Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 8 Ιουνίου 2008

ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΑΣΟ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟ




Κρανίου Τρόπος

Ο ήλιος της κεφαλής μου έχει όλα τα χρώματα
Είναι αυτός που καίει τα σπίτια
Από άχυρο
Όπου ζουν οι άρχοντες που διέφυγαν από κρατήρες
Και οι όμορφες κυρίες που γεννιούνται κάθε πρωί
Και πεθαίνουν κάθε βράδυ
Όπως τα κουνούπια

Μπενζαμέν Περέ, «Οι Περασμένοι Καιροί»



«Το Dada δεν είναι μόνο σύνθημα», διάβαζες πριν από ένα τέταρτο του αιώνα σε κάμποσους τοίχους των Εξαρχείων. Πώς μπορούσε ένα ρεύμα της πρωτοποριακής τέχνης, έστω της αντι-τέχνης, να εμπνέει τους πλέον ανυπότακτους νεανίες μιας μικρής χώρας της νοτιοανατολικής Μεσογείου; Μα ακριβώς επειδή το Dada έμοιαζε καλώς συγκερασμένο ώστε να παίζει με τη διαλεκτική του χρόνου, έμοιαζε καλά εξοπλισμένο με τρόπους που σε καταβύθιζαν σε ένα αρχέγονο ακατέργαστο παρελθόν, κατόπιν σε επανέφεραν με φόρα σε ένα παλλόμενο παρόν, κι έπειτα σου έκλειναν το μάτι και με τα περιβόητα γραφιστικά χεράκια, που κοσμούσαν σχεδόν κάθε ντανταϊστικό έντυπο, σου έδειχναν προς ένα μέλλον που δεν σε αναμένει απλώς αλλά που πρέπει εσύ ο ίδιος, με παρρησία και οργανωμένα σκιρτήματα της φαντασίας, να ονειρευτείς και να παράξεις. Οι ντανταϊστές επιστράτευσαν πάμπολλους συνδυασμούς παγερής λογικής και πυρωμένης τρέλας, υψίστης σοβαρότητας και αχαλίνωτου χιούμορ, μεθοδικής υπονόμευσης κάθε παραδεκτής αξίας και επινόησης νέων συμπεριφορών, νέων εθίμων και ηθών, προκειμένου να διαμαρτυρηθούν για τον γενικευμένο παραλογισμό του Πρώτου Παγκόσμιου Μακελειού, να συνοδοιπορήσουν, ιδίως στη γερμανική εκδοχή του Dada, με τα πιο προωθημένα τμήματα του εξεγερμένου προλεταριάτου, να δυσφημήσουν εμπρηστικά κάθε τι αποπειράται να μας στερήσει από τις βαθιά ανθρώπινες ιδιότητές μας. Ένας ποιητής έλεγε ότι ποίηση είναι η αμοιβαιότητα των δακρύων. Ας πούμε ότι Dada είναι η δυναμική εναντίωση στην παρουσία των αχρείων.
Ο Τάσος Παυλόπουλος είναι δεδηλωμένος λάτρης του Dada. Αλλά, προσοχή, σε καμία περίπτωση δεν είναι ένας μεταντανταϊστής. Ούτε βέβαια κάποιος κατά σχεδόν έναν αιώνα καθυστερημένος μιμητής των τρόπων του Dada. (Είχαμε πήξει κάποτε από ενοχλητικούς ανθυπομιμητές των όσων μπόρεσαν να κομίσουν στην Τέχνη και στην Επανάσταση, ή και στις δύο, αυθεντικοί πρωτοπόροι όπως ο Αρθούρος Κραβάν, ο Αντρέ Μπρετόν, ο Μπενζαμέν Περέ, ο Φρανσίς Πικαμπιά, ο Μαρσέλ Ντυσάν, και τόσοι άλλοι). Ο Παυλόπουλος, απεναντίας, προχωρεί, με τα χρόνια, σε έναν γόνιμο διάλογο με τα επιτεύγματα του Dada, αντλεί από αυτά, τα μπολιάζει με λογισμό και μ’ όνειρο, τολμάει να τα βάλει να συνομιλήσουν με άλλα επιτεύγματα άλλων τρόπων, ρυθμών, μεθόδων, και γεμίζει εν συνεχεία με όλα τα χρώματα τον τόπο του κρανίου του, εκείνο το ευλογημένο μύχιο στούντιο της αληθινά αληθινής αλήθειας, της πραγματικά πραγματικής πραγματικότητας, ήτοι εκείνο το αμπρί, εκείνο το χαράκωμα, εκείνο το φωτερό και λυτρωτικό, από τουλίπες και ορχιδέες καμωμένο οδόφραγμα όπου μαίνεται λυσσαλέα ο πόλεμος ανάμεσα στους πολυάριθμους κακομούτσουνους κανάγιες και στους αγγελόμορφους happy few.
Στην άτυπη τετραλογία του «No Parking…» (Άγρα, 2000), «Κόλο Κόλο» (Άγρα & Kalfayan Galleries, 2005), «Άχρηστο Κεφάλι» (Kalfayan Galleries & Εκδόσεις Τέχνης Οίστρος, 2006), και «Κρανίου Τόπος» (Kalfayan Galleries, 2008), ο Παυλόπουλος δεν παύει να λειτουργεί σαν ένας κατάσκοπος του Σήμερα στο Χτες, σαν ένας αυτόκλητος ιχνηλάτης που αναζητάει παθιασμένα αυτό που μπορεί να παραμένει ακόμη ζωντανό, όλο σκιρτήματα και κραδασμούς, κι έτσι μπορεί να σμίξει με ό,τι θέλει να πάλλεται και στον καιρό μας. Ο Πικαμπιά σμίγει με τον Καραγκιόζη, μια ωραία καρικατούρα του ζωγράφου παίζει σκάκι με τον Μαρσέλ Ντυσάν στο νυν, η κάπως ρενεμαγκριτική μορφή με το επίσημο καπέλο και το άψογο κοστούμι που δεσπόζει στον περιλάλητο, συγκλονιστικά καινοτόμο πίνακα «Pieta or Revolution by night» (1923) του Μαξ Ερνστ, μετατρέπεται διά χειρός (και μυελού) Παυλόπουλου σε ένα κράμα κουτσαβάκη, ρεμπέτη, ξεπεσμένου μπάτσου και κακομοιριασμένου τραμπούκου. Ο πανίσχυρος και επίφοβος κροκόδειλος γίνεται, με μια ντρίπλα δεξιοτεχνική, μια ντρίπλα που δεν την κάνει άλλος από τον δαντελένιο ποδοσφαιριστή που είναι η παιδική μας ηλικία όταν έβλεπε κροκόδειλους στα έργα με τον Ταρζάν, μεζεδάκι, καρφωμένο σ’ ένα γιγάντιο πιρούνι, αεροπλανάκι για να παίζουν οι πιτσιρικάδες ή μεταλλικό φόντο για την εξαίσια, τόσο επίκαιρη σήμερα, απόφανση του Σάμιουελ Μπέκετ, «Όταν είμαστε μες στα σκατά ως το λαιμό, δεν μένει παρά να τραγουδήσουμε».
Κάθε φορά που αντικρίζω και απολαμβάνω έργα του Παυλόπουλου (είτε σε γκαλερί, είτε σε λευκώματα και βιβλία, είτε στους τοίχους, αλλά και στο καζανάκι της τουαλέτας, του τζαζ καλλιδρομιακού ουισκάδικου «Ο Ένοικος», όπου κάψαμε κάμποσα χρόνια της ζωής μας και αρίφνητα εγκεφαλικά κύτταρα για να γίνουμε ακόμα πιο ανθρώπινοι, βεβαίως-βεβαίως), μου έρχονται τρία πράγματα στο ελβετικό τυρί που είναι ό,τι απέμεινε από τον κάποτε κραταιό εγκέφαλό μου:
Πρώτον, ότι θεωρώ τον κρανίου τρόπο του εν λόγω καλλιτέχνη απέναντι στους προδρόμους του ως βέβηλο σεβασμό και σεβάσμια βεβήλωση. Που σημαίνει, όπως κάνουν πολλά παιδιά με τα καινούργια τους και αγαπημένα τους παιχνίδια, θαυμάζω, χαλάω, διαλύω για να δω τι έχει μέσα (έτσι λέγαμε, μικρά σαν ήμασταν), και συναρμολογώ εκ νέου, με άλλη διευθέτηση, δική μου, του γούστου μου προσωπική μου, τα κομμάτια από διαφορετικά παιχνίδια για να φτιάξω ένα καινούργιο, πρωτόγνωρο, καινοφανές.
Δεύτερον, ότι είχα διαβάσει κάποτε, κατάπληκτος από την σπάνια ευστοχία του κριτικού, πως τα τραγούδια του Τομ Γουέιτς έχουν την ιδιαιτερότητα να σου φαίνεται ότι τα έχεις ξανακούσει, κάπου, κάποτε, και τα έχεις ήδη κάνει κτήμα σου, τα φέρεις στο μυαλό, στην καρδιά, και σ’ όλο σου το μυϊκό σύστημα, ακόμα κι αν είναι από τον τελευταίο του δίσκο και τ’ ακούς για πρώτη φορά, και έχεις επίγνωση φυσικά ότι τ’ ακούς για πρώτη φορά. Όπως ο Γουέιτς χάνεται στους ρυθμούς και τις μελωδίες του Βαθέως Νότου, στα περίτεχνα κοσμημένα με λαϊκά μοτίβα μουσικά δημιουργήματα του Κουρτ Βάιλ, σε ακατάσχετους κι ακατάστατους ήχους της μεγαλούπολης, σε λαϊκά χαμούρικα τραγούδια που ακούγονται στα μπορντέλα, αλλά και σε θορυβώδεις εκρήξεις ενός αβανγκαρντίστα όπως ο Καρλ Χάιντς Στοκχάουζεν, για να τα κάνει ένα, να τα κάνει δικό του, καινούργιο, πρωτάκουστο ήχο, έτσι και ο Παυλόπουλος γυροφέρνει στα συνήθως κακόφημα στην εποχή τους σοκάκια της αδάμαστης και ιδιοσυγκρασιακής δημιουργικότητας, στα παιδικά περίτεχνα εικαστικά παίγνια του τύπου «Πού είναι ο Γουόλυ», σε λαϊκές ζωγραφιές που κοσμούσαν κάποτε τα καφενεία, αλλά και σε μιαν ανεστραμμένη (με την έννοια της αναστροφής που επιχείρησε ο Μαρξ στη διαλεκτική του Εγέλου ώστε να σταθεί όπως πρέπει) pop-art, στην οποία προσδίδει ένα ανατρεπτικό νόημα που δεν είχε, και ενδεχομένως δεν ήθελε να έχει, ούτως ώστε να κάνει τούτο τον διόλου τυχαίο αχταρμά δικό του και να μας τον προσφέρει δυναμικά, αναπαλαιώνοντας ό,τι είχε σημασία και σκουπιδιάζοντας (ας μου επιτραπεί η γκαγκάν ορολογία, άλλωστε τεχνοκριτικός δεν είμαι), ό,τι δεν άξιζε παρά να σκουπιδιαστεί.
Τέλος, και τρίτον, μου έρχεται στο μυαλό, ίσως μέσα από τη διαδικασία κάποιας ποτισμένης στην αιθυλική αλκοόλη, συνειρμικής ψευτο-συναισθησίας, η δουλειά ενός σημαντικού Έλληνος λογοτέχνη, του Παναγιώτη «Πητ» Κουτρουμπούση, ο οποίος, καθώς ξέρω, λατρεύει επίσης το Dada, και, στα ακαριαία, εξόχως πρωτότυπα και γεμάτα ψυχωφελές χιούμορ αφηγήματά του, το μπολιάζει με διαβάσματα από τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια, με τα εξωφρενικά κατορθώματα των ηρώων της λεγόμενης παραλογοτεχνίας, με τον Καραγκιόζη, με τα νουάρ της «Μαύρης Μάσκας», με υψηλές αλλά και ξεφτιλέισον στιγμές της Επιστημονικής Φαντασίας, με την υβριδική γλώσσα κάποιων παμπάλαιων μεταφράσεων έργων του Ιουλίου Βερν και με την αργκό των ρεμπέτηδων. Το νόστιμο εν προκειμένω έγκειται στο ότι μοιάζει ασφαλώς ο ζωγράφος Παυλόπουλος να είναι το εικαστικό αντίστοιχο του συγγραφέως Κουτρουμπούση, και αντιστρόφως, αλλά επίσης συμβαίνει ο Κουτρουμπούσης να ζωγραφίζει κιόλας, και μάλιστα πολύ καλά, ο δε Παυλόπουλος να γράφει επίσης, και μάλιστα, ξανά επίσης, πολύ μα πολύ καλά!
Ας κλείσω, δίνοντας το λόγο στον ίδιο τον Παυλόπουλο: «Η τέχνη που προβάλλουν οι καιροί μας αποτελεί μιαν απόπειρα αναγωγής του σοκ σε αξία καθαυτή. Έχει, όμως, κάποιο νόημα η χρησιμοποίηση μιας πρόκλησης, όταν αυτή δεν μπορεί πια να σοκάρει; Τα πράγματα έχουν πια αναποδογυριστεί, και σήμερα είναι ο αστός ‘πελάτης’ που σοκάρει τη λεγόμενη πρωτοπορία. Την ντροπιάζει, αντιδρώντας όχι με το σοκάρισμα αλλά με την απόλαυση και, ανοίγοντας το χοντρό πορτοφόλι του την ΑΓΟΡΑΖΕΙ και το γλεντάει αφάνταστα. Ποιος σοκάρει ποιον σήμερα; Ο μπίζνεσμαν καλλιτέχνης που θα παντρευτεί μια διάσημη πορνοστάρ ή ο δισεκατομμυριούχος συλλέκτης που θα πεταχτεί με το ιδιωτικό του τζετ, για να γίνει… κουμπάρος αυτού του μάρκετινγκ γάμου;»

2 σχόλια:

Fegia είπε...

Καλημέρα

Τι μου θύμισες!....
Με τον Τάσο βρεθήκαμε ένα φεγγάρι, αρχικά στο Ναύπλιο (ΚΕΜΧ) νεοσύλλεκτοι... και αργότερα στο Λουτράκι (στη Σχολή Μηχανικού).
Δεν ξέρω αν ήταν ήδη ντανταϊστής, σίγουρα ήταν επαναστάτης, ασυμβίβαστος...
Δεν μπορούσε να προσαρμοσθεί με τίποτα στη φαρσοκωμωδία του στρατού...
Μάταια προσπαθούσα να τον πείσω ότι από αυτή την κωμικοτραγική κατάσταση που βιώναμε, έπρεπε να κρατήσουμε μόνο το κωμικό στοιχείο... (Μάλλον δεν ήταν ακόμη ντανταϊστής)
Ηταν αγριεμένος και απειλούσε να κάνει καμμιά τρέλλα.
Τελικά του βρήκαμε (βοήθησα λιγάκι) μια ενδιαφέρουσα πασχόληση. Να κάνει αγιογραφίες στο εκκλησάκι του Κέντρου!
Ετσι κι έγινε.
Δεν θυμάμαι τη συνέχεια γιατί στο μεταξύ 'εφυγα για Λουτράκι, όπου ξαναβρεθήκαμε αργότερα, για λίγο...

Τελευταία φορά που τον είδα ήταν στην Biennale Νεων Καλλιτεχνών το 1986, στη Θεσσαλονίκη.

Παρακολουθώ τις δουλειές του (από δημοσιεύσεις).
Χάρηκα για την αναφορά σου στον Τάσο στην καθ' όλα εξαιρετική ανάρτησή σου.

Νάσαι καλά

George-Icaros Babassakis είπε...

@feggia: Ω, πολύ χαίρομαι, και, θαρρώ, και ο Τάσος θα χαρεί. Τα λέμε, φίλε!