Leone
Σέρτζιο Λεόνε
Φιλοσοφώντας με τα εξάσφαιρα
Έκανε μόλις εφτά ταινίες μέσα σε είκοσι τρία χρόνια, αλλά και οι εφτά ήταν υπέροχες και είναι πλέον θρυλικές. Ανανέωσε το γουέστερν, ένα είδος με εκατομμύρια θαυμαστές, το υπηρέτησε με τελειοθηρικό πείσμα, ενώ έστειλε στα ύψη της δημοφιλίας, καθιερώνοντάς τον ως πρωταγωνιστή παγκοσμίου βεληνεκούς, έναν έως τότε σχεδόν άγνωστο τηλεοπτικό ηθοποιό δεύτερων ρόλων. Καίτοι δυσφημισμένος σαν «δευτέρας κατηγορίας» εμπορικός σκηνοθέτης, υπέγραψε έργα που σήμερα θεωρούνται στυλιστικά αριστουργήματα, μελετούνται από ειδήμονες, αναλύονται εξονυχιστικά, αλλά και λατρεύονται από ένα νεανικό κοινό που τα ανακαλύπτει εκ νέου. Η συνεργασία του με έναν έξοχο τρομπετίστα της τζαζ και συνθέτη έμεινε στην ιστορία όσο κι εκείνη του Φεντερίκο Φελίνι με τον Νίνο Ρότα. Αίσθηση μεγάλη έκανε η άρνησή του να σκηνοθετήσει μια από τις πιο πετυχημένες ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου, τον «Νονό». Πριν από σαράντα χρόνια μάς πρόσφερε το μείζον σπαρακτικό και πολυδιάστατο φιλμ «Κάποτε στη Δύση», πριν από κοντά οχτώ δεκαετίες είδε το πρώτο φως, και πριν από σχεδόν είκοσι έτη πήρε τις κόπιες του παραμάσχαλα και πήγε να δείξει στα ουράνια πώς εδώ κάτω, στη γη, κάποτε οι άνθρωποι χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες, όπως είπε: σ’ αυτούς με τα γεμάτα πιστόλια και σ’ εκείνους που σκάβουν. Έγινε πασίγνωστος με τη λεγόμενη Τριλογία του Ανθρώπου Δίχως Όνομα, αλλά ο ίδιος είχε, βέβαια, όνομα. Φιλοσοφούσε μέσα από τον κόκορα, την κάνη, και τον μύλο των εξάσφαιρων και τον έλεγαν Σέρτζιο Λεόνε.
Γεννήθηκε στις 3 Ιανουαρίου του 1929, στη Ρώμη και στον κόρφο μιας οικογένειας που δεν έπαυε στιγμή να ομνύει στο σελιλόιντ. Ο πατέρας του, ο Βιντσέντζο Λεόνε, ήταν γνωστός ως σκηνοθέτης βωβών ταινιών, τις οποίες υπέγραφε με το ψευδώνυμο Ρομπέρτο Ρομπέρτι, ενώ η μητέρα του, η Εντβίγκε Βαλκαρέντζι, ήταν ηθοποιός, γνωστή και αυτή με ψευδώνυμο: Μπίτσε Βάλεραν. Το οικογενειακό τους ενδιαίτημα βρισκόταν κοντά στην περιλάλητη, και απαθανατισμένη από τον Φελίνι, Φοντάνα ντι Τρέβι, και ο Λεόνε θυμόταν ότι στα παιδικά του χρόνια έβλεπε τους ανθρώπους να χρησιμοποιούν το νερό της όποτε και όπως το είχαν ανάγκη.
Μεγαλωμένος, λοιπόν, ανάμεσα στις κάμερες, τις μονταζιέρες, τους προβολείς, τα συνεργεία και τους ηθοποιούς, ο Λεόνε δεν θ’ αργήσει να ενδώσει στη μαγεία της Έβδομης Τέχνης. Ήδη από δεκαοχτώ χρονών θα εργάζεται επαγγελματικά στα στούντιο και στα πλατό, κάνοντας κάθε λογής χαμαλοδουλειά, συμμετέχοντας εν συνεχεία στη συγγραφή σεναρίων, κατόπιν έγινε βοηθός σκηνοθέτη, σε ταινίες τόσο κατάφωρα εμπορικές όσο και ποιοτικές, για να φτάσει να αναλάβει την πρώτη δική του σκηνοθεσία μόλις στα 1961, και σε ηλικία 32 ετών. Προηγουμένως είχε την ευκαιρία να ολοκληρώσει το φιλμ «Οι Τελευταίες Μέρες της Πομπηϊας», όταν αρρώστησε ο σκηνοθέτης Μάριο Μπόναρντ. Κι ακόμα, είχε συνεργαστεί στη δημιουργία κάμποσων ταινιών, που έμειναν γνωστές ως «της χλαμύδας» ή «του σπαθιού και του σανταλιού», έπη με αρχαίους Έλληνες ή Ρωμαίους, ή βασισμένα σε βιβλικές ιστορίες, ένα είδος λίαν δημοφιλές την εποχή εκείνη.
Είναι πια γνωστό ότι ο Λεόνε είχε βάλει το μαγικό και φιλόπονο χεράκι του στον «Κλέφτη Ποδηλάτων» του Βιτόριο ντε Σίκα, στον «Τρωικό Πόλεμο» του Ρόμπερτ Γουάιζ, στον «Μπεν Χουρ» του Γουίλιαμ Γουάιλερ, και στα «Σόδομα και Γόμορρα» του Ρόμπερτ Όλντριτς, αποκομίζοντας πολύτιμες εμπειρίες πάνω στη γραμματική και το συντακτικό του σινεμά.
Στα 1961, θα σκηνοθετήσει τον «Κολοσσό της Ρόδου», μία ακόμη εμπορική «χλαμύδα», μια φτηνή παραγωγή που μπόρεσε να περνιέται για χολιγουντιανή υπερπαραγωγή, με ηθοποιούς που, αν εξαιρέσουμε την περικαλλή Λέα Μασάρι, έχουν χαθεί στις λίμνες της λήθης. Και τρία χρόνια μετά, θα έρθει η επιτυχία, και θα μείνει.
Ο Λεόνε διαισθάνεται ότι το γουέστερν, είδος εξάλλου πάντα αγαπητό, μπορεί να του επιτρέψει να τέρψει τον κόσμο αλλά και, συνάμα, να εκφραστεί ο ίδιος καλλιτεχνικά. Και επίσης, ότι θα έχει τη δυνατότητα να πειραματιστεί τόσο με μια εναλλαγή κοντινών πλάνων και μακρινών παρατεταμένων λήψεων, όσο και με ένα εκρηκτικό μοντάζ. Έχοντας στη διάθεσή του… μια χούφτα δολάρια, έχοντας εισπράξει την άρνηση τόσο του Χένρι Φόντα όσο και του Τσαρλς Μπρόνσον να αναλάβουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο, έχοντας κατά νου μια επική γουέστερν τριλογία που θα καθήλωνε τους θεατές, ο Λεόνε προχώρησε ηρωικά στη δημιουργία του πρώτου του, κατ’ ουσίαν, φιλμ που δεν ήταν άλλο από το «Για μια χούφτα δολάρια». Ο σημερινός σινεφίλ δεν εκπλήσσεται πια όταν αντικρίζει στα credits τα παγκοσμίως άγνωστα «αμερικανικά» ονόματα Μπομπ Ρόμπερτσον, Λίο Νίκολς, και Τζόνι Γουέλς. Πρόκειται για τους ξακουστούς πια Σέρτζιο Λεόνε, Ένιο Μορικόνε, και Τζαν Μαρία Βολοντέ!
Το σενάριο είναι πανέξυπνα βασισμένο στο «Γιοζίμπο» του Ακίρα Κουροσάβα, από το 1961, στο σκληρό νουάρ της δεκαετίας του 1930, και ιδίως στον «Κόκκινο Θερισμό» του Ντάσιελ Χάμετ, και στον «Υπηρέτη δύο αφεντάδων» του Κάρλο Γκολντόνι. Μπορούμε κάλλιστα να μιλάμε για ένα πολύ-πολιτισμικό γουέστερν με ιταλική, αμερικανική και ιαπωνική συμβολή. Το φιλμ αγαπήθηκε πάραυτα από το ευρύ κοινό, έκανε εν μια νυκτί διάσημο σ’ όλο τον κόσμο τον Κλιντ Ίστγουντ, αλλά οδήγησε στο να κολλήσει η ρετσινιά του «γουέστερν-σπαγγέτι» στο είδος, και σε μιαν υποτιμητική σύγκριση του Λεόνε με τους κλασικούς Τζον Φορντ και Χάουαρντ Χοκς.
Απτόητος ο επινοητικός Ρωμαίος, συνεχίζει με το «Για λίγα δολάρια ακόμα», που είναι γνωστό ως «Μονομαχία στο Ελ Πάσο», στα 1965, και πάλι με τον βραχνό, σκληρό, γαλανομάτη Κλιντ, ο οποίος πλαισιώνεται τώρα από την φοβερή φάτσα και μορφή του Λι Βαν Κλιφ και την ζωώδη κινητικότητα του Τζαν Μαρία Βολοντέ. Τα εξάσφαιρα μιλάνε ακαταταπαύστως, οι πρωταγωνιστές είναι φειδωλοί στα λόγια, το τοπίο είναι ξερό, απειλητικό, μια αρένα άψογα χορογραφημένης βίας, οι φερετροποιοί έπαψαν να έχουν αναδουλειές, η μουσική του Μορικόνε έμεινε στην ιστορία, και ο Λεόνε, πασιχαρής, θα προχωρήσει στην ολοκλήρωση της τριλογίας του.
Ακόμα ένα θρυλικό φιλμ, ο «Καλός, ο Κακός, και ο Άσχημος», γυρισμένο στα 1966, στην Ισπανία και στην Ιταλία, όπως και τα προηγούμενα, με την τριάδα Ίστγουντ, Λι Βαν Κλιφ, και Ιλάι Γουάλας, και σκηνές αλησμόνητες, όπως εκείνη όπου αρκεί ο κουρνιαχτός πάνω στις μπλε στολές των Βορείων για να εκληφθούν από τους τυχοδιώκτες ως Νότιοι και να γίνει ο τρελός χαμός.
Μετά την επιτυχία της Τριλογίας του Ανθρώπου Δίχως Όνομα, άλλως πως Τριλογία των Δολαρίων, ο Λεόνε καλείται στις Ηνωμένες Πολιτείες να σκηνοθετήσει ένα ακόμα γουέστερν για λογαριασμό της Paramount. Εδώ, ο μαιτρ τα δίνει όλα. Γίνεται ο χορογράφος της βίας και του θανάτου, κυριολεκτικά, μια και βάζει τους ηθοποιούς του να κινούνται πάντα σε σχέση με τα τέσσερα μουσικά θέματα που έχει από πριν συνθέσει ο Μορικόνε. Στο σενάριο συνεργάζονται οι μετέπειτα σημαντικοί σκηνοθέτες Μπερνάρντο Μπερτολούτσι και Ντάριο Αρτζέντο. Το σχόλιό του στις ανθρώπινες και κοινωνικές σχέσεις, κάτω από τον μανδύα μιας ιστορίας εκδίκησης, είναι δριμύ. Ανατέμνονται οι πρωτοκαπιταλιστικές συνθήκες στην Αμερική, η εξάπλωση του σιδηρόδρομου, οι διαπροσωπικές σχέσεις που είναι βασισμένες στο ωμό συμφέρον από τη μια, και στη ρομαντική εμμονή στο παρελθόν από την άλλη. Οι ηθοποιοί του «Κάποτε στη Δύση», που ολοκληρώθηκε στα 1968, δίνουν ρεσιτάλ υπό την μπαγκέτα του Λεόνε. Η Κλαούντια Καρντινάλε είναι απαστράπτουσα, ο Χένρι Φόντα είναι η απόλυτη ενσάρκωση του Κακού, ο Τσαρλς Μπρόνσον γίνεται ο καταλύτης των γεγονότων θέλοντας, εις πείσμα των πάντων, να εκδικηθεί τον χαμό του αδελφού του, ο Τζέισον Ρόμπαρτς είναι ένα ώριμο, γεμάτο μελαγχολία αλλά και βεβαιότητα, βλέμμα.
Ο Λεόνε θα γυρίσει ένα ακόμα γουέστερν, τρία χρόνια μετά, το «Κάτω τα κεφάλια» ή «Για μια χούφτα δυναμίτη», με τον Τζέιμς Κόμπουρν και τον Ροντ Στάιγκερ, μια αλληγορία για την επανάσταση και τον ρομαντισμό. Μεσολαβεί η άρνηση να σκηνοθετήσει τον «Νονό», τον οποίο ανέλαβε με τρομερή επιτυχία ο Φράνσις Φορντ Κόπολα, μεσολαβούν μερικές παραγωγές και συνεργασίες, μεσολαβούν δεκατρία ολόκληρα χρόνια, και ο μαιτρ επανέρχεται δυναμικότατα, με το ταλέντο και την επινοητικότητά του στο φουλ, για να κάνει όλο τον κόσμο να παραμιλάει με το αριστουργηματικό «Κάποτε στην Αμερική», του 1984, το δικό του απόλυτο γκανγκστερικό φιλμ που επί πολύ καιρό οραματιζόταν. Πρόκειται για ένα έπος της άγριας πλευράς του δρόμου, όπου συγκρούονται Ιρλανδοί και Εβραίοι κακοποιοί, όπου διαπρέπουν ο Ρόμπερτ ντε Νίρο και ο Τζέιμς Γουντς, όπου η σημασία στην παραμικρή λεπτομέρεια είναι θαυμαστή, όπου τα 288 λεπτά της αρχικής εκδοχής πετσοκόφτηκαν από τους Αμερικανούς διανομείς κατά 99 (!!) λεπτά, όπου ο Λεόνε θριαμβεύει σκηνοθετικά, αλλά υποχρεώνεται σε μια δικαστική διαμάχη με τους… Προκρούστες της κινηματογραφικής βιομηχανίας. Η ταινία έχει, ευτυχώς, αποκατασταθεί στην εκδοχή της σε dvd, και σήμερα θεωρείται πια κλασική.
Ενόσω έκανε τις προετοιμασίες για ένα ακόμα έπος, πολεμικό αυτή τη φορά, με θέμα την πολιορκία του Λένινγκραντ, και ενόσω έβλεπε στην τηλεόρασή του την δραματική ταινία «Θέλω να ζήσω» με τη Σούζαν Χέιγουορντ, ο μαιτρ Σέρτζιο Λεόνε, λάτρης της καλοφαγίας και ήδη παχύσαρκος, θ’ αφήσει την τελευταία του πνοή. Ήταν η τελευταία μέρα του Απρίλη του 1989. Ας είμαστε σίγουροι ότι τα εξάσφαιρά του δεν θα σιγήσουν ποτέ, και ότι για πολλές γενιές ακόμα τα πλάνα του, η δεξιοτεχνία του, η δηκτική ματιά του, και ο ιδιότυπος, σκληρός ρομαντισμός του θα αγαπιούνται και θα εμπνέουν.
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Σέρτζιο Λεόνε
Φιλοσοφώντας με τα εξάσφαιρα
Έκανε μόλις εφτά ταινίες μέσα σε είκοσι τρία χρόνια, αλλά και οι εφτά ήταν υπέροχες και είναι πλέον θρυλικές. Ανανέωσε το γουέστερν, ένα είδος με εκατομμύρια θαυμαστές, το υπηρέτησε με τελειοθηρικό πείσμα, ενώ έστειλε στα ύψη της δημοφιλίας, καθιερώνοντάς τον ως πρωταγωνιστή παγκοσμίου βεληνεκούς, έναν έως τότε σχεδόν άγνωστο τηλεοπτικό ηθοποιό δεύτερων ρόλων. Καίτοι δυσφημισμένος σαν «δευτέρας κατηγορίας» εμπορικός σκηνοθέτης, υπέγραψε έργα που σήμερα θεωρούνται στυλιστικά αριστουργήματα, μελετούνται από ειδήμονες, αναλύονται εξονυχιστικά, αλλά και λατρεύονται από ένα νεανικό κοινό που τα ανακαλύπτει εκ νέου. Η συνεργασία του με έναν έξοχο τρομπετίστα της τζαζ και συνθέτη έμεινε στην ιστορία όσο κι εκείνη του Φεντερίκο Φελίνι με τον Νίνο Ρότα. Αίσθηση μεγάλη έκανε η άρνησή του να σκηνοθετήσει μια από τις πιο πετυχημένες ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου, τον «Νονό». Πριν από σαράντα χρόνια μάς πρόσφερε το μείζον σπαρακτικό και πολυδιάστατο φιλμ «Κάποτε στη Δύση», πριν από κοντά οχτώ δεκαετίες είδε το πρώτο φως, και πριν από σχεδόν είκοσι έτη πήρε τις κόπιες του παραμάσχαλα και πήγε να δείξει στα ουράνια πώς εδώ κάτω, στη γη, κάποτε οι άνθρωποι χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες, όπως είπε: σ’ αυτούς με τα γεμάτα πιστόλια και σ’ εκείνους που σκάβουν. Έγινε πασίγνωστος με τη λεγόμενη Τριλογία του Ανθρώπου Δίχως Όνομα, αλλά ο ίδιος είχε, βέβαια, όνομα. Φιλοσοφούσε μέσα από τον κόκορα, την κάνη, και τον μύλο των εξάσφαιρων και τον έλεγαν Σέρτζιο Λεόνε.
Γεννήθηκε στις 3 Ιανουαρίου του 1929, στη Ρώμη και στον κόρφο μιας οικογένειας που δεν έπαυε στιγμή να ομνύει στο σελιλόιντ. Ο πατέρας του, ο Βιντσέντζο Λεόνε, ήταν γνωστός ως σκηνοθέτης βωβών ταινιών, τις οποίες υπέγραφε με το ψευδώνυμο Ρομπέρτο Ρομπέρτι, ενώ η μητέρα του, η Εντβίγκε Βαλκαρέντζι, ήταν ηθοποιός, γνωστή και αυτή με ψευδώνυμο: Μπίτσε Βάλεραν. Το οικογενειακό τους ενδιαίτημα βρισκόταν κοντά στην περιλάλητη, και απαθανατισμένη από τον Φελίνι, Φοντάνα ντι Τρέβι, και ο Λεόνε θυμόταν ότι στα παιδικά του χρόνια έβλεπε τους ανθρώπους να χρησιμοποιούν το νερό της όποτε και όπως το είχαν ανάγκη.
Μεγαλωμένος, λοιπόν, ανάμεσα στις κάμερες, τις μονταζιέρες, τους προβολείς, τα συνεργεία και τους ηθοποιούς, ο Λεόνε δεν θ’ αργήσει να ενδώσει στη μαγεία της Έβδομης Τέχνης. Ήδη από δεκαοχτώ χρονών θα εργάζεται επαγγελματικά στα στούντιο και στα πλατό, κάνοντας κάθε λογής χαμαλοδουλειά, συμμετέχοντας εν συνεχεία στη συγγραφή σεναρίων, κατόπιν έγινε βοηθός σκηνοθέτη, σε ταινίες τόσο κατάφωρα εμπορικές όσο και ποιοτικές, για να φτάσει να αναλάβει την πρώτη δική του σκηνοθεσία μόλις στα 1961, και σε ηλικία 32 ετών. Προηγουμένως είχε την ευκαιρία να ολοκληρώσει το φιλμ «Οι Τελευταίες Μέρες της Πομπηϊας», όταν αρρώστησε ο σκηνοθέτης Μάριο Μπόναρντ. Κι ακόμα, είχε συνεργαστεί στη δημιουργία κάμποσων ταινιών, που έμειναν γνωστές ως «της χλαμύδας» ή «του σπαθιού και του σανταλιού», έπη με αρχαίους Έλληνες ή Ρωμαίους, ή βασισμένα σε βιβλικές ιστορίες, ένα είδος λίαν δημοφιλές την εποχή εκείνη.
Είναι πια γνωστό ότι ο Λεόνε είχε βάλει το μαγικό και φιλόπονο χεράκι του στον «Κλέφτη Ποδηλάτων» του Βιτόριο ντε Σίκα, στον «Τρωικό Πόλεμο» του Ρόμπερτ Γουάιζ, στον «Μπεν Χουρ» του Γουίλιαμ Γουάιλερ, και στα «Σόδομα και Γόμορρα» του Ρόμπερτ Όλντριτς, αποκομίζοντας πολύτιμες εμπειρίες πάνω στη γραμματική και το συντακτικό του σινεμά.
Στα 1961, θα σκηνοθετήσει τον «Κολοσσό της Ρόδου», μία ακόμη εμπορική «χλαμύδα», μια φτηνή παραγωγή που μπόρεσε να περνιέται για χολιγουντιανή υπερπαραγωγή, με ηθοποιούς που, αν εξαιρέσουμε την περικαλλή Λέα Μασάρι, έχουν χαθεί στις λίμνες της λήθης. Και τρία χρόνια μετά, θα έρθει η επιτυχία, και θα μείνει.
Ο Λεόνε διαισθάνεται ότι το γουέστερν, είδος εξάλλου πάντα αγαπητό, μπορεί να του επιτρέψει να τέρψει τον κόσμο αλλά και, συνάμα, να εκφραστεί ο ίδιος καλλιτεχνικά. Και επίσης, ότι θα έχει τη δυνατότητα να πειραματιστεί τόσο με μια εναλλαγή κοντινών πλάνων και μακρινών παρατεταμένων λήψεων, όσο και με ένα εκρηκτικό μοντάζ. Έχοντας στη διάθεσή του… μια χούφτα δολάρια, έχοντας εισπράξει την άρνηση τόσο του Χένρι Φόντα όσο και του Τσαρλς Μπρόνσον να αναλάβουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο, έχοντας κατά νου μια επική γουέστερν τριλογία που θα καθήλωνε τους θεατές, ο Λεόνε προχώρησε ηρωικά στη δημιουργία του πρώτου του, κατ’ ουσίαν, φιλμ που δεν ήταν άλλο από το «Για μια χούφτα δολάρια». Ο σημερινός σινεφίλ δεν εκπλήσσεται πια όταν αντικρίζει στα credits τα παγκοσμίως άγνωστα «αμερικανικά» ονόματα Μπομπ Ρόμπερτσον, Λίο Νίκολς, και Τζόνι Γουέλς. Πρόκειται για τους ξακουστούς πια Σέρτζιο Λεόνε, Ένιο Μορικόνε, και Τζαν Μαρία Βολοντέ!
Το σενάριο είναι πανέξυπνα βασισμένο στο «Γιοζίμπο» του Ακίρα Κουροσάβα, από το 1961, στο σκληρό νουάρ της δεκαετίας του 1930, και ιδίως στον «Κόκκινο Θερισμό» του Ντάσιελ Χάμετ, και στον «Υπηρέτη δύο αφεντάδων» του Κάρλο Γκολντόνι. Μπορούμε κάλλιστα να μιλάμε για ένα πολύ-πολιτισμικό γουέστερν με ιταλική, αμερικανική και ιαπωνική συμβολή. Το φιλμ αγαπήθηκε πάραυτα από το ευρύ κοινό, έκανε εν μια νυκτί διάσημο σ’ όλο τον κόσμο τον Κλιντ Ίστγουντ, αλλά οδήγησε στο να κολλήσει η ρετσινιά του «γουέστερν-σπαγγέτι» στο είδος, και σε μιαν υποτιμητική σύγκριση του Λεόνε με τους κλασικούς Τζον Φορντ και Χάουαρντ Χοκς.
Απτόητος ο επινοητικός Ρωμαίος, συνεχίζει με το «Για λίγα δολάρια ακόμα», που είναι γνωστό ως «Μονομαχία στο Ελ Πάσο», στα 1965, και πάλι με τον βραχνό, σκληρό, γαλανομάτη Κλιντ, ο οποίος πλαισιώνεται τώρα από την φοβερή φάτσα και μορφή του Λι Βαν Κλιφ και την ζωώδη κινητικότητα του Τζαν Μαρία Βολοντέ. Τα εξάσφαιρα μιλάνε ακαταταπαύστως, οι πρωταγωνιστές είναι φειδωλοί στα λόγια, το τοπίο είναι ξερό, απειλητικό, μια αρένα άψογα χορογραφημένης βίας, οι φερετροποιοί έπαψαν να έχουν αναδουλειές, η μουσική του Μορικόνε έμεινε στην ιστορία, και ο Λεόνε, πασιχαρής, θα προχωρήσει στην ολοκλήρωση της τριλογίας του.
Ακόμα ένα θρυλικό φιλμ, ο «Καλός, ο Κακός, και ο Άσχημος», γυρισμένο στα 1966, στην Ισπανία και στην Ιταλία, όπως και τα προηγούμενα, με την τριάδα Ίστγουντ, Λι Βαν Κλιφ, και Ιλάι Γουάλας, και σκηνές αλησμόνητες, όπως εκείνη όπου αρκεί ο κουρνιαχτός πάνω στις μπλε στολές των Βορείων για να εκληφθούν από τους τυχοδιώκτες ως Νότιοι και να γίνει ο τρελός χαμός.
Μετά την επιτυχία της Τριλογίας του Ανθρώπου Δίχως Όνομα, άλλως πως Τριλογία των Δολαρίων, ο Λεόνε καλείται στις Ηνωμένες Πολιτείες να σκηνοθετήσει ένα ακόμα γουέστερν για λογαριασμό της Paramount. Εδώ, ο μαιτρ τα δίνει όλα. Γίνεται ο χορογράφος της βίας και του θανάτου, κυριολεκτικά, μια και βάζει τους ηθοποιούς του να κινούνται πάντα σε σχέση με τα τέσσερα μουσικά θέματα που έχει από πριν συνθέσει ο Μορικόνε. Στο σενάριο συνεργάζονται οι μετέπειτα σημαντικοί σκηνοθέτες Μπερνάρντο Μπερτολούτσι και Ντάριο Αρτζέντο. Το σχόλιό του στις ανθρώπινες και κοινωνικές σχέσεις, κάτω από τον μανδύα μιας ιστορίας εκδίκησης, είναι δριμύ. Ανατέμνονται οι πρωτοκαπιταλιστικές συνθήκες στην Αμερική, η εξάπλωση του σιδηρόδρομου, οι διαπροσωπικές σχέσεις που είναι βασισμένες στο ωμό συμφέρον από τη μια, και στη ρομαντική εμμονή στο παρελθόν από την άλλη. Οι ηθοποιοί του «Κάποτε στη Δύση», που ολοκληρώθηκε στα 1968, δίνουν ρεσιτάλ υπό την μπαγκέτα του Λεόνε. Η Κλαούντια Καρντινάλε είναι απαστράπτουσα, ο Χένρι Φόντα είναι η απόλυτη ενσάρκωση του Κακού, ο Τσαρλς Μπρόνσον γίνεται ο καταλύτης των γεγονότων θέλοντας, εις πείσμα των πάντων, να εκδικηθεί τον χαμό του αδελφού του, ο Τζέισον Ρόμπαρτς είναι ένα ώριμο, γεμάτο μελαγχολία αλλά και βεβαιότητα, βλέμμα.
Ο Λεόνε θα γυρίσει ένα ακόμα γουέστερν, τρία χρόνια μετά, το «Κάτω τα κεφάλια» ή «Για μια χούφτα δυναμίτη», με τον Τζέιμς Κόμπουρν και τον Ροντ Στάιγκερ, μια αλληγορία για την επανάσταση και τον ρομαντισμό. Μεσολαβεί η άρνηση να σκηνοθετήσει τον «Νονό», τον οποίο ανέλαβε με τρομερή επιτυχία ο Φράνσις Φορντ Κόπολα, μεσολαβούν μερικές παραγωγές και συνεργασίες, μεσολαβούν δεκατρία ολόκληρα χρόνια, και ο μαιτρ επανέρχεται δυναμικότατα, με το ταλέντο και την επινοητικότητά του στο φουλ, για να κάνει όλο τον κόσμο να παραμιλάει με το αριστουργηματικό «Κάποτε στην Αμερική», του 1984, το δικό του απόλυτο γκανγκστερικό φιλμ που επί πολύ καιρό οραματιζόταν. Πρόκειται για ένα έπος της άγριας πλευράς του δρόμου, όπου συγκρούονται Ιρλανδοί και Εβραίοι κακοποιοί, όπου διαπρέπουν ο Ρόμπερτ ντε Νίρο και ο Τζέιμς Γουντς, όπου η σημασία στην παραμικρή λεπτομέρεια είναι θαυμαστή, όπου τα 288 λεπτά της αρχικής εκδοχής πετσοκόφτηκαν από τους Αμερικανούς διανομείς κατά 99 (!!) λεπτά, όπου ο Λεόνε θριαμβεύει σκηνοθετικά, αλλά υποχρεώνεται σε μια δικαστική διαμάχη με τους… Προκρούστες της κινηματογραφικής βιομηχανίας. Η ταινία έχει, ευτυχώς, αποκατασταθεί στην εκδοχή της σε dvd, και σήμερα θεωρείται πια κλασική.
Ενόσω έκανε τις προετοιμασίες για ένα ακόμα έπος, πολεμικό αυτή τη φορά, με θέμα την πολιορκία του Λένινγκραντ, και ενόσω έβλεπε στην τηλεόρασή του την δραματική ταινία «Θέλω να ζήσω» με τη Σούζαν Χέιγουορντ, ο μαιτρ Σέρτζιο Λεόνε, λάτρης της καλοφαγίας και ήδη παχύσαρκος, θ’ αφήσει την τελευταία του πνοή. Ήταν η τελευταία μέρα του Απρίλη του 1989. Ας είμαστε σίγουροι ότι τα εξάσφαιρά του δεν θα σιγήσουν ποτέ, και ότι για πολλές γενιές ακόμα τα πλάνα του, η δεξιοτεχνία του, η δηκτική ματιά του, και ο ιδιότυπος, σκληρός ρομαντισμός του θα αγαπιούνται και θα εμπνέουν.
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
3 σχόλια:
Μάστορας ήταν ο Λεόνε. Μας θυμάμαι μικρούς να βλέπουμε με ανοικτό το στόμα τις ταινίες του, κάποια πρωινά Κυριακής
@Όντως, Λουκά, μάστορας ο Λεόνε! Και ο Πέκινπα, και ο Χιούστον,και ο Χωκς! Καλό Σαββατοκύριακο!
Σύμφωνα με το imdb (http://www.imdb.com/title/tt0058461/trivia) ο Akira Kurosawa μήνυσε τους παραγωγούς της ταινίας "Για μια φούχτα δολλάρια" για παραβίαση copyright και δικαιώθηκε.
Η "συμβολή" του δημιουργού τού "Yojimbo" στην ταινία του Λεόνε υπήρξε μάλλον αθέλητη.
Δημοσίευση σχολίου