Radiο, 02/05/08
Το παρακάτωθι εμεταδόθη ψες, 2 Μάη 2008, από τον Κανάλι 1, Πειραιάς, 90.4 Fm, μεσημέρι παρά πέντε, και ούτω καθεξής. Τρώγε το φαΐ σου, αγάπα το κελί σου, διάβαζε πολύ. Και ενίοτε, και πού και πού, και μια στις τόσες, δεν είναι κακό να εγκαλούμε την Αριστερά (ριζοσπαστική και μη) για έλλειψη χιούμορ και πολιτισμικής παιδείας! Το αφιερώνω, με όλη μου την φιλία, στον Κώστα Βεργόπουλο!
Προσχέδιο Αυτοκριτικής
Ανήκω σε μια γενιά, μάλλον σε μια φράξια μιας παρέας μιας γενιάς, που, γαλουχημένη με τον Εμπειρίκο, τον Καρούζο, τον Frank Zappa, και τον Raymond Chandler και τον Antonioni, ελάχιστο σεβασμό είχε προς την προσωπικότητα και το έργο του Γιάννη Ρίτσου. Τίγκα στην αλκοολική ασέβεια και τον ασεβή αλκοολισμό, μάλιστα, δεν χάναμε ευκαιρία να χλευάσουμε τους κνίτες φίλους, απαγγέλλοντας επίτηδες φάλτσα το διαβόητο «Είναι τα παιδιά της ΚΝΕ που λένε στη ζωή το μέγα ναι», και τα άλλα περί των τανκς που χορεύουν βαλς στην Κόκκινη Πλατεία. Όταν ο Διονύσης Σαββόπουλος έπαιξε κι αυτός με τον Ρίτσο, διασκεδάζοντας με τα «φρέσκα φασολάκια» από το «Καπνισμένο Τσουκάλι», παραληρήσαμε από βλάσφημο ενθουσιασμό. Και από κάμποσες απόψεις κάναμε καλά. Ήταν μια εποχή υπερβολών και υπερβάσεων. Τα θέλαμε όλα και διεκδικούσαμε τα πάντα. Δεν μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε κανένα μεγαλείο στα «18 Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας», με την Άννα Βίσση και τον Γιώργο Νταλάρα, έτσι που φλεγόμενοι αλληθωρίζαμε περιπαθώς προς το «Ουρλιαχτό» του Ginsberg και το «On the Road» του Kerouac.
Αλλά αργότερα, καθώς κόπαζαν τα πάθη που είχε αναμοχλεύσει η Μεταπολίτευση, καθώς έπαυαν να είναι τόσο άκαμπτοι οι φίλοι της ΚΝΕ, καθώς μαθαίναμε σιγά-σιγά να εκτιμούμε πρόσωπα και πράγματα που άλλοτε τα περιφρονούσαμε, καθώς φροντίζαμε να φυλάμε την αδιαλλαξία μας για ό,τι στην αληθινή αλήθεια την άξιζε, καταφέραμε να συγκινηθούμε από πολλές πτυχές του βίου και της ποίησης του Γιάννη Ρίτσου, καταφέραμε να αγαπήσουμε έργα του που δεν τα είχαμε καν υπόψη μας, καταφέραμε να ανακαλύψουμε τα «Οχτώ Οχτάστιχα για τον Μιρό» και να βουρκώσουμε διαβάζοντας την «Ελένη».
Σήμερα, μία μέρα και ενενήντα εννέα χρόνια μετά τη γέννηση του Γιάννη Ρίτσου, δίχως διόλου να λησμονώ τις ενστάσεις μου για τις κακές, κατ’ εμέ, στιγμές του (και ποιος δεν έχει κακές στιγμές, άλλωστε;), ας ταξιδέψω μαζί σας, φίλες και φίλοι, σε μιαν από τις όμορφες ποιητικές συνθέσεις της ελληνικής λογοτεχνίας, στη «Σονάτα του Σεληνόφωτος»:
«Άφησέ με να ’ρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε!
Είναι καλό το φεγγάρι, – δε θα φαίνεται
που ασπρίσαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι
θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις.
Άφησέ με να ’ρθω μαζί σου.
Όταν έχει φεγγάρι μεγαλώνουν οι σκιές μες στο σπίτι,
αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες,
ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνου
λησμονημένα λόγια – δε θέλω να τ’ ακούσω. Σώπα.
Άφησέ με να ’ρθω μαζί σου
λίγο πιο κάτου, ως τη μάντρα του τουβλάδικου
ως εκεί που στρίβει ο δρόμος και φαίνεται
η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο,
τόσο αδιάφορη κι άυλη
τόσο θετική σαν μεταφυσική
που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις
πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος κι η φθορά του.
Άφησέ με να ’ρθω μαζί σου».
Το παρακάτωθι εμεταδόθη ψες, 2 Μάη 2008, από τον Κανάλι 1, Πειραιάς, 90.4 Fm, μεσημέρι παρά πέντε, και ούτω καθεξής. Τρώγε το φαΐ σου, αγάπα το κελί σου, διάβαζε πολύ. Και ενίοτε, και πού και πού, και μια στις τόσες, δεν είναι κακό να εγκαλούμε την Αριστερά (ριζοσπαστική και μη) για έλλειψη χιούμορ και πολιτισμικής παιδείας! Το αφιερώνω, με όλη μου την φιλία, στον Κώστα Βεργόπουλο!
Προσχέδιο Αυτοκριτικής
Ανήκω σε μια γενιά, μάλλον σε μια φράξια μιας παρέας μιας γενιάς, που, γαλουχημένη με τον Εμπειρίκο, τον Καρούζο, τον Frank Zappa, και τον Raymond Chandler και τον Antonioni, ελάχιστο σεβασμό είχε προς την προσωπικότητα και το έργο του Γιάννη Ρίτσου. Τίγκα στην αλκοολική ασέβεια και τον ασεβή αλκοολισμό, μάλιστα, δεν χάναμε ευκαιρία να χλευάσουμε τους κνίτες φίλους, απαγγέλλοντας επίτηδες φάλτσα το διαβόητο «Είναι τα παιδιά της ΚΝΕ που λένε στη ζωή το μέγα ναι», και τα άλλα περί των τανκς που χορεύουν βαλς στην Κόκκινη Πλατεία. Όταν ο Διονύσης Σαββόπουλος έπαιξε κι αυτός με τον Ρίτσο, διασκεδάζοντας με τα «φρέσκα φασολάκια» από το «Καπνισμένο Τσουκάλι», παραληρήσαμε από βλάσφημο ενθουσιασμό. Και από κάμποσες απόψεις κάναμε καλά. Ήταν μια εποχή υπερβολών και υπερβάσεων. Τα θέλαμε όλα και διεκδικούσαμε τα πάντα. Δεν μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε κανένα μεγαλείο στα «18 Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας», με την Άννα Βίσση και τον Γιώργο Νταλάρα, έτσι που φλεγόμενοι αλληθωρίζαμε περιπαθώς προς το «Ουρλιαχτό» του Ginsberg και το «On the Road» του Kerouac.
Αλλά αργότερα, καθώς κόπαζαν τα πάθη που είχε αναμοχλεύσει η Μεταπολίτευση, καθώς έπαυαν να είναι τόσο άκαμπτοι οι φίλοι της ΚΝΕ, καθώς μαθαίναμε σιγά-σιγά να εκτιμούμε πρόσωπα και πράγματα που άλλοτε τα περιφρονούσαμε, καθώς φροντίζαμε να φυλάμε την αδιαλλαξία μας για ό,τι στην αληθινή αλήθεια την άξιζε, καταφέραμε να συγκινηθούμε από πολλές πτυχές του βίου και της ποίησης του Γιάννη Ρίτσου, καταφέραμε να αγαπήσουμε έργα του που δεν τα είχαμε καν υπόψη μας, καταφέραμε να ανακαλύψουμε τα «Οχτώ Οχτάστιχα για τον Μιρό» και να βουρκώσουμε διαβάζοντας την «Ελένη».
Σήμερα, μία μέρα και ενενήντα εννέα χρόνια μετά τη γέννηση του Γιάννη Ρίτσου, δίχως διόλου να λησμονώ τις ενστάσεις μου για τις κακές, κατ’ εμέ, στιγμές του (και ποιος δεν έχει κακές στιγμές, άλλωστε;), ας ταξιδέψω μαζί σας, φίλες και φίλοι, σε μιαν από τις όμορφες ποιητικές συνθέσεις της ελληνικής λογοτεχνίας, στη «Σονάτα του Σεληνόφωτος»:
«Άφησέ με να ’ρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε!
Είναι καλό το φεγγάρι, – δε θα φαίνεται
που ασπρίσαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι
θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις.
Άφησέ με να ’ρθω μαζί σου.
Όταν έχει φεγγάρι μεγαλώνουν οι σκιές μες στο σπίτι,
αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες,
ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνου
λησμονημένα λόγια – δε θέλω να τ’ ακούσω. Σώπα.
Άφησέ με να ’ρθω μαζί σου
λίγο πιο κάτου, ως τη μάντρα του τουβλάδικου
ως εκεί που στρίβει ο δρόμος και φαίνεται
η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο,
τόσο αδιάφορη κι άυλη
τόσο θετική σαν μεταφυσική
που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις
πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος κι η φθορά του.
Άφησέ με να ’ρθω μαζί σου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου