Δεσποινίς Ετών Εξήντα Έξι
Άκουσα σήμερα το πρωί στο ραδιόφωνο ότι τέτοια μέρα, πριν από εξήντα έξι χρόνια, γεννήθηκε μια από τις πιο αγαπημένες κινηματογραφικές ταινίες, η περιλάλητη «Καζαμπλάνκα». Το 1942, λοιπόν, χάρη σε μιαν εύνοια της τύχης, χάρη στην άρνηση του Ρόναλντ Ρέιγκαν να αναλάβει το ρόλο του Ρικ Μπλέιν, ο Μπόγκι, ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, είδε το άστρο του ν’ ανατέλλει. Κι ακόμα, χάρη σε κάποιες ιστορικές συγκυρίες, ακόμα και χάρη στα λάθη και τις ασυνέπειες του σεναρίου, στις διαμάχες του σκηνοθέτη Μάικλ Κέρτιζ με τους συνεργάτες του, και χάρη στην πίεση του χρόνου, η «Καζαμπλάνκα» μπόρεσε να είναι μια ανθολογία κινηματογραφικών ειδών και μια πλούσια ανθοδέσμη στερεοτύπων, μια σβέλτη παρέλαση κλισέ, που εντέλει συγκίνησε και εξακολουθεί να συγκινεί. Όπως σημείωσε εύστοχα ο Ουμπέρτο Έκο, «Δυο, τρία κλισέ μάς κάνουν να γελάμε. Εκατό και διακόσια μαζί, τελικά μας συγκινούν».
Γυρισμένη στα γρήγορα, προορισμένη να χρησιμοποιηθεί για προπαγανδιστικούς λόγους, η «Καζαμπλάνκα» κατάφερε να είναι ίσως η δημοφιλέστερη ταινία όλων των εποχών, ξεπερνώντας ακόμα και τον θρυλικό «Πολίτη Κέιν» του μεγαλοφυούς Όρσον Ουέλς. Την είδα πρόσφατα, δεν μπόρεσα να μη γελάσω με τον άκαμπτο Βίκτορ Λάζλο του Πολ Χένραϊτ και την όμορφη αλλά ιλαρά εκνευριστική Ίζλα Λαντ της Ίγκριντ Μπέργκμαν. Δεν μπόρεσα να μη γελάσω με τα λίαν αφελή σεναριακά ευρήματα. Δεν μπόρεσα να μη γελάσω με τις σκηνές ακραίου μελοδραματισμού.
Από την άλλη, όμως, με συγκίνησε ο Μπόγκι, τσακισμένος από τον έρωτα, αποφασισμένος να είναι ένας κυνικός μαγαζάτορας, κι ωστόσο αρνούμενος στο τέλος να παραμείνει αμέτοχος, απεκδυόμενος το ρόλο του άκαρδου καιροσκόπου. Με συγκίνησε επίσης η αντιμαχία ναζιστών που άδουν αίφνης τη «Φρουρά του Ρήνου» και Γάλλων πατριωτών που, μαζί με άλλους κυνηγημένους, απαντάνε τραγουδώντας τη «Μασσαλιώτιδα». Πιο πολύ με συγκίνησε το γεγονός ότι το καστ το απαρτίζουν τριάντα τέσσερις, παρακαλώ, εθνικότητες, καλλιτέχνες, ηθοποιοί, και κομπάρσοι από την Κεντρική Ευρώπη, κυνηγημένοι όλοι από τους χιτλερικούς.
Κι ακόμα, δεν μπόρεσα να μην μειδιάσω μειλίχια σαν είδα τον Μπόγκι να παίζει σκάκι – ήταν το αγαπημένο του παιχνίδι, και μάλιστα ήταν δεινός παίκτης. Δεν μπόρεσα να μην χαρώ, έστω κι αν δεν είναι σωστό, που θυμήθηκα ότι στο βιβλίο «Τα τσιγάρα είναι Θεσπέσια» του Ρίτσαρντ Κλάιν, που είχα την χαρά και την τιμή να μεταφράσω πριν από κοντά δεκαπέντε χρόνια, υπάρχουν κάμποσες σελίδες για την «Καζαμπλάνκα» ως την ταινία όπου οι πάντες καπνίζουν μανιωδώς. Και βέβαια, δεν μπόρεσα να μην απολαύσω, με τη συνοδεία ανεκτίμητων αναμνήσεών μου από την Πόλη του Φωτός, τη φράση «Αλλά εμείς θα έχουμε πάντα το Παρίσι», μια από τις πιο ερωτικές ατάκες στην ιστορία της Έβδομης Τέχνης.
Πείτε με, αν θέλετε, αθεράπευτο ρομαντικό, αλλά θαρρώ ότι ταινίες σαν την «Καζαμπλάνκα», μ’ όλα τα ψεγάδια που ενδέχεται να τους καταμαρτυρούμε, αποτελούν, αν μη τι άλλο, υπενθυμίσεις του βαρύτιμου γεγονότος ότι ο άνθρωπος δεν ζει μονάχα από υλοφροσύνη, καθώς έλεγε ο ποιητής Νίκος Καρούζος, αλλά για να δίνει νόημα στη ροή του χρόνου, για να ανθίσταται στις βαναυσότητες της εξουσίας, για να ποντάρει στη ρουλέτα της Αγάπης, του Έρωτος, της Φιλίας.
Ναι, εμείς θα έχουμε πάντα το Παρίσι!
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Πλατεία Παπαδιαμάντη, 26/ΧΙ/2008
Άκουσα σήμερα το πρωί στο ραδιόφωνο ότι τέτοια μέρα, πριν από εξήντα έξι χρόνια, γεννήθηκε μια από τις πιο αγαπημένες κινηματογραφικές ταινίες, η περιλάλητη «Καζαμπλάνκα». Το 1942, λοιπόν, χάρη σε μιαν εύνοια της τύχης, χάρη στην άρνηση του Ρόναλντ Ρέιγκαν να αναλάβει το ρόλο του Ρικ Μπλέιν, ο Μπόγκι, ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, είδε το άστρο του ν’ ανατέλλει. Κι ακόμα, χάρη σε κάποιες ιστορικές συγκυρίες, ακόμα και χάρη στα λάθη και τις ασυνέπειες του σεναρίου, στις διαμάχες του σκηνοθέτη Μάικλ Κέρτιζ με τους συνεργάτες του, και χάρη στην πίεση του χρόνου, η «Καζαμπλάνκα» μπόρεσε να είναι μια ανθολογία κινηματογραφικών ειδών και μια πλούσια ανθοδέσμη στερεοτύπων, μια σβέλτη παρέλαση κλισέ, που εντέλει συγκίνησε και εξακολουθεί να συγκινεί. Όπως σημείωσε εύστοχα ο Ουμπέρτο Έκο, «Δυο, τρία κλισέ μάς κάνουν να γελάμε. Εκατό και διακόσια μαζί, τελικά μας συγκινούν».
Γυρισμένη στα γρήγορα, προορισμένη να χρησιμοποιηθεί για προπαγανδιστικούς λόγους, η «Καζαμπλάνκα» κατάφερε να είναι ίσως η δημοφιλέστερη ταινία όλων των εποχών, ξεπερνώντας ακόμα και τον θρυλικό «Πολίτη Κέιν» του μεγαλοφυούς Όρσον Ουέλς. Την είδα πρόσφατα, δεν μπόρεσα να μη γελάσω με τον άκαμπτο Βίκτορ Λάζλο του Πολ Χένραϊτ και την όμορφη αλλά ιλαρά εκνευριστική Ίζλα Λαντ της Ίγκριντ Μπέργκμαν. Δεν μπόρεσα να μη γελάσω με τα λίαν αφελή σεναριακά ευρήματα. Δεν μπόρεσα να μη γελάσω με τις σκηνές ακραίου μελοδραματισμού.
Από την άλλη, όμως, με συγκίνησε ο Μπόγκι, τσακισμένος από τον έρωτα, αποφασισμένος να είναι ένας κυνικός μαγαζάτορας, κι ωστόσο αρνούμενος στο τέλος να παραμείνει αμέτοχος, απεκδυόμενος το ρόλο του άκαρδου καιροσκόπου. Με συγκίνησε επίσης η αντιμαχία ναζιστών που άδουν αίφνης τη «Φρουρά του Ρήνου» και Γάλλων πατριωτών που, μαζί με άλλους κυνηγημένους, απαντάνε τραγουδώντας τη «Μασσαλιώτιδα». Πιο πολύ με συγκίνησε το γεγονός ότι το καστ το απαρτίζουν τριάντα τέσσερις, παρακαλώ, εθνικότητες, καλλιτέχνες, ηθοποιοί, και κομπάρσοι από την Κεντρική Ευρώπη, κυνηγημένοι όλοι από τους χιτλερικούς.
Κι ακόμα, δεν μπόρεσα να μην μειδιάσω μειλίχια σαν είδα τον Μπόγκι να παίζει σκάκι – ήταν το αγαπημένο του παιχνίδι, και μάλιστα ήταν δεινός παίκτης. Δεν μπόρεσα να μην χαρώ, έστω κι αν δεν είναι σωστό, που θυμήθηκα ότι στο βιβλίο «Τα τσιγάρα είναι Θεσπέσια» του Ρίτσαρντ Κλάιν, που είχα την χαρά και την τιμή να μεταφράσω πριν από κοντά δεκαπέντε χρόνια, υπάρχουν κάμποσες σελίδες για την «Καζαμπλάνκα» ως την ταινία όπου οι πάντες καπνίζουν μανιωδώς. Και βέβαια, δεν μπόρεσα να μην απολαύσω, με τη συνοδεία ανεκτίμητων αναμνήσεών μου από την Πόλη του Φωτός, τη φράση «Αλλά εμείς θα έχουμε πάντα το Παρίσι», μια από τις πιο ερωτικές ατάκες στην ιστορία της Έβδομης Τέχνης.
Πείτε με, αν θέλετε, αθεράπευτο ρομαντικό, αλλά θαρρώ ότι ταινίες σαν την «Καζαμπλάνκα», μ’ όλα τα ψεγάδια που ενδέχεται να τους καταμαρτυρούμε, αποτελούν, αν μη τι άλλο, υπενθυμίσεις του βαρύτιμου γεγονότος ότι ο άνθρωπος δεν ζει μονάχα από υλοφροσύνη, καθώς έλεγε ο ποιητής Νίκος Καρούζος, αλλά για να δίνει νόημα στη ροή του χρόνου, για να ανθίσταται στις βαναυσότητες της εξουσίας, για να ποντάρει στη ρουλέτα της Αγάπης, του Έρωτος, της Φιλίας.
Ναι, εμείς θα έχουμε πάντα το Παρίσι!
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Πλατεία Παπαδιαμάντη, 26/ΧΙ/2008
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου