Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 27 Απριλίου 2008

Λουίζ Μπουρζουά


Το παρακάτω κείμενο θέλει να είναι ένας ύμνος στη δημιουργικότητα και στην επιμονή των δημιουργών να εκφράζονται και να μας προσφέρουν θαύματα που κάνουν τη ζωή πιο συναρπαστική. Η Λουίζ Μπουρζουά είναι ένας τέτοιος δημιουργός, μια γερή ψυχή που παλεύει ακατάπαυτα ενάντια στη φθορά. Στο Παρίσι, στο Μπομπούρ, εκτίθενται διακόσια έργα της, στο πλαίσιο της μεγάλης αναδρομικής της, έως τις 2 Ιουνίου. Έχουμε κανονίσει, εμείς η Φυλή των Happy Few, να ταξιδέψουμε τέλη Μαΐου στην Πόλη του Φωτός, των Εξεγέρσεων, της Ποίησης, και του Πάθους. Θα δούμε τα έργα της Μπουρζουά, θα πιούμε στο Irish Pub, θα περιπλανηθούμε ξανά στα σοκάκια όπου περιπλανήθηκαν οι Breton Debord Burroughs Brion Gysin και στις λεωφόρους όπου ύψωσαν αγέρωχα οδοφράγματα τα παλικάρια του Μάη του 68. Θα σας ιστορήσουμε κατόπιν το ταξίδι και τις περιπλανήσεις μας.

Λουίζ Μπουρζουά
Η Αντοχή των Υλικών


Υπάρχουν σπουδαίοι καλλιτέχνες που με τον βίο και το έργο τους μοιάζουν να αναιρούν το χρόνο, τη φθορά, το φόβο του θανάτου. Ο οποίος φόβος του θανάτου γίνεται οίστρος της ζωής, όπως διατεινόταν και ο Ανδρέας Εμπειρίκος. Οι συγγραφείς Σάμιουελ Μπέκετ και Ουίλιαμ Μπάροουζ, οι σκηνοθέτες Μικελάντζελο Αντονιόνι και Ίγκμαρ Μπέργκμαν, οι τζαζίστες Τσάρλι Μαριάνο και Λι Κόνιτζ, και βέβαια ο μεγαλοφυής Πάμπλο Πικάσο δεν έπαψαν να ρουφάνε με λαιμαργία τη δρόσο της ζωής και να δημιουργούν, πυρετωδώς μάλιστα, ως τα ογδόντα και ενενήντα χρόνια τους. Το πάθος φαίνεται να είναι η κινητήρια δύναμή τους, και η επιμονή στην καλλιτεχνική έκφραση είναι το οξυγόνο τους. Για τον Μπάροουζ, και την επίδραση που άσκησε σχεδόν σε κάθε μορφή τέχνης, από το γράψιμο ως τη video art και το πανκ, ειπώθηκε από την Πάτι Σμιθ ότι είναι «Ο Παππούς Όλων Μας». Μπορούμε, κάλλιστα και άνετα, να πούμε για την Λουίζ Μπουρζουά ότι είναι «Η Γιαγιά Όλων Μας». Ας δούμε το γιατί, με αφορμή κιόλας την τρομερά πετυχημένη αναδρομική έκθεση της σπουδαίας εικαστικού στην Tate Modern, η οποία παρουσιάζεται τώρα, και έως τις αρχές Ιουνίου, στο Παρίσι, στο περιλάλητο Μπομπούρ.
Αυτή η μικροκαμωμένη αλλά τόσο δυναμική γυναίκα είδε το πρώτο φως στις 25 Δεκεμβρίου του 1911. Διέσχισε ακάματη, ανήσυχη, απτόητη τον 20ό αιώνα, ήρθε σε επαφή με τις προεξάρχουσες προσωπικότητες της μοντέρνας τέχνης, πέρασε μέσα από κινήματα και ρεύματα, όπως ο εξπρεσιονισμός, ο κυβισμός, ο υπερρεαλισμός, κατορθώνοντας με έναν μοναδικό συνδυασμό πείσματος, φαντασίας, και σκληρής δουλειάς να αρθρώσει τον δικό της, προσωπικό και τόσο ιδιαίτερο λόγο που άλλοτε ψιθυρίζει και άλλοτε κραυγάζει ότι η ζωή είναι συνάμα οδύνη και ηδονή, πόνο και ακατάπαυτη υπέρβαση του πόνου μέσα από τη δημιουργία.
Επί δεκαετίες είχε μείνει σιωπηλή ως προς τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια που πέρασε στην πατρική έπαυλη στο Σουαζί-λε-Ρουά, προτιμώντας να συνθέτει το «μυθιστόρημα της ζωής της» μέσω των εικαστικών της έργων, όπου ενθέτει, έστω με κρυπτικό τρόπο, κάμποσα αυτοβιογραφικά στοιχεία. Επί δεκαετίες είχε μείνει στο περιθώριο της επίσημης εικαστικής πιάτσας, φροντίζοντας ωστόσο να πλάθει δυσδιάστατες εικόνες και περίπλοκους όγκους, χωρίς να εκθέτει, απλώς εκφράζοντας τα όσα πάλλονταν εντός της, εντυπωσιάζοντας έναν μικρό κύκλο μυημένων. Επί δεκαετίες, η Λουίζ Μπουρζουά ήταν το πιο καλοκρυμμένο μυστικό της μοντέρνας τέχνης.
Από μικρή εργάζεται ως βοηθός του πατέρα και της μητέρας της στην επιχείρηση αναπαλαίωσης βαρύτιμων ταπισερί, σχεδιάζοντας κομμάτια που έλειπαν λόγω φθοράς, και υφαίνοντας. Αποφασίζει να σπουδάσει μαθηματικά, εγγράφεται στη Σορβόννη, το 1932, δείχνει έντονο ενδιαφέρον για την ακρίβεια της γεωμετρίας, κάτι που προβάλλεται στο εικαστικό της έργο, αλλά τελικά την κερδίζει η τέχνη, και στρέφεται στη ζωγραφική. Σπουδάζει στην Ecole des Beux Arts και κατόπιν στην Ecole de Louvre. Ο Φερνάν Λεζέ, ρηξικέλευθος καλλιτέχνης που και αυτός είχε εγκαταλείψει μιαν επιστήμη, την αρχιτεκτονική εν προκειμένω, για να στραφεί επίσης στη ζωγραφική, γίνεται μέντορας και δάσκαλός της, διακρίνει την ένταση στο ταλέντο της Λουίζ, και την πείθει ότι μπορεί να διαπρέψει στη γλυπτική. Ο Λεζέ εισακούεται, και η Μπουρζουά αρχίζει να δημιουργεί το δικό της σύμπαν, δαμάζοντας και συνδυάζοντας τα πιο ετερόκλητα υλικά: ξύλο, ύφασμα, μάρμαρο, πανί, μέταλλο, τα πάντα λαμβάνουν το σχήμα και τη μορφή που θέλει η Μπουρζουά. Καθώς λέει ο θρύλος, το πρώτο της γλυπτό ήταν φτιαγμένο από ψωμί, το οποίο έπλασε έτσι ώστε να έχει τη μορφή του πατέρα της και στη συνέχεια κατατεμάχισε μ’ ένα κουζινομάχαιρο!
Δεν πάει πολύς καιρός από τότε που η Λουίζ Μπουρζουά έστερξε επιτέλους να αποκαλύψει κρυφές πτυχές από τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια, ιδίως τις τραυματικές της εμπειρίες που θέλησε, και κατάφερε, να ιάσει μέσα από την απαράμιλλη δημιουργικότητά της. Μίλησε για τον αυταρχικό, μοιχό και άστατο πατέρα της, ο οποίος εγκατέλειψε την οικογένειά του, με την ερωμένη του που συνέβαινε να είναι η Αγγλίδα γκουβερνάντα της. Η μεγάλη πληγή αυτής της απιστίας δεν έμελλε να επουλωθεί παρά μονάχα μέσα από ασταμάτητη έρευνα της φύσης του ανθρώπου και μέσα από την μεταρσίωση των πορισμάτων της έρευνας αυτής σε καλλιτεχνήματα.
Γνωρίζει, στα 1937, τον κορυφαίο ιστορικό τέχνης Ρόμπερτ Γκόλντγουοτερ, με τον οποίο παντρεύεται την επόμενη χρονιά. Φεύγουν μαζί για τη Νέα Υόρκη, όπου εγκαθίστανται και όπου, με το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, καταφθάνουν εκεί οι κυριότερες μορφές του υπερρεαλιστικού κινήματος, ποιητές και ζωγράφοι εξόριστοι υπό την πίεση των ναζί. Ανάμεσα σ’ αυτούς, ο πολύς Αντρέ Μπρετόν, ο σεμνός Υβ Τανγκύ, ο μειλίχιος Χουάν Μιρό, και, βέβαια, ο εξαιρετικά οξύνους Μαρσέλ Ντισάν. Η Λουίζ Μπουρζουά θα συνάψει φιλικές σχέσεις με τους μετοίκους, θα παρακολουθήσει μαθήματα του Ντισάν στην περίφημη Art Students League, αλλά δεν θα γίνει η δεύτερη σύζυγός του όπως έχει εκ λάθους γραφτεί σε ορισμένα βιογραφικά της. Θα είναι απλώς φίλοι.
Το 1945, η Μπουρζουά θα κάνει την πρώτη ατομική της έκθεση, με έργα κυρίως εμπνευσμένα από τον ονειρικό κόσμο του υπερρεαλισμού, φιγούρες που θυμίζουν τοτέμ, καμωμένες συνήθως από ξύλο. Θα σημειώσει επιτυχία, αλλά εν συνεχεία και μολονότι δεν παύει να δημιουργεί, θα περάσει σε μία φάση απόσυρσης από το εμπόριο της τέχνης, πεπεισμένη ότι πρόκειται για έναν κόσμο ανδροκρατούμενο, πνιγηρό για μια γυναίκα καλλιτέχνιδα. Ακάματη, η Μπουρζουά καταπιάνεται με θέματα δύσκολα εκείνη την εποχή, με τη θηλυκότητα, τις συγκρουσιακές σχέσεις μέσα στην οικογένεια, τη σεξουαλικότητα, την υπαρξιακή αγωνία και μοναξιά των ξεχωριστών ανθρώπων. Το δίπολο πατέρας-μητέρα επανέρχεται ιδεοληπτικά στο έργο της, λαμβάνει ενίοτε διαστάσεις εφιαλτικές που, ωστόσο, κρύβουν μέσα τους ένα υποχθόνιο χιούμορ και πολλές λάμψεις ζεστασιάς και αισιοδοξίας. Καταπληκτικό παραμένει ότι πολλές συλλήψεις της Μπουρζουά που χρονολογούνται ήδη από τις δεκαετίες του 1940 και του 1950, δουλεύτηκαν επίμονα επί σειρά ετών και είδαν το φως της δημοσιότητας, με τη μορφή κειμένων, ζωγραφιών, γλυπτών, και εγκαταστάσεων, μετά τη δεκαετία του 1970, οπότε και ανακαλύφθηκε τόσο από τους κριτικούς όσο και από ένα ολοένα και πιο ευρύ κοινό.
Μετά τον θάνατο του συζύγου της, με τον οποίο είχαν μάλλον αρμονικές σχέσεις –η Λουίζ Μπουρζουά παρέμεινε πάντοτε λιγομίλητη ως προς τα προσωπικά της–, το έργο της μοιάζει να απελευθερώνεται ολοένα και περισσότερο, μοιάζει να προχωρεί από αίνιγμα στο άνοιγμα, με μορφές όλο και πιο εύγλωττες, καθώς τα σύμβολά της γίνονται διαυγή και άμεσα. Κεντρική θέση στο έργο της έχουν πια φαλλόμορφα γλυπτά, με ένα εκ των οποίον, τιτλοφορούμενο Fillette, κατ’ ουσίαν ένα πέος περίπου εβδομήντα εκατοστών, η Μπουρζουά πόζαρε για τον έμπλεο κύρους φωτογράφο Ρόμπερτ Μάπλφορπ, το 1982, στα ογδόντα της χρόνια Κι ακόμα, πάντα παρούσες οι εμβληματικές φιγούρες του πατέρα και της μάνας. Στο έργο της «Η Καταστροφή του Πατέρα», η Μπουρζουά ασκεί σφοδρή κριτική στην πατρική μορφή, συνθέτοντας ένα είδος απειλητικού, αγχωτικού, γεμάτου εντάσεις δείπνου, ενώ απεναντίας, στο πιο διάσημο έργο της, στην «Αράχνη», ένα απίστευτα επιβλητικό γλυπτό, μνημειακών διαστάσεων, εγκωμιάζει μέσα από την ατσάλινη μορφή του αρθρόποδου που υφαίνει υπομονετικά και επιτήδεια τον ιστό, την γενναιοδωρία, την υφαντική τέχνη, την ανάγκη άμυνας, και την προστατευτικότητα της μάνας!
Με μια πλειάδα σύντομων, πολύ λιτών αλλά γεμάτων σοφία φράσεων, η Μπουρζουά κατάφερε να συνοψίσει την πολύπτυχη και ευεργετική προσφορά της, τόσο στην τέχνη όσο και στη διαμόρφωση αξιών που κάνουν το βίο πιο ανθρώπινο. «Η μόνη ευθύνη που έχει κανείς ως καλλιτέχνης», αποφάνθηκε, «είναι να παραμένει απολύτως αληθινός με τον εαυτό του». Έχει, κατά καιρούς επιμείνει, ότι αντίθετα με το δόγμα, φθαρμένο πια, «η τέχνη για την τέχνη», η τέχνη αντλείται από τη ζωή, είναι για τη ζωή, και προσφέρεται στη ζωή. Κι ακόμα, ότι η τέχνη δεν είναι κάποιο περίεργο και δαιδαλώδες φαινόμενο, αλλά είναι απλούστατα η υπέρτατη υγεία του νου.
Γνωρίζοντας ολοένα και μεγαλύτερη επιτυχία και αναγνώριση από τη δεκαετία του 1970 και μετά, έχοντας αποσπάσει ύψιστες τιμητικές διακρίσεις με το έργο της να παρουσιάζεται στις μεγαλύτερες μητροπόλεις και τα σημαντικότερα μέλαθρα της τέχνης στον κόσμο, η Λουίζ Μπουρζουά είναι σήμερα ένας ζωντανός θρύλος, ένα σύμβολο επιμονής και εργατικότητας, μία επιτομή των επιτευγμάτων της μοντέρνας τέχνης του 20ού αιώνα. Χαρακτηριστικό της ζωντάνιας, αυτής της εκπληκτικής κυρίας, που έκλεισε τα Χριστούγεννα τα 96 της χρόνια, είναι ότι ακόμα και σήμερα ανοίγει τις πόρτες του σπιτιού της, στο Τσέλσι της Νέας Υόρκης, και υποδέχεται φιλόξενα κάθε Κυριακή απόγευμα νέους καλλιτέχνες, που της παρουσιάζουν το έργο τους, απαγγέλλουν ποιήματα, παίζουν μουσική και συζητάνε μαζί της, σ’ ένα είδος μυσταγωγικής τελετουργίας, στη διάρκεια της οποίας η γενναιόψυχη «Γιαγιά Όλων Μας» εκφράζει με απόλυτη λιτή ειλικρίνεια τη γνώμη της. Φαίνεται, λοιπόν, με τον έως τώρα έργο και τον έως τώρα βίο της, η Λουίζ Μπουρζουά να αποτελεί την ενσάρκωση της περίφημης φράσης του Λουί Αραγκόν, «Ο Άνθρωπος είναι η απάντηση όποια κι αν είναι η ερώτηση».





.

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

H κόρη μου Η.Μ. ήταν παρούσα στις Κυριακές της Λουίζ. Το έργο της σχολιάστηκε εγκωμιαστικά, πράγμα σπανιότατο.
ΣΙΜ

George-Icaros Babassakis είπε...

@ΣΙΜ: Όχι μόνον χαίρομαι, αλλά και συγκινούμαι επίσης! Εύγε της μικρής Η.Μ., και πάντα τέτοια! Και εύχομαι κάποτε να έχει της Λουίζ τη φήμη, κι ένας πιο ταλαντούχος και πιο έντιμος από εμέ, τον ενίοτε συνήθως πάντοτε άθλιο, μ' ένα ωραίο κείμενο σοφά ναν την εγκωμιάσει! Ας λάμψει επιτέλους η Αλήθεια της Τέχνηε, αφού, ένεκα οι στυγερές συνθήκες, δεν μπορεί όπως πρέπει να λάμπει η Τέχνη της Αληθείας!

George-Icaros Babassakis είπε...

Ουπς: Τέχνης...