Συνολικές προβολές σελίδας
Δευτέρα 15 Μαρτίου 2010
Finnegans Wake
[Αφιερωμένο στον Λαγό Τούνδρας, γιατί με ειδοποίησε ότι επανακυκλοφορεί το Meisterstuck]
Diavazontas
Ζενερίκ
Ο γαλατάς δεν χτυπάει πια το κουδούνι, ελάχιστα άλλωστε τα γάλατα που κυκλοφορούν σε γυάλινη συσκευασία, η νοσταλγία δεν είναι πια αυτό που ήταν. Ωστόσο, χτυπάει το κουδούνι ο ταχυδρόμος. Και φέρνει βιβλία. Φίλος που με ξέρει χρόνια, φρόντισε να μου στείλει ταχυδρομικώς, όπως παλιά, ένα βιβλίο, κι αυτό ξετυλίγει την μικρή ιστορία της στήλης Ζενερίκ του Ιουλίου. Ανέκαθεν, οι φίλοι μου κι εγώ συνδέαμε τα βιβλία με ιστορίες, είχαμε ξεφύγει από τη μοναχική απόλαυση της ανάγνωσης, δημοσιοποιούσαμε τις αγάπες μας τις αναγνωστικές, τις συνδυάαζαμε με την συλλογική μας καθημερινότητα (ευφρόσυνες αφροσύνες, πάθος για το βινύλιο και το σελιλόιντ, υποτροπιάζουσες τάσεις προς το ξενύχτι και την αλκοόλη). Ανοίγω το πακέτο, ένα σημείωμα, «Σήμερα 16 Ιουνίου είκοσι χρόνια μετά. Θα την θυμάται κανείς αυτή την ημερομηνία», γραμμένο με πένα Parker 51, στην χαρτοπετσέτα του «The James Joyce – irish pub & restaurant», κι ένας τόμος, Richard Ellmann, ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΫΣ, μετάφραση Αθηνά Δημητριάδου, επιμέλεια Άρης Μπερλής, εκδόσεις Scripta. Το σημείωμα υπογράφουν οι Γιάννης Τ,, Άγγελος Β., Εμμανουήλ Κ.
Είχαμε συναχθεί σε μια κάμαρα, κάπου στην Κυψέλη, όντως είκοσι χρόνια μετά είναι σήμερα (Τρίτη, 16 Ιουνίου 2009), από κείνον τον αλησμόνητο φόρο τιμής σ’ ένα μυθιστόρημα που άλλαξε –και εξακολουθεί ν’ αλλάζει– την ιστορία της Τέχνης με τρόπους πολλούς (με χιούμορ βλάσφημο αλλά και σεβαστικό, με μανία κατεδάφισης αλλά και αναδημιουργίας, με ανεξέλεγκτο παρορμητισμό αλλά και με στρατηγική περίσκεψη, στα κουτουρού αλλά και διαλεκτικά). Οδυσσέας, του James Joyce. Ulysses, του Τζέημς Τζόυς. Είχαμε βάλει στο πικάπ, ένα παλιομοδίτικο Kenwood, να λυσσομανάει η ιρλανδική Ταξιαρχία του Οπλαρχηγού Shane McGowan, οι Pogues, και, οπλισμένοι με το θάρρος που προσφέρει το νερό-που-καίει, πήραμε να διαβάζουμε δυνατά, εκ περιτροπής, τις εννιακόσιες τριάντα τρεις σελίδες της έκδοσης Penguin, ώσπου να φτάσουμε αποκαμωμένοι, αλλά και τίγκα στην ενεργητικότητα, στην περιλάλητη τελευταία φράση, «all perfumes yes and his heart was going like mad and yes I said yes I will Yes». Κι από κάτω, Trieste-Z¨urich-Paris, 1914-1921.
Για ελάχιστα πράγματα στη ζωή μου επαίρομαι τόσο όσο για κείνο το πολύωρο ξεθέωμα και ξεφάντωμα, για κείνη τη δική μας Bloomsday. Δεκατέσσερις μήνες μετά, ο Οδυσσέας κυκόφόρησε και στα ελληνικά, από τις εεκδόσεις Κέδρος, σε μετάφραση του Σωκράτη Καψάσκη και επιμέλεια του Ηλία Παπαδημητρακόπουλου, 816 σελίδες, μεγάλο σχήμα, έξοχο μαύρο λιτό εξώφυλλο, κοσμημένο με το βλέμμα του Τζόυς στο πάνω μέρος. Πέσαμε, όλη η παρέα, με τα μούτρα στην απόλαυση της ελληνικής έκδοσης, υπογραμμίζοντας θαυμάσια μεταφρασμένες φράσεις («Φιλημένα χείλη, φιλώντας, φιλήθηκαν», «Ευχαριστημένοι όταν μας βλέπουν να φεύγουμε, τους δίνουμε τόσους μπελάδες με τον ερχομό μας»), αλλά και διορθώντας, όχι δίχως κάποια αυθάδεια, άλλες (κάπου ο Τζόυς μιλάει για πούρο και ο Καψάσκης το υποβιβάζει σε τσιγάρο, τον Χένρυ Φλάουερ εμείς τον βαφτίσαμε Ερρίκο Λουλούδη, το τέλος της σελίδας 91 τη μεταφράσαμε ριζικά αλλιώς, κτλ).
Και σήμερα, μετά είκοσι έτη, ακριβώς 105 από την ημέρα της οδύσσειας του κυρίου Λεοπόλδου Μπλουμ στο Dear Dirty Dublin, να λαμβάνω από τον ταχυδρόμο αυτό το εξαίσιο δώρο, ένα αντίτυπο του Ellmann και την χαρτοπετσέτα με τα λόγια του ίδιου του Τζόυς, λόγια γραμμένα το 1924, λόγια που μου έφεραν στο νου μια φράση που επί χρόνια πιστεύαμε ότι είναι του Guy Debord («Θα τον θυμάται κανείς αυτόν τον πλανήτη»), φράση που με την πεισματική επανάληψή της στους στρατολόγους απαλλάχτηκε από την υποχρέωση της στράτευσης ο θρυλικός του φίλος, ο Ιβάν Στσεγκλόφ – για να ανακαλύψουμε κάποτε ότι ανήκε στον Villiers de l’Isle-Adam (μάλιστα ήταν τα τελευταία του λόγια). Αξίζει να πω, όχι και τόσο παρεμπιπτόντως, ότι ο Debord προτιμούσε τον Τζόυς από τον Μαρσέλ Προυστ, και ότι τον παραθέτει σε ένα από τα πρώτα του έργα, την ρηξικέλευθη ταινία Ουρλιαχτά για χάρη του Σαντ (1952) καθώς και στο ανέκδοτο έως προσφάτως εικαστικό του έργο Géographie littéraire.
Ναι, θαυμάσιο δώρο, υπενθύμιση μιας θαυμάσιας περιπέτειας δωματίου, φίλοι μου αγαπημένοι, και δεν έχω παρά να σας ευχαριστήσω, από εδώ, από το Ζενερίκ και το Διαβάζω, με τις λέξεις του ίδιου του Τζόυς: Muchibus thankibus.
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Πλατεία Παπαδιαμάντη, 16/06/2009
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
3 σχόλια:
Όμορφο-όσο είδα-το ιστολόγιο!
Μιαν ερώτηση: γιατί το ξύπνημα του Φίννεγκαν κι όχι ο Οδυσσέας;
Και κάτι άλλο: το έχετε διαβάσει;
Τα αγγλικά μου το απαγορεύουν και καθόσον απ'όσο έχω μάθει αμετάφραστο,μπορώ μόνο να ρωτώ
Γεια σου Ίκαρε με τα ωραία σου!!!
Τον "Οδυσσέα", τον "Φίννεγκαν", τον Έλλμαν και... την Parker 51 (είναι άραγε σύμπτωση ότι πρωτοκυκλοφόρησε το 1941, χρονιά θανάτου του Τζόυς;).
Όσο για τον Φίννεγκαν έχουν μεταφραστεί 2 αποσπάσματα, όπου οι διαφωτιστικότατες σημειώσεις του είναι σε έκταση δεκαπλάσιες από το κείμενο, σε 2 παλαιότερα τεύχη της "Εστίας" από κάποιον Ελευθέριο Ανευλαβή (!!!).
Λέγεται μάλιστα ότι κάποια στιγμή οι εκδ. Κάκτος θα το κυκλοφορήσουν στη μετάφραση αυτή!
@dirdawuth: Διότι άλλο το ένα βιβλίο και άλλο το άλλο. Το έχω διαβάσει, σε μια πόλη της Γερμανίας, έναν παλιό χειμώνα, και έχω γράψει για το γεγονός στο βιβλίο μου "Aurevoir".
@ναυτίλος: Γεια σου, φίλε Άλεξ. Σε πεθύμησα! Κάθε Πέμπτη, παίζω μουσικές στο Ogi, Ωγύγου 9, στου Ψυρρή, μισό λεπτό από το Θέατρο Αποθήκη. Θα χαρώ να σας δω. Ποια τεύχη ήσαν; Θα τσακιστώ να τα βρω! Φιλιά στη Χρυσάνθη!
Δημοσίευση σχολίου