Λέξεις Λάγνες Λυτρωτικές
[Το Επίμετρό μου στο βιβλίο "Χένρι Μίλερ & Αναϊς Νιν" (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο]
Ο έρωτας ανήκει στα θρησκευτικά και επικίνδυνα βιώματα, επειδή σηκώνει τον άνθρωπο από την αγκαλιά της λογικής και τον αφήνει μετέωρο χωρίς έδαφος κάτω από τα πόδια […] και η μουσική δεν έλεγε στιγμή να σταματήσει, η μουσική δεν γνώριζε το όχι.
Ρόμπερτ Μούζιλ, Ο Άνθρωπος χωρίς Ιδιότητες
Τα πλάσματα συναντιούνται, και μια γλυκιά μουσική βγαίνει από τη συνάντησή τους, λέγαμε κάποτε, και αγαπούσαμε τις λέξεις που μας επέτρεπαν να νιώσουμε τούτη τη μουσική και να μιλήσουμε γι’ αυτήν. Η αλληλογραφία και το ημερολόγιο είναι οι κρυφές μας κάμαρες, είναι οι θάλαμοι ηχογράφησης της μύχιας μουσικής. Εκεί οι λέξεις τραγουδάνε ελεύθερες, όσο πιο ελεύθερες γίνεται.
Ο Χένρι Μίλερ και η Αναϊς Νιν συναντήθηκαν, ερωτεύτηκαν, αγαπήθηκαν. Τραγούδησαν τη συνάντησή τους. Την τραγούδησαν με λέξεις που λίγωναν τα κορμιά και τα πνεύματα τους, την τραγούδησαν με λέξεις που τους έφερναν ολοένα και πιο κοντά. Έκαναν παρτιτούρες τις σελίδες και συνέθεσαν εκεί μελωδίες ανθρώπινες, βαθιά ανθρώπινες, κατακλυσμένες από την βουή και την αντάρα της ανταρσίας, του πάθους, της λαχτάρας για λύτρωση, της αδημονίας για δόσιμο. Συνέθεσαν μιαν από τις πιο συγκλονιστικές ιστορίες αγάπης στον 20ό αιώνα, μιαν ιστορία αγάπης που δεν έμεινε ανεκπλήρωτη, μα πραγματώθηκε με τον πιο καυτό και παράφορο τρόπο, σε πείσμα των γύρω συνθηκών, των αδιάκοπων απειλών, της πάντα ολέθριας (για τον έρωτα) παρανομίας. Μολονότι η Αναϊς δεν έπαυε να σπαράζεται από τις αντιφάσεις, και μολονότι ο Χένρι δεν έπαυε να ταράζεται από το αδυσώπητο γεγονός ότι δεν μπορούσε να έχει απόλυτα δική του εκείνη που φλόγιζε την έμπνευσή του, κατόρθωσαν μολοντούτο να διαβάσουνε μαζί, όπως η Φραντσέσκα ντα Ρίμινι και ο Πάολο Μαλατέστα, κάτω από έναν άλλο ουρανό, εκείνο το βιβλίο της ζωής που κάνει τους ερωτευμένους να λένε «quel giorno piu΄ non vi leggemmo avante».
Ο Χένρι Μίλερ και η Αναϊς Νιν έσμιξαν στην αυγή της δεκαετίας του 1930, στο Παρίσι, στην πόλη που τόσο καλά ήξερε να φιλοξενεί τα Παράνομα Παράπονα, τα «Ω!» του Έρωτα, τα Γαλάζια Άνθη του Καλού. Το Παρίσι που δώρισε στον Μίλερ τον Τροπικό του Καρκίνου, τη Μαύρη Άνοιξη, τον Τροπικό του Αιγόκερω. Το Παρίσι που δώρισε στη Νιν τις πιο όμορφες σελίδες του Ημερολογίου της, αυτές που έγιναν γνωστές με τον τίτλο Χένρι & Τζουν. Το Παρίσι που παίνεψε ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ στην Κινητή Γιορτή: «Το Παρίσι δεν τελειώνει ποτέ, και οι αναμνήσεις των ανθρώπων που το έζησαν διαφέρουν μεταξύ τους. Εμείς πάντα ξαναγυρίζαμε σ’ αυτό, άσχετα με το ποιοι ήμασταν, με το πόσο είχε αλλάξει και με το πόσο δύσκολα ή εύκολα μπορούσαμε να ξαναπάμε ως εκεί. Το Παρίσι άξιζε πάντα τον κόπο και σε αντάμειβε για οτιδήποτε του πρόσφερες. Όμως έτσι ήταν το Παρίσι τον πρώτο καιρό, όταν εμείς ήμασταν πολύ φτωχοί και πολύ ευτυχισμένοι»[1].
Το σμίξιμο του Χένρι και της Αναϊς έπρεπε να μείνει κρυφό, ο γάμος της Νιν δεν επέτρεπε το ανέμελο τραγούδισμα του έρωτα στα καφενεία και τις γέφυρες του Σηκουάνα. Αλλά ο έρωτας πρέπει να τραγουδιέται, αλλιώς τραυλίζει, τρικλίζει, τρελαίνεται και τρεμοσβήνει, πότε μ’ έναν λυγμό και πότε μ’ έναν βρόντο. Κι έτσι, οι δύο εραστές τον τραγούδησαν στη σκοτεινή γωνιά της ανταρσίας, τον τραγούδησαν μες στις σελίδες των βιβλίων τους, έστω μεταμφιεσμένο, έστω με άλλα ονόματα. Και τον φρόντισαν, όσο και όπως μπόρεσαν, λες κι ήταν ένας κήπος μες στην πυκνοκατοικημένη, την κοσμοβριθή έρημο της ανομίας. Λέξεις λάγνες λυτρωτικές λάμπρυναν τον έρωτά τους, διέσωσαν το πάθος τους, ντύνοντας τη σάρκα του με την εσθήτα της λογοτεχνίας, βαφτίζοντάς το στα νάματα της δημιουργίας. Κι έτσι το κράτησαν ζωντανό αυτό το πάθος μες στις δεκαετίες. Λέξεις λάγνες λυτρωτικές σε ένα πλήθος επιστολών, «μέσα στο 1932 ο Μίλερ έστειλε στη Νιν εννιακόσια γράμματα»[2], λέξεις που μιλούσαν για τον έρωτα και την αγάπη, αλλά και για την αγωνία και την οδύνη, τη δύναμη της δημιουργικότητας, τον Ντ. Χ. Λόρενς και τον Φίοντορ Ντοστογιέφσκι, τον Σελίν και το Ταξίδι στην Άκρη της Νύχτας, τον Μαρσέλ Ντυσάν και τον Ρεϊμόν Κενώ, την ψυχανάλυση και αυτογνωσία, την περιπέτεια της συγγραφής των Τροπικών και τη γένεση της συγγραφέως Νιν, τα δώρα της φιλίας και την ευφροσύνη της δοτικότητας. Λέξεις λάγνες λυτρωτικές που φανέρωναν την ψίχα της ψυχής, που γύμνωναν τον νου, που τον απάλλασσαν από τα ψιμύθια και τον χάριζαν στο χορό της χαρούμενης αλήθειας.
Ο Χένρι και η Αναϊς έγιναν ένα, καίτοι τόσο διαφορετικοί άνθρωποι, μέσα από τα σκιρτήματα της σάρκας («Ο μηχανισμός της σάρκας είναι εκπληκτικά ακριβής», είχε γράψει κάποτε μια Γαλλίδα συγγραφέας), και, κυρίως, μέσα από τη λογοτεχνική μεταρσίωση αυτών των σκιρτημάτων. Το πάθος τους ήταν σαρκικό, μα ήταν και λογοτεχνικό, ήταν ένας αέναος διάλογος δύο δαιμόνων, δύο μανιακών της γραφής, δύο εραστών των λέξεων. Όσο κι αν διαφωνούσαν, όσο κι αν καβγάδιζαν, όσο κι αν χώριζαν, πάντα ήσαν ο ένας για τον άλλον εκεί, πάντα έβρισκαν τρόπους να αναζωπυρώσουν τη λαχτάρα τους, πάντα ξανάπιαναν μολύβι και χαρτί για να επιχειρήσουν και πάλι να συνυπάρξουν. Όσο κι αν ήταν καταδικασμένος ο έρωτάς τους από την αρχή, μπόρεσαν, πάντα μέσα από τις λέξεις, αλλά και μέσα από την ανάμνηση των καυτών τους συνευρέσεων, να τον ζήσουν ξανά και ξανά στο έπακρο, να τον μεγαλύνουν, να τον τιμήσουν. Είχαν το θάρρος να δεχτούν τον έρωτά τους, και να τον κάνουν να θεριέψει στις παλλόμενες από τη δημιουργικότητα, φτωχικές, μα τόσο πλούσιες σε συναισθήματα και συγκινήσεις, κάμαρες του Μίλερ στο Κλισί.
Μια γεμάτη δεκαετία φούντωνε αυτός ο έρωτας, τρεφόταν από τις λέξεις, έκαιγε μες στις καρδιές. Και μετά, πάντως, ύστερα από την αναπόδραστη φθορά του (κυρίως λόγω των παλινδρομήσεων και των αντιφάσεων της Νιν – ο Μίλερ πάντα επέμενε να ζήσουν κάποτε μαζί), οι δύο μεγάλοι συγγραφείς διατήρησαν αλώβητη την αγάπη τους, δεν έπαψαν να νοιάζονται ο ένας για τον άλλο, να συγκινούνται από την περιπέτεια της λογοτεχνίας. Εξακολούθησαν για καιρό να αλληλογραφούν, να μοιράζονται πολλά, να είναι αλληλέγγυοι. Η Νιν δεν έλαβε ποτέ τη δύσκολη απόφαση να αφήσει τον σύζυγό της, τον Χιου Γκίλερ. Ακόμα κι όταν κάποτε παντρεύτηκε κρυφά έναν άλλον, τον μουσικό, τυπογράφο και δασονόμο Rupert Pole, και έζησε μαζί του (κατά διαστήματα) για είκοσι δύο ολόκληρα χρόνια, δεν έπαψε να πείθει τον Γκίλερ ότι δεν είχε κανέναν δεσμό, απλώς ταξίδευε για μήνες στην άλλη άκρη των Ηνωμένων Πολιτειών για να εμπνευστεί, να συλλέξει υλικό, να γράψει. Μάλιστα, διαζεύχτηκε τον Pole, επίσης στα κρυφά, όταν την απείλησαν οι φορολογικές περιπλοκές της διγαμίας. Ο Μίλερ, απεναντίας, για χάρη της Νιν πραγμάτωσε δεκάδες και εκατοντάδες φορές τη ρήση του Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν «Από εδώ που είμαστε, πρέπει να πάμε εκεί όπου είναι η Απόφαση», και έκανε τα πάντα για να κρατήσει ζωντανό το όνειρο μιας ζωής μαζί της, μιας ζωής που θα τους επέτρεπε να είναι μαζί είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Και είναι σπαρακτικές οι επιστολές του, στις οποίες διαλαλεί τη λαχτάρα του να ζήσουνε μαζί. Επί ματαίω! Όταν είναι παράνομος ο έρωτας, σαχ και ματ κάνει πάντα η πραγματικότητα, καθώς έλεγε ο ποιητής Νίκος Καρούζος. Αλλά πάντα παραμένει ό,τι έντονα βιώθηκε, πάντα επιμένει ό,τι κάποτε έλαμψε τόσο έντονα. Και, πάνω απ’ όλα, πάντα μένουν οι λέξεις, οι λάγνες λυτρωτικές λέξεις που τον έρωτα τραγούδησαν και την αγάπη. Και οι λέξεις εκδικούνται. Το κρυφό, μέσα από τις άφθαρτες λέξεις, γίνεται κάποτε φανερό, γίνεται κάποτε περίοπτο – και μάλιστα γίνεται πηγή εμπνεύσεως για τους επερχόμενους τολμηρούς. Όλος ο κόσμος ξέρει πια το πάθος που έφερε κοντά τον Χένρι Μίλερ και την Αναϊς Νιν, όλος ο κόσμος γνωρίζει πόσο αυτοί οι δύο σπουδαίοι συγγραφείς δόξασαν τον έρωτα στις όχθες του Σηκουάνα και τον τραγούδησαν στις χιλιάδες σελίδες της πολυετούς αλληλογραφίας τους και στις πιο όμορφες στιγμές των λογοτεχνημάτων τους.
Ο μεταφραστής επιθυμεί, για μιαν ακόμα φορά, να ευχαριστήσει τις εκδόσεις Μεταίχμιο για την εμπιστοσύνη τους, και βεβαίως την Ειρήνη Χριστοπούλου και την Ντόρα Τσακνάκη για την υπομονή και την αβρότητά τους. Επίσης, επιθυμεί να αφιερώσει τον καρπό αυτού του μόχθου του στον λάτρη του Χένρι Μίλερ και γενναιόδωρο φίλο Στέργιο Νιζήρη (Ω φίλε, thanks για τα ουίσκι~ ω, φίλε, έγραψες: «Woman, I was trying to create a space for me, for us, in your mind. Gently, with smooth steps. Now if I sound cruel, it’s only to be kind»).
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Πλατεία Παπαδιαμάντη, 3 Αυγούστου 2007
[1] Έρνεστ Χέμινγουεϊ, Μια Κινητή Γιορτή, μτφρ. Σταύρος Παπασταύρου, σ. 213, εκδ. Καστανιώτης, 2004.
[2] Ελιζαμπέτ Μπαριγέ, Αναϊς Νιν, Τόσο Γυμνή πίσω από τη Μάσκα της, μτφρ. Ρεγγίνα Ζερβού, σ. 156, εκδ. Ζαχαρόπουλος, 1993.
Ο έρωτας ανήκει στα θρησκευτικά και επικίνδυνα βιώματα, επειδή σηκώνει τον άνθρωπο από την αγκαλιά της λογικής και τον αφήνει μετέωρο χωρίς έδαφος κάτω από τα πόδια […] και η μουσική δεν έλεγε στιγμή να σταματήσει, η μουσική δεν γνώριζε το όχι.
Ρόμπερτ Μούζιλ, Ο Άνθρωπος χωρίς Ιδιότητες
Τα πλάσματα συναντιούνται, και μια γλυκιά μουσική βγαίνει από τη συνάντησή τους, λέγαμε κάποτε, και αγαπούσαμε τις λέξεις που μας επέτρεπαν να νιώσουμε τούτη τη μουσική και να μιλήσουμε γι’ αυτήν. Η αλληλογραφία και το ημερολόγιο είναι οι κρυφές μας κάμαρες, είναι οι θάλαμοι ηχογράφησης της μύχιας μουσικής. Εκεί οι λέξεις τραγουδάνε ελεύθερες, όσο πιο ελεύθερες γίνεται.
Ο Χένρι Μίλερ και η Αναϊς Νιν συναντήθηκαν, ερωτεύτηκαν, αγαπήθηκαν. Τραγούδησαν τη συνάντησή τους. Την τραγούδησαν με λέξεις που λίγωναν τα κορμιά και τα πνεύματα τους, την τραγούδησαν με λέξεις που τους έφερναν ολοένα και πιο κοντά. Έκαναν παρτιτούρες τις σελίδες και συνέθεσαν εκεί μελωδίες ανθρώπινες, βαθιά ανθρώπινες, κατακλυσμένες από την βουή και την αντάρα της ανταρσίας, του πάθους, της λαχτάρας για λύτρωση, της αδημονίας για δόσιμο. Συνέθεσαν μιαν από τις πιο συγκλονιστικές ιστορίες αγάπης στον 20ό αιώνα, μιαν ιστορία αγάπης που δεν έμεινε ανεκπλήρωτη, μα πραγματώθηκε με τον πιο καυτό και παράφορο τρόπο, σε πείσμα των γύρω συνθηκών, των αδιάκοπων απειλών, της πάντα ολέθριας (για τον έρωτα) παρανομίας. Μολονότι η Αναϊς δεν έπαυε να σπαράζεται από τις αντιφάσεις, και μολονότι ο Χένρι δεν έπαυε να ταράζεται από το αδυσώπητο γεγονός ότι δεν μπορούσε να έχει απόλυτα δική του εκείνη που φλόγιζε την έμπνευσή του, κατόρθωσαν μολοντούτο να διαβάσουνε μαζί, όπως η Φραντσέσκα ντα Ρίμινι και ο Πάολο Μαλατέστα, κάτω από έναν άλλο ουρανό, εκείνο το βιβλίο της ζωής που κάνει τους ερωτευμένους να λένε «quel giorno piu΄ non vi leggemmo avante».
Ο Χένρι Μίλερ και η Αναϊς Νιν έσμιξαν στην αυγή της δεκαετίας του 1930, στο Παρίσι, στην πόλη που τόσο καλά ήξερε να φιλοξενεί τα Παράνομα Παράπονα, τα «Ω!» του Έρωτα, τα Γαλάζια Άνθη του Καλού. Το Παρίσι που δώρισε στον Μίλερ τον Τροπικό του Καρκίνου, τη Μαύρη Άνοιξη, τον Τροπικό του Αιγόκερω. Το Παρίσι που δώρισε στη Νιν τις πιο όμορφες σελίδες του Ημερολογίου της, αυτές που έγιναν γνωστές με τον τίτλο Χένρι & Τζουν. Το Παρίσι που παίνεψε ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ στην Κινητή Γιορτή: «Το Παρίσι δεν τελειώνει ποτέ, και οι αναμνήσεις των ανθρώπων που το έζησαν διαφέρουν μεταξύ τους. Εμείς πάντα ξαναγυρίζαμε σ’ αυτό, άσχετα με το ποιοι ήμασταν, με το πόσο είχε αλλάξει και με το πόσο δύσκολα ή εύκολα μπορούσαμε να ξαναπάμε ως εκεί. Το Παρίσι άξιζε πάντα τον κόπο και σε αντάμειβε για οτιδήποτε του πρόσφερες. Όμως έτσι ήταν το Παρίσι τον πρώτο καιρό, όταν εμείς ήμασταν πολύ φτωχοί και πολύ ευτυχισμένοι»[1].
Το σμίξιμο του Χένρι και της Αναϊς έπρεπε να μείνει κρυφό, ο γάμος της Νιν δεν επέτρεπε το ανέμελο τραγούδισμα του έρωτα στα καφενεία και τις γέφυρες του Σηκουάνα. Αλλά ο έρωτας πρέπει να τραγουδιέται, αλλιώς τραυλίζει, τρικλίζει, τρελαίνεται και τρεμοσβήνει, πότε μ’ έναν λυγμό και πότε μ’ έναν βρόντο. Κι έτσι, οι δύο εραστές τον τραγούδησαν στη σκοτεινή γωνιά της ανταρσίας, τον τραγούδησαν μες στις σελίδες των βιβλίων τους, έστω μεταμφιεσμένο, έστω με άλλα ονόματα. Και τον φρόντισαν, όσο και όπως μπόρεσαν, λες κι ήταν ένας κήπος μες στην πυκνοκατοικημένη, την κοσμοβριθή έρημο της ανομίας. Λέξεις λάγνες λυτρωτικές λάμπρυναν τον έρωτά τους, διέσωσαν το πάθος τους, ντύνοντας τη σάρκα του με την εσθήτα της λογοτεχνίας, βαφτίζοντάς το στα νάματα της δημιουργίας. Κι έτσι το κράτησαν ζωντανό αυτό το πάθος μες στις δεκαετίες. Λέξεις λάγνες λυτρωτικές σε ένα πλήθος επιστολών, «μέσα στο 1932 ο Μίλερ έστειλε στη Νιν εννιακόσια γράμματα»[2], λέξεις που μιλούσαν για τον έρωτα και την αγάπη, αλλά και για την αγωνία και την οδύνη, τη δύναμη της δημιουργικότητας, τον Ντ. Χ. Λόρενς και τον Φίοντορ Ντοστογιέφσκι, τον Σελίν και το Ταξίδι στην Άκρη της Νύχτας, τον Μαρσέλ Ντυσάν και τον Ρεϊμόν Κενώ, την ψυχανάλυση και αυτογνωσία, την περιπέτεια της συγγραφής των Τροπικών και τη γένεση της συγγραφέως Νιν, τα δώρα της φιλίας και την ευφροσύνη της δοτικότητας. Λέξεις λάγνες λυτρωτικές που φανέρωναν την ψίχα της ψυχής, που γύμνωναν τον νου, που τον απάλλασσαν από τα ψιμύθια και τον χάριζαν στο χορό της χαρούμενης αλήθειας.
Ο Χένρι και η Αναϊς έγιναν ένα, καίτοι τόσο διαφορετικοί άνθρωποι, μέσα από τα σκιρτήματα της σάρκας («Ο μηχανισμός της σάρκας είναι εκπληκτικά ακριβής», είχε γράψει κάποτε μια Γαλλίδα συγγραφέας), και, κυρίως, μέσα από τη λογοτεχνική μεταρσίωση αυτών των σκιρτημάτων. Το πάθος τους ήταν σαρκικό, μα ήταν και λογοτεχνικό, ήταν ένας αέναος διάλογος δύο δαιμόνων, δύο μανιακών της γραφής, δύο εραστών των λέξεων. Όσο κι αν διαφωνούσαν, όσο κι αν καβγάδιζαν, όσο κι αν χώριζαν, πάντα ήσαν ο ένας για τον άλλον εκεί, πάντα έβρισκαν τρόπους να αναζωπυρώσουν τη λαχτάρα τους, πάντα ξανάπιαναν μολύβι και χαρτί για να επιχειρήσουν και πάλι να συνυπάρξουν. Όσο κι αν ήταν καταδικασμένος ο έρωτάς τους από την αρχή, μπόρεσαν, πάντα μέσα από τις λέξεις, αλλά και μέσα από την ανάμνηση των καυτών τους συνευρέσεων, να τον ζήσουν ξανά και ξανά στο έπακρο, να τον μεγαλύνουν, να τον τιμήσουν. Είχαν το θάρρος να δεχτούν τον έρωτά τους, και να τον κάνουν να θεριέψει στις παλλόμενες από τη δημιουργικότητα, φτωχικές, μα τόσο πλούσιες σε συναισθήματα και συγκινήσεις, κάμαρες του Μίλερ στο Κλισί.
Μια γεμάτη δεκαετία φούντωνε αυτός ο έρωτας, τρεφόταν από τις λέξεις, έκαιγε μες στις καρδιές. Και μετά, πάντως, ύστερα από την αναπόδραστη φθορά του (κυρίως λόγω των παλινδρομήσεων και των αντιφάσεων της Νιν – ο Μίλερ πάντα επέμενε να ζήσουν κάποτε μαζί), οι δύο μεγάλοι συγγραφείς διατήρησαν αλώβητη την αγάπη τους, δεν έπαψαν να νοιάζονται ο ένας για τον άλλο, να συγκινούνται από την περιπέτεια της λογοτεχνίας. Εξακολούθησαν για καιρό να αλληλογραφούν, να μοιράζονται πολλά, να είναι αλληλέγγυοι. Η Νιν δεν έλαβε ποτέ τη δύσκολη απόφαση να αφήσει τον σύζυγό της, τον Χιου Γκίλερ. Ακόμα κι όταν κάποτε παντρεύτηκε κρυφά έναν άλλον, τον μουσικό, τυπογράφο και δασονόμο Rupert Pole, και έζησε μαζί του (κατά διαστήματα) για είκοσι δύο ολόκληρα χρόνια, δεν έπαψε να πείθει τον Γκίλερ ότι δεν είχε κανέναν δεσμό, απλώς ταξίδευε για μήνες στην άλλη άκρη των Ηνωμένων Πολιτειών για να εμπνευστεί, να συλλέξει υλικό, να γράψει. Μάλιστα, διαζεύχτηκε τον Pole, επίσης στα κρυφά, όταν την απείλησαν οι φορολογικές περιπλοκές της διγαμίας. Ο Μίλερ, απεναντίας, για χάρη της Νιν πραγμάτωσε δεκάδες και εκατοντάδες φορές τη ρήση του Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν «Από εδώ που είμαστε, πρέπει να πάμε εκεί όπου είναι η Απόφαση», και έκανε τα πάντα για να κρατήσει ζωντανό το όνειρο μιας ζωής μαζί της, μιας ζωής που θα τους επέτρεπε να είναι μαζί είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Και είναι σπαρακτικές οι επιστολές του, στις οποίες διαλαλεί τη λαχτάρα του να ζήσουνε μαζί. Επί ματαίω! Όταν είναι παράνομος ο έρωτας, σαχ και ματ κάνει πάντα η πραγματικότητα, καθώς έλεγε ο ποιητής Νίκος Καρούζος. Αλλά πάντα παραμένει ό,τι έντονα βιώθηκε, πάντα επιμένει ό,τι κάποτε έλαμψε τόσο έντονα. Και, πάνω απ’ όλα, πάντα μένουν οι λέξεις, οι λάγνες λυτρωτικές λέξεις που τον έρωτα τραγούδησαν και την αγάπη. Και οι λέξεις εκδικούνται. Το κρυφό, μέσα από τις άφθαρτες λέξεις, γίνεται κάποτε φανερό, γίνεται κάποτε περίοπτο – και μάλιστα γίνεται πηγή εμπνεύσεως για τους επερχόμενους τολμηρούς. Όλος ο κόσμος ξέρει πια το πάθος που έφερε κοντά τον Χένρι Μίλερ και την Αναϊς Νιν, όλος ο κόσμος γνωρίζει πόσο αυτοί οι δύο σπουδαίοι συγγραφείς δόξασαν τον έρωτα στις όχθες του Σηκουάνα και τον τραγούδησαν στις χιλιάδες σελίδες της πολυετούς αλληλογραφίας τους και στις πιο όμορφες στιγμές των λογοτεχνημάτων τους.
Ο μεταφραστής επιθυμεί, για μιαν ακόμα φορά, να ευχαριστήσει τις εκδόσεις Μεταίχμιο για την εμπιστοσύνη τους, και βεβαίως την Ειρήνη Χριστοπούλου και την Ντόρα Τσακνάκη για την υπομονή και την αβρότητά τους. Επίσης, επιθυμεί να αφιερώσει τον καρπό αυτού του μόχθου του στον λάτρη του Χένρι Μίλερ και γενναιόδωρο φίλο Στέργιο Νιζήρη (Ω φίλε, thanks για τα ουίσκι~ ω, φίλε, έγραψες: «Woman, I was trying to create a space for me, for us, in your mind. Gently, with smooth steps. Now if I sound cruel, it’s only to be kind»).
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Πλατεία Παπαδιαμάντη, 3 Αυγούστου 2007
[1] Έρνεστ Χέμινγουεϊ, Μια Κινητή Γιορτή, μτφρ. Σταύρος Παπασταύρου, σ. 213, εκδ. Καστανιώτης, 2004.
[2] Ελιζαμπέτ Μπαριγέ, Αναϊς Νιν, Τόσο Γυμνή πίσω από τη Μάσκα της, μτφρ. Ρεγγίνα Ζερβού, σ. 156, εκδ. Ζαχαρόπουλος, 1993.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου