Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2007

Σάμιουελ Μπέκετ

Σάμιουελ Μπέκετ (1906-1989)

Μια μεγάλη έκθεση στο Μπομπούρ, την οποία επισκεφθήκαμε και θα σας παρουσιάσουμε λίαν προσεχώς, και η έκδοση – δίδυμη – των έργων «Πώς Είναι» και «Μερσιέ και Καμιέ» σε εξαιρετικές μεταφράσεις στη χώρα μας, δείχνουν πως το έργο και η προσωπικότητα του μεγάλου Ιρλανδού νομπελίστα συγγραφέα ΣΑΜΙΟΥΕΛ ΜΠΕΚΕΤ διατηρούν ανοξείδωτη την αιχμηρή επικαιρότητά τους. Ας ρίξουμε μια ματιά σ’ αυτό το έργο και αυτή την προσωπικότητα!


Πώς Είναι [1961], μτφρ. Αθηνά Δημητριάδου, εκδ. ύψιλον/βιβλία, 180 σ.
Μερσιέ και Καμιέ [1970], μτφρ. Άρης Μπερλής, εκδ. ύψιλον/βιβλία, 151 σ.

Θεωρήθηκε από τους πλέον σκοτεινούς συγγραφείς του περασμένου αιώνα, κι όμως ήταν από τους πλέον διαυγείς. Είχε τη φήμη απόμακρου, κι όμως ήταν κοινωνικότατος. Οι φήμες έλεγαν ότι είχε σχέσεις μονάχα με μία γυναίκα σε όλη του τη ζωή, κι όμως πλάγιασε με πολλές, ενώ κάποτε διατηρούσε τρεις ερωμένες ταυτοχρόνως. Ήταν Ιρλανδός, αλλά έγραψε, κυρίως, στα γαλλικά. Ήταν αρχικά μανιακός της εγκράτειας, κι όμως πριν κλείσει τα τριάντα του λάτρεψε το ποτό και τον καπνό, και η λατρεία αυτή διάρκεσε σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή του. Πήρε το Νόμπελ, κι όμως, όταν το έμαθε, ψέλλισε, «Τι καταστροφή!» Έλεγαν ότι δεν έχει καμία σχέση με την πολιτική, κι όμως, με απίστευτο θάρρος, έλαβε μέρος στην Αντίσταση των Μακί κατά των Ναζί, κι έγραψε ένα από τα πιο συγκλονιστικά πολιτικά θεατρικά έργα όλων των εποχών. Δεν έμπλεξε ποτέ σε καβγάδες, κι όμως τον μαχαίρωσε, παρ’ ολίγον θανάσιμα, ένας αλλόκοτος τύπος που λεγόταν μάλιστα… Συνετός! Σε καμία από τις πάμπολλες, πάντα πολύ όμορφες, φωτογραφίες του δεν φαίνεται να γελάει, κι όμως το χιούμορ του ήταν απαράμιλλο και ξεκαρδιστικό. Τον έλεγαν Σάμιουελ Μπέκετ και έγραφε βιβλία!

Ο Σάμιουελ Μπέκετ γεννήθηκε πριν από έναν αιώνα στο Φόξροκ, κοντά στο Δουβλίνο, στις 13 Απριλίου του 1906. Σπούδασε Γαλλικά και Ιταλικά στο Κολέγιο Trinity του Δουβλίνου. Έπαιζε γκολφ και κρίκετ, κολυμπούσε, διάβαζε Δάντη. Το 1928 μετέβη στο Παρίσι όπου γνωρίστηκε με τον Τζέιμς Τζόις. Από το 1937 ζει οριστικά στο Παρίσι. Γνωρίζεται με την Σουζάν Ντεσεβώ-Ντιμενίλ, την οποία παντρεύεται το 1961. Καταπιάστηκε με τη συγγραφή ποιημάτων, δοκιμίων, πρωτοποριακών μυθιστορημάτων και θεατρικών έργων. Το 1969 τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ, τα χρήματα του οποίου, πάντα ανιδιοτελής και γενναιόδωρος, εξανέμισε προσφέροντάς τα σε νέους καλλιτέχνες, ζωγράφους και ηθοποιούς. Άφησε την τελευταία του πνοή στις 22 Δεκεμβρίου του 1989.

Αληθεύει ότι ο συγγραφέας αυτός υπήρξε ανατόμος της απόγνωσης, ιχνηλάτης του κενού και του παράλογου, «ντετέκτιβ του οντολογικού αινίγματος» (όπως έλεγε ένας μεγάλος Έλληνας ποιητής), αλλά εξίσου αληθεύει ότι πότιζε πάντα τη φιλοσοφία του και τα γραπτά του με ισχυρότατες δόσεις από κωμικά γιατροσόφια, από σπαρταριστές φάρσες, από ένα απτόητο χιούμορ, ικανό να σε στείλει να κυλιστείς στο πάτωμα από τα γέλια. Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι τον αγάπησαν τόσο, και τον αγαπούνε πάντα, οι νέοι, ότι συνεργάστηκε με τον μεγάλο κωμωδό Μπάστερ Κήτον, ότι έγινε (και εξακολουθεί να γίνεται, όσο κι αν ακούγεται παράδοξο) αποδέκτης αστεϊσμών γεμάτων νόημα και τρυφερότητα και ευαισθησία. Φέρ’ ειπείν, δεκαετίες ολόκληρες μετά την πρώτη παρουσίαση του περίφημου Περιμένοντας τον Γκοντό, του έργου που τον έκανε παγκοσμίως διάσημο, ο Μπέκετ έλαβε ένα τηλεγράφημα που έλεγε «Ω, συγγνώμη που σας έκανα να περιμένετε τόσα χρόνια». Το υπέγραφε κάποιος κύριος, ο οποίος λεγόταν όντως… Γκοντό. Ακόμα, άρεσε στον Μπέκετ να φοράει σχεδόν παιδικά ή παλιομοδίτικα ματογυάλια, ενώ, απ’ την άλλη, ήταν ένας από τους πρώτους που φόρεσαν στρογγυλά γυαλιά χωρίς σκελετό (που τόσο έγιναν της μόδας!), έχει μείνει παροιμιώδης η μανία του για τα ζιβάγκο και τα μακριά κομψά σακάκια, στο μνήμα του βρέθηκε κάποτε ένα κίτρινο εισιτήριο του Μετρό που έγραφε «Ο Γκοντό θα έρθει», ενώ προσφάτως, στη δέκατη επέτειο του θανάτου του, η φίλη του, ζωγράφος και συγγραφέας Άννα Ατίκ, βρήκε στο μνήμα του λουλούδια και μία… μπανάνα. Δεν είναι παράλογο αυτό το τελευταίο, απλώς πρόκειται για μια συγκινητική όσο και χιουμοριστική αναφορά στους ήρωες του Μπέκετ που ξεφλουδίζουν ενίοτε και μανιωδώς μπανάνες.

«Ήξερα εξ όψεως τον Μπέκετ», αφηγείται ένας κριτικός, ο Κλοντ Ζαμέ. «Στις δύο το πρωί – τα μπαρ έκλειναν αργά, ιδίως στο Μονπαρνάς – σε ένα μπαρ, που δεν υπάρχει πια, ο Μπέκετ έπινε ένα ποτό στον πάγκο. Υπήρχαν μερικοί χαμένοι διανοούμενοι όπως ο Μπέκετ κι εγώ, και μερικοί αλήτες. Ένας απ’ τους αλήτες στάθηκε πλάι στον Μπέκετ και του είπε: ‘Μα την αλήθεια, πολύ ωραίο σακάκι φοράς, πάρα πολύ ωραίο σακάκι’. Και είδα τον Μπέκετ να βγάζει το σακάκι του και να το χαρίζει στον αλήτη. Χωρίς καν να αδειάσει τις τσέπες του».

Η πλοκή στα έργα του Μπέκετ είναι υποτυπώδης, σχεδόν ανύπαρκτη, και απλώς είναι η αφορμή για να μπορέσει ο συγγραφέας να εκφράσει τους στοχασμούς του σχετικά με το νόημα της ύπαρξης σε μιαν εποχή φθοράς κάθε νοήματος. Μολονότι έχουν συχνά αυτοβιογραφικά στοιχεία, τα κείμενά του γίνονται πανανθρώπινα καθώς μας οδηγούν να στοχαστούμε, με τη σειρά μας, σχετικά με την αγάπη, τη φιλία, τον έρωτα, τη συμπόνια, την απελπισία και την υπέρβαση της απελπισίας. Έτσι, ο μεγάλος δημιουργός, προσφέρει την παρηγοριά ότι μέσω της τέχνης, μέσω της εξωτερίκευσης αυτού που σκιρτάει ή κοχλάζει μέσα μας, γινόμαστε ολοένα και πιο ανθρώπινοι.

Γραμμένα με ένα στυλ ηθελημένα φτωχό, προσιτό, αλλά συνάμα ωθημένο στο μεταίχμιο του παραλόγου, τα πεζογραφήματα του Μπέκετ παίζουν ανάμεσα στο οικείο και το ανοίκειο, στο πραγματικό και το εξωπραγματικό. Οι φράσεις είναι λιτές, αλλά ποιητικές. Οι λέξεις είναι πάντα συνηθισμένες, αλλά συνδυάζονται έτσι ώστε να μας συστήσουν με το ασυνήθιστο, το διαφεύγον, αυτό που μπορεί να υπάρχει πλάι μας και να μην το αντιλαμβανόμαστε. Έτσι, συγγενεύουν πολύ με τα ακαριαία χαϊκού της κλασικής ιαπωνικής ποίησης, ενώ συγκρατούν δεσμούς, κρυφούς ενίοτε, με την μεγάλη ευρωπαϊκή αφηγηματική παράδοση. Ο Μπέκετ είναι από τους συγγραφείς που μπόρεσαν, με τον τρόπο αυτό, να μεταφέρουν στην πεζογραφία τα προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου, με τα οποία είχε ήδη απασχοληθεί η φιλοσοφία. Το στυλ του θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί απόσταγμα μεγάλης σκέψης.

Αποσπάσματα
Τερατώδεις σιωπές αχανείς εκτάσεις χρόνου το απόλυτο τίποτα ξαναδιαβάζω τις σημειώσεις της αρχαίας ιστορίας να περνάει η ώρα αρχή του μουρμουρητού η τελευταία του μέρα ο τυχεράκιας παραστέκομαι τι χρειάζομαι
[Πώς Είναι, σ. 100]

Καλλιεργείς τη μνήμη σου, κατά το δυνατόν, ένα θησαυροφυλάκιο, σουλατσάρεις στην αφώτιστη κρύπτη σου, γυρίζεις ξανά στους τόπους όπου εκτυλίχθηκαν γεγονότα, ανακαλείς τους παλιούς ήχους (το σπουδαιότερο), ωσότου τα ξέρεις όλα απέξω κι ανακατωτά, κι εσύ τα έχεις χάσει όλα, κεφάλι, μύτη, αυτιά και λοιπά, τι να μυρίσεις, όλα μυρίζουν εξίσου ωραία, ποιο τραγούδι να ξαναπαίξεις. Α το υπερπέραν! Κι όλα όσα μπορούν ακόμη να σου συμβούν. Πόσα πράγματα! Τι περιπέτειες!
[Μερσιέ και Καμιέ, σ.133 ]

Άλλα Έργα
Πρώτος έρωτας [1945], μτφρ. Αχιλλέας Αλεξάνδρου, εκδ. Άγρα, 1985.
Μολλόυ [1951], μτφρ. Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου, εκδ. ύψιλον/βιβλία, 1993.
Ο Μαλόν πεθαίνει [1951, μτφρ. Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου, εκδ. ύψιλον/βιβλία, 1993.
Περιμένοντας τον Γκοντό [1952], μτφρ. Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου, εκδ. ύψιλον/βιβλία, 1994.
Ο ακατονόμαστος [1953], μτφρ. Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου, εκδ. ύψιλον/βιβλία, 1994.
Πέντε κείμενα του Samuel Beckett στα ελληνικά [1971, 1980, 1977, 1982, 1988], μτφρ. Νάσος Δετζώρτζης, εκδ. Γαβριηλίδης, 1995.
Ποιήματα συνοδευόμενα από σαχλοκουβέντες [1937-1978], μτφρ. Γιώργος Βίλλιος, εκδ. Ερατώ, 1989.
Κάθαρση και άλλα έργα [1958-1983], μτφρ. Σεραφείμ Βελέντζας, εκδ. Scripta, 2001.

Διαβάστε επίσης
Λουδοβίκος Ζανβιέ, Μπέκετ, μτφρ. Λήδα Παλαντίου & Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου, εκδ. Θεμέλιο, 1987.
James Knowlson, Σάμιουελ Μπέκετ. Η Κατάρα της Δόξας, μτφρ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, εκδ. Scripta, 2001.







2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Εξαιρετική ανάρτηση μόνο που δεν συμφωνώ ΚΑΘΟΛΟΥ με την αποψη οτι ο Μπέκεττ γράφει "χιουμοριστικα" ή οτι μπορεις να γελασεις μεχρι δακρύων διαβάζοντας τον .

ειναι κυνικος αυτοσαρκασμος

και ειναι κατι παραπανω απο θλιβερο

απορω πως γελατε με κάτι τέτοιο

George-Icaros Babassakis είπε...

@κυβέλη δραγούμη: Είναι ζήτημα οπτικής γωνίας, φιλτάτη Κυβέλη. Και ηλικίας, επίσης. και διαβασμάτων, τρόπων ανάγνωσης. Κι ακόμα, είχα την τύχη να εξοικειωθώ με το έργο του Μπέκετ από πολύ μικρός, και την τιμή να μεταφράσω, πριν από μερικά χρόνια, την βιογραφία του, κάπου 1000 σελίδες, την οποία συνέγραψε ο Τζέιμς Νόουλσον και όπου φαίνεται ξεκάθαρα πόσο υπόγειο, μα καταλυτικό, χιούμορ διέθετε ο μέγας Ιρλανδός. Σε καμία περίπτωση δεν θα έλεγα ότι τον χαρακτηρίζει "κυνικός αυτοσαρκασμός". Απεναντίας.