Σημειώσεις στη Σκιά ενός Ταξιδιού
Δευτέρα, 29 Νοεμβρίου 2004
Διαλέγεις τους προγόνους σου, και σ’ αρέσει να ζεις όπως έζησαν αυτοί. Πάνω από εκατόν πενήντα χρόνια πριν, οι δύο φίλοι που έμελλε να αναστατώσουν τόσο τον 19ο όσο και μέρος του 20ού αιώνα, νεαροί τότε, μπόρεσαν να γράψουν ότι οι άνθρωποι είναι όπως εκδηλώνουν τη ζωή τους, ότι αυτό που είναι οι άνθρωποι συμπίπτει με την παραγωγή τους, τόσο με αυτό που παράγουν όσο και με τον τρόπο με τον οποίο το παράγουν. Ο Τάσος Δενέγρης το διατύπωσε, σε ένα μικρό πυκνό ποίημά του έτσι: «Έχω την ελευθερία της πτώσεως/ Αυτή η πτώσις/ Είναι δική μου/ Και μου ανήκει». Ευφρόσυνα μεθυσμένος, ηδύτατα και πάλι ξεμυαλισμένος, επιρρεπής στο να είμαι αμέριμνα ευτυχισμένος, αντιστρέφω τον τίτλο του ποιήματος που μας δώρισε ο Δενέγρης («Η Γλυκύτης του Μηδενισμού»), τον κάνω: «Ο Μηδενισμός της Γλυκύτητος», και το μεταγράφω ως εξής: «Έχω την ελευθερία της πτήσεως/ Αυτή η πτήσις/ Είναι δική μου/ Και μου ανήκει». Και πράγματι ίπταμαι, ξανά, προς την πόλη που όσο κι αν την έχουν εσκεμμένα καταστρέψει, για να της στερήσουν την ιστορία της, τις στρατιές της νύχτας, τους τροβαδούρους, τους ποιητές, τις κοπέλες με το αγέρωχο βλέμμα και το θλιμμένο χαμόγελο, δεν παύει να είναι όμορφη και να σε καλεί να προστατέψεις την ομορφιά της με την ομορφιά των πράξεών σου – προς το Παρίσι.
Η πτήσις: ωραία σαν το τρέμουλο στα χέρια του αλκοολικού (Isidore Ducasse): στο walkman εναλλάξ ο Dylan και ο Bach, το Blood on the Tracks και η Λειτουργία σε σι, ξανά και ξανά~ στο φλασκί Sheffield, το φτηνό αλλά τόσο αγαπημένο ουίσκι που έχω προτιμήσει τους τελευταίους είκοσι μήνες, ενώ το βλέμμα μου επισκέπτεται για πολλοστή φορά το φύλλο-και-φτερό αντίτυπο της Αέναης Γιορτής του Έρνεστ «Πάπα» Χέμινγουεϊ, το γεμάτο υπογραμμίσεις, σημειώσεις, μισοαρχινισμένα ποιήματα, σχέδια για μελλοντικά βιβλία, τηλέφωνα, διευθύνσεις. Αν επιτρεπόταν και το κάπνισμα θα ήμουν πλήρης εντέλει.
Το διαμέρισμα της Σ. κομψό, pop-art, άνετο, ζεστό. Το ψυγείο, το περίμενα άλλωστε, σχεδόν άδειο. Στα ντουλαπάκια της κουζίνας, μονάχα κρακεράκια, διάφορα τσάγια, και διάφορα απροσδιόριστα, και παντελώς άγνωστα σ’ εμένα, προϊόντα διαίτης. Χαμογελάω και βάζω ν’ ακούσω το Common One του Van Morrison (“Take a walk with me/ And I will show you! It ain’t why, why, why/ It just is”), κάνω ένα παρατεταμένο ντους, φοράω το famous blue raincoat και βγαίνω στους δρόμους. Κινούμαι, με τα πόδια πάντα, βορειοανατολικά. Από την Place d’Italie φτάνω στην St. Michel, στο ύψος των Κήπων του Λουξεμβούργου, την ανηφορίζω προς τον Σηκουάνα και τον λαβύρινθο που μου αρμόζει, τον λαβύρινθο όπου πάντα θα με φέρνουν τα διαβάσματα της εφηβείας μου, τον λαβύρινθο όπου πάντα θα επιτρέπω στον εαυτό μου να χαθεί μέσα σ’ ένα νεφέλωμα αναμνήσεων, σελίδων, μελωδιών, για να ξαναβρεθεί, εμπλουτισμένος με μιαν ακόμα περιπλάνηση όχι τόσο στον χώρο όσο στον χρόνο, μια περιπλάνηση που καλεί το Τότε να σμίξει με το Νυν, που ελκύει τα δευτερόλεπτα του χτες να συναντήσουν τα δευτερόλεπτα του σήμερα, που ξετυλίγει τους συνειρμούς, τους περιπλέκει, τους αναδιευθετεί, τους πυρώνει και τους μελοποιεί, έτσι ώστε να με οδηγήσουν σε αποφάσεις που θα πρέπει κατόπιν να ακολουθήσω με έλλογο πάθος και παθιασμένη λογική, προκειμένου να παραμείνω αυτός που είμαι, ένας ταπεινός και αφανής και αθόρυβος στενογράφος του χαρτογραφημένου χάους του χρόνου, ένας από τους happy few που διαρκώς μετατρέπουν την ιστορία σε τέχνη και την τέχνη σε ιστορία, ένας αμετανόητος χθόνιος, και συνάμα ένα σύννεφο με παντελόνια.
Επιστρέφω στο διαμέρισμα, και πάλι με τα πόδια, αργά το βράδυ, γεμίζω το ποτήρι μου και γράφω ένα μικρό σημείωμα για το Παρίσι που με συγκινεί και με ενδιαφέρει, που παραμένει αγέραστο εντός μου όσο κι αν ολόγυρα αλλάζει, αλλοιώνεται, αλλοφρονεί. Το Παρίσι του Ιζιντόρ Ντυκάς, του Αρθούρου Ρεμπώ και του Καρόλου Μπωντλαίρ, αλλά και του Ροβεσπιέρου, του Ανάχαρσις Κλουτς και του Σαιν-Ζυστ~ το Παρίσι του Αντρέ Μπρετόν και της Νατζά, του Γκυ Ντεμπόρ και των νεαρών λετριστών, αλλά και το Παρίσι της Αέναης Γιορτής του Χέμινγουεϊ, του Τροπικού του Καρκίνου του Χένρυ Μίλερ – αυτό είναι το Παρίσι που με γοητεύει, που με κάνει να εμμένω πως ο έρως ακαριαίος είναι και αιώνιος, πως «εκεί που σταματάς μια νύχτα, εκεί περνάς ολόκληρη ζωή», πως ο ρεαλισμός του ονείρου, το ντοκιμαντέρ της σαρκικής λαχτάρας και ένα traveling στις εφήμερες ιδέες μιας εποχής και μιας γενιάς είναι ίσως ό,τι καθόρισε μια για πάντα την σύντομη ζωή μου. Αυτό είναι το Παρίσι που φέρω, το Παρίσι που μου επιτρέπει να ζω στην Αθήνα, το Παρίσι που χαρτογραφώ σε σύντομα, μα παθιασμένα κείμενα, το Παρίσι όπου πάντοτε τα οδοφράγματα έμοιαζαν με κήπους.
Τρίτη, 30 Νοεμβρίου 2004
Δέκα χρόνια από την υπέρβαση του θανάτου με μια σφαίρα στην καρδιά. Ο Ντεμπόρ: η μεγίστη κατάφαση στη ζωή, η απόλυτη ποίηση καμωμένη από ψηφίδες ψηφίδων, πυξίδα και εξάντας σε μια περίτεχνη περιπλάνηση, η πυκνή περίληψη όλων των περιπετειών που έμελλε να στοιχειώσουν το δεύτερο ήμισυ του περασμένου αιώνα.
Με τα πόδια, και πάλι, κατευθύνομαι προς το πιο όμορφο μέρος του κόσμου, στην Pointe du Vert-Galant, στις πλατύφυλλες καστανιές και σ’ εκείνο το παγκάκι που σημάδεψε κάποτε μιαν ολόκληρη περίοδο της ζωής μου. Σταματώ στο Irish Pub για μερικές προκαταρκτικές Guinness (ω, είναι ωραίες οι μαύρες μπίρες το χειμώνα στο Παρίσι!). Απέναντί μου κάθεται ένας ογδοντάρης, μοιάζει με τον Τζορτζ Γουίτμαν του θρυλικού βιβλιοπωλείου Shakespeare & Company, τον ρωτώ αν είναι όντως ο Τζορτζ, μου απαντάει, «Όχι τόσο συχνά όσο θα ήθελα», και αφήνει ένα ολόδροσο γάργαρο γέλιο να ξεχυθεί από μέσα του. (Την επόμενη μέρα, πάλι στο Irish Pub, ενώ πίνω και συζητάω με μια φίλη μου, μπαίνει ο ίδιος ογδοντάρης, κάθεται στο ίδιο τραπέζι, μαζί με μια ομάδα ποιητών. Βρίσκονται στο Παρίσι για ένα φεστιβάλ τζαζ και ποίησης – έχω στήσει αυτί, και έχω ήδη διηγηθεί στη φίλη μου την μικρή μου ιστορία με τον «σωσία» του Γουίτμαν. Ο «σωσίας», ύστερα από μερικές μπίρες, διηγείται και αυτός την μικρή ιστορία στους φίλους του, μην έχοντάς με αναγνωρίσει. Με κολακεύει το ότι στη διήγησή του με περιγράφει ως «νεαρό»).
Μετά το Irish Pub, και μια γόνιμη, καίτοι κατά τι μελαγχολική συζήτηση με τη Ρ. (πάντα, το πρόβλημα της μοναξιάς ύστερα από μια δεκαετή συμβίωση, ένα πρόβλημα που η γενιά της Ρ. δεν κατάφερε ποτέ να αντιμετωπίσει με την αρμόζουσα ποιητική σκληρότητα, με την σκληρή ποιητική των αλλεπάλληλων ρήξεων, ώστε οι σχέσεις να είναι περιπέτειες και όχι προσκοπισμός), επιχειρώ μια μικρή περιπλάνηση στην Αριστερή Όχθη, ακολουθώντας κατευθύνσεις που μου επιβάλλουν η αμεριμνησία, η ενδιαφέρουσα όψη του ενός ή του άλλου διαβάτη, κάποια παμπάλαια ανάμνηση που δε λέει να γεράσει και να μαραθεί, ή ακόμα και οι προθήκες ορισμένων βιβλιοπωλείων. Φτάνω στο όμορφο σοκάκι Gît-le-Coeur, όπου βρισκόταν κάποτε το επίσης θρυλικό Beat Hotel της Madame Rachou – στρατηγείο, ανάμεσα στα 1957 και 1963, των περιπλανώμενων Μπάροουζ, Κόρσο και Γκίνσμπεργκ, θέμα βιβλίου, σήμερα, που υπογράφει ο «πολύς» Barry Miles. Απέναντι από το σημείο όπου υπήρχε το Beat Hotel, δεσπόζει το βιβλιοπωλείο Un Regard Moderne, γεμάτο κόμικς, έργα της Γενιάς Μπητ, του Μπουκόφσκι, της Internationale Situationniste, μια όαση σαράντα τετραγωνικών μέτρων, όπως και λίγο πιο πέρα, στη Saint-Honoré, το Parallèles – για κάποιο λόγο οι συμπαθέστατοι ιδιοκτήτες αμφότερων των βιβλιοπωλείων συμπαθούν τα συμπαθητικά σπαστά γαλλικά μου, ίσως και το εσκεμμένα άδολο αλλά σταθερό γαλάζιο βλέμμα μου, και μου προσφέρουν μικρά δώρα, potlatch, μεγάλης συναισθηματικής αξίας.
Μετατοπίζομαι νοτιότερα, μέσα πάντα στον ίδιο λαβύρινθο, κάθομαι στο Mabillon, πάλαι ποτέ σημείο συνάντησης των λετριστών, παραγγέλνω Chablis, ανοίγω το μαύρο δερμάτινο σημειωματάριό μου και, περιμένοντας την φίλη μου, την Κ., καταγράφω τα βιβλία που προμηθεύτηκα, κάποιες σκέψεις για τα σχέδια του χειμώνα (κάποιες «εκκαθαρίσεις» στον κύκλο των φιλικών προσώπων – εγκαταλείπω μονάχα όποιον έχει ήδη εγκαταλείψει τον καλύτερό του εαυτό – η ολοκλήρωση ενός βιβλίου – δεν καταδέχομαι να γράψω ό,τι δεν έχω ζήσει – η έκδοση των [Δε]κάτων με τον Ντ. – ένα περιοδικό μπορεί να είναι ο σπασμένος καθρέφτης μιας κατακερματισμένης εποχής, να είναι το soundtrack των διακυμάνσεων της διάθεσής μας, να είναι το ωραίο πέρασμα από τα πάθη της μέθης στην μέθη των παθών). Φτάνει η Κ., συζητάμε για τη φιλία, τη ζωγραφική, την ποίηση, την επικείμενη και ίσως οριστική κάθοδό της στην Αθήνα, ενώ πίνουμε αλλεπάλληλα Chablis.
Λίγο πριν από τα μεσάνυχτα, τιμώ μόνος μου τα δέκα χρόνια από την υπέρβαση του θανάτου με μια σφαίρα στην καρδιά, την ύστατη μεγαλειώδη χειρονομία κατάφασης στο πάθος της ζωής, το έσχατο γενναιόδωρο potlatch του Ντεμπόρ, καθισμένος στο ίδιο παγκάκι, όπου πριν από περίπου δύο χρόνια, ένα αυγουστιάτικο απομεσήμερο, είχα μπορέσει, χαϊδεύοντας, επί είκοσι λεπτά που ήσαν είκοσι αιωνιότητες, τα μαλλιά μιας ωραίας κοιμωμένης, να εφεύρω εκ νέου το νόημα της άδολης αγάπης, και, με εφαλτήριο αυτή την αλησμόνητη έκλαμψη, να θεμελιώσω, και πάλι, τη ζωή μου στο σχεδόν τίποτε και να συντονίσω, και πάλι, τα επόμενα χρόνια μου ακολουθώντας πιστά τον ρομαντικό κυνισμό του μίνιμουμ προγράμματος μιας άλλης γενιάς που έζησε, αγάπησε, δημιούργησε και έλαμψε κάτω από τον έναστρο ουρανό που εξακολουθεί να μας συναρπάζει: Toujours nous irons plus loin sans avancer jamais.
Περνάω τη νύχτα της επετείου στο παγκάκι, τυλιγμένος στο famous blue raincoat, καπνίζοντας και πίνοντας ιρλανδέζικο από το φλασκί μου. Λίγα μέτρα πιο κει, κάποιος παίζει έναν μελαγχολικό σκοπό στην κιθάρα, σκιές σαλεύουν κάτω από τις καστανιές, ο Σηκουάνας φιλοξενεί τις στάχτες του Ντεμπόρ, κάποιος ονειρεύεται με τα μάτια ανοιχτά μια γυναίκα με μάτια βελούδινα και μεταξένια χείλη, η Προσδοκία χορεύει σιγοψιθυρίζοντας λόγια λυτρωτικής λαγνείας στην αγκαλιά του Θάρρους, οι οδοκαθαριστές θ’ αρχίσουν όπου να ’ναι να μαζεύουν τις άδειες μποτίλιες και τα μαραμένα άνθη, ενώ η ζωή, σκιρτώντας σωτήρια, θα γίνει πια μια παρατεταμένη, ατέρμονη, σκληρή αναμονή, φωτισμένη από αλλεπάλληλα πλούσια γεγονότα, θα γίνει πια μια διακαής διηνεκής διαλεκτική των δακρύων της νύχτας και των χαμόγελων της ημέρας.
1 σχόλιο:
ένα μυθιστόρημα για ανάγνωση στο www.niovi-lyri.blogspot.com (ή μπαίνετε από εδώ)
Δημοσίευση σχολίου