Λοιπόν! Πάμε με Ντίλαν। Μπομπ Ντίλαν। Η προσφορά του Τροβαδούρου είναι τεράστια, και η εκφραστική ισχύς του δεν έπαψε ποτέ να μας συγκλονίζει। Η σημερινή ανάρτηση είναι ένα τρίπτυχο, αποτελούμενο από μία συνομιλία μου με τον Κώστα Αγοραστό που δημοσιεύτηκε στο πιο πρόσφατο τεύχος του περιοδικού «Δίφωνο», από ένα έξοχο κείμενο του φίλου απ’ τα παλιά, απ’ τα πολύ παλιά, του ανοξείδωτου δανδή Θοδωρή Μανίκα, και από μια καταγραφή του ταξιδιού μου στο Παρίσι, τον Απρίλιο, όπου παρακολούθησα μια συναυλία του Μπομπ. Ελπίζω να είναι χορταστικά αναγνώσματα για τους φίλους του “La Vie est Belle, et Facile”.
Συνομιλία
Πότε και πώς έγινε η πρώτη επαφή με τη μουσική του Dylan;
Ήταν στα μέσα της δεκαετίας του 1970, στον Βόλο, σε ένα θαυμάσιο παλιό ξύλινο πικάπ. Δέσποζαν τότε τα λεγόμενα συγκροτήματα-δεινόσαυροι, οι Genesis, οι Yes, οι Jethro Tull, και άρχιζε να σκιρτάει εκρηκτικά το punk. Τυχαία, και έχοντας διαβάσει για τον Dylan, έπεσε στα χέρια μου το “Desire”. Με σημάδεψε. Όπως και όλη την παρέα. Ήταν σαν έρωτας. Και σαν έρωτας που είναι ακαριαίος και αιώνιος.
Ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να προσεγγίσει κανείς τον Dylan; Ντοκυμαντέρ, ταινίες μυθοπλασίας, συναυλίες, βιογραφίες;
Η μουσική του. Αυτό το συναρπαστικό, αρραγές σύνολο μελωδίας, στίχων, φωνής. Ιδιοφυίες σαν τον Dylan, ή τον Phil Spector, άλλαξαν μια για πάντα όλο το τοπίο της μουσικής. Τα τραγούδια του, σχεδόν όλα, είναι σαν κεραυνοί σε slow motion. Ο Dylan άντλησε από την παράδοση για να προχωρήσει σε καινοτομίες που κάνουν το αίμα να κυλάει πιο γρήγορα στις φλέβες. Και βέβαια, είναι πολύτιμες οι ταινίες που έχουν γίνει για τον Τροβαδούρο, ιδίως αυτές του Martin Scorsese και το “Don’t Look Back” και του D. A. Pennebaker, ένα συγκλονιστικό ασπρόμαυρο ντοκιμαντέρ που ήταν εξαφανισμένο και που κυκλοφόρησε πρόσφατα σε υπέροχη deluxe έκδοση.
Ο «ερωτικός» Dylan της δεκαετίας του ’60 επισκιάστηκε από την επαναστατική του περσόνα;
Ο Dylan ποτέ δεν επέμεινε σε κάποια «επαναστατική περσόνα». Έγραψε τραγούδια που εξέφραζαν την εποχή του, και πρωτίστως τον ίδιο και το πώς δεχόταν δονήσεις από τα όσα διαδραματίζονταν γύρω του. Είτε επρόκειτο για ένα όμορφο κορίτσι, είτε για έναν μέθυσο στο δρόμο, είτε για μια πολιτική διαμαρτυρία, ο Dylan αντλούσε ομορφιά και έπλαθε ομορφιά και μας δώριζε ομορφιά. Τραχιά και σκληρή και δριμεία ενίοτε, αλλά πάντα ομορφιά. Εξάλλου, αποτελεί κοινοτοπία πια ότι κάθε σημαντική χειρονομία στην Τέχνη είναι εκ των πραγμάτων επαναστατική. Και ο έρωτας, όπως εκφράζεται από δημιουργούς όπως ο Dylan, είναι επαναστατικός.
Πότε ξεκινήσατε να μεταφράζετε τους στίχους του Dylan; Μεταφράσεις «με καρδιά από φλόγα και μυαλό από πάγο»;
Άρχισα τον Μάρτιο του 2006. Το οφείλω στη φίλη μου Σώτη Τριανταφύλλου, η οποία με πρότεινε ως μεταφραστή στις εκδόσεις Ιανός, και επίσης το οφείλω στον εκδότη Νίκο Καρατζά που μου εμπιστεύθηκε αυτό το έργο. Και πράγματι δούλεψα «με καρδιά από φλόγα και μυαλό από πάγο», όπως έλεγε ο Καζιμίρ Μάλεβιτς, στην προσπάθειά μου να μείνω πιστός στο πνεύμα του Dylan και συνάμα να παίξω με ρίμες και με ρυθμούς, αντλώντας από τον πλούτο της ελληνικής γλώσσας.
Ποια η ανάγκη να καταπιαστείτε με το έργο της μετάφρασης των στίχων του Dylan; με το τέλος της εργασίας πόσο καλά διαπιστώσατε ότι γνωρίζατε τον Dylan πριν;
Όταν ο Νίκος Καρατζάς είχε τη γενναιοψυχία να μου εμπιστευθεί τη μετάφραση, σκέφτηκα με σκακιστική ψυχραιμία πώς να βρω τρόπους αποδώσω τους άμεσους και συνάμα πολυκύμαντους στίχους του Dylan, που είναι ποιήματα υψηλής τεχνικής και ευαισθησίας. Θέλησα να μιμηθώ την τελειομανία του και να εργαστώ εστιάζοντας και στην παραμικρή λεπτομέρεια. Περιττό να πω ότι όλους εκείνους τους κουραστικούς αλλά συναρπαστικούς μήνες της εργασίας μου άκουγα μανιωδώς τα Άπαντα του Τροβαδούρου. Τελειώνοντας τον Πρώτο Τόμο, και τώρα που καταπιάνομαι με τη μετάφραση του Δεύτερου, αισθάνομαι ότι τον ξέρω καλά τον Dylan και με γοητεύει να παίζω με τα αινίγματα και τους γρίφους του, όσο και με την αμεσότητά του. Γιατί και ο Dylan έτσι παίζει, είναι αινιγματικός και την ίδια στιγμή απόλυτα άμεσος.
Μια πεντάδα δίσκων, κομματιών και διασκευών του Dylan...
Κάθε φορά και άλλη πεντάδα. Ανάλογα με τη διάθεση. Και με την παρέα. Τούτες τις μέρες ακούω ξανά και ξανά το “Blind Willie McTell”, το “Knockin’ on Heaven’s Door”, το “Lay Lady Lay”, το “Ballad of a Thin Man”, και όπως πάντα το “Like a Rolling Stone”. Οι αγαπημένοι μου δίσκοι του είναι οι “Highway 61 Revisited”, “Blonde on Blonde”, “The Basement Tapes”, “Blood on the Tracks” και “Time out of Mind”. Ξεχωρίζω την απρόσμενη μπαρόκ διασκευή του “Knockin’ on Heaven’s Door” από τους θεόμουρλους Leningrand Cowboys, και μετέπειτα από τον μακαρίτη μάγκα Warren Zevon, την θαρραλέα εκδοχή του “Hurricane” από την Ani DiFranco, με ξετρελαίνουν οι Waterboys όταν λένε το “Girl from the North Country”, και φυσικά θαυμάζω τη βελούδινη φωνή του «Βασιλιά» Elvis όταν αποδίδει άψογα το “Tomorrow is a Long Time”.
Ο Πλάτων, ο Σαίξπηρ και ο Μπομπ Ντίλαν
Ήταν στα μέσα της δεκαετίας του 1970, στον Βόλο, σε ένα θαυμάσιο παλιό ξύλινο πικάπ. Δέσποζαν τότε τα λεγόμενα συγκροτήματα-δεινόσαυροι, οι Genesis, οι Yes, οι Jethro Tull, και άρχιζε να σκιρτάει εκρηκτικά το punk. Τυχαία, και έχοντας διαβάσει για τον Dylan, έπεσε στα χέρια μου το “Desire”. Με σημάδεψε. Όπως και όλη την παρέα. Ήταν σαν έρωτας. Και σαν έρωτας που είναι ακαριαίος και αιώνιος.
Ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να προσεγγίσει κανείς τον Dylan; Ντοκυμαντέρ, ταινίες μυθοπλασίας, συναυλίες, βιογραφίες;
Η μουσική του. Αυτό το συναρπαστικό, αρραγές σύνολο μελωδίας, στίχων, φωνής. Ιδιοφυίες σαν τον Dylan, ή τον Phil Spector, άλλαξαν μια για πάντα όλο το τοπίο της μουσικής. Τα τραγούδια του, σχεδόν όλα, είναι σαν κεραυνοί σε slow motion. Ο Dylan άντλησε από την παράδοση για να προχωρήσει σε καινοτομίες που κάνουν το αίμα να κυλάει πιο γρήγορα στις φλέβες. Και βέβαια, είναι πολύτιμες οι ταινίες που έχουν γίνει για τον Τροβαδούρο, ιδίως αυτές του Martin Scorsese και το “Don’t Look Back” και του D. A. Pennebaker, ένα συγκλονιστικό ασπρόμαυρο ντοκιμαντέρ που ήταν εξαφανισμένο και που κυκλοφόρησε πρόσφατα σε υπέροχη deluxe έκδοση.
Ο «ερωτικός» Dylan της δεκαετίας του ’60 επισκιάστηκε από την επαναστατική του περσόνα;
Ο Dylan ποτέ δεν επέμεινε σε κάποια «επαναστατική περσόνα». Έγραψε τραγούδια που εξέφραζαν την εποχή του, και πρωτίστως τον ίδιο και το πώς δεχόταν δονήσεις από τα όσα διαδραματίζονταν γύρω του. Είτε επρόκειτο για ένα όμορφο κορίτσι, είτε για έναν μέθυσο στο δρόμο, είτε για μια πολιτική διαμαρτυρία, ο Dylan αντλούσε ομορφιά και έπλαθε ομορφιά και μας δώριζε ομορφιά. Τραχιά και σκληρή και δριμεία ενίοτε, αλλά πάντα ομορφιά. Εξάλλου, αποτελεί κοινοτοπία πια ότι κάθε σημαντική χειρονομία στην Τέχνη είναι εκ των πραγμάτων επαναστατική. Και ο έρωτας, όπως εκφράζεται από δημιουργούς όπως ο Dylan, είναι επαναστατικός.
Πότε ξεκινήσατε να μεταφράζετε τους στίχους του Dylan; Μεταφράσεις «με καρδιά από φλόγα και μυαλό από πάγο»;
Άρχισα τον Μάρτιο του 2006. Το οφείλω στη φίλη μου Σώτη Τριανταφύλλου, η οποία με πρότεινε ως μεταφραστή στις εκδόσεις Ιανός, και επίσης το οφείλω στον εκδότη Νίκο Καρατζά που μου εμπιστεύθηκε αυτό το έργο. Και πράγματι δούλεψα «με καρδιά από φλόγα και μυαλό από πάγο», όπως έλεγε ο Καζιμίρ Μάλεβιτς, στην προσπάθειά μου να μείνω πιστός στο πνεύμα του Dylan και συνάμα να παίξω με ρίμες και με ρυθμούς, αντλώντας από τον πλούτο της ελληνικής γλώσσας.
Ποια η ανάγκη να καταπιαστείτε με το έργο της μετάφρασης των στίχων του Dylan; με το τέλος της εργασίας πόσο καλά διαπιστώσατε ότι γνωρίζατε τον Dylan πριν;
Όταν ο Νίκος Καρατζάς είχε τη γενναιοψυχία να μου εμπιστευθεί τη μετάφραση, σκέφτηκα με σκακιστική ψυχραιμία πώς να βρω τρόπους αποδώσω τους άμεσους και συνάμα πολυκύμαντους στίχους του Dylan, που είναι ποιήματα υψηλής τεχνικής και ευαισθησίας. Θέλησα να μιμηθώ την τελειομανία του και να εργαστώ εστιάζοντας και στην παραμικρή λεπτομέρεια. Περιττό να πω ότι όλους εκείνους τους κουραστικούς αλλά συναρπαστικούς μήνες της εργασίας μου άκουγα μανιωδώς τα Άπαντα του Τροβαδούρου. Τελειώνοντας τον Πρώτο Τόμο, και τώρα που καταπιάνομαι με τη μετάφραση του Δεύτερου, αισθάνομαι ότι τον ξέρω καλά τον Dylan και με γοητεύει να παίζω με τα αινίγματα και τους γρίφους του, όσο και με την αμεσότητά του. Γιατί και ο Dylan έτσι παίζει, είναι αινιγματικός και την ίδια στιγμή απόλυτα άμεσος.
Μια πεντάδα δίσκων, κομματιών και διασκευών του Dylan...
Κάθε φορά και άλλη πεντάδα. Ανάλογα με τη διάθεση. Και με την παρέα. Τούτες τις μέρες ακούω ξανά και ξανά το “Blind Willie McTell”, το “Knockin’ on Heaven’s Door”, το “Lay Lady Lay”, το “Ballad of a Thin Man”, και όπως πάντα το “Like a Rolling Stone”. Οι αγαπημένοι μου δίσκοι του είναι οι “Highway 61 Revisited”, “Blonde on Blonde”, “The Basement Tapes”, “Blood on the Tracks” και “Time out of Mind”. Ξεχωρίζω την απρόσμενη μπαρόκ διασκευή του “Knockin’ on Heaven’s Door” από τους θεόμουρλους Leningrand Cowboys, και μετέπειτα από τον μακαρίτη μάγκα Warren Zevon, την θαρραλέα εκδοχή του “Hurricane” από την Ani DiFranco, με ξετρελαίνουν οι Waterboys όταν λένε το “Girl from the North Country”, και φυσικά θαυμάζω τη βελούδινη φωνή του «Βασιλιά» Elvis όταν αποδίδει άψογα το “Tomorrow is a Long Time”.
Ο Πλάτων, ο Σαίξπηρ και ο Μπομπ Ντίλαν
Είκοσι πέντε χρόνια πριν, ένα χειμωνιάτικο βράδυ, μερικοί σκηνοθέτες, γραφίστες, ζωγράφοι, συν κάτι περίεργες, με... πέταξαν έξω από ένα σπίτι στου Παπάγου, γιατί συζητώντας με την μποέμ παρέα, διατύπωσα την άποψη πως ο Μπομπ Ντίλαν είναι κάτι που πρέπει να κρίνεται εκτός τέχνης, είναι κάτι σαν τον Πλάτωνα! Σήμερα που καθολικώς αναγνωρίζεται ότι ο Ντίλαν είναι τουλάχιστον κάτι σαν τον... Σαίξπηρ (εφ। The Times, 15 Σεπτ। 2007), έχω να σου πω κάτι εξίσου σοβαρό, που με πρωτοαπασχόλησε πριν από 35 χρόνια και που έμαθα να ζω μαζί του τα τελευταία 15: όπως ακριβώς συμβαίνει και με τον Σαίξπηρ, τον Πλάτωνα και όλους τους κλασικούς, δεν υπάρχει τρόπος να προσμετρήσεις το μεγαλείο του Ντίλαν, αν δεν ιχνηλατήσεις και δεν αποκτήσεις πρόσβαση, στο ΟΛΟΝ του έργο του, του βίου του, ακόμη και των όσων σκέφθηκε, αλλά δεν πραγματοποίησε!
Σε άλλες περιπτώσεις αυτό είναι εύκολο। Σε κάποιες είναι δύσκολο. Και αυτή ίσως είναι μια καλή διαχωριστική γραμμή για το τι ξεχωρίζει τον σπουδαίο από τον κλασικό, τον π.χ. Βαν Μόριζον από τον Μπομπ Ντίλαν.
Ας το πάρουμε απόφαση, λοιπόν! Είναι πολύ αργά για οποιονδήποτε να αναζητήσει το ολικό αποτύπωμα αυτής της γιγαντιαίας προσωπικότητας.
Η διαδρομή είναι πια πολύ μεγάλη για να την ανιχνεύσεις αποτελεσματικά και, το κυριότερο, είναι ακόμη ανοιχτή, απλώνεται αχανής κάθε στιγμή, ερήμην όλων μας, όχι όμως και του Ντίλαν, ο οποίος, χρόνια τώρα ενσυνειδήτως αποπέμπει τον μύθο του, τον πετά σαν μπαλάκι μακριά και τον βλέπει να επιστρέφει πίσω, κάθε φορά μεγαλύτερος!
Αυτό το έχει καταφέρει μόνο ένας ακόμη, ο Ελβις, αλλά κανείς δεν τα κατάφερε για τόσον πολύ καιρό, παραμένοντας εν ζωή, έχοντας απλωμένο μπροστά του ένα απέραντο και απροσδιόριστο μέλλον στα 66 χρόνια του και κρατώντας το καλλιτεχνικό του εκτόπισμα στο επίπεδο του Νο1 επί σχεδόν μισό αιώνα αδιαλείπτως!
Και έτσι, τα Οσκαρ, τα Γκράμι, οι χρυσοί και οι πλατινένιοι δίσκοι, οι κορυφές των τσαρτ, οι αδιάκοπες τουρνέ και τα δεκάδες παράπλευρα project, τα παράσημα, οι «μεταμφιέσεις», τα ραδιοφωνικά «κρησφύγετα», οι διακρίσεις, τα βιβλία, τα dvd, οι εκθέσεις, οι διασκευές παλιών τραγουδιών, τα άρθρα στον Τύπο, οι κινηματογραφικές ταινίες και ακόμη περισσότερα νέα τραγούδια, έρχονται καθημερινά να επαναπροσδιορίσουν και να μεγιστοποιήσουν περισσότερο το αποτύπωμα του Ντίλαν, που όσο κι αν εσύ το ανιχνεύεις προς τα πίσω, πάλι σου ξεφεύγει!
Για να τελειώνουμε! Ισως είναι καλύτερα να αφήσουμε τα πράγματα ως έχουν, να αποδεχθούμε τον Ντίλαν ως κάτι που ποτέ δεν θα κατανοήσουμε συνολικώς και, αν θέλουμε να κεντράρουμε κάπου την περίπτωσή του (πριν ο ίδιος μας ξεφύγει πάλι), είναι καλύτερα να κλείσουμε τα μάτια και να «κοιτάξουμε» 200 χρόνια μετά, στο 2207, όταν κανείς δεν θα θυμάται τον Πικάσο και τον Κάφκα, π.χ., ενώ όλοι θα μιλάνε για τον Μπομπ Ντίλαν! (Οπως και για τον Σαίξπηρ, όπως και για τον Πλάτωνα...).
Ασταμάτητος!
Τα 45 άλμπουμ που ηχογράφησε εδώ και 45 χρόνια περιέχουν ένα καλό στοκ από επιχειρήματα γύρω από τον Ντίλαν, τον προσδιορίζουν, κατά περίπτωση, σαν φολκ, ροκ, κάντρι ή μπλουζ τροβαδούρο, σαν επαναστάτη, σαν αμφισβητία, σαν αναχωρητή, διαλογιστή, ποιητή, ακτιβιστή, εραστή ή φευγάτο αλήτη, σαν φωνή μιας γενιάς, δυο γενιών, πολλών γενιών, σαν ό,τι θέλει ο καθένας! Η ταχύτητα με την οποία το πέτυχε αυτό είναι αξιοθαύμαστη! άρχισε την καριέρα του 21 χρονών και, μέχρι τα 26, είχε ήδη αναποδογυρίσει τον κόσμο τρεις ευδιάκριτες φορές, αφήνοντας κάθε φορά πίσω του τους άλλους να τρέχουν να προλάβουν τα νέα δεδομένα και ξεκαθαρίζοντας εγκαίρως πως ο Ρόμπερτ Ζίμερμαν δεν δημιούργησε τον Μπομπ Ντίλαν για να κρυφτεί, αλλά για να απελευθερώσει το μεγαλείο του, που, όπως όλοι οι πεφωτισμένοι, το γνώριζε παιδιόθεν!
Αυτό το μεγαλείο, συνεχώς παρόν, προσπαθούν να καταδείξουν όλο και περισσότερες κυκλοφορίες, άλλες σε cd, άλλες σε dvd, βιβλία, ταινίες, σε οιανδήποτε μορφή και σε αδιάκοπους ρυθμούς. Πάντοτε το περιεχόμενο είναι υψηλού επιπέδου, πάντοτε η εικόνα δεν είναι πλήρης, πάντοτε είσαι έτοιμος για κάτι ακόμη, που πρόθυμα απορροφάς μόλις εμφανισθεί.
47 τραγούδια του περιέχει το τριπλό cd, με τον τίτλο «Dylan», (κυκλοφορεί και περιληπτική βερσιόν με ένα cd 18 τραγουδιών), που θα μπορούσες εύκολα να πεις ότι τα λένε όλα για την καριέρα του, αλλά και ότι λένε ελάχιστα. Δεν λένε, ας πούμε, όσα θα έλεγαν 47 διαφορετικά τραγούδια του Ντίλαν, στη θέση τους! Δεν διαβάζεις πουθενά στο (ούτως ή άλλως γεμάτο πληροφορίες) βιβλιαράκι ότι αυτοί που παίζουν με τον Ντίλαν, εδώ και χρόνια, ακούν σε ονόματα όπως: Mάικλ Μπλούμφιλντ, Ρον Γουντ, Grateful Dead, Μαρκ Νόπφλερ, The Band, Τομ Πέτι & Heartbreakers, Σλάι και Ρόμπι, Τζόνι Κας και δεκάδες ακόμη που συνιστούν ένα εκλεκτικό παλμαρέ συνεργασιών, χωρίς προηγούμενο!
Για να μην το κουράζω, τέτοιες λεπτομέρειες και τέτοια ερωτήματα (θα) ξεπροβάλλουν πάντοτε όποτε αυτή η προσωπικότητα βρίσκεται μπροστά μας, είτε μέσα από ανθολογίες σαν το «πλούσιο» τριπλό cd είτε μέσα από μεμονωμένες στιγμές του, όπως αυτές που καταγράφονται στο dvd που σκηνοθέτησε ο Mάρεϊ Λέρνερ, όπου υπό τον τίτλο «The other side of the Mirror» καταγράφονται στιγμιότυπα από τις «μυθικές» εμφανίσεις του στα φεστιβάλ Newport του ’63, ’64 και ’65 και καταγράφεται επίσης και μία από τις σημαντικές «μετενσαρκώσεις» του, που πάντοτε έδειχναν τον δρόμο στους άλλους: από ηγέτης του φολκ τραγουδιού διαμαρτυρίας, σε εξηλεκτρισμένο εναργή ρόκερ!
Στα 80 λεπτά που διαρκεί νομίζεις ότι τα έχεις δει όλα σχετικώς με τη σημαντικότερη στιγμή της ροκ ιστορίας! Αμ δε! Ακούς, μετά, τα τρία cd του «Dylan» και ανακαλύπτεις πως αυτή η «σημαντικότερη» στιγμή είναι μία υποσημείωση στην ευρύτερη διαδρομή του. Αρχίζεις, μετά, ν’ ακούς παλαιότερους δίσκους και ανακαλύπτεις πως και τα τραγούδια των τριών cd είναι μία ακόμη υποσημείωση…
Στο μεταξύ, μια καινούργια ταινία, με τίτλο «I’m not there», τον προσεγγίζει δημιουργώντας νέο θόρυβο, ένα διπλό cd με διασκευές τραγουδιών του από νεότερους σού θυμίζει πως οι «μετατροπές» τραγουδιών του από τρίτους θα πρέπει να αθροίζουν καμιά τριακοσαριά δίσκους ακόμη που ποτέ δεν θα προλάβεις ν’ ακούσεις, ο ίδιος μπαίνει στο στούντιο με νέα τραγούδια, μην αφήνοντας και πάλι την ιστορία του να κεντράρει…
Τι ωραία που περνάμε έχοντας σύγχρονό μας τον Μπομπ Ντίλαν!
Βρε, Πώς Αλλάζουν οι Καιροί!
Αδημονούσα, δεν είχα μυαλό για τίποτε άλλο, στο αεροπλάνο άκουγα, ξανά και ξανά, τα τραγούδια του, που με γαλούχησαν, ενώ από την Κυριακή το μεσημέρι, στις 22 Απριλίου, που έφτασα στο Παρίσι έως τη Δευτέρα το βράδυ, ανήμερα της ονομαστικής μου εορτής, που ήταν η συναυλία, φρόντιζα να σκοτώνω την ώρα μου με πολύωρες περιπλανήσεις στο Καρτιέ Λατέν και με ιρλανδέζικα ουίσκι στο Irish Pub, κοντά στην Πον Νεφ.
Και ήρθε η στιγμή. Ύστερα από ένα βασανιστικό μποτιλιάρισμα, το ταξί με αφήνει φτωχότερον κατά 25 ευρώ, αλλά πανευτυχή, έξω από το στάδιο Bercy, στη δεξιά όχθη του Σηκουάνα, κοντά στην καινούργια Εθνική Βιβλιοθήκη. Δυο ώρες μετά, μεγάλο μέρος της ευτυχίας μου είχε εξανεμιστεί. Με δυο λόγια, ήταν η πιο πολυαναμενόμενη από τις εκατοντάδες συναυλίες που έχω απολαύσει και – τι κρίμα – η… χειρότερη!
Με είχαν ζώσει τα φίδια ήδη, μιας και δεν είχα δει σε ακτίνα πολλών χιλιομέτρων και σε συνοικίες που πάλλονται από ζωή ούτε ίχνος αφίσας ή φέιγ-βολάν για την εμφάνιση του Τροβαδούρου στην Πόλη του Φωτός. Στηνόμαστε σε μια εκνευριστικά αξιοπρεπή και πειθήνια ουρά, η αφεντιά μου και η Σώτη Τριανταφύλλου, η οποία μου λέει ότι η συναυλία γίνεται υπό την αιγίδα του ραδιοσταθμού «Nostalgie» που παίζει… ρετρό, και ότι όσοι Παριζιάνοι φίλοι μάθαιναν ότι θα πάμε ν’ ακούσουμε τον Μπομπ Ντύλαν αντιδρούσαν με ένα περιφρονητικό, «Καλέ, ζει ακόμη αυτός;» Μου λέει επίσης ότι η υποδοχή του «Modern Times», που στην Ελλάδα ήταν θριαμβευτική, στη Γαλλία ήταν χλιαρότατη.
Μπαίνουμε στο στάδιο λίγα λεπτά μετά τις οχτώμισι, και ο Ντύλαν ήδη τραγουδάει το πρώτο κομμάτι. Διαβολεμένη συνέπεια! Εμφανίζεται μια… ταξιθέτρια με μπλε στολή και φακουδάκι και μας οδηγεί στις θέσεις μας, παρακαλώ. Πάνω από 10000 άνθρωποι οδηγήθηκαν τοιουτοτρόπως σε αυστηρά αριθμημένες θέσεις. Φυσικά, αποποιούμεθα του δικαιώματος να δούμε… καθιστοί τον Τροβαδούρο, πάμε πίσω απ’ όλο τον κόσμο, τεντώνουμε τ’ αυτιά μας και αρχίζουμε να λικνιζόμαστε με τους ρυθμούς του Μπομπ και της εκπληκτικής πενταμελούς μπάντας του. Σε λίγο, η Σώτη χορεύει τρελά, εγώ χοροπηδάω, τραγουδάμε αμφότεροι με τη φωνή μας όλη το «Highway 61», το «Knockin’ on Heaven’s Door», και τα άλλα αριστουργήματα που σημάδεψαν το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, ώσπου δεχόμαστε έναν καταιγισμό από ενοχλημένα βλέμματα και παρατηρήσεις, για να συνειδητοποιήσουμε έτσι ότι είμαστε εκεί μέσα οι μόνοι –και κυριολεκτώ! – που φέρονται όπως αρμόζει σε μία ροκ συναυλία, και δη ενός Βραχνού Προφήτη όπως ο Ντύλαν. Λέμε, δεν μπορεί, θα ζεσταθεί ο κόσμος, πλην όμως επικρατεί ησυχία, τάξη και ασφάλεια, δεν καπνίζει τίποτα και κανείς, δεν πίνει τίποτα και κανείς, όλοι μοιάζουν με στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα.
Ο Ντύλαν και οι πέντε μουσικαράδες του τα δίνουν όλα. Ο Ντύλαν είναι η μεγαλύτερη φωνή σε όλο τον πλανήτη. Ο Ντύλαν εξαπολύει τις βραχνές του προσευχές, ιερουργώντας με την κιθάρα, τη φυσαρμόνικα και, από ένα σημείο κι έπειτα, με τα πλήκτρα που τα παίζει με τρομερό κέφι, λες και είναι μέρος της ρυδμ σέξιον, αλλά ιερουργεί σε ένα φριχτό κενό. Ακούγονται, βεβαίως, χειροκροτήματα ανάμεσα στο ένα κομμάτι και το άλλο, αλλά ουδεμίαν σχέσιν έχουν με ένα μεγαλειώδες ροκ γεγονός, καθώς πιο πολύ θυμίζουν παλαμάκια ανάμεσα σε πράξεις της «Τραβιάτας», και μάλιστα δίχως τα «μπράβο!!!» και τα «εύγε!!!»
Πασχίζω να βγω από την αμηχανία που μου προκαλεί αυτό το ολέθρια ευσεβές κοινό, και να συγκεντρωθώ στα αριστουργήματα του Μπομπ, αλλά είναι αδύνατον. Ο μακαρίτης Χρήστος Βακαλόπουλος επέμενε, ορθά, ότι ροκ συναυλία σημαίνει καρδιές που παίρνουν φωτιά και πόδια του τρελαίνονται μες στους ρυθμούς. Κι ακόμα, σημαίνει άρωμα από ουίσκι και ευωδιά από απανωτά τσιγάρα. Ναι, πασχίζω να είμαι παρών σε μια συναυλία του Ντύλαν, στο Στάδιο Bercy, στο Παρίσι, αλλά το μυαλό μου καλπάζει στο λυτρωτικό πανδαιμόνιο συναυλιών όπως του Νικ Κέιβ στο Λυκαβηττό, εν έτει 1989, του Πουλικάκου στου Ζωγράφου, και της «Σπυριδούλας» στο Κολοσσαίον στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ή ακόμα και στο σαματά που ξεσηκώναμε, σώματι και ψυχή, σε αλησμόνητες κάμαρες στα Εξάρχεια, την Κυψέλη, το Κουκάκι και τα Πατήσια, με δυο ξεχαρβαλωμένες κιθάρες κι ένα φτηνό τρανζιστοράκι που έπαιζε θαύματα!
Ο Ντύλαν μεγαλουργεί, τραγουδάει με την πολυκύμαντη ρυτιδιασμένη του ψυχή, είναι η πεμπτουσία του ροκ τροβαδούρου, είναι ο μεγαλοφυής εικοσάχρονος Ρόμπερτ Ζίμερμαν που είχε το χάρισμα να συνθέσει αριστουργήματα προκειμένου να τα αποθεώσει ο εξηνταπεντάρης Μπομπ Ντύλαν, λες και είναι γραμμένα μόλις χθες ή ήσαν από αιώνες εκεί που ο κόσμος ταρακουνιέται για να εξιχνιάσουν τα μυστήρια του έρωτα, της θλίψης, του πάθους, της συγκίνησης. Η φωνή του Ντύλαν σήμερα βρίσκεται στο ζενίθ της εκφραστικότητάς της. Και οι 10000 παρόντες-απόντες στη συναυλία βρίσκονται, πλην της Σώτης και εμού, σημειωτέον δύο ανθρώπων που συμπληρώνουν οσονούπω την Πέμπτη δεκαετία της ζωής τους, στο ναδίρ αυτού που είθισται να είναι η συμμετοχή σε ένα τέτοιο γεγονός.
Παραφράζοντας το περιλάλητο «Η κόλαση είναι οι άλλοι» του Ζαν-Πολ Σαρτρ, ο ποιητής Δημήτρης Καλοκύρης έλεγε «Η κόλαση είναι οι… Γάλλοι». Διόλου δεν επιθυμώ να προσβάλλω έναν λαό που μας δώρισε πνεύματα αθάνατα, στοχαστές μεγίστου βεληνεκούς, ποιητές και μουσικούς που μας άλλαξαν τη ζωή, και κορυφαίους επαναστάτες, αλλά ως κοινό μιας ροκ συναυλίας, με απίστευτη ένταση και εκφραστικότητα απ’ τη μεριά του Ντύλαν, οι Γάλλοι ήσαν όντως…κόλαση, μια κόλαση πάντως με τους αμαρτωλούς εξόριστους, με τις φωτιές σβησμένες και τα καζάνια να είναι πιο παγερά κι από πλαστικά ταπεράκια.
Μου έμεινε, μολαταύτα, το γεγονός ότι είδα και άκουσα έναν αγέραστο και σπουδαίο Ντύλαν live, ναι, το περίφημο «Ήμουνα κι εγώ εκεί»~ ότι οι καιροί αλλάζουν ιλιγγιωδώς αλλά, ευτυχώς, όχι κι εμείς μαζί τους, και το ότι την περασμένη βραδιά, στο Irish Pub, και ενώ οι Γάλλοι ασχολούνταν με τα αποτελέσματα των εκλογών, καμιά δεκαπενταριά ωραίοι Ιρλανδοί και υπέροχες Ιρλανδέζες, συν ο παλιόφιλος Νίκος Σταυρόπουλος κι εγώ, ξετρελαθήκαμε δεόντως από τις μαύρες μπίρες, τα χρυσά ουίσκι, την μαγευτική θέα στον Σηκουάνα, κι έναν δίμετρο Αφροαμερικανό που, με την κιθάρα και την συνταρακτική φωνή του, έψελνε μπλουζ, ροκ και τζαζ μελωδίες!
Ας το πάρουμε απόφαση, λοιπόν! Είναι πολύ αργά για οποιονδήποτε να αναζητήσει το ολικό αποτύπωμα αυτής της γιγαντιαίας προσωπικότητας.
Η διαδρομή είναι πια πολύ μεγάλη για να την ανιχνεύσεις αποτελεσματικά και, το κυριότερο, είναι ακόμη ανοιχτή, απλώνεται αχανής κάθε στιγμή, ερήμην όλων μας, όχι όμως και του Ντίλαν, ο οποίος, χρόνια τώρα ενσυνειδήτως αποπέμπει τον μύθο του, τον πετά σαν μπαλάκι μακριά και τον βλέπει να επιστρέφει πίσω, κάθε φορά μεγαλύτερος!
Αυτό το έχει καταφέρει μόνο ένας ακόμη, ο Ελβις, αλλά κανείς δεν τα κατάφερε για τόσον πολύ καιρό, παραμένοντας εν ζωή, έχοντας απλωμένο μπροστά του ένα απέραντο και απροσδιόριστο μέλλον στα 66 χρόνια του και κρατώντας το καλλιτεχνικό του εκτόπισμα στο επίπεδο του Νο1 επί σχεδόν μισό αιώνα αδιαλείπτως!
Και έτσι, τα Οσκαρ, τα Γκράμι, οι χρυσοί και οι πλατινένιοι δίσκοι, οι κορυφές των τσαρτ, οι αδιάκοπες τουρνέ και τα δεκάδες παράπλευρα project, τα παράσημα, οι «μεταμφιέσεις», τα ραδιοφωνικά «κρησφύγετα», οι διακρίσεις, τα βιβλία, τα dvd, οι εκθέσεις, οι διασκευές παλιών τραγουδιών, τα άρθρα στον Τύπο, οι κινηματογραφικές ταινίες και ακόμη περισσότερα νέα τραγούδια, έρχονται καθημερινά να επαναπροσδιορίσουν και να μεγιστοποιήσουν περισσότερο το αποτύπωμα του Ντίλαν, που όσο κι αν εσύ το ανιχνεύεις προς τα πίσω, πάλι σου ξεφεύγει!
Για να τελειώνουμε! Ισως είναι καλύτερα να αφήσουμε τα πράγματα ως έχουν, να αποδεχθούμε τον Ντίλαν ως κάτι που ποτέ δεν θα κατανοήσουμε συνολικώς και, αν θέλουμε να κεντράρουμε κάπου την περίπτωσή του (πριν ο ίδιος μας ξεφύγει πάλι), είναι καλύτερα να κλείσουμε τα μάτια και να «κοιτάξουμε» 200 χρόνια μετά, στο 2207, όταν κανείς δεν θα θυμάται τον Πικάσο και τον Κάφκα, π.χ., ενώ όλοι θα μιλάνε για τον Μπομπ Ντίλαν! (Οπως και για τον Σαίξπηρ, όπως και για τον Πλάτωνα...).
Ασταμάτητος!
Τα 45 άλμπουμ που ηχογράφησε εδώ και 45 χρόνια περιέχουν ένα καλό στοκ από επιχειρήματα γύρω από τον Ντίλαν, τον προσδιορίζουν, κατά περίπτωση, σαν φολκ, ροκ, κάντρι ή μπλουζ τροβαδούρο, σαν επαναστάτη, σαν αμφισβητία, σαν αναχωρητή, διαλογιστή, ποιητή, ακτιβιστή, εραστή ή φευγάτο αλήτη, σαν φωνή μιας γενιάς, δυο γενιών, πολλών γενιών, σαν ό,τι θέλει ο καθένας! Η ταχύτητα με την οποία το πέτυχε αυτό είναι αξιοθαύμαστη! άρχισε την καριέρα του 21 χρονών και, μέχρι τα 26, είχε ήδη αναποδογυρίσει τον κόσμο τρεις ευδιάκριτες φορές, αφήνοντας κάθε φορά πίσω του τους άλλους να τρέχουν να προλάβουν τα νέα δεδομένα και ξεκαθαρίζοντας εγκαίρως πως ο Ρόμπερτ Ζίμερμαν δεν δημιούργησε τον Μπομπ Ντίλαν για να κρυφτεί, αλλά για να απελευθερώσει το μεγαλείο του, που, όπως όλοι οι πεφωτισμένοι, το γνώριζε παιδιόθεν!
Αυτό το μεγαλείο, συνεχώς παρόν, προσπαθούν να καταδείξουν όλο και περισσότερες κυκλοφορίες, άλλες σε cd, άλλες σε dvd, βιβλία, ταινίες, σε οιανδήποτε μορφή και σε αδιάκοπους ρυθμούς. Πάντοτε το περιεχόμενο είναι υψηλού επιπέδου, πάντοτε η εικόνα δεν είναι πλήρης, πάντοτε είσαι έτοιμος για κάτι ακόμη, που πρόθυμα απορροφάς μόλις εμφανισθεί.
47 τραγούδια του περιέχει το τριπλό cd, με τον τίτλο «Dylan», (κυκλοφορεί και περιληπτική βερσιόν με ένα cd 18 τραγουδιών), που θα μπορούσες εύκολα να πεις ότι τα λένε όλα για την καριέρα του, αλλά και ότι λένε ελάχιστα. Δεν λένε, ας πούμε, όσα θα έλεγαν 47 διαφορετικά τραγούδια του Ντίλαν, στη θέση τους! Δεν διαβάζεις πουθενά στο (ούτως ή άλλως γεμάτο πληροφορίες) βιβλιαράκι ότι αυτοί που παίζουν με τον Ντίλαν, εδώ και χρόνια, ακούν σε ονόματα όπως: Mάικλ Μπλούμφιλντ, Ρον Γουντ, Grateful Dead, Μαρκ Νόπφλερ, The Band, Τομ Πέτι & Heartbreakers, Σλάι και Ρόμπι, Τζόνι Κας και δεκάδες ακόμη που συνιστούν ένα εκλεκτικό παλμαρέ συνεργασιών, χωρίς προηγούμενο!
Για να μην το κουράζω, τέτοιες λεπτομέρειες και τέτοια ερωτήματα (θα) ξεπροβάλλουν πάντοτε όποτε αυτή η προσωπικότητα βρίσκεται μπροστά μας, είτε μέσα από ανθολογίες σαν το «πλούσιο» τριπλό cd είτε μέσα από μεμονωμένες στιγμές του, όπως αυτές που καταγράφονται στο dvd που σκηνοθέτησε ο Mάρεϊ Λέρνερ, όπου υπό τον τίτλο «The other side of the Mirror» καταγράφονται στιγμιότυπα από τις «μυθικές» εμφανίσεις του στα φεστιβάλ Newport του ’63, ’64 και ’65 και καταγράφεται επίσης και μία από τις σημαντικές «μετενσαρκώσεις» του, που πάντοτε έδειχναν τον δρόμο στους άλλους: από ηγέτης του φολκ τραγουδιού διαμαρτυρίας, σε εξηλεκτρισμένο εναργή ρόκερ!
Στα 80 λεπτά που διαρκεί νομίζεις ότι τα έχεις δει όλα σχετικώς με τη σημαντικότερη στιγμή της ροκ ιστορίας! Αμ δε! Ακούς, μετά, τα τρία cd του «Dylan» και ανακαλύπτεις πως αυτή η «σημαντικότερη» στιγμή είναι μία υποσημείωση στην ευρύτερη διαδρομή του. Αρχίζεις, μετά, ν’ ακούς παλαιότερους δίσκους και ανακαλύπτεις πως και τα τραγούδια των τριών cd είναι μία ακόμη υποσημείωση…
Στο μεταξύ, μια καινούργια ταινία, με τίτλο «I’m not there», τον προσεγγίζει δημιουργώντας νέο θόρυβο, ένα διπλό cd με διασκευές τραγουδιών του από νεότερους σού θυμίζει πως οι «μετατροπές» τραγουδιών του από τρίτους θα πρέπει να αθροίζουν καμιά τριακοσαριά δίσκους ακόμη που ποτέ δεν θα προλάβεις ν’ ακούσεις, ο ίδιος μπαίνει στο στούντιο με νέα τραγούδια, μην αφήνοντας και πάλι την ιστορία του να κεντράρει…
Τι ωραία που περνάμε έχοντας σύγχρονό μας τον Μπομπ Ντίλαν!
Βρε, Πώς Αλλάζουν οι Καιροί!
Αδημονούσα, δεν είχα μυαλό για τίποτε άλλο, στο αεροπλάνο άκουγα, ξανά και ξανά, τα τραγούδια του, που με γαλούχησαν, ενώ από την Κυριακή το μεσημέρι, στις 22 Απριλίου, που έφτασα στο Παρίσι έως τη Δευτέρα το βράδυ, ανήμερα της ονομαστικής μου εορτής, που ήταν η συναυλία, φρόντιζα να σκοτώνω την ώρα μου με πολύωρες περιπλανήσεις στο Καρτιέ Λατέν και με ιρλανδέζικα ουίσκι στο Irish Pub, κοντά στην Πον Νεφ.
Και ήρθε η στιγμή. Ύστερα από ένα βασανιστικό μποτιλιάρισμα, το ταξί με αφήνει φτωχότερον κατά 25 ευρώ, αλλά πανευτυχή, έξω από το στάδιο Bercy, στη δεξιά όχθη του Σηκουάνα, κοντά στην καινούργια Εθνική Βιβλιοθήκη. Δυο ώρες μετά, μεγάλο μέρος της ευτυχίας μου είχε εξανεμιστεί. Με δυο λόγια, ήταν η πιο πολυαναμενόμενη από τις εκατοντάδες συναυλίες που έχω απολαύσει και – τι κρίμα – η… χειρότερη!
Με είχαν ζώσει τα φίδια ήδη, μιας και δεν είχα δει σε ακτίνα πολλών χιλιομέτρων και σε συνοικίες που πάλλονται από ζωή ούτε ίχνος αφίσας ή φέιγ-βολάν για την εμφάνιση του Τροβαδούρου στην Πόλη του Φωτός. Στηνόμαστε σε μια εκνευριστικά αξιοπρεπή και πειθήνια ουρά, η αφεντιά μου και η Σώτη Τριανταφύλλου, η οποία μου λέει ότι η συναυλία γίνεται υπό την αιγίδα του ραδιοσταθμού «Nostalgie» που παίζει… ρετρό, και ότι όσοι Παριζιάνοι φίλοι μάθαιναν ότι θα πάμε ν’ ακούσουμε τον Μπομπ Ντύλαν αντιδρούσαν με ένα περιφρονητικό, «Καλέ, ζει ακόμη αυτός;» Μου λέει επίσης ότι η υποδοχή του «Modern Times», που στην Ελλάδα ήταν θριαμβευτική, στη Γαλλία ήταν χλιαρότατη.
Μπαίνουμε στο στάδιο λίγα λεπτά μετά τις οχτώμισι, και ο Ντύλαν ήδη τραγουδάει το πρώτο κομμάτι. Διαβολεμένη συνέπεια! Εμφανίζεται μια… ταξιθέτρια με μπλε στολή και φακουδάκι και μας οδηγεί στις θέσεις μας, παρακαλώ. Πάνω από 10000 άνθρωποι οδηγήθηκαν τοιουτοτρόπως σε αυστηρά αριθμημένες θέσεις. Φυσικά, αποποιούμεθα του δικαιώματος να δούμε… καθιστοί τον Τροβαδούρο, πάμε πίσω απ’ όλο τον κόσμο, τεντώνουμε τ’ αυτιά μας και αρχίζουμε να λικνιζόμαστε με τους ρυθμούς του Μπομπ και της εκπληκτικής πενταμελούς μπάντας του. Σε λίγο, η Σώτη χορεύει τρελά, εγώ χοροπηδάω, τραγουδάμε αμφότεροι με τη φωνή μας όλη το «Highway 61», το «Knockin’ on Heaven’s Door», και τα άλλα αριστουργήματα που σημάδεψαν το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, ώσπου δεχόμαστε έναν καταιγισμό από ενοχλημένα βλέμματα και παρατηρήσεις, για να συνειδητοποιήσουμε έτσι ότι είμαστε εκεί μέσα οι μόνοι –και κυριολεκτώ! – που φέρονται όπως αρμόζει σε μία ροκ συναυλία, και δη ενός Βραχνού Προφήτη όπως ο Ντύλαν. Λέμε, δεν μπορεί, θα ζεσταθεί ο κόσμος, πλην όμως επικρατεί ησυχία, τάξη και ασφάλεια, δεν καπνίζει τίποτα και κανείς, δεν πίνει τίποτα και κανείς, όλοι μοιάζουν με στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα.
Ο Ντύλαν και οι πέντε μουσικαράδες του τα δίνουν όλα. Ο Ντύλαν είναι η μεγαλύτερη φωνή σε όλο τον πλανήτη. Ο Ντύλαν εξαπολύει τις βραχνές του προσευχές, ιερουργώντας με την κιθάρα, τη φυσαρμόνικα και, από ένα σημείο κι έπειτα, με τα πλήκτρα που τα παίζει με τρομερό κέφι, λες και είναι μέρος της ρυδμ σέξιον, αλλά ιερουργεί σε ένα φριχτό κενό. Ακούγονται, βεβαίως, χειροκροτήματα ανάμεσα στο ένα κομμάτι και το άλλο, αλλά ουδεμίαν σχέσιν έχουν με ένα μεγαλειώδες ροκ γεγονός, καθώς πιο πολύ θυμίζουν παλαμάκια ανάμεσα σε πράξεις της «Τραβιάτας», και μάλιστα δίχως τα «μπράβο!!!» και τα «εύγε!!!»
Πασχίζω να βγω από την αμηχανία που μου προκαλεί αυτό το ολέθρια ευσεβές κοινό, και να συγκεντρωθώ στα αριστουργήματα του Μπομπ, αλλά είναι αδύνατον. Ο μακαρίτης Χρήστος Βακαλόπουλος επέμενε, ορθά, ότι ροκ συναυλία σημαίνει καρδιές που παίρνουν φωτιά και πόδια του τρελαίνονται μες στους ρυθμούς. Κι ακόμα, σημαίνει άρωμα από ουίσκι και ευωδιά από απανωτά τσιγάρα. Ναι, πασχίζω να είμαι παρών σε μια συναυλία του Ντύλαν, στο Στάδιο Bercy, στο Παρίσι, αλλά το μυαλό μου καλπάζει στο λυτρωτικό πανδαιμόνιο συναυλιών όπως του Νικ Κέιβ στο Λυκαβηττό, εν έτει 1989, του Πουλικάκου στου Ζωγράφου, και της «Σπυριδούλας» στο Κολοσσαίον στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ή ακόμα και στο σαματά που ξεσηκώναμε, σώματι και ψυχή, σε αλησμόνητες κάμαρες στα Εξάρχεια, την Κυψέλη, το Κουκάκι και τα Πατήσια, με δυο ξεχαρβαλωμένες κιθάρες κι ένα φτηνό τρανζιστοράκι που έπαιζε θαύματα!
Ο Ντύλαν μεγαλουργεί, τραγουδάει με την πολυκύμαντη ρυτιδιασμένη του ψυχή, είναι η πεμπτουσία του ροκ τροβαδούρου, είναι ο μεγαλοφυής εικοσάχρονος Ρόμπερτ Ζίμερμαν που είχε το χάρισμα να συνθέσει αριστουργήματα προκειμένου να τα αποθεώσει ο εξηνταπεντάρης Μπομπ Ντύλαν, λες και είναι γραμμένα μόλις χθες ή ήσαν από αιώνες εκεί που ο κόσμος ταρακουνιέται για να εξιχνιάσουν τα μυστήρια του έρωτα, της θλίψης, του πάθους, της συγκίνησης. Η φωνή του Ντύλαν σήμερα βρίσκεται στο ζενίθ της εκφραστικότητάς της. Και οι 10000 παρόντες-απόντες στη συναυλία βρίσκονται, πλην της Σώτης και εμού, σημειωτέον δύο ανθρώπων που συμπληρώνουν οσονούπω την Πέμπτη δεκαετία της ζωής τους, στο ναδίρ αυτού που είθισται να είναι η συμμετοχή σε ένα τέτοιο γεγονός.
Παραφράζοντας το περιλάλητο «Η κόλαση είναι οι άλλοι» του Ζαν-Πολ Σαρτρ, ο ποιητής Δημήτρης Καλοκύρης έλεγε «Η κόλαση είναι οι… Γάλλοι». Διόλου δεν επιθυμώ να προσβάλλω έναν λαό που μας δώρισε πνεύματα αθάνατα, στοχαστές μεγίστου βεληνεκούς, ποιητές και μουσικούς που μας άλλαξαν τη ζωή, και κορυφαίους επαναστάτες, αλλά ως κοινό μιας ροκ συναυλίας, με απίστευτη ένταση και εκφραστικότητα απ’ τη μεριά του Ντύλαν, οι Γάλλοι ήσαν όντως…κόλαση, μια κόλαση πάντως με τους αμαρτωλούς εξόριστους, με τις φωτιές σβησμένες και τα καζάνια να είναι πιο παγερά κι από πλαστικά ταπεράκια.
Μου έμεινε, μολαταύτα, το γεγονός ότι είδα και άκουσα έναν αγέραστο και σπουδαίο Ντύλαν live, ναι, το περίφημο «Ήμουνα κι εγώ εκεί»~ ότι οι καιροί αλλάζουν ιλιγγιωδώς αλλά, ευτυχώς, όχι κι εμείς μαζί τους, και το ότι την περασμένη βραδιά, στο Irish Pub, και ενώ οι Γάλλοι ασχολούνταν με τα αποτελέσματα των εκλογών, καμιά δεκαπενταριά ωραίοι Ιρλανδοί και υπέροχες Ιρλανδέζες, συν ο παλιόφιλος Νίκος Σταυρόπουλος κι εγώ, ξετρελαθήκαμε δεόντως από τις μαύρες μπίρες, τα χρυσά ουίσκι, την μαγευτική θέα στον Σηκουάνα, κι έναν δίμετρο Αφροαμερικανό που, με την κιθάρα και την συνταρακτική φωνή του, έψελνε μπλουζ, ροκ και τζαζ μελωδίες!
2 σχόλια:
ego distixos den gnorizo polla gia ton dylan alla meta apo ayto to post tha to psaxo to thema.thanx
@x: Να 'σαι καλά! Φαντάζομαι ότι δεν θα το μετανιώσεις καθόλου το να καταπιαστείς με τον Dylan! Τα λέμε!
Δημοσίευση σχολίου