Δύο κείμενα για ένα κορυφαίο έργο, για ένα αριστούργημα που σημάδεψε την ιστορία της λογοτεχνίας... Το πρώτο δημοσιεύτηκε στη Γαλέρα, το δεύτερο στο ένθετο του Ελεύθερου Τύπου...
Ενοικώντας σε ένα Κασόνι με Εκρηκτικά
Ο Λουί Φερντινάν Σελίν και το Ταξίδι στην Άκρη της Νύχτας
«Κουράγιο, Φερδινάνδε», έλεγα πάλι μέσα μου για να με στηρίξω, «απ’ το πολύ να τρως πόρτα παντού, θα το βρεις στο τέλος σίγουρα το κόλπο που τους τρομάζει όλους τους, όλους αυτούς τους λεχρίτες, και που θα πρέπει να βρίσκεται στη άκρη της νύχτας. Γι’ αυτό δεν πάνε του λόγου τους στην άκρη της νύχτας!»
Βίος
Ο Λουί Φερντινάν Ωγκύστ Ντετούς, γνωστός πλέον τοις πάσι ως Σελίν, γεννήθηκε στις 27 Μαΐου του 1894, σε ένα παρισινό προάστιο. Ανάμεσα στα 1908 και 1910, έζησε στη Γερμανία και την Αγγλία για να μάθει γλώσσες, ενώ στα 1912 κατατάχτηκε εθελοντικά στο 12ο Σύνταγμα Ιππικού του γαλλικού στρατού. Τον Οκτώβριο του 1914, τραυματίστηκε μαχόμενος, εν συνεχεία παρασημοφορήθηκε .Το τραύμα τού άφησε το κουσούρι της χρόνιας εμβοής, ήτοι επαναλαμβανόμενο βούισμα στα αυτιά, και έτσι το 1915 αποστρατεύθηκε ως ανήμπορος. Εργάστηκε στο Λονδίνο, όπου παντρεύτηκε και χώρισε. Το 1919, παντρεύτηκε εκ νέου, και το 1920 γεννήθηκε η θυγατέρα του, ονόματι Κολέτ. Το 1924, ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην ιατρική, το 1925 εγκατέλειψε την οικογένειά του, και κατά διαστήματα εργάστηκε στην Ελβετία, στην Αγγλία, στο Καμερούν και στον Καναδά, σε υγειονομικές αποστολές υπό την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών. Το 1928, άνοιξε ιατρείο στην Μονμάρτρη, ειδικευόμενος στη μαιευτική. Το 1932, εκσφενδονίζει το μυθιστόρημα Ταξίδι στην Άκρη της Νύχτας, αφήνει έκθαμβους, άναυδους ή και αηδιασμένους επώνυμους και ανώνυμους αναγνώστες, προκαλώντας σάλο, πυροδοτώντας αναρίθμητες συζητήσεις, κάνοντας τον Λέοντα Τρότσκι να πει, «Ο Σελίν μπήκε στη μεγάλη λογοτεχνία όπως άλλοι εισέρχονται στο ίδιο τους το σπίτι», ένα μυθιστόρημα που χαρακτηρίστηκε, μεταξύ άλλων, «Αναρχικό, προλεταριακό, μυστικιστικό, αριστούργημα, ανοσιούργημα, μηδενιστικό, σατιρικό, ζοφερό, σκατολογικό, ονειρώδες, γλωσσοπλαστικό, έκφυλο, βορβορώδες, ηρωικό, ηττοπαθές, ζωογόνο, εφιαλτικό». Το 1936, εκδίδει το Θάνατος επί πιστώσει, άλλο καινοτόμο μυθιστόρημα όπου συστηματοποιεί τη χρήση των αποσιωπητικών που είχε ήδη πρωτοεμφανιστεί στο Ταξίδι, μια χρήση που σκοπεί στην επίταση του ρυθμού και την έμφαση στη μουσική του προφορικού λόγου, της μεταφερμένης στο χαρτί έντονης λαλιάς. Αληθεύει ότι εν συνεχεία συνέγραψε τους διαβόητους και επαίσχυντους αντισημιτικούς λιβέλους του (στα 1937, 1938, και 1941), γεγονός που τον καταδίκασε άτυπα σε θάνατο από στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος. Μάλιστα, ο συγγραφέας Ροζέ Βαγιάν είχε αναλάβει να τον εντοπίσει και να τον εκτελέσει, αλλά τελευταία στιγμή, προς τιμήν του, ο Βαγιάν δίστασε να στείλει στο θάνατο έναν μεγάλο δημιουργό. Πάντως, ο Σελίν αναγκάστηκε να καταφύγει στη Δανία, όπου φυλακίστηκε για 18 μήνες και διέμεινε μιαν εξαετία. Το 1951, αμνηστεύθηκε, επέστρεψε στη Γαλλία, εγκαταστάθηκε στο προάστιο Μεντόν όπου συνέχισε να συγγράφει καινοτόμα έργα όπως τα Απ’ τον ένα πύργο ο άλλος, Βορράς, Ριγκοντόν. Άφησε την τελευταία του πνοή την 1η Ιουλίου του 1951.
Ταξίδι
Ο Ουίλιαμ Μπάροουζ εκτιμούσε τους συγγραφείς που, όπως έλεγε, είχαν πάει ταξίδι στην Κόλαση και είχαν επιστρέψει οπλισμένοι με το θάρρος να μας πουν τι είδαν εκεί. Τέτοιος συγγραφέας ήταν και ο Σελίν. Διέσχισε την αιμοσταγή κόλαση του Πρώτου Παγκοσμίου Μακελειού, την πυορροούσα κόλαση της Αφρικής, την φαντασμαγορική κόλαση της Νέας Υόρκης, την ύπουλη κόλαση της μνησίκακης μεσοπολεμικής ειρήνης. Και συνέθεσε το Ταξίδι στην Άκρη της Νύχτας, επινοώντας τη μέθοδο της «μικρής μουσικής», της «μουζικούλας» του, καθώς θα έλεγε ο μακαρίτης ποιητής Ηλίας Λάγιος, αναμιγνύοντας με τρόπο εμπρηστικά επιτυχή στοιχεία από την παρισινή αργκό, την επιστημονική ιδιόλεκτο, και την «καθαρεύουσα», σφηνώνοντας στις φράσεις του αισχρολογίες, βρισίδια, νεολογισμούς και αρχαϊσμούς, ανακατώνοντας παραληρήματα με έξοχες ποιητικές ανατάσεις, κατακερματίζοντας ενίοτε την οργανωμένη φράση, και, εμπνευσμένος, από την τζαζ, και μάλιστα δυο δεκαετίες πριν από τον Τζακ Κέρουακ, κατορθώνει να εισαγάγει στην πεζογραφία έναν ασθμαίνοντα, λαχανιασμένο, παλλόμενο ρυθμό.
Το Ταξίδι γραπώνει τον αναγνώστη αμέσως από την πρώτη σελίδα, την πρώτη περιλάλητη κοφτή φράση, «Να πώς άρχισε». Για να συνεχίσει: «Εγώ δεν είχα βγάλει κιχ. Ούτε κιχ». Ενώ μερικές αράδες πιο κάτω, ξεσπάει ήδη: «Έτσι πάει το πράγμα! Αιώνας ταχύτητας! σου λένε. Πού, μωρέ; Μεγάλες αλλαγές! σου κοπανάνε. Ποιες, μωρέ; Τίποτα δεν έχει στ’ αλήθεια αλλάξει. Μόνο πόζα, οι μάγκες, και ιδέα. Κι ούτε αυτό είναι καινούργιο! Κάτι λέξεις έχουν αλλάξει, και πάλι όχι πολλές! Κάνα δυο, δώθε κείθε, μικρές…»
Από ένα καφενείο του Παρισιού, ο Φερδινάνδος Μπαρνταμού, ο ήρωας-αφηγητής του Ταξιδιού θα βρεθεί μέσα στο σκότος του πολέμου, μες στη λάσπη των χαρακωμάτων, μέσα στην παγερή νύχτα όπου, «πάντα μου έλεγα ότι το πρώτο φως που θα βλέπαμε θα ’ταν της ντουφεκιάς του τέλους». Κι από κει, ύστερα από μια σύντομη ανάπαυλα, στο Παρίσι των «ανόρεχτων ανιχνευτών ανυπόστατων Κυθήρων», στο άλλο σκότος, στην άλλη νύχτα, στην Αφρική της αποικιοκρατίας, του λοιμού και του λιμού, της λούφας και της λουμπινιάς, όπου με χιούμορ που σε ξεκαρδίζει αλλά και σε γδέρνει, μιλάει επίσης για έναν τύπο που καταφέρνει να έχει συνάχι στους τροπικούς, για ανθρώπους που μην έχοντας τι άλλο να κάνουν στήνουν «διαγωνισμούς πυρετού», όπου υπάρχουν «λωποδύτες μασίφ», «καθεδρικοί ναοί φυλλωμάτων», «τρωγλοδύτες ψύλλοι», όπου τα δειλινά είναι «πελώριοι φόνοι του ήλιου», και όπου ο Μπαρνταμού συνειδητοποιεί πικρά ότι «ο νόμος είναι το λούνα παρκ του πόνου».
Ακολουθούν οι περιπέτειες του Μπαρνταμού στη Νέα Υόρκη, όπου βρίσκει αρχικά δουλειά ως, αν είναι δυνατόν, στατιστικολόγος… ψύλλων, διατεινόμενος ότι η καταμέτρηση ψύλλων είναι παράγοντας πολιτισμού. Θα εργαστεί επίσης στην κόλαση της αυτοκινητοβιομηχανίας του Ντιτρόιτ όπου δεσπόζει η μέθοδος Φορντ και όπου βιώνει την «υλική φρίκη της φάμπρικας», θα διαπιστώσει ότι ο κινηματογράφος είναι «ο καινούργιος μισθωτός των ονείρων», θα γίνει εραστής μιας καλόκαρδης πόρνης, της Μόλλυ, θα τα παρατήσει όλα, θα επιστρέψει στο Παρίσι, θα ολοκληρώσει τις σπουδές του στην ιατρική, θ’ ανοίξει ιατρείο στην κόλαση της μικροαστικής εξαχρείωσης, θα μπλέξει σε νέες κωμικοτραγικές περιπέτειες, θα γίνει η φωνή του Σελίν που θέλει να είναι μια τεθλασμένη και παρατεταμένη κραυγή της μοναχικής συνείδησης, μιας συνείδησης-σουρωτήρι, μιας συνείδησης λαβωμένης από όλα όσα διαδραματίζονται γύρω της, μιας συνείδησης που διακαώς ποθεί να ιαθεί μέσα από μια διακεκαυμένη και διακεκομμένη γραφή, μιας συνείδησης που, καταπώς έλεγε ο Μαρξ, κάνει το αίσχος πιο επαίσχυντο δημοσιοποιώντας το.
Το περιβόητο χθαμαλό και βορβορώδες και σκοτεινό και πεσιμιστικό του Ταξιδιού είναι διάστικτο από χρυσές μαρμαρυγές, από στιγμές υψηλής ποιητικής, από νυγμούς μεγίστης τρυφερότητας. Ο Σελίν, με έναν τρόπο που μονάχα στον Σαίξπηρ έχουμε γνωρίσει, εναλλάσσει το βάναυσο με το ηδύ, εκεί που μανιάζει με την αγριότητα γύρω του ανακαλύπτει στάλες συμπόνιας και βαθιάς ανθρωπιάς, μες στην ιλύ βάζει να στραφταλίζουν και διαμάντια, αλλάζει τη διάθεση ιλιγγιωδώς, κόβει την ανάσα έτσι, και ακονίζει τη σκέψη, έχοντας ήδη «αποκαλύψει», στα μουλωχτά, τη μέθοδό του, μιλώντας τάχατες για τον σπουδαίο ζωγράφο Κλωντ Λορραίν. Ιδού: «Το πρώτο πλάνο του πίνακα είναι πάντοτε αποκρουστικό, κι η τέχνη απαιτεί να τοποθετήσουμε το ενδιαφέρον σημείο ενός έργου στο μακρινό, στο απρόσιτο, εκεί όπου καταφεύγει το ψέμα, αυτό το όνειρο που πιάνεται στα πράσα». Ναι, αναφαίνονται αναλαμπές μιας κάποιας, έστω κερματισμένης και καθημαγμένης, ελπίδας πίσω και πέρα από το αποτροπιαστικό, το πεσιμιστικό, το πεισιθάνατο, το βέβηλο, το κατεδαφιστικό, το μηδενιστικό, ήτοι πίσω και πέρα από το άγριο πρώτο πλάνο του Ταξιδιού, πίσω από αυτό το έγγραφο μεγαλειώδες νεγκατίφ μιας κοινωνίας, της οποίας όπως εύστοχα σημειώνει στο εξαιρετικό επίμετρό της η μεταφράστρια, η Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου, η γλώσσα του Σελίν είναι το κάτοπτρο, όπου δεσπόζουν «τα χίλια δεινά της μαζικοποίησης, της εμπορευματοποίησης, της διογκούμενης πραγμοποίησης του δυτικού κόσμου […] ο ευρωπαϊκός μαρασμός, οι βάναυσες, κοινωνικές ανακατατάξεις, η μικροαστική αποσάθρωση, η προλεταριακή απόγνωση, τα αποικιοκρατικά εγκλήματα, η αμερικανική κατίσχυση, η διολίσθηση των παραδοσιακών αξιών, η πολιτική και καλλιτεχνική αμφισβήτηση, η αναβράζουσα διαμαρτυρία. Όλα όσα σήμαναν την αρχή του τέλους της εκπολιτιστικής μας αυταπάτης».
Μετάφραση
Είναι ήδη κοινός τόπος, και έχει τονιστεί από πολλούς, ότι η εργασία της Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου είναι άθλος। Όλα τα συστατικά της σελινικής γλώσσας έχει κατορθώσει να τα γυρίσει στα ελληνικά. Παρηχήσεις και συνηχήσεις («Λυσσιάζω! λυσσομάνι! λαχανιάζω!», «Τέρμα το αίμα», «πάλλουσα απαγγέλουσα», «ρουθουζίνουν, φρουμάζουν, ντιντινίζουν», «ανόρεχτοι, ανιχνευτές ανυπόστατων Κυθήρων»), ιλιγγιώδεις εναλλαγές στον ρυθμό, εξόχως πετυχημένη μίξη λέξεων της καθαρεύουσας, της καθομιλουμένης, της αργκό, της ιατρικής ιδιολέκτου, αντλώντας από αιώνες τεθνεώτων και ζώντων ελληνικών (κερχανάς, μέγκλα, στανικός, γανιασμένος, αλλά και ποδόμακτρον, χειρόκτια, οιδαλέος), ακριβέστατη μεταφορά στρατιωτικών, επιστημονικών, τεχνικών όρων, και μία εύχυμη, μουσική, ποιητική οργάνωση των φράσεων, καθιστούν το εγχείρημα της ΣΙΜ όχι απλώς μία λίαν επαινετή μετάφραση αλλά, πρέπει να πούμε, ένα αυτόνομο έργο, δίνοντάς μας τη δυνατότητα να δούμε ότι εντέλει στην έκδοση της Εστίας έχουμε ένα πακέτο δύο αριστουργηματικών κειμένων σε ένα, ότι η μεταφράστρια με όχημα/πρόσχημα μία μεταφραστική εργασία προβαίνει σε μιαν εμπνευσμένη μα και μεθοδικότατη επανεπινόηση της ελληνικής γλώσσας (αντλώντας από αιώνες δημιουργίας κάθε λογής ποίησης και πεζογραφίας στη χώρα μας), καλώντας μας κατ’ ουσίαν και πάλι να ανακαλύψουμε, απολαύσουμε, αναγνωρίσουμε και, γιατί όχι;, χρησιμοποιήσουμε τον πλούτο των ελληνικών. Οφείλουμε να είμαστε ευγνώμονες απέναντι σε τέτοιες πολύτιμες προσφορές!
Κορυφαίο Λογοτεχνικό Επίτευγμα
Λουί Φερντινάν Σελίν: «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας»
Μετάφραση: Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου
Εκδόσεις: Εστία
Διατεινόταν δικαίως ο ΦερνάντοΠεσσόα ότι ο μεγάλος δημιουργός, ο ρηξικέλευθος, δεν έχει επιγόνους. Το έργο του είναι τόσο μοναδικό, τόσο ξεχωριστό, αλλά και τόσο μόνο, ώστε ουδείς δύναται να το μιμηθεί, μήτε καν να ενσωματώσει δημιουργικώς στοιχεία του στο δικό του έργο. Κι ακόμα, διατεινόταν ότι εντέλει μονάχα η μουσική και η λογοτεχνία απομένουν. Ένα μυθιστόρημα, εξακοντισμένο σθεναρά, και βίαια, στο πρόσωπο της παλλόμενης από αντιφάσεις, ενοχές, σαστισμάρα, αλλά και πολύπτυχη δημιουργική παραφορά, μεσοπολεμικής Ευρώπης επιβεβαιώνει τις δύο ρήσεις του Πεσσόα, με τρόπο συγκλονιστικό. Και ανεπανάληπτο, φυσικά.
Πρόκειται, βεβαίως, για το «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας» του Λουί Φερντινάν Ωγκύστ Ντετούς, που έγινε περιλάλητος με το όνομα Σελίν. Το «Ταξίδι» εκδίδεται το 1932, προκαλεί σάλο, πάταγο και σκάνδαλο, χαρακτηρίζεται αριστούργημα αλλά και ανοσιούργημα, ρεαλιστικό αλλά και υπερρεαλιστικό, προλεταριακό αλλά και αντιλαϊκό, μαρξιστικό αλλά και αναρχικό, ηρωικό αλλά και ηττοπαθές, ονειρικό αλλά και εφιαλτικό. Επτάμισι δεκαετίες μετά την πρώτη του εμπρηστική επαφή με το αναγνωστικό κοινό το μυθιστόρημα αυτό, θεωρούμενο πλέον κλασικό και ίσως το κορυφαίο λογοτεχνικό επίτευγμα του 20ού αιώνα, εξακολουθεί να διχάζει, να προκαλεί θυελλώδεις συζητήσεις, να μανιάζει τον έναν αναγνώστη, τον άλλον να ενθουσιάζει.
Πρόκειται για την ιστόρηση των περιπετειών του αφηγητή Μπαρνταμού στα αμπριά και τα χαρακώματα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, στο Παρίσι της μνησίκακης ειρήνης, στην Αφρική των αποικιοκρατών και των αχρείων, στη Νέα Υόρκη, την κάθετη μεγαλούπολη, στο Ντιτρόιτ της μεθόδου παραγωγής Φορντ και της υλικής φρίκης της φάμπρικας, και στη Γαλλία της ένδειας, της μικροκομπίνας, και του μεσοπολεμικού ξεσαλώματος. Είναι περιπέτειες καμωμένες από την ιλύ της ύλης και από την ύλη της ιλύος, από την συγκατοίκηση με το χθαμαλό και το ρυπαρό, από την αναμέτρηση με την μαινόμενη κακουργία και τον ειδεχθή σφαγιασμό της ελπίδας, από την οικείωση με το παράλογο.
Ουσιαστικά πρόκειται για μια περιδιάβαση στα σκοτεινά τοπία μιας εποχής που την σπαράσσουν πρωτόγνωρα παραστρατήματα από την κοινή λογική, την αξιοπρέπεια, την ορθοφροσύνη, για μια μεγαλόπνοη τοιχογραφία της απόγνωσης και της τρέλας που είναι οι δίδυμες θυγατέρες της Ξέφρενης Βίας. Ο Σελίν, μέσω του Μπαρνταμού, αφηγείται τον εφιάλτη στον οποίο καταβυθίζεται η Ευρώπη απ’ τη στιγμή που διαπιστώνεται η «απόσυρση της ελπίδας», και η «εξάχνωση του οντολογικού νοήματος», όπως σημειώνει στο εξαιρετικό επίμετρό της η μεταφράστρια του έργου, η Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου. Και μάλιστα, τον αφηγείται με την εκπόνηση μιας αποκλειστικά δικής του γλώσσας, μιας ρυθμικής λαχανιασμένης λαλιάς που αντλεί από την τζαζ μουσική αλλά και από την παρισινή αργκό, από τις μεγάλες στιγμές της παγκόσμιας λογοτεχνίας, από την επιστημονική ιδιόλεκτο, από την κρυστάλλινη διαύγεια όσων συνέθεταν αποφθέγματα και αφορισμούς. Αξίζει να σημειωθεί ότι η μετάφραση τιμά το γράμμα και το πνεύμα του Σελίν, με τρόπο μάλιστα τόσο άρτιο, εμπνευσμένο και εντυπωσιακό ώστε να αποτελεί από μόνη της σημαντικό επίτευγμα.
Ο Σελίν μοιάζει να συνομιλεί στα κρυφά με τον σημαντικό φιλόσοφο Γκέοργκ Λούκατς, ο οποίος σχεδόν την ίδια εποχή, διατύπωνε τις διαπιστώσεις του για την «πραγμοποίηση», την ολοένα και πιο ταχεία διολίσθηση από το «είναι» στο «έχειν», στον αφανισμό των σημασιών εν ονόματι του εμπορεύματος. Κι ακόμα, μοιάζει να είναι ο τραχύς, δυνατός, σπαρακτικός αντίλαλος των όσων μοχθούσε να κομίσει, επίσης την ίδια εποχή, στη λογοτεχνία και τη σκέψη ο Χένρι Μίλερ, με τη διαφορά ότι εκεί που ο Μίλερ καταφάσκει, ο Σελίν αποφάσκει, εκεί που ο Μίλερ δέχεται, ο Σελίν αρνιέται, εκεί που ο Μίλερ σφυρίζει, ο Σελίν συρίζει. Είναι αξιοσημείωτο ότι, θαρρείς αμφότεροι απόγονοι του Μαξ Στίρνερ, του αναρχικού φιλόσοφου του ατομικισμού, και με πάμπολλες χτυπητές ομοιότητες στη χρήση των λέξεων και στη ρυθμική τους, οι δύο μεγάλοι συγγραφείς βρίσκονται στους αντίποδες, όντας ο ένας, ο Μίλερ, τροβαδούρος της χαράς, ενώ ο άλλος, ο Σελίν, θρηνωδός της απελπισίας.
«Αναγκαστικά γυρνάμε ξανά και ξανά στον Σαίξπηρ», έμελλε να αποφανθεί ο Σελίν ένα τέταρτο του αιώνα μετά την πρώτη έκδοση του «Ταξιδιού», στο ηχογραφημένο του δοκίμιο «Η μεγάλη μου επίθεση ενάντια στο Λόγο». Και πράγματι, το έργο του μοιάζει να είναι μια μεγαλειώδης επιστροφή στο άγριο πνεύμα του Βάρδου. Ο Ιζιντόρ Ντυκάς, ο κόμης του Λοτρεαμόν, έλεγε ότι κάθε που διάβαζε Σαίξπηρ αισθανόταν ότι μια ύαινα του ξεσκίζει το μυαλό, και κάλλιστα μπορεί να ειπωθεί ότι συμβαίνει το ίδιο όταν διαβάζουμε τις σελίδες του Σελίν. Οι βεβαιότητές μας, κουρελιάζονται, τα πιόνια στη σκακιέρα της ζωής ανατοποθετούνται βάναυσα, ίσως όμως και λυτρωτικά, ακριβώς για να δούμε τα πάντα από την αρχή, για να καταβυθιστούμε στο Μηδέν ώστε να ξαναπιάσουμε το νήμα του νοήματος απ’ την αρχή.