Μάιλς Ντέιβις: Ο Δανδής της Τζαζ
Στη Ματούλα Κουστένη
Από μικρός ήταν επίμονα και αμετάπειστα τελειοθήρας, πείσμων κυνηγός και συλλέκτης των ήχων, μανιακός με την τρομπέτα του, ευλαβικός απέναντι στην παράδοση της «μαύρης μουσικής», όπως επέμενε να αποκαλεί την τζαζ, αλλά και ανυποχώρητος όσο και προσεκτικός καινοτόμος. Όταν μία λευκή ξιπασμένη κυράτσα είχε το θράσος να τον ρωτήσει τι σημαντικό έχει κάνει και βρίσκεται καλεσμένος στον Λευκό Οίκο, ο άνθρωπός μας μπόρεσε να την αποσβολώσει απαντώντας ξεκάθαρα και ντόμπρα, «Έχω αλλάξει τη μουσική πέντε έξι φορές ίσαμε τώρα, αυτό έχω κάνει». Και όντως αυτό έκανε, ναι, αυτό έκανε αυτός που κατάφερε να κατακτήσει, με το αχανές ταλέντο του και την πάνοπλη προσωπικότητά του, όλα του τα μεγαλειώδη ινδάλματα, να γίνει ίνδαλμα ο ίδιος, και να πλάσει, να δημιουργήσει, να προωθήσει, να στηρίξει, να αναδείξει όλα, μα όλα, τα μετέπειτα ινδάλματα, όλους μα όλους τους μετέπειτα θρυλικούς μουσικούς της τζαζ. Και το έκανε επειδή δεν κλείστηκε στο κονάκι καμιάς ασφάλειας, το έκανε επειδή είχε το θάρρος να βγει στους δρόμους, να κόψει κάθε δεσμό με ό,τι δεν ήταν δημιουργικό, ικανός να στρέφει πάντα τα νώτα σε ό,τι ήταν τροχοπέδη, πιστός διάκονος της ρήσης του Άμλετ, «I am cruel only to be kind», «είμαι σκληρός μονάχα για να είμαι αβρός», και της ποιητικής της εκδοχής από τον Νίκο Καρούζο, «Φοβερός από Μειλιχιότητα». Το έκανε γιατί τα πάντα, ακόμα και το τρίξιμο μιας πόρτας, μπορούσε να το εκλάβει ως μελωδία, και να μετατρέψει τον ορυμαγδό της σύγχρονης μεγαλούπολης και τον σάλο και τον αχό και το αντιμάμαλο της εκάστοτε εποχής σε υψηλής ακρίβειας και αισθητικής και ελευθερίας μουσική. Ήταν ο Μάιλς Ντέιβις, ο Τρίτος, και γεννήθηκε πριν από οχτώ δεκαετίες.
Ο παππούς του, ο Μάιλς Ντέιβις ο Πρώτος, ήταν λογιστής, καλλιεργημένος και ευαίσθητος, πείσμων και ευσυνείδητος. Είχε μια υγιή μανία με το χρήμα, πίστευε ότι είναι μέσο απελευθέρωσης και εμφύσησε την πίστη αυτή στον γιο του, τον Μάιλς Ντέιβις τον Δεύτερο, ο οποίος σπούδασε γερά κι έγινε εξαιρετικός οδοντίατρος, επιμένοντας ότι η αξιοπρέπεια είναι το απόλυτο όπλων των καταφρονημένων μαύρων της Αμερικής απέναντι στον βάναυσο ρατσισμό των λευκών. Η μητέρα του, η Κλεότα Χένρι Ντέιβις ήταν μια εκπάγλου καλλονής γυναίκα που έπαιζε πολύ ωραία πιάνο και βιολί. Ήταν μάλλον συντηρητική συγκριτικά με τον σύζυγό της, ο οποίος διακινδύνευε συχνά παίζοντας με τον τζόγο και με την πολιτική. Ο Μάιλς είδε το πρώτο φως στο Άλτον του Ιλινόις στις 26 Μαΐου του 1926, και το πρώτο πράγμα που θυμάται από τα παιδικά του χρόνια είναι μια φλόγα, μια γαλάζια φλόγα που πετάχτηκε από μια συσκευή γκαζιού. Αυτή η φλόγα τον έκαιγε, θαρρείς, από τότε, και τον έκαιγε κάθε στιγμή, ωθώντας τον να προχωρεί, να εξελίσσεται διαρκώς, να πιστεύει ότι η κίνησή του έπρεπε να είναι πάντα προς τα εμπρός, όπως έλεγε κι ο ίδιος, μακριά από το κάψιμο εκείνης της φλόγας!
Το πιο δυνατό συναίσθημα που ένιωσε στη ζωή του (ντυμένος!, όπως διευκρινίζει ο Μάιλς με το απαράμιλλο ντοκιμαντερίστικο χιούμορ του) ήταν όταν πρωτάκουσε τον Τσάρλι Πάρκερ και τον Ντίζι Γκιλέσπι να παίζουν μαζί στο Σεντ Λούις του Μιζούρι. Ήταν στα 1944, και ο δεκαοχτάχρονος συγκλονίστηκε. Και άλλαξαν μέσα του τα πάντα. Σε λίγο έμελλε να παίζει κι αυτός μαζί τους, μαζί με τους θρύλους. Οι δίσκοι του εξάλλου ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού, όλοι απίθανοι, όλοι «γαμησεροί», σύμφωνα με τα λόγια του: Ντίζι, Τσάρλι «Μπερντ» Πάρκερ, Κόλμαν Χόκινς (αυτό το βελούδινο τενόρο σαξόφωνο), Λέστερ Γιανγκ (ο «Πρόεδρος», όπως τον είχε βαφτίσει η Μπίλι Χόλιντεϊ) και Ντιουκ Έλινγκτον (ο «Δούκας»). Ένας κι ένας. Αυτοί οι δίσκοι έστρεψαν τον Μάιλς στη μουσική, τον έκαναν να εγκαταλείψει τα σχέδια για σπουδές στην ιατρική, τον οδήγησαν στην αγκαλιά της Αϊρήν Μπερθ, και κυρίως στο θάλπος των μικρών μπαρ όπου δέσποζε το αλκοόλ και η τζαζ, κι εκεί να γνωρίσει τον εξαίσιο Σόνι Στιτ, εκεί ν’ αρχίσει να παίζει κι ο ίδιος, στην μπάντα του Έντι Ραντλ, και να δέχεται, σχεδόν έφηβος, καταιγισμό προτάσεων για συνεργασίες με τα πιο ταλαντούχα ονόματα της εποχής. Αυθεντία των αποφάσεων και μετρ της ταχύτητας, ο μικρός Μάιλς θα πάρει το απολυτήριο του γυμνασίου και θα κάνει το πρώτο του παιδί, την Τσέριλ, ενώ δεν έχει κλείσει καλά-καλά τα δεκαοχτώ! Αμέσως μετά θα αναχωρήσει για τη Νέα Υόρκη, το κέντρο της σκηνής της bebop, θα περάσει άνετα τις εξετάσεις και θα εγγραφεί στην περιλάλητη Σχολή Μουσικής Julliard, αλλά δεν θ’ αργήσει να περιφρονήσει τα μαθήματα. Πιο πολλά έμελλε να μάθει μακριά από τη σχολή, στους δρόμους της μεγαλούπολης όπου περιπλανιόταν νυχθημερόν αναζητώντας τον Τσάρλι Πάρκερ, συχνάζοντας στο «Μίντον’ς» και στο «Σέσιλ», το ένα στρατηγείο της τζαζ και το άλλο φίνο ξενοδοχείο όπου οι τζαζίστες απολάμβαναν το αλκοόλ και τη γυναικεία θαλπωρή.
Τα πάντα γρήγορα καμωμένα. Ο Μάιλς παρατάει το Julliard, ο Μάιλς γνωρίζει καλλιτέχνες, συγγραφείς, όλους εκείνους τους μπήτνικ ποιητές, τον σαξοφωνίστα Ντέξτερ Γκόρντον, τον πιανίστα Θελόνιους Μονκ, τον μάγο των πλήκτρων Μπαντ Πάουελ, τον άσσο ντράμερ Μαξ Ρόουτς, τον τρομπετίστα Φατς Ναβάρο, και παίζει μαζί τους, ακούει τα πάντα μαζί τους, συζητάει με τις ώρες για τη μουσική μαζί τους: «Ήμασταν κάτι σαν επιστήμονες του ήχου», γράφει στην ‘Αυτοβιογραφία’ του (μτφρ. Μαριλένα Μασσάρου, εκδ. Σέλας). «Και πόρτα να έτριζε, μπορούσαμε να πούμε ακριβώς τι νότα ήταν ο ήχος». Συνάμα μελετάει εμβριθώς τις παρτιτούρες μεγάλων συνθετών όπως ο Στραβίνσκι, ο Προκόφιεφ, ο Άλμπαν Μπεργκ. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι κάποιοι το υπαινίσσονταν από τότε ενώ σήμερα οι πάντες το διαλαλούν: η τζαζ είναι η μεγάλη μουσική του 20ού αιώνα, η κλασική μουσική της σύγχρονης εποχής!
Ο Μάιλς θα συγκατοικεί κατά διαστήματα με τον Τσάρλι Πάρκερ. Και θα συνεργαστεί στενά μαζί του. Τα προβλήματα δεν λείπουν. Ο «Μπερντ» ήταν αχόρταγος όπως είναι και οι περισσότερες μεγαλοφυΐες, θα πει ο Μάιλς. Ήθελε τα πάντα – μουσική, ναρκωτικά, τσιγάρα, ποτά, γυναίκες – σε κολοσσιαίες ποσότητες. Θα βγάζει την ψυχή του Μάιλς, αλλά θα του μάθει τα πάντα. «Ήμουνα δεκαεννιά χρονών και έπαιζα παρέα με το φοβερότερο άλτο σαξόφωνο στην ιστορία της μουσικής», θα πει, έμπλεος ευγνωμοσύνης, όπως πάντα, ο τρομπετίστας μας. Μαζί με την ένταση της τζαζ έρχονται και τα τιμήματα. Ο Μάιλς αρχίζει να σνιφάρει κοκαΐνη, να κοιμάται ελάχιστα, να πέφτει στην αγκαλιά κάθε γυναίκας που θαύμαζε το στιλ του, να περιοδεύει εξαντλητικά, να κυριεύεται από μια μανία για το προσεγμένο και πανάκριβο ντύσιμο, να προχωρεί σε ρήξεις με όσους αποτελούσαν τροχοπέδη στα ρηξικέλευθα σχέδιά του. Ηχογραφεί έργα που αλλάζουν άρδην τη μουσική. Ηχογραφεί το «Birth of the Cool», συνεπικουρούμενος από μια πλειάδα κορυφαίων, μαύρων και λευκών, όπως ο Μαξ Ρόουτς και ο Κένι Κλαρκ στα ντραμς, ο Τζέρι Μάλιγκαν στο βαρύτονο σαξόφωνο, ο Τζέι Τζέι Τζόνσον στο τρομπόνι, ο Λι Κόνιτζ στο άλτο, όλοι υπό την διακριτική επίβλεψη του μεγίστου ενορχηστρωτή, του έκτοτε και για πάντα καλύτερου φίλου του Μάιλς, του καναδού Γκιλ Έβανς. Ο Μάιλς δεν διστάζει να συνεργαστεί με λευκούς. Πάνω απ’ όλα η μουσική και η εξέλιξή της. «Ήταν σαν μια χειραψία λίγο πιο θερμή από το συνηθισμένο», λέει για τη χημεία του «Birth of the Cool». «Ταρακουνήσαμε τ’ αυτιά του κόσμου πιο διακριτικά απ’ ό,τι ο Μπερντ και ο Ντίζι, κάναμε τη μουσική πιο προσιτή στον κόσμο. Αυτό ήταν όλο».
Την επόμενη χρονιά, το 1949, ο Μάιλς θα βρεθεί στο Παρίσι. Και θα το λατρέψει. Εκεί οι πάντες σέβονταν την τζαζ και τους μουσικούς της. Η μυρωδιά του Παρισιού θα θυμίζει πάντα στον Μάιλς την απαράμιλλα θαλπερή ευωδιά του καφέ. Ο Μάιλς θα γνωρίσει τον Πικάσο, τον Ζαν-Πολ Σαρτρ, και την πανέμορφη Ζυλιέτ Γκρεκό. Η μούσα των υπαρξιστών θα ερωτευτεί τον δανδή της τζαζ, και η σχέση τους θα κρατήσει δεκαετίες ολόκληρες. Μαζί της θα μάθει τι σημαίνει καλό φαγητό, αργότερα άλλωστε έγινε μέγας μάγειρας, τι σημαίνει Απρίλης, τι σημαίνει έρωτας. «Μιλούσαμε με τα μάτια μας, με τα δάχτυλά μας, τέτοια πράγματα…» Θα χαθούν, θα ξαναβρεθούν στη Νέα Υόρκη, θα σμίξουν ξανά, θα χαθούν ξανά, θα ανταμώσουν πάλι, και ξανά και ξανά και πάλι, θυελλωδώς αλλά και τρυφερά, ώσπου θα αποφασίσουν το καταπληκτικό να μείνουν για πάντα «απλώς εραστές και απόλυτοι φίλοι»!
Από την αυγή της δεκαετίας του 1950, ο Μάιλς θα περάσει μια τετραετία τρόμου, μπλεγμένος μέχρι τα μπούνια με τα ναρκωτικά. Κι από τα ναρκωτικά θα κυλήσει στη μαστροπεία. Θα συλληφθεί πολλάκις, θα γνωρίσει στο πετσί και στην ψυχή του τον εξευτελισμό της χειροπέδης, του εγκλεισμού, της χαρμάνας μες στα υγρά κελιά. Όταν η θολούρα και η ταπείνωση αρχίσουν να απειλούν και το ταλέντο του, ο Μάιλς θα καταπολεμήσει από μόνος του το πάθος του για τα ναρκωτικά. Θα περάσει τον εφιάλτη της στέρησης, αλλά εντέλει θα επιβληθεί. Τον βοήθησε και το μποξ σ’ αυτό. Στα γυμναστήρια ξαναβρήκε τη φόρμα του. Θα συνεργαστεί με τον ανερχόμενο τότε Τζον Κολτρέιν, τον Άγιο Ιωάννη της τζαζ, τον μεγαλειώδη σαξοφωνίστα και συνθέτη του «Ole» και του «A Love Supreme». Θα συνεργαστεί και με τον άλλο μεγάλο σαξοφωνίστα, τον Σόνι Ρόλινς, με τον ιδιοφυή πιανίστα Ρεντ Γκάρλαντ, και με ένα από τα δυνατότερα δίδυμα της τζαζ, τον μπασίστα Πολ Τσέιμπερς και τον ντράμερ Φίλι Τζο Τζόουνς. Δεν είναι υπερβολικό να πούμε ότι ο Μάιλς έχει συνυπάρξει με όλη την ιστορία της τζαζ, ότι ο Μάιλς είναι η ιστορία της τζαζ!
Κατακτά όλο τον κόσμο, κατακτά την Άβα Γκάρντνερ και τον Τζέιμς Ντιν, τον Ρίτσαρντ Μπάρτον και τον Λόρενς Χάρβεϊ, τον Φρανκ Σινάτρα και τον Τόνι Μπένετ, ηχογραφεί την ανοξείδωτη τετραλογία «Steamin’», «Cookin’» «Workin’» «Relaxin’», συμπράττει με τον Μπιλ Έβανς, τον λευκό πρίγκιπα του πιάνου, συνεργάζεται εκ νέου με τον Γκιλ Έβανς και μας δωρίζουν τα διαμάντια του «Miles Ahead», του «Porgy & Bess», και του «Sketches of Spain», υπογράφει τη μουσική επένδυση της θρυλικής ταινίας «Ασανσέρ για Δολοφόνους» του Λουί Μαλ, συνθέτοντας ένα από τα πιο ερωτικά, αισθησιακά και μελωδικά ζενερίκ στην ιστορία της 7ης Τέχνης. Ηχογραφεί άλλο ένα κορυφαίο έργο, το «Kind of Blue», επηρεασμένος από το «Κονσέρτο για Μονόχειρα και Ορχήστρα» του Ραβέλ και από το «Κονσέρτο Νο. 4» του Ραχμάνινοφ. Και δεν παύει να ανακαλύπτει διαρκώς νέα ταλέντα και να τα αναδεικνύει με έναν συνδυασμό καλλιτεχνικής αυστηρότητας, αισθητικής ελευθερίας, και άδολης γενναιοψυχίας. Ανάμεσά τους οι πλέον θρυλικοί Γουέιν Σόρτερ, Ρον Κάρτερ, Τόνι Γουίλιαμς, Χέρμπι Χάνκοκ, Κιθ Τζάρετ, Τσικ Κορία, Τζον Μακλάφλιν! Ναι, και πάλι, ένας κι ένας! Γενναιόψυχος θα είναι και με τις εκάστοτε ερωμένες του. Προσφέρει ζαφειρένια δαχτυλίδια τυλιγμένα σε χαρτί υγείας, τις βοηθάει στην όποια σταδιοδρομία τους, εμπνέεται κομμάτια και τους τα αφιερώνει, δίνοντας μάλιστα τα ονόματά τους για τίτλο, τις κάνει εξώφυλλά στα άλμπουμ του, ως και μία Rolls Royce έκανε δώρο στην άλλη αιώνια αγαπημένη και σύζυγο και φίλη του, την αμφιθυμική καλλονή Σίσλι Τάισον που μας θαμπώνει από το εξώφυλλο του «Sorcerer», του «Εκατόγχειρα»!
Την εποχή της ραγδαίας διάδοσης του ροκ και της πτώσης της τζαζ, ο Μάιλς δεν θα το βάλει κάτω. Περνάει στην αντεπίθεση και πειραματίζεται ανοίγοντας νέους δρόμους, μπολιάζοντας τα δύο είδη, φέρνοντας τον ηλεκτρισμό στην τζαζ. Παρεμπιπτόντως, πειραματίζεται και με τη ζωγραφική αλλά και με την μαγειρική. Επινοεί το ειδικό πιάτο «Miles’s South Side Chicago Chili Mack», ένα είδος τσίλι σερβιρισμένο με μακαρόνια, τριμμένο τυρί και κρακεράκια, ενώ εκδηλώνει μια λατρεία για τις μπάμιες. Καταφέρνει, και επαίρεται δίκαια γι’ αυτό, να ξαναφέρει τον νεαρόκοσμο στην τζαζ. Παράγει εκρηκτικές δουλειές όπως τα νεωτεριστικά «E.S.P», «Miles Smiles», «Nefertiti», «Miles in the Sky», «Filles de Kilimanjaro». Οι αλλεπάλληλες εντάσεις τον κλονίζουν και πάλι. Ο Μάιλς ζει μέσα σ’ ένα χάος, μπλέκει και πάλι με τα ναρκωτικά, καταφεύγει στο «βρόμικο σεξ» όπως λέει, βρίσκοντας εφήμερη παρηγοριά στα όργια με μικρές στρατιές από θαυμάστριές του κάθε νύχτα, και περνάει σε μια περίοδο παρατεταμένης σιωπής. Από το 1975 έως το 1980 δεν αγγίζει καν την τρομπέτα του. «Πήγαινα και την κοίταγα», λέει, «κι ύστερα σκεφτόμουνα να κάνω μια απόπειρα να παίξω. Αλλά μετά σταμάτησα να κάνω κι αυτή τη σκέψη. Την έβγαλα τελείως από το μυαλό μου». Οι φίλοι του πεθαίνουν ο ένας μετά τον άλλο. Ο Κολτρέιν, ο Μπερντ, ο Μπιλ Έβανς, ο Πολ Τσέιμπερς, ο Μίνγκους, και καμπόσο αργότερα ο Γκιλ Έβανς παίζουν στις μπάντες του ουρανού. Ο Μάιλς βασανίζεται από τη θλίψη, από τα ναρκωτικά, από τον διαβήτη που τον κατατρώγει ύπουλα, από την φραγή της δημιουργικότητας. Πολλοί τον έχουν για ξοφλημένο. Άλλοι για πεθαμένο. Αλλά αυτός βάζει τα δυνατά του και επιστρέφει!
Και πάλι με την αρωγή της ζωγραφικής, της πυγμαχίας και της ποίησης, που τη λατρεύει από μικρός ολοένα και περισσότερο, ο Μάιλς Ντέιβις σηκώνεται και βγάζει από το τέλμα τον εαυτό του και, για μιαν ακόμα φορά, την ίδια την τζαζ. Μαζεύει εκρηκτικούς πιτσιρικάδες, συνθέτει, προβάρει, περιοδεύει. Ηχογραφεί το «You’re Under Arrest», κερδίζει την εύνοια ως και του λησμονημένου πια ηγέτη της Σοβιετικής Ένωσης Γιούρι Αντρόποφ, μαζεύει βραβεία με τη σέσουλα, παίζει στο Όσλο και στο Ρίο, στο Παρίσι και στο Τόκιο, στην Ιταλία και στην Πολωνία, γράφει την αυτοβιογραφία του, ένα από τα πιο δυνατά και δίκαια βιβλία στην ιστορία της τζαζ, ένα τεκμήριο μακροθυμίας, σοβαρότητας, χιούμορ, αυτογνωσίας και αυτοσαρκασμού. Ένα μάθημα ηθικής και φωτός μέσα από τον βόρβορο και το σκότος. Και, προπαντός, ένας αίνος στη βελούδινη βασίλισσα που είναι βέβαια η Βούληση. «Τις ουλές μου», γράφει ο Μάιλς Ντέιβις, «τις βλέπω σαν παράσημα, σαν τιμητικές διακρίσεις, σαν την ιστορία της επιβίωσής μου, την ιστορία που λέει πως συνέχιζα να στέκομαι στα πόδια μου και μετά από πολύ κακές φάσεις και τρομαχτικές αντιξοότητες, πως στάθηκα όρθιος και συνέχισα να δίνω τον καλύτερό μου εαυτό. Ξέρω γιατί είμαι περήφανος για τις ουλές μου, γιατί μου θυμίζουν ότι δεν άφησα τις αναποδιές να με πάρουν από κάτω, ότι μπορείς να βγεις νικητής άμα έχεις την ψυχή και τα κότσια να συνεχίζεις τον αγώνα».
O Μάιλς Ντέιβις έφυγε, πήγε να συναντήσει τους εκλεκτούς παλιόφιλούς του, τον Τσάρλι Πάρκερ και τον Τζον Κολτρέιν και τον Γκιλ Έβανς, πριν από δεκαπέντε χρόνια, στις 28 Σεπτεμβρίου του 1991. Όπως έγραψε ένας μελετητής του έργου του, χωρίς τον Μάιλς, χωρίς το «Kind of Blue» και το «Sketches of Spain», ο κόσμος ολόκληρος θα ήταν πιο θλιβερός.
9 σχόλια:
Άλλα λόγια να αγαπιόμαστε...
Φαίνεται είναι κι αυτό ίδιον των "καλών Παιδιών" μετά τις τις ιταμές προκλήσεις τους να κάνουν των ψόφιο κοριό.
Όσο για τα περί "Έρημης Γης', ένα έχω να πω. Ότι ο Λάγιος κατέθεσε ένα κατορθωμένο ποίημα, ο Βαγενάς ένα στιβαρό,τεκμηριωμένο κείμενο, κι εσύ τις αιώνιες μπαρούφες σου περί κραιπάλης κ.τ.ό.
Παραθέτω, ενδεικτικά για όσους δεν έχουν το βιβλίο: "Κάτι τέτοιες νύχτες, κάτι λίγοι φίλοι, μπορούμε να θυμηθούμε τα αίσχη μας, τέτοια που ήσαν. Τα νιώθουμε ξανά δικά μας, τιμημένα να πω, δεν τ΄αποχωριζόμαστε..."
Εμπρός, λοιπόν, κι γι άλλα αίσχη. Μην απορείς όμως που σου κρεμάν κουδούνια.
ΑΡΤΙ ΑΦΙΧΘΕΙΣ ΕΚ ΔΙΑΚΟΠΩΝ
Ας απαγγέίλουμε Λάγιο:
Τη Δευτέρα βάζουμε του λαδιού το ύφος / Κάθε Τρίτη παίζουμε το φτερό της ώρας / Κι όλες οι Τετάρτες μας της φτελιάς τραγούδια / Πέμπτη με λουλούδια / Αδελφωνόμαστε / Μιαν Παρασκευή υψωνόμαστε / Σύντροφοι, συντροφοι / Σάββατο τα χείλη / Στο φαρμάκι δίνουμε / Κάποια Κυριακή / Θα 'ρθει η Ανάσταση.
********
Όμως αυτό το παγωμένο τοπίο, τα δέντρα / Ασάλευτα, πετρωμένα, δίχως / Φύλλα και ρίζες και καρπούς, τα / Ποτάμια με το νερό μαύρο, / Όλα ένας κάμπος επίπεδος και γκρίζος, / Και το σκοτάδι / Να σαβανώνει / Αυτούς που ξέχασαν κι απο / Ξεχάτηκαν - δοκίμασα /
Να συνδιαλλαγώ μαζί του, μάταια.
_______________
Φίλοι, ο Λάγιος δεν χρειάζεται υπεράσπιση. Τον δικαιώνουν οριστικά τα ποιήματά του. Αφήστε τον κάθε Μπαμπασάκη να λέει τα δικά του. Μικρό το κακό. Έσθε συγκαταβατικοί!
Μ. Χ.
Ταπεινός θεράπων των γραμμάτων.
όντως δεν είναι για τα δύσκολα το παλληκάρι...
Όσο κάνουμε τον μονόλογό μας στα ΜΜΕ είναι καλά, αλλά μόλις εμφανιστεί αντίλογος στο ιντερνέτι, ποιούμε την νύσσα.
Επίδοξε "λογοτέχνη", μπαγιάτικο και αφόρητα μπανάλ το κείμενό σου περί Davies, με το οποίο επιχειρείς να αποφύγεις τα συντονισμένα πυρά.
Εγώ πάλι γιατί έχω την εντύπωση ότι ο κος Μπαμπασάκης έχει γράψει ένα κείμενο-προσωπογραφία στη ζωή του, και απλώς αλλάζει ονόματα και χρονολογίες, ανάλογα με την περίσταση;
Είτε γράφει για την Marilyn Monroe (αλήθεια, ρε Ικαρε, γιατί δεν αναφέρεις στην βιβλιογραφία σου πλέον εκείνο το τρομερό σου νεανικό πόνημα;) είτε για τον Ντεμπόρ, τις ίδιες κοινοτοπίες και μανιέρες αραδιάζει.
@ανώνυμος/η: Δεν είμαι επίδοξος "λογοτέχνης". Κάνω τη δουλειά μου, όπως όλοι, όσο πιο καλά μπορώ. Δεν προσπάθησα να αποφύγω τα πυρά, συντονισμένα ή όχι. Απάντησα. Από ένα σημείο και μετά, το πράγμα έγινε κομμάτι βαρετό, και για μένα, και για όλους εσάς, πιθανόν, μιας και τα επιχειρήματα ήσαν, από μεριάς των συντονισμένων ή μη πυρών, το εξής (σχεδόν) ένα: ότι είμαι ένας μέθυσος ατάλαντος. Και από μεριάς μου, το επίσης (σχεδόν)ένα: ότι έχω κάποια πράγματα να πω, και τα λέω. Τι να κάνουμε, λοιπόν; Φιλόλογος δεν είμαι για να προβαίνω σε εμβριθείς αναλύσεις, είπα κατιτίς για έναν ποιητή που με τίμησε με τη φιλία του, και, κυρίως, σε καμία περίπτωση, δεν είχα πρόθεση να ζημιώσω αυτόν τον ποιητή. Αν, έστω άθελά μου, τον ζημίωσα, λυπάμαι.
Περαιτέρω: Ο κος Μπαμπασάκης, ΔΕΝ έχει γράψει (περί Miles Davis) "ένα κείμενο-προσωπογραφία στη ζωή του" αλλά ένα κείμενο για τον Miles Davis. Όποιος κάνει τον κόπο να διαβάσει τόσο τις ποικίλες βιογραφίες του Miles Davis, όσο και την "Αυτοβιογραφία" του (εκδ. Σέλας)θα διαπιστώσει άνετα ότι δεν γράφω τίποτα ανακριβές, μένω πιστός στα γεγονότα και τις ημερομηνίες, λέω απλούστατα τι έκανε ο αγαπημένος μου τρομπετίστας και συνθέτης. Και, επιτέλους, τόσο καλά ξέρετε τη ζωή μου ώστε να αποφαίνεστε ότι γράφοντας για τον Miles, γράφω για μένα. Αν είναι δυνατόν! Το ίδιο ισχύει και για τα όσα έχω γράψει περί Μέριλιν, περί Ντεμπόρ, περί Μπάροουζ, και πάει λέγοντας. Όσο για το "αλήθεια, ρε Ίκαρε, γιατί δεν αναφέρεις στην βιβλιογραφία σου πλέον εκείνο το τρομερό σου νεανικό πόνημα;", απαντώ ότι είναι δικαίωμα κάθε ανθρώπου που εκδίδει, έστω κοινοτοπίες και μανιέρες, να θεωρεί κάποια στιγμή ότι ορισμένα πρωτόλεια έργα του δεν εντάσσονται στο corpus της παραγωγής του, και ότι, για λόγους που ενίοτε είναι συναισθηματικοί (ακόμα και μανιερίστες και κοινοτοπολόγοι σαν και του λόγου μου δικαιούνται να γίνονται συναισθηματικοί), να πιστεύει ότι η αρχή έγινε με κάποιο άλλο βιβλίο, εν προκειμένω, για μένα, με τις "Κόκκινες Νύχτες".
Να σας πω: έτσι που το πάτε, ο άνθρωπος ορθά θα νομίσει ότι για να σας απασχολεί τόσο, πάει να πει πως κ ά π οι ο ς είναι! Ταϊζετε τη ματαιοδοξία του, αυτό κάνετε.
Αμάν, βρε φίλε, πόσες τακτικές αυτουπεράσπισης έχεις επιστρατεύσεις μέσα σε λίγες μέρες;
Ποιός είσαι τελοσπάντων;
Ο καλός, ο κακός ή ο άσχημος;
Ο που γαμάει και δέρνει;
Ο κακοηθέστερος ανάμεσα στους κακοήθεις;
Ο που κάνω τη δουλειά μου όσο πιο καλά μπορώ ή ο μέγας ποιητής;
Ο μόνος που ξέρει να γράφει γιατί είναι ο μόνος που ξέρει να ζει (π.χ. "στα ανέμελα είμαι μανούλα, Ελάτε και θα δείτε!);
Ο πολλά βαρύς ή ο πολύ γλυκός;
Τι από όλα αυτά να κρατήσουμε;
@ανώνυμος: Αφού ρωτάς, βρε φίλε, θα προτιμούσα το "ο πολύ γλυκός". Άντε, Καλό Σαββατοκύριακο! Έχει και ωραία Πανσέληνο απόψε!
Δημοσίευση σχολίου