Νίκη Χατζηδημητρίου, Υποφωτισμένο
Παρουσίαση στο Βιβλιοπωλείο της «Εστίας», Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2007
Της Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου
Λίγο καιρό προτού η Νίκη ολοκληρώσει αυτό το ιδιαίτερο βιβλίο μυθοπλαστικής ενδοσκόπησης και αυτοβιογραφικής μυθοπλασίας, μου το εμπιστεύτηκε για να το διαβάσω. Και θαύμασα! Θαύμασα πρώτον τις περίτεχνα κομψές παραλλαγές της θεματικής της, που καταυγάζει το Υποφωτισμένο της. Θαύμασα επίσης την αριστοτεχνική συνύφανση όλων των τρόπων του ύφους της, ούτως ώστε να αναδειχθεί, ή καλύτερα να συγκροτηθεί η θεματική αυτή, να γίνει λογοτέχνημα.
Γιατί θα ήταν κοινότοπο να πω ότι σε αυτό ακριβώς συνίσταται το πραγματικό λογοτέχνημα: στο ότι, δηλαδή, το ύφος δεν είναι μια επικόλληση καλολογικών στοιχείων πάνω στο νόημα, αλλά είναι το ίδιο το νόημα. Όπως το χρώμα ή το σχήμα δεν είναι το μέσο του ζωγραφικού πίνακα, αλλά ο ίδιος ο πίνακας.
Ποια είναι η θεματική του Υποφωτισμένου και πώς την αναδεικνύει ή τη συγκροτεί το ύφος; Δεν θα αποκαλύψω τίποτα καινούργιο λέγοντας ότι, όπως και στο πρώτο της βιβλίο, η Νίκη στοχάζεται τον θάνατο, ή μάλλον τους διαδοχικούς θανάτους –τα πένθη, τις απώλειες, τη λήθη– που εναγκαλίζονται τον ανθρώπινο βίο. Πρόκειται για μια σπουδή πάνω στη διηνεκή διαπραγμάτευση του ανθρώπου με το γεγονός του θανάτου.
Θα περιορίσω τούτη την απόπειρα συνοπτικής ερμηνείας στο δεύτερο, το καθαρά μυθοπλαστικό μέρος του βιβλίου, που δειγματίζει εντυπωσιακά ένα νέο τρόπο χειρισμού των ερωτημάτων της συγγραφέως. Το δεύτερο μέρος, που συναποτελείται από τέσσερα διηγήματα, αλλά από πέντε ιστορίες, μιας και στο δεύτερο διήγημα συνυπάρχουν δύο εγκιβωτισμένες αφηγήσεις.
Η θεματική του θανάτου είναι πάγια: οι μεν πεθαίνουν, ή φεύγουν, οι δε πενθούν ΚΑΙ στα τέσσερα διηγήματα της συλλογής. Πεθαίνει από τύφο η χαρισματική κορούλα του χήρου Δον Αλόνσο, του αγαθού και θεοσεβούμενου αναγνώστη του βασιλιά Φιλίππου Β΄ της Ισπανίας.
Αυτοκτονεί ο ευγενής και ανδρείος Ρωμαίος συγκλητικός Γάιος Σύλλας, διά της χειρός του Έλληνα δούλου του Θεμίστιου, που θανατώνει τον αφέντη του όπως εκείνος του το ζητά, με το ίδιο του το σπαθί, και τον θρηνεί προτού πνιγεί και αυτός κατά τη διάρκεια της φυγής του για τη Μασσαλία.
Ταυτόχρονα, η ιστορία αυτή του Ρωμαίου Σύλλα εγκιβωτίζεται στην ιστορία της αφηγήτριάς της Πηνελόπης, η οποία, ενώ τη γράφει, δεξιώνεται έναν φίλο, εραστή μάλλον, από τα παλιά, και τον φιλεύει ως είθισται ψάρι, για να κηδέψει την αναμεταξύ τους σχέση.
Αυτοκτονεί στο κανάλι του Λάουθ της Αγγλίας του 19ου αιώνα μια νεαρή τρόφιμος του παρθεναγωγείου του Ανδρέα Κάλβου, η κόρη του ευπατρίδη Ρέημοντ Μέησον.
Τέλος, στο έσχατο διήγημα, που εκτυλίσσεται στην Κωνσταντινούπολη, το Παρίσι, τη Βιέννη, τα Βαλκάνια –διασχίζοντας κυριολεκτικά, αλλά και αλληγορικά σύνολη την ευρωπαϊκή ήπειρο και ολόκληρο τον 19ο αιώνα– ο κεντρικός ήρωας, Δανιήλ Φαρμάκης, επιχειρηματίας κωνσταντινουπολίτικης καταγωγής, αλλά κοσμογυρισμένος, μετακομίζει στα γηρατειά του στην Αθήνα, με σκοπό να εκπληρώσει με ευεργεσίες το χρέος του προς το γένος. Τον συνοδεύει ο γιος του Ιωάννης Φαρμάκης, αγνώστου μητρός, φρενοβλαβής, ο οποίος πεθαίνει ή μάλλον αυτοκτονεί στη διάρκεια φρενικής κρίσης, όπως είχε παλιότερα αυτοκτονήσει και ο αδελφός της γιαγιάς του, επίσης πάσχων από «κληρονομημένη ανισορροπία της ψυχής».
Πεθαίνουν λοιπόν περίπου όλοι και οι εναπομείναντες πενθούν. Πενθούν κατά κανόνα οι μεγάλοι τους μικρότερους, οι υπερήλικες τους ανηλίκους, και ως επί το πλείστον οι άνδρες τις συζύγους τους, ή τα παιδιά τους.
Αυτό όμως το βαθύ και στοχαστικό πένθος έχει μιαν ευρύτατη πλην προσδιορισμένη χρονογεωγραφική και φιλοσοφική χωροταξία: καλύπτει το πεδίο που κατέλαβε ο περίφημος ευρωπαϊκός πολιτισμός, αυτός τον οποίο διέγραψε το φαντασιακό του ουμανισμού. Ένας κόσμος που χρονικά βυθίζει τις ρίζες του στην ελληνορωμαϊκή παράδοση, στον στωϊκισμό, τον νεοπλατωνισμό και τον χριστιανισμό –ορθοδοξία, καθολικισμό, αγγλικανισμό– και απλώνει τα κλαδιά του έως τον πρώτο ρομαντισμό, που άρδευσε, μεταξύ άλλων ενθουσιασμών, τον οιστρήλατο φιλελληνισμό. Άπαντες οι ήρωες έχουν εξάλλου άμεση ή έμμεση σχέση, ιστορική, εθνική ή φιλοσοφική με την Ελλάδα.
Γεωγραφικά, ο κόσμος αυτός καλύπτει ολόκληρη την Ευρώπη, από τη Δύση έως την Εγγύς Ανατολή, από την Αγγλία και την Ισπανία έως την Κωνσταντινούπολη των ορθοδόξων χριστιανών ή την Ιστανμπούλ της ετοιμόρροπης οθωμανικής αυτοκρατορίας, περνώντας από τη Μασσαλία, πάλαι ποτέ αποικία των Φωκαέων, την ελληνοτραφή Ρώμη, το φιλελληνικό Παρίσι, τη Βιέννη, το Ιάσιο της Φιλικής Εταιρείας, την Βραϊλα των Ελλήνων ευεργετών σιτεμπόρων. Διαγράφει έτσι έναν κύκλο που κλείνει αφηγηματικά με την Αθηνών πολίχνη, τη σκονισμένη και γηραιά πατρίδα του ανθρωπιστικού και του εθνικού ονείρου.
Είναι, από τη δική μας οπτική γωνία, ο χώρος τής, από αρχαιοτάτων χρόνων, ελληνικής διασποράς, αλλά και με την ευρύτερη έννοια, ο χώρος του πραγματικού, όσο και συμβολικού ταξιδιού, του ταξιδιού από τον Ατλαντικό στη Μεσόγειο και τον Εύξεινο Πόντο, του ταξιδιού διαμέσου της ευρωπαϊκής ιστορίας, την οποία γαλούχησε επί μακρόν η πίστη στην πρόοδο του ολοένα βελτιώσιμου ανθρώπου.
Και βέβαια, το ταξίδι –με γαλέρα ή άλογο, με άμαξα και αργότερα με τρένο (το έμβλημα αυτό της τεχνολογικής προόδου του 19ου αιώνα)– είναι από τα κυρίαρχα μοτίβα των διηγημάτων της Νίκης Χατζηδημητρίου, όπως άλλωστε κυρίαρχο μοτίβο είναι και ο ματαιωμένος ή ο τετελεσμένος νόστος.
Πώς όμως σχετίζονται όλοι αυτοί οι θάνατοι με τη δεδομένη χωροχρονική σκηνογραφία τους;
Ρώτησα τη Νίκη αν είχε καταλήξει σε κάποιο τίτλο. Σκεφτόταν, μου είπε τότε, να δανείσει στο βιβλίο τον τίτλο του τρίτου κατά σειρά διηγήματος. Τον τίτλο: Ενάρετοι. Πρόκειται για το διήγημα, όπου κατ’ ουσίαν πρωταγωνιστεί, δίχως να κατονομάζεται, ο ηλικιωμένος και παροπλισμένος Ανδρέας Κάλβος, ο διευθυντής του παρθεναγωγείου του στο Λάουθ. Αυτή της η πρώτη επιλογή μ’ έβαλε, ομολογώ, σε σκέψεις. Ήθελα να καταλάβω το γιατί. Πάντοτε σεμνά λακωνική, η Νίκη μου απάντησε: «γιατί, θεωρώ ότι οι ήρωές μου είναι ενάρετοι». Εκ των υστέρων, μου διευκρίνισε: «είναι ενάρετοι με τη σημασία που δίνει ο Κάλβος στη λέξη «αρετή», με τον τρόπο που κατανοούσε γενικότερα την αρετή ο ρομαντικός 19ος αιώνας.» Ποιος ήταν αυτός ο τρόπος, τι τους καθιστούσε ενάρετους, και πώς η Νίκη αντιλαμβανόταν αυτόν τον προσδιορισμό, που είχε για εκείνη τόσο σημαίνουσα βαρύτητα;
Το διήγημα «Ενάρετοι» κλείνει με έναν στίχο από την ωδή «Εις τον Ιερόν Λόχον»: «Την εκλογή ελεύθερον δίδει το θείον…» Είναι ο τελευταίος στίχος της στροφής:
Πολλά μεν σκοτεινά·
φέγγει επ’ ολίγα τ’ άστρον
το της αθανασίας·
την εκλογήν ελεύθερον δίδει το θείον.
Ξαναδιάβασα φυσικά τις «Ωδές», εις άγραν αυτής της περίφημης αρετής. Ξαναδιάβασα το «θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία». Η αρετή του Κάλβου είναι γενικότερα συνδεδεμένη με τον ηρωισμό, την ανδρεία, την αυτοθυσία, τη φιλοπατρία, αλλά, εν προκειμένω, και πολύ εμφατικά με την «ελεύθερον εκλογήν».
Παραθέτω, για να το εντάξω στα συμφραζόμενα, την κατακλείδα αυτού του πολύ σύνθετου τρίτου διηγήματος της Νίκης:
Έγειρε –σκιά μαύρη – ο κύριος Διευθυντής το κεφάλι και εις μάτην προσπάθησε να διακρίνει ελπίδα, ή έστω κάτι από τη νεότητά του στο μισοσκότεινο τόξο του Αγίου Ιακώβου: «Την εκλογήν ελεύθερον δίδει το θείον…» θυμήθηκε δυνατά· ενώ μέσα του ρωτούσε πόσες άραγε ελευθερίες να υπάρχουν.
Συνωθούνται, ή υποδηλώνονται εδώ, τα συνδιαλεγόμενα μοτίβα της «χατζηδημητριακής» γραφής: η ματαιότητα της ελπίδας, αλλά και η ελπίδα της αθανασίας, ο ζόφος αλλά και η ευχή του φωτός, η δυσβάσταχτη νοσταλγία της νεότητας, αλλά και η λαχτάρα της απαλλαγής από το πικρό άχθος του γήρατος. Ωστόσο, η Νίκη επέλεξε έναν πολύ χαρακτηριστικό στίχο, απ’ όπου η λέξη αρετή απουσιάζει και όπου δεσπόζει το μείζον ζήτημα της ελεύθερης βούλησης, του δικαιώματος επιλογής, ακόμα και απέναντι στον θάνατο. Αυτό το μείζον ζήτημα, που στοίχειωσε την ελληνοχριστιανική Ευρώπη και που κορυφώθηκε στον ύστερο ρομαντισμό, σφραγίζοντας απορητικά τον ανθρωπιστικό στοχασμό.
Είναι λοιπόν εύλογο να κινούνται οι ήρωες της Νίκης Χατζηδημητρίου σε αυτό τον ορίζοντα της υπαρξιακής διερώτησης.
Από την εποχή του Αριστοτέλη, η αρετή είναι συνυφασμένη με την «ελεύθερον εκλογήν», ή αλλιώς με την προαίρεσιν. «Έστιν άρα η αρετή έξις προαιρετική…» (Ηθικά Νικομάχεια, Β6). Ο Πλωτίνος μιλά για «ελεύθερη βούληση», ο ΄Αγιος Αυγουστίνος και οι μετέπειτα Σχολαστικοί για liberum arbitrium. Στην Αναγέννηση το ερώτημα επανατίθεται από τον Μονταίνιο, στην κλασική Γαλλία από τον Μπλεζ Πασκάλ, και στον 19ο αιώνα, μεταξύ άλλων, από τον Σοπενάουερ και τον Νίτσε (δεν θα σας υποβάλω σε μάθημα φιλοσοφίας, δεν είμαι εξάλλου φιλόσοφος).
Πάντως, το ερώτημα των ορίων της ελεύθερης βούλησης ταλανίζει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο όλους τους ήρωες της Νίκης. Και δεν είναι τυχαίο –τίποτα στην πραγματική λογοτεχνία δεν είναι πραγματικά τυχαίο– που στο πρώτο από τα τέσσερα διηγήματά της, η νεαρή κόρη του Δον Αλόνσο, του θεολόγου, όπως είπα, και αναγνώστη του βασιλιά της Ισπανίας Φιλίππου του Β΄ (1527-1598), διαβάζει ακριβώς, και μάλιστα με ανάποδη χρονολογική σειρά, Αυγουστίνο, Πλωτίνο, Αριστοτέλη. Τους μελετά επιμελώς, αρχίζοντας από τον πιο χριστιανικά δεσμευτικό, ή, ας πούμε, από τον πιο δογματικό, σε ό,τι αφορά το ζήτημα της προαίρεσης, έως τον πιο προχριστιανικά «φιλ-ελεύθερο», θα τολμούσα να πω, τον Αριστοτέλη. Η κορούλα, ωστόσο, του Δον Αλόνσο –που θα πεθάνει, σημειωτέον, σε λίγο, από τύφο, αφήνοντας τον πατέρα της απαρηγόρητο– μπορεί μεν να διαβάζει με πάθος τους παραπάνω, αλλά κατόπιν μετρά «με τη φαντασία της τις δύο δύσκολες ευθείες [τις ευθείες της προοπτικής που μετράει και ο πατέρας της στις τετράγωνες πλάκες του δαπέδου] «που», λέει, «αν και παράλληλες, επέπρωτο, σε πείσμα κάθε λογικής, να συναντηθούν στο μέλλον.» Και επίσης, επειδή είναι ακόμα παιδί, αφήνει «τελευταίο τον ψεύτη Αίσωπο και τη συκοφαντημένη αλωπεκή, αυτή που μόνο λαχτάρησε λίγο σταφύλι». Με άλλα λόγια, επειδή «είναι ακόμα παιδί», η κοπελίτσα μπορεί να τολμήσει να αντισταθεί στη λογική του αυστηρού δέοντος, του δεσμευτικού πρέποντος, μπορεί να αφήσει ελεύθερη τη φαντασία της, μπορεί να ονειρευτεί «σε πείσμα κάθε λογικής», ή σύμφωνα με τη λογική της επιθυμίας, ότι κάπου κάποτε, στο άπειρο, στο επέκεινα ίσως, οι δύο αυτές περίφημες ευθείες συναντώνται! Ίσως ετοιμάζεται έτσι, διά της φαντασίας, να εξουδετερώσει τον επικείμενο θάνατό της. Ίσως διαισθάνεται ότι το έργο της φαντασίας είναι να εξορύξει μια άλλη πραγματικότητα, «where death shall have no dominion», όπως λέει ο Ντύλαν Τόμας.
Όταν ο πατέρας της, αργότερα, σε βαθύ γήρας, διαπιστώνει και αυτός ότι «οι δύο δύσκολες ευθείες, τα παράλληλα σαν ζωγραφισμένα κράσπεδα του δρόμου επιτέλους συναντιόντουσαν στ’ αλήθεια», αποδέχεται την παραμυθία της «παράλογης» επανένωσης με την κόρη του, μιας αυταπάτης που του φαντάζει εξάλλου «βλάσφημη». Με άλλα λόγια, το μικρό κοριτσάκι από τη μια, ο υπερήλικας πατέρας από την άλλη, επιλέγουν ελεύθερα να δρασκελίσουν το πιθανό, το λογικό, το απτό, δρασκελίζοντας ταυτόχρονα το κατώφλι που τους χωρίζει. Είναι και οι δύο τολμηροί και ενάρετοι, γιατί εγγίζουν αυτό το ιδανικό της ελευθερίας που κυριαρχεί στον μεταγενέστερο στοχασμό του Κάλβου. Την ιδεώδη ελευθερία της επιλογής. Οι δυο τους επιλέγουν την απόδραση από την ταξινομημένη, αδιέξοδη ερμηνεία της ύπαρξης· τη φυγή από την εξορθολογισμένη εποπτεία του ανθρώπινου, που αποδεικνύεται ανεπαρκής σε στιγμές μεγάλης απόγνωσης, σε στιγμές που το παράλογο, το αναιτιολόγητο, το ανεξήγητα μοιραίο νικά κατά κράτος.
Σε τέτοιες στιγμές, ίσως η ελεύθερη κίνηση, συν-κίνηση της φαντασίας, έστω και με το μέγιστο τίμημα της βεβήλωσης που επισύρει τη θεία τιμωρία, είναι η απόλυτη ένδειξη αρετής. Είναι ίσως και ο μόνος φορέας της ελπίδας.
Επιπλέον και κυρίως, «πέραν πάσης λογικής», με την πανίσχυρη ωστόσο λογική της αγάπης, οι γραμμές της μικρής κόρης και του γηραιού πατέρα συγκλίνουν ένθεν και ένθεν του θανάτου, εντός του αφηγηματικού χώρου. Οι δύο αυτοί, διά της αθωότητας ή διά της αποδοχής της βλασφημίας, καταλήγουν –πέρα από τον θάνατο, πέρα από τη διαφορά του φύλου και της ηλικίας– να μοιραστούν το ίδιο όραμα: την ένωση των δύο παραλλήλων. Η ενάρετη ελευθερία τους πραγματώνεται έτσι εντός του θαυμαστού τόπου, του Ου-τόπου της λογοτεχνίας!
Δεν είναι επίσης τυχαίο το ότι η ολιγογράμματη μπακάλισσα Αυγούστα διαβάζει ευλαβικά, χωρίς καλά καλά να την καταλαβαίνει, την επιγραφή του στωικού Επίκτητου, κατεξοχήν στοχαστή της ελεύθερης προαίρεσης: μια επιγραφή που κοσμεί την κορυφή της σκάλας στο παρθεναγωγείο του Κάλβου: «Μάθε πρώτα τι σημαίνει αυτό που λες, κι ύστερα μίλα».
Δεν είναι τυχαίο το ότι η Πηνελόπη, με τ’ όνομα, η αφηγήτρια του «Εσώκλειστου» –εκείνη που κηδεύει τη σχέση της με τον επισκέπτη της, ενώ βάζει ταυτόχρονα τον Ρωμαίο ήρωά της, τον Γάιο Σύλλα, να αυτοκτονήσει– διερωτάται: «Υπάρχει; Κι αν ναι, ποιος είναι άραγε ο γενναίος τρόπος για να πεθάνει κανείς;»
Δεν είναι προφανώς τυχαίο το ότι η Νίκη Χατζηδημητρίου επικαλείται τον Κάλβο, τον ρομαντικό και ταυτόχρονα μαθηματικό, τον άπελπι και ταυτόχρονα σχολαστικό λατινιστή. Ούτε το ότι ο Κάλβος είναι αυτός που προτρέπει στην υπέρ πίστεως και πατρίδος αυτοθυσία, με επιβράβευση την αθανασία, ενώ ο ίδιος, στην Τρίτη Ωδή του, την «Εις Θάνατον» –όπου σκηνοθετεί τη μεταθανάτια απεύθυνση μιας μάνας προς τον γιο της– αναγνωρίζει το μάταιο της ζωής και το αναπότρεπτα επιθυμητό του θανάτου:
Ναι, κόπος ανυπόφερτος
είναι η ζωή· η ελπίδες,
οι φόβοι, και του κόσμου
η χαραί και το μέλι σας βασανίζουν
Εδώ ημείς οι νεκροί
παντοτινήν ειρήνην
απολαύσαμεν, άφοβοι,
άλυποι, δίχως όνειρα έχομεν ύπνον
Σεις οι δειλοί αχνύζετε
όταν τις ψιθυρίση
τ’ όνομα του θανάτου
αλλ’ άφευκτος ο θάνατος
άφευκτος είναι.
επιτρέποντας μολαταύτα το απειροελάχιστο φέγγος, το «υποφώς» της (άλογης, εξού και εύλογης) ελπίδας:
Αλλά το φέγγος χάνεται
της σελήνης· σε αφήνω·
πάλιν θέλω σε ειδείν
ότε η ζωή σου λείψει, και τότε μόνον.
Τούτο το τάνυσμα, ο μετεωρισμός, ο δισταγμός, τούτη η ταλάντωση του εκκρεμούς μεταξύ στωικής αποδοχής και εξεγερμένης άρνησης, πίστης και αμφισβήτησης, χριστιανικής εγκαρτέρησης και προχριστιανικής επιλογής της ηρωικής αυτοκτονίας, ντετερμινιστικής καθυπόταξης στο προδιαγεγραμμένο και ελεύθερης απόταξης του μοιραίου, ορθολογικής εξήγησης και καταφυγής στο άλογο, είναι γνωστά και μυριάδες φορές ειπωμένα. Η περί θανάτου ρητορεία είναι κεκορεσμένη, έως και στομωμένη, όπως επίσης και η περί έρωτος που τη συνοδεύει καταπόδας.
Αυτό όμως που καθιστά τον χατζηδημητριακό λόγο τόσο αποτελεσματικό είναι η μυθοπλαστική επόπτευση του θέματός στη διαχρονία του, και αυτό που τον καθιστά σπαρακτικά εύγλωττο είναι το αρμόζον, το εφ-αρμόζον (με τη συνεκτικότερη έννοια του όρου) ύφος της. Η ιδιάζουσα ποιητική της. Η ιμπρεσιονιστική, μετεωριζόμενη γραφή της: η πληθώρα, φέρ’ ειπείν, των ονοματικών φράσεών της, που προβάλλουν το αισθάνεσθαι ή το δι-αισθάνεσθαι έναντι του πράττειν: «Τα πρόσωπά τους εκ καθήκοντος πέτρινα» ή «Πάλλευκο το μάρμαρο και πάνω του αθώοι άγγελοι και σκοτεινοί στρατηλάτες, πτέρυγες και ξίφη προτεταμένα σε φόβο πιστών και απίστων». Η συστηματική πρόταξη επιθέτων και επιρρημάτων: «Δύσκολο ήταν να πει τι» ή «Λακωνικός υπήρξε ο Θεμίστιος», ή ακόμα: «Γερμένο το κεφάλι της λοξά και λευκή γάζα χυνόταν από το καπέλο…», ή επίσης «Καθόλου, βεβαίως, κάτι τέτοιο δεν είχε συμβεί». Η υπαλλαγή, που βυθίζει τη γραφή σε ένα ονειρικό φλου: «απαρηγόρητα γεγονότα», «μελαγχολικό κρασί», «άφησε πίσω λακκούβες οπλές», «αδιάφανος ο ήχος της πορσελάνης».
Η Νίκη Χατζηδημητρίου οργανώνει μεθοδικά τον ωσμωτικό συγκερασμό συγκεκριμένου και αφηρημένου, έμψυχου και άψυχου, έναν συγκερασμό που καταργεί τις ρεαλιστικές οριοθετήσεις μεταξύ της ύλης και της μη-ύλης, ή επίσης του εδώ και του επέκεινα. Όπως στο θαυμαστό: «Τα υπερήφανα και από χοντρό μετάξι λάβαρα του σουλτάνου, αποκαμωμένα από την ασταμάτητη βροχή, κρέμονταν ανήμπορα στα πενιχρά φυλάκια», ή επίσης στο «η χημική ένωση αποδείχτηκε πολύτιμη γιατί ήταν πολεμοχαρής», ή ακόμα στο «ήθελε να περπατήσει τη συγκίνηση και τη σκέψη του», ή «τα μαντήλια μερικών σε λευκή ανακωχή» ή ακόμα η «μυρωδιά της μαγειρικής των αναμνήσεων».
Και βέβαια, η πλέον χαρακτηριστική και νοηματοδοτημένη υφολογική ιδιαιτερότητα, εμπνευσμένη ίσως κι αυτή από τον Κάλβο, είναι η συστηματική και χρήση της άνω τελείας, η οποία χωρίζει, σημασιολογικά και ρυθμικά, δύο ή περισσότερα ημιαυτόνομα συντάγματα, που πλέουν σε ένα ονειρικό κενό αναπόλησης και αναμενόμενης ευκταίας πλησμονής: «Έμεινε έτσι για αρκετή ώρα ν’ ακούει την καθησυχαστική ερωταπόκριση[·] του αέρα απ’ το βάλτο έξω και της φωτιάς στην εστία μέσα».
Διαβάζω, ολοκληρώνοντας, ένα αγαπημένο μου απόσπασμα, που συμπυκνώνει αυτή την ποιητικά νοήμονα λειτουργικότητα της γραφής:
Ο κεντρικός ήρωας του τελευταίου διηγήματος, με τον παρηχητικά εύγλωττο τίτλο: «Ο άγνωστος νόστος του Δανιήλ Φαρμάκη» έρχεται να εγκατασταθεί στην «Αθηνών πολίχνη», ύστερα από πολύχρονη επιχειρηματική δραστηριότητα στη Δυτική και Ανατολική Ευρώπη:
Μέχρι τότε είχε μόνο ακούσει για την αρχαία και ένδοξη –πόσο αρχαία και πόσο ένδοξη εντούτοις δεν ήξερε– πόλη της Αθηνάς Παρθένου. Παιδικό δέος δε κατείχε το νου του στη σκέψη της θεάς και της πόλης της.
Γιατί του ’μοιαζε σαν απειλή του θανάτου:
η αιγίδα της να γεννά κάτι αγάλματα από σοφό μάρμαρο·
που όμως μετά πεθαίνουν·
να, σαν τη μητέρα του που γέννησε το μωρό που πέθανε·
κι εκείνον τον είχαν διώξει να μη βλέπει·
αιγίδα θλίψης στο μάρμαρο μέτωπο της Καλλιρόης.
Στον διακριτικά υποφωτισμένο κόσμο της Νίκης Χατζηδημητρίου είναι φωτεινά διακριτή η υψηλή αρετή της τέχνης της.
Παρουσίαση στο Βιβλιοπωλείο της «Εστίας», Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2007
Της Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου
Λίγο καιρό προτού η Νίκη ολοκληρώσει αυτό το ιδιαίτερο βιβλίο μυθοπλαστικής ενδοσκόπησης και αυτοβιογραφικής μυθοπλασίας, μου το εμπιστεύτηκε για να το διαβάσω. Και θαύμασα! Θαύμασα πρώτον τις περίτεχνα κομψές παραλλαγές της θεματικής της, που καταυγάζει το Υποφωτισμένο της. Θαύμασα επίσης την αριστοτεχνική συνύφανση όλων των τρόπων του ύφους της, ούτως ώστε να αναδειχθεί, ή καλύτερα να συγκροτηθεί η θεματική αυτή, να γίνει λογοτέχνημα.
Γιατί θα ήταν κοινότοπο να πω ότι σε αυτό ακριβώς συνίσταται το πραγματικό λογοτέχνημα: στο ότι, δηλαδή, το ύφος δεν είναι μια επικόλληση καλολογικών στοιχείων πάνω στο νόημα, αλλά είναι το ίδιο το νόημα. Όπως το χρώμα ή το σχήμα δεν είναι το μέσο του ζωγραφικού πίνακα, αλλά ο ίδιος ο πίνακας.
Ποια είναι η θεματική του Υποφωτισμένου και πώς την αναδεικνύει ή τη συγκροτεί το ύφος; Δεν θα αποκαλύψω τίποτα καινούργιο λέγοντας ότι, όπως και στο πρώτο της βιβλίο, η Νίκη στοχάζεται τον θάνατο, ή μάλλον τους διαδοχικούς θανάτους –τα πένθη, τις απώλειες, τη λήθη– που εναγκαλίζονται τον ανθρώπινο βίο. Πρόκειται για μια σπουδή πάνω στη διηνεκή διαπραγμάτευση του ανθρώπου με το γεγονός του θανάτου.
Θα περιορίσω τούτη την απόπειρα συνοπτικής ερμηνείας στο δεύτερο, το καθαρά μυθοπλαστικό μέρος του βιβλίου, που δειγματίζει εντυπωσιακά ένα νέο τρόπο χειρισμού των ερωτημάτων της συγγραφέως. Το δεύτερο μέρος, που συναποτελείται από τέσσερα διηγήματα, αλλά από πέντε ιστορίες, μιας και στο δεύτερο διήγημα συνυπάρχουν δύο εγκιβωτισμένες αφηγήσεις.
Η θεματική του θανάτου είναι πάγια: οι μεν πεθαίνουν, ή φεύγουν, οι δε πενθούν ΚΑΙ στα τέσσερα διηγήματα της συλλογής. Πεθαίνει από τύφο η χαρισματική κορούλα του χήρου Δον Αλόνσο, του αγαθού και θεοσεβούμενου αναγνώστη του βασιλιά Φιλίππου Β΄ της Ισπανίας.
Αυτοκτονεί ο ευγενής και ανδρείος Ρωμαίος συγκλητικός Γάιος Σύλλας, διά της χειρός του Έλληνα δούλου του Θεμίστιου, που θανατώνει τον αφέντη του όπως εκείνος του το ζητά, με το ίδιο του το σπαθί, και τον θρηνεί προτού πνιγεί και αυτός κατά τη διάρκεια της φυγής του για τη Μασσαλία.
Ταυτόχρονα, η ιστορία αυτή του Ρωμαίου Σύλλα εγκιβωτίζεται στην ιστορία της αφηγήτριάς της Πηνελόπης, η οποία, ενώ τη γράφει, δεξιώνεται έναν φίλο, εραστή μάλλον, από τα παλιά, και τον φιλεύει ως είθισται ψάρι, για να κηδέψει την αναμεταξύ τους σχέση.
Αυτοκτονεί στο κανάλι του Λάουθ της Αγγλίας του 19ου αιώνα μια νεαρή τρόφιμος του παρθεναγωγείου του Ανδρέα Κάλβου, η κόρη του ευπατρίδη Ρέημοντ Μέησον.
Τέλος, στο έσχατο διήγημα, που εκτυλίσσεται στην Κωνσταντινούπολη, το Παρίσι, τη Βιέννη, τα Βαλκάνια –διασχίζοντας κυριολεκτικά, αλλά και αλληγορικά σύνολη την ευρωπαϊκή ήπειρο και ολόκληρο τον 19ο αιώνα– ο κεντρικός ήρωας, Δανιήλ Φαρμάκης, επιχειρηματίας κωνσταντινουπολίτικης καταγωγής, αλλά κοσμογυρισμένος, μετακομίζει στα γηρατειά του στην Αθήνα, με σκοπό να εκπληρώσει με ευεργεσίες το χρέος του προς το γένος. Τον συνοδεύει ο γιος του Ιωάννης Φαρμάκης, αγνώστου μητρός, φρενοβλαβής, ο οποίος πεθαίνει ή μάλλον αυτοκτονεί στη διάρκεια φρενικής κρίσης, όπως είχε παλιότερα αυτοκτονήσει και ο αδελφός της γιαγιάς του, επίσης πάσχων από «κληρονομημένη ανισορροπία της ψυχής».
Πεθαίνουν λοιπόν περίπου όλοι και οι εναπομείναντες πενθούν. Πενθούν κατά κανόνα οι μεγάλοι τους μικρότερους, οι υπερήλικες τους ανηλίκους, και ως επί το πλείστον οι άνδρες τις συζύγους τους, ή τα παιδιά τους.
Αυτό όμως το βαθύ και στοχαστικό πένθος έχει μιαν ευρύτατη πλην προσδιορισμένη χρονογεωγραφική και φιλοσοφική χωροταξία: καλύπτει το πεδίο που κατέλαβε ο περίφημος ευρωπαϊκός πολιτισμός, αυτός τον οποίο διέγραψε το φαντασιακό του ουμανισμού. Ένας κόσμος που χρονικά βυθίζει τις ρίζες του στην ελληνορωμαϊκή παράδοση, στον στωϊκισμό, τον νεοπλατωνισμό και τον χριστιανισμό –ορθοδοξία, καθολικισμό, αγγλικανισμό– και απλώνει τα κλαδιά του έως τον πρώτο ρομαντισμό, που άρδευσε, μεταξύ άλλων ενθουσιασμών, τον οιστρήλατο φιλελληνισμό. Άπαντες οι ήρωες έχουν εξάλλου άμεση ή έμμεση σχέση, ιστορική, εθνική ή φιλοσοφική με την Ελλάδα.
Γεωγραφικά, ο κόσμος αυτός καλύπτει ολόκληρη την Ευρώπη, από τη Δύση έως την Εγγύς Ανατολή, από την Αγγλία και την Ισπανία έως την Κωνσταντινούπολη των ορθοδόξων χριστιανών ή την Ιστανμπούλ της ετοιμόρροπης οθωμανικής αυτοκρατορίας, περνώντας από τη Μασσαλία, πάλαι ποτέ αποικία των Φωκαέων, την ελληνοτραφή Ρώμη, το φιλελληνικό Παρίσι, τη Βιέννη, το Ιάσιο της Φιλικής Εταιρείας, την Βραϊλα των Ελλήνων ευεργετών σιτεμπόρων. Διαγράφει έτσι έναν κύκλο που κλείνει αφηγηματικά με την Αθηνών πολίχνη, τη σκονισμένη και γηραιά πατρίδα του ανθρωπιστικού και του εθνικού ονείρου.
Είναι, από τη δική μας οπτική γωνία, ο χώρος τής, από αρχαιοτάτων χρόνων, ελληνικής διασποράς, αλλά και με την ευρύτερη έννοια, ο χώρος του πραγματικού, όσο και συμβολικού ταξιδιού, του ταξιδιού από τον Ατλαντικό στη Μεσόγειο και τον Εύξεινο Πόντο, του ταξιδιού διαμέσου της ευρωπαϊκής ιστορίας, την οποία γαλούχησε επί μακρόν η πίστη στην πρόοδο του ολοένα βελτιώσιμου ανθρώπου.
Και βέβαια, το ταξίδι –με γαλέρα ή άλογο, με άμαξα και αργότερα με τρένο (το έμβλημα αυτό της τεχνολογικής προόδου του 19ου αιώνα)– είναι από τα κυρίαρχα μοτίβα των διηγημάτων της Νίκης Χατζηδημητρίου, όπως άλλωστε κυρίαρχο μοτίβο είναι και ο ματαιωμένος ή ο τετελεσμένος νόστος.
Πώς όμως σχετίζονται όλοι αυτοί οι θάνατοι με τη δεδομένη χωροχρονική σκηνογραφία τους;
Ρώτησα τη Νίκη αν είχε καταλήξει σε κάποιο τίτλο. Σκεφτόταν, μου είπε τότε, να δανείσει στο βιβλίο τον τίτλο του τρίτου κατά σειρά διηγήματος. Τον τίτλο: Ενάρετοι. Πρόκειται για το διήγημα, όπου κατ’ ουσίαν πρωταγωνιστεί, δίχως να κατονομάζεται, ο ηλικιωμένος και παροπλισμένος Ανδρέας Κάλβος, ο διευθυντής του παρθεναγωγείου του στο Λάουθ. Αυτή της η πρώτη επιλογή μ’ έβαλε, ομολογώ, σε σκέψεις. Ήθελα να καταλάβω το γιατί. Πάντοτε σεμνά λακωνική, η Νίκη μου απάντησε: «γιατί, θεωρώ ότι οι ήρωές μου είναι ενάρετοι». Εκ των υστέρων, μου διευκρίνισε: «είναι ενάρετοι με τη σημασία που δίνει ο Κάλβος στη λέξη «αρετή», με τον τρόπο που κατανοούσε γενικότερα την αρετή ο ρομαντικός 19ος αιώνας.» Ποιος ήταν αυτός ο τρόπος, τι τους καθιστούσε ενάρετους, και πώς η Νίκη αντιλαμβανόταν αυτόν τον προσδιορισμό, που είχε για εκείνη τόσο σημαίνουσα βαρύτητα;
Το διήγημα «Ενάρετοι» κλείνει με έναν στίχο από την ωδή «Εις τον Ιερόν Λόχον»: «Την εκλογή ελεύθερον δίδει το θείον…» Είναι ο τελευταίος στίχος της στροφής:
Πολλά μεν σκοτεινά·
φέγγει επ’ ολίγα τ’ άστρον
το της αθανασίας·
την εκλογήν ελεύθερον δίδει το θείον.
Ξαναδιάβασα φυσικά τις «Ωδές», εις άγραν αυτής της περίφημης αρετής. Ξαναδιάβασα το «θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία». Η αρετή του Κάλβου είναι γενικότερα συνδεδεμένη με τον ηρωισμό, την ανδρεία, την αυτοθυσία, τη φιλοπατρία, αλλά, εν προκειμένω, και πολύ εμφατικά με την «ελεύθερον εκλογήν».
Παραθέτω, για να το εντάξω στα συμφραζόμενα, την κατακλείδα αυτού του πολύ σύνθετου τρίτου διηγήματος της Νίκης:
Έγειρε –σκιά μαύρη – ο κύριος Διευθυντής το κεφάλι και εις μάτην προσπάθησε να διακρίνει ελπίδα, ή έστω κάτι από τη νεότητά του στο μισοσκότεινο τόξο του Αγίου Ιακώβου: «Την εκλογήν ελεύθερον δίδει το θείον…» θυμήθηκε δυνατά· ενώ μέσα του ρωτούσε πόσες άραγε ελευθερίες να υπάρχουν.
Συνωθούνται, ή υποδηλώνονται εδώ, τα συνδιαλεγόμενα μοτίβα της «χατζηδημητριακής» γραφής: η ματαιότητα της ελπίδας, αλλά και η ελπίδα της αθανασίας, ο ζόφος αλλά και η ευχή του φωτός, η δυσβάσταχτη νοσταλγία της νεότητας, αλλά και η λαχτάρα της απαλλαγής από το πικρό άχθος του γήρατος. Ωστόσο, η Νίκη επέλεξε έναν πολύ χαρακτηριστικό στίχο, απ’ όπου η λέξη αρετή απουσιάζει και όπου δεσπόζει το μείζον ζήτημα της ελεύθερης βούλησης, του δικαιώματος επιλογής, ακόμα και απέναντι στον θάνατο. Αυτό το μείζον ζήτημα, που στοίχειωσε την ελληνοχριστιανική Ευρώπη και που κορυφώθηκε στον ύστερο ρομαντισμό, σφραγίζοντας απορητικά τον ανθρωπιστικό στοχασμό.
Είναι λοιπόν εύλογο να κινούνται οι ήρωες της Νίκης Χατζηδημητρίου σε αυτό τον ορίζοντα της υπαρξιακής διερώτησης.
Από την εποχή του Αριστοτέλη, η αρετή είναι συνυφασμένη με την «ελεύθερον εκλογήν», ή αλλιώς με την προαίρεσιν. «Έστιν άρα η αρετή έξις προαιρετική…» (Ηθικά Νικομάχεια, Β6). Ο Πλωτίνος μιλά για «ελεύθερη βούληση», ο ΄Αγιος Αυγουστίνος και οι μετέπειτα Σχολαστικοί για liberum arbitrium. Στην Αναγέννηση το ερώτημα επανατίθεται από τον Μονταίνιο, στην κλασική Γαλλία από τον Μπλεζ Πασκάλ, και στον 19ο αιώνα, μεταξύ άλλων, από τον Σοπενάουερ και τον Νίτσε (δεν θα σας υποβάλω σε μάθημα φιλοσοφίας, δεν είμαι εξάλλου φιλόσοφος).
Πάντως, το ερώτημα των ορίων της ελεύθερης βούλησης ταλανίζει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο όλους τους ήρωες της Νίκης. Και δεν είναι τυχαίο –τίποτα στην πραγματική λογοτεχνία δεν είναι πραγματικά τυχαίο– που στο πρώτο από τα τέσσερα διηγήματά της, η νεαρή κόρη του Δον Αλόνσο, του θεολόγου, όπως είπα, και αναγνώστη του βασιλιά της Ισπανίας Φιλίππου του Β΄ (1527-1598), διαβάζει ακριβώς, και μάλιστα με ανάποδη χρονολογική σειρά, Αυγουστίνο, Πλωτίνο, Αριστοτέλη. Τους μελετά επιμελώς, αρχίζοντας από τον πιο χριστιανικά δεσμευτικό, ή, ας πούμε, από τον πιο δογματικό, σε ό,τι αφορά το ζήτημα της προαίρεσης, έως τον πιο προχριστιανικά «φιλ-ελεύθερο», θα τολμούσα να πω, τον Αριστοτέλη. Η κορούλα, ωστόσο, του Δον Αλόνσο –που θα πεθάνει, σημειωτέον, σε λίγο, από τύφο, αφήνοντας τον πατέρα της απαρηγόρητο– μπορεί μεν να διαβάζει με πάθος τους παραπάνω, αλλά κατόπιν μετρά «με τη φαντασία της τις δύο δύσκολες ευθείες [τις ευθείες της προοπτικής που μετράει και ο πατέρας της στις τετράγωνες πλάκες του δαπέδου] «που», λέει, «αν και παράλληλες, επέπρωτο, σε πείσμα κάθε λογικής, να συναντηθούν στο μέλλον.» Και επίσης, επειδή είναι ακόμα παιδί, αφήνει «τελευταίο τον ψεύτη Αίσωπο και τη συκοφαντημένη αλωπεκή, αυτή που μόνο λαχτάρησε λίγο σταφύλι». Με άλλα λόγια, επειδή «είναι ακόμα παιδί», η κοπελίτσα μπορεί να τολμήσει να αντισταθεί στη λογική του αυστηρού δέοντος, του δεσμευτικού πρέποντος, μπορεί να αφήσει ελεύθερη τη φαντασία της, μπορεί να ονειρευτεί «σε πείσμα κάθε λογικής», ή σύμφωνα με τη λογική της επιθυμίας, ότι κάπου κάποτε, στο άπειρο, στο επέκεινα ίσως, οι δύο αυτές περίφημες ευθείες συναντώνται! Ίσως ετοιμάζεται έτσι, διά της φαντασίας, να εξουδετερώσει τον επικείμενο θάνατό της. Ίσως διαισθάνεται ότι το έργο της φαντασίας είναι να εξορύξει μια άλλη πραγματικότητα, «where death shall have no dominion», όπως λέει ο Ντύλαν Τόμας.
Όταν ο πατέρας της, αργότερα, σε βαθύ γήρας, διαπιστώνει και αυτός ότι «οι δύο δύσκολες ευθείες, τα παράλληλα σαν ζωγραφισμένα κράσπεδα του δρόμου επιτέλους συναντιόντουσαν στ’ αλήθεια», αποδέχεται την παραμυθία της «παράλογης» επανένωσης με την κόρη του, μιας αυταπάτης που του φαντάζει εξάλλου «βλάσφημη». Με άλλα λόγια, το μικρό κοριτσάκι από τη μια, ο υπερήλικας πατέρας από την άλλη, επιλέγουν ελεύθερα να δρασκελίσουν το πιθανό, το λογικό, το απτό, δρασκελίζοντας ταυτόχρονα το κατώφλι που τους χωρίζει. Είναι και οι δύο τολμηροί και ενάρετοι, γιατί εγγίζουν αυτό το ιδανικό της ελευθερίας που κυριαρχεί στον μεταγενέστερο στοχασμό του Κάλβου. Την ιδεώδη ελευθερία της επιλογής. Οι δυο τους επιλέγουν την απόδραση από την ταξινομημένη, αδιέξοδη ερμηνεία της ύπαρξης· τη φυγή από την εξορθολογισμένη εποπτεία του ανθρώπινου, που αποδεικνύεται ανεπαρκής σε στιγμές μεγάλης απόγνωσης, σε στιγμές που το παράλογο, το αναιτιολόγητο, το ανεξήγητα μοιραίο νικά κατά κράτος.
Σε τέτοιες στιγμές, ίσως η ελεύθερη κίνηση, συν-κίνηση της φαντασίας, έστω και με το μέγιστο τίμημα της βεβήλωσης που επισύρει τη θεία τιμωρία, είναι η απόλυτη ένδειξη αρετής. Είναι ίσως και ο μόνος φορέας της ελπίδας.
Επιπλέον και κυρίως, «πέραν πάσης λογικής», με την πανίσχυρη ωστόσο λογική της αγάπης, οι γραμμές της μικρής κόρης και του γηραιού πατέρα συγκλίνουν ένθεν και ένθεν του θανάτου, εντός του αφηγηματικού χώρου. Οι δύο αυτοί, διά της αθωότητας ή διά της αποδοχής της βλασφημίας, καταλήγουν –πέρα από τον θάνατο, πέρα από τη διαφορά του φύλου και της ηλικίας– να μοιραστούν το ίδιο όραμα: την ένωση των δύο παραλλήλων. Η ενάρετη ελευθερία τους πραγματώνεται έτσι εντός του θαυμαστού τόπου, του Ου-τόπου της λογοτεχνίας!
Δεν είναι επίσης τυχαίο το ότι η ολιγογράμματη μπακάλισσα Αυγούστα διαβάζει ευλαβικά, χωρίς καλά καλά να την καταλαβαίνει, την επιγραφή του στωικού Επίκτητου, κατεξοχήν στοχαστή της ελεύθερης προαίρεσης: μια επιγραφή που κοσμεί την κορυφή της σκάλας στο παρθεναγωγείο του Κάλβου: «Μάθε πρώτα τι σημαίνει αυτό που λες, κι ύστερα μίλα».
Δεν είναι τυχαίο το ότι η Πηνελόπη, με τ’ όνομα, η αφηγήτρια του «Εσώκλειστου» –εκείνη που κηδεύει τη σχέση της με τον επισκέπτη της, ενώ βάζει ταυτόχρονα τον Ρωμαίο ήρωά της, τον Γάιο Σύλλα, να αυτοκτονήσει– διερωτάται: «Υπάρχει; Κι αν ναι, ποιος είναι άραγε ο γενναίος τρόπος για να πεθάνει κανείς;»
Δεν είναι προφανώς τυχαίο το ότι η Νίκη Χατζηδημητρίου επικαλείται τον Κάλβο, τον ρομαντικό και ταυτόχρονα μαθηματικό, τον άπελπι και ταυτόχρονα σχολαστικό λατινιστή. Ούτε το ότι ο Κάλβος είναι αυτός που προτρέπει στην υπέρ πίστεως και πατρίδος αυτοθυσία, με επιβράβευση την αθανασία, ενώ ο ίδιος, στην Τρίτη Ωδή του, την «Εις Θάνατον» –όπου σκηνοθετεί τη μεταθανάτια απεύθυνση μιας μάνας προς τον γιο της– αναγνωρίζει το μάταιο της ζωής και το αναπότρεπτα επιθυμητό του θανάτου:
Ναι, κόπος ανυπόφερτος
είναι η ζωή· η ελπίδες,
οι φόβοι, και του κόσμου
η χαραί και το μέλι σας βασανίζουν
Εδώ ημείς οι νεκροί
παντοτινήν ειρήνην
απολαύσαμεν, άφοβοι,
άλυποι, δίχως όνειρα έχομεν ύπνον
Σεις οι δειλοί αχνύζετε
όταν τις ψιθυρίση
τ’ όνομα του θανάτου
αλλ’ άφευκτος ο θάνατος
άφευκτος είναι.
επιτρέποντας μολαταύτα το απειροελάχιστο φέγγος, το «υποφώς» της (άλογης, εξού και εύλογης) ελπίδας:
Αλλά το φέγγος χάνεται
της σελήνης· σε αφήνω·
πάλιν θέλω σε ειδείν
ότε η ζωή σου λείψει, και τότε μόνον.
Τούτο το τάνυσμα, ο μετεωρισμός, ο δισταγμός, τούτη η ταλάντωση του εκκρεμούς μεταξύ στωικής αποδοχής και εξεγερμένης άρνησης, πίστης και αμφισβήτησης, χριστιανικής εγκαρτέρησης και προχριστιανικής επιλογής της ηρωικής αυτοκτονίας, ντετερμινιστικής καθυπόταξης στο προδιαγεγραμμένο και ελεύθερης απόταξης του μοιραίου, ορθολογικής εξήγησης και καταφυγής στο άλογο, είναι γνωστά και μυριάδες φορές ειπωμένα. Η περί θανάτου ρητορεία είναι κεκορεσμένη, έως και στομωμένη, όπως επίσης και η περί έρωτος που τη συνοδεύει καταπόδας.
Αυτό όμως που καθιστά τον χατζηδημητριακό λόγο τόσο αποτελεσματικό είναι η μυθοπλαστική επόπτευση του θέματός στη διαχρονία του, και αυτό που τον καθιστά σπαρακτικά εύγλωττο είναι το αρμόζον, το εφ-αρμόζον (με τη συνεκτικότερη έννοια του όρου) ύφος της. Η ιδιάζουσα ποιητική της. Η ιμπρεσιονιστική, μετεωριζόμενη γραφή της: η πληθώρα, φέρ’ ειπείν, των ονοματικών φράσεών της, που προβάλλουν το αισθάνεσθαι ή το δι-αισθάνεσθαι έναντι του πράττειν: «Τα πρόσωπά τους εκ καθήκοντος πέτρινα» ή «Πάλλευκο το μάρμαρο και πάνω του αθώοι άγγελοι και σκοτεινοί στρατηλάτες, πτέρυγες και ξίφη προτεταμένα σε φόβο πιστών και απίστων». Η συστηματική πρόταξη επιθέτων και επιρρημάτων: «Δύσκολο ήταν να πει τι» ή «Λακωνικός υπήρξε ο Θεμίστιος», ή ακόμα: «Γερμένο το κεφάλι της λοξά και λευκή γάζα χυνόταν από το καπέλο…», ή επίσης «Καθόλου, βεβαίως, κάτι τέτοιο δεν είχε συμβεί». Η υπαλλαγή, που βυθίζει τη γραφή σε ένα ονειρικό φλου: «απαρηγόρητα γεγονότα», «μελαγχολικό κρασί», «άφησε πίσω λακκούβες οπλές», «αδιάφανος ο ήχος της πορσελάνης».
Η Νίκη Χατζηδημητρίου οργανώνει μεθοδικά τον ωσμωτικό συγκερασμό συγκεκριμένου και αφηρημένου, έμψυχου και άψυχου, έναν συγκερασμό που καταργεί τις ρεαλιστικές οριοθετήσεις μεταξύ της ύλης και της μη-ύλης, ή επίσης του εδώ και του επέκεινα. Όπως στο θαυμαστό: «Τα υπερήφανα και από χοντρό μετάξι λάβαρα του σουλτάνου, αποκαμωμένα από την ασταμάτητη βροχή, κρέμονταν ανήμπορα στα πενιχρά φυλάκια», ή επίσης στο «η χημική ένωση αποδείχτηκε πολύτιμη γιατί ήταν πολεμοχαρής», ή ακόμα στο «ήθελε να περπατήσει τη συγκίνηση και τη σκέψη του», ή «τα μαντήλια μερικών σε λευκή ανακωχή» ή ακόμα η «μυρωδιά της μαγειρικής των αναμνήσεων».
Και βέβαια, η πλέον χαρακτηριστική και νοηματοδοτημένη υφολογική ιδιαιτερότητα, εμπνευσμένη ίσως κι αυτή από τον Κάλβο, είναι η συστηματική και χρήση της άνω τελείας, η οποία χωρίζει, σημασιολογικά και ρυθμικά, δύο ή περισσότερα ημιαυτόνομα συντάγματα, που πλέουν σε ένα ονειρικό κενό αναπόλησης και αναμενόμενης ευκταίας πλησμονής: «Έμεινε έτσι για αρκετή ώρα ν’ ακούει την καθησυχαστική ερωταπόκριση[·] του αέρα απ’ το βάλτο έξω και της φωτιάς στην εστία μέσα».
Διαβάζω, ολοκληρώνοντας, ένα αγαπημένο μου απόσπασμα, που συμπυκνώνει αυτή την ποιητικά νοήμονα λειτουργικότητα της γραφής:
Ο κεντρικός ήρωας του τελευταίου διηγήματος, με τον παρηχητικά εύγλωττο τίτλο: «Ο άγνωστος νόστος του Δανιήλ Φαρμάκη» έρχεται να εγκατασταθεί στην «Αθηνών πολίχνη», ύστερα από πολύχρονη επιχειρηματική δραστηριότητα στη Δυτική και Ανατολική Ευρώπη:
Μέχρι τότε είχε μόνο ακούσει για την αρχαία και ένδοξη –πόσο αρχαία και πόσο ένδοξη εντούτοις δεν ήξερε– πόλη της Αθηνάς Παρθένου. Παιδικό δέος δε κατείχε το νου του στη σκέψη της θεάς και της πόλης της.
Γιατί του ’μοιαζε σαν απειλή του θανάτου:
η αιγίδα της να γεννά κάτι αγάλματα από σοφό μάρμαρο·
που όμως μετά πεθαίνουν·
να, σαν τη μητέρα του που γέννησε το μωρό που πέθανε·
κι εκείνον τον είχαν διώξει να μη βλέπει·
αιγίδα θλίψης στο μάρμαρο μέτωπο της Καλλιρόης.
Στον διακριτικά υποφωτισμένο κόσμο της Νίκης Χατζηδημητρίου είναι φωτεινά διακριτή η υψηλή αρετή της τέχνης της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου