάντα μες στα νάματα της αγάπης και της μουσικής, δίχως την παραμικρή μεμψιμοιρία, αναχώρησε για τους λειμώνες τ’ ουρανού και ο Τζόνι. Ήταν στα μέσα Σεπτεμβρίου του 2003. Ο Κρις Κριστόφερσον, πάντα άντρας και κύριος, είπε ό,τι καλύτερο για τον Μεγάλο Τζόνι: «Ήταν ο Αβραάμ Λίνκολν με μια σκοτεινή, ατίθαση, άγρια πλευρά».