Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 2 Μαρτίου 2010

Duchamp [και πάλι], για τον Ταλιώτη [τώρα]




Marcel Duchamp: Η Ηθική τού Ερήμην


Η τέχνη, και κυρίως η ζωή, ήταν για τον Marcel Duchamp μία παρτίδα σκάκι. Έπαιζε ο ίδιος εναντίον του εαυτού του πρωτίστως. Ερήμην σχεδόν κάθε άλλου, θέλησε να επινοήσει –και πράγματι επινόησε– τους κανόνες ενός παιχνιδιού ανάμεσα στον ίδιο και τον εαυτό του, με διαιτητή την ιστορία της τέχνης και την ιστορία των κρίσιμων ανατροπών στην καλλιτεχνική, αλλά και στην αισθητική εν γένει και ηθική, σφαίρα. Call it a little game between ‘I’ and ‘me’, όπως ο ίδιος το διατύπωσε, με την πάντα εν ενεργεία σεμνή ειρωνεία του, στην Katharine Kuh. Φυσικά, αυτό το «μικρό παιχνίδι» διέθετε τόσο έλλογο πάθος ώστε μπόρεσε να εκτυλιχθεί σε συγκλονιστική στρατηγική τροποποίησης κάθε ισχύοντος ορισμού της καλλιτεχνικής δραστηριότητας, κάθε διαθέσιμου τρόπου δεξίωσης του καλλιτεχνικού έργου. Μετά το πέρασμα του Duchamp, η δημιουργία έργων τέχνης δεν είναι πια αυτό που ήταν.

Εκκινώντας από την επιθυμία του να μετατρέψει τη ζωγραφική σε μιαν υπόθεση της διανοίας, σε μία cosa mentale, όπως επέμενε ο Leonardo da Vinci, θα οδηγηθεί στην απόφαση να αφήνει πίσω του κάθε δεσπόζον καλλιτεχνικό κίνημα της εποχής του ύστερα από την δημιουργία ενός έργου τέχνης που συμπύκνωνε με εκπληκτική ένταση τις προκείμενες και τις αρχές τού εκάστοτε κινήματος. Και έτσι προχώρησε, πιστός σε μια εγελιανής καταγωγής διαλεκτική, πραγματώνοντας και υπερβαίνοντας.
Το 1910 ζωγραφίζει το έργο La partie d’e’checs [Η Παρτίδα σκακιού], ένα είδος σπουδής σε όποια επίδραση μπόρεσε να επιτρέψει να του ασκηθεί από τον Ce’zanne, και ήδη το 1911 θα μπορέσει, καταπιανόμενος με το ίδιο θέμα, το σκάκι, να επιχειρήσει ένα τόλμημα που δεν είχε ως τότε σημειωθεί – να πάει πέρα από τον κυβισμό, πέρα από τον Picasso ή τον Braque. Συνθέτει το Portait de joueurs d’e’checs [Πορτρέτο σκακιστών]. Εδώ οι σκακιστές δεν παίζουν σκάκι, εδώ οι σκακιστές είναι το σκάκι, είναι η σκέψη του σκακιού, είναι η σκέψη που απαιτεί μία σκακιστική παρτίδα. Ο Duchamp μπορεί πλέον, και θα φανεί με έναν εκρηκτικά σιωπηλό τρόπο αυτό, να προχωρήσει πέρα από την ζωγραφική του αμφιβληστροειδούς, όπως έλεγε. Μπορεί να εκκινήσει την αναζήτηση μίας τέχνης που συνευωχείται με την διάνοια, με το πνεύμα. Θέλει να θέσει την τέχνη στην «υπηρεσία του νου». Το δηλώνει. Το επιχειρεί. Το κατορθώνει.

Ο Duchamp δεν εμπιστεύεται το μάτι. Από την άλλη, βρίσκει καταφύγιο στην ποίηση. Δυσπιστεί απέναντι στις λέξεις, στην τρέχουσα χρήση των λέξεων, θεωρεί ότι μόνον στην ποίηση βρίσκουν οι λέξεις το αληθινό νόημά τους και τον αληθινό τους τόπο. Θα επινοήσει μεθόδους που οδηγούν στον συγκερασμό ζωγραφικής και ποίησης, θα κάνει ποίηση ζωγραφίζοντας~ οι δύο τέχνες θα γίνουν μία. Και μόλις επιτευχθεί και αυτό, ο Duchamp θα ωθήσει ακόμη περισσότερο τα πράγματα προς το χείλος μιας αβύσσου από όπου μπορούμε (πρώτα αυτός, μετά εμείς) να ατενίσουμε με κρυστάλλινη διαύγεια τη διαλεκτική παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος, τη διαλεκτική του χρόνου, το πώς οι μορφές και οι σημασίες και τα αισθήματα οδηγούνται σε ένα αναπόδραστο τέλος για να περάσει σε άλλες μορφές και σε άλλες σημασίες και σε άλλα αισθήματα η πυρακτωμένη σκυτάλη.

Ο Duchamp επινοεί την μέθοδο του ready-made, υποχρεώνοντάς μας να οδηγήσουμε σε λυτρωτικό αδιέξοδο κάθε ισχύοντα ορισμό της τέχνης (αλλά και της ίδιας της ζωής). Όταν το ουρητήριο γίνεται Κρήνη, όταν, με μιαν εξίσου ακαριαία αλλά και γεμάτη περίσκεψη χειρονομία, η Τζοκόντα γίνεται αυτό που ήταν όντως: άνδρας~ όταν τελικώς το μειδίαμά της ανθίζει και πάλι αντικαθιστώντας ένα αιδοίο, ή συγχωνευόμενο αριστοτεχνικά με το κορμί της απόλυτης αγαπημένης – πρόκειται για την Maria Martins, τη μοναδική γυναίκα που ο Duchamp δεν μπόρεσε να έχει όπως θα ήθελε να την έχει, γι’ αυτό και την απαθανάτισε με συγκλονιστικό τρόπο μετατρέποντας την ανάμνησή της σε μεθοδική αγωνία έκφρασης τού ανεπίτευκτου – (όπως συμβαίνει στο τελευταίο έργο του Duchamp, το έργο που φιλοτεχνούσε μυστικά επί είκοσι χρόνια)~ όταν ένας πίνακας του Ρέμπραντ μετατρέπεται, τόσο αφοπλιστικά, σε σανίδα σιδερώματος~ τέλος, όταν το γούστο, καλό ή κακό δεν έχει σημασία, είναι δυνατόν να χαρακτηρισθεί «ο μεγαλύτερος εχθρός της τέχνης», αντιλαμβανόμαστε ότι η ανατροπή είναι πολύ πιο καταλυτική από όσο ίσως θα ήμασταν πρόθυμοι να δεχτούμε.

Ουδείς νοήμων και ευαίσθητος άνθρωπος δεν μπορεί πια να εξακολουθήσει να εκφράζεται –αλλά ούτε και να ζει– με τον ίδιο τρόπο ύστερα από την ανάγνωση βιβλίων όπως το Κάτω από το Ηφαίστειο, το Μαγικό Βουνό ή ο Πανηγυρικός. Ομοίως, μετά το σιωπηλό (αλλά, ας το επαναλάβουμε, τόσο εκρηκτικό) πέρασμα του Duchamp, μετά το La Marie’e mise a` nu par ses ce’libataires, même – Le Grand Verre [Η νύφη που τη γδύνουν οι μνηστήρες της, ακόμα – Το Μεγάλο γυαλί] και μετά το E’tant donne’s: 1o La chute d’eau; 2o Le gaz d’e’clairage [Δεδομένα: 1ον Ο καταρράκτης~ 2ον Το φωταέριο] μπορούμε κάλλιστα να πούμε ότι αλλάζουν άρδην η ιστορία της νοημοσύνης και η ιστορία της ευαισθησίας~ η ιστορία της ζωής~ η ιστορία των χειρονομιών. Τα κριτήρια, όπως τα γνωρίζαμε, κονιορτοποιούνται και άλλα, σχεδόν αδιανόητα ως τώρα, αρχίζουν να συγκροτούνται στη θέση τους. Και το εκπληκτικό είναι ότι ο δράστης, ο Duchamp, καμώνεται ότι αδιαφορεί για όλα αυτά – και ίσως να αδιαφορεί όντως. Επικαλείται την ποίηση της αδιαφορίας, το κάλλος της αδιαφορίας. Κατατείνει στη Σιωπή, τη Βραδύτητα και τη Μοναξιά, όπως ο ίδιος λέει. Θαυμάζει τον Stirner και προσηλώνεται στο σκάκι – εξοργίζοντας κάπως τον Breton, ο οποίος περίμενε τόσα πολλά από αυτόν που χαρακτήρισε έναν «από τους ΠΙΟ ΕΥΦΥΕΙΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΤΟΥ 20ού ΑΙΩΝΑ».

* * *

Η ηθική του Duchamp είναι η ανατροπή κάθε ηθικής που επιχειρεί να αρνηθεί την ηθική της ανατροπής. Και η ηθική της ανατροπής είναι η ηθική τού ερήμην. Είναι, δηλαδή, η ηθική του να συλλογίζεσαι και να πράττεις ενώ οι άλλοι είναι απόντες, να συλλογίζεσαι και να πράττεις ανεπηρέαστος από τους άλλους, προσηλωμένος σε μιαν ακραιφνή ανιδιοτέλεια, επιμένοντας να αδιαφορείς τόσο για τις επικρίσεις όσο και για τα εγκώμια. Είναι η ηθική της άρνησης κάθε παγίωσης ιδεών ή συναισθημάτων, συνεπώς η ηθική της άρνησης κάθε οικείας συμπεριφοράς, κάθε τρόπου να συνάπτουμε σχέσεις, εν τέλει κάθε παραδεδεγμένης μορφής σύνδεσής μας με τους άλλους.

Ο έρωτας, μετά το πέρασμα του Duchamp, παύει να είναι αυτό που ήταν, και οι τρόποι με τους οποίους πασχίζαμε (και ενίοτε καταφέρναμε) να τον εκφράσουμε, να τον κοινοποιήσουμε, καθίστανται άκυροι. Τώρα πια, εδώ και τόσον καιρό μετά το Tu m’, ο έρωτας –πύκνωση και απόγειο κάθε σχέσης που αξίζει το όνομά της– έχει διαζευχθεί από την ιδεολογία και την ιδεοληψία του εσπευσμένου, δεν ανήκει πλέον στον τόπο του ρητώς εκπεφρασμένου, αρνείται να επιμένει στη διασάλπιση~ ξεφεύγει, για πάντα, από το νυν. Μετά το πέρασμα του Duchamp, επικράτεια του έρωτα είναι η βραδύτητα («αργοπορία σε γυαλί», για να μιλήσουμε με τα δικά του λόγια)~ μετά το πέρασμα του Duchamp, τρόπος και ηθική του έρωτα είναι ο τρόπος και η ηθική του ερήμην, ο τρόπος και η ηθική της δημιουργικής σιωπής, ο τρόπος και η ηθική της απόλυτης ευγένειας – της ευγένειας της μη-διεκδίκησης. Ενώ όλοι περιμένουν να διεκδικήσεις την αγαπημένη, εσύ βραδυπορείς, φεύγεις και επανέρχεσαι απροειδοποίητα, μεταμφιέζεις τις προθέσεις, επινοείς νέες στρατηγικές αβρότητας. Παρακολουθείς, λόγου χάριν, τον Robert Fisher να κάνει τα πρώτα του εκπληκτικά θαύματα πάνω από τα εξήντα τέσσερα τετραγωνίδια της σκακιέρας (πράγμα που, παρεμπιπτόντως, δεν έκανε μόνον ο Duchamp αλλά και ο Samuel Beckett – και κάποτε θα πρέπει να γραφτεί ένα εκτενές κείμενο για το πόσα συνδέουν, και πώς, τους δύο αυτούς μεγάλους καλλιτέχνες).

Πράγματι, μετά το πέρασμα του Duchamp, ο έρωτας γίνεται και αυτός μία cosa mentale, μια υπόθεση της ευγενούς νοημοσύνης, ένα σύνολο στρατηγημάτων που δεν αποσκοπούν στην κατάκτηση αλλά στην απόλυτη ελευθερία, σε ένα πράγματι επικίνδυνο παιχνίδι με το όντως κινδυνώδες.

Ακόμα, μετά το πέρασμα του Duchamp, ο τρόπος και η ηθική του έρωτα επιβάλλουν την ευγένεια της μη-κοινοποίησης στον παρόντα χρόνο, της εργασίας στη σκιά του ατελιέ όπου ζεις με την απούσα παρουσία και την παρούσα απουσία εκείνης που συμβαίνει να έχεις ερωτευθεί, της κρυφής εργασίας μέσα σε μιαν εντατική αριστοκρατική βραδύτητα έως την στιγμή της ολοκλήρωσης ενός έργου που πηγαίνει πέρα από την τέχνη και πέρα από την αγαπημένη που σε εμπνέει. Έτσι, ο Duchamp, αυτός ο απαράμιλλος μηχανικός του χαμένου χρόνου, μας μαθαίνει πώς να γινόμαστε θιασώτες και διάκονοι μιας εχέμυθης προσήλωσης στις στιγμές που μας συγκλόνισαν.

Ο Marcel Duchamp ήξερε να μας διδάξει (και εμείς ξέρουμε πια να δεχτούμε τη διδαχή του) ότι μόνον έτσι μπορεί κανείς να διαπεράσει ό,τι αγάπησε, να διαπεράσει εκείνην που εξακολουθεί (ερήμην της, ενδεχομένως) να του εμπνέει την επιθυμία να την διαπεράσει.

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια: