Το παρακάτω μεταδόθηκε από το Κανάλι 1, Πειραιάς, 90,4 FM, μεσημέρι παρά πέντε όπως πάντα, την Πέμπτη 8 Μαΐου. Πρόκειται για αποσπάσματα από το βιβλίο που ετοίμασα συνεργαζόμενος με τον Πάρι Κούτσικο «Μάης 68: Η Γιορτή της Ποίησης, Η Ποίηση της Γιορτής» (εκδ. Οξύ). Σήμερα, Κυριακή, στις 7 το απόγευμα, στο Πολυτεχνείο και στο Αμφιθέατρο Γκίνη, γίνεται εκδήλωση για τον Μάη, όπου θα μιλήσουν ο Ευτύχης Μπιτσάκης, ο Στέλιος Ελληνιάδης, ο Μιχάλης Παπαμακάριος, κι εγώ. Θα ακολουθήσει συζήτηση. Εν συνεχεία, γιορταστική κρασοκατάνυξη μετά μουσικής στο Barrio (Κεραμεικού 53).
Δύο, τρία πράγματα που συνέβαιναν τον Μάη
Το ασυνήθιστο μετατρεπόταν σε καθημερινό στο μέτρο που μπροστά στο καθημερινό ανοίγονταν τεράστιες δυνατότητες αλλαγής. Οι ερευνητές του αστεροσκοπείου του Μεντόν έθεσαν σε αυτοδιαχείριση την αστρονομική παρατήρηση. Το Εθνικό Τυπογραφείο κατέβηκε σε απεργία. Οι νεκροθάφτες κατέλαβαν τα νεκροταφεία, οι ποδοσφαιριστές έδιωξαν τους διευθυντές της ΄Ενωσης των Σωματείων τους και συνέταξαν μια προκήρυξη όπου απαιτούσαν να δοθεί το «ποδόσφαιρο στους ποδοσφαιριστές».
Ο γερο-τυφλοπόντικας της επανάστασης δεν χάριζε κάστανα σε κανέναν, ούτε στους παλιούς ούτε και στους νέους προνομιούχους. Οι εσωτερικοί βοηθοί και οι νέοι γιατροί κατέστρεψαν το φεουδαρχικό καθεστώς που κυριαρχούσε στον κλάδο τους, έφτυσαν κατάμουτρα στα «αφεντικά» πριν να τα διώξουν, πήραν θέση ενάντια στην ιατρική κάστα και καταδίκασαν τις ιατρικές αντιλήψεις. Τα «αμφισβητούμενα στελέχη» έφτασαν στο σημείο να αμφισβητήσουν και την ίδια τους τη θέση στην ιεραρχία, σαν αρνητικό προνόμιο για να καταναλώνουν περισσότερο και συνεπώς να ζουν λιγότερο. ΄Ολοι ακολούθησαν το πρότυπο των προλετάριων που απαιτούσαν το τέλος του προλεταριάτου, ακόμα και οι ασχολούμενοι με τη διαφήμιση που ζητούσαν την κατάργησή της.
Mέσα σε μια βδομάδα, εκατομμύρια άνθρωποι αποτίναξαν από πάνω τους το φορτίο των αλλοτριωτικών συνθηκών, τη ρουτίνα της επιβίωσης, την ιδεολογική παραποίηση, τον ανεστραμμένο κόσμο του θεάματος.
Για πρώτη φορά μετά την Κομμούνα του 1871, και με καλύτερες προοπτικές, το πραγματικό άτομο απορροφούσε την αφηρημένη έννοια του πολίτη: το άτομο πια στην πραγματική του ζωή, στην ατομική του εργασία, στις προσωπικές του σχέσεις, γινόταν ένα ειδοποιό ον αναγνωρίζοντας έτσι τις δικές του δυνάμεις σαν δυνάμεις κοινωνικές.
Η γιορτή παραχωρούσε επιτέλους αληθινές διακοπές σ’ αυτούς που δεν γνώριζαν παρά τις εργάσιμες μέρες και τις αργίες. Η ιεραρχική πυραμίδα έλιωσε σαν ζαχαρένιο ψωμί στον ήλιο του Μάη. Μιλούσαμε, καταλαβαινόμαστε με μισόλογα. Δεν υπήρχαν πια ούτε διανοούμενοι ούτε εργάτες αλλά επαναστάτες που συζητούσαν παντού, γενικεύοντας μιαν επικοινωνία από την οποία ένιωθαν αποκλεισμένοι μόνο οι εργατιστές διανοούμενοι και άλλοι υποψήφιοι διευθύνοντες. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, η λέξη «σύντροφος» βρήκε την αυθεντική της σημασία, χαρακτήριζε πραγματικά το τέλος των διαχωρισμών, όσο γι’ αυτούς που εξακολουθούσαν να τη χρησιμοποιούν αλά σταλινικά, κατάλαβαν γρήγορα ότι με το να μιλούν τη γλώσσα των λύκων αποκάλυπταν καλύτερα ότι ήταν μαντρόσκυλα.
Οι δρόμοι ανήκαν σ’ εκείνους που ξήλωναν τα πλακόστρωτα. Η καθημερινή ζωή που ανακαλύφθηκε ξαφνικά γινόταν το επίκεντρο όλων των εφικτών κατακτήσεων.
΄Ολα εκείνα που το κίνημα επανέφερε μέσα σ’ έναν κατακεραυνωτικό συνειρμό – «γρήγορα», έλεγε απλά ένα από τα συνθήματα στους τοίχους, που ήταν ίσως το πιο ωραίο- περιφρονούσαν ολοκληρωτικά τις παλιές συνθήκες ύπαρξης και άρα αυτούς που είχαν δουλέψει για να τις διατηρήσουν απ’ τις βεντέτες της τηλεόρασης ως τους πολεοδόμους.
Δεν είναι τυχαίο που για πρώτη φορά γράφτηκαν στους τοίχους βλάσφημα συνθήματα ενάντια στη θρησκεία, το κράτος και τα συνδικάτα, ενώ οι ως τότε «βεντέτες» της επανάστασης (Σάρτρ, Αραγκόν και οι λοιποί) δέχτηκαν τα πυρά της περιφρόνησης από τα πιο ριζοσπαστικά τμήματα της νεολαίας και της εργατικής τάξης. Τα είδωλα αποδοκιμάστηκαν όπως τους άξιζε, οι θεσμοί κονιορτοποιήθηκαν (έστω για λίγο, έστω), ενώ η ριζοσπαστική υποκειμενικότητα και η θέληση για ζωή θριάμβευσαν.
«Οι μέρες του ’68 έδειξαν με αρκετά εντυπωσιακό τρόπο ότι η πολυπλοκότητα του πραγματικού συμπυκνώνεται, σιγά σιγά, στην απλότητα των χειρονομιών, όπως ακριβώς, μέσα στην ίδια πορεία, η αλήθεια, για να γίνει ακουστή, χρειάζεται τη φωνή του πλακόστρωτου» (Ραούλ Βανεγκέμ, Τρομοκρατία ή Επανάσταση). Οι εξεγερμένοι ανακάλυψαν και πάλι αυτό που είχαν ανακαλύψει (έναν αιώνα πριν) οι Κομμουνάριοι: η Επανάσταση –όπως και η Αλήθεια– είναι το βακχικό εκείνο όργιο στο οποίο κανείς δεν θέλει να μείνει εγκρατής.
Δύο, τρία πράγματα που συνέβαιναν τον Μάη
Το ασυνήθιστο μετατρεπόταν σε καθημερινό στο μέτρο που μπροστά στο καθημερινό ανοίγονταν τεράστιες δυνατότητες αλλαγής. Οι ερευνητές του αστεροσκοπείου του Μεντόν έθεσαν σε αυτοδιαχείριση την αστρονομική παρατήρηση. Το Εθνικό Τυπογραφείο κατέβηκε σε απεργία. Οι νεκροθάφτες κατέλαβαν τα νεκροταφεία, οι ποδοσφαιριστές έδιωξαν τους διευθυντές της ΄Ενωσης των Σωματείων τους και συνέταξαν μια προκήρυξη όπου απαιτούσαν να δοθεί το «ποδόσφαιρο στους ποδοσφαιριστές».
Ο γερο-τυφλοπόντικας της επανάστασης δεν χάριζε κάστανα σε κανέναν, ούτε στους παλιούς ούτε και στους νέους προνομιούχους. Οι εσωτερικοί βοηθοί και οι νέοι γιατροί κατέστρεψαν το φεουδαρχικό καθεστώς που κυριαρχούσε στον κλάδο τους, έφτυσαν κατάμουτρα στα «αφεντικά» πριν να τα διώξουν, πήραν θέση ενάντια στην ιατρική κάστα και καταδίκασαν τις ιατρικές αντιλήψεις. Τα «αμφισβητούμενα στελέχη» έφτασαν στο σημείο να αμφισβητήσουν και την ίδια τους τη θέση στην ιεραρχία, σαν αρνητικό προνόμιο για να καταναλώνουν περισσότερο και συνεπώς να ζουν λιγότερο. ΄Ολοι ακολούθησαν το πρότυπο των προλετάριων που απαιτούσαν το τέλος του προλεταριάτου, ακόμα και οι ασχολούμενοι με τη διαφήμιση που ζητούσαν την κατάργησή της.
Mέσα σε μια βδομάδα, εκατομμύρια άνθρωποι αποτίναξαν από πάνω τους το φορτίο των αλλοτριωτικών συνθηκών, τη ρουτίνα της επιβίωσης, την ιδεολογική παραποίηση, τον ανεστραμμένο κόσμο του θεάματος.
Για πρώτη φορά μετά την Κομμούνα του 1871, και με καλύτερες προοπτικές, το πραγματικό άτομο απορροφούσε την αφηρημένη έννοια του πολίτη: το άτομο πια στην πραγματική του ζωή, στην ατομική του εργασία, στις προσωπικές του σχέσεις, γινόταν ένα ειδοποιό ον αναγνωρίζοντας έτσι τις δικές του δυνάμεις σαν δυνάμεις κοινωνικές.
Η γιορτή παραχωρούσε επιτέλους αληθινές διακοπές σ’ αυτούς που δεν γνώριζαν παρά τις εργάσιμες μέρες και τις αργίες. Η ιεραρχική πυραμίδα έλιωσε σαν ζαχαρένιο ψωμί στον ήλιο του Μάη. Μιλούσαμε, καταλαβαινόμαστε με μισόλογα. Δεν υπήρχαν πια ούτε διανοούμενοι ούτε εργάτες αλλά επαναστάτες που συζητούσαν παντού, γενικεύοντας μιαν επικοινωνία από την οποία ένιωθαν αποκλεισμένοι μόνο οι εργατιστές διανοούμενοι και άλλοι υποψήφιοι διευθύνοντες. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, η λέξη «σύντροφος» βρήκε την αυθεντική της σημασία, χαρακτήριζε πραγματικά το τέλος των διαχωρισμών, όσο γι’ αυτούς που εξακολουθούσαν να τη χρησιμοποιούν αλά σταλινικά, κατάλαβαν γρήγορα ότι με το να μιλούν τη γλώσσα των λύκων αποκάλυπταν καλύτερα ότι ήταν μαντρόσκυλα.
Οι δρόμοι ανήκαν σ’ εκείνους που ξήλωναν τα πλακόστρωτα. Η καθημερινή ζωή που ανακαλύφθηκε ξαφνικά γινόταν το επίκεντρο όλων των εφικτών κατακτήσεων.
΄Ολα εκείνα που το κίνημα επανέφερε μέσα σ’ έναν κατακεραυνωτικό συνειρμό – «γρήγορα», έλεγε απλά ένα από τα συνθήματα στους τοίχους, που ήταν ίσως το πιο ωραίο- περιφρονούσαν ολοκληρωτικά τις παλιές συνθήκες ύπαρξης και άρα αυτούς που είχαν δουλέψει για να τις διατηρήσουν απ’ τις βεντέτες της τηλεόρασης ως τους πολεοδόμους.
Δεν είναι τυχαίο που για πρώτη φορά γράφτηκαν στους τοίχους βλάσφημα συνθήματα ενάντια στη θρησκεία, το κράτος και τα συνδικάτα, ενώ οι ως τότε «βεντέτες» της επανάστασης (Σάρτρ, Αραγκόν και οι λοιποί) δέχτηκαν τα πυρά της περιφρόνησης από τα πιο ριζοσπαστικά τμήματα της νεολαίας και της εργατικής τάξης. Τα είδωλα αποδοκιμάστηκαν όπως τους άξιζε, οι θεσμοί κονιορτοποιήθηκαν (έστω για λίγο, έστω), ενώ η ριζοσπαστική υποκειμενικότητα και η θέληση για ζωή θριάμβευσαν.
«Οι μέρες του ’68 έδειξαν με αρκετά εντυπωσιακό τρόπο ότι η πολυπλοκότητα του πραγματικού συμπυκνώνεται, σιγά σιγά, στην απλότητα των χειρονομιών, όπως ακριβώς, μέσα στην ίδια πορεία, η αλήθεια, για να γίνει ακουστή, χρειάζεται τη φωνή του πλακόστρωτου» (Ραούλ Βανεγκέμ, Τρομοκρατία ή Επανάσταση). Οι εξεγερμένοι ανακάλυψαν και πάλι αυτό που είχαν ανακαλύψει (έναν αιώνα πριν) οι Κομμουνάριοι: η Επανάσταση –όπως και η Αλήθεια– είναι το βακχικό εκείνο όργιο στο οποίο κανείς δεν θέλει να μείνει εγκρατής.
1 σχόλιο:
Τελικά κατάφερα κι επέστρεψα σώος από τα μποφόρια του αφρού των ημερών (σεβάστηκα απόλυτα τον Ιρλανδό Jameson-ούτε που τον άγγιξα)στον Ομηρικό μου δρόμο πριν τα ξημερώματα.Προηγουμένως είχα παραδώσει τον γιο του Δαίδαλου στον Παπαδιαμάντη αλλά στα όνειρά μου μόνον έναν κρίνο (lilly) έβλεπα και Νταλάρα άκουγα...
Δημοσίευση σχολίου