Συνολικές προβολές σελίδας

Σάββατο 18 Ιουλίου 2009

Και Πάλι Κοντά Σας


Radio_130709

Απανωτές οι αναποδιές, καπούτ η τεχνολογία, τρικλοποδιές αβέρτα από το πουθενά, κι έτσι το blog έμεινε στάσιμο για κάμποσον καιρό. Και πάλι κοντά σας, όμως, ανοίξαμε και σας περιμένουμε ή ΦΦΦΦΦ [Φίλε Φέρε Φίλους Φάγε Φύγε]. Εντωμεταξύ εκδόθηκε ο «Κλιματιζόμενος Εφιάλτης» του Henry Miller [Μεταίχμιο], το «Όπλο μετά Μουσικής» του Jonathan Lethem [Ελληνικά Γράμματα], ο «Χειμώνας» της Melanie Wallace [Πόλις], που τις μεταφράσεις τους είχα τη χαρά και την τιμή να υπογράψω. Κι ακόμα, κυκλοφόρησε το νέο Βακχικόν, πλουτίζει τις γνώσεις μας ο Γιαννακόπουλος μέσα από το areadingdiary, τραγούδησε ο Iggy γαλλικά, έφυγε για τους ουράνιους λειμώνες ο Sky Saxon των Seeds, τιμήσαμε τον Λεωνίδα Χρηστάκη στο Nosotros (φίλοι απ’ τα παλιά, Σας χαιρετώ, Ω! Κωστή Τριανταφύλλου, Ω! Θανάση Μουτσόπουλε, Ω! Νίκο Ξυδάκη, Ω! Τεό Ρόμβε, Ω! Μιχαήλ Μήτρα, Ω! Μιχάλη Πρωτοψάλτη, Ω! Άγγελε Μαστοράκη! Ω! Πάνο Χαραλάμπους!), απέκτησα στήλη στο «Διαβάζω» με τίτλο «Ζενερίκ», μας σκίζει τα μυαλά ο Maurice Attia με το «Μαύρο Αλγέρι» και την «Κόκκινη Μασσαλία» (Πόλις), συνεχίζονται οι εκπομπές (απρόσκοπτα) Radio Propaganda και «Ο Αφρός των Ημερών», καθώς και τα «Ραδιοχρονογραφήματα» στο Κανάλι 1, Πειραιάς, 90,4 FM και www.kanaliena.gr, πυρπολεί τα μάτια μας ο James Ellroy με το «Because the Night» (Άγρα), μας σκάβει σάρκα/πνεύμα/ψυχή ο Νίκος Καρούζος («στα θολερά λιοπύρια του Καρκίνου), γεννημένος στις 17 Ιουλίου του 1926. Αμέσως παρακάτω ένα από τα πιο πρόσφατα «Ραδιοχρονογραφήματά» μου. Όσο για τα κακόβουλα, και κομμάτι ασυνάρτητα, σχόλια κάποιου Alexis στην προηγούμενη ανάρτηση, τι να πω; Οι φθονεροί είναι βαρετοί, και άλλωστε «Δεν μας αρέσουν ούτε οι φακές του πλούσιου ούτε το χαβιάρι του φτωχού», ενώ μια ζωή οι φίλοι μου κι εγώ ζούμε με αλλεπάλληλα και αλησμόνητα potlatch!

Κολάζ Αναμνήσεων

Στα κάποτε εφηβικά, μα και προεφηβικά μας, δωμάτια, του ενός πολύ διαφορετικό από του άλλου, φτωχικό ίσως αλλά γοητευτικό και πάντα φιλόξενο, συνηθίζαμε μανιωδώς να αποτυπώνουμε, να κολλάμε καλύτερα (και θα πω γιατί αυτό το «να κολλάμε»), καθένας τη δική του μοναδική, ήδη διαμορφωμένη και διαρκώς υπό διαμόρφωσιν, προσωπικότητά του, την ταυτότητά του. Δεν είχε έρθει ακόμη η ομοιογενοποίηση, η Νεοσέτ, η Ικέα ή η Sato, να λουστράρουν την εφηβεία, να την κάνουν ομοιόμορφη, πατικωμένη, ουσιαστικά ακίνδυνη. Η φαντασία μας οργίαζε, δεν καθηλωνόταν σε χρωματιστές μεν, ίδιες δε, επιφάνειες, και η αλάνα ήταν πιο κει και μας περίμενε καθημερινώς. Το ίδιο και το όνειρο – ήταν εκεί και μας περίμενε καθημερινώς. Οι τοίχοι των εφηβικών μας δωματίων φιλοξενούσαν αενάως μεταβαλλόμενα κολάζ με ό,τι αγαπούσαμε και αντλούσαμε, για να μας διαπλάσει, από τον κινηματογράφο, τη μουσική, τα γεγονότα που πάλλονταν γύρω μας. Κανενός το δωμάτιο δεν ήταν ίδιο με του άλλου, κι ακόμα κανενός το δωμάτιο δεν ήταν το ίδιο το φθινόπωρο και το ίδιο το καλοκαίρι. Κάθε δωμάτιο ήταν ένα πρωτόλειο έργο εν εξελίξει, ένα work in progress.
Κόβαμε, λοιπόν, φωτογραφίες ή και κείμενα από περιοδικά και εφημερίδες των γονιών μας και τα κολλούσαμε στους τοίχους, συνήθως επιμελώς, με σελοτέιπ διπλής κολλητικής επιφανείας, συνθέτοντας έτσι ένα πρελούδιο του μέλλοντός μας. Μ’ αυτόν τον τρόπο εγκαθιστούσαμε στον χώρο αλλά και εντός μας, στο μυαλό, στα φυλλοκάρδια μας, τις μετέπειτα, αποκλειστικά δικές μας, έστω της παρέας, επετείους. Πρόσωπα, ημερομηνίες, συμβάντα, στιγμές που έμελλε ν’ αποτελέσουν τους οδοδείκτες μας, το θησαυροφυλάκιο του καθενός μας. Κολλούσαμε εκεί στους τοίχους τις ψηφίδες της προσωπικότητάς μας. Και έτσι συστηνόμαστε στον άλλον, αλλά και δεξιωνόμαστε τον άλλον, σ’ αυτό το αυτοσχέδιο σπήλαιο το καμωμένο από χαρτί. Μια τέχνη του εφήμερου που όμως έμελλε ν’ αντέξει μες στις δεκαετίες. Μια επιστήμη των επετείων που, όπως συμβαίνει και με τα έθνη, χαρτογραφεί την προσωπικότητα.
Με δέος να κολλάω στον τοίχο μου τον Νιλ Άρμστρονγκ καθώς πατάει το πόδι του στη σελήνη, στο φεγγάρι, καλύτερα, που ήδη μου είχε δώσει τα πρώτα μου προεφηβικά ποιήματα. Σαράντα χρόνια πριν. Με λαχτάρα και ροκ χοροπηδητά να κολλάω στον τοίχο τον Τζίμι Χέντριξ με το πορφυρό μαντίλι στα ατίθασα μαλλιά του και την κιθάρα του να παίζει τα πάντα στο μεγαλειώδες, για μένα, τριήμερο του Woodstock. Επίσης σαράντα χρόνια πριν. Καλοκαίρι του 1969, και η αθωότητα να επελαύνει, γύρω και εντός μου. Με αμηχανία, με σαστισμάρα, δίχως να πολυκαταλαβαίνω, αλλά διαισθανόμενος ότι κάτι σαν απώλεια με παγώνει, να κολλάω, και πάλι σαράντα χρόνια πριν, την είδηση του θανάτου του δυναμικού ταλαντούχου Μπράιαν Τζόουνς, μουσηγέτη των Rolling Stones, ανήμπορος να κατανοήσω πώς είναι δυνατόν να πνίγηκε στην πισίνα του, πολύ άγουρος ακόμη για να αντιληφθώ την συγκινησιακή σημασία του πένθους.
Κι αυτές τις μέρες, να πιάνω τον εαυτό μου σκυμμένο στο τραπέζι της κουζίνας μιας φιλόξενης κατοικίας, να συλλέγει πάλι αναμνήσεις, κόβοντας με το ψαλίδι, ένα από τα ιερότερα μέσα του συγγραφέα, όπως μας δίδαξε ο Ουίλιαμ Σιούαρντ Μπάροουζ, φωτογραφίες και κείμενα για κείνα τα γεγονότα του 1969 από εφημερίδες και περιοδικά.
Αληθεύει ότι η νοσταλγία δεν είναι πια αυτό που ήταν. Αληθεύει επίσης ότι στους καιρούς μας, τώρα που ο ίλιγγος ασχημονεί και η ασχήμια γίνεται ιλιγγιώδης, ναι αληθεύει ότι η νοσταλγία μπορεί να είναι ένα εφαλτήριο που μας ωθεί προς μια νέα ανακάλυψη της αθωότητας.

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Κυπαρισσία, 13/07/09

Δεν υπάρχουν σχόλια: