Συνέντευξη για τον Εθνικό Κήρυκα της Νέας Υόρκης
Στον Κίμωνα Καλαμάρα
[Δημοσιεύτηκε, Σάββατο/Κυριακή 27-28 Αυγούστου 2011]
«Τώρα, εφοδιάζουμε
τις Αποθήκες του Ουρανού»
1. Από πότε θυμόσαστε να σας γεννιέται η επιθυμία να γίνεται συγγραφέας ; Υπήρξαν στιγμές που της αντισταθήκατε;
Ήταν λίγο πριν από την εφηβεία. Είναι παράδοξο: τα ερεθίσματα δεν ήταν τόσο κάποια βιβλία όσο κάποια τραγούδια. Του Σαββόπουλου. Και μετά, του Bob Dylan. Τα τραγούδια με έκαναν ελεύθερο, ένιωθα ότι ταξιδεύω σε άλλους χώρους, σε άλλους χρόνους. Βιβλία είχαμε πολλά στο σπίτι. Ο πατέρας διάβαζε πολύ. Κι όμως, τα τραγούδια, ακουσμένα από το ραδιόφωνο, από το πικάπ, και από το μαγνητόφωνο με τις μπομπίνες, με ώθησαν στο γράψιμο. Έφτιαχνα ποιήματα και σκάρωνα σύντομα αναγνώσματα, σαν ταινίες ασπρόμαυρες μικρού μήκους, αντλώντας έμπνευση από τις μουσικές. Λες και λαχταρούσα με λέξεις να αποτυπώσω το φευγαλέο του τραγουδιού.
Όχι, όχι. Δεν αντιστάθηκα ποτέ, ούτε στιγμή, στην επιθυμία να περάσω τη ζωή μου ανάμεσα στις λέξεις, μέσα στων λέξεων το λημέρι. Να ζήσω σύμφωνα με τις λέξεις που επιλέγω. Και να γράψω σύμφωνα με τη ζωή που θέλησα να ακολουθήσω, ήδη από την πρώτη μου νιότη. Ήταν απόφαση αμετάκλητη. Ήδη από τα δεκαέξι μου.
2. Πιστεύετε στην δυνατότητα του καλλιτεχνικού έργου να εκφέρει πολιτική άποψη, ή νομίζετε πως κάτι τέτοιο δεν είναι απαραίτητο και δεν συμβάλλει στην αισθητική πραγμάτωση του έργου ;
Στην τέχνη τίποτα δεν είναι απαραίτητο. Όλα είναι ελεύθερη επιλογή, στοίχημα. Άλλοτε ζαριά, κι άλλοτε σκάκι. Όταν κομπάζει ένα έργο ότι είναι πολιτικό, τότε μάλλον κομπιάζει. Κάθε σημαντικό έργο τέχνης μιλάει βαθιά για τον χώρο και το χρόνο όπου πλάστηκε. Ασκεί αδυσώπητη κριτική, ακόμα κι αν προσποιείται το αντίθετο, σε ό,τι δεν τιμάει τον άνθρωπο και την αξιοπρέπεια. Οι σπουδαίοι καλλιτέχνες είναι βαθύτατοι και σπουδαίοι αναρχικοί, όποια κι αν είναι τα πολιτικά τους πιστεύω. Διότι είναι βαθύτατα ριζωμένοι στην κοινωνία, στην κοινωνική τάξη, που τους γέννησε, και συνάμα πάνε πολύ πέρα από αυτήν. Σκαλίζουνε το χθαμαλό, γίνονται οι τοπογράφοι του χυδαίου, αλλά την ίδια ώρα προσφέρουν ουρανό, γίνονται οι τοπιογράφοι μιας Νέας Εδέμ. Δια των δακρύων τους, γελάνε. Τι άλλο ήταν ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης; Τι άλλο ήταν ο Mark Rothko;
3. Ο Philip Roth εχει μιλήσει για τον θάνατο του μυθιστορήματος. Με την νέα τεχνολογία και την ψηφιοποίηση του βιβλίου πιστεύετε ότι ο κλασικός αναγνώστης θα εξαφανιστεί ;
Το μυθιστόρημα, όπως άλλωστε και το rock ’n’ roll, το έχουμε θάψει τουλάχιστον έξι, εφτά φορές. Και δε λέει να πεθάνει. Ήδη από την εποχή του Finnegans Wake του Joyce, ακόμα και νωρίτερα, με τον ντανταϊσμό και τον υπερρεαλισμό, μιλούσαμε για τον «θάνατο του μυθιστορήματος». Κάθε τόσο ξεπετιέται μια δυναμική γενιά που θέλει να γκρεμίσει. Και μετά, να χτίσει στα ερείπια. Το νόστιμο είναι ότι μετά τις σφοδρές συγκρούσεις, μετά τις επιδρομές που δέχεται, τα πλήγματα που υφίσταται, το μυθιστόρημα ανανεώνεται, επανέρχεται δριμύτερο. Και μάλιστα, όπως διαπιστώνουμε, έχει καταφέρει να λεηλατήσει ό,τι καλύτερο έχουν αυτοί που του επιτέθηκαν. Ο Norman Mailer, ας πούμε, οικειοποιήθηκε πολλά από τα τεχνάσματα που χρησιμοποιούσαν οι φονιάδες του μυθιστορήματος. Ο Thomas Pynchon, επίσης, συνθέτει έξοχα μυθιστορήματα με υλικά αντλημένα από λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά ρεύματα που εναντιώνονταν στο μυθιστόρημα, που χτυπούσαν πένθιμα την καμπάνα για τον θάνατό του.
4. Βιβλία ή συγγραφείς που σας επηρέασαν ; Τί σημαίνει επίδραση στην λογοτεχνία και γενικά στην τέχνη ;
Όλη η αγωνία, η δημιουργική μανία, το κέφι, του καλλιτέχνη είναι να τραγουδήσει κι αυτός, όπως και οι προκάτοχοί του, το τραγούδι που ξεγελάει το χρόνο. Να πεις ό,τι είπανε τόσοι και τόσοι πριν από σένα, αλλά να το πεις αλλιώς, έστω ελάχιστα να κινήσεις το πράγμα, έστω κατά ένα εκατομμυριοστό της ίντσας, όπως έλεγε ο Gary Schneider, να προχωρήσεις, έστω και μια λέξη να καταφέρεις να σώσεις, έστω δυο χειρονομίες να μπορέσεις να τιμήσεις, έχεις σωθεί, είσαι καλλιτέχνης, λυτρώνεις και λυτρώνεσαι. Επίδραση σημαίνει αυτό, το ότι μπόρεσες να δεξιωθείς τα όσα δώρισαν στον κόσμο οι καλλιτέχνες που διάλεξες ν’ αγαπήσεις, και το ότι καταφέρνεις, με τον τρόπο σου, να είσαι διάκονος της δημιουργικότητας.
Ό,τι με επηρέασε είναι η αυτοσχέδια ακαδημία που στήναμε και ξεστήναμε, σαν μια παράγκα του γαλαξία, μια παρέα πιτσιρικάδες, μαζί με τρεις, τέσσερις λίγο μεγαλύτερους, και ανακαλύπταμε τους τόπους και τους τρόπους της έκφρασης. Σ’ εκείνη την αλλόκοτη, μεγάλη δότρια εμπνεύσεων, ακαδημία έλαμπαν ο Καβάφης και ο Καρούζος, ο Beckett κι ο Henry Miller, ο Καζαντζάκης (που είναι κρίμα να τον ξεχνάμε), τα τρία Εξαίσια Έψιλον, ήτοι Ελύτης Εμπειρίκος Εγγονόπουλος (με έμφαση στο: Εγγονόπουλος), και, για κάποιο λόγο που θα πρέπει να στρωθώ να γράψω ένα μυθιστόρημα ολόκληρο αν είναι να τον εξιχνιάσω, ποτέ δεν έλειπε από τις άγουρες, μα παθιασμένες, συζητήσεις μας ο Albert Camus, που επίσης τον ξεχνάμε – τώρα μάλιστα που μοιάζει εκθαμβωτικά επίκαιρος και πολύτιμος.
Παράλληλα, και ανεξίτηλα, επιδρούσαν τα τραγούδια και οι ταινίες που ήξεραν να παίρνουν τα μυαλά μας. Την εποχή της διάπλασής μου το γλεντούσαν ακόμη οι μεγάλοι ποιητές του σινεμά – ο Bergmann, ο Tarkovsky, και, πιο κοντά σ’ εμάς, στη νοοτροπία μας, ο αλησμόνητος και μέγας John Cassavetes. Και, για καλή μας τύχη, μεσουρανούσε ο Μάνος Χατζιδάκις και μας γαλουχούσε με το τόσο πρωτοποριακό Τρίτο Πρόγραμμα, ο Σαββόπουλος δεν είχε αρχίσει να μαραίνεται και να μαραζώνει, ενώ συνάμα μας σφυροκοπούσαν λυτρωτικά οι Doors και ο Dylan, πάνω απ’ όλους ο Dylan.
Κι ύστερα, υπήρχαν κι οι ζωγράφοι. Και υπάρχουν. Μεγάλο σχολείο, μεγάλη επίδραση. Ο Μπουζιάνης, ο Μόραλης, ο Κουνέλλης. Ο Pollock, ο Bacon, ο Rothko – πάντα ο Rothko, συνέχεια ο Rothko.
5. Κάτι πανάλαφρα βαρύ: Ποιά είναι η γνώμη σας για τον Ντοστογιέφκι .
Ο Ντοστογιέφσκι είναι ο απόλυτος συγγραφέας. Είναι ο πελώριος ανατόμος. Είναι ο ανιχνευτής των στροβίλων που μαίνονται μες στην ανθρώπινη ψυχονοητική κατάσταση, και στη σωματική υπόσταση. Ο Ντοστογιέφσκι τα αισθάνθηκε και τα διανοήθηκε όλα, και τα ψηλάφισε και τα ζούληξε και τα τεμάχισε και τα ξέσχισε και τα έφερε ματωμένα, όλα, στα πρησμένα χείλη του και τα γεύτηκε. Και είχε την ύψιστη γενναιοδωρία να μας τα πει, όλα, τα πάντα, με λέξεις. Να μας τα δωρίσει.
6. Η γενιά σας επηρεαστηκε πολύ από τους μπητ, νομίζω. Τί έχει μείνει από αυτό; Ο Μπάροουζ ; Ο Κέρουακ ;
Ο Burroughs, ο μεταλλικός προφήτης των δεινών του 21ου αιώνα. Ένα ιλιγγιώδες καλειδοσκόπιο. Και ο Kerouac, ο Αμερικανός Παπαδιαμάντης, ο φτωχούλης του Θεού, Memory Babe και μαζί Μουσηγέτης. Και ο Ginsberg, ο μέγιστος ανανεωτής της Ποίησης στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Και ο Gregory Corso, ο άγιος τσόγλανος. Εξακολουθούν να με ενδιαφέρουν οι beat, όλοι τους, γιατί ήταν το τελευταίο ρεύμα αναζήτησης νέων νοημάτων και επινόησης νέων συμπεριφορών. Αμερικανοί, αλλά διεθνείς. Έφυγαν – ενώ όλοι πήγαιναν στην Αμερική, αυτοί έφευγαν, την κοπανούσαν από το baby boom και την ευμάρεια, γιατί μέσα στην απέραντη πλησμονή του ροζ και του γαλάζιου διέκριναν το επερχόμενο άχθος και άγχος, την αποφορά της αποξένωσης, το στέγνωμα του συναισθήματος. Οι beat ήσαν οι τελευταίοι πολύπτυχοι πειραματιστές σάρκας και πνεύματος. Οι τελευταίοι ρομαντικοί.
7. Στην εποχή μας ισχύει ακόμη ο όρος κλασικό έργο ;
Ο Hemingway το έχει πει μια για πάντα: το τάχατες κακοφτιαγμένο, το φαινομενικά αδέξιο και άσχημο του σήμερα, είναι το κλασικό τού αύριο. Όχι πως ό,τι είναι απαίσιο και σοκάρει μένει στην ιστορία. Όχι. Αλλά να, οι καλλιτέχνες που το παλεύουν, που ζορίζονται να πούνε το δικό τους, κουβαλώντας ήδη στις πλάτες τους αγκωνάρια και φορτία και πακέτα παρελθόντος, αυτοί ξενίζουν αρχικά, αλλά σμιλεύουνε κριτήρια, δες τον Pollock, δες τον Miller, δες τον Εγγονόπουλο, αλλάζουν το γούστο, βαράνε μια γερή στο τραπέζι, σηκώνονται όλα στον αέρα για λίγο, επικρατεί αναστάτωση, και μετά όλα είναι τα ίδια, πάνω στο τραπέζι, αλλά και αλλιώτικα, έχει διαφοροποιηθεί η διευθέτηση, έχει αλλάξει η τάξη. Ο Thomas Pynchon, φέρ’ ειπείν, είναι ήδη κλασικός, όπως ήταν πια στη δεκαετία του 1960 κλασικός ο Miller. Και παραμένει. Έτσι θα παραμείνει και ο Pynchon. Μάλιστα, ο Pynchon: ο συγγραφέας του 21ου, ίσως και του 22ου αιώνα.
8. Ποια η γνώμη σας για την κρίση ;Τί βλέπετε στο βάθος του ορίζοντα ;
Η κρίση μαίνεται εδώ και δύο δεκαετίες. Μαζικά, οι άνθρωποι έστρεψαν τα νώτα σε ό,τι πιο πολύτιμο γεννιέται στην Αττική, στην Πελοπόννησο, στην Κρήτη, στη Θράκη, παντού. Καλπάζουσα υλοφροσύνη έπαθαν, κι ας μυξοκλαίνε τώρα. Αυτοί που έχουν υποστεί τα σκληρά στραπάτσα από την κρίση, δεν φωνασκούν, δεν γκαρίζουν. Το βλέμμα τους έχει γίνει βραχνό. Η ψυχή τους είναι τίγκα στη ρυτίδα. Η φωνή τους, ψέλλισμα. Μένουν οχυρωμένοι στην αξιοπρέπεια. Τραγουδάνε τα αγέρωχα blues της φτώχειας, ναι. Αλλά δεν κάνουνε παραχωρήσεις στην ξεφτίλα. Είναι περήφανοι.
Οι άλλοι, όμως. Αυτοί που ουσιαστικά τσακίσανε ό,τι πιο όμορφο έχουμε. Αυτοί που ώθησαν στο περιθώριο τον πελώριο Νίκο Καρούζο, τον πελώριο Μιχάλη Κατσαρό, τον πελώριο Ηλία Λάγιο, τον πελώριο Σταύρο Τορνέ. Αυτοί που δεν έχουν, διότι δεν θέλησαν να έχουν, καν ακούσει ονόματα όπως: Μάριος Χάκκας, Γιώργος Ιωάννου, Λευτέρης Πούλιος, Δημήτρης Δημητριάδης. Μα τι λέω; Εδώ δεν ξέρουν τον Κάρολο Κουν, και πάνε και κάνουν λαμπόγυαλα το θέατρό του και δεν κατεβαίνουμε μισό, ένα εκατομμύριο Έλληνες να διαμαρτυρηθούμε!
Οι πολλοί παράτησαν την περιπέτεια της Ποίησης, παράτησαν την ποίηση της Περιπέτειας. Και τον γάμο άφησαν και δεν πήγαν για πουρνάρια. Τίποτα. Μαζικά στην αποχαύνωση, μαζικά στο τίποτα. Έφτυσαν στο πιάτο του Έρωτα, κόπρισαν στα δύο πιο θαυμαστά αντικείμενα από τότε που υπάρχει Άνθρωπος και Κοινωνία: στο κρεβάτι και στο τραπέζι. Που σημαίνει: δεν ξέρουν να κάνουν έρωτα, δεν ξέρουν να αναπαυτούν, δεν ξέρουν να φάνε και να πιούνε, δεν ξέρουν να κουβεντιάσουν. Και ο άνθρωπος είναι έρωτας, ύπνος, όνειρα, συμπόσιο, συζήτηση. Κρεβάτι και τραπέζι.
Στο βάθος του ορίζοντα, εις τον πάτο της εικόνας, στο φλιτζανάκι του καφέ, και στις οθόνες που έχουμε στήσει στα παρατηρητήρια του ουρανού ένα πράγμα βλέπω: στρίμωγμα και απάθεια για τους συντριπτικά πολλούς, στρίμωγμα και βαρύτιμη αξιοπρέπεια για τους συντριπτικά λίγους κι εκλεκτούς.
Κι εμείς, στο μεταξύ, να γινόμαστε οι αχθοφόροι των αισθημάτων, οι ρακοσυλλέκτες των αναμνήσεων. Άλλο δεν κάνουμε τώρα, εφοδιάζουμε της Αποθήκες του Ουρανού.
9. Το καλοκαίρι ταιριάζει ακόμη στην Ελλάδα όπως παλιά ή μήπως πρέπει να αγαπήσουμε το φθινόπωρο ;
Να αγαπήσουμε το χειμώνα. Ονειρεύομαι τον καστανά και τη φουφού, όχι τον ενοικιαστή θαλασσίων ποδηλάτων. Καλύτερα το βάδισμα στη νύχτα της μεγαλούπολης, λέω, παρά το άκκισμα στην στρωμένη καρπουζόφλουδες παραλία. Και από τις ρακέτες, ας μου επιτραπεί να προτιμώ το σκάκι. Είμαστε πιο δημιουργικοί το χειμώνα. Πιο συγκρατημένοι. Πιο συγκροτημένοι. Πιο εσωτερικοί. Πιο μύχιοι. Πιο μειλίχιοι. Θέλουμε θάλπος. Δεν με γοητεύει η αποδιοργάνωση των πάντων, το παντού «κλειστόν λόγω θέρους». Το φθινόπωρο και ο χειμώνας έχουν την κομψότητα του George Sanders, της Alinda Valli. Το καλοκαίρι τείνει να γίνει χυδαίο, ένα ξεϊγκλωτο ξεσάλωμα.
10. Γράφετε κάτι αυτόν τον καιρό;
Γράφω μια πολυσέλιδη επιστολή στη γυναίκα μου μεταμφιεσμένη σε μυθιστόρημα. Ή, που είναι το ίδιο, ένα μυθιστόρημα που παριστάνει την πολυσέλιδη επιστολή στη γυναίκα μου. Το σχέδιο είναι να μιλήσω για την αρχαιολογία της γνώσης αυτού που ζούμε σήμερα. Τι έχει ξεχαρβαλωθεί στην Αθήνα, στη μεγαλούπολη, από τα ξεσπάσματα του 1968 και μετά. Είναι, ας πω, ένα πολύπτυχο νεγκατίφ, ασπρόμαυρο, της έγχρωμης αλαμπουρνέζικης ταινίας που βλέπουμε οι πάντες σήμερα, θέλουμε δε θέλουμε.