Συνολικές προβολές σελίδας

Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2009

Η Στήλη του Ιωάννη Παπασπύρου


Ζούμε ανάμεσά τους
Μια σύντομη ανάγνωση της Λευκής Κορδέλας του Μίκαελ Χάνεκε

Στην εισαγωγή της ταινίας ο αφηγητής εξηγεί ότι η ιστορία που θα δούμε πιθανόν και να αποδειχθεί ελαφρώς ελλιπής, πέρασαν άλλωστε τόσα χρόνια, ορισμένα περιστατικά του τόπου και του χρόνου εκείνου, ωστόσο, καλό θα ήταν να ειπωθούν.
Σε μια πανέμορφη ασπρόμαυρη ύπαιθρο, σ’ ένα μικροσκοπικό και απομονωμένο χωριό, το έναυσμα για την κούρσα της μοχθηρίας το δίνουν δύο περιστατικά: η καταστροφή μέρους της σοδειάς του Βαρώνου και η κακοποίηση του παιδιού τους από αγνώστους. Άπαντες λοιπόν μαζεύονται πάραυτα στην εκκλησία και παρουσία του ίδιου του Βαρώνου και, βεβαίως, του Πάστορα, οι κατηγορίες εκσφενδονίζονται προς μία και μοναδική κατεύθυνση της ιεραρχίας, προς τα κάτω φυσικά. Σ’ ένα ασφυκτικό σύμπαν εξάρτησης, αναγκαιότητας, υποτέλειας και ενδοοικογενειακών ραβδισμών προς παραδειγματισμό η ιστορία παύει έκτοτε, εξ αρχής δηλαδή, να είναι μυστηριώδης. Εδώ τα νοσήματα μεταδίδονται με τη βραδύτητα της εναλλαγής γενεών, χέρι με χέρι, απιστία προς απιστία, προδοσία προς προδοσία.
Η λύτρωση δεν είναι το ζητούμενο, γι’ αυτό μας διαβεβαιώνουν οι ενήλικες ήρωες κλαδεύοντας την παιδικότητα, τις ορμές και την περιέργεια των τέκνων τους, ήτοι κλαδεύοντας το μέλλον. Εδώ το αίσθημα της (συν)ενοχής φτάνει και περισσεύει για όλους, τόσο που οι ένοχοι δεν είναι καν ανάγκη να βρεθούν, κι έτσι στην πράξη ουδείς ενδιαφέρεται να τους εντοπίσει. Δεν είναι η αγωνία, μα η καχυποψία που κινεί τη δράση, κι ό,τι έχει μείνει όρθιο στο χωριό απ’ τους φαρμακόγλωσσους και ηλίθιους κατοίκους του, αποτυπώνεται πια στην ταινία με κάθετες ματιές πάνω στις υπόλοιπες καθημερινές τους δραστηριότητες, φερ’ ειπείν στον έρωτα του φιλότιμου και ελαφρώς μπούλη νεαρού καθηγητή για την δεκαεπτάχρονη Εύα.
Η περίοδος του θερισμού περνάει στο χειμώνα, και όπως μας προειδοποιεί ο αφηγητής (ο δασκαλάκος μετά από χρόνια), ο χειμώνας θα περάσει στον Πόλεμο. Προς το παρόν, όμως, ας δούμε τα χαρακώματα μέσα στα σπίτια τους. Ο οπτική του δημιουργού λειτουργεί σαν αναρριχητικό φυτό, δεν καταγράφει τους κλυδωνισμούς των περιστατικών, τα περιστατικά είναι ο πυροβολισμός του αφέτη, η κούρσα είναι ήδη γνωστή: η υστερία ενός Πολέμου. Από τη θέση σκηνοθέτη και σεναριογράφου ο Χάνεκε αντ’ αυτού ηθογραφεί καθ’ εαυτή την τρικυμιώδη και χρόνια νόσο που θα σακατέψει το μέλλον της Ευρώπης. Αντικείμενά του είναι η δηλητηριώδης ανωνυμία που ψεκάζει κι ύστερα εξαφανίζεται, η κακοποίηση των παιδιών, η κλειστοφοβία μιας μακρόσυρτης βλακείας και οι απομονωμένες υπάρξεις του Βαρώνου, της Γυναίκας του, του Πάστορα, του Αγρότη, του Γιατρού, της Μαίας και άλλων, συγκεκριμένων, στα πρώτα βήματα ενός αιώνα.
Όλοι τους οκνηροί, ψεύτες και αγενείς θέλουν να μάθουν, να ψαχουλέψουν ο ένας τον άλλο, όμως όλοι τους φοβούνται την οικειότητα. Φορεμένη στο μπράτσο και σε σωστή απόσταση από την ανθρωπιά, η λευκή κορδέλα είναι κυρίως ένα σύμβολο εξευτελισμού και μίσους, μια τακτική τιμωρίας: τη φοράνε τα παιδιά του Πάστορα για να τους θυμίζει την πρότερη αγνότητά τους (βλ. τις αμαρτίες τους). Μια κορδέλα μάλλον κατάμαυρη. Ο Πόλεμος έρχεται, και οι αιτίες εντοπίζονται εκεί όπου γεννήθηκαν οι αναπηρίες αυτών ακριβώς των παιδιών. Ενός κακού, μύρια έπονται.


Ίων Παπασπύρου
14 Νοεμβρίου 2009

2 σχόλια:

Unknown είπε...

ΓΙΑΝΝΗ, ΠΟΛΥ ΩΡΑΙΟΣ (ΒΕΒΑΙΩΣ...)

Eleanna Martinou είπε...

Πολύ ενδιαφέρον κείμενο!