Σας ορκίζομαι, είμαι αθώος. Συγχέετε την κόρη του ματιού μου με τη φωτιά του τσιγάρου μου Αντρέ Μπρετόν Α, όχι, αγάπη μου, δεν είναι τόσο η νικοτίνη, ή μάλλον δεν είναι καθόλου, όχι, διόλου δεν είναι η νικοτίνη, έλεγε ο ζωγράφος Νίκος Βελής στην τραγουδίστρια Αλίκη Σισιλιάνου, το πρωί εκείνης της Παρασκευής, στα τέλη Μαΐου του έτους 2003. Είχαν περάσει τη νύχτα αγκαλιασμένοι. Κάπνιζαν και μιλούσαν, μιλούσαν και κάπνιζαν, όταν δεν έσμιγαν ξανά και ξανά, σαν να είναι η τελευταία, η ύστατη φορά. Δεν μπορούμε να πούμε ότι έκαναν έρωτα, όχι, δεν είναι αυτό, δεν ήταν μονάχα μια σαρκική ένωση, δεν ήταν πάλι μονάχα μια ψυχική ή πνευματική παραχώρηση του ενός προς τον άλλον, όχι, όχι, χίλιες φορές όχι, ήταν μια περιχώρηση, σμίξιμο ήταν, απόλυτο σμίξιμο, η υπέροχη υπεροχή του Έρωτος όταν, μια στο εκατομμύριο, λαμβάνει διαστάσεις κοσμογονικές. Ήταν ένα μειλίχιο μελωδικό μειδίαμα της εύνοιας προς την ευφροσύνη, ένας κραδασμός που δεν έλεγε να κοπάσει, μια θύελλα που έμοιαζε με χάδι στο Άλαμουτ, την απόρθητη αετοφωλιά του Χασάν Ιμπν Σαμπάχ, του Γέρου του Βουνού, αυτού που σβήνοντας (όχι: πεθαίνοντας~ όχι, σβήνοντας) μπόρεσε να αποφανθεί, «Τίποτα δεν είναι αληθινό~ όλα επιτρέπονται». Ήταν το Άλεφ της Αγάπης, ήταν το άνοιγμα στο αίνιγμα, ήταν το ανακάτεμα απ’ την αρχή κάθε τράπουλας στον κόσμο, ήταν το βουβό ξεχείλισμα όλων των ποταμών της Αφρικής και της Νοτίου Αμερικής, ήταν η προβολή κάθε χρυσής στιγμής του ενός στην οθόνη όλων των κυττάρων του άλλου, ήταν η χορογραφία του Πάθους όταν παίζει μουσική ο Πόθος, ήταν η αληθινή αλήθεια εκείνου του τόσο αληθούς ποιήματος: «Το Ένα Δεν Είναι Το Μισό Του Δύο Αλλά Τα Δύο Μισά Του Ένα». Θα καπνίζω πάντα το ίδιο τσιγάρο, είπε ο Νίκος στην Αλίκη, όπως κι εσύ θα τραγουδάς πάντα το ίδιο τραγούδι, ναι, όπως εσύ πάντα θα τραγουδάς το τραγούδι που ξεγελάει τον Χρόνο, έτσι κι εγώ θα καπνίζω πάντα το τσιγάρο που θανατώνει τον θάνατο. Είναι ένα τραγούδι το τσιγάρο, είπε η Αλίκη στον Νίκο, κι αυτό το τραγούδι φθείρει τη φθορά, την ματαιώνει, την καταργεί, την αποδιώχνει. Θυμήσου, Νίκο, πώς σβήνουν τα τραγούδια που αγαπήσαμε, χώρια, αλλά και μαζί, πώς σβήνουν τα τραγούδια που άκουσες χωρίς εμένα, χωρίς καν να ξέρεις ότι θα έρθω να σε βρω, τα τραγούδια μου που άκουγες όταν με ζωγράφιζες δίχως να με γνωρίζεις, τα τραγούδια που για σένα τραγουδούσα δίχως να ξέρω ότι τα τραγουδούσα για σένα, τα τραγούδια που σβήνουν αργά, ανεπαίσθητα, μ’ έναν αδιόρατο λυγμό στο τέλος, έναν λυγμό που μονάχα εσύ μπόρεσες να αισθανθείς, όχι ν’ ακούσεις, όχι, μα να αισθανθείς. Κι αυτός ο λυγμός, Νίκο, ο αδιόρατος αλλά παρατεταμένος, είναι σαν το αργό σβήσιμο του τσιγάρου, αυτή η απώλεια που σε κάνει να θέλεις σαν τρελός ν’ ανάψεις αμέσως το επόμενο τσιγάρο.
Τότε ο ένας γίνεται δύο, όταν ανάβει το καινούργιο τσιγάρο με την καύτρα του προηγούμενου, θυμήθηκε ο Νίκος, φίλησε την Αλίκη στο μεταξένιο μέτωπό της, και της άναψε ένα τσιγάρο με το δικό του. Λίγα λεπτά μετά, έμελλε η Αλίκη ν’ ανάψει το δικό του με την καύτρα του δικού της, κι ο Νίκος να επαναλάβει ότι, όχι, δεν είναι τόσο η νικοτίνη, δεν είναι διόλου η νικοτίνη, είναι η ανάμνηση και είναι η επαναφορά στο νυν αυτού του ήταν τότε, η επαναφορά στο τώρα αυτού που ήταν άλλοτε, η επαναφορά στο παρόν αυτού που ήταν παρελθόν, είναι ο καπνός, αυτό το τίποτα, το σχεδόν άυλο, το αβαρές, το περιφρονημένο, ακόμα και επίφοβο τίποτα που μας ξαναδίνει ένα πολύτιμο κάτι, που δεν μας γυρίζει πίσω στα παλιά, όπως λένε οι πολλοί, αλλά που γυρίζει τα παλιά σ’ εμάς, που μας δωρίζει αυτό που μας έκλεψε ο χρόνος. Ζωγραφίζω μονάχα καπνιστές, είπε ο Νίκος στην Αλίκη, αφού τη φίλησε στο βελούδο των χειλιών της, γιατί μονάχα καπνιστές θυμάμαι. Θυμάμαι τον πατέρα μου, να καπνίζει τα βράδια, φορώντας μια βυσσινιά ρόμπα, συναρμολογώντας με υπομονή μοντέλα αεροπλάνων του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, Spitfire, Mosquito, Lancaster. Θυμάμαι την μητέρα μου, εγώ, Νίκο, να καπνίζει βουρκωμένη, αλλά άκαμπτη, την ημέρα που πέθανε ο πατέρας μου. Θυμάμαι ότι πρώτη φορά την είδα να βγάζει τον καπνό από τη μύτη, τα χείλη της να παραμένουν σφιγμένα, πικρά, αγέρωχα, εμποδισμένα να πούνε κάτι, από τότε μονάχα κάπνιζε, δεν μίλησε ποτέ από τότε, έζησε άλλους έξι μήνες, άλλες έξι αιωνιότητες, καπνίζοντας πάντα με τα χείλη σφιγμένα, φίλησέ με, Νίκο. Ο Νίκος τη φίλησε, στην κλείδα, στο λαιμό, πάλι στην κλείδα, στο μπράτσο, στον αγκώνα, στο στήθος, στην κοιλιά, στο δώρο του ρόδου της. Καπνίζουμε γιατί κάτι ξορκίζουμε, Νίκο, συνέχισε η Αλίκη, ή μάλλον γιατί κάτι θέλουμε να σώσουμε, κάτι να ανασύρουμε από τη λίμνη της λήθης και να το δελεάσουμε να μας δοθεί και πάλι, να έρθει να μας συναντήσει, να μας πείσει ότι τίποτε δεν χάνεται, ότι όλα τα δευτερόλεπτά μας είναι κάπου και περιμένουν να τα καλέσουμε, μ’ ένα νεύμα, μ’ ένα άναμμα ενός ακόμα τσιγάρου, να έρθουν και να μας τραγουδήσουν το τραγούδι που τρελαίνει την τρέλα, που την κάνει ακίνδυνη, οικεία, ακριβώς τρελαίνοντάς την, πολεμώντας την με τα ίδια της τα μέσα, καθώς λέγαμε παλιά. Άναψέ μου ένα τσιγάρο.
Ο Νίκος τής άναψε ένα τσιγάρο, και θυμήθηκε το πρώτο τσιγάρο που είχε καπνίσει στη ζωή του, στα δώδεκά του χρόνια, στην Κυψέλη, κάτω από την αφίσα με τον Alvin Lee των Ten Years After, και την αφίσα με την Angela Davis, με τα μακριά της τα μαλλιά, και την αφίσα με τον Rory Gallagher, όλες από το γερμανικό περιοδικό Pop, όπως και η αφίσα με τον στρατιώτη που πέφτει από μια σφαίρα και το Why?, και την άλλη, από το Easy Rider, με τον Captain America, και πλάι τον Denis Hopper, στις απαστράπτουσες μοτοσικλέτες τους, κι εκείνη με την θαυμάσια Yvonne Elliman, από το Jesus Christ Superstar, να τραγουδάει «I Don’t Know How to Love Him», κι ήταν μαζί του η γειτονοπούλα τους, η Όλγα, με τις χρυσές μπούκλες και τα ζαφειρένια μάτια, με το γλυκό χαμόγελο και τη διάφανη λευκή επιδερμίδα. Ήταν λίγο μεγαλύτερή του, άκουγαν μαζί μουσική, άκουγαν τα τραγούδια που έμελλε να τους στοιχειώσουνε για πάντα, τα απόλυτα απολυτίκια του έρωτος, τα τραγούδια που αν τα έχεις ακούσει με όλο σου το είναι στα δώδεκά σου χρόνια ξέρεις ότι ποτέ δεν θα επιθυμήσεις ένα όνομα ευυπόληπτο ή μια θέση καθωσπρέπει στον κόσμο τούτο ν’ αποκτήσεις, ξέρεις ότι μέθυσες, ότι μεθάς, ότι θα μεθύσεις, ξανά και ξανά, πάλι και πάλι, κι ότι σαν του τσιγάρου τον καπνό κάθε θέσφατο στο χάος να χαθεί θ’ αφήσεις. Η Όλγα ήταν το προοίμιο της Αλίκης, ήταν το πρόπλασμά της, και ήταν η Αλίκη τώρα που γινόταν η Όλγα, που γινόταν η επαναφορά του θαύματος στην καθημερινότητα, το άνθισμα μυριάδων λουλουδιών σε μυριάδες κήπους, τα έγχορδα του κόσμου όλου που έπαιζαν τη μελωδία που μέσα της όλες οι μελωδίες ζωντάνευαν και πάλι, τα εκατοντάδες χιλιάδες τσιγάρα που είχαν καπνίσει η Αλίκη και ο Νίκος, και είχαν ήδη προαναγγελθεί σ’ εκείνο το τσιγάρο που είχε καπνίσει η Όλγα με τον Νίκο, και τώρα επανέρχονταν, ξαναζούσαν και καίγονταν ξανά σ’ αυτό το τσιγάρο που νωχελικά, με απαράμιλλη κομψότητα έφερνε στα χείλη της η Αλίκη. Σ’ έχουν σώσει ιμέρου λάμψεις, σκέφτηκε ο Νίκος συνοψίζοντας τις τέσσερις δεκαετίες της ζωής του σε μια φράση, λέγοντας μέσα του ότι δίχως τις λάμψεις του Ίμερου, δίχως τα θροΐσματα του έρωτος, δίχως τις διολισθήσεις του στη σαγήνη της κραιπάλης, δίχως όλα αυτά τα πρόσκαιρα πάθη και τις εφήμερες ερωτικές περιπέτειες, δίχως τα τόσα χάδια και τα τόσα φιλιά, δίχως τα τόσα κεχριμπαρένια ουίσκι, τα βραδινά μα και τα εωθινά (υπάρχουν πρωινά συγκινητικά, μα δύσκολα…), δίχως τα τόσα και τόσα τσιγάρα, τα πάντα άφιλτρα τσιγάρα, τα τσιγάρα που ανάβουν και από τη μία άκρη και από την άλλη, τα τσιγάρα που κάπνισε αφότου, για λίγο, ξέχασε την Όλγα, έως ότου, για πάντα, σμίξει με την Αλίκη, τα τσιγάρα που κάπνισε ενόσω ζωγράφιζε τις Προσηλώσεις I-IV, τα τσιγάρα που κάπνισε στο Au Revoir της Πατησίων και στο Galaxy της Σταδίου, τα τσιγάρα που είδε να ανάβει με τον ανεπανάληπτο τρόπο της η Άννα των Εξαρχείων (τα χτυπούσε πρώτα απαλά στο νύχι του αντίχειρα, μετά τα έφερνε στα χείλη, χαμογελούσε για λίγα δευτερόλεπτα και ύστερα τα άναβε, χαμηλώνοντας απαλά το κεφάλι, γέρνοντας προς τη μεριά του Νίκου που της πρόσφερε τη φωτιά του), τα τσιγάρα που είδε να σβήνει ο Βύρων (τα έσβηνε αριστοκρατικά, σχεδόν από τη μέση, με αργές κινήσεις, δίχως να τα τσακίζει στο σταχτοδοχείο), τα τσιγάρα που είδε να τινάζει στο πουθενά η Μάρθα (τα εκτόξευε με τον αντίχειρα και τον μέσο), ναι, δίχως όλα αυτά τα τσιγάρα ο Νίκος δεν θα μπορούσε να σμίξει όπως έσμιξε με την Αλίκη, δεν θα μπορούσε να νιώσει όπως ένιωσε την Αλίκη, δεν θα μπορούσε να αγγίξει όπως άγγιξε την Αλίκη, δεν θα μπορούσε να χαμογελάσει όπως χαμογελούσε τώρα στην Αλίκη. Σ’ αγαπώ, Νίκο, άκουσε την Αλίκη να του λέει μερικές αιωνιότητες μετά, σ’ έναν άλλο τόπο, κάτω από έναν άλλο ουρανό. Σ’ αγαπώ, Αλίκη, είπε ο Νίκος, ανάβοντάς ακόμα ένα τσιγάρο. O gauloises blue πινακας ειναι του Buragli
1 σχόλιο:
Οι αφίσες του περιοδικού ποπ ήταν γιγαντιαίων διαστάσεων.Βέβαια σπάνια έβαζε καλούς.Συνήθως έβαζε Στάτους Κβο, Σούζι Κουάτρο και έναν απίθανο Γερμανό, Ούντο Λίντμπεργκ.
Δημοσίευση σχολίου