Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 6 Μαρτίου 2008

Ξανά στα Καφενεία




Ένα παλιό κομμάτι, που το ξαναθυμήθηκα αναπάντεχα χθες, πίνοντας και τρώγοντας στον "Καπετάν Μιχάλη", κάτω από έναν γαλάζιο εξαίσιο ουρανό, με μια καλή παρέα, συζητώντας για τα ατελιέ της άδολης δημιουργικότητας, για τα εργαστήρια της ψυχής και του νου, για τους χώρους όπου σμίγει το Πάθος με τον Πόθο...


Ξανά Στα Καφενεία


Στην κουβέντα του, όπως και στην κουβέντα των φίλων του, δεν υπήρχε αόρατο όριο ευπρέπειας ούτε συμβατικά ταμπού. Μπορούσες ν’ ανακατέψεις τα πάντα: αθλητισμό, πολιτική, ιστορία, λογοτεχνία, ανεπιφύλακτη έκφραση γνώμης, επιχειρήματα και αντεπιχειρήματα, ιδεαλιστικό συναίσθημα, ηθική ακεραιότητα... Κι αυτό είχε κάτι το θαυμαστά αναζωογονητικό, ένας διαφορετικός και επικίνδυνος κόσμος, απαιτητικός, σταράτος, επιθετικός, απελευθερωμένος από την ανάγκη να γίνεται αρεστός.
Φίλιπ Ροθ, Παντρεύτηκα έναν κομμουνιστή



– Ποιος ήταν ο στόχος, ο σκοπός, το προς τι; Πώς ξεκίνησαν όλα και πού θα καταλήξουν; Ποίοι οι φίλοι, όπως αναρωτιόταν κι ο Καχτίτσης; Και ποίοι οι εχθροί, όπως επέμεναν ν’ αναρωτιούνται ο Clausewitz, ο Marx, ο Breton, και ο Debord; Γιατί γίναμε Απόγονοι της Νύχτας, όπως το ήθελε ο Καρούζος, και πώς έγινε να συνθέσει το soundtrack της παλιοπαρέας ο Tom Waits, συνεπικουρούμενος από τους εκλεκτούς σχοινοβάτες και βραχνούς τενόρους Nick Cave, Captain Beefheart, Winston Tong, Steven Brown, και Blixa Bargeld; Κι ακόμα, κι ακόμα, λέω, πώς και δεν μας αφήνουν ησύχους, και πώς δεν τους αφήνουμε κι εμείς, ομοίως, ησύχους; Τι έχει συμβεί, και πότε ακριβώς συνέβη, και έκτοτε, η Ποίησις έπαψε να είναι, για μας, ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου, κι έγινε μια ατέρμονη βόλτα στον ίδιο πάντα, ναι, στον ίδιο κι όχι σ’ άλλον, στον ίδιο λαβύρινθο, στο Τρίγωνο του Χάους, εκεί, ανάμεσα στην Κυψέλη και στα Εξάρχεια και στο Παγκράτι, εκεί, ανάμεσα στην οδού Σύρου και στην οδό Τσαμαδού και στην οδό Εριφύλης; Γιατί οι ζωές μας έγιναν ίχνη στο χάος του χρόνου, γιατί έγιναν οι ζωές μας ίχνη από κραγιόν, lipstick traces, πάνω στα εξώφυλλα των βιβλίων που αγαπήσαμε, γιατί έγιναν οι ζωές μας ίχνη από τα ποτήρια του κρασιού, της βότκας, της τεκίλας, του ουίσκι, της τσικουδιάς, του καλβαντός, της μπίρας, στην ξύλινη επιφάνεια πέντε ή έξι αγαπημένων τραπεζιών σε μερικές αγαπημένες κόγχες της πόλης; Γιατί δεν μας λέει τίποτε ό,τι δεν μας είπε κάτι ήδη από το χίλια εννιακόσια εβδομήντα έξι, ήδη από το χίλια εννιακόσια εβδομήντα εφτά; Γιατί όλα τα κορίτσια μας τα έλεγαν Άννα, Μάρθα ή Όλγα; Γιατί όλα τα αγόρια τα έλεγαν ανέκαθεν Πατρίκ, Σέργιο ή Στέφανο; Γιατί όλα μας τα ποιήματα, εκείνα τα σπαράγματα που έμελλε να χαθούν για να βρεθούν ξανά, ναι, να χαθούν στον αφρό των ημερών για να βρεθούν ξανά λίγο προτού αρχίσει να φτερουγίζει η Γλαύκα της Αθηνάς, λίγο πριν απλωθεί εκείνη η νύχτα που κάνει όλες τις αγελάδες να φαίνονται μαύρες και ίδιες, λίγο προτού στις πύλες στρατοπεδεύσει όχι ο Κατιλίνας αλλά ο Θάνατος, λίγο αφότου καταλάβαμε ότι πρέπει να ξαναθυμηθούμε τους υπαινιγμούς μας, τους κώδικές μας, τα συνθήματά μας – ναι, γιατί όλα τα ποιήματά μας τα γράφαμε στο πίσω μέρος του πακέτου των τσιγάρων (Δελφοί, Sante, Καρέλια Αγρινίου, Έθνος Εξαιρετικά), πάντα με τον ίδιο στυλογράφο, πάντα με τον ίδιο φθαρμένο Parker, πάντα με τον ίδιο φθαρμένο Mont Blanc, πάντα με τον ίδιο φθαρμένο Sheaffer; Γιατί όλες οι φωτογραφίες της Άννας είναι ασπρόμαυρες; Γιατί όλες οι φωτογραφίες της Μάρθας είναι ασπρόμαυρες; Γιατί όλες οι φωτογραφίες της Όλγας είναι ασπρόμαυρες; Γιατί αφήσαμε να ζωγραφίσουν τους τοίχους των σπιτιών μας απαστράπτοντες αγυιόπαιδες που ακούνε σε ονόματα όπως Marcel Duchamp, Asger Jorn, Joseph Beuys, Jackson Pollock, Gil Wolman; Γιατί συνθήματά μας έγιναν φράσεις όπως, «Αλήτης εκατάντησα εν ταις αλλοδαπαίς» (Ιώσηπος Μοισιόδαξ), «Οι τέχνες του μέλλοντος θα είναι αναστατώσεις καταστάσεων ή τίποτα» (Guy Debord), «Η Αιωνιότητα Διαρκεί Περισσότερο» (Kurt Schwitters), «Από εδώ που είμαστε πρέπει να πάμε εκεί που είναι η Απόφαση (Ludwig Wittgenstein), «Δαπανήθηκα στις λόχμες» (Γιώργος Μακρής), «Η Γλώσσα είναι Ιός» (William S. Burroughs), «Πίνοντας ως το φουκαριάρικο συκώτι μου» (Νίκος Καρούζος), «Το spleen, το γαμημένο το spleen» (Blixa Fillon); Γιατί από τότε που θυμόμαστε ό,τι θυμόμαστε τα κάνουμε θάλασσα και χαιρόμαστε μ’ αυτό, αδιαφορώντας παγερά για όλα όσα δεν μας χαμογελούν όσο σαγηνευτικά τους χαμογελάμε εμείς; Γιατί μας είναι τόσο ξένες ορισμένες λέξεις (καριέρα, χρήμα, καταξίωση, συμβιβασμός, ιδιοτέλεια, εργασία) και τόσο οικείες άλλες, οι αντίθετές τους; Γιατί ενδίδουμε περιχαρείς στους πειρασμούς που μας ταιριάζουν; Γιατί το αγαπημένο μας τραγούδι είναι το Famous Blue Raincoat, το αγαπημένο μας βιβλίο είναι το Under the Volcano, το αγαπημένο μας απόλυτο φιλμ είναι το In Girum Imus Nocte Et Consumimur Igni, ο αγαπημένος μας ποδοσφαιριστής είναι ο George Best, ο αγαπημένος μας ηθοποιός είναι ο Zbigniew Cybulski, ο αγαπημένος μας βάρδος είναι ο Shakespeare, η αγαπημένη μας ποιήτρια είναι η Mina Loy, ο αγαπημένος μας φιλόσοφος είναι ο Hegel, η αγαπημένη μας τραγουδίστρια είναι η Marianne Faithful, o αγαπημένος μας Αμερικανός είναι ο William Burroughs, το αγαπημένο μας νησί είναι η Τήνος, ο αγαπημένος μας οσιομάρτυρας είναι ο Ivan Chtcheglov, η αγαπημένη μας πετυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας είναι αυτή του Γιώργου Μακρή, η αγαπημένη μας αθλήτρια είναι η Στέφκα Κονσταντίνοβα, ο αγαπημένος μας φωτογράφος είναι ο Ed van der Elsken, το αγαπημένο μας πορνογράφημα είναι οι Έντεκα Χιλιάδες Βέργες, ο αγαπημένος μας ποιητής είναι ο Isidore Ducasse, ο αγαπημένος μας ζωγράφος είναι ο Marcel Duchamp, ο αγαπημένος μας αρχιτέκτονας είναι ο Constant, η αγαπημένη μας κούκλα είναι η Theresa Russell, ο αγαπημένος μας Σκωτσέζος είναι ο Alexander Trocchi, ο αγαπημένος μας τενίστας είναι ο John McEnrow, η αγαπημένη μας ταινία είναι Τα Παιδιά Της Γαλαρίας, ο αγαπημένος μας Ιρλανδός είναι ο Samuel Beckett, η αγαπημένη μας ηρωίδα ποιήματος είναι η Anna Blume, ο αγαπημένος μας Εμφύλιος είναι ο Ισπανικός, το αγαπημένο μας χαμίνι είναι ο Γαβριάς, ο αγαπημένος μας σκακιστής είναι ο Michael Tal, το αγαπημένο μας συγκρότημα είναι οι Sonic Youth, ο αγαπημένος μας Ιακωβίνος είναι ο Saint-Just, το αγαπημένο μας ποτό είναι το ούζο, ο αγαπημένος μας αναρχικός είναι ο Durutti, και ο αγαπημένος μας ρεμπέτης είναι ο Βαμβακάρης;

– «Διότι, νεαρέ μου φίλε», είπε τότε με τη βραχνή, μα τόσο καθαρή φωνή του, ο Ηρακλής Λ., πίνοντας ακόμη μια γουλιά απ’ το ουίσκι του, στην υπόγεια κάμαρα του Γ.Ι.Μ, στην οδό Αγίου Μελετίου, ενώ χάραζε και πάλι, ενώ εμείς ετοιμαζόμασταν να πέσουμε κατάκοποι για ύπνο, κι ενώ η υπόλοιπη πόλη ξυπνούσε, «ο Ναπολέων υπήρξε μέγας στρατηλάτης, αλλά αυτός δεν είναι επαρκής λόγος να σπάμε τα έπιπλα».



1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.