Joni
Πέρασε από τα δροσερά μονοπάτια της φολκ και της ποπ στους λαβυρίνθους της τζαζ, αποσπώντας μάλιστα τον θαυμασμό του βαρέων βαρών ιδιοφυούς Τσαρλς Μίνγκους. Έχει χαρακτηριστεί η σημαντικότερη γυναίκα τροβαδούρος-τραγουδοποιός όλων των εποχών, και το τελειοθηρικό ταλέντο της την έχει οδηγήσει στο να ισοφαρίζει, θα λέγαμε, το ρεκόρ του Βαν «του Τρομερού» Μόρισον, ήγουν το να μην έχει κάνει ούτε έναν κακό ή έστω μέτριο μουσικό έργο. Ο τρόπος με τον οποίο παίζει κιθάρα θεωρείται μοναδικός, έχει γίνει πηγή έμπνευσης βιρτουόζων της κιθάρας όπως ο Τζίμι Πέιτζ των Led Zeppelin. Η φωνή της και η μουσική της έχουν επηρεάσει γενιές ολόκληρες των πιο ετερόκλητων ερμηνευτών και συνθετών, όπως η Ανν Λίνοξ και ο Πρινς, η Κασάνδρα Γουίλσον και η Νταϊάνα Κραλ, η Μαντόνα και η Τόρι Έϊμος. Καίτοι δεν είχε συμμετάσχει στην περίφημη γιορτή της μουσικής και της αγάπης, στο φεστιβάλ του Γούντστοκ, έγραψε τον αθάνατο ύμνο εκείνων των τριών ημερών άκρατου ξεφαντώμαντος. Πέρασε από την αγκαλιά μορφών όπως ο Νιλ Γιανγκ, ο Σαμ Σέπαρντ, και ο Γουόρεν Μπίτι, φροντίζοντας πάντως να μην προκαλέσει σάλο, ταραχή ή σκάνδαλο με τον τρόπο ζωής της, αν εξαιρέσουμε δύο περίεργα μπερδέματα που άλλωστε ήρθαν στο φως της δημοσιότητας δεκαετίες αργότερα. Φέτος έχει διπλά γενέθλια, που θα πρέπει να τα γιορτάζει με ένα πλατύ χαμόγελο των πάντα ιδιαίτερα πλούσιων χειλιών της, μιας και συμπίπτουν με την επίσης διπλή, και ήδη εγκωμιασμένη, επάνοδό της στη δισκογραφία. Κλείνει τα 65 της χρόνια στη ζωή και τα 40 στη μουσική βιομηχανία. Δύο έργα, το ολοδικό της «Shine» και το «River: The Joni Letters», με δικές της συνθέσεις δουλεμένες από το ιερό τέρας της τζαζ, τον Χέρμπι Χάνκοκ, εμφανίστηκαν πριν από μερικούς μήνες και κατέκτησαν ένα απαιτητικό, αλλά και όχι αποκλειστικά κλειστό, κοινό, αποσπώντας μάλιστα και από ένα Βραβείο Γκράμι έκαστο. Νίκησε την πολιομυελίτιδα, κέρδισε την παρτίδα με τη φθορά, απέσπασε πληθώρα βραβείων, και η ίδια λέει λιτά για τον εαυτός της ότι είναι απλώς η φανατικότερη παλαιάς κοπής καπνίστρια, μιας και ομνύει στο τσιγάρο αδιαλείπτως από τα εννέα της (!) χρόνια, καθώς επίσης και ότι κατ’ ουσίαν είναι μία εικαστικός που οι συνθήκες την έκαναν να εκτροχιαστεί προς τη μουσική. Ακούει στο όνομα Τζόνι Μίτσελ και είναι μια σπουδαία γυναίκα.
Γεννήθηκε στις 7 Νοεμβρίου του 1943, στο Φορτ Μακλίοντ, στην Αλμπέρτα του Καναδά. Το όνομα που της δόθηκε ήταν Ρομπέρτα Τζόαν Άντερσον. Ο πατέρα της, ο Μπιλ Άντερσον, ήταν εκείνη την εποχή αξιωματικός στη Βασιλική Αεροπορία του Καναδά, ενώ η μητέρα της, η Μιρτλ ΜακΚί, ήταν δασκάλα. Οι νότες, οι λέξεις, και τα χρώματα θα είναι οι πρώτες, και αείζωες, αγάπες της Ρομπέρτα Τζόαν. Θα αρχίσει να μαθαίνει πιάνο και γιουκαλίλι, θα τραγουδάει σε μια παιδική χορωδία, θα ζωγραφίζει. Στα εννιά έρχεται το μεγάλο χτύπημα της πολιομυελίτιδας, και συνάμα η μανιακή εξάρτηση από τον καπνό. Η αρρώστια μετατράπηκε αργότερα σε ένα είδος ευλογίας, μιας και σ’ αυτήν οφείλεται το μοναδικό της στυλ στην κιθάρα καθώς και τα εμπνευσμένα της κουρδίσματα. Όσο για το κάπνισμα, μάλλον της δωρίζει απλώς την αίσθηση της ευγενικής προσήλωσης σε ένα πάθος που μοιράζεται με τόσους ομότεχνούς της και με εκατομμύρια εκατομμυρίων άλλων.
Άρχισε να σπουδάζει στην Σχολή Καλών Τεχνών του Κάλγκαρι, πιστεύοντας ότι μπορεί να γίνει σημαντική ζωγράφος. Μάλιστα σε μια σπάνια κρίση αλαζονείας μπόρεσε να πει ότι το εικαστικό της έργο είναι ένα μυστήριο ραντεβού του Γκογκέν με τον Βαν Γκογκ. Εγκατέλειψε, ωστόσο, τις σπουδές της, τον Ιούνιο του 1964, και αποφάσισε να πάει στο Τορόντο και να γίνει τραγουδίστρια. Και έκανε καλά.
Άρχισε να παίζει κιθάρα και να τραγουδάει σε μικρά φιλόξενα στέκια του Τορόντο, σε μουσικές σκηνές όπου δέσποζε η φολκ, και όπου σύχναζαν κάμποσοι νεαροί Αμερικανοί που είχαν καταφύγει εκεί για αποφύγουν τη στρατολόγηση και τον πόλεμο του Βιετνάμ. Το 1965, θα γνωρίσει τον τραγουδιστή της φολκ Τσακ Μίτσελ, θα παντρευτούν, και η Ρομπέρτα Τζόαν Άντερσον θα μετονομαστεί διά παντός σε Τζόνι Μίτσελ. Μερικές εβδομάδες πριν από το γάμο, είχε γεννήσει ένα κοριτσάκι, την Κέλι Ντέιλ Άντερσον, το οποίο όμως έδωσε υιοθεσία, ένα γεγονός που έμεινε κρυφό σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας της, και αποκαλύφθηκε μόλις πριν από δέκα χρόνια, οπότε και η Μίτσελ επανασυνδέθηκε με τη θυγατέρα της, που στο μεταξύ είχε μετονομαστεί σε Κίλοριν Γκιμπ, και έκανε έρευνες για να ανακαλύψει τη βιολογική της μητέρα, και με τον εγγονό της, τον Μάρλιν.
Η Τζόνι και ο Τσακ θα αναζητήσουν την τύχη τους στις Ηνωμένες Πολιτείες, θα εγκατασταθούν στη Νέα Υόρκη, θα σημειώσουν κάποια επιτυχία με τις κοινές εμφανίσεις τους, αλλά θα χωρίσουν από κλίνης και από μικροφώνου στα 1967. Η Τζόνι θα αναχωρήσει για το Λος Άντζελες, θα γράφει ανελλιπώς τραγούδια, θα σχετισθεί ερωτικά και επαγγελματικά με τον Ντέιβιντ Κρόσμπι των Crosby, Stills, Nash & Young, και θα θέσει τα θεμέλια για το ντεμπούτο της στη δισκογραφία, το «Song to a Seagull», το 1968. Αξίζει να σημειώσουμε ότι από την θρυλική τετράδα των CSN&Y, η σφύζουσα από θηλυκότητα Τζόνι συνήψε ερωτικές σχέσεις με τους Κρόσμπι, Γκράχαμ Νας, και Νιλ Γιανγκ, ενώ δεν παρέλειψε να συνεργαστεί με τον Στίβεν Στιλς, στο αριστούργημά της, το «Blue».
Θα ακολουθήσει, την επόμενη χρονιά, το λυρικό «Clouds», ένα έξοχο άλμπουμ με αθάνατα διαμάντια, όπως το «Tin Angel» και το «Both Sides, Now», για το οποίο θα τιμηθεί με το πρώτο από τα εννέα Γκράμι της σταδιοδρομίας της. Ήδη χαρακτηρίζεται «ποιήτρια της καθημερινότητας», ενώ οι δημοσιογράφοι μιλάνε για την ευδιάκριτη ευφυΐα της που «ασκεί ιδιαίτερη γοητεία στους άντρες που έχουν βαρεθεί τόσο τα ανιαρά κουνελάκια όσο και τις ανένδοτες φεμινίστριες».
Θα ακολουθήσει το «Ladies of the Canyon», στα 1970, και, ένα χρόνο μετά, το κορυφαίο «Blue», με ενορχηστρώσεις που άφησαν εποχή. Τα τραγούδια της Μίτσελ γίνονται επιτυχίες στο ραδιόφωνο και τα άλμπουμ της, όπως το «For the Roses», του 1972, το «Court and Spark», του 1974, και το «The Hissing of Summer Lawns», του 1975, σκαρφαλώνουν ταχέως στα τσαρτ, με πωλήσεις που κυμαίνονται ανάμεσα στις 500.000 και το ένα εκατομμύριο κομμάτια. Παράλληλα, ζωγραφίζει όλο και πιο επίμονα, και ερωτεύεται όλο και πιο παθιασμένα, σχεδόν πάντα εξέχοντες συναδέλφους της, όπως ο Τζάκσον Μπράουν, και ο Τζέιμς Τέιλορ, αλλά και πολυσχιδείς προσωπικότητες όπως ο συγγραφέας, και τόσα άλλα, Σαμ Σέπαρντ, ή ο πολυπλόκαμος παραγωγός, και ιδρυτής της Asylum Records, Ντέιβιντ Γκέφεν. Μάλιστα, το περιοδικό Rolling Stone, κάπως αναιδώς, δημοσίευσε ένα ερωτικό-γενεαλογικό «δέντρο», με την Τζόνι και τους κατά καιρούς εραστές της, προκαλώντας βεβαίως την μήνιν της αοιδού.
Το 1975, η Τζόνι θα συμμετάσχει στην Rolling Thunder Revue, τη σειρά περιοδειών του Μπομπ Ντίλαν, παρέα με την Τζόαν Μπαέζ, κι εκεί θα σημειωθεί το δεύτερο μπέρδεμά της, που αποκαλύφθηκε κι αυτό πολλά χρόνια μετά, ήτοι η σφοδρή αντιπαλότητά της με την Μπαέζ, με την οποία λίγο έλειψε να ξεμαλλιαστούν. Και λίγο μετά, θα κάνει την εκθαμβωτική της εμφάνιση στο καλύτερο μουσικό φιλμ όλων των εποχών, το εξαίσιο «The Last Waltz» του Μάρτιν Σκορτσέζε, ανάμεσα στην απόλυτη dream team των Band, του Μάντι Γουότερς, τον Ντόκτορ Τζον, του Βαν Μόρισον, του Πολ Μπάτερφιλντ, του Νιλ Γιανγκ, του Έρικ Κλάπτον, και τόσων άλλων εκλεκτών!
Εντυπωσιάζει με το εμβληματικό άλμπουμ «Hejira», το 1976, και το 1979 έρχεται η σειρά του ρηξικέλευθου «Mingus», ενός φόρου τιμής στον μεγάλο Τσαρλς Μίνγκους, με συμμετοχές του ιδίου, του Χέρμπι Χάνκοκ στο ηλεκτρικό πιάνο, του επίσης θρυλικού Γουέιν Σόρτερ στο σοπράνο σαξόφωνο, και του Τζέικο Παστόριους στο μπάσο. Μαζί έρχονται κι άλλοι ερωτικοί δεσμοί, όπως με τον ντράμερ των LA Express, της πρωτοποριακής τζαζ μπάντας που συνόδευε την Τζόνι στις ζωντανές εμφανίσεις και στις περιοδείες της, και γάμοι, όπως με τον, κατά μία δεκαπενταετία νεότερό της, μπασίστα και παραγωγό Λάρι Κλάιν, με τον οποίον έμειναν μαζί από το 1982 έως το 1994.
Πιστή στην τελειομανία της, η Τζόνι Μίτσελ θα ερωτοτροπεί με την τζαζ και θα αντικαθιστά τη λυρική μελαγχολία της ποίησης και της μουσικής της με μια εστετίστικη ειρωνική αποστασιοποίηση, μια έρευνα των μυχίων της γυναικείας ψυχής, και ένα εντεινόμενο ενδιαφέρον για το περιβάλλον και την πολιτική. Έτσι μας προσφέρει το «Turbulent Indigo», με κομμάτια όπως το εκπληκτικά δυναμικό «Sex Kills», και σιγά-σιγά αποσύρεται από τη μουσική βιομηχανία, όχι δίχως να εκτοξεύσει μερικές δριμύτατες κριτικές στη μανία για εμπορευματοποίηση και στον εκπεσμό της ποιότητας. Καταπιάνεται μεθοδικά με τη ζωγραφική, εργάζεται ως σύμβουλος σε μπαλέτα, αρχίζει να γράφει την αυτοβιογραφία της που, καθώς λέει η ίδια, θα απλώνεται σε τέσσερις τόμους. Και μόλις πριν από μερικούς μήνες, μας προσφέρει τη διπλή έκπληξη: κυκλοφορεί το «Shine», ένα μπουκέτο από δέκα αμάραντα άνθη, όπως το «Bad Dreams», το «Night of the Iguana», εμπνευσμένο από το ομώνυμο έργο του Τενεσί Ουίλιαμς, και η μελοποίηση του κλασικού ποιήματος «If» του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ~ και ταυτόχρονα κυκλοφορεί το «River: The Joni Letters», ο φόρος τιμής του Χέρμπι Χάνκοκ στην Τζόνι Μίτσελ, με τις συμμετοχές του Γουέιν Σόρτερ, στο τενόρο και το σοπράνο σαξόφωνο, του Ντέιβ Χόλαντ στο μπάσο, και της ίδιας της Τζόνι, της Νόρα Τζόουνς, του Λέοναρντ Κοέν, της Τίνα Τέρνερ, στην ερμηνεία των κομματιών. Αμφότερα τα έργα τιμήθηκαν με Γκράμι, και μπήκαν στην καρδιά κάθε λάτρη της καλής μουσικής. Εύγε, Τζόνι Μίτσελ, και να ’σαι πάντα δημιουργική, είτε με τις νότες, είτε με τις λέξεις, είτε με τα χρώματα!
Πέρασε από τα δροσερά μονοπάτια της φολκ και της ποπ στους λαβυρίνθους της τζαζ, αποσπώντας μάλιστα τον θαυμασμό του βαρέων βαρών ιδιοφυούς Τσαρλς Μίνγκους. Έχει χαρακτηριστεί η σημαντικότερη γυναίκα τροβαδούρος-τραγουδοποιός όλων των εποχών, και το τελειοθηρικό ταλέντο της την έχει οδηγήσει στο να ισοφαρίζει, θα λέγαμε, το ρεκόρ του Βαν «του Τρομερού» Μόρισον, ήγουν το να μην έχει κάνει ούτε έναν κακό ή έστω μέτριο μουσικό έργο. Ο τρόπος με τον οποίο παίζει κιθάρα θεωρείται μοναδικός, έχει γίνει πηγή έμπνευσης βιρτουόζων της κιθάρας όπως ο Τζίμι Πέιτζ των Led Zeppelin. Η φωνή της και η μουσική της έχουν επηρεάσει γενιές ολόκληρες των πιο ετερόκλητων ερμηνευτών και συνθετών, όπως η Ανν Λίνοξ και ο Πρινς, η Κασάνδρα Γουίλσον και η Νταϊάνα Κραλ, η Μαντόνα και η Τόρι Έϊμος. Καίτοι δεν είχε συμμετάσχει στην περίφημη γιορτή της μουσικής και της αγάπης, στο φεστιβάλ του Γούντστοκ, έγραψε τον αθάνατο ύμνο εκείνων των τριών ημερών άκρατου ξεφαντώμαντος. Πέρασε από την αγκαλιά μορφών όπως ο Νιλ Γιανγκ, ο Σαμ Σέπαρντ, και ο Γουόρεν Μπίτι, φροντίζοντας πάντως να μην προκαλέσει σάλο, ταραχή ή σκάνδαλο με τον τρόπο ζωής της, αν εξαιρέσουμε δύο περίεργα μπερδέματα που άλλωστε ήρθαν στο φως της δημοσιότητας δεκαετίες αργότερα. Φέτος έχει διπλά γενέθλια, που θα πρέπει να τα γιορτάζει με ένα πλατύ χαμόγελο των πάντα ιδιαίτερα πλούσιων χειλιών της, μιας και συμπίπτουν με την επίσης διπλή, και ήδη εγκωμιασμένη, επάνοδό της στη δισκογραφία. Κλείνει τα 65 της χρόνια στη ζωή και τα 40 στη μουσική βιομηχανία. Δύο έργα, το ολοδικό της «Shine» και το «River: The Joni Letters», με δικές της συνθέσεις δουλεμένες από το ιερό τέρας της τζαζ, τον Χέρμπι Χάνκοκ, εμφανίστηκαν πριν από μερικούς μήνες και κατέκτησαν ένα απαιτητικό, αλλά και όχι αποκλειστικά κλειστό, κοινό, αποσπώντας μάλιστα και από ένα Βραβείο Γκράμι έκαστο. Νίκησε την πολιομυελίτιδα, κέρδισε την παρτίδα με τη φθορά, απέσπασε πληθώρα βραβείων, και η ίδια λέει λιτά για τον εαυτός της ότι είναι απλώς η φανατικότερη παλαιάς κοπής καπνίστρια, μιας και ομνύει στο τσιγάρο αδιαλείπτως από τα εννέα της (!) χρόνια, καθώς επίσης και ότι κατ’ ουσίαν είναι μία εικαστικός που οι συνθήκες την έκαναν να εκτροχιαστεί προς τη μουσική. Ακούει στο όνομα Τζόνι Μίτσελ και είναι μια σπουδαία γυναίκα.
Γεννήθηκε στις 7 Νοεμβρίου του 1943, στο Φορτ Μακλίοντ, στην Αλμπέρτα του Καναδά. Το όνομα που της δόθηκε ήταν Ρομπέρτα Τζόαν Άντερσον. Ο πατέρα της, ο Μπιλ Άντερσον, ήταν εκείνη την εποχή αξιωματικός στη Βασιλική Αεροπορία του Καναδά, ενώ η μητέρα της, η Μιρτλ ΜακΚί, ήταν δασκάλα. Οι νότες, οι λέξεις, και τα χρώματα θα είναι οι πρώτες, και αείζωες, αγάπες της Ρομπέρτα Τζόαν. Θα αρχίσει να μαθαίνει πιάνο και γιουκαλίλι, θα τραγουδάει σε μια παιδική χορωδία, θα ζωγραφίζει. Στα εννιά έρχεται το μεγάλο χτύπημα της πολιομυελίτιδας, και συνάμα η μανιακή εξάρτηση από τον καπνό. Η αρρώστια μετατράπηκε αργότερα σε ένα είδος ευλογίας, μιας και σ’ αυτήν οφείλεται το μοναδικό της στυλ στην κιθάρα καθώς και τα εμπνευσμένα της κουρδίσματα. Όσο για το κάπνισμα, μάλλον της δωρίζει απλώς την αίσθηση της ευγενικής προσήλωσης σε ένα πάθος που μοιράζεται με τόσους ομότεχνούς της και με εκατομμύρια εκατομμυρίων άλλων.
Άρχισε να σπουδάζει στην Σχολή Καλών Τεχνών του Κάλγκαρι, πιστεύοντας ότι μπορεί να γίνει σημαντική ζωγράφος. Μάλιστα σε μια σπάνια κρίση αλαζονείας μπόρεσε να πει ότι το εικαστικό της έργο είναι ένα μυστήριο ραντεβού του Γκογκέν με τον Βαν Γκογκ. Εγκατέλειψε, ωστόσο, τις σπουδές της, τον Ιούνιο του 1964, και αποφάσισε να πάει στο Τορόντο και να γίνει τραγουδίστρια. Και έκανε καλά.
Άρχισε να παίζει κιθάρα και να τραγουδάει σε μικρά φιλόξενα στέκια του Τορόντο, σε μουσικές σκηνές όπου δέσποζε η φολκ, και όπου σύχναζαν κάμποσοι νεαροί Αμερικανοί που είχαν καταφύγει εκεί για αποφύγουν τη στρατολόγηση και τον πόλεμο του Βιετνάμ. Το 1965, θα γνωρίσει τον τραγουδιστή της φολκ Τσακ Μίτσελ, θα παντρευτούν, και η Ρομπέρτα Τζόαν Άντερσον θα μετονομαστεί διά παντός σε Τζόνι Μίτσελ. Μερικές εβδομάδες πριν από το γάμο, είχε γεννήσει ένα κοριτσάκι, την Κέλι Ντέιλ Άντερσον, το οποίο όμως έδωσε υιοθεσία, ένα γεγονός που έμεινε κρυφό σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας της, και αποκαλύφθηκε μόλις πριν από δέκα χρόνια, οπότε και η Μίτσελ επανασυνδέθηκε με τη θυγατέρα της, που στο μεταξύ είχε μετονομαστεί σε Κίλοριν Γκιμπ, και έκανε έρευνες για να ανακαλύψει τη βιολογική της μητέρα, και με τον εγγονό της, τον Μάρλιν.
Η Τζόνι και ο Τσακ θα αναζητήσουν την τύχη τους στις Ηνωμένες Πολιτείες, θα εγκατασταθούν στη Νέα Υόρκη, θα σημειώσουν κάποια επιτυχία με τις κοινές εμφανίσεις τους, αλλά θα χωρίσουν από κλίνης και από μικροφώνου στα 1967. Η Τζόνι θα αναχωρήσει για το Λος Άντζελες, θα γράφει ανελλιπώς τραγούδια, θα σχετισθεί ερωτικά και επαγγελματικά με τον Ντέιβιντ Κρόσμπι των Crosby, Stills, Nash & Young, και θα θέσει τα θεμέλια για το ντεμπούτο της στη δισκογραφία, το «Song to a Seagull», το 1968. Αξίζει να σημειώσουμε ότι από την θρυλική τετράδα των CSN&Y, η σφύζουσα από θηλυκότητα Τζόνι συνήψε ερωτικές σχέσεις με τους Κρόσμπι, Γκράχαμ Νας, και Νιλ Γιανγκ, ενώ δεν παρέλειψε να συνεργαστεί με τον Στίβεν Στιλς, στο αριστούργημά της, το «Blue».
Θα ακολουθήσει, την επόμενη χρονιά, το λυρικό «Clouds», ένα έξοχο άλμπουμ με αθάνατα διαμάντια, όπως το «Tin Angel» και το «Both Sides, Now», για το οποίο θα τιμηθεί με το πρώτο από τα εννέα Γκράμι της σταδιοδρομίας της. Ήδη χαρακτηρίζεται «ποιήτρια της καθημερινότητας», ενώ οι δημοσιογράφοι μιλάνε για την ευδιάκριτη ευφυΐα της που «ασκεί ιδιαίτερη γοητεία στους άντρες που έχουν βαρεθεί τόσο τα ανιαρά κουνελάκια όσο και τις ανένδοτες φεμινίστριες».
Θα ακολουθήσει το «Ladies of the Canyon», στα 1970, και, ένα χρόνο μετά, το κορυφαίο «Blue», με ενορχηστρώσεις που άφησαν εποχή. Τα τραγούδια της Μίτσελ γίνονται επιτυχίες στο ραδιόφωνο και τα άλμπουμ της, όπως το «For the Roses», του 1972, το «Court and Spark», του 1974, και το «The Hissing of Summer Lawns», του 1975, σκαρφαλώνουν ταχέως στα τσαρτ, με πωλήσεις που κυμαίνονται ανάμεσα στις 500.000 και το ένα εκατομμύριο κομμάτια. Παράλληλα, ζωγραφίζει όλο και πιο επίμονα, και ερωτεύεται όλο και πιο παθιασμένα, σχεδόν πάντα εξέχοντες συναδέλφους της, όπως ο Τζάκσον Μπράουν, και ο Τζέιμς Τέιλορ, αλλά και πολυσχιδείς προσωπικότητες όπως ο συγγραφέας, και τόσα άλλα, Σαμ Σέπαρντ, ή ο πολυπλόκαμος παραγωγός, και ιδρυτής της Asylum Records, Ντέιβιντ Γκέφεν. Μάλιστα, το περιοδικό Rolling Stone, κάπως αναιδώς, δημοσίευσε ένα ερωτικό-γενεαλογικό «δέντρο», με την Τζόνι και τους κατά καιρούς εραστές της, προκαλώντας βεβαίως την μήνιν της αοιδού.
Το 1975, η Τζόνι θα συμμετάσχει στην Rolling Thunder Revue, τη σειρά περιοδειών του Μπομπ Ντίλαν, παρέα με την Τζόαν Μπαέζ, κι εκεί θα σημειωθεί το δεύτερο μπέρδεμά της, που αποκαλύφθηκε κι αυτό πολλά χρόνια μετά, ήτοι η σφοδρή αντιπαλότητά της με την Μπαέζ, με την οποία λίγο έλειψε να ξεμαλλιαστούν. Και λίγο μετά, θα κάνει την εκθαμβωτική της εμφάνιση στο καλύτερο μουσικό φιλμ όλων των εποχών, το εξαίσιο «The Last Waltz» του Μάρτιν Σκορτσέζε, ανάμεσα στην απόλυτη dream team των Band, του Μάντι Γουότερς, τον Ντόκτορ Τζον, του Βαν Μόρισον, του Πολ Μπάτερφιλντ, του Νιλ Γιανγκ, του Έρικ Κλάπτον, και τόσων άλλων εκλεκτών!
Εντυπωσιάζει με το εμβληματικό άλμπουμ «Hejira», το 1976, και το 1979 έρχεται η σειρά του ρηξικέλευθου «Mingus», ενός φόρου τιμής στον μεγάλο Τσαρλς Μίνγκους, με συμμετοχές του ιδίου, του Χέρμπι Χάνκοκ στο ηλεκτρικό πιάνο, του επίσης θρυλικού Γουέιν Σόρτερ στο σοπράνο σαξόφωνο, και του Τζέικο Παστόριους στο μπάσο. Μαζί έρχονται κι άλλοι ερωτικοί δεσμοί, όπως με τον ντράμερ των LA Express, της πρωτοποριακής τζαζ μπάντας που συνόδευε την Τζόνι στις ζωντανές εμφανίσεις και στις περιοδείες της, και γάμοι, όπως με τον, κατά μία δεκαπενταετία νεότερό της, μπασίστα και παραγωγό Λάρι Κλάιν, με τον οποίον έμειναν μαζί από το 1982 έως το 1994.
Πιστή στην τελειομανία της, η Τζόνι Μίτσελ θα ερωτοτροπεί με την τζαζ και θα αντικαθιστά τη λυρική μελαγχολία της ποίησης και της μουσικής της με μια εστετίστικη ειρωνική αποστασιοποίηση, μια έρευνα των μυχίων της γυναικείας ψυχής, και ένα εντεινόμενο ενδιαφέρον για το περιβάλλον και την πολιτική. Έτσι μας προσφέρει το «Turbulent Indigo», με κομμάτια όπως το εκπληκτικά δυναμικό «Sex Kills», και σιγά-σιγά αποσύρεται από τη μουσική βιομηχανία, όχι δίχως να εκτοξεύσει μερικές δριμύτατες κριτικές στη μανία για εμπορευματοποίηση και στον εκπεσμό της ποιότητας. Καταπιάνεται μεθοδικά με τη ζωγραφική, εργάζεται ως σύμβουλος σε μπαλέτα, αρχίζει να γράφει την αυτοβιογραφία της που, καθώς λέει η ίδια, θα απλώνεται σε τέσσερις τόμους. Και μόλις πριν από μερικούς μήνες, μας προσφέρει τη διπλή έκπληξη: κυκλοφορεί το «Shine», ένα μπουκέτο από δέκα αμάραντα άνθη, όπως το «Bad Dreams», το «Night of the Iguana», εμπνευσμένο από το ομώνυμο έργο του Τενεσί Ουίλιαμς, και η μελοποίηση του κλασικού ποιήματος «If» του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ~ και ταυτόχρονα κυκλοφορεί το «River: The Joni Letters», ο φόρος τιμής του Χέρμπι Χάνκοκ στην Τζόνι Μίτσελ, με τις συμμετοχές του Γουέιν Σόρτερ, στο τενόρο και το σοπράνο σαξόφωνο, του Ντέιβ Χόλαντ στο μπάσο, και της ίδιας της Τζόνι, της Νόρα Τζόουνς, του Λέοναρντ Κοέν, της Τίνα Τέρνερ, στην ερμηνεία των κομματιών. Αμφότερα τα έργα τιμήθηκαν με Γκράμι, και μπήκαν στην καρδιά κάθε λάτρη της καλής μουσικής. Εύγε, Τζόνι Μίτσελ, και να ’σαι πάντα δημιουργική, είτε με τις νότες, είτε με τις λέξεις, είτε με τα χρώματα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου