Leibovitz
Άννι Λίμποβιτς
Η πιο σπουδαία εν ζωή φωτογράφος
Ξέρουμε ότι οι Ινδιάνοι πίστευαν ότι άμα τους φωτογραφίζει κανείς, τους κλέβει την ψυχή. Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ δεν ήταν φίλος της Φωτογραφίας, μάλλον πολέμιος, διατεινόμενος ότι η κριτική της δύναμη είναι πολύ μικρή. Πιο ήπιος, ο Ρολάν Μπαρτ, ο οποίος έγραψε ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο επί του θέματος, τον «Φωτεινό Θάλαμο», έλεγε ότι η Φωτογραφία είναι στο βάθος ανατρεπτική όχι όταν φοβίζει, διεγείρει, ή και στιγματίζει, αλλά όταν είναι στοχαστική. Λαμπροί φωτογράφοι δικαίωσαν τον Ρολάν Μπαρτ. Καθένας με τον δικό του, προσωπικό τρόπο. Αν ο Μπρασάι απαθανάτισε την μποέμικη ζωή στο Παρίσι, μαζί με την πλειάδα φοβερών και τρομερών συγγραφέων που το υμνούσαν, όπως ο Χένρι Μίλερ φέρ’ ειπείν, ο Εντ φαν ντερ Έλσκεν μας πρόσφερε με το φωτοφράχτη του εξαίσιες στιγμές της τζαζ και των μουσικών της, και ο Ρόμπερτ Φρανκ, που τον λάτρεψαν οι μπήτνικς, εκθείασε την καθημερινή εποποιία των Αμερικανών, η Άννι Λίμποβιτς επαξίως κέρδισε τον τίτλο τιμής της κατ’ εξοχήν φωτογράφου της ροκ κουλτούρας. Και δεν αρκέστηκε σ’ αυτό. Προχώρησε, μέσα από τη φωτογράφηση σημαντικών προσωπικοτήτων των καιρών μας, σε μιαν ανατομία της ζωής και του θανάτου, με μιαν ευγένεια και ένα είδος φιλοσοφημένης, λίαν κομψής διακριτικότητας, δίνοντάς μας όχι μονάχα φωτογραφικά αριστουργήματα αλλά και πολύτιμα μαθήματα ήθους.
Ας αρχίσουμε μ’ ένα δελεαστικό name dropping: Τζον Λένον και Ουίλιαμ Μπάροουζ, Ντέμι Μουρ και Κρίστο, Στινγκ και Βασίλισσα Ελισάβετ, Πάτι Σμιθ και Μπρους Σπρίνγκστιν, Μπρουκ Σιλντς και Ντέιβιντ Κάσιντι, Ντόλι Πάρτον και Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ, Τζον Μπελούσι και Νταν Άκροϊντ, ήτοι οι Blues Brothers, Σίντι Λόπερ και Πιτ Τάουνσεντ των Who, Τζόνι Κας και Τζακ Νίκολσον, Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ και, βέβαια, Σούζαν Σόνταγκ. Όλο το πάτσγουορκ των σύγχρονων καιρών φάνηκε απρόθυμο ν’ αντισταθεί στον φακό της Λίμποβιτς.
Η οποία ως Άννα Λου Λίμποβιτς είδε το πρώτο φως, την πρώτη ύλη της δουλειάς της σα να λέμε, στις 2 Οκτωβρίου του 1949, στο Γουότερμπερι του Κονέκτικατ. Δεν κύλησαν παρά μονάχα είκοσι έτη ώσπου να συνδέσει το όνομά της με αυτό του ισχυρού περιοδικού «Rolling Stone», και άλλα τρία για να γίνει, τόσο νέα, επικεφαλής του φωτογραφικού του τμήματος, που ήταν άλλωστε και η δύναμη κρούσης του περιοδικού, ενώ το 1975 ήταν η υπεύθυνη για τη φωτογράφηση της μεγάλης περιοδείας των Rolling Stones στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εντωμεταξύ, είχε προλάβει να γυρίσει σχεδόν όλο τον κόσμο, μιας και ο πατέρας της, ο Σάμιουελ Λίμποβιτς, όντας αντισμήναρχος της Πολεμικής Αεροπορίας, έπαιρνε συχνά μεταθέσεις. Ας σημειωθεί επίσης η σχέση της με την εκφραστική μαγεία της κίνησης, καθότι η μητέρα της, η Μέριλιν Λίμποβιτς, ήταν δασκάλα μοντέρνου χορού και παρέδιδε στη θυγατέρα της μαθήματα από την παιδική της ηλικία, και η ευρύτατη παιδεία της, καθώς καταγόταν από εβραϊκή οικογένεια. Η Λίμποβιτς τράβηξε τις πρώτες της φωτογραφίες στις Φιλιππίνες, όπου ήταν τοποθετημένος ο αντισμήναρχος στη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ.
Ανήσυχη, από την εφηβεία της, η Άννι θα ενδώσει στις σειρήνες της Τέχνης, και θα ασχοληθεί με τη συγγραφή και τη μουσική, την εποχή που όλοι οι νέοι ήσαν λυτρωτικά ξεμυαλισμένοι με τον Τζακ Κέρουακ και τον Άλεν Γκίνσμπεργκ, με τον αναδυόμενο χιπισμό και με την πολιτισμική αναγέννηση, ιδίως όπως αυτή εκδηλώθηκε στη Δυτική Ακτή. Ακριβώς εκεί, στο Ινστιτούτο Τεχνών του Σαν Φρανσίσκο, η Λίμποβιτς θα εγγραφεί το 1967 και θα λάβει τα πρώτα της συστηματικά μαθήματα σχετικά με την καλλιτεχνική έκφραση των όσων δονούν τον κόσμο γύρω μας. Θα αποφοιτήσει ύστερα από τρία χρόνια. Παράλληλα, όπως πολλοί νέοι καλλιτέχνες εκείνων των καιρών, έτσι και η Λίμποβιτς θα επιδοθεί σε μιαν άγρα εμπειριών από πρώτο χέρι κάνοντας ένα σωρό ετερόκλητες δουλειές, μιλώντας με ανθρώπους κάθε λογής, πηγαίνοντας ακόμα και στο Ισραήλ για να μοχθήσει εθελοντικά σ’ ένα κιμπούτς.
Το Σαν Φρανσίσκο θα γίνει το στρατηγείο της για τα επόμενα δέκα χρόνια. Εκεί θα γνωρίσει τον Τζαν Γουένερ, ο οποίος στα 1967 και με 7500 δολάρια δανεικά από συγγενείς και φίλους, ιδρύει το περιοδικό «Rolling Stone», φιλοδοξώντας να προβεί σε μια καταγραφή των δρώμενων του ροκ ρεύματος και της αντικουλτούρας που ανθούσε στην περιοχή. Ο Γουένερ θα δει φωτογραφίες της Λίμποβιτς και θα την περιλάβει στα στελέχη του εντύπου το 1970. Πέντε χρόνια μετά, η Λίμποβιτς θα καλύψει την περιοδεία του Μικ Τζάγκερ και της παλιοπαρέας του στην Αμερική, οι φωτογραφίες της θα κάνουν το γύρο του κόσμου, και η Άννι θα περάσει μια φάση αγρίων ψυχικών και πνευματικών διακυμάνσεων, μιας και θα εθιστεί στα ναρκωτικά, ιδίως στην κοκαΐνη. Ευτυχώς, δεν θα πάψει να είναι ευαίσθητη και δημιουργικότατη.
Η αλλαγή της έδρας του «Rolling Stone» από το Σαν Φρανσίσκο στη Νέα Υόρκη, το 1977, θα υποχρεώσει τη φωτογράφο να αλλάξει στέκια, να βρεθεί κι αυτή στην Ανατολική Ακτή, να μεταφερθεί από το έγχρωμο πανηγύρι της Καλιφόρνιας στον ασπρόμαυρο στοχασμό του Μανχάταν. Ήταν ζόρικη αλλαγή, θα πει η ίδια σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά. «Ήταν σαν να κοπάνησα το κεφάλι μου σ’ έναν τούβλινο τοίχο. Είχα πάμπολλα προβλήματα. Τελεία και παύλα». Μ’ όλα τα προβλήματα, θα έχει και τις μεγάλες της ευκαιρίες. Και θα τις εκμεταλλευτεί θαυμάσια. Με μια μεγάλη στάλα μακάβριου ήδη να σκοτεινιάζει τη δουλειά και τη ζωή της.
Όλοι ξέρουμε την πασίγνωστη φωτογραφία του Τζον Λένον, σε στάση εμβρύου, ολόγυμνος, ν’ αγκαλιάζει τη Γιόκο Όνο που φοράει μαύρη μπλούζα και τζιν. Έγινε εξώφυλλο στο «Rolling Stone», όπως είχε το είχε κανονίσει και τους το είχε υποσχεθεί η Λίμποβιτς, η οποία ανέλαβε τη φωτογράφηση, όντας έμπιστη γειτόνισσα του ζεύγους. Και η οποία έπεισε άνετα τον Τζον ν’ απαλλαχτεί από τα ενδύματά του. Η ατμόσφαιρα ήταν πολύ φιλική, ζεστή, δημιουργική. Η φωτογραφία είναι θαυμάσια, ερωτική, έμπλεη αγάπης, πεμπτουσία του τι πρέσβευε εμπράκτως ο Τζον για τη ζωή: ευαισθησία, συναίσθημα, απελευθέρωση, σύνδεση του πάθους με την αθωότητα. Λίγοι θυμόμαστε πια ότι ακριβώς την ημέρα εκείνης της ωραίας φωτογράφησης, στις 8 Δεκεμβρίου του 1980, πέντε ώρες μετά, ένας παράφρων ονόματι Μαρκ Ντέιβιντ Τσάπμαν έστειλε στον άλλο κόσμο τον Λένον με τέσσερις σφαίρες. Η Λίμποβιτς συγκλονίστηκε, όπως όλος ο κόσμος, κι είχε έναν λόγο παραπάνω γι’ αυτό.
Ο επόμενος σημαντικός σταθμός στη ζωή και στην τέχνη της Άννι θα είναι η γνωριμία της, αρχικά για επαγγελματικούς λόγους, με την συγγραφέα Σούζαν Σόνταγκ, το 1988. Η Λίμποβιτς είχε αναλάβει να φωτογραφήσει την Σόνταγκ για το εξώφυλλο του βιβλίου της σχετικά με το AIDS. Οι δύο γυναίκες θα ερωτευτούν, θα δοθούν ψυχή τε και σώματι η μία στην άλλη, θα συνεργαστούν αρμονικά, κυριολεκτικά θα συνυπάρξουν, αλλά με άκρα διακριτικότητα, μακριά από αδηφάγα φλας και ρεπορτάζ. Μακριά από κάθε σκάνδαλο. Μονάχα μετά τον θάνατο της σπουδαίας Σούζαν Σόνταγκ, τον Δεκέμβριο του 2004, ύστερα από αλλεπάλληλες υποδειγματικά θαρραλέες μάχες που έδωσε με την αρρώστια, θα στέρξει, πάντα διστακτικά, πάντα κομψά, η Λίμποβιτς να μιλήσει για την απόλυτα ερωτική τους σχέση, για το πόσο άλλαξε η ζωή της και πόσο βάθυνε η τέχνη της μέσα από κείνη τη διελκυστίνδα ανάμεσα στο δώρο της ζωής και στο φάσμα του θανάτου που βίωσε έντονα συνυπάρχοντας με τη Σόνταγκ.
Εντωμεταξύ, η φωτογράφος μας θα έχει μετακομίσει από το «Rolling Stone» στο «Vanity Fair», θα έχει απαθανατίσει την εγκυμοσύνη της Ντέμι Μουρ, το 1991, με μια φωτογραφία που συζητήθηκε πολύ, θα έχει κάνει δύο βαθιά στοχαστικά πορτρέτα του Ουίλιαμ Μπάροουζ, θα έχει αποκτήσει την πρώτη της κόρη, την Σάρα Κάμερον, στα 2001, σε ηλικία 52 ετών, φωτογραφιζόμενη μάλιστα στην ίδια πόζα μ’ εκείνη της Ντέμι Μουρ, κλείνοντας το μάτι στον ίδιο της τον εαυτό.
Το 2005, θα εκδώσει το σημαντικό της άλμπουμ «A Photographer’s Life», που είναι συνάμα ένα πανόραμα του σύγχρονου αμερικανικού βίου, μιας και ανάμεσα στις 341 φωτογραφίες του συνυπάρχουν σχεδόν όλες οι προεξάρχουσες μορφές των Ηνωμένων Πολιτειών, όπως και αυτή της Σόνταγκ στο νεκροκρέβατό της. Την ίδια χρονιά, τον Μάιο, η πάντα ευειδής, αγέρωχη και γοητευτική Άννι θα αποκτήσει άλλες δύο θυγατέρες, την Σούζαν και την Σαμουέλα, με υποκατάστατη μητέρα, ενώ το έργο της θα τιμηθεί με μια σειρά αναδρομικές εκθέσεις. Η ίδια, έχοντας δει τα πάντα με τα ωραία της μάτια και έχοντάς τα απαθανατίσει με τον φακό της, έχοντας αποκομίσει χρήμα και φήμη, έχοντας γνωρίσει στο έπακρο τον έρωτα και την αγάπη, έχοντας προσφέρει τρυφερότητα και συμπόνια, σήμερα συνοψίζει το έργο της και τη ζωή της με μια λιτή, μα τόσο μεστή, φράση: «Το μόνο που με απασχόλησε ήταν να κάνω λίγο καλύτερο τον κόσμο».
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Άννι Λίμποβιτς
Η πιο σπουδαία εν ζωή φωτογράφος
Ξέρουμε ότι οι Ινδιάνοι πίστευαν ότι άμα τους φωτογραφίζει κανείς, τους κλέβει την ψυχή. Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ δεν ήταν φίλος της Φωτογραφίας, μάλλον πολέμιος, διατεινόμενος ότι η κριτική της δύναμη είναι πολύ μικρή. Πιο ήπιος, ο Ρολάν Μπαρτ, ο οποίος έγραψε ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο επί του θέματος, τον «Φωτεινό Θάλαμο», έλεγε ότι η Φωτογραφία είναι στο βάθος ανατρεπτική όχι όταν φοβίζει, διεγείρει, ή και στιγματίζει, αλλά όταν είναι στοχαστική. Λαμπροί φωτογράφοι δικαίωσαν τον Ρολάν Μπαρτ. Καθένας με τον δικό του, προσωπικό τρόπο. Αν ο Μπρασάι απαθανάτισε την μποέμικη ζωή στο Παρίσι, μαζί με την πλειάδα φοβερών και τρομερών συγγραφέων που το υμνούσαν, όπως ο Χένρι Μίλερ φέρ’ ειπείν, ο Εντ φαν ντερ Έλσκεν μας πρόσφερε με το φωτοφράχτη του εξαίσιες στιγμές της τζαζ και των μουσικών της, και ο Ρόμπερτ Φρανκ, που τον λάτρεψαν οι μπήτνικς, εκθείασε την καθημερινή εποποιία των Αμερικανών, η Άννι Λίμποβιτς επαξίως κέρδισε τον τίτλο τιμής της κατ’ εξοχήν φωτογράφου της ροκ κουλτούρας. Και δεν αρκέστηκε σ’ αυτό. Προχώρησε, μέσα από τη φωτογράφηση σημαντικών προσωπικοτήτων των καιρών μας, σε μιαν ανατομία της ζωής και του θανάτου, με μιαν ευγένεια και ένα είδος φιλοσοφημένης, λίαν κομψής διακριτικότητας, δίνοντάς μας όχι μονάχα φωτογραφικά αριστουργήματα αλλά και πολύτιμα μαθήματα ήθους.
Ας αρχίσουμε μ’ ένα δελεαστικό name dropping: Τζον Λένον και Ουίλιαμ Μπάροουζ, Ντέμι Μουρ και Κρίστο, Στινγκ και Βασίλισσα Ελισάβετ, Πάτι Σμιθ και Μπρους Σπρίνγκστιν, Μπρουκ Σιλντς και Ντέιβιντ Κάσιντι, Ντόλι Πάρτον και Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ, Τζον Μπελούσι και Νταν Άκροϊντ, ήτοι οι Blues Brothers, Σίντι Λόπερ και Πιτ Τάουνσεντ των Who, Τζόνι Κας και Τζακ Νίκολσον, Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ και, βέβαια, Σούζαν Σόνταγκ. Όλο το πάτσγουορκ των σύγχρονων καιρών φάνηκε απρόθυμο ν’ αντισταθεί στον φακό της Λίμποβιτς.
Η οποία ως Άννα Λου Λίμποβιτς είδε το πρώτο φως, την πρώτη ύλη της δουλειάς της σα να λέμε, στις 2 Οκτωβρίου του 1949, στο Γουότερμπερι του Κονέκτικατ. Δεν κύλησαν παρά μονάχα είκοσι έτη ώσπου να συνδέσει το όνομά της με αυτό του ισχυρού περιοδικού «Rolling Stone», και άλλα τρία για να γίνει, τόσο νέα, επικεφαλής του φωτογραφικού του τμήματος, που ήταν άλλωστε και η δύναμη κρούσης του περιοδικού, ενώ το 1975 ήταν η υπεύθυνη για τη φωτογράφηση της μεγάλης περιοδείας των Rolling Stones στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εντωμεταξύ, είχε προλάβει να γυρίσει σχεδόν όλο τον κόσμο, μιας και ο πατέρας της, ο Σάμιουελ Λίμποβιτς, όντας αντισμήναρχος της Πολεμικής Αεροπορίας, έπαιρνε συχνά μεταθέσεις. Ας σημειωθεί επίσης η σχέση της με την εκφραστική μαγεία της κίνησης, καθότι η μητέρα της, η Μέριλιν Λίμποβιτς, ήταν δασκάλα μοντέρνου χορού και παρέδιδε στη θυγατέρα της μαθήματα από την παιδική της ηλικία, και η ευρύτατη παιδεία της, καθώς καταγόταν από εβραϊκή οικογένεια. Η Λίμποβιτς τράβηξε τις πρώτες της φωτογραφίες στις Φιλιππίνες, όπου ήταν τοποθετημένος ο αντισμήναρχος στη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ.
Ανήσυχη, από την εφηβεία της, η Άννι θα ενδώσει στις σειρήνες της Τέχνης, και θα ασχοληθεί με τη συγγραφή και τη μουσική, την εποχή που όλοι οι νέοι ήσαν λυτρωτικά ξεμυαλισμένοι με τον Τζακ Κέρουακ και τον Άλεν Γκίνσμπεργκ, με τον αναδυόμενο χιπισμό και με την πολιτισμική αναγέννηση, ιδίως όπως αυτή εκδηλώθηκε στη Δυτική Ακτή. Ακριβώς εκεί, στο Ινστιτούτο Τεχνών του Σαν Φρανσίσκο, η Λίμποβιτς θα εγγραφεί το 1967 και θα λάβει τα πρώτα της συστηματικά μαθήματα σχετικά με την καλλιτεχνική έκφραση των όσων δονούν τον κόσμο γύρω μας. Θα αποφοιτήσει ύστερα από τρία χρόνια. Παράλληλα, όπως πολλοί νέοι καλλιτέχνες εκείνων των καιρών, έτσι και η Λίμποβιτς θα επιδοθεί σε μιαν άγρα εμπειριών από πρώτο χέρι κάνοντας ένα σωρό ετερόκλητες δουλειές, μιλώντας με ανθρώπους κάθε λογής, πηγαίνοντας ακόμα και στο Ισραήλ για να μοχθήσει εθελοντικά σ’ ένα κιμπούτς.
Το Σαν Φρανσίσκο θα γίνει το στρατηγείο της για τα επόμενα δέκα χρόνια. Εκεί θα γνωρίσει τον Τζαν Γουένερ, ο οποίος στα 1967 και με 7500 δολάρια δανεικά από συγγενείς και φίλους, ιδρύει το περιοδικό «Rolling Stone», φιλοδοξώντας να προβεί σε μια καταγραφή των δρώμενων του ροκ ρεύματος και της αντικουλτούρας που ανθούσε στην περιοχή. Ο Γουένερ θα δει φωτογραφίες της Λίμποβιτς και θα την περιλάβει στα στελέχη του εντύπου το 1970. Πέντε χρόνια μετά, η Λίμποβιτς θα καλύψει την περιοδεία του Μικ Τζάγκερ και της παλιοπαρέας του στην Αμερική, οι φωτογραφίες της θα κάνουν το γύρο του κόσμου, και η Άννι θα περάσει μια φάση αγρίων ψυχικών και πνευματικών διακυμάνσεων, μιας και θα εθιστεί στα ναρκωτικά, ιδίως στην κοκαΐνη. Ευτυχώς, δεν θα πάψει να είναι ευαίσθητη και δημιουργικότατη.
Η αλλαγή της έδρας του «Rolling Stone» από το Σαν Φρανσίσκο στη Νέα Υόρκη, το 1977, θα υποχρεώσει τη φωτογράφο να αλλάξει στέκια, να βρεθεί κι αυτή στην Ανατολική Ακτή, να μεταφερθεί από το έγχρωμο πανηγύρι της Καλιφόρνιας στον ασπρόμαυρο στοχασμό του Μανχάταν. Ήταν ζόρικη αλλαγή, θα πει η ίδια σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά. «Ήταν σαν να κοπάνησα το κεφάλι μου σ’ έναν τούβλινο τοίχο. Είχα πάμπολλα προβλήματα. Τελεία και παύλα». Μ’ όλα τα προβλήματα, θα έχει και τις μεγάλες της ευκαιρίες. Και θα τις εκμεταλλευτεί θαυμάσια. Με μια μεγάλη στάλα μακάβριου ήδη να σκοτεινιάζει τη δουλειά και τη ζωή της.
Όλοι ξέρουμε την πασίγνωστη φωτογραφία του Τζον Λένον, σε στάση εμβρύου, ολόγυμνος, ν’ αγκαλιάζει τη Γιόκο Όνο που φοράει μαύρη μπλούζα και τζιν. Έγινε εξώφυλλο στο «Rolling Stone», όπως είχε το είχε κανονίσει και τους το είχε υποσχεθεί η Λίμποβιτς, η οποία ανέλαβε τη φωτογράφηση, όντας έμπιστη γειτόνισσα του ζεύγους. Και η οποία έπεισε άνετα τον Τζον ν’ απαλλαχτεί από τα ενδύματά του. Η ατμόσφαιρα ήταν πολύ φιλική, ζεστή, δημιουργική. Η φωτογραφία είναι θαυμάσια, ερωτική, έμπλεη αγάπης, πεμπτουσία του τι πρέσβευε εμπράκτως ο Τζον για τη ζωή: ευαισθησία, συναίσθημα, απελευθέρωση, σύνδεση του πάθους με την αθωότητα. Λίγοι θυμόμαστε πια ότι ακριβώς την ημέρα εκείνης της ωραίας φωτογράφησης, στις 8 Δεκεμβρίου του 1980, πέντε ώρες μετά, ένας παράφρων ονόματι Μαρκ Ντέιβιντ Τσάπμαν έστειλε στον άλλο κόσμο τον Λένον με τέσσερις σφαίρες. Η Λίμποβιτς συγκλονίστηκε, όπως όλος ο κόσμος, κι είχε έναν λόγο παραπάνω γι’ αυτό.
Ο επόμενος σημαντικός σταθμός στη ζωή και στην τέχνη της Άννι θα είναι η γνωριμία της, αρχικά για επαγγελματικούς λόγους, με την συγγραφέα Σούζαν Σόνταγκ, το 1988. Η Λίμποβιτς είχε αναλάβει να φωτογραφήσει την Σόνταγκ για το εξώφυλλο του βιβλίου της σχετικά με το AIDS. Οι δύο γυναίκες θα ερωτευτούν, θα δοθούν ψυχή τε και σώματι η μία στην άλλη, θα συνεργαστούν αρμονικά, κυριολεκτικά θα συνυπάρξουν, αλλά με άκρα διακριτικότητα, μακριά από αδηφάγα φλας και ρεπορτάζ. Μακριά από κάθε σκάνδαλο. Μονάχα μετά τον θάνατο της σπουδαίας Σούζαν Σόνταγκ, τον Δεκέμβριο του 2004, ύστερα από αλλεπάλληλες υποδειγματικά θαρραλέες μάχες που έδωσε με την αρρώστια, θα στέρξει, πάντα διστακτικά, πάντα κομψά, η Λίμποβιτς να μιλήσει για την απόλυτα ερωτική τους σχέση, για το πόσο άλλαξε η ζωή της και πόσο βάθυνε η τέχνη της μέσα από κείνη τη διελκυστίνδα ανάμεσα στο δώρο της ζωής και στο φάσμα του θανάτου που βίωσε έντονα συνυπάρχοντας με τη Σόνταγκ.
Εντωμεταξύ, η φωτογράφος μας θα έχει μετακομίσει από το «Rolling Stone» στο «Vanity Fair», θα έχει απαθανατίσει την εγκυμοσύνη της Ντέμι Μουρ, το 1991, με μια φωτογραφία που συζητήθηκε πολύ, θα έχει κάνει δύο βαθιά στοχαστικά πορτρέτα του Ουίλιαμ Μπάροουζ, θα έχει αποκτήσει την πρώτη της κόρη, την Σάρα Κάμερον, στα 2001, σε ηλικία 52 ετών, φωτογραφιζόμενη μάλιστα στην ίδια πόζα μ’ εκείνη της Ντέμι Μουρ, κλείνοντας το μάτι στον ίδιο της τον εαυτό.
Το 2005, θα εκδώσει το σημαντικό της άλμπουμ «A Photographer’s Life», που είναι συνάμα ένα πανόραμα του σύγχρονου αμερικανικού βίου, μιας και ανάμεσα στις 341 φωτογραφίες του συνυπάρχουν σχεδόν όλες οι προεξάρχουσες μορφές των Ηνωμένων Πολιτειών, όπως και αυτή της Σόνταγκ στο νεκροκρέβατό της. Την ίδια χρονιά, τον Μάιο, η πάντα ευειδής, αγέρωχη και γοητευτική Άννι θα αποκτήσει άλλες δύο θυγατέρες, την Σούζαν και την Σαμουέλα, με υποκατάστατη μητέρα, ενώ το έργο της θα τιμηθεί με μια σειρά αναδρομικές εκθέσεις. Η ίδια, έχοντας δει τα πάντα με τα ωραία της μάτια και έχοντάς τα απαθανατίσει με τον φακό της, έχοντας αποκομίσει χρήμα και φήμη, έχοντας γνωρίσει στο έπακρο τον έρωτα και την αγάπη, έχοντας προσφέρει τρυφερότητα και συμπόνια, σήμερα συνοψίζει το έργο της και τη ζωή της με μια λιτή, μα τόσο μεστή, φράση: «Το μόνο που με απασχόλησε ήταν να κάνω λίγο καλύτερο τον κόσμο».
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Δημοσιεύτηκε στο Έψιλον της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου