Συνολικές προβολές σελίδας

Σάββατο 16 Αυγούστου 2008

ΓΙΜ & ΦΦΦ



Η Ανατομία ενός Βδελύγματος

«Ο φιλόσοφος παράγει ιδέες, ο ποιητής ποιήματα, ο πάστορας κηρύγματα, και ούτω καθεξής. Ο εγκληματίας παράγει εγκλήματα», λέγει ο Marx σ’ ένα κείμενό του («Εγκώμιο του Εγκλήματος»), γραμμένο ανάμεσα στα 1860 και 1862, ενταγμένο, από τους εκδότες του, στον τέταρτο τόμο του Κεφαλαίου. Ας δούμε τι παράγει ο ΓΙΜ και τι παράγει ο ΦΦΦ –συνήθως πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο–, και εάν, για να πιάσουμε πάλι την επιχειρηματολογία του Marx, «προσέξουμε καλύτερα πώς σχετίζεται αυτός ο τελευταίος κλάδος παραγωγής με το κοινωνικό σύνολο, θ’ απαλλαγούμε από πολλές προκαταλήψεις».

Ο ΓΙΜ (Γελοίος Ιταμός Μπαγάσας) παράγει, βεβαίως ιταμότητες. Οι οποίες ιταμότητες, καίτοι φαινομενικά είναι επιζήμιες για το κοινωνικό σύνολο, κατ’ ουσίαν καθίστανται επωφελείς, μιας και, αφενός, δύνανται οι καλοί καγαθοί πολίτες εύκολα να τις εκθέσουν ως παραδείγματα προς αποφυγήν, και έτσι να γαλουχήσουν ενάρετα τα παιδιά τους, αφετέρου δε, ο ΓΙΜ είναι εξίσου εύκολο, με δύο τρία κείμενα/μηνύματα/ γράμματα να απομονωθεί διά παντός, κι έτσι να μην μπορεί να βλάψει με τις ιταμότητές του, ή μη μόνον να χρησιμεύει ως σκιάχτρο στον λειμώνα των ενάρετων. Ο ΦΦΦ (Φθηνός Φθονερός Φθίνων) παράγει, βεβαίως-βεβαίως, φθήνια, μνησικακία, σαπίλα. Ομοίως, δύνανται οι ενάρετοι και πάνσοφοι κριτές του να ανατρέψουν τα σατανικά του προγράμματα, προβάλλοντάς τα άνετα ως αποφευκτέα και, διά του αρνητικού, να εγκωμιάσουν ψυχωφελώς το θετικό, αφήνοντας τον ΦΦΦ να φθίνει πλατσουρίζοντας τραγελαφικά στην ίδια του τη σήψη και φθορά – άμα δε του φορέσουν και κουδούνια, ως προτρέπουν οι πλέον νουνεχείς συμπολίτες μας, μπορεί και να βουλιάξει κιόλας στον ίδιο του τον βδελυρό βάλτο, που αποτελεί το ελεεινό του ενδιαίτημα, κι έτσι να μην μας σκοτίζει με την αποτρόπαια παρουσία του.

Από ορισμένες απόψεις, σύμφωνα με την πολιτική οικονομία και την οικονομική πολιτική, οι ΓΙΜ και ΦΦΦ, δεν στερούνται μιας κάποιας χρησιμότητας, αλλά και χρηστικότητας. Άφθονο χαρτί και μελάνι (όταν κατακεραυνώνουμε τους ΓΙΜ και ΦΦΦ) διά των εντύπων, ηλεκτρισμός και αναλώσιμα (όταν τους βαράμε αλύπητα μέσω Διαδικτύου), αλλά και ευγενή, μη αλκοολούχα ποτά (όταν συναζόμαστε για να συσκεφθούμε πώς θα τους κατατροπώσουμε), δεν θα καταναλώνονταν εάν δεν υπήρχαν οι (ελάχιστοι, ομολογουμένως) ΓΙΜ και ΦΦΦ, οι οποίοι, τοιουτοτρόπως, και ακουσίως, συμβάλλουν στην ευρωστία της εθνικής μας οικονομίας. Εξάλλου, βδελυσσόμενοι τον ίδιο τους τον εαυτό, καθότι όσο ιταμοί και φθηνοί κι αν είναι, ξέρουν τι κουμάσια είναι, τι αχρείοι και ποταποί, οι ΓΙΜ και ΦΦΦ καταναλώνουν καθημερινώς γενναίες ποσότητες μη ευγενών, αλκοολούχων ποτών, προκειμένου να λησμονούν, έστω για λίγο, την ιταμότητα και ποταπότητά τους. Ακόμα, ακριβώς λόγω ιταμότητας και ποταπότητας, οι μνησίκακοι και φθονεροί ΓΙΜ και ΦΦΦ φροντίζουν, δολίως, να παρασύρουν τους έντιμους συμπολίτες μας σε κραιπάλες μέθης, να τους οδηγούν, τους αθώους και άδολους ενάρετους, στους ψευτοαρωματικούς λαβυρίνθους της ρωσικής βότκας, στην τάχατες χρυσή δυναμικότητα του ιρλανδέζικου ουίσκι, στο νοσηρά κεχριμπαρένιο δέλεαρ του μοσχοφίλερου. Αν λάβουμε υπόψη, ότι τέτοιες καταβυθίσεις στο κολασμένο σύμπαν του οινοπνεύματος συνοδεύονται, σχεδόν πάντα, από αντίστοιχες θηριώδεις καταναλώσεις ποικίλων εδεσμάτων (αβγοτάραχο και προσούτο, φιλέτα και τυριά, φρούτα και γλυκίσματα), τότε οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι, και πάλιν ακουσίως, αν μη το άλλο οι ΓΙΜ και ΦΦΦ συμβάλλουν στην κραταιά εθνική μας οικονομία, άρα και στην ευημερία των ενάρετων και των έντιμων.

Επίσης, οι ΓΙΜ και ΦΦΦ, προκειμένου να κρύψουν, έστω προσώρας (μιας και καθώς άδει ο Διονύσης Σαββόπουλος «Πώς να κρυφτείς απ’ τα παιδιά/ Έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα», άρα πώς είναι δυνατόν οι ΓΙΜ και ΦΦΦ να κρυφτούν από πάνσοφους θεράποντες των Τεχνών, από Δεινούς Διαδόχους, από Εκ Πεποιθήσεως Ανωνύμους, και ούτω καθεξής;), οι ΓΙΜ και ΦΦΦ, λοιπόν, καίτοι φθηνοί, υποχρεούνται να καταφεύγουν διαρκώς σε περίπλοκα τεχνάσματα, τα οποία όπως θα δείξουμε είναι λίαν δαπανηρά, συμβάλλοντας έτσι και πάλι στην κινητικότητα του χρήματος και, κατά προέκταση, στην κοινωνική δικαιοσύνη.

Ένα από τα τεχνάσματα αυτά είναι η αγορά, επί δεκαετίες και διηνεκώς εντέλει, πάμπολλων και πανάκριβων βιβλίων, αλλά και δίσκων βινυλίου και ακτίνας, ποιοτικών έργων τέχνης, εξεζητημένων ενδυμάτων. Και τούτο για να «καμουφλάρουν», οι ΓΙΜ και ΦΦΦ, επιμελώς την ογκώδη άγνοιά τους σχετικά με την αληθινή αλήθεια της ζωής, για να μακιγιάρουν την κακάσχημη αναισθησία τους απέναντι σε ό,τι πνευματικό, για να παρφουμάρουν τη δυσώδη απουσία κάθε ταλέντου (εκτός ίσως του ταλέντου να παρασύρουν, να δηώνουν, να καταστρέφουν, να εκριζώνουν), για να ντύνουν την αξιοθρήνητη γύμνια νου/ψυχής/καρδιάς. Καίτοι φθηνοί είναι υποχρεωμένοι να κερνάνε, να σκορπάνε το χρήμα που (όχι και τόσο παραδόξως, όπως θα δούμε παρακάτω) αποκομίζουν από ποικίλες εργασίες, μιας και συνήθως δεν τυγχάνουν κληρονόμοι ή διάδοχοι, νόμιμοι είτε παράνομοι, και δη να το σκορπάνε για άλλους, διότι, ξέροντας φαρσί τον μονόλογο εκείνο από τον Τίμωνα τον Αθηναίο, γνωρίζουν καλά ότι φίλους δεν μπορούν να έχουν, ή μη μόνον εξαγοράζοντάς τους, μήτε και ερωμένες, ή μη μόνον λούζοντάς τες αδιαλείπτως με σκουλαρίκια, πένες, φορέματα, γόβες, δαχτυλίδια, επισκέψεις σε ακριβά ρεστοράν, ταξίδια εις Παρισίους και αλλού. Αρκεί μια ματιά στη φορολογική δήλωση των ΓΙΜ και ΦΦΦ και αντιλαμβάνεται πάραυτα κανείς την αξιοθρήνητη προσπάθειά τους να κρύψουν σε πόσο δεινή θέση βρίσκονται από άποψη κοινωνική, πνευματική, πολιτιστική, ψυχολογική, πνευματική, και ερωτική.

Ένα ακόμα τέχνασμα το οποίο μετέρχονται οι ουτιδανοί ΓΙΜ και ΦΦΦ, προκειμένου να διατηρούν μια κάποια (πάντα προσωρινή, φυσικά) κοινωνική υπόσταση είναι η απαίσια ερωτοτροπία τους με τα Γράμματα και τις Τέχνες. Ξέρουν ότι είναι το πεδίο των αμβλυμένων κριτηρίων, ο χώρος που χωράει χαριστικά κάθε χαμερπή και πικραμένο, η γενναιόδωρη μεγάλη περιοχή όπου μπορεί να διαπρέψει ακόμα και ο μέτριος, ακόμα και ο λιγότερο χαρισματικός, ακόμα και ο πλέον αναίσχυντος μπεκρής. Κι ακόμα, είναι το εφαλτήριο για μια κουτσή-στραβή σταδιοδρομία στις εφημερίδες, φέρ’ ειπείν, ή στο ραδιόφωνο. Πώς θα μπορούσε ο εξαχρειωμένος μέθυσος να κάνει καριέρα ως χειρουργός, ως οδοντίατρος, ως φαρμακοποιός; Θα κατέληγε στην «ψειρού». Απεναντίας, στον Θαυμαστό Γενναίο Κόσμο των Γραμμάτων και των Τεχνών δύναται επί δεκαετίες να ξεγελάει ακόμα και σοβαρούς εκδότες και να εκπονεί ατιμωρητί μεταφράσεις ογκωδέστατων μυθιστορημάτων, βιογραφιών, κοινωνιολογικών πονημάτων. Επιπροσθέτως, να εκδίδει τα δικά του ελεεινά και τρισάθλια αποκυήματα του πιωμένου πνεύματός του, ίσως και να φτάνει σε απόσπαση αναπνοής από ποικίλες βραβεύσεις, αλλά, ευτυχώς, όζει η αναπνοή του, ζέχνουν τα χνώτα του, και είναι τόσο τύφλα την κατάλληλη στιγμή, ώστε ξεχνάει να κάνει τα τρία-τέσσερα τηλεφωνήματα που θα του εξασφάλιζαν το Βραβείο Μετάφρασης, επί παραδείγματι, τρεις-τέσσερις φορές έως τώρα. Υπάρχει δικαιοσύνη!

Εν παρανθέσει: έχει διατυπωθεί η άποψη, όχι και τόσο στερούμενη ερεισμάτων, ότι οι ΓΙΜ και ΦΦΦ δεν είναι δυνατόν να εκπονούν οι ίδιοι τις μεταφράσεις που οι δελεασμένοι εκδότες τους αναθέτουν, αλλά πληρώνουν άλλους, «νέγρους» τους λένε στη λογοτεχνική αργκό, να τις περαιώσουν, ή ότι γοητεύουν αφελείς, πλην πεπαιδευμένες, δεσποινίδες και τις βάζουν να κάνουν τη δουλειά. Το επιχείρημα, εν προκειμένω, είναι ότι οι ΓΙΜ και ΦΦΦ, πέραν του ότι είναι καταφανώς αμαθείς, ατάλαντοι, και άσχετοι, είναι μονίμως μεθυσμένοι στις μπάρες άθλιων καπηλειών, δαπανώντας ανενδοίαστα το χρόνο (τον δικό τους, και, αλίμονο!, των άλλων), συνεπώς αποκλείεται να έχουν οι ίδιοι μοχθήσει για τις μεταφράσεις που υπογράφουν. Εξάλλου, ο μόχθος δεν είναι του γούστου τους και όπως λένε, ακόμα και οι ίδιοι, «δεν είναι για τα δύσκολα». Κάποιοι, ίσως πιο οξυδερκείς, έχουν προβάλει το σεβαστό επιχείρημα ότι οι μεταφράσεις που υπογράφονται από τους ΓΙΜ και ΦΦΦ έχουν όντως εκπονηθεί από τους ίδιους τους ΓΙΜ και ΦΦΦ διότι βρίθουν μεθυσμένων ανακριβειών, σολοικισμών, άθλιων ελληνικών. Κλείνει η παρένθεσις, και πάμε παρακάτω.

Οι ΓΙΜ και ΦΦΦ, λοιπόν, συμβάλλουν στην εθνική μας οικονομία και την κυκλοφορία του χρήματος όχι μόνο καταναλώνοντας βιβλία, βινύλια, και σελιλόιντ, όχι μόνον εξαγοράζοντας φιλίες και συντηρώντας ερωμένες, όχι μόνον πλουτίζοντας τις κάβες, τα εστιατόρια, και τα καπηλειά, αλλά και μεταφράζοντας, γράφοντας, παράγοντας ραδιοφωνικές εκπομπές, ακόμα και (αν είναι δυνατόν!!!) διδάσκοντας σε Μεταπτυχιακά Τμήματα Ανωτάτων Σχολών.

Ποικίλες θεωρίες έχουν δει το φως της δημοσιότητας σχετικά με το, άλυτο ακόμη, αίνιγμα του πώς τα καταφέρνουν οι ΓΙΜ και ΦΦΦ. Εικάζουν πολλοί ότι οι ΓΙΜ και ΦΦΦ, πιστοί στα λόγια του Ριχάρδου του Τρίτου («Έτσι, αφού είναι αδύνατον να γίνω κι εγώ εραστής/ και να φχαριστηθώ ετούτο τον ανέμελο καιρό,/ πήρα την απόφαση να γίνω αχρείος και κακός/ και να μισώ τις μάταιες ηδονές της εποχής μας./ Συνωμοσίες έχω στήσει και σχέδια σατανικά/ με προφητείες αβάσιμες, λιβέλους κι όνειρα»), άλλο δεν κάνουν από το να μηχανορραφούν υπέρ του κυνικού εαυτού τους και κατά των ενάρετων, σκορπώντας μέλι εδώ, φαρμάκι εκεί, εμπλέκοντας τους πάντες και τα πάντα σε βρόμικα παιχνίδια, από τα οποία σπεύδουν να αποσυρθούν μόλις κάνουν το δικό τους και την μπάζα τους. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, έρχεται σε αντίφαση με τα επιχειρήματα άλλων, οι οποίοι διατείνονται ότι, απεναντίας, οι ΓΙΜ και ΦΦΦ διόλου δεν μισούν τις «μάταιες ηδονές της εποχής μας», αλλά, εντρυφώντας σε αυτές ασύδοτα, είναι αναγκασμένοι να εργάζονται σκληρά καμιά δεκαριά ώρες ημερησίως προκειμένου να εξασφαλίσουν τα απαιτούμενα για την εν λόγω παράδοση στις κραιπάλες τις υπόλοιπες ώρες. Και ότι, αν σε ορισμένους καμώνονται τους τεμπέληδες και τους τυχοδιώκτες, εντούτοις, κατά καιρούς, απέχουν (προς απέραντη λύπη τους, εννοείται) υποχρεωτικώς από τις κρασοκατανύξεις και τα όργια, προκειμένου να ανταπεξέλθουν στις (βδελυρές γι’ αυτούς, πλην όμως αναγκαίες) επαγγελματικές τους υποχρεώσεις. Μία τρίτη ομάδα αναλυτών τείνει προς την άποψη ότι οι ΓΙΜ και ΦΦΦ έχουν, μυστηριωδώς, καταφέρει να εξασφαλίσουν την υποστήριξη ισχυρών μαικήνων, οι οποίοι, για λόγους ανεξιχνίαστους εισέτι, τους παρέχουν τα πάντα, υποκύπτοντας στην σατανική τους γοητεία. Σ’ αυτό αντιτείνουν άλλοι ότι είναι αδύνατον να διαθέτουν γοητεία, έστω και σατανική, μπεκρήδες και αγύρτες τύποι σαν τους ΓΙΜ και ΦΦΦ. Άλλωστε, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο Ηράκλειτος μπόρεσε να αποφανθεί, «αμαθίην γαρ άμεινον κρύπτειν, έργον δε εν ανέσει και παρ’ οίνον», ήτοι καλύτερα είναι να κρύβει κανείς την παλαβομάρα του, αυτό είναι όμως δύσκολο στην κραιπάλη και στη μέθη. Συνεπώς, είναι προσωρινά και μόνον δυνατόν να ασκούν, σε ανθρώπους νουνεχείς, γοητεία οι ΓΙΜ και ΦΦΦ.

Ορισμένοι, ευτυχώς ελάχιστοι, που δεν κάνουν τον κόπο να κρύψουν μια κάποια εύνοια προς διαφόρους ΓΙΜ και ΦΦΦ, έχουν κατά καιρούς επικαλεστεί το φημισμένο πια απόσπασμα μιας επιστολής: «Όποιος θα ’βλεπε τα γράμματά μας , τιμημένε μου σύντεκνε, θ’ απορούσε πολύ, γιατί τη μια φορά θα του φαινόταν πως είμαστε άνθρωποι σοβαροί, δοσμένοι ολάκεροι σε πράγματα τρανά, που δε μπορεί στα στήθια μας να ξεπηδήσει κάποια σκέψη χωρίς να ’χει απάνω της ευπρέπεια και μεγαλοσύνη. Στερνά, όμως, μόλις γύριζε φύλλο, θα του φαινόταν πως είμαστε επιπόλαιοι, άστατοι, λάγνοι και δοσμένοι σε πράγματα κούφια. Τούτος ο τρόπος να πορευόμαστε, αν φαίνεται σε κάποιον ντροπιαστικός, σε μένα φαίνεται αξιέπαινος, γιατί μιμούμαστε τη φύση που είναι άστατη. Κι όποιος μιμείται τη φύση δεν μπορεί να κατηγορηθεί». Αλλά αυτοί οι κύριοι, που ποιος ξέρει γιατί, δείχνουνε εύνοια προς διάφορους ΓΙΜ και ΦΦΦ, οι οποίοι ΓΙΜ και ΦΦΦ άλλο δεν κάνουν απ’ το να πίνουνε ολοταχώς σαν Νορβηγοί ναύτες, να βραχνιάζουν τραγουδώντας, να καταστρέφουν τους γευστικούς των κάλυκες καπνίζοντας αρειμανίως, να καταστρέφουν εκδότες, να «καπελώνουν» ροκ συγκροτήματα γράφοντας ελεεινούς προλόγους, να παίζουν jazz και κλασική μουσική στα ραδιόφωνα διαβάζοντας από κει ρήσεις ποιητών και στοχαστών που δεν τους φταίνε σε τίποτα, να μιλάνε ανερυθρίαστα τη μια για τον Αντώνη Ρεπάνη και την άλλη για τον Τόμας Μαν, να δηώνουν δελεάζοντας δόλιες δεσποινίδες, να επαίρονται για ανύπαρκτες φιλίες, και να αίρονται πίνοντας υπαρκτά ποτά, αυτοί οι κύριοι, λοιπόν, που δείχνουν εύνοια σε τέτοιους ακόλαστους μη κυρίους, και όχι σε ανεπίληπτα ευγενείς δημιουργούς που πνίγουν την απόγνωση και την απελπισία τους σε ωκεανούς ούζου και βόκτας, αυτοί οι κύριοι, κυρίες και κύριοι, φίλες και φίλοι, λησμονούν τεχνηέντως να μας πουν ότι το εν λόγω φημισμένο απόσπασμα προέρχεται από την πένα του Νικολό Μακιαβέλι, του πρώτου διδάξαντος των ΓΙΜ και ΦΦΦ. Κάθε σχόλιο περιττεύει!

Συνοψίζοντας: οι ΓΙΜ και ΦΦΦ είναι χρήσιμοι καθόσον συμβάλλουν, ακουσίως, διά του αρνητικού και ως παραδείγματα προς αποφυγήν, στην χρηστοήθεια και στην κοινωνική νουνέχεια και νηφαλιότητα. Επίσης, συμβάλλουν, ακουσίως και πάλι, στην οικονομική σταθερότητα και ευρωστία της χώρας μας (και κάθε χώρας, μιας και τέτοιοι υπάρχουν σε κάθε χώρα). Ενδεχομένως να συμβάλλουν και στην νοητική βελτίωση ενός εκάστου εξ ημών, καθόσον πλουτίζουν την ρητορική μας δεινότητα όταν βρισκόμαστε στην ανάγκη να εξαπολύουμε συντονισμένα πυρά εναντίον τους. Ωστόσο, μ’ όλη τους τη χρησιμότητα, είναι καλό να τους αποφεύγουμε με κάθε τρόπο, γνωρίζοντας ότι είναι αγνώμονες, αχάριστοι, και ασεβείς.

21 σχόλια:

George-Icaros Babassakis είπε...

Λόγω σούρας (τι άλλο;) έχουμε υποπέσει σε ένια λαθάκια. Ήτοι, όπου "ή μη μόνον" διάβαζε "ει μη μόνον", όπου "εν παρανθέσει" διάβαζε "εν παρενθέσει", και, τέλος, όπου "βόκτας" (!!!) διάβαζε, βεβαίως, "βότκας".

Ανώνυμος είπε...

Κλαπ, κλαπ. Τι λόγος συγκινητικός, τι επιχειρήματα. Τι πνεύμα, τι ευγενής εστέτ απόσταση. Τι περιφρόνηση των μικροαστικών αρετών, όπως η μετριοφροσύνη-αυτά είναι για τους υποκριτές.

Κυρίες και κύριοι ένορκοι, αθώος ο κατηγορούμενος ΓΙΜ. Στην πραγματικότητα είναι ένας μάρτυρας, ένας σταυροφόρος. Βαθιά παρεξηγημένος, κάποιος του οποίου η εκλεκτική συγγένεια με τα μεγάλα πνεύματα ποτέ δεν αναγνωρίστηκε-γιατί βέβαια, απλώς δεν έκανε τα τηλεφωνηματα που έπρεπε, τόσο λίγο τον ένοιαζε.

I don't think so, man.

lakis είπε...

Οι Γ.Ι.Μ. και οι Φ.Φ.Φ. είναι συμπτώματα, αλλά ίσως και αναγκαία κακά στο σύγχρονο κόσμο (μας). Μέρα καλή

Ανώνυμος είπε...

Οι άνθρωποι μετατρέπουν πολύ εύκολα την αδυναμία τους να χαρούν τη ζωή σε κριτική για τα «λάθη» των άλλων. Και όσο μεγαλύτερη η αδυναμία τόσο πιο πολλά τα λάθη.. των άλλων! Η «κριτική» αυτή (που η άσκηση της κρίνεται επιβεβλημένη, επενδεδυμένη με τα πλέον ευγενή κίνητρα όπως η αποκατάσταση της αλήθειας, η διόρθωση κάποιων κακώς κειμένων, η «τιμωρία όσων έσφαλαν»), αποτελεί στην πραγματικότητα ένα αναγκαίο αντιστάθμισμα της συναισθηματικής τους φτώχειας και της συνακόλουθα χαμηλής τους αυτοεκτίμησης. Θέλουν να κερδίσουν σε αυτοεκτίμηση, όχι όμως προσπαθώντας να γίνουν καλύτεροι αλλά αναλωνόμενοι στο να δυσφημίσουν τους άλλους, στο να κατασκευάσουν την αρνητική εικόνα των άλλων. Οι άλλοι είναι χειρότεροι από εμάς άρα.. εμείς είμαστε καλύτεροι! Με αυτόν τον τρόπο τα σιχαμερά, σερνόμενα ερπετά του σκότους μετατρέπονται (στο μυαλό τους) σε υπέροχα, σε αξιαγάπητα πλάσματα. Επί της ουσίας βέβαια τίποτα δεν αλλάζει, εφόσον οι ίδιοι δεν αλλάζουν ούτε κατ’ελάχιστο. Το δυσάρεστο συναίσθημα της απροσδιόριστης δυσφορίας παραμένει και μάλιστα εντονότερο. Όχι σπάνια η «καλοπροαίρετη» κριτική τους περιλαμβάνει ακόμα και ανθρώπους που (υποσυνείδητα) θαυμάζουν, ανθρώπους που έχουν κατακτήσει αυτό που οι ίδιοι τόσο πολύ ποθούν (και τόσο πολύ στερούνται): τη χαρά της ζωής. Υποσυνείδητα τους θαυμάζουν, όμως συνειδητά τους φθονούν. Τους φθονούν γιατί εκείνοι, εν αντιθέσει με αυτούς, κατάφεραν μέσα από τη δουλειά τους, με εντιμότητα και χωρίς συμβιβασμούς, χωρίς να δημιουργήσουν προβλήματα σε άλλους ανθρώπους να σταθούν στα πόδια τους και να απολαμβάνουν τη ζωή. Οι ίδιοι μπορεί να κοπίασαν για να αποκτήσουν χρήματα, καλές δουλειές, όνομα, εξουσία, οικογένεια, μπορεί και να τα απέκτησαν, όμως στο τέλος τι απόμεινε; Στιμμένα, άψυχα, γεμάτα μίσος, δειλά ανθρωπάκια. Η κριτική τους είναι η κριτική όσων στερούνται στέρεες πεποιθήσεις, η κριτική των δειλών, η κριτική της κουκούλας. Ποτέ δε θα μπορούσαν πρόσωπο με πρόσωπο, κοιτώντας τον άλλο στα μάτια να πουν όσα βρωμερά εκστομίζουν με χίλιους δύο υπόγειους τρόπους. Η κριτική τους έχει λογική βάση, υπό την έννοια ότι ανταποκρίνεται σε κάτι υπαρκτό, όμως είναι πάντα άστοχη. Αστοχεί γιατί αποφεύγει συστηματικά το ουσιώδες. Εστιάζει διαρκώς στο δευτερεύον και το ασήμαντο αναζητώντας απεγνωσμένα το «λάθος» που θα τη δικαιώσει. Αναγάγει το Τίποτα σε Πρώτο Θέμα, είναι η κριτική του «λέμε για να πούμε», η κριτική που «διυλίζει των κώνωπα και καταπίνει την κάμηλο». Δεν εκπορεύεται από κάτι καλό ούτε και βέβαια στοχεύει σε κάτι καλό. Είναι η κριτική του Τίποτα, για το Τίποτα από το Τίποτα. Ο λόγος της γίνεται εύκολα αντιληπτός από τη μικροψυχία, τον φανατισμο και το μίσος που αποπνέει.

Αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν αίσθηση των λειτουργιών της ζωής στη πληρότητά της, των αναπόφευκτων συγκρούσεων, διαψεύσεων, ανασχέσεων, λαθών κλπ με τα οποία αυτή είναι συνυφασμένη. Είναι προσκολλημένοι σ’ένα μηχανιστικό πρότυπο ζωής σύμφωνα με το οπόιο ο άνθρωπος θα πρέπει να κατέχει όλες τις αρετές και να είναι «αλάνθαστος», να λειτουργεί δηλαδή σαν ένα καλοκουρδισμένο, άψυχο ρομποτάκι. Είναι ανίκανοι για οτιδήποτε καλό κι όμως (στην πραγματικότητα, και γι’αυτό) δεν ανέχονται ούτε συγχωρούν λάθη (των άλλων!) . Έτσι καταλήγουν πάντα φανατικοί υποστηρικτές της αρετής.. (που οι άλλοι στερούνται). Είναι φοβισμένοι και πονηροί. Δεν μπορούν να ανταποκριθούν αυθόρμητα σε μία υγιή ανθρώπινη δομή γιατί αυτή είναι αντιφατική, μυστήρια, γιατί δεν ανταποκρίνεται στο μηχανιστικό τους πρότυπο, γιατί δεν ανταποκρίνεται στην ακαμψία της δικής τους -γεμάτης μίσος-μουμιοποιημένης ύπαρξης. Στο μυαλό τους η χάρα είναι το απόλυτο ιδανικό που δεν μπορούν να φτάσουν (και όχι μία διαδικασία ξεδιπλώματος, ζωντανέματος όσων σε εμβρυακή μορφή βρίσκονται μεσ’τον άνθρωπο). Αυτό τους πικραίνει και τους γεμίζει με μίσος. Μισούν τη ζωή και μισούν όσους χαίρονται και αγαπόυν τη ζωή. Το μίσος τους είναι καζάνι που βράζει. Από δέκα πράγματα που μπορεί ν’ακούσουν θα κρατήσουν το πιο ασήμαντο αν αυτό τους δώσει τη δυνατότητα να εκτονώσουν το μίσος τους (μέσα από «κοινωνικώς αποδεκτα» κανάλια). Έιναι ανίκανοι να δημιουργήσουν ζωή και γι’αυτό (όπου τους επιτρέπεται) προσπαθούν να την καταστρέψουν. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να αισθανθούν ότι υπάρχουν. Αντί για τη σοβαρή δουλειά μέσα στον εαυτό τους που θα μπορούσε να αποτινάξει τη βρωμιά από πάνω τους και να τους ανυψώσει πραγματικά προτιμούν να σπαταλήσουν τη ζωή τους φθονώντας και ζώντας παρασιτικά

Ανώνυμος είπε...

Α ν ω ν υ μ ε / -η,
οι άλλλοι "ποτέ δεν θα μπορούσαν πρόσωπο με πρόσωπο, κοιτώντας τον άλλο στα μάτια να πουν όσα β ρ ω μ ε ρ ά εκστομίζουν με χίλιους δυο υ π ό γ ε ι ο υ ς τρόπους". Να το δεχτώ! Το δικό σχόλιο όμως γιατί είναι ανυπόγραφο;;;

Οι άλλοι στους οποίους τόσα καταλογίζεις και τους οποίους φαίνεται να γνωρίζεις (αφού περιγράφεις τόσο παραστατικά την άθλια και άχαρη ζωή τους) είναι δειλά ανθρωπάρια. Να το δεχτώ! Η δική σου τόλμη όμως πώς καταδεικνύεται;;;

ΙΩΑΝΝΗΣ ΞΕΝΙΔΗΣ είπε...

Μοναδικός λόγος για να βρίσω στο διαδίκτυο είναι η λογοκρισία.Λογοκρισία εδώ μέσα δεν έχω καταλάβει ακόμα.Ο καθένας από εμάς έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του.Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο Θεωρώ ακατανόητες τις προσωπικές επιθέσεις.

Καλησπέρα, Ίκαρε.

Ανώνυμος είπε...

Όποιος απολαμβάνει τη ζωή του δεν έχει κανένα λόγο να αποδείξει τίποτα και σε κανένα (ούτε έχει λόγο να αναλώνεται σε άγονες αντιπαραθέσεις). Ζει τη ζωή του και αυτό του είναι αρκετό.
Αυτά που έγραψα δεν αφορούν κανέναν προσωπικά. Διατύπωσα απλώς κάποιες σκέψεις. Αν βρουν έδαφος ας φυτρώσουν, αν όχι ας τις πάρει ο αέρας

Ανώνυμος είπε...

"[...] μπορείς να μπεις σ' όποιο ταβερνάκι θέλεις και να παραγγείλεις ένα καλό τσίπουρο, να ζεσταθεί το κόκκαλό σου, μόνο που δεν πρέπει να το παρακάνεις, γιατί άμα το παρακάνεις, σου γίνεται κακό συνήθειο, και από το κακό συνήθειο έρχεται ο εκπεσμός, τόσο ο σωματικός όσο και ο ηθικός του πάσα ενός, και άμα σε πάρει η μοιραία κατηφόρα από έκλειψη καλής διαγωγής απ' όλες τις απόψεις, δεν υπάρχει κανείς του κανενός να σε σώσει για να μην καταλήξεις ένα ρυπαρό ανθρώπινο σκουπίδι, και κανείς δεν θα σου τείνει χείρα βοηθείας, για να σε βγάλει από το βόρβορο όπου κυλιέσαι, ακόμα και αν ήσουνα αητός στα νιάτα σου και έτρεχες και πετούσες στις κορφές των πιο ψηλών βουνών, μα σαν γεράσεις πέφτεις στα χαμηλά σαν λαβωμένο βομπαρδιστικό που έπαθε βλάβη ο ηθικός του κουνητήρας [...]."

Ανώνυμος είπε...

σωστός ο άνωθεν

Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος είπε...

[Απορίες διαβάζοντας τα σχόλια]
Μπορώ να κατανοήσω τη διάθεση της κυρίας Λάγιου να υπερασπιστεί τη μνήμη του αδελφού της, εφόσον θεωρεί ότι θίγεται από τις αναφορές του Ίκαρου – αν και δεν την κατανοώ πλήρως, επειδή, συν τοις άλλοις, παρόμοιες αναφορές περιλαμβάνονται και στην «Έρημη γη» του Ηλία Λάγιου (ακόμη και στο οπισθόφυλλο), η οποία βέβαια κυκλοφόρησε πολλά χρόνια πριν απ’ τον θάνατο του ποιητή και φυσικά εν γνώσει του. Με τίποτα όμως δεν μπορώ να κατανοήσω την αντίδραση όλων αυτών που γράφουν, παρακολουθούν, μελετάνε και ξαναγράφουν εναντίον του Ίκαρου – κι είναι δύσκολο να απαντήσεις σε κάποιον αν δεν κατανοείς τα κίνητρά του ή τους σκοπούς του.
Πρόκειται άραγε για ανθρώπους που παρακολουθούσαν από καιρό το blog του Μπαμπασάκη και μόλις τώρα (χάρη στην κυρία Λάγιου) ανακάλυψαν τι ποταπός και ουτιδανός είναι, οπότε ένιωσαν εξαπατημένοι και προσβεβλημένοι και, γι’ αυτό, αντιδρούν τόσο υπερβολικά;
Πρόκειται για άτομα που έχουν βρει στο πρόσωπο του Ίκαρου τον άνθρωπο που αγαπάνε να μισούνε, καθώς λέγεται, και δεν μπορούν να ξεκολλήσουν (παρόλο που τους χαλάει);
Ή μήπως πρόκειται για θαυμαστές και υπερασπιστές του έργου και της προσωπικότητας του Ηλία Λάγιου που ψάχνουν στο Google και εντοπίζουν και την παραμικρότερη αναφορά στο όνομα του αγαπημένου τους ποιητή και τρέχουν αμέσως να ξιφουλκήσουν εναντίον των βέβηλων; Γιατί τότε, αναρωτιέμαι, κανείς απ’ αυτούς δεν πέρασε κι από το δικό μου blog τότε που έγραψα για τον Λάγιο να με συγχαρεί για τα καλά μου λόγια ή, έστω, να με βάλει κι εμένα στη θέση μου για τις αστοχίες μου;

Ανώνυμος είπε...

Πωπώ τζέρτζελο, αδελφοί!
Δεν σας παρακολούθησα απ' την αρχή (παίρνουμε πού και πού διακοπές από το ιντερνέτι), όμως, προσπαθώντας τώρα να τραβήξω κάνα νήμα, παρατηρώ ότι, με αφορμή μια ενυπόγραφη και απ' όσο φαίνεται δίκαιη διαμαρτυρία της Μαρίας Λάγιου για το παραπειστικό των δημόσιων διαβεβαιώσεων του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη όσον αφορά τη φιλία του με τον εκλιπόντα αδελφό της, τον ποιητή Ηλία Λάγιο, η κουβέντα καταποντίστηκε, ως συνήθως, στον συνηθισμένο αφορισμό της κάθε, επώνυμης και ανώνυμης, κριτικής: "Η διαμαρτυρία σας, κυρία Λάγιου, η κριτική σας, κύριοι ανώνυμοι ή επώνυμοι, είναι άκυρες, γιατί είναι κακόβουλες, είναι κακόβουλες γιατί κατά βάθος με φθονείτε, και με φθονείτε γιατί εγώ ξέρω να ζω, ενώ εσείς δεν". Κλασικό: η κριτική ήταν ανέκαθεν αφόρητη, γι' αυτό και πάντα κρίνεται μοχθηρή απ' όποιον την τρώει κατακέφαλα! Κακόβουλος, μικρόψυχος, ζηλόφθονος ο κριτής, δε χωράει αμφιβολία, κάθεται και μας τα χώνει, γιατί δεν μπορεί να τον... κτλ σε μια γκομενίτσα, τη συνοδεία κράσου, βότκας, βουίσκυ ή τεκίλας, το άπαν, η Εδέμ ! Ψοφάω!
Προσωπικά, δεν ξέρω πολλά για τον βίο και την πολιτεία του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη, να δεχτώ λοιπόν αυτά που βεβαιώνει ο ίδιος ή οι ανώνυμοι "φίλοι" του, δηλαδή πάλι ο ίδιος: απολαμβάνει τη ζωή, παίδες, ξέρει να ζει, μαζί και η ελίτ των happy few του, είναι η ενσάρκωση του χαρμόσυνου βίου, μην το ψάχνουμε! Οι άλλοι, οι πικρόχολοι, ζουλεύουνε! Άλλη δουλειά λοιπόν και έγνοια δεν έχουν αυτοί οι ξοφλημένοι, οι ξενέρωτοι που μισούν την ευτυχία των αλλονών, απ' το να του χαλάσουν εκεινού τη ζαχαρένια του, δεν την πτοούν όμως τη ζαχαρένια του, τόση είναι η ευτυχία που τον εναγκαλίζεται!
Ευτυχή τα παιδικά του χρόνια (του κάναν όλα τα χατίρια σε χρόνο dt), ευτυχή τα νιάτα του (τον λάτρευε ο Καρούζος, λάτρευε τον Ντεμπόρ, τον Κολτρέιν, τον Μπρετόν, τη Μέρυλιν, τον Μαρξ, τον Μπουκόσφκι, τον Μπαχ, τον Ρεπάνη, τον Σαίξπηρ, τον Ναμπόκοφ, τον Ντύλαν, λατρεύει τον Ανεστόπουλο, τον Πουλάκο, και καμιά χιλιάδα άλλους, όντας δύσκολος, ραφινέ και επιλεκτικός). Ευτυχής στην οικογένεια (τον λατρεύει η μαμά του και τ' αδέλφια του). Ευτυχής στον επαγγελματικό του βίο (λατρεύει τη δουλειά του, λατρεύει να γράφει, λατρεύει το ραδιόφωνο, λατρεύει τη μετάφραση, απόδειξη ότι βρίσκεται επί 60 ή 70 μεταφράσεις σε απόσταση αναπνοής από το Κρατικό Βραβείο, τρία τέσσερα τηλεφωνάκια που αρνήθηκε αγέρωχα να κάνει του το στέρησαν, αλλά σιγά μην ενδώσει σε τέτοιους άθλιους συμβιβασμούς αυτός ο άτεγκτος, άστε που αν τυχόν το αποσπάσει, έτσι που το 'θεσε σε κάποια ανάρτηση μου φαίνεται, θα ομολογήσει ξεπούλημα στους ξεπουλημένους! Καλύτερα τιμημένος και αβράβευτος, παρά τέτοια ξεφτίλα!)
Ευτυχής φαλσταφικός γλεντζές και πότης, αρειμάνιος καπνιστής με φίλτρο ή χωρίς (λατρεύει το οινόπνευμα που του το ανταποδίδει πλουσιοπάροχα, όχι γιατί τον κατατρύχει αίσθημα ματαίωσης, μην νομίζετε, αλλά γιατί το πιοτί είναι μαζί με το σεξ, η πιο μάγκικη, τσίφτικη, λεβέντικη απόλαυση της ζήσης, άστε που δεν υπάρχει άλλο έναυσμα για την ποίηση, αν δεν γίνεις ντέφι, αν δεν κάνεις τη γύρα σου, αν δεν σε σύρουν μεσοπεθαμένο από τα "ποτοσχολαστήρια", δεν αποδίδεις λογοτεχνικώς, είναι γνωστό), ευτυχής φίλος (περιστοιχίζεται από πιστά, σταθερά, αμετακούνητα συντρόφια ). Ευτυχής εραστής (λατρεύει ως Δάντης, λέει, τις λατρεμένες Βεατρίκες του, όλες "καυτά και μονογαμικά!", και αυτές τον καταλατρεύουν άλλο τόσο, μην αμφιβάλλουμε). Άστε που λατρεύει να λατρεύει! Ευτυχής θνητός, πώς το λένε! Άντε τώρα να κλονίσεις μια τέτοια ευδαιμονία! Γίνεται; Δε γίνεται!
Είναι επίσης γνωστό ότι η αψεγάδιαστη ευτυχία οδηγεί στον βαρβάτο προβληματισμό, στον στοχασμό: " Γιατί άραγε να είμαι εγώ τόσο ευτυχής; γιατί οι άλλοι δεν τα καταφέρνουν; πώς να μοιραστώ με τον στερημένο συνάνθρωπο τα κλειδιά του επίγειου παραδείσου; " κτλ, κάτι που ξυπνάει φιλάνθρωπα συναισθήματα και που εμπνέει, αυτό πού το βάζετε; μεγάλη ποίηση (γνωστό επίσης, όλα τα μεγάλα έργα γράφτηκαν σε τσακίρ κέφι).
Καμιά αντίρρηση. Μπορεί ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης να θεωρεί άθλιο τον βίο ημών των υπολοίπων, των αγάμητων, των απότιστων και ατάιστων, συνώνυμο της απόλυτης αθλιότητας, μπορεί εμείς οι αγάμητοι, οι απότιστοι και ατάιστοι να μη θέλουμε ν' ανταλλάξουμε τα χάλια μας με τη δική του "ευτυχία" ούτε με σφαίρες, αλλά, πώς να το κάνουμε, περί ορέξεως κολοκυθόπιτα.
Ας τα δεχτούμε λοιπόν όλα αυτά και ας δεχτούμε ότι οι προθέσεις μας είναι ποταπές όσο δεν πάει, τα κίνητρά μας φαύλα και οικτρά.
Δεν είναι όμως εκεί το θέμα. Κι έτσι που παρεκτραπήκαμε και που εκτράπηκε, εσκεμμένα, η κουβέντα, το χάσαμε το θέμα. Βλέπουμε το δέντρο που κρύβει, επίτηδες, το δάσος.
Το θέμα που, απ' ό,τι έπιασα, τέθηκε εδώ είναι εάν αυτές οι -υποκειμενικές- ποταπές προθέσεις, αυτά τα -υποκειμενικά- φαύλα κίνητρα, στηρίζονται σε αντικειμενικές) αλήθειες. Αντίθετα από εμάς, τους μη γράφοντας, τους άμουσους κομπλεξικούς, που δεν πιάνουμε την πένα παρά για να ξεράσουμε χολή στα μπλόγκια, ο γράφων δημόσια, όταν δεν κάνει fiction, όταν περιγράφει facta, όταν επικαλείται αυτοβιογραφικά βιώματα, ντοκουμέντα, μαρτυρίες, οφείλει στους αναγνώστες του μια κάποια εντιμότητα, μια μη παραπλανητική, μη αποπροσανατολιστική καταγραφή της πραγματικότητας. Μας οφείλει, πώς να γίνει; την αλήθεια.
Ανακεφαλαιώνω για να κλείσω, τα πολλά λόγια είναι φτώχεια.
Ήταν λοιπόν αλήθεια αυτά που μας διηγήθηκε για την ατράνταχτη και αμοιβαία φιλία του με τον Λάγιο ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης; ναι; όχι; Του στεκόταν, πώς το είπε; "εύελπις και κιχώτης"; Πότε; Ως πότε; Και μετά; Αν όχι, αν παραχάραξε την ιστορία, ποια τα δικά του κίνητρα; Ήταν άραγε άδολα τα δικά του κίνητρα; Μήπως δεν ήταν; Ποιες οι συνειδητές ή οι ασύνειδες προθέσεις του; Πόσες άλλες φορές μπορεί να έχει επιστρατεύσει ανάλογη τακτική με ανάλογα κίνητρα; Πόση εμπιστοσύνη μπορεί να έχουμε στα λεγόμενά του; Γιατί αυτός είναι που γράφει και επηρεάζει. Είναι συνεπώς οι δικές του προθέσεις, κι όχι οι δικές μας, που μετράνε.

Ανώνυμος είπε...

Αγαπητέ κύριε Γιαννακόπουλε,

γιατί να καταφερθεί κανείς εναντίον σας; Απ' όσο γνωρίζω, είστε ο μόνος που καταθέσατε, και μάλιστα λίαν ενωρίς, ένα εξαίρετο κείμενο για το κορυφαίο έργο του Ηλία Λάγιου, "Ο Άνθρωπος από τη Γαλιλαία". Μιλώ για το κείμενο "Ο ποιητής, ο Ιησούς και η τραγωδία της κτίσης". Εν αντιθέσει με άλλους που, νομίζοντας ενδεχομένως ότι του περιποιούν τιμήν, αναρτούν στο Διαδίκτυο κάτι μέτρια, κατά τη γνώμη μου, στιχουργήματα του τύπου 'Άντε γαμήσου και χάσου, πουτανίτσα φτιαγμένη στο Γέηλ" ή εσχάτως τους "Σκλάβους Σουρωμένους". Κάθε ποιητής έχει τις κακές του στιγμές, όμως οι αναγνώστες που γνωρίζουν την ποιητική διαδρομή του Λάγιου μπορούν να βεβαιώσουν ότι από ένα σημείο και μετά, μετά δηλαδή τις "Συνεστιάσεις" κ,τ,ό.,παρόμοια στιχουρχήματα απουσιάζουν παντελώς από το πλούσιο ποιητικό έργο του. Απαράμιλλα βιβλία, όπως η "Πράξη Υποταγής" και ο "Φεβρουάριος 2001" μαρτυρούν έναν Λάγιο βαθιά ανθρώπινο, ώριμο και αυθεντικό, που πορεύεται πλέον μόνος, ελέγχοντας όσο λίγοι τα μέσα της τέχνης του.

Αυτός ο Λάγιος είναι που μας συγκινεί και αυτόν υπερασπιζόμαστε, εγώ αλλά και οι λοιποί, θέλω να πιστεύω, συμμετέχοντες στην έριδα.Τουλάχιστον εγώ αυτό συνήγαγα από ορισμένα τουλάχιστον σχόλια.

Με εκτίμηση, Δ.Μ.

Ανώνυμος είπε...

τί δυστυχία, η ευτυχία!
διατείθεται και σε εναίσιμο
εναιώρημα δια πλύσεις στομάχου-
κάτι εδράζει λεν εκεί κάτω.

εργολαβία ευφροσύνης,
babasuckis & c.i.a.

Ανώνυμος είπε...

Συμφωνώ απολύτως με τον άγνωστό σ΄εμένα Δ.Μ. και αναρωτιέμαι γιατί τάχα ο Γ.Ι.Μ., στο ΑΝΤΙΟ ΠΑΙΔΕΣ επέλεξε να αναρτήσει το μετριότατο σκώμμα "Σκλάβοι Σουρωμένοι" και όχι λόγου χάρη τον εξαίσιο "Γαλάζιο Τάφο", που του είναι άλλωστε αφιερωμένος; Κι ας μην βγει, κατόπιν εορτής, και μας πει ότι το έκανε από μετριοφροσύνη, γιατί μόνον αυτή δεν διέπει τις απαντήσεις του πρωτίστως προς τη Μαρία Λάγιου και δευτερευόντως προς εμάς τους υπολοίπους.

Εκ πεποιθήσεως ΑΝΩΝΥΜΟΣ

Ανώνυμος είπε...

Αγαπητέ κ. Γιαννακόπουλε,

προσωπικά δεν σας γνωρίζω, ούτε έτυχε να διαβάσω ποτέ κάτι δικό σας και λυπάμαι ειλικρινά γι' αυτό.
Σχετικά όμως με το σχόλιό σας εδώ, θα είχα να κάνω ένα-δυο σχόλια κι εγώ.
Οποιος διαλέγει να δημοσιεύει, δηλαδή να εκτίθεται δημόσια, πρέπει να είναι έτοιμος εκτός από τους επαίνους, ενίοτε και τα φράγκα, να εισπράτει και τις αρνητικές κριτικές (καλοπροαίρετες και κακοπροαίρετες). Κατανοώ ότι μια αρνητική κριτική δεν ευχαριστεί ποτέ αυτόν που την εισπράτει. Αλλά είναι μέσα στο παιχνίδι.
Ο χιλιοταλαιπωρημένος αναγνώστης (μιλάω γενικά, και όχι ειδικά για τον αναγνώστη του Μπαμπασάκη) για χρόνια ήταν υποχρεομένος να διαβάζει τόσα και τόσα και να μην μπορεί να πει τι γνώμη του, παρά μόνο στους κοντινούς του φίλους ενδεχομένως, για αυτά που διάβασε -καλά και κακά. Το ευλογημένο διαδίκτυο (με τα όποια κακά του) έδωσε επιτέλους στον αναγνώστη τη δυνατότητα να πει τη γνώμη του, όποια βαρύτητα κι αν έχει ή δεν έχει αυτή η γνώμη. Όλοι όσοι μέχρι τώρα μόνο αγόραζαν βιβλία, περιοδικά και εφημερίδες, τώρα μπορούν και να πουν τη γνώμη τους.
Και καθώς την λένε όχι σε ένα δημόσιο μέσο (προσοχή εδώ), αλλά σε ένα διαδικτυακό καφενείο (με την καλή έννοια) δεν είναι υποχρεωμένοι αυτοί ούτε επώνυμοι να είναι ούτε να μας ανοίγουν τα χαρτιά τους. Την υποχρέωση αυτή την έχει ο από δική του ελεύθερη επιλογή επώνυμος συγγραφέας.
Και ο Μπαμπασάκης είναι τέτοιος, και εδώ ελέγχεται για ένα (τουλάχιστον) πασιφανές φάουλ στο οποίο έχει υποπέσει.
Εμείς οι υπόλοιποι μπορεί να έχουμε υποπέσει στον βίο μας σε περισσότερα φάουλ, αλλά δεν κρινόμαστε εδώ. Κρινόμαστε στους χώρους που επιλέξαμε να παίζουμε δημόσια. Ήτοι στη δουλειά μας ή στους χώρους που δημιουργούμε (αν δημιουργούμε) και ζούμε (όσο να'ναι, δεν ξέρει ζει μόνο ο Μπαμπασάκης και η παρέα του σε αυτή τη χώρα)

Από εκεί και πέρα θεωρώ μάταιο, και κατώτερο της ευφυίας όλων μας να προσπαθείτε να τσουβαλιάσετε σε μία κατηγορία όλους τους αναγνώστες-σχολιαστές αυτού του μπλογκ, ευκαιριακούς ή μη. (Σέβομαι απολύτως βέβαια, και σας τιμά, την προσπάθειά σας να υπερασπιστείτε τον φίλο σας, την ίδια ώρα που οι πολυάριθμοι, σύμφωνα με τις δικές του διαβεβαιώσεις, φίλοι του κάνουν τουμπεκί ψιλοκομμένο -ως πιο εχέφρονες ή πιο έμπειροι, ίσως.

Τέλος, και για να είμαι δίκαιος, οφείλω να πω ότι το γεγονός πως ο Μπαμπασάκης έχει αφήσει ανοιχτά τα σχόλια στο μπλογκ του, σε αυτή την συζήτηση που εξελίσσεται σαφώς εις βάρος του, είναι προς τιμήν του, και εγώ προσωπικά το προσμετρώ στα θετικά του.


Με εκτίμηση (προς τον κ. Γιαννακόπουλο)

Νίκος Αποστολίδης
Παγκράτι

Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος είπε...

Ευχαριστώ και τους δύο συνομιλητές, Δ.Μ. και Νίκο Αποστολίδη, για την εκτίμηση με την οποία μου απευθύνουν τα σχόλιά τους και να διευκρινίσω ότι, αν εγώ είμαι εδώ για να υπερασπιστώ τον φίλο μου [είμαστε σε δίκη λοιπόν;], φροντίζω να το κάνω ήπια και με μετριοπάθεια.

Βλέπω όμως ότι, αντιθέτως, όσοι γράφουν εδώ για να υπερασπιστούν τον Λάγιο στρέφονται κατά του Μπαμπασάκη συνολικά με τέτοια εμπάθεια και φανατισμό που αμφιβάλλω αν οι αναγνώστες του μπλογκ θυμούνται ακόμα ότι ο Ίκαρος "ελεγχεται σε αυτή τη συζήτηση για ένα μόνο φάουλ του" (κατά τη διατύπωση του Ν.Α.).

Αυτό περίπου προσπάθησα να επισημάνω στην παρέμβασή μου και γι' αυτό τσουβάλιασα τους σχολιαστές σε τρεις κατηγορίες. Συγγνώμη για το τσουβάλιασμα, αλλά το ύφος και το περιεχόμενο όχι όλων αλλά των περισσότερων σχολίων δικαιολογεί νομίζω τη διατύπωσή μου.

Ανώνυμος είπε...

Για την ακρίβεια του πράγματος εγώ έγραψα:
"για ένα (τουλάχιστον) σφάλμα του"
και όχι για ένα "μόνο" σφάλμα του.

Όπως και να χει, νομίζω ότι το θέμα έχει εξαντληθεί από όλες τις πλευρές και μπορούμε όλοι να προχωρήσουμε σε άλλα, πιο δημιουργικά πράγματα.

Από την μεριά μου δεσμεύομαι ότι δεν θα γράψω τίποτα άλλο.

Ευχαριστώ και τον κ. Μπαμπασάκη για την φιλοξενία στο μπλογκ του, καίτοι διαφωνώ σε όλα όσα έγραψε σχετικά με το επίμαχο θέμα, καθώς και με τον (άκομψο) τρόπο που χειρίστηκε την αρχική παρέμβαση της κ. Μαρίας Λάγιου.

Νίκος Αποστολίδης, Παγκράτι

Ανώνυμος είπε...

Διόρθωση: όπου "σφάλμα", διάβαζε "φάουλ"
στο προηγούμενο σχόλιό μου

Ν.Α.

Ανώνυμος είπε...

Άρτι αφιχθείσα επίσης και κατάπληκτη! Κατάπληκτη από τον τόνο και την ένταση της αντιπαράθεσης, ένθεν κακείθεν, κατάπληκτη επίσης, γιατί συχνά έκανα (και εξέφρασα) σκέψεις συγγενείς με τις ενστάσεις κάποιων τουλάχιστον από τους παρόντες σχολιαστές.
Ας μου επιτραπεί να παρατηρήσω, έστω καθυστερημένα, ότι ο ΓΙΜ ή Φουφουφού ελέγχεται εδώ όχι μόνο για ένα φάουλ, αλλά και για διάφορες -άμεσες ή έμμεσες, ανοιχτές ή κεκαλυμμένες- προπετείς, σαρκαστικές, επιθετικές, άκρως προκλητικές δηλώσεις, που εναλλάσσονται με τις εγκωμιαστικές και γενναιόδωρα θαυμαστικές του.
Δεν μπορώ όμως να μην διαπιστώσω ότι οσάκις ο Γιμ ή Φουφουφού καταλαμβάνεται από αυθεντική οργή, από εκχειλίζον πάθος, δηλαδή από ισχυρά, αληθινά συναισθήματα, θετικά ή αρνητικά, παράγει εξαίρετα κείμενα που εκδιπλώνουν το πηγαίο ταλέντο του. Τέτοιο ευθύβολο, δομημένο και πνευματώδες κείμενο είναι αναμφίβολα το τιτλοφορούμενο "ΓΙΜ & ΦΦΦ".

Ανώνυμος είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.
Ανώνυμος είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.