Το παρακάτω ακούστηκε σήμερα, 5 Ιουνίου, από το Κανάλι 1, Πειραιάς, 90,4 FM, μεσημέρι παρά πέντε, όπως πάντα. Μπορεί να εκληφθεί και ως σχόλιο στην Ημέρα Περιβάλλοντος. Ένα από τα πιο ηδεία, αλλά και πιο δύσκολα, καθήκοντά μας είναι να υπερασπιζόμαστε, να τραγουδάμε, ό,τι με πάθος αγαπήσαμε, ό,τι με πάθος αγαπάμε.
Παρίσι: Οδηγίες Χρήσεως
Κάθε πόλη σπουδαία έχει την ιστορία της, και είχε τη μαγεία της. Φώτα ολόφωτα, πόλη μεγάλη. Σ’ έναν κόσμο ολοένα και πιο ομογενοποιημένο, οι πόλεις μοιάζουν ολοένα και πιο πολύ, χάνοντας έτσι το άρωμά τους το ιδιαίτερο, χάνοντας τα πιο ιδιαίτερα γνωρίσματά τους, χάνοντας την ποίησή τους. Το Παρίσι, ίσως η πιο σημαντική πόλη της Ευρώπης επί αιώνες, το απόλυτο χωνευτήρι τόσων και τόσων διαφορετικών πολιτισμών, το πιο φιλόξενο κονάκι για εξόριστους καλλιτέχνες και επαναστάτες, το μέρος, όπως παραφράζοντας τον Σαίξπηρ έλεγε ο Ντεμπόρ, όπου το «αρνητικό είχε την αυλή του», καταστρέφεται μεθοδικά από το 1968 και μετά. Ο Λουί Σεβαλιέ, εξέδωσε, ήδη το 1977, ένα θαρραλέο εμπεριστατωμένο βιβλίο όπου καταγράφει τη θλιβερή μεταμόρφωση του Παρισιού που δόξασαν ο Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν, ο Ρεϊμόν Κενώ, ο Σελίν, ο Χένρι Μίλερ, και τόσοι άλλοι, το Παρίσι της τζαζ και του αέναου γλεντιού, το Παρίσι με τις ελεύθερες γειτονιές των αναρχικών και των ελεύθερων καλλιτεχνών, σε μια μάζα από ατσάλι και γυαλί, από αντισηπτική παραφροσύνη και αστυνομευμένο τουρισμό. Υπεύθυνοι για τη «Δολοφονία του Παρισιού», αυτός είναι ο σταράτος τίτλος που έδωσε ο Σεβαλιέ στο πόνημά του, ήσαν οι αναίσθητοι τεχνοκράτες που επιστράτευσαν οι Αντρέ Μαρλώ και Ζορζ Πομπιντού, και εν συνεχεία ο Φρανσουά Μιτεράν.
Ναι, το Παρίσι δεν είναι πια αυτό που ήταν. Οι ευωδιές του έχουν χαθεί. Η ποίηση της περιπέτειας και η περιπέτεια της ποίησης έχουν εξοστρακιστεί. Έγινε σκιά αναπαράστασης ό,τι είχε προηγουμένως με πάθος βιωθεί. Ωστόσο, η ψυχή και το πνεύμα του Παλιού Παρισιού ανθίστανται ακόμη, με πείσμα και με πάθος. Διεξάγεται στο Παρίσι ένας εμφύλιος πόλεμος, ένας αγώνας των δυνάμενων της δημιουργικότητας ενάντια στις δυνάμεις του ολέθρου. Οι αναμνήσεις, στο Παρίσι, δεν είναι μια νοσταλγική αύρα, όχι, είναι ζωντανοί θύλακοι αντίστασης. Σε καλούν να ακολουθήσεις επινοημένες από σένα τον ίδιο οδηγίες χρήσεως της θρυλικής πόλης, να μετατοπίζεσαι διαρκώς όχι τόσο μέσα στο χώρο όσο μέσα στο χρόνο. Μπορείς, φέρ’ ειπείν, να αποφύγεις ό,τι έχει αγγίξει το αποτρόπαιο δάχτυλο ενός Μίδα της εμπορευματοποίησης, να ανοίξεις το μυαλό σου και την καρδιά σου στις σελίδες του Χένρι Μίλερ στον «Τροπικό του Καρκίνου» και στη «Μαύρη Άνοιξη», του Έρνεστ Χέμινγουεϊ στην «Κινητή Γιορτή» και στο «Κι ο ήλιος ανατέλλει», του Γκι Ντεμπόρ στον «Πανηγυρικό», στο «In girum imus nocte et consumimur igni», και στους επτά ογκώδεις τόμους της «Αλληλογραφίας» του. Μπορείς, μια χαρά, να στρέψεις τα νώτα στα ξενοδοχεία και τα ρεστοράν που έχουν τις ιδιότητες του νερού (άοσμα, άχρωμα, άγευστα), και να τιμήσεις παμπάλαια, και ζωντανά ακόμη, χάνια και μπιστρό, πάγκους με βερίκοκα και πεπόνια, μικρά μπιστρό που δεν καταγράφονται στους τουριστικούς οδηγούς, γειτονικά αρτοπωλεία και μαγαζάκια με εξαιρετικά τυριά.
Κι ακόμα, μπορείς να χαθείς στους όμορφους λαβυρίνθους της Αριστερής Όχθης, να κινηθείς δίχως πρόγραμμα, δίχως χάρτη άλλον από τα βιβλία που διάβασες στην φλεγόμενη εφηβεία σου, να βρεθείς ξανά και ξανά προ ωραίων ευπρόσδεκτων εκπλήξεων, για απολαύσεις τον νούμερο ένα πλανόδιο τροβαδούρο, τον περιλάλητο Λίο Γκιλέσπι με την θρυλική ξύλινη κιθάρα του και να μιλήσεις καμιά ώρα μαζί του για τις παλιές δόξες του Παρισιού.
Ο χρόνος είναι ο μόνος πλούτος μας. Στο Παρίσι, μ’ όλο τον όλεθρο που έχει απλωθεί πάνω του, μπορείς ακόμη, με τις δικές σου, επινοημένες στο εργαστήρι της Ποίησης και της Μουσικής, οδηγίες χρήσεως, να επιμηκύνεις τα δευτερόλεπτα, να παίξεις με τη διαλεκτική Παρελθόντος/Παρόντος, να κάνεις πολύτιμη την κάθε στιγμή. Κλείνεις τ’ αυτιά στις Σειρήνες του τουρισμού, τα ανοίγεις στη μελωδία του Έρωτος και της Αγάπης, γίνονται χαϊκού πολύτιμα και πολύσημα οι φράσεις σου, ανακαλύπτεις μικρούς θησαυρούς πίσω από την πρόσοψη των φαντασμαγορικών σκουπιδιών. Ακούς τις ανάσες και τους ψιθύρους ολόκληρων γενιών ανυπότακτων ανδρών και γυναικών που τίμησαν την Επανάσταση της Τέχνης και την Τέχνη της Επανάστασης. Κι έχεις διαρκώς και διακαώς τα λόγια του Χέμινγουεϊ στο μυαλό σου: «Το Παρίσι δεν τελειώνει ποτέ, και οι αναμνήσεις των ανθρώπων που το έζησαν διαφέρουν μεταξύ τους. Εμείς πάντα ξαναγυρίζαμε σ’ αυτό, άσχετα με το ποιοι ήμασταν, με το πόσο είχε αλλάξει και με το πόσο δύσκολα ή εύκολα μπορούσαμε να ξαναπάμε εκεί. Το Παρίσι άξιζε πάντα τον κόπο και σε αντάμειβε για οτιδήποτε του πρόσφερες. Όμως έτσι ήταν το Παρίσι τον πρώτο καιρό, όταν εμείς ήμασταν πολύ φτωχοί και πολύ ευτυχισμένοι».
Παρίσι: Οδηγίες Χρήσεως
Κάθε πόλη σπουδαία έχει την ιστορία της, και είχε τη μαγεία της. Φώτα ολόφωτα, πόλη μεγάλη. Σ’ έναν κόσμο ολοένα και πιο ομογενοποιημένο, οι πόλεις μοιάζουν ολοένα και πιο πολύ, χάνοντας έτσι το άρωμά τους το ιδιαίτερο, χάνοντας τα πιο ιδιαίτερα γνωρίσματά τους, χάνοντας την ποίησή τους. Το Παρίσι, ίσως η πιο σημαντική πόλη της Ευρώπης επί αιώνες, το απόλυτο χωνευτήρι τόσων και τόσων διαφορετικών πολιτισμών, το πιο φιλόξενο κονάκι για εξόριστους καλλιτέχνες και επαναστάτες, το μέρος, όπως παραφράζοντας τον Σαίξπηρ έλεγε ο Ντεμπόρ, όπου το «αρνητικό είχε την αυλή του», καταστρέφεται μεθοδικά από το 1968 και μετά. Ο Λουί Σεβαλιέ, εξέδωσε, ήδη το 1977, ένα θαρραλέο εμπεριστατωμένο βιβλίο όπου καταγράφει τη θλιβερή μεταμόρφωση του Παρισιού που δόξασαν ο Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν, ο Ρεϊμόν Κενώ, ο Σελίν, ο Χένρι Μίλερ, και τόσοι άλλοι, το Παρίσι της τζαζ και του αέναου γλεντιού, το Παρίσι με τις ελεύθερες γειτονιές των αναρχικών και των ελεύθερων καλλιτεχνών, σε μια μάζα από ατσάλι και γυαλί, από αντισηπτική παραφροσύνη και αστυνομευμένο τουρισμό. Υπεύθυνοι για τη «Δολοφονία του Παρισιού», αυτός είναι ο σταράτος τίτλος που έδωσε ο Σεβαλιέ στο πόνημά του, ήσαν οι αναίσθητοι τεχνοκράτες που επιστράτευσαν οι Αντρέ Μαρλώ και Ζορζ Πομπιντού, και εν συνεχεία ο Φρανσουά Μιτεράν.
Ναι, το Παρίσι δεν είναι πια αυτό που ήταν. Οι ευωδιές του έχουν χαθεί. Η ποίηση της περιπέτειας και η περιπέτεια της ποίησης έχουν εξοστρακιστεί. Έγινε σκιά αναπαράστασης ό,τι είχε προηγουμένως με πάθος βιωθεί. Ωστόσο, η ψυχή και το πνεύμα του Παλιού Παρισιού ανθίστανται ακόμη, με πείσμα και με πάθος. Διεξάγεται στο Παρίσι ένας εμφύλιος πόλεμος, ένας αγώνας των δυνάμενων της δημιουργικότητας ενάντια στις δυνάμεις του ολέθρου. Οι αναμνήσεις, στο Παρίσι, δεν είναι μια νοσταλγική αύρα, όχι, είναι ζωντανοί θύλακοι αντίστασης. Σε καλούν να ακολουθήσεις επινοημένες από σένα τον ίδιο οδηγίες χρήσεως της θρυλικής πόλης, να μετατοπίζεσαι διαρκώς όχι τόσο μέσα στο χώρο όσο μέσα στο χρόνο. Μπορείς, φέρ’ ειπείν, να αποφύγεις ό,τι έχει αγγίξει το αποτρόπαιο δάχτυλο ενός Μίδα της εμπορευματοποίησης, να ανοίξεις το μυαλό σου και την καρδιά σου στις σελίδες του Χένρι Μίλερ στον «Τροπικό του Καρκίνου» και στη «Μαύρη Άνοιξη», του Έρνεστ Χέμινγουεϊ στην «Κινητή Γιορτή» και στο «Κι ο ήλιος ανατέλλει», του Γκι Ντεμπόρ στον «Πανηγυρικό», στο «In girum imus nocte et consumimur igni», και στους επτά ογκώδεις τόμους της «Αλληλογραφίας» του. Μπορείς, μια χαρά, να στρέψεις τα νώτα στα ξενοδοχεία και τα ρεστοράν που έχουν τις ιδιότητες του νερού (άοσμα, άχρωμα, άγευστα), και να τιμήσεις παμπάλαια, και ζωντανά ακόμη, χάνια και μπιστρό, πάγκους με βερίκοκα και πεπόνια, μικρά μπιστρό που δεν καταγράφονται στους τουριστικούς οδηγούς, γειτονικά αρτοπωλεία και μαγαζάκια με εξαιρετικά τυριά.
Κι ακόμα, μπορείς να χαθείς στους όμορφους λαβυρίνθους της Αριστερής Όχθης, να κινηθείς δίχως πρόγραμμα, δίχως χάρτη άλλον από τα βιβλία που διάβασες στην φλεγόμενη εφηβεία σου, να βρεθείς ξανά και ξανά προ ωραίων ευπρόσδεκτων εκπλήξεων, για απολαύσεις τον νούμερο ένα πλανόδιο τροβαδούρο, τον περιλάλητο Λίο Γκιλέσπι με την θρυλική ξύλινη κιθάρα του και να μιλήσεις καμιά ώρα μαζί του για τις παλιές δόξες του Παρισιού.
Ο χρόνος είναι ο μόνος πλούτος μας. Στο Παρίσι, μ’ όλο τον όλεθρο που έχει απλωθεί πάνω του, μπορείς ακόμη, με τις δικές σου, επινοημένες στο εργαστήρι της Ποίησης και της Μουσικής, οδηγίες χρήσεως, να επιμηκύνεις τα δευτερόλεπτα, να παίξεις με τη διαλεκτική Παρελθόντος/Παρόντος, να κάνεις πολύτιμη την κάθε στιγμή. Κλείνεις τ’ αυτιά στις Σειρήνες του τουρισμού, τα ανοίγεις στη μελωδία του Έρωτος και της Αγάπης, γίνονται χαϊκού πολύτιμα και πολύσημα οι φράσεις σου, ανακαλύπτεις μικρούς θησαυρούς πίσω από την πρόσοψη των φαντασμαγορικών σκουπιδιών. Ακούς τις ανάσες και τους ψιθύρους ολόκληρων γενιών ανυπότακτων ανδρών και γυναικών που τίμησαν την Επανάσταση της Τέχνης και την Τέχνη της Επανάστασης. Κι έχεις διαρκώς και διακαώς τα λόγια του Χέμινγουεϊ στο μυαλό σου: «Το Παρίσι δεν τελειώνει ποτέ, και οι αναμνήσεις των ανθρώπων που το έζησαν διαφέρουν μεταξύ τους. Εμείς πάντα ξαναγυρίζαμε σ’ αυτό, άσχετα με το ποιοι ήμασταν, με το πόσο είχε αλλάξει και με το πόσο δύσκολα ή εύκολα μπορούσαμε να ξαναπάμε εκεί. Το Παρίσι άξιζε πάντα τον κόπο και σε αντάμειβε για οτιδήποτε του πρόσφερες. Όμως έτσι ήταν το Παρίσι τον πρώτο καιρό, όταν εμείς ήμασταν πολύ φτωχοί και πολύ ευτυχισμένοι».
17 σχόλια:
Καλά βαλτός είσαι και με φτιάχνεις κάθε μέρα με το Παρίσι ενώ εγώ ετοιμάζομαι να πάω στη Λισαβώνα...
Στο Παρίσι με πήγαν Σελίν,Μίλλερ και Πετρόπουλος.Το ΒΕΡΟΛΙΝΟ 'ομως
των Ντέμπλιν,Γκολλ,Τουχόλσκι και
Φασσμπίντερ είναι 'απαιχτο!
ΔΗΜΗΤΡΗΣ (ΒLABLA!)
parfois je reste la bouche grande ouverte devant cette attaque culturelle incontrolee et, souvent, tres peu profonde. Heureuseument, certains ont trouve le blogs comme moyen de se parler a eux-memes, puisqu' autrement ils ne pourraient trouver un public qui s'interesserait a eux!
Trop de paroles pou si peu de choses...
@ναυτίλος: Καλά βαλτός είσαι και μου λες για τη Λισαβώνα (ω Πεσόα! ω Σαραμάνγκου!), ενώ εγώ ετοιμάζομαι (ψυχολογικά) για μια derive στη Ρώμη;(ω Sergio Leone!!! ω Sergio Leone!!! ω Sergio Leone!!!)
@Δημήτρης: Καμία, μα καμία, μα απολύτως καμία, αντίρρηση. Ich bin ein Berliner, καθώς είπεν και ο Τζακ Κένεντι, αλλά το "Σατόρι στο Παρίσι" το έγραψε ο Τζακ Κέρουακ, κι ακόμα στον Σηκουάνα έστερξε να χωθεί και να χαθεί (για να λάμψει παντοτινά)ο Πάουλ Τσέλαν (ω Μαύρο Γάλα της Αυγής!)
@green_revenger: Είμαι μάλλον αλλεργικός στους revengers (εκτός κι αν πρόκειται για κάνα καλό western του Πέκινπα ή του Λεόνε - ω Wild Bunch, ω Once upon a Time in the West!), όσο και στο green (εκτός κι αν πρόκειται για την Ιρλανδία, τον Παναθηναϊκό της Δεκαετίας του Εβδομήντα - ω Δαντελένιε Γραμμέ, ω Στρατηγέ Δομάζε, ω Αβρότατε Καμάρα!, ή για το αψέντι - ω Αρθούρε Κραβάν, ω Αμεδαίε Μοντιλιάνι!!!)
Πόσες μέρες μετράς στο Παρίσι, αγαπητέ μπλόγκερ, όλες κι όλες; Όλες κι όλες; Μοιράστηκες, άραγε, τον Φλεβάρη μια ερωτική blanquette σε σπίτι φίλου Παριζιάνου; Ξενύχτησες τον Ιούνιο σε κρεβάτι άλλου, εξίσου Γάλλου, με τον Μονταίνιο ανοιχτό στο μαξιλάρι και το μυαλό ανοιχτό στον Μονταίνιο; Ψώνισες τον Μάρτη μπριζόλα απ' τον Νορμανδό της γειτονιάς, τον Μάη τραγανές φράουλες απ' τον Αλγερίνο, τον Ιούλιο καμαμπέρ απ' τον Βουργουνδό (εκείνο το μελωμένο καμαμπέρ, που μοσκοβολάει σαν τις πατουσίτσες του μικρού Ιησού); Γεύτηκες τον Νοέμβρη beaujolais nouveau, ώσπου να ξυπνήσει ο ουρανίσκος κι η συντροφικότητα; Κουβέντιασες τον Οκτώβρη με τον Ρομπέρ ή την Μαρτίν, τους σοφούς βιβλιοπώλες σου, για τα υποψήφια Γκονκούρ, Φεμινά ή Μεντισίς, για τους φρέσκους Ασσουλίν, Ντεγκύ ή Μπαντιού; Πήρες τον Ιανουάριο το πρώτο εωθινό, το έσχατο μεταμεσονύκτιο μετρό με την τσακισμένη κάρτα απεριορίστων διαδρομών, πλάι σε εκμυστηρευτικά τρεκλίζοντες συνταξιδιώτες; Περίμενες το μεστό αυγουστιάτικο φεγγάρι κάποια νύχτα στο Παλαί-Ρουαγιάλ, χοροπηδώντας πάνω στις κολόνες του Μπυρέν, στον ίσκιο του Ντιντερό; Στοίχειωσαν τα φιλιά σου τους μυημένους φανοστάτες, αργά κάποιον Σεπτέμβρη; Άκουσες τις απογευματινές Κυριακές του Δεκέμβρη Μπαχ και Κουπερέν απ' το αρμόνιο της Παναγίας των Παρισίων, όταν οι άχνες του Σηκουάνα σκαρφάλωναν παγωμένες στα παραπέτα της Île de la Cité; Είδες, τέλη Απριλίου, το χιόνι να μαγεύει με πλεοναστικό άσπρο τις άσπρες ανθισμένες καστανιές;
Γιατί μόνον όταν ο χρόνος ημερώνει τον χώρο, τότε μόνο, μια πόλη γίνεται δική μας. Και χρόνος χρειάζεται πολύς.
@ανώνυμος: Ο καθείς και τα βιώματά του, ο καθείς και οι αναμνήσεις του, ο καθείς και ο τρόπος του να επεξεργάζεται και να κοινοποιεί αυτό που τα βιώματα και οι αναμνήσεις τού εμπνέουν. Και βέβαια, ο καθείς και ο τρόπος του να επιμηκύνει το χρόνο, να τανύει τα δευτερόλεπτα, να μετράει τις μέρες και τις νύχτες, να τέρπει τον ουρανίσκο του, να συναρπάζεται από τις σελίδες των δημιουργών που αγαπάει, και να κάνει μια πόλη δική του, ή να επιτρέπει σε μια πόλη να τον κάνει δικό της.
Ο καθείς και το καθαποτέτοιο του, of course. Κι ας φέρνει το Παρίσι, ουχί προς κακοφανισμόν μας, κάτι προς Νέα Φιλαδέλφεια, ομού και προς Νέα Ορλεάνη με ολίγην Αντίς Αμπέμπα. Αλίμονο! Γράφουμε μόνο γι' αυτό που 'χουμε ζήσει, ε κι αν δεν το 'χουμε πολυζήσει, σιγά τα ωά, ξαναζούμε δα, ποιητική αβαρία, αυτό που-γράψανε-που-λένε-που-νομίσανε-που-ζήσανε οι Μπρετόν, Μίλερ, Χεμινγουέι και Ντεμπόρ. Μόνο που για τέτοιες ταξιδιωτικές μαρτυρίες ουδεμία χρεία να ξεκωλήσουμε καν απ' την καρέκλα μας. Τζάμπα κόπος.
@ανώνυμος: Έξοχα μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας συνεγράφησαν από μία καρέκλα (το τρίτο σημαντικότερο εργαλείο μετά το τραπέζι και το κρεβάτι, καθώς έχει ειπωθεί), δίχως να χρειαστεί να ξεκολλήσει ο συγγραφεύς από εκεί και να φάει καμιά τριετία στον Κόκκινο Πλανήτη, ή καμιά δεκαετία στον άλλον, με τα ωραία δαχτυλίδια. Λαμπρές ταξιδιωτικές μαρτυρίες δεν χρειάστηκαν παρά μερικές ημέρες επιτόπια απόλαυση και μέθεξη. Για να μην πούμε, και πάλι, περί Γκάτσου και "Αμοργού". Τέλος, πολλοί συγγραφείς και ποιητές ρέπουν, όντως, προς την οκνηρία, απεχθάνονται τον σταχανοβισμό, και μας δωρίζουν τον ευώδη λειμώνα των λέξεών τους για να γινόμαστε κομμάτι πιο αισθαντικοί. Υπάρχουν πράγματα που δεν μπαίνουν στο κοινό ζύγι, ή και σε κανένα γνωστό έως τώρα ζύγι. Υπάρχουν κάποια είδη κόπου που, επίσης, δεν αποτιμώνται με τα κοινά μέτρα και σταθμά. Κάτι ήξερε η Χάννα Άρεντ απ' αυτά. Τέλος, είναι, θαρρώ, νόμιμο να δικαιούται κάποιος να πορεύεται (και να λαθεύει ακόμα) με οδοδείκτες της αρεσκείας του, και δεν έχω κρύψει ποτέ ποιοι οι δικοί μου οδοδείκτες. Μ' αρέσει να κάνω λάθη αλά Χέμινγουεϊ/Μίλερ/Μπρετόν/Ντεμπόρ, και πάει λέγοντας, παρά να είμαι σωστός ακολουθώντας άλλων τα ίχνη.
Μα ακριβώς: των άλλων τα ίχνη ακολουθείς για την ιχνηλάτηση μιας πόλης που δεν γνωρίζεις ούτε απ' τα σήμερα ούτε απ' τα χθες, ει μη μόνον χάρη στη δική τους διαμεσολάβηση. Ακολουθείς ίχνη λογοτεχνικά και δη αντιπροχθεσινά για μια πόλη πραγματική και σημερινή. Που βεβαίως έχει το παρελθόν της, τους ιστορικούς, περιηγητές, ποιητές και υμνητές της, όπως έχει το πάλλον παρόν της, την κινούμενη γεωγραφία της, το μεταλλασσόμενο ιδίωμά της, τους τωρινούς κατοίκους της, τα καινούργια στέκια και μυστικά της, τον ανανεούμενο χαρακτήρα της. Και δεν μιλάμε εδώ για "μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας" (για μπας και μιλάμε;) Και ίσως υπάρχουν "λαμπρές ταξιδιωτικές μαρτυρίες [που] δεν χρειάστηκαν παρά μερικές ημέρες επιτόπια απόλαυση και μέθεξη". Ίσως. Θα πρέπει να σπανίζουν. Έχουν βεβαίως γραφτεί σίγουρα θαυμαστές σελίδες από περαστικούς πλην οιστρήλατους λογοτέχνες, που με ντεκόρ μια πόλη, έναν τόπο, περιδιάβασαν εξόχως ποιητικά το εσωτερικό τους τοπίο ("Αμοργός", τω όντι). Αλλά αυτό δεν είναι "ταξιδιωτική μαρτυρία", είναι ταξιδιωτική (και ούτε καν) "αφετηρία". Μα όταν μια περιδιάβαση ανασύρει μονάχα αναγνώσματα, όποια κι αν είναι αυτά - Μπωντλαίρ ή Μπαλζάκ, Μπένγιαμιν ή Προυστ, Μπρετόν ή Κέρουακ, Χεμινγουέι ή Ντεμπόρ (διόλου εφήμεροι επισκέπτες, παρεμπιπτόντως)- και όταν, αντικαθιστώντας κάποια γαλλόηχα τοπωνύμια, η περιγραφή μπορεί να αφορά εξίσου την Αθήνα ή την Τύνιδα, τότε η εν λόγω πόλη μοιάζει σκιώδης και ανυπόστατη, η αφήγηση ακραιφνώς προσχηματική, η δε ταξιδιωτική μαρτυρία εξελίσσεται σε ταξιδιωτική... αβελτηρία. Τα παραπάνω δεν αναιρούν ασφαλώς το αναντίρρητο τάλαντο του (περι)γράφοντος (για να εξηγούμεθα).
ΣΙΜ
Tα πραγματικά ταξίδια - στους τόπους, τους έρωτες, τις φιλίες -είναι, θα 'πρεπε να είναι, πιστεύω, μυητικά. θα 'πρεπε ν' αλλάζουν δραστικά τη μύχια γεωγραφία μας. Ειδάλλως, "στις γειτονιές τές ίδιες θα γερνά[με]". Όπου, σ' όποιον, μ' όποιον κι αν πάμε.
ΣΙΜ
@ΣΙΜ: Μα ακριβώς, επίσης. Αυτό κάνω. Εσκεμμένα, μεθοδικά, επαναληπτικά, πεισματικά. Και λοιπόν; Το σαρκοζομπρουνικό, μιτερανομπυρενικό, πομπιντομαρλοϊκό Παρίσι δεν με ενδιαφέρει ποσώς. Όπως άλλωστε και η τζουλιανοχιλαρομπαμική Νέα Υόρκη, καθώς και η Κακλαμαναθήνα. Μ' ενδιαφέρουν, ως παρελθόν και ως σκιές σκιών, αυτές οι πόλεις, και άλλες, ακριβώς επειδή ενδιέφεραν ορισμένους που λογάριαζα ανέκαθεν για "δικούς μου". Και στον βαθμό που μου επιτρέπουν να ονειρεύομαι μ' ανοιχτά τα μάτια κάποια αγαπημένα μου εγχειρήματα, των οποίων ήσαν το θερμοκήπιο και ο διάκοσμος. Δεν έχω κάνα καθήκον να υπογράφω ταξιδιωτικές μαρτυρίες ή να μην κοινοποιώ αφηγήσεις καθαρά προσχηματικές, μήτε καν να ανακαλύπτω το εσωτερικό τοπίο μιας πόλης. Ακριβως με αφορμή, έστω με πρόσχημα, κάποιες εμπειρίες μου μέσα σε κάποιες πόλεις, σε κάποιες αλέες, σε κάποιες κάμαρες, λέω εδώ και κάτι δεκαετίες τα δικά μου, και κρίνομαι για το γιατί και πώς τα λέω. Solo vivimos dos dias, ή we shall all dance, we shall all die. Συνεπώς, κάποιοι σαν και του λόγου μου άλλο δεν κάνουν από το να κεντάνε πάνω στις ευκαιρίες, και τα προσχήματα, που τους δίδονται προκειμένου να πούνε αυτό που δεν παύουν να λένε από τότε που άρχισαν να μιλάνε. Άλλοι, πολύ καλύτεροι/μεθοδικότεροι/εγκυρότεροι/σεβαστότεροι/σοφότεροι από τους αβρούς ανάγωγους, τους ακτήμονες καλλιεργητές, και τους γιαλαντζί λογίους, κάνουν πολύ πιο σοβαρή, αντικειμενική, και φερέγγυα εργασία. Άλλοι παίζουν εκκλησιαστικό όργανο στον καθεδρικό ναό, κι άλλοι "κουταλάκια" στα καπηλειά. Έτσι είναι. Με την υποσημείωση, ότι ενίοτε τα "κουταλάκια" ενδέχεται να γίνουν αιφνιδίως ακουστά, και υπάρχει ο (ευπρόσδεκτος) κίνδυνος να εμπνεύσουν μεγάλα γλέντια, ξεσηκωμούς απροσδόκητους.
Περί του αυθεντικότερου και όχι του εγκυρότερου, περί του αληθινότερου και όχι του σοβαρότερου, περί του ποιητικότερου και όχι του φερεγγυότερου, μιλώ. Περί αυτού που, έστω με μια ματιά, με μια μονοκοντυλιά, μ' εκκλησιαστικό όργανο ή με καναδυό "κουταλάκια", διαγράφει αστραποβόλα την ψυχή των πραγμάτων, των τόπων, των άλλων, μετατοπίζοντας συνάμα τον εαυτό. Που δίνοντας νέο ρυθμό στα έξω μα και στα έσω σύμπαντα, τα... μεταρρυθμίζει. Περί τέχνης μιλώ. Αντιστασιακής, γιατί αντι-στατικής τέχνης. Ας είναι.
Κι αφού "solo vivimos dos dias" (κατά το νυν ιδίωμα), ας είναι αυτές οι δύο διαφορετικές και διαφορο-ποιητικές, ώστε να μην γερνάμε ίδιοι κι απαράλλαχτοι, όπου κι αν γυρνάμε. Adios caballero,
ΣΙΜ
@ΣΙΜ: Τέτοια Τέχνη κάνω, παιδιόθεν. Γνωστό, πασίγνωστο αυτό, σ' όλα τα μήκη και τα πλάτη. Κάποιοι ξέρουν να το δουν, να το απολαύσουν, να συνταραχτούν, ν' αφήσουνε το γάμο και να πάνε για πουρνάρια. Άλλοι κωφεύουν, δεν βλέπουν, γκρινιάζουν. Δεν έχω χρόνο, κάνω τα δικά μου, πεθαίνω ζώντας και ζω πεθαίνοντας. Θέλω τον Άλλον απολύτως απόλυτα πλάι μου. Τα ημίμετρα είναι θάνατος.
1. Όπως είναι γνωστό, πασίγνωστο σ' όλα τα μήκη και πλάτη, πως η υποφαινομένη -εις την οικτρήν ειρκτήν της κωφωτυφλογκρίνας της χωμένη- από τέχνη και δη Τέχνη και δη Τέχνη του Λόγου δεν σκαμπάζει γρυ.
2. "πεθαίνω ζώντας και ζω πεθαίνοντας": είμεθα 6.703.789.285 δίποδα, χώρια τα λοιπά έμβια, που κάνουμε το ίδιο.
3. Ως προς την κατακλείδα: ποιος δεν το θέλει; Ποιος δεν θα συμφωνούσε, αν εξαιρέσουμε κάποιους που μιλούν για τάχα "περιπέτειες της ευφροσύνης", "ευφροσύνες της περιπέτειας" και τα συμπαρομαρτούντα; Σαφήνεια, σταθερότητα,εμπιστοσύνη, απολυτότητα: είναι τα κλειδιά της μακροζωίας.
Salud,
CIM
@CIM: Σκαμπάζει και παρασκαμπάζει.
Το τι κάνουν τα δίποδα είναι ένα πράγμα, και άλλο είναι το πώς στοχάζονται αυτό που κάνουν, και το πώς το εκφράζουν. Ο καθείς και τα όπλα του, ως είπεν ο Ελύτης. Το "τάχα", περιττόν. Τα άλλα, βεβαίως, είναι απαράμιλλες αξίες, και, με τον τρόπο μας, όσοι εκφραζόμαστε δημοσίως, επιζητούμε να τις τιμούμε.
Πολλά είπαμε, και θα μου κολλήσει το γιαχνί στον τέντζερη.
Δημοσίευση σχολίου