Συνολικές προβολές σελίδας

Σάββατο 12 Ιουνίου 2010

Το Γράψιμο Άρχισε, Συνεχίζεται, Θα Ολοκληρωθεί!


Ό,τι Αρχίζει Με Πόνο, Τελειώνει Ωραία


Είχε ξεμείνει από χρήμα. Τώρα δούλευε πάλι σκληρά, δεκάωρα και δώστου δεκάωρα, αλλά δεκάρα δεν έμενε. Δεκάρα. Δεκάωρα δίχως δεκάρα. Ό,τι έβγαζε πήγαινε στα χρέη. Κι είχε παρατήσει κι ένα μυθιστόρημα στη μέση. Ένα μεγάλο πολυσέλιδο εγχείρημα, μια καταβύθιση στο παρελθόν του, ρακοσυλλέκτης αναμνήσεων καθώς ήταν από πάντα, μια αγέρωχη ελεγεία για τα όσα κάποτε κατόρθωσε αυτός κι ένας εσμός διόλου ευυπόληπτων νεαρών που ανδρώθηκαν μέσα στο οργανωμένο χάος και τη χαοτική οργάνωση μιας εποχής αναστατώσεων και τρελών αλλαγών, ναι, ένα βιβλίο εξακοσίων πενήντα οκτώ σελίδων, όπως είχε με μεθυσμένη ακρίβεια υπολογίσει, ένα βιβλίο που θα πάσχιζε ν’ αναστήσει νεκρά συμβάντα και νεκρές αναφορές από τα καμώματα μιας παρέας που δεν είχε να περηφανευτεί για τίποτα πέρα απ’ το ό,τι δαπανήθηκε στις λόχμες, καθώς έλεγε ο Γιώργος Μακρής, ο ήρωάς τους, κι αν έχεις από πιτσιρικάς, από δωδεκαετές μειράκιο, για ήρωα έναν άνθρωπο που δεν δημοσίευσε σχεδόν τίποτα όσο ζούσε, το μέλλον μάλλον δεν είναι το μέλλον που θα έκανε γονείς και συγγενείς να καμαρώνουν. Για μέλλουσες συζύγους, ούτε λόγος!
Ένα βιβλίο, λοιπόν, που είχε αρχίσει να το γράφει μια νύχτα έρωτος και αναρχίας, μια νύχτα που το βιβλίο αυτό του είχε δοθεί ολόκληρο στη διάρκειά της, μια διάρκεια που παρέμεινε απροσδιόριστη, μιας και ο χρόνος τανύθηκε, τεντώθηκε, ηττήθηκε, απλώθηκε, ναι, ο χρόνος έπαψε να μετράει, να έχει σημασία, να κυλάει, έγινε κόνεως κόνις ο χρόνος, σκιά σκιάς, διάλυμα που χύθηκε και χάθηκε, καθώς εκείνος χώθηκε, για τα καλά πια, στους λαβυρίνθους του πάθους, στην αγάπη του βάθους, στην ακύρωση κάθε παρελθόντος λάθους, και αισθάνθηκε δεσμώτης ενός ιλίγγου που τον έκανε και πάλι να θέλει να επιστρέψει εκεί από όπου είχε ξεκινήσει και με κάθε τρόπο να κοινωνήσει στην αγαπημένη του τα όσα είχε κάνει και είχε δει, τα όσα είχε νιώσει και είχε πει, τα όσα είχε ακούσει και είχε σκεφτεί, να της προσφέρει το απόλυτο ρόδο του δώρου, τον τότε εαυτό του, όπως τώρα της πρόσφερε τον νυν – ένα βιβλίο προορισμένο για κείνη και για κανέναν άλλον, ίσως και, μέσω εκείνης, για τον ίδιο του τον εαυτό, την ίδια του την ύπαρξη, την οντότητά του που είχε τόσες φορές και με τόσους τρόπους απειληθεί να διαλυθεί, μα που κατάφερνε με τεχνάσματα της τελευταίας ώρας, της έσχατης κρίσιμης στιγμής, ακόμα και με κόλπα κυνικά, και με καταφυγές στην αγυρτεία, στη σκληρότητα, στην αλητεία, να συγκροτήσει ξανά, λάτρης όπως ήταν, ανέκαθεν, της καθημερινής ζωής, των μικρών καθημερινών απολαύσεων, των μικρών καθημερινών στιγμών, απαλλαγμένος πια από κάθε φιλοδοξία, εξόν από το να ζει, ν’ ανασαίνει, να τρώει, να πίνει, ν’ ακούει μουσική, να διαβάζει, να συναντιέται με τους φίλους του, να καπνίζει, να ρεμβάζει.
Είχε ξεμείνει από χρήμα. Δούλευε δεκάωρα. Ό,τι έβγαζε πήγαινε στα χρέη. Και είχε παρατήσει ένα βιβλίο στη μέση. Έβαλε ένα ιρλανδέζικο ουίσκι. Έβαλε ένα βινύλιο του Τζον Κολτρέιν στο παλιό ηλεκτρόφωνο. Δεν άντεχε ν’ ακούει στερεοφωνικό ήχο πια. Έπαιζε μονάχα τα παλιά του βινύλια στο παλιό ηλεκτρόφωνο. Δεν ήταν νοσταλγός. Ήταν άνθρωπος του τώρα, του εκάστοτε τώρα, του τώρα όπως ερχόταν και του τώρα όπως ακαριαία το σχεδίαζε όταν ερχόταν. Τώρα που το τώρα του ζητούσε μονοφωνικό ήχο, επιστράτευσε πάραυτα τα παλιά βινύλια και το παλιό ηλεκτρόφωνο. Δεν αναρωτιόταν το γιατί. Δεν τον ένοιαζε πια το γιατί. Μετά τα σαράντα δεν σε νοιάζει το γιατί, του άρεσε να λέει, ιδίως στους νεαρούς του φίλους, σε νοιάζει μονάχα το πώς. Τα γιατί είναι για τους ψυχαναλουόμενους, έλεγε γελώντας στο στέκι τους, εκεί, τώρα, τότε, πάντα, στην Πατησίων, στο κλασικό κι αγέραστο, στο ανοξείδωτο κι απέθαντο, στο φιλόξενο Au Revoir, που έκλεινε μισό αιώνα λειτουργίας, μισό αιώνα ζωής, από τότε που το έστησαν ο Λύσανδρος και ο Θόδωρος, παρέα με τον Προβελέγγιο, τον Αριστομένη, τον αρχιτέκτονα, και που ο ίδιος συμπλήρωνε τώρα τριάντα χρόνια θαμώνας του, έχοντας ανέλθει στην ιεραρχία όλα αυτά τα χρόνια, από το ζεστό πατάρι, έφηβος, στην μπάρα και στο προνομιακό τραπέζι στη βιτρίνα που έβλεπε στην Πατησίων, την αιώνια σύζυγο, τώρα, μεσόκοπος.
Ο Κολτρέιν έπαιζε, παρέα με τον Ντον Τσέρι, το «Focus on Sanity», και το ιρλανδέζικο έκανε καλά τη δουλειά του, πράγματι προσφέροντάς του ένα focus, μιαν εστίαση, στην εχεφροσύνη, τη sanity. «My sanity destroys my vanity», είχε γράψει, κάποτε, στο Βερολίνο, μιαν άλλη νύχτα έρωτος και αναρχίας, μιαν άλλη νύχτα αλλιώτικου έρωτος κι αλλιώτικης αναρχίας, όταν, μεθυσμένος, είχε πιάσει την κουβέντα μ’ έναν αγριωπό τύπο, με ξυρισμένο κεφάλι και αξύριστο πρόσωπο, και είχαν αρχίσει να γράφουν μαζί στις χαρτοπετσέτες σύντομα μεθυσμένα ποιήματα στ’ αγγλικά, ώσπου να νιώσει την εύνοια της τύχης να του δίνει ένα από τα σπάνια γλυκά φιλιά της, μιας και όταν είπε, πάντα φλυαρώντας μεθυσμένος, στον τύπο με το ξυρισμένο κεφάλι και το αξύριστο πρόσωπο ότι ο αγαπημένος του ζωγράφος ήταν ο Γκέοργκ Μπάζελιτς, ο τύπος κέρασε την μπάρα μια γύρα, γελώντας βραχνά, διατάζοντας εύθυμα τον μπάρμαν να πει στον συμπότη του, τον Έλληνα νεαρό διοπτροφόρο, ξυρισμένο και μακρυμάλλη, με το παιδικό πρόσωπο και το τρυφερό λαρύγγι, που έπινε, παραδόξως και περιέργως, σαν Νορβηγός ναύτης, το όνομά του, του τύπου με το ξυρισμένο κεφάλι και το αξύριστο πρόσωπο το όνομα, κι ο μπάρμαν, γελώντας βραχνά κι αυτός και ετοιμάζοντας τα ποτά, είπε, «Georg Baselitz, natürlich, φυσικά!»
Ο Κολτρέιν κι ο Ντον Τσέρι έκαναν θαύματα παίζοντας το «The Blessing» τώρα, κι ο πάλαι ποτέ νεαρός διοπτροφόρος, με μαλλιά που άρχιζαν ν’ αραιώνουν και με γένια που είχαν από καιρό ασπρίσει, νιώθοντας ότι το ιρλανδέζικο έκανε καλά τη δουλειά του, οδηγώντας τον ταχέως σε μιαν αλλόκοτη νηφαλιότητα, μιαν εστίαση στην εχεφροσύνη, σηκώθηκε από το γραφείο του, μες στη νύχτα, για να βάλει πλυντήριο, κάτι που είχε αμελήσει εδώ και βδομάδες, και για να κάνει στο παλιό του ψυγείο την απόψυξη που είχε κατεπειγόντως, αν και από καιρό, ανάγκη – δύο απλές πράξεις που πάντα τον βοηθούσαν όταν αισθανόταν ότι έπρεπε να πάρει κάποιες δραστικές αποφάσεις.
Είχαν κυλήσει δέκα χρόνια από το τελευταίο του μυθιστόρημα, δεκαοχτώ από το δεύτερό του διαζύγιο, τριάντα από το πρώτο του γερό μεθύσι. Είχαν κυλήσει είκοσι δύο χρόνια από την τυχαία του συνάντηση με τον αγαπημένο του ζωγράφο, δέκα πέντε από τότε που είχε σταματήσει να οδηγεί αυτοκίνητο, δέκα από τότε που είχε πάψει να καταπιάνεται με τα γιατί και άρχισε να νοιάζεται μονάχα για τα πώς. Είχαν κυλήσει δέκα μήνες από τότε που αντάμωσε κι έσμιξε με την αγαπημένη του, πέντε εβδομάδες από τότε που είχε αφήσει το βιβλίο που έγραφε, δύο ώρες από τότε που αισθάνθηκε ότι ήταν ανάγκη να πάρει κάποιες αποφάσεις. Και δέκα λεπτά από τότε που έβαλε πλυντήριο και έβγαλε την πρίζα απ’ το ψυγείο.
Ένιωσε έναν πόνο στο στήθος. Τον αγνόησε. Το στήθος είναι κάτι που εκτείνεται, είπε μέσα του, αντιγράφοντας νοερώς τον Νίκο Καρούζο. Θυμήθηκε ένα παλιό σύνηθες δώρο από τη δεκαετία του εβδομήντα. Ένα χαζό δώρο. Μια κούπα που έγραφε ανορθόγραφα «Και αφτό θα περάσει». Την έβλεπες σχεδόν σε κάθε σπίτι. Ο πόνος επέμεινε. Αυτός επέμεινε να τον αγνοεί. Λίγο ιρλανδέζικο ακόμα και αφτό θα περάσει.

Πήγε στο γραφείο. Πέρασε χαρτί στον κύλινδρο της παλιάς γραφομηχανής. Κοίταξε την φωτογραφία της αγαπημένης του. Χαμογέλασε. Πλατιά. Άναψε ένα τσιγάρο. Άφιλτρο. Πάντα.

3 σχόλια:

Dem είπε...

Και πεντε βδομαδες και δυο μερες
απο το τελευταιο σχολιο στο blog του.

Και στο μεταξυ ουτε μια λεξη για τον Dylan!

George-Icaros Babassakis είπε...

Είχε καεί το μηχάνημα, μεγάλη ζημιά, καλπάζουσα πολυνομομερφίτιδα! Και ήμουν στη Λευκωσία όταν ο έξοχος Dylan ήταν εδώ!

suncleft είπε...

Απίστευτο το επεισόδιο με τον Baselitz. Τι σκηνοθέτης η ζωή! Να 'σαι καλά.