Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 15 Μαΐου 2008

ΜΠΟΥΚΟΦΣΚΙ


Τσαρλς Μπουκόβσκι
Ο ποιητής με τις λέξεις του που πετούσαν σαν τρελαμένα πουλιά

Κι όμως εξακολουθούν να υπάρχουν κι άλλα πράγματα να γράψω μέχρι να με πετάξουν μες στο σκοτάδι… Αυτό είναι το καλό με τις λέξεις, συνεχίζουν να καλπάζουν, γυρεύουν πράγματα, σχηματίζουν προτάσεις, στήνουν χορό.
Μπουκόβσκι

Το πρόσωπό του ήταν ένα ζωντανό γλυπτό. Γεμάτο ουλές. Όπως και η ζωή του ήταν γεμάτη ουλές. Έπαιζε σαν μανιακός στον ιππόδρομο, αλλά αν πόνταρε κάπου τα πάντα ήταν στην αγάπη, στην κατανόηση, και στην ποίηση. Οι εξεγερμένοι νέοι της Αμερικής αλλά κυρίως της Ευρώπης τον αγάπησαν, τον αγκάλιασαν, τον αναγόρευσαν σε έναν από τους πιο θρυλικούς ήρωές τους. Ήταν ένας άδολος παρίας και έγραψε θαυμάσια ποιήματα και βραχνά πεζογραφήματα για τους άδολους παρίες. «Η αγάπη είναι ένας σκύλος απ’ την Κόλαση», έλεγε και αμέσως μετά κατέφευγε στην πρώτη πρόθυμη αγκαλιά. Του άρεσε να πίνει και να αλητεύει, αλλά του άρεσε εξίσου να συναρπάζεται από τον Ιωάννη Σεβαστιανό Μπαχ, και στους ρυθμούς των μεγάλων κλασικών, του Ντοστογιέφσκι και του Ντ. Χ. Λόρενς, του Έρνεστ «Πάπα» Χέμινγουεϊ και του Λουί Φερντινάν Σελίν, άγρια τα βράδια να χορεύει. Τον είπαν μισάνθρωπο, αλλά η αλήθεια είναι ότι πάντα βρισκόταν με φίλους, ότι πάντα χάριζε ένα πλατύ χαμόγελο σε όσους το αποζητούσαν, απλώς ήξερε να εκφράζει με εκπληκτική διαύγεια τη σκοτεινή πλευρά της ζωής, τους ανήλιαγους χώρους της ανθρώπινης ψυχής. Τον έλεγαν Χένρι Τσαρλς Μπουκόβσκι. Πριν από δεκατέσσερα χρόνια, στις 9 Μαρτίου του 1994, άφησε για πάντα την αγαπημένη του Πόλη των Αγγέλων, το Λος Άντζελες που το τραγούδησε όσο ο Ζακ Πρεβέρ το Παρίσι, και πήγε να σμίξει με τους αγγέλους τ’ ουρανού που τόσο τους είχε ανάγκη όταν πάλευε με τις κακουχίες και με τα πλήκτρα της παλιάς μαύρης βαριάς του γραφομηχανής, μιας πάντα κλασικής Ρέμινγκτον.
Στην Ελλάδα, η ποίησή του γοητεύει έμπειρους και επιδέξιους μεταφραστές, που συμβαίνει να είναι και οι ίδιοι ποιητές και συγγραφείς. Και μάλιστα, καλοί: Τεό Ρόμβος, Γιώργος Μπλάνας, Λουκάς Θεοδωρακόπουλος. Πίναμε τις λέξεις του, πίνοντας αλλεπάλληλες μπίρες στον αλήστου μνήμης «Μπερντέ», ένα φιλόξενο στέκι, μαγειρείο και ποτάδικο, τίγκα στον καπνό και στις ωραίες φάτσες, όλοι μια παρέα, οχτάωρα και δεκάωρα, συζητώντας παθιασμένα, γράφοντας, τρώγοντας, καβγαδίζοντας, αρχές δεκαετίας του ογδόντα, διακηρύσσοντας με αγέρωχο θράσος ότι είμαστε παιδιά του Μπάροουζ και του Γκίνσμπεργκ, του Κέρουακ και του Χέμινγουεϊ, του Χάμετ και του Τσάντλερ, του Μπρετόν και του Ντεμπόρ, του Μπακούνιν και του Μπουκόβσκι!
Τα χρόνια κύλησαν. Οι αγάπες παρέμειναν. Τώρα, πάλι φουντώνει ο ενθουσιασμός για τον μεγάλο ποιητή της ζωής, για τον άντρα αυτό που έμεινε πιστός στις προσηλώσεις του παλεύοντας γερά με τις λέξεις και τα μυστικά τους, «γυμνάζοντας τη σκέψη σε απογύμνωση», καθώς έλεγε ο Νίκος Καρούζος, τολμώντας να κάνει πετυχημένα μουσική πανδαισία την τραχύτητα, καθάριο λόγο την υπαρξιακή αγωνία, «οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου» (ω, Ανδρέα Εμπειρίκο!). Η Σώτη Τριανταφύλλου, ο Γιάννης Λειβαδάς και ο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος, παρέλαβαν τη σκυτάλη και ανέλαβαν να μας δωρίσουν τις σελίδες του Μπουκόβσκι στα ελληνικά. Τον τελευταίο καιρό απολαμβάνουμε ένα Μπαράζ Μπουκόβσκι: κυκλοφόρησαν δύο ογκώδεις τόμοι, «Η Λάμψη της Αστραπής πίσω από το Βουνό» και «Να περιφέρεσαι στην τρέλα, αναζητώντας τη Λέξη, τον Στίχο, τη Ζωή» (από τη Σώτη Τριανταφύλλου και τις εκδόσεις Ηλέκτρα), ενώ αναμένεται ένας τρίτος σε μετάφραση του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου, μια ανθολογία με τίτλο «Ποιήματα» και τα ημερολόγιά του, ανάμεσα στα 1991 και 1993, με τον έξοχο τίτλο «Ο καπετάνιος έχει κόψει αλυσίδα και το πλοίο είναι στα χέρια των ναυτών» (από τον Γιάννη Λειβαδά και τις εκδόσεις Ηριδανός), αλλά και μία εκτενέστατη συνέντευξή του στην Φερνάντα Πιβάνο, με τον επίσης έξοχο τίτλο «Το μόνο που με νοιάζει είναι να ξύνομαι στη μασχάλη» (μετάφραση Λένα Ταχμαζίδου, εκδόσεις Απόπειρα). Ωραίο λεκτικό πανηγύρι, και πολύπτυχη ευκαιρία γνωριμίας του Μπουκόβσκι με μια νέα ανήσυχη γενιά!
Ο ποιητής, γεννημένος στις 16 Αυγούστου του 1920, στο Άντερναχ, βορείως της Φρανκφούρτης, ήταν γιος του Χένρι Μπουκόβσκι, ενός Αμερικανού λοχία πολωνικής καταγωγής, και της Κατερίνας Φεττ, μιας Γερμανίδας ράπτριας. Μεγάλωσε μες στη δυστυχία, τη βία, την απόσταση ανάμεσα στις φιλοδοξίες του πατέρα του και στην σκληρή πραγματικότητα. Στα δεκατρία του, γέμισε με δοθιήνες που πυορροούσαν. Κυκλοφορούσε με επιδέσμους στο πρόσωπο, θύμιζε τέρας από ταινίες τρόμου. Κλείστηκε στον εαυτό του και αναζήτησε παρηγοριά στο διάβασμα. Καταβρόχθισε με πάθος τους ρώσους κλασικούς, τον Τζον ντος Πάσος, τον Σίνκλαιρ Λιούις και άλλους ανατόμους της ανθρώπινης ψυχής. Οι λέξεις, για τον μικρό Τσαρλς, δεν ήσαν ανιαρές, ήσαν ζώντες οργανισμοί που μπορούσαν να ζωντανέψουν το μυαλό του, που όταν τις διάβαζες σ’ έκαναν να νιώσεις τη μαγεία τους, σ’ έκαναν ανθεκτικό στην οδύνη, σου δώριζαν ελπίδα, σε δυνάμωναν ώστε τα πάντα να υπομένεις. Οι λέξεις έγιναν το βάλσαμο αλλά και το όπλο του. Οι λέξεις έγιναν η περιουσία του, η πατρίδα του, το κονάκι και το σύμπαν του. Με τις λέξεις κατάφερε να αντιμετωπίσει τις αντιξοότητες, να υπερβεί την ασχήμια, να δελεάσει δεκάδες γυναίκες, να ψάλλει ό,τι αγάπησε, να πλέξει συγκλονιστικά εγκώμια σε όσους ευγνωμονούσε.
Επιχείρησε να σπουδάσει αλλά τα παράτησε. Ήθελε μονάχα να νιώθει τον αγέρα της ελευθερίας. Κατέφευγε στη Δημοτική βιβλιοθήκη του Λος Άντζελες και αναζητούσε το νέκταρ των λέξεων. Μια μέρα, πήρε από το ράφι ακόμα ένα μυθιστόρημα. Ήταν το «Ρώτα τον Άνεμο» του Τζον Φάντε. Και άλλαξε άρδην η ζωή του. Τέτοια είναι η μαγεία και η δύναμη και η δόξα των λέξεων, όταν τις χειρίζονται οι μεγάλοι εραστές τους, οι ποιητές κι οι συγγραφείς.
Το μυθιστόρημα του Φάντε περιγράφει τη ζωή ενός επίδοξου συγγραφέα, του Αρτούρο Μπαντίνι, που πηγαίνει να ζήσει στο Μπούνκερ Χιλ του Λος Άντζελες αναζητώντας τον έρωτα και τον πλούτο των εμπειριών. Ο Μπουκόβσκι εγκατέλειψε πάλι τα πάντα, πήγε κι αυτός στο Μπούνκερ Χιλ, νοίκιασε μια κάμαρα, έκανε δουλειές του ποδαριού, έπινε στα καπηλειά της περιοχής, και άρχισε να γράφει. Και, συνάμα, να διαμορφώνει ένα εγώ που έμελλε να λάβει μυθικές διαστάσεις. Έκανε παρέα μονάχα με πόρνες, με μπάρμαν, με αλήτες και αποσυνάγωγους, με χαμένα κορμιά, με ξοφλημένους. Άκουγε τις ιστορίες τους, μοιραζόταν ό,τι είχε μαζί τους, τους απαθανάτισε με αγάπη στα μυθιστορήματα, στα διηγήματα, στα ποιήματά του. Στις αρχές της δεκαετίας του 1940, ο Μπουκόβσκι έγραφε για τα καλά, έδινε την ψυχή του όσο πιο αγνά και ανεξέλεγκτα μπορούσε, με τα δάχτυλά του να κοπανάνε τα πλήκτρα της Ρέμινγκτον και το ραδιόφωνο να παίζει πάντα κλασική μουσική. Και έμελλε, επί μία εικοσαετία και βάλε, να παραμείνει το πιο καλοκρυμμένο μυστικό της αμερικανικής λογοτεχνίας.
Την άνοιξη του 1955, ο Μπουκόβσκι αρρώστησε άσχημα, κλείστηκε στο νοσοκομείο, λίγο έλειψε να πεθάνει. Στα τριάντα τέσσερά του, ήταν ένας άνθρωπος άρρωστος, άνεργος, και μόνος. Και πάλι το γράψιμο ήταν η σωσίβια λέμβος.
Όταν επιμένεις, η ελπίδα γίνεται πράξη. Η Μπάρμπαρα Φράι, εκδότρια του λογοτεχνικού περιοδικού Harlequin, όχι μόνο δέχτηκε να δημοσιεύσει ποίηση του Μπουκόβσκι αλλά του έστειλε μιαν ενθουσιώδη επιστολή όπου του έλεγε ότι ήταν ποιητής μεγάλος όσο ο Ουίλλιαμ Μπλέικ. Ακολούθησε μια αλληλογραφία έμπλεη κατανόησης και αγάπης. Η Μπάρμπαρα εκμυστηρεύτηκε στον Τσαρλς ότι της λείπουν δύο αυχενικοί σπόνδυλοι κι ότι φοβάται πως κανείς δεν θα θελήσει ποτέ να την παντρευτεί. Ο ποιητής απάντησε ότι ευχαρίστως την παντρεύεται ο ίδιος. Κράτησε το λόγο του. Στις 29 Οκτωβρίου του 1955, τελέστηκαν οι γάμοι τους.
Η Μπάρμπαρα έκανε το κλασικό και μοιραίο γυναικείο λάθος. Μόχθησε να αλλάξει τον Τσαρλς, να τον ευπρεπίσει. Οι γυναίκες ενίοτε είναι απρόθυμες να καταλάβουν ότι ο ποιητής την Μούσα του αναζητεί και όχι την οικονόμο του. Ύστερα από δεκαπέντε μήνες ανώφελων προσπαθειών συγυρίσματος και νοικοκυρέματος, ο γάμος τινάχτηκε στον αέρα, και ο Τσαρλς πήγε να μείνει στο Χόλλυγουντ, στη σκοτεινή φτωχή μεριά του, αυτή που αποκαλούσε Ανατολικό Χόλλυγουντ και την ύμνησε τόσο ευαίσθητα και τόσο πολύ.
Την άνοιξη του 1966, θα σημειωθεί άλλη μία στροφή της Μοίρας που αρχίζει πια να γίνεται ευμενής. Ο Τζον Μάρτιν, ένας πετυχημένος επιχειρηματίας, μαγεύεται από το έργο του Μπουκόβσκι, εγκαταλείπει τα πάντα και στήνει έναν μικρό εκδοτικό οίκο, από τους καλύτερους στις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Black Sparrow Press, αποφασισμένος να προωθήσει σχεδόν αποκλειστικά την ποίηση του Τσαρλς.
Ζει φτωχικά, αλλά μες στην υπέρτατη χλιδή της απόλυτης ελευθερίας. Γράφει το πρώτο του μυθιστόρημα, το «Ταχυδρομείο». Γράφει το δεύτερο μυθιστόρημά του, το «Άνθρωπος για όλες τις δουλειές». Γράφει τις περίφημες «Ιστορίες Καθημερινής Τρέλας». Γράφει δεκάδες σκληρά και συνάμα ευαίσθητα ποιήματα. Συνάπτει μια σχέση παραφοράς και τρυφερότητας με την γλύπτρια Λίντα Κινγκ και την απαθανατίζει στα ποιήματά του και στο τρίτο του μυθιστόρημα, τις «Γυναίκες». Τον ανακαλύπτουν στη Γαλλία, στην Ιταλία, και κυρίως στη Γερμανία. Ο Μπουκόβσκι, ενώ κοντεύει τα εξήντα του, ταξιδεύει για πρώτη φορά στην Ευρώπη και θριαμβεύει. Απαγγέλλει σε κατάμεστες αίθουσες και το κοινό τον αποθεώνει. Πηγαίνει στο Παρίσι. Εμφανίζεται στην φημισμένη εκπομπή «Apostrophes». Μεθάει, καβγαδίζει με τον οικοδεσπότη, σηκώνεται και φεύγει στα μισά της απευθείας μετάδοσης. Η απόφασή του να παραμείνει πάντα ελεύθερος δεν είναι σόου μήτε τρικ. Είναι γνήσια ως το κόκαλο.
Επιστρέφει στην Αμερική, παντρεύεται τη Λίντα Λη Μπέιλ, μια πετυχημένη εστιάτορα, είκοσι τρία χρόνια νεότερή του, και μαζί της αρχίζει να απολαμβάνει το καλό κρασί και το εύγευστο φαγητό. Γράφει το τέταρτο μυθιστόρημά του, το «Τοστ με ζαμπόν», με κεντρικό θέμα τα δεινά των παιδικών του χρόνων. Συνάμα, απολαμβάνει την παρέα ωραίων τύπων όπως ο Ντένις Χόπερ, ο Χάρι Ντην Στάντον, και, κυρίως, ο φοβερός και τρομερός Σον Πεν. Απίθανη ανθοδέσμη δυναμικών και τρυφερών αντρών! Ο Μπουκόβσκι μάλιστα θα αφιερώσει στον Πεν το βιβλίο του «Στη Σκιά του Ρόδου», το 1991, και ο Πεν θα ανταποδώσει αφιερώνοντας στον ποιητή την ταινία του «The Crossing Guard», το 1996. Μέχρι τη στιγμή του θανάτου του, ο Τσαρλς Μπουκόβσκι θα κοπανάει με πάθος τα πλήκτρα και θα μας δωρίζει τον πλούτο των εμπειριών και των σκέψεων, τη μουσική των λέξεών του. Και είναι προσωπικός του θρίαμβος, ναι, θρίαμβος αυτού του μειλίχιου και πονεμένου ανθρώπου, το ότι ολοένα και πιο πολλοί ευαίσθητοι αναγνώστες ανακαλύπτουν και πάλι το αναρχικό και βαθιά τρυφερό χιούμορ του Τσαρλς Μπουκόβσκι!









2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Η Μπάρμπαρα διέπραξε πράγματι το μοιραίο (για τον Μπουκόφσκι) λάθος. Τέτοιοι αβίωτοι σύντροφοι (διάβαζε "ασύντροφοι"), ποιητές ή μη, δεν χρειάζονται οικονόμο. Παιδονόμο χρειάζονται.

lemon είπε...

Πολύ ανθρώπινο και καλογραμμένο το κείμενό σας.
Θα μπορούσατε να μου πείτε πως αυτή είναι η δουλειά σας (το γράφειν καλά!) αλλά ήθελα να σας το πω.
Διάφορα΄(σύντομα)βιογραφικά κείμενα για τον Μπ. έχουν πέσει στο δρόμο μου μέσα στα χρόνια. Μα το δικό σας ήταν ανθρώπινο (άλλη λέξη δεν μπορώ να βρβ, καλύτερη), και επίσης λογοτεχνικό, σαν να διάβασα ένα όμορφο βιβλίο.