Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2008

WARMWORMINPROGRESS




Book2

Πριονίζοντας Τα Δεκανίκια

Δεν καταδεχόμαστε να γράψουμε ό,τι δεν έχουμε ζήσει, αποφάνθηκε ο Νίκος Βελής, αγορεύοντας χαμηλόφωνα μες στο Au Revoir, τρεις μετά τα μεσάνυχτα, καθώς, ενώ έξω έβρεχε ασταμάτητα και μέσα το θάλπος ήταν ένα ευπρόσδεκτο θέλγητρο, καθώς ενώ τα τσιγάρα έσβηναν κι οι αναπτήρες άναβαν, καθώς τα ποτήρια γέμιζαν και οι φιάλες άδειαζαν και, κυρίως, καθώς ο Φρανκ Σινάτρα, θαμώνας κάποτε του Au Revoir κι αυτός, τραγουδούσε από τα μικρά ηχεία και το μεγάλο πουθενά το «My Way», ο Βελής έλυνε μ’ ένα άνοιγμα το αίνιγμα, ναι, μ’ ένα άνοιγμα μιας σελίδας από το Βιβλίο της Ανησυχίας του εικοστού αιώνα και μ’ ένα ταυτόχρονο κλείσιμο του ματιού σ’ όσους λογάριαζε για προγόνους του και σ’ όσους έπιναν μαζί του εκείνη τη νύχτα, έλυνε το αίνιγμα, χρόνια τώρα βασανιστικό μα και λυτρωτικό, του πώς μπορούμε να παραμείνουμε καλλιτέχνες παράγοντας έργα που να μην είναι έργα τέχνης, και το έλυνε ακριβώς μέσα από τους χιλιοακουσμένους στίχους του «My Way», που όμως ήταν τώρα σαν να τους άκουγε για πρώτη φορά, σαν για πρώτη φορά να κατανοούσε, με μιαν έκλαμψη, ότι του προσέφεραν την απάντηση, τη λύση, την ατραπό – την απάντηση στο διακαές ερώτημα τι να κάνουμε, τη λύση στο αίνιγμα πώς να το κάνουμε, την ατραπό στο προς τα πού το κάνουμε.
Πράγματα χιλιοειπωμένα, πράγματα δοκιμασμένα χίλιες και μία φορές, πράγματα καθυβρισμένα αρχικά και μετέπειτα εγκωμιασμένα, κι όμως πράγματα πραγματικά τώρα πια λησμονημένα. Back to mono, είχε διακηρύξει ο Φιλ Σπέκτορ. Σαν ερωτευμένος Σαίξπηρ, με έμφαση στο Σαίξπηρ, είχε πει ο Νέστωρ, ένα βράδυ, όταν τον είχε ρωτήσει η κοπέλα του πώς αισθάνεται. Είμαι ο από γραφομηχανής θεός, είχε κραυγάσει, λίγο πριν λιποθυμήσει λάμνοντας στη λίμνη της λήθης σαν ηλίθιος ο Λήθαργος Λάγιος. Δεν είναι ζωή αυτή, βροντοφώναζε ο Ζελιαναίος κι έκανε μια παύση πέντε δευτερολέπτων για να βροντοφωνάξει, σκασμένος στα γέλια, που κάνουνε οι άλλοι. Και ύστερα από τρία δευτερόλεπτα, Το παν είναι το καταλανικό pan con tomate και ο κρητικός ντάκος, είχε υποστηρίξει με τη γνωστή ειρωνική του επισημότητα ο Χαράλαμπος, γνωστός τοις πάσι ως ο Φιλόλογος. Η αιωνιότητα, πάντως, διαρκεί περισσότερο, διατεινόταν, εν μέσω κραυγών, ψιθύρων, ουρλιαχτών, ρεψιμάτων, κρίσεων βήχα, γέλιων και οιμωγών (όταν έφτανε η λυπητερή), ο Ηρακλής, ο και λεγόμενος Επισμηναγός Όλεθρος, διατηρώντας πάντα μια φαινομενική ψυχραιμία, επικίνδυνη ωστόσο, όμοια μ’ αυτήν του Κλιντ Ίστγουντ στα έπη του Λεόνε. Γαμείς δε γαμείς, ο καιρός περνάει, ήταν το απόσταγμα της σοφίας του αιωνίως νεανία, του αενάως ανώριμου (όπως όλοι άλλωστε) της παρέας, του παραλογισμένου παρία Παρασκευά.
Πότε θα μαζέψω τη ζωή μου κομματάκι κομματάκι; Ποτέ δε θα μαζέψω τη ζωή μου κομματάκι κομματάκι. Γιώργος Μακρής. Πάντα. Και φυσικά. Ιδού ποιοι ήσαν οι αγαπημένοι στίχοι αυτών των μεθυσκόντων μεθυσμένων μέθυσων που μεθούσαν μεθοκοπώντας μέρα μεσημέρι αλλά και μπεκροπίνοντας τα βράδια καθώς κατέβαζαν το ένα ιρλανδέζικο μετά το άλλο, όταν δεν καβγάδιζαν σουρωμένοι ηχηρά τα απογεύματα για τα βιβλία που διάβαζαν παραδομένοι πάντα στα τρία αχρεία πάθη τους, τη φιλοποσία, τη φιλοκαπνία, και τη βιβλιοφιλία, που τα συνταίριαζαν, τα πάθη τα εν λόγω, με τις υπόλοιπες φριχτές συνήθειές τους, που δεν ήσαν άλλες από το να κυλιούνται στο βούρκο της ακολασίας με εφήμερες καλλονές, να συχνάζουν σε γκαλερί ξακουστές, και να ξοδεύουν ό,τι απέμενε από τον άχρηστο χρόνο τους και το τέως χρήσιμο χρήμα τους σε βινύλια και σε λάγνες μουσικές. Συνεπώς;
Συνεπώς πώς ν’ απορεί κανείς όταν, αφού περιέπεσε σε κατάσταση περισυλλογής, ο Νάσος Ριτζ, ο Ελληνοαμερικανός παλιόφιλός τους, ο αιδήμων ειδήμων σχετικά με ό,τι καινούργιο συνέβαινε στο ροκανισμένο από τους ίδιους τους ροκάδες ροκ-εντ-ρολ, ιδιαζόντως ευτυχής εκείνη τη νύχτα γιατί είχε μόλις απαλλαχτεί απ’ τον βέρο βραχνά της Μαριάννας, μιας κοπέλας, νηπιαγωγού, παρακαλώ, που αρχίζει να μαθαίνει στα παιδάκια μας τα πρώτα τους γράμματα, μη χέσωμεν!, που σούφρωνε τα χείλη όταν αυτός, ο Νάσος, ήταν να συναντηθεί με τους φαύλους φίλους του, που ζάρωνε τη μύτη όταν αυτός, ο Νάσος, επέστρεφε χαμογελώντας άδολα στο σπίτι τους με είκοσι και τέσσερα, όσα η ηλικία της, δώρα για τα γενέθλιά της, και τον διαπόμπευε, αυτόν, τον Νάσο, ως σπάταλο, τον έρμο, που αγρίευε αγρίως όταν αγόραζε, αυτός, ο Νάσος, ναι, ο Νάσος κι όχι αυτή, το τελευταίο μυθιστόρημα του commander Τόμας Πίντσον, που πάνιαζε σύγκορμη όταν της έταζε αυτός, ο Νάσος, να πάνε στο Παρίσι και να μείνουνε δώδεκα μέρες και δώδεκα νύχτες στο Beat Hotel της rue Git-le-Coeur και σε διαφορετικό δωμάτιο κάθε μέρα και κάθε νύχτα για να τιμήσουν και τα δώδεκα δωμάτια του ξενοδοχείου που ξενοδόχεψε (ω Λήθαργε Λάγιο, ω γλωσσοπλάστη!) φιλόξενα τον Ουίλιαμ Μπάροουζ, τον Μπράιον Γκάιζιν, και τον Άλεν Γκίνσμπεργκ, που απλούστατα, αδυσώπητα, ακατονόμαστα, κι οδυνηρά αποκοιμιόταν, αυτή, όχι ο Νάσος, όταν αυτός, ο Νάσος, της διάβαζε το τελευταίο συγκλονιστικό, συνταρακτικό, συναρπαστικό κείμενό του, λέμε λοιπόν, πώς είναι ν’ απορεί κανείς όταν ο Νάσος, αφού είχε ακούσει του Φιλ Σπέκτορ, και του Νέστορα, και του Λάγιου, και του Ζελιαναίου, και του Χαράλαμπου, και του Ηρακλή, και του Παρασκευά, τις μπεκρομεθυσμενοσουρωμεναμεριμναποφάνσεις, και αφού σκέφτηκε, στοχάστηκε, συλλογίστηκε, ή καμώθηκε πως σκέφτηκε, στοχάστηκε, συλλογίστηκε, αυτή κι όχι ο Νάσος, την απόφανση του βλακός Βελή, την απόφανση ότι Δεν Καταδεχόμαστε Να Γράψουμε Ό,τι Δεν Έχουμε Ζήσει, την απόφανση του αγορεύοντος ηλιθίου, και μάλιστα τη στιγμή του ανατέλλοντος, γαμώτο, πάαααλι;;;;, ω ναι: γαμώωωωωτο πάλι;;;;, ηλίου, απαλλαγμένος ων, αν και ολίγον τι τεταραγμένος ως πλάσμα ευαίσθητο και ως μειλίχιο ον, από τη Μαριάννα τη νηπιαγωγό των νηπιαγωγών, πώς είναι ν’ απορεί κανείς λοιπόν, όταν ο Νάσος της απαλλαγής των απαλλαγών εξερράγη και, εν μέσω ολολυγμών, ανέκραξε, «Άμα, ρε πούστη μου, γαμώτη μου, δεν πριονίσεις τα δεκανίκια εγκαίρως, θα σου γαμήσουνε τον κώλο αμφότερα, κι όχι μονάχα με δίχως σάλιο στη λαστιχένια τάπα τους, αλλά και αλειμμένη και με άμμο από πάνω!!!»




[Πρόκειται για το Δεύτερο Κεφάλαιο, και το μοναδικό που βλέπει το φως της δημοσιότητας ώσπου να ολοκληρωθεί το όλο εγχείρημα, ενός βιβλίου που γράφω, με κόκκινη καρδιά και γαλάζιο μυαλό, στο περιλάλητο εργαστήριο της Πλατείας Παπαδιαμάντη... Πολλά από τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα υπάρχουν ήδη... τα υπόλοιπα δεν θ' αργήσουν να υπάρξουν... ]

2 σχόλια:

Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος είπε...

Αυτά είναι τα ωραία!

Να ζούμε για να τα γράφουμε, να τα γράφουμε για να τα ζούμε πιο έντονα και να τα διαβάζουμε μετά για να ξέρουμε πού πατάμε και πού παραπατάμε. Περιμένουμε με λελογισμένη ανυπομονησία τη συνέχεια...

George-Icaros Babassakis είπε...

@χαράλαμπος γιαννακόπουλος: Ω, Μάι Φρεντ! Ως έλεγεν και ο Καρούζος: "Αμ τι γαρ!"

ΥΓ. Επειδής σε ξεύρω και με ξεύρεις, διάβασε, πληζ, κατεπειγόντως Γκουτιέρες!