Γάτες και Λογοτέχνες!
Αφιερωμένο στον ποιητή Γιώργο Δουατζή, που πριν από τέσσερα χρόνια είχε την μεγάλη καλοσύνη να μου δωρίσει τη υπέροχη γάτα που έκτοτε με συντροφεύει! Σ’ ευχαριστώ, και από δω, Φίλε!
Πολλές φορές τα σκάνδαλα δεν είναι θορυβώδη, δεν εκδηλώνονται μ’ έναν βρόντο μα μ’ έναν λυγμό, μ’ ένα μειδίαμα, μ’ έναν ψίθυρο. Και τότε ακριβώς μας εκπλήσσουν ακόμα πιο πολύ. Όχι όλους, όχι αυτούς που δεν ξέρουνε ν’ ακούν τη χλόη να βλασταίνει. Ένα από τα χαριτωμένα σκάνδαλα στην ιστορία της λογοτεχνίας και της τέχνης εν γένει είναι η αγάπη, στα όρια της λατρείας, που διακρίνει τους ποιητές και τους συγγραφείς. Και μάλιστα σε αντιπαράθεση με την πολλές φορές δεδηλωμένη απέχθειά τους όχι για τους σκύλους αλλά για το πώς οι άνθρωποι κατάντησαν τον λεγόμενο «καλύτερό τους φίλο». Αυτές τις μέρες λάμπει και ηχεί στη χώρα μας το δημοφιλέστερο μιούζικαλ όλων των εποχών, οι «Γάτες». Σχεδόν όλοι έχουν σιγοτραγουδήσει τα μελωδικά του θέματα, και το άλμπουμ με τη μουσική δεν λείπει από τα σπίτια των διακόνων της Αγίας Καικιλίας. Λίγοι γνωρίζουν όμως ότι ο λιμπρετίστας του έργου είναι διάκονος της Ερατούς, και μάλιστα δαφνοστεφής, τιμημένος με Νόμπελ, και ιδιαίτερα αγαπητός στη χώρα μας, κυρίως μέσω ορισμένων δικαιολογημένων παρεξηγήσεων.
Είναι γνωστός ως πολύ, μα πάρα πολύ σοβαρός άνθρωπος και ποιητής, στρυφνός και στριμμένος, και κυρίως ως ο ποιητής ο μεταφρασμένος από τον βαρύ και ασήκωτο Γιώργο Σεφέρη. Αλλά ο Τόμας Στερνς Έλιοτ ήταν ένας «βιρτουόζος της προσποίησης», όπως τον έχει χαρακτηρίσει το Time, ένας κατά κόσμον νομπελίστας ποιητής και γάτος κατά βάθος. Κάνοντας αλλεπάλληλες νοερές επισκέψεις στις κατοικίες των ποιητών και συγγραφέων που αγάπησαν τις γάτες, διαπιστώσαμε ότι όλοι ήσαν «γάτοι κατά βάθος», άνθρωποι μειλίχιοι και τρυφεροί, κατ’ ουσίαν γαλήνιοι ενώ γύρω τους λυσσομανούσε η καταλαλιά, η απειλή της απόρριψης και του κοινωνικού αποκλεισμού, η βάναυση παρεξήγηση. Ήσαν όλοι τους άνθρωποι γενναίοι και πείσμονες, προσηλωμένοι σε ένα αυτοσχέδιο σύστημα ηθικών αξιών που δεν εγκατέλειψαν ποτέ. Περιφρονητές ενός κόσμου που περιφρονεί ό,τι βαθιά ανθρώπινο σκιρτάει εντός μας, αντιμετώπισαν ατάραχα τη χλεύη και δεν έστερξαν ποτέ να ενδώσουν στις Σειρήνες της ευκολίας που είναι η δίδυμη αδελφή της μετριότητας. Πολλοί ταλαιπωρήθηκαν πολύ, άλλοι κατάφερναν να ξεγλιστρούν και να αποφεύγουν τις κακοτοπιές, επιμένοντας με πάθος να λένε και να κάνουν τα δικά τους σε πείσμα των καιρών. Αρκετοί ένιωσαν το μακρύ χέρι του νόμου να πέφτει βαρύ στον ώμο τους, ένιωσαν το παγερό ατσάλι της χειροπέδης στον καρπό τους, ένιωσαν την υγρή ατμόσφαιρα του κελιού στα κόκαλά τους. Αλλά δεν έπαψαν να χαϊδεύουν το τρυφερό τρίχωμα της Καλέξικο Τζέιν ή του Ράσκι, της Τρίστιας ή του Περντίτα, δεν έπαψαν να χαμογελάνε γράφοντας για τις αγαπημένες τους γάτες, δεν έπαψαν να μαθαίνουν από τα υπέροχα αιλουροειδή τους να ισορροπούν, με χάρη όπως κι αυτά, «μες στη θαυμαστή κι ανάλαφρη νηφαλιότητα του παρόντος».
Ο Έλιοτ ήταν, όπως ο ίδιος δήλωνε με παρρησία, συντηρητικός στις πολιτικές του τοποθετήσεις, καθολικός στο θρήσκευμα και μοντερνιστής στην τέχνη. Και τι μοντερνιστής! Με την ξακουστή «Έρημη Χώρα» ανέτρεψε τα πάντα, επαναφέροντας, συνταρακτικά εμπλουτισμένη, τη μέθοδο της μεταστροφής που λάνσαρε πρώτος ο Ιζιντόρ Ντυκάς ή Κόμης του Λωτρεαμόν, και μπολιάζοντάς την με τη μέθοδο του κολάζ που είχαν επεξεργαστεί με εκρηκτικό τρόπο οι πρωτοπόροι ντανταϊστές. Την αγάπη για τις γάτες κληρονόμησε από τον γατόφιλο πατέρα του, ιερέα και ερασιτέχνη ζωγράφο, ο οποίος δεν έπαυε να απαθανατίζει στον καμβά γάτες. Ο Σεφέρης μαρτυρεί ότι ο Έλιοτ είχε στην κατοικία του δύο τέτοιους πίνακες του πατέρα του. Δεν θα ήταν και πολύ άστοχο να υποθέσουμε ότι ο συντηρητισμός του νομπελίστα αντισταθμιζόταν από την προσήλωσή του στα γατιά και την μίμηση της εξαίσιας συμπεριφοράς τους. Ο Έλιοτ σκανδάλιζε τους οικείους του με τα απρόβλεπτα, για έναν τόσο σοβαρό κύριο, καμώματά του. Εντελώς απροσδόκητα, όπως οι γάτες, μπορούσε να ξαφνιάζει τον κόσμο, είτε φιλώντας δημόσια τη σύζυγό του, είτε γελώντας τρανταχτά, είτε δηλώνοντας «φαν» του Γκράουτσο Μαρξ, με τον οποίο μάλιστα άρχισε να αλληλογραφεί, του οποίου τη φωτογραφία έβαλε πάνω από το τζάκι δίπλα στης γυναίκας του και του ποιητή Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς, και τον οποίο, όταν συναντήθηκαν, άφησε εμβρόντητο αρνούμενος για συζητήσει για την ποίηση και την τέχνη αλλά μονάχα για τις κοινές του αγάπες: τα καλά πούρα και τις γάτες!
Να ένα χαρακτηριστικό δείγμα του ενίοτε σκανταλιάρη ποιητή: «Λοιπόν, ο γάτος Μαύρη Χειρ είναι μυστήριος γάτος/ Τον λεν ‘Πατούσα-Φάντασμα’ και ‘Γάτος ο Φευγάτος’./ Να φέρνει σε απόγνωση τη Σκότλαντ Γυαρντ ψοφάει/ Γιατί είναι ο κακοποιός που Νόμους αψηφάει: Στον τόπο του εγκλήματος οι αστυνομικοί/ Σαν φτάσουνε, η Μαύρη Χειρ ποτέ δεν είν’ εκεί!» («Το Εγχειρίδιο Πρακτικής Γατικής», μτφρ. Παυλίνα Παμπούδη & Γιάννης Ζέρβας, εκδ. Άγρα).
Μέγας γατόφιλος υπήρξε ο συγγραφέας Λουί Φερντινάν Σελίν, σκανδαλώδης λόγω κάποιων αντισημιτικών κειμένων του που του κόστισαν (δικάιως) μια άγρια κοινωνική απομόνωση και παραλίγο να του κοστίσουν την ίδια του τη ζωή. Ο επίσης συγγραφέας, και καλός μάλιστα, Ροζέ Βαγιάν είχε εντολή από το κομμουνιστικό κόμμα της Γαλλίας να εκτελέσει τον Σελίν, αλλά την τελευταία στιγμή, αναλογιζόμενος ότι επρόκειτο για μεγαλοφυή καλλιτέχνη αλλά και σπουδαίο άνθρωπο, δεν πάτησε τη σκανδάλη. Ο Σελίν συνοδεύτηκε (αδίκως) από την κακή φήμη του μισάνθρωπου αλλά η αλήθεια είναι ότι λάτρευε τους ταπεινούς και καταφρονεμένους, αρνιόταν να πληρωθεί για τις πάμπολλες υπηρεσίες που πρόσφερε ως γιατρός, ενώ υπήρξε εξόχως τρυφερός προς τις αγαπημένες του γάτες. Μάλιστα, όταν πήρε τον κακοτράχαλο δρόμο της φυγής και της εξορίας στην ερημωμένη Γερμανία, τη Δανία και τη Βαλτική, μόνιμοι και πιστοί συνοδοί του ήταν η σύζυγός του και χορεύτρια Λουσέτ Αλμανζόρ και ο λατρεμένος του γάτος, ο Μπεμπέρ.
Λάτρης του Σελίν και εξίσου κακόφημος, για άλλους λόγους, ήταν ο μεγάλος Αμερικανός ποιητής και πεζογράφος Τσαρλς Μπουκόφσκι. Και αυτός χαρακτηρίστηκε βάναυσος, αποτρόπαιος, μονήρης, καίτοι η πραγματική πραγματικότητα τον θέλει άνθρωπο τρυφερό, γενναιόψυχο, κυριευμένο από μερικές μεγάλες αγάπες όπως η αγάπη για την κλασική μουσική, και κυρίως τον Ιωάννη Σεβαστιανό Μπαχ, η αγάπη για τα τρία Γ: Γράψιμο, Γυναίκες, Γάτες. Στο ποίημά του «Για Μια Νύχτα Που Δεν Άγγιξα Τη Γραφομηχανή» είναι με το παραπάνω εύγλωττος παρά τη λιτότητα της φόρμας. Ιδού: «Παίρνει τηλέφωνο: ‘Τελειώνεις κανένα γραφτό;’/ ‘Όχι’, λέω./ ‘Τι κάνεις;’/ ‘Τίποτα’./ ‘Έχεις κόσμο;’/ ‘Μόνο τη γάτα’/ ‘Και δεν έχεις τελειώσει κανένα γραφτό;’/ ‘Όχι’./ ‘Είσαι καλά;’/ ‘’Ντάξει είμαι’./ ‘Πώς και δεν πήρες τηλέφωνο;’/ ‘Πήρα’./ ‘Ήταν νωρίς’ (Παύση)./ ‘Και δεν τελειώνεις κανένα γραφτό;’/ ‘Όχι’.// Το γράψιμο δεν είναι δουλειά της πλάκας./ Έχω κάνει ένα σωρό δουλειές της πλάκας./ Αν το γράψιμο αρχίσει να σκαρτεύει,/ θα έψαχνα γι’ άλλη δουλειά./ Το ξέρω: θέλει το καλό μου.// Το ίδιο κι εγώ». («Η Αγάπη Είναι Ένας Σκύλος Απ’ Την Κόλαση», μτφρ. Γιώργος Μπλάνας, εκδ. Απόπειρα).
Ο «Παππούς Όλων Μας», όπως τον χαρακτήρισε η Πάτι Σμιθ, ο Ουίλλιαμ Μπάροουζ, μοίρασε τη ζωή του ανάμεσα στη λογοτεχνία και το έγκλημα. Πυροβόλησε και σκότωσε την σύζυγό του, παίζοντας «Γουλιέλμο Τέλλο» με περίστροφα, έζησε δεκαετίες ολόκληρες αυτοεξόριστος στο Παρίσι και στο Λονδίνο, έγραψε σκανδαλώδη πρωτοποριακά βιβλία, δικάστηκε ως πορνογράφος, συνδέθηκε με κάμποσα «μούτρα» του υπόκοσμου, συνοδεύτηκε από τη φήμη του ειδεχθούς. Κι όμως, ήταν στην πραγματικότητα ένας γλυκύτατος άνθρωπος και μανιακός γατόφιλος. Μάλιστα, η τελευταία του εγγραφή στο ημερολόγιό του, λίγες ώρες πριν αφήσει τον λεγόμενο μάταιο τούτο κόσμο, είναι ένας λιτός ύμνος στην αγάπη και στις γάτες. «Δεν υπάρχει Άγιο Δισκοπότηρο», γράφει στις 30 Ιουνίου του 1997, «μήτε Τελικό Σατόρι, μήτε λύση τελική. Μονάχα σύγκρουση. Και το μόνο που μπορεί να άρει τη σύγκρουση είναι η αγάπη, σαν αυτή που ένιωσα για τον Φλετς και τον Ράσκι, για τον Σπούνερ και την Κάλικο. Αγνή αγάπη. Ό,τι νιώθω για τις γάτες μου τις τωρινές και τις παλιότερες. Η Αγάπη; Τι Είναι; Το πιο φυσικό παυσίπονο που υπάρχει. Αυτό είναι. Η ΑΓΑΠΗ».
Το 1986, ο Μπάροουζ θα τυπώσει σε συλλεκτική έκδοση 133 αντιτύπων το βιβλίο του «Η γάτα μέσα μας», ένα μικρό αριστούργημα λογοτεχνικής γατοφιλίας ή, αν θέλετε, γατόφιλης λογοτεχνίας. «Αυτό το βιβλίο για τις γάτες», διαβάζουμε, «είναι μια αλληγορία, στην οποία η περασμένη ζωή του συγγραφέα παρουσιάζεται μπροστά του σαν παντομίμα με γάτες. Οι γάτες βέβαια δεν είναι μαριονέτες. Κάθε άλλο. Είναι ολοζώντανα πλάσματα, και όταν αποκτάς επαφή με ένα άλλο πλάσμα θλίβεσαι: γιατί συνειδητοποιείς τους περιορισμούς, τον πόνο και το φόβο και τον τελικό θάνατο. Αυτό σημαίνει επαφή. Αυτό αντιλαμβάνομαι όταν αγγίζω μια γάτα και συνειδητοποιώ ότι τρέχουν δάκρυα από τα μάτια μου». («Η γάτα μέσα μας», μτφρ. Αργυρώ Πιπίνη & Νίκη Προδρομίδου, εκδ. Απόπειρα).
Πολυτάραχη και σκανδαλώδης ήταν η ζωή της Κολέτ. Παράφοροι οι έρωτες που τη σημάδεψαν, πολυδιαβασμένα τα μυθιστορήματά της, ανεξάλειπτη και αδιάλειπτη η αγάπη της για τις γάτες. Μάλιστα, στα αυτοβιογραφικά της διηγήματα που στεγάζονται θαλπερά στο βιβλίο της «Το Σπίτι της Κλωντίν», απαθανατίζει λυρικά και με περίσσιο χιούμορ τη γατοφιλία της. Ακούστε: «Δεν είναι παρά ένα νεαρό γατί, γιος κάποιου ριγέ γάτου. Φέρει στο τρίχωμά του τις ραβδώσεις της ράτσας του, τα αρχαία σημάδια του άγριου προγόνου. Το αίμα της μάνας του, όμως, σκόρπισε πάνω στις ρίγες του ένα αφράτο και γαλαζωπό πέπλο από μακριές τρίχες, αψηλάφητο σαν διάφανη γάζα Περσίας. Θα γίνει όμορφο, λοιπόν, είναι κιόλας γοητευτικό. Προσπαθούμε να το βγάλουμε Καμαραλζαμάν – εις μάτην, γιατί η καμαριέρα κι η μαγείρισσα, γυναίκες προικισμένες με κοινή λογική, μεταφράζουν το Καμαραλζαμάν σε Μουμού». («Το Σπίτι της Κλωντίν», μτφρ. Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου, εκδ. Καστανιώτης).
Ήταν η σημαντικότερη ανανεώτρια του λεγόμενου αστυνομικού μυθιστορήματος. Μας συγκλόνισε πλάθοντας τον κρισιμότερο αντιήρωα των τελευταίων δεκαετιών, τον περιβόητο Τομ Ρίπλεϊ. Άκουγε στο όνομα Πατρίτσια Χάισμιθ, και λάτρευε τις γάτες. Δεν παρέλειπε να φωτογραφίζεται με τα αγαπημένα της αιλουροειδή, και, ενώ η ίδια αρκούνταν στο φτηνό γαλλικό τυρί, για τις γάτες της μαγείρευε λαγό με κρέμα γάλακτος! Η Μονίκ Μπυφέ, μια από τις ερωμένες της Χάισμιθ, μας λέει ότι η Πατρίτσια μιλούσε στη σιαμέζα γάτα της σε μιαν αλλόκοτη γλώσσα, την οποία καταλάβαινε μονάχα το όμορφο ζωντανό. Η ίδια η Χάισμιθ είχε δηλώσει: «Οι γάτες δίνουν στους συγγραφείς κάτι που οι άνθρωποι δεν μπορούν: συντροφιά χωρίς απαιτήσεις ή επεμβάσεις».
Όσο κι εκπλήξει τα μάλα πολλούς, ο Γκι Ντεμπόρ είχε επίσης επινοήσει μια δική του γλώσσα για να μιλάει με τις ώρες και σ’ όλη τη διάρκεια κάθε ημέρας με την αγαπημένη μαύρη γάτα του. Όπως μας πληροφορεί η φίλη του Ανίτα Μπλαν, ο συγγραφέας της «Κοινωνίας του Θεάματος», ύστερα από μια πολυετή αυτοεξορία στη Φλωρεντία, την Καστίλη, και τη Βενετία, εγκαταστάθηκε σε μιαν αγροικία στον Άνω Λίγηρα, και εκεί δεν αποχωριζόταν ποτέ μια μαύρη κάπα που του είχε χαρίσει ο δολοφονημένος φίλος του, ο παραγωγός και εκδότης Ζεράρ Λεμποβισί, και τη μαύρη γάτα του. «Η ζωή του Γκι στρεφόταν γύρω από τις γάτες. Ήταν μόνιμο θέμα πολύωρων συζητήσεων», λέει η Μπλαν. Το άλλο δυναμικό μυαλό της Καστασιακής Διεθνούς, φίλος για μια δεκαετία του Ντεμπόρ, συγγραφέας της περιλάλητης πραγματείας «Η Επανάσταση της Καθημερινής Ζωής», ο Βέλγος Ραούλ Βανεγκέμ, λάτρευε επίσης τις γάτες. Στην εξαιρετικά πρωτότυπη αυτοβιογραφία του που εκδόθηκε προσφάτως, ο εβδομηντάχρονος στοχαστής και επαναστάτης εξομολογείται ότι την ημέρα που κάποιοι άθλιοι κυνηγοί σκότωσαν τη γάτα του, τη δηλητηρίασαν οι αναίσθητοι, ο Βανεγκέμ για να πενθήσει και να παρηγορηθεί άκουγε με τις ώρες τη «Sonnambula» του Μπελλίνι ενώ δάκρυα κυλούσαν διαρκώς από τα μάτια του.
Ο θαυμάσιος υπερρεαλιστής, σεναριογράφος, ποιητής, και τρυφερός τροβαδούρος του Παρισιού, ο Ζακ Πρεβέρ θαύμαζε επίσης τα καμώματα των γάτων. Επέτρεψε στον σπουδαίο Μπρασάι να τον φωτογραφίζει αγκαλιά με μια πανέμορφη γαλή. Έγραψε το φημισμένο ποίημα «Ο Γάτος και το Πουλί», ένα έξοχο κόσμημα μαύρου χιούμορ. Ιδού: «Ένα ολόκληρο χωριό ακούει θλιμμένο/ Το τραγούδι ενός πληγωμένου πουλιού/ Είναι το μοναδικό πουλί του χωριού/ Κι είναι ο μοναδικός γάτος του χωριού/ Που το μισόφαγε/ Και το πουλί σταμάτησε να τραγουδάει/ Ο γάτος σταμάτησε να νιαουρίζει/ Και να γλείφει τη μουσούδα του/ Και το χωριό ετοιμάζει στο πουλί/ Κηδεία επίσημη/ Κι ο γάτος είναι καλεσμένος/ Προχωρεί πίσω από ένα μικρό αχυρένιο φέρετρο/ Όπου είναι ξαπλωμένο το νεκρό πουλί/ Το φέρετρο σηκώνει ένα μικρό κορίτσι/ Το κορίτσι αυτό δεν σταματάει να κλαίει/ Αν ήξερα που σου ’κανα τόσο κακό/ Λέει ο γάτος στο κορίτσι/ Θα το είχα φάει ολόκληρο/ Κι ύστερα θα ’λεγα/ Πως το είδα να πετάει ψηλά να φεύγει/ Μέχρι τα πέρατα της γης/ Κάτω εκεί τόσο μακριά / Απ’ όπου κανείς ποτέ δε γυρίζει/ Ίσως τότε πονούσες λιγότερο/ Έτσι απλά θα λυπόσουν μονάχα.// Ποτέ δεν πρέπει ν’ αφήνουμε κάτι μισό» («Θέαμα και Ιστορίες», μτφρ. Γιάννης Βαρβέρης, εκδ. Ύψιλον).
Ο Ντενί Γκροζντανοβίτς ήταν πρωταθλητής νέων Γαλλίας στο τένις, πρωταθλητής στο σκουός, εξαιρετικά δημιουργικός αναγνώστης του Μαρσέλ Προυστ, μέγας φιλόμουσος, απόφοιτος της ξακουστής σχολής κινηματογράφου IDHEC, σκακιστής, και συγγραφέας। Και, φυσικά, γατόφιλος। Επιχείρησε λαμπρά να απαθανατίσει τον νεκρό γάτο του, τον Περντίτα, εγκωμιάζοντας με περισσή κομψότητα τον «αγγελικό αντικομφορμισμό της ποιητικής έμπνευσης» που προσφέρει μια γάτα, την εξυπνάδα, τον ήρεμο στοχασμό, τη «γιόγκα των γατών», την καλλισθένειά τους, την εύθραυστη ισορροπία τους μέσα στο πέρασμα του χρόνου, το ότι μας γοητεύουν επειδή μας δίνουν την εντύπωση ότι διαχειρίζονται άψογα το Χρόνο. Παραθέτει μάλιστα, κλείνοντας, έναν στίχο του Γιάννη Ρίτσου που μιλάει για την «θαυμαστή συνέχεια των καθημερινών πραγμάτων» («Μικρή Πραγματεία περί Αμεριμνησίας, μτφρ. Ξένια Σκούρα, εκδ. Πόλις).
Φυσικά, φημισμένος για τη γατοφιλία του ήταν και ο Έρνεστ «Πάπα» Χέμινγουεϊ, ο οποίος λάτρευε την ανεξαρτησία και το ελεύθερο πνεύμα των αιλουροειδών. Ένας καπετάνιος του δώρισε την πρώτη του γάτα, που ήταν πολυδάκτυλη. Έκτοτε ο συγγραφέας του «Για ποιον χτυπάει η καμπάνα» είχε πάντα μια γάτα στις κατοικίες του, είτε στη Φλόριντα είτε στην Κούβα. Αξίζει να σημειωθεί ότι σήμερα οι πολυδάκτυλες γάτες λέγονται και «Γάτες Χέμινγουεϊ». Μάλιστα, στο Μουσείο Χέμινγουεϊ στο Κι Γουέστ της Φλόριντα διατηρούνται και προστατεύονται, σύμφωνα με ειδικό όρο στη διαθήκη του, περί τις εξήντα γάτες, πολλές από τις οποίες ακούν στο όνομά του και σε ονόματα αγαπημένων φίλων και φιλενάδων του υπέροχου Έρνεστ!
Ο γενάρχης του ρομαντικού νουάρ μυθιστορήματος, ο αβρός Ρέιμοντ Τσάντλερ είναι γνωστό ότι αγαπούσε το καλό ουίσκι, τις σαγηνευτικές γυναίκες, το δεξιοτεχνικό σκάκι του Χοσέ Ραούλ Καπαμπλάνκα, και την ελισαβετιανή ποίηση. Ένας τέτοιος χαρακτήρας δεν θα μπορούσε να μην αγαπάει και τις γάτες. Η ευνοούμενή του ήταν μια γάτα Περσίας την οποία φώναζε «Τάκι», της μιλούσε με τις ώρες, και τη σύστηνε ως «γραμματέα» του, μιας και το όμορφο πλάσμα είχε τη συνήθεια να κάθεται πάνω στα χειρόγραφά του όταν ο Τσάντλερ τα επεξεργαζόταν και έκανε τις διορθώσεις του.
Ας κλείσω, κλείνοντας το μάτι στους πάντα ωραίους γάτους και γατόφιλους, θυμίζοντάς σας ότι ποιήματα και κείμενα για γάτες έχουν υπογράψει μεταξύ ευτυχώς πάμπολλων άλλων ο Λιούις Κάρολ και ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, αλλά και οι δικοί μας Νίκος Δήμου, Παυλίνα Παμπούδη, Τάκης Θεοδωρόπουλος, Τάσος Δενέγρης.
4 σχόλια:
Έτερος γατόφιλος...Χμμ, είμαι λυπημένος (πάτησε την Κιάρα αμάξι πριν μια βδομάδα, ούσα ετοιμόγεννη), αλλά δε μπορώ παρά να σας ευχηθώ τα καλύτερα για την Τριστέσα. Λύπες και χαρές να μοιράζονται πρέπει.
@παναγιώτης κονιδάρης: Μύρια συλλυπητήρια για την Κιάρα, φίλε μου, και χίλια ευχαριστώ για τις ευχές. Η ποίηση και η μουσική παρηγοριές μεγάλες στις λύπες, και ταρατατζούμ ωραία στις χαρές. Να 'σαι καλά!
ο μονος Θεος που πρεπει να καλεσεις ειναι ο ερωτας http://doresist.blogspot.com/2008/03/blog-post_18.html
Είναι ευπρόσδεκτες ορισμένες υπενθυμίσεις. Σ' ευχαριστώ και πάλι, Ίκαρε, για τις πολλές αναφορές σου στον Σελίν και την Κολέτ, που είχα τη χαρά και την τιμή να μεταφράσω, για την ενεργή συνδρομή σου στην προβολή του "Ταξιδιού", καθώς και για την ευγενή φιλοξενία κειμένων μου. Λυπάμαι δε όταν οι αρρώστιες, οι μεγάλες θλίψεις, τα κάθε λογής χτυπήματα, με κάνουν να παραβλέπω (δίχως όμως ποτέ να ξεχνώ) τις θετικές οφειλές μου.
Και πάλι ευχαριστώ,
Σεσίλ
Δημοσίευση σχολίου