Το Είδωλο
Τον λάτρεψαν οι πάντες. Τον πόθησαν όσες τον πλησίαζαν. Ένα αμάλγαμα μελαγχολίας, αγέρωχης ενατένισης της αβύσσου, ακόρεστης φιλοδοξίας και εφηβικής φιληδονίας βλέπουμε πάντα στο βλέμμα του, σε κάθε φωτογραφία του, στις τρεις, όλες κι όλες, ταινίες του. Συνεργάστηκε με τρία ιερά τέρατα της σκηνοθεσίας, με τον Ηλία Καζάν, τον Νίκολας Ρέι και τον Τζορτζ Στήβενς, και τα θάμπωσε με την ατίθαση συμπεριφορά του και το μεγαλοφυές του ένστικτο. Ο μεγάλος Τσετ Μπέικερ έχει παίξει την τρομπέτα του και έχει τραγουδήσει ένα θεσπέσιο τζαζ ελεγείο γι’ αυτόν συνοδευόμενος από το έξοχο σαξόφωνο του Μπαντ Σανκ. Ήταν κάτι πέρα από ηθοποιός, ήταν ένα σύμβολο, εκφραστής μιας γενιάς που άρχισε να σκουντουφλάει ενόσω μαινόταν ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και είχε απόλυτη ανάγκη και δίψα για νέα πρότυπα, για προσωπικότητες εξεγερμένες έστω κι αν δεν ήξεραν καλά το γιατί και το πώς της εξέγερσης. Άκουγε στο όνομα Τζέιμς Μπάιρον Ντην, και εγκαινίασε μιαν ολόκληρη εποχή. Μετά το σύντομο πέρασμά του από την οθόνη και τη ζωή, η παλιά ωραία ελληνική λέξη «χαρμολύπη» γίνεται παγκόσμιο σήμα κατατεθέν της φλεγόμενης νιότης, ενώ η ποίηση μοιάζει να δραπετεύει από τις τυπωμένες σελίδες και να αιγλοβολεί στα βλέμματα, στα πρόσωπα, στα θλιμμένα χαμόγελα, στις χορευτικές χειρονομίες, στα αιωνίως και αενάως παλλόμενα κορμιά.
Ο Τζέιμς Μπάιρον Ντην γεννήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου του 1931, στην πόλη Μάριον, καμιά πενηνταριά μίλια βόρεια από την Ιντιανάπολις. Η μητέρα του λατρεύει την ποίηση, ιδίως τον Λόρδο Μπάιρον, και χαρίζει το όνομά του στο βλαστάρι της. Του κληροδοτεί μιαν απόλυτη ευαισθησία, μια ποιητική αντίληψη των πραγμάτων της ζωής, μιαν έφεση στην τέχνη. Λίγο πριν αποδημήσει, μόλις στα τριάντα της, θα δωρίσει ένα βιολί. Ο μικρός Τζίμι δεν θα πάψει έκτοτε να ακούει με μανία και να παίζει μουσική. Και δεν θα πάψει στιγμή να είναι δεσμώτης της ίδιας του της τρυφερότητας, μιας τρυφερότητας που πάλεψε με κάθε τρόπο να εκφράσει σε όλες τις φάσεις της αστραπιαίας του ζωής. Από τα δέκα του χρόνια, ξανθός, αγγελικός, λεπτεπίλεπτος, μύωψ, μελαγχολικός, περιβαλλόμενος πάντα από μιαν αύρα προραφαηλιτικής αβρότητας, παθιασμένος με τη ζωγραφική, τη γλυπτική, τη μουσική, μονίμως με ένα ραδιόφωνο στο πλάι του, ο Ντην ξέρει ότι είναι πλασμένος για την τέχνη. Δεν φιλοδοξεί να γίνει ηθοποιός, αλλά επιμένει με κάποια μελωδική μεγαλομανία ότι διψάει για κάτι υπέρτατο, απόλυτο, μοναδικό. Κάθε μέσο είναι ευπρόσδεκτο, κάθε στοιχείο διάπλασης το ρουφάει άπληστα και το επεξεργάζεται ανελλιπώς εντός του. Παίζει μπάσκετ, και διαπρέπει παρά το ότι δεν είναι ψηλός. Μαθαίνει σκοποβολή. Διακρίνεται στο άλμα επί κοντώ. Θητεύει κοντά σε έναν χαρισματικό αλλά και σκοτεινό πάστορα, ο οποίος τον μυεί στην υψηλή λογοτεχνία αλλά και στην ομοφυλοφιλία. Συνάμα, αναπτύσσει μια ροπή προς τις μεγάλες ταχύτητες, την ταυρομαχία, και τον κίνδυνο. Η ζωή και η τέχνη κοχλάζουν διαρκώς μέσα του. Το σύνθημα του, το περιβόητο «Ζήσε γρήγορα, πέθανε νέος, για να ’χεις ένα ωραίο πτώμα», θα γίνει τόπος δράσης και τρόπος ζωής κάμποσων γενεών μετά τον Ντην.
Θα τη σκαπουλάρει από το στρατό δηλώνοντας με αμέριμνο πείσμα ότι είναι ομοφυλόφιλος. Εγγράφεται στο ξακουστό UCLA, εκεί που έμελλε να σπουδάσει και ο Τζιμ Μόρισον, και παρακολουθεί μαθήματα δικαίου και υποκριτικής. Εξάπτει το ενδιαφέρον όσων τον πλησιάζουν, γυναικών και αντρών. Γίνεται μέλος στη Λέσχη Ερασιτεχνών Μουσικών της Τζαζ, παίζει Άμλετ, διαβάζει Έντγκαρ Άλαν Πόε, τρέχει σαν τρελός με μοτοσικλέτες, αντλεί από παντού εμπειρίες, δηλώνει με παρρησία ότι θέλει να φτάσει σε ένα επίπεδο τέτοιο που κανείς ποτέ δεν θα μπορεί να συγκριθεί μαζί του. «Ο Τζίμι ήταν ένα ουράνιο τόξο», θα πει ένας φίλος, συμφοιτητής και μετέπειτα συνάδελφός του, ο ηθοποιός Ρίτσαρντ Σάνον. «Ποτέ δεν έβλεπες μόνο ένα χρώμα του, μία μόνο πλευρά του, αλλά ένα αρμονικό σύνολο χρωμάτων. Όταν τον ξανασκέφτομαι, ξαναβλέπω την ίδια στιγμή ένα ζωηρό φως που φωτίζει τις αναμνήσεις μου». Ο ίδιος ο Ντην έλεγε, «Κοίτα! Είμαι ένας φοίνικας σε μια θύελλα!» Δεν θα μπορούσε να ειπωθεί καλύτερα.
Αποφεύγει πάλι το στρατό, ενώ ξεσπάει ο πόλεμος της Κορέας, δηλώνοντας ευθαρσώς αντιρρησίας συνείδησης και ομοφυλόφιλος. Δουλεύει παρκαδόρος, και ό,τι άλλο βρει πρόχειρο, λαντζιέρης, ρεσεψιονίστ, πλασιέ, αχθοφόρος, ενώ παράλληλα αρχίζει να εμφανίζεται σε τηλεταινίες και να ελκύει ένα ολοένα και πιο έντονο ενδιαφέρον. Όχι τόσο για το παίξιμό του, όσο για το στυλ του, το βαθύ και έντονο βλέμμα του, ένα βλέμμα όπου θαρρείς υπάρχουν σε κατάσταση βρασμού όλες οι ηλικίες. Ο ίλιγγος είναι ήδη παρών, και η άνοδος του Τζέιμς Ντην θα είναι ραγδαία. Δεν αντέχει την πλήξη, δεν αντέχει τη μετριότητα, δεν αντέχει ό,τι δεν είναι ακραίο. Κυριεύεται από την εμπρηστική ποίηση του Πολ Βρελαίν και του Αρθούρου Ρεμπώ, γράφει: «Θέλω να μεγαλώσω τόσο ώστε να εγερθώ πάνω από τούτο το χαμερπή κόσμο όπου ζούμε. Θέλω να τον αφήσω πίσω μου, να εγκαταλείψω όλες τις μικροπρεπείς και ελεεινές σκέψεις για τα ασήμαντα πράγματα που θα ξεχαστούν, ούτως ή άλλως, σε εκατό χρόνια. Υπάρχει κάπου ένα επίπεδο όπου όλα είναι χειροπιαστά και σημαντικά. Θα μοχθήσω να το φτάσω και να βρω ένα μέρος κοντά στην τελειότητα».
Τον κερδίζει η Νέα Υόρκη, όπως λίγο αργότερα και τον Μπομπ Ντύλαν. Ζει σε μια κάμαρα φορτωμένη με βιβλία και δίσκους, τριγυρνάει στα μπαρ και όλες οι κοπέλες δείχνουν πρόθυμες να τον υιοθετήσουν, ναι, όλες τον θέλουν και τον ποθούν, αλλά αυτός είναι ένα «κατεργάρικο αερικό, άπιαστος, φευγάτος σαν κλέφτης», διατηρώντας πάντα το θλιμμένο ύφος του ιππότη σε αναζήτηση του Γκράαλ, του Αγίου Δισκοπότηρου. Όπως ακριβώς και η Πατρίσια Χάισμιθ, που έλεγε ότι με τον Μότσαρτ στο πλευρό της είναι ικανή να τα βάλει με θεούς και δαίμονες, έτσι και ο Τζέιμς καταφεύγει κάθε βράδυ στον μεγαλοφυή Βόλφγκανγκ Αμαντέους, κάθε φορά συγκλονισμένος έως δακρύων. Άλλες του καταφυγές, η μουσική του Μπέλα Μπάρτοκ, η ιταλική κουζίνα, ο Κάφκα, ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ, οι γαλλικές ταινίες, και ο «Μικρός Πρίγκιπας» του Σεντ Εξυπερύ που τον στοιχειώνει και γίνεται έμμονη ιδέα του να τον μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη!
Θα κάνει μαθήματα στο περιλάλητο Actors’ Studio, θα παίξει στον «Ανηθικολόγο» του Αντρέ Ζιντ, θα αποσπάσει εγκώμια. «Διαθέτει χάρισμα απίστευτης έντασης», «Εκπέμπει ένα μαγευτικό φως», «Γοητεύει», γράφουν οι κριτικές. Και ενώ προμηνύεται λαμπρή καριέρα στο θέατρο, ο Ντην τα παρατάει όλα, όπως έκανε πάντα, και ενθουσιάζεται με τον κινηματογράφο. Συναντιέται με τον Ηλία Καζάν, τον μεγάλο σκηνοθέτη και άνθρωπο. Με άκρα μυστικότητα, συνεργάζονται από τον Μάρτιο του 1954, στην κινηματογραφική μεταφορά του δυναμικού αριστουργήματος «Ανατολικά της Εδέμ» του Τζον Στάινμπεκ. Παίρνει γενναία προκαταβολή, αγοράζει μοτοσικλέτες (συνολικά εφτά!!!) και ένα κόκκινο MG, προβάλλεται η ταινία και οι πάντες παθαίνουν πολιτισμικό σοκ! Μιλάνε για ανυπέρβλητο συνδυασμό βλέμματος του Γκρέγκορι Πεκ με το στυλ του Μάρλον Μπράντο, για το τρομερό παιδί που καταφέρνει να εκφράσει έως παροξυσμού τις φαντασιώσεις της μεταπολεμικής εποχής. Πυκνή και εύστοχη, η φράση ενός κριτικού της «New York Herald Tribune» συνοψίζει το φαινόμενο Τζέιμς Ντην: «Όταν μιλάει, οι λέξεις συνωστίζονται»!
Ο θρίαμβος έρχεται αγκαζέ με τον έρωτα. Η καλλονή Άννα Μαρία Πιεράντζελι κερδίζει την ατίθαση καρδιά του. Ζούνε μαζί σε απόλυτη αρμονία, αποφεύγουν κάθε κοσμικότητα, κάνουν βόλτες χέρι-χέρι, ακούνε μουσική, μιλάνε, αγκαλιάζονται, σμίγουν. Το ειδύλλιο θα διαρκέσει τρεις μήνες, αλλά και μια ολόκληρη ζωή, μια ατέρμονη αιωνιότητα. Ο χωρισμός είναι αιφνιδιαστικός. Άλλοι λένε ότι φταίει η φριχτά πιεστική μητέρα της Πιεράντζελι, άλλη ότι τίναξε τα πάντα στον αέρα η μανία του Τζέιμς με το αλκοόλ. Πάντως, η Πιεράντζελι δεν έπαψε ποτέ να δηλώνει ότι ήταν ο έρωτας της ζωής της. Ο Τζέιμς αντιδρά με άγρια δάκρυα, με άγριες τρέλες: μπαίνει σε φέρετρα και μένει με τις ώρες εκεί, μεθάει, αρνείται να παραστεί στην επίσημη πρεμιέρα του «Ανατολικά της Εδέμ», τον Μάρτιο του 1955, συμμετέχει σε αγώνες ταχύτητας και μια φορά τερματίζει τρίτος, ο μόνος ερασιτέχνης ανάμεσα σε σαράντα επαγγελματίες, συναναστρέφεται αλλόκοτες γυναίκες, ανάμεσα σ’ αυτές και η φοβερή και τρομερή Μάιλα Νούρμι, γνωστή και ως Βαμπίρα, εκκεντρική πρωταγωνίστρια σε ταινίες τρόμου, χάνεται στην ποίηση του Καρόλου Μπωντλαίρ, γίνεται κάθε στιγμή ένας σαγηνευτικός έκπτωτος άγγελος.
Ο Νίκολας Ρέι τον αδράχνει, του συμπαρίσταται, γίνεται ο μεγάλος φίλος του, και τον σκηνοθετεί στην ταινία-μύθος «Επαναστάτης χωρίς αιτία». Ο Τζέιμς παίζει πλάι στην δεκαεξάχρονη Νάταλι Γουντ, τον Σαλ Μίνεο, τον Ντένις Χόπερ. Θρίαμβος και θρύλος, θρόισμα της ανεξέλεγκτης τρυφερότητας, σύμβολο ενός εκρηκτικού κοκτέιλ από βία, σαδισμό, ποίηση, τρέλα, μελαγχολία, μέθη, περηφάνια, λύπη, αίσθηση ότι δεν ανήκεις πουθενά: ιδού τι κάνει τον Τζέιμς Ντην ξεχωριστό, έναν ηθοποιό πέραν της ηθοποιίας, έναν εκφραστή της ανοχύρωτης ρώμης μιας κοχλάζουσας γενιάς. Το λέει πυκνά και απλά, όσο πιο απλά γίνεται, ο ίδιος: «Θέλω να ζήσω όσο πιο έντονα μπορώ, να φτάσω τα πράγματα, τις εμπειρίες μου, στα άκρα, να απολαύσω τη ζωή ως το μεδούλι». Ένας από τους πάμπολλους βιογράφους του, ο Bertrand Meyer-Stabley, θα γράψει ότι εντέλει ο Ντην είχε διανύσει μια διαδρομή δίχως σφάλματα, είχε πάρει αυτό το μονοπάτι το σπαρμένο με αστερόσκονη που μόνο οι σπάνιοι άνθρωποι γνωρίζουν!
Δεν αργεί να ξαναμπεί στα πλατό. Αυτή τη φορά τον σκηνοθετεί ο Τζορτζ Στήβενς. Η ταινία, μια τεξανή σάγκα, λέγεται «Ο Γίγας». Ο Ντην παίζει πλάι στον Ροκ Χάντσον και την Ελίζαμπεθ Τέιλορ. Είναι έξοχοι και οι τρεις, θαρρείς παρακινημένοι από μιαν άμιλλα. Αλλά ο Τζέιμς είναι ανυπέρβλητος, έχει μπει απόλυτα στο πετσί του ρόλου, έχει ταυτιστεί όσο δεν παίρνει με τον Τζετ Ρινκ, τον ήρωα της ταινίας. «Ήθελα να είμαι ο Τζετ Ρινκ επί μονίμου βάσεως», θα πει. «Να μπω στις σκέψεις του, να ασπαστώ τα συναισθήματά του, να έχω τις ίδιες αντιδράσεις μ’ αυτόν». Θαρρείς κυριευμένος από ένα αλλόκοτο προαίσθημα παίζει κάθε στιγμή σαν να είναι η τελευταία του, και μετά το γύρισμα της τελικής σκηνής, μιας δύσκολης, πολύ δύσκολης σκηνής όπου έχει δώσει όλο του το είναι, ο Ντην κάνει μεταβολή, και σπεύδει να παραλάβει την ασημένια του Πόρσε Σπάιντερ για να συμμετάσχει, και πάλι, σε αγώνες ταχύτητας. Επιμένει να την οδηγήσει ο ίδιος, με συνοδηγό τον μηχανικό του, τον Ρολφ Βόιτεριχ, ενώ κανονικά το αμάξι θα έπρεπε να σταλεί στο Σαλίνας, όπου έμελλε να διεξαχθούν οι αγώνες, με το τρένο. Είναι η τελευταία ημέρα του Σεπτεμβρίου του 1955. Ο Τζέιμς οδηγεί. Κάνουν κάποια στάση για καφέ και καλαμπούρια. Μετά πάλι στην Πόρσε. Ώρα 17:59. Ο Τζέιμς Ντην ξεχύνεται στον αυτοκινητόδρομο 41, τριάντα χιλιόμετρα από το πάσο Ρόμπλες, και μόλις 13 από το Σαλίνας, στη διασταύρωση με την οδό US 466. Ο μοιραίος κύριος Τέρναπσιντ, με μια Φορντ του 1950 μπαίνει στη διασταύρωση και βγαίνει στον αυτοκινητόδρομο. Η σύγκρουση είναι σφοδρή. Ο Ρολφ εκσφενδονίζεται έξι μέτρα πάνω από το έδαφος. Ο Τζέιμς δέχεται το φιλί του θανάτου. Η αιωνιότητα θα γίνει τώρα η απόλυτη ερωμένη του. Ο θρύλος θα γίνει ο δίδυμος αδελφός του.
Έχει κυλήσει μισός αιώνας. Ο Τζέιμς Ντην είναι πλάι στη Μέριλιν και τον Έλβις. Είναι ένας από τους μεγάλους μύθους του εικοστού αιώνα. Είναι ένα είδωλο τόσο νουνεχών κοινωνιολόγων, κριτικών, φιλοσόφων, σχολιαστών, καλλιτεχνών, όσο και παραφρόνων. Ακόμη κυκλοφορεί η φήμη ότι ο Τζέιμς Ντην είναι ζωντανός, φριχτά ακρωτηριασμένος και έγκλειστος σε μια ψυχιατρική κλινική όπου τον είχε κρύψει ο πατέρας του. Τη χρονιά μετά το θάνατό του, τέσσερα εκατομμύρια (!!!) «πιστών» εγγράφονται σε λέσχες αφιερωμένες στη λατρεία του, τα ρούχα του πουλιούνται προς ένα δολάριο το τετραγωνικό εκατοστό, τα συντρίμμια της Πόρσε ξεπερνάνε την αξία του χρυσού, γράφονται δεκάδες χιλιάδες ποιήματα και εκατοντάδες τραγούδια, κυκλοφορούν κάθε λογής προϊόντα, από φακελάκια τσίχλας, στυλό και λούτρινα κουκλάκια μέχρι κονκάρδες, αναπτήρες, στυλό και τετράδια, μέχρι και σουγιάς «Τζέιμς Ντην» υπάρχει!
Πέρα από αυτούς τους παραλογισμούς, άφθαρτο θα μείνει πάντα αυτό που μπόρεσε να εκφράσει ο Τζέιμς Ντην, η εναγώνια απορία, η έστω σπασμωδική αλλά πάντα πεισματική αναζήτηση νοήματος, η τρυφερότητα της εξέγερσης, η επιστροφή του ρομαντισμού, η λατρεία της ζωής. Και άφθαρτος θα μείνει ο καλύτερος φόρος τιμής στον Τζέιμς Ντην, μια φράση του μεγάλου «Πάπα» Χέμινγουεϊ: «Αυτό το αγόρι έπαιζε μέσα στην αίθουσα, κατέβαινε και έπαιζε ανάμεσα στους θεατές».
Τζέιμς Ντην
Ο Άνθρωπος πίσω από τον Μύθο
Άραγε από τι υλικό είναι πλασμένα τα σύμβολα, αυτές οι εμβληματικές μορφές που δεν καταφέρνουν μονάχα να εκφράσουν μιαν ολόκληρη γενιά αλλά και να παραμείνουν πηγές έμπνευσης και μνήμες ολοζώντανες; Ο Σαίξπηρ είχε αποφανθεί: από την στόφα των ονείρων. Ο Τζέιμς Ντην ήταν, το δίχως άλλο, καμωμένος από τις νεφέλες των ονείρων, από το γαλάζιο της θάλασσας και του ουρανού, από το χρυσό του σταχυού σαν πέφτουν πάνω του οι ηλιαχτίδες. Ήταν εύθραυστος, λεπταίσθητος, ευάλωτος, ευαίσθητος. Από μικρός έμοιαζε με μιαν αέρινη μεμβράνη που μπορεί καθετί να συλλάβει, να νιώσει, κι ύστερα να το αναπλάσει. Είχε μέσα του μιαν ορχήστρα, αλλά το κάθε όργανο αυτοσχεδίαζε, έκανε τα δικά του, και περνούσε καιρός για να φτάσουν όλα να παίζουν τον ίδιο σκοπό. Μάνιαζαν οι αντιφάσεις εντός του, κι αυτό, όσο κι αν ήταν οδυνηρό, δώριζε σ’ αυτό το αστέρι μια λάμψη μοναδική, και μιαν εκφραστικότητα πρωτόφαντη. Το είπε με απλά, μεστά λόγια ο Πάπας της Ποπ, ο Άντι Γουόρχολ: «Ο Τζέιμς Ντην ήταν η απόλυτη ενσάρκωση της αέναης πάλης. Ήταν η αθωότητα που πάλευε με την εμπειρία, τα νιάτα που πάλευαν με τα γηρατειά, ο άνθρωπος που πάλευε με την εικόνα του».
«Ο μικρός Τζίμι δεν ήταν το υγιέστερο παιδί», γράφει ο Τζορτζ Πέρι. «Εκτός από τη μυωπία, έπασχε από ανεξήγητα εξανθήματα, εμετούς, διάρροια, ρινορραγία και ατονία. Οι γιατροί διέγνωσαν επίσης σοβαρή αναιμία». Ο ποιητής Νίκος Καρούζος συχνά διατεινόταν ότι οι καλλιτεχνικές φύσεις αναπόφευκτα ελκύουν την ασθένεια, για να την υπερβούν με την τέχνη τους. Έτσι και ο μικρός Τζίμι, ο Τζέιμς Μπάιρον Ντην, καίτοι φιλάσθενος ήταν ο ευνοούμενος των νεράιδων, ήταν ο πιτσιρικάς που έπαιζε σε συναυλίες, έκανε μαθήματα βιολιού, χόρευε κλακέτες επί σκηνής. «Περισσότερο απ’ όλα», γράφει σε μιαν έκθεσή του, σε ηλικία 17 ετών, «μου αρέσει η τέχνη, να πλάθω και να δημιουργώ πράγματα με τα χέρια μου». Αλλά, πάνω απ’ όλα, ο Ντην θα είναι προικισμένος με το χάρισμα να κατακτάει τους ανθρώπους, να απορροφάει τα πάντα απ’ αυτούς, να τους πείθει με μια πεποιημένη ανεμελιά και αμεριμνησία να του κάνουν όλα τα χατίρια. Στις συναναστροφές του, όπως και στις ερωτοτροπίες του, επιδείκνυε έναν ιδιότυπο χαμαιλεοντισμό, προσαρμοζόταν στις διαθέσεις των άλλων, κάνοντάς τους να πιστεύουν ότι ήταν όμοιός τους κι αδελφός τους. Και έτσι αποκόμιζε εμπειρίες, αγάπη, θάλπος. Και μάθαινε, σπούδαζε την ίδια την καθημερινότητα, έγινε ένας μαιτρ του επιτηδεύματος της ζωής. Γράφει ο Τζορτζ Πέρι: «Γνώρισε την Μπέτσι Πάλμερ, μια νεαρή ηθοποιό, επίσης από την Ιντιάνα. Είχαν ένα ειδύλλιο, το οποίο η ίδια δεν θυμόταν να ολοκληρώθηκε ερωτικά. Εκείνος προτιμούσε να μιλάει και να ακούει δίσκους. Εκείνη πίστευε ότι ήταν βαθιά δυστυχής και ευαίσθητος. Καθώς ήταν και η ίδια κλειστός χαρακτήρας, της άρεσε η παρέα του. Μια άλλη σχέση που σύναψε στη Νέα Υόρκη ήταν με την Μπάρμπαρα Γκλεν, μια ηθοποιό που είχε γνωρίσει στο Cromwell’s Pharmacy. Είχαν έναν πολυκύμαντο δεσμό μέχρι την αναχώρησή του για το Χόλλυγουντ το 1954. Ήταν η μεγαλύτερη σε διάρκεια σχέση του και είχε φτάσει στο σημείο να σκέφτεται το γάμο. Ύστερα ήταν και η Αρλίν Λόρκα, μια ηθοποιός την οποία συνόδευσε σε μερικές εξόδους. Η Αρλίν τού σύστησε τον φωτογράφο Ρόι Σατ. Αμέσως ο Τζίμι κόλλησε το μικρόβιο της φωτογραφίας και αγόρασε μια Leica. Ο Σατ τον ενθάρρυνε και του έδειξε τη λειτουργία της. Ήταν κι αυτό ένα από τα πολλά καινούργια πάθη του. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, ο Τζίμι πήγαινε στη σχολή της Κάθριν Ντάνχαμ για να μάθει χορό μαζί με την Έρθα Κιτ, παρακολουθούσε μαθήματα μπόνγκος με τον βασιλιά των κρουστών Σίριλ Τζάκσον και έκανε μαθήματα καλλιτεχνικής φωτογραφίας με τον Ρόι Στα. Επίσης, ο Λέοναρντ Ρόζενμαν, ένας νεαρός συνθέτης που αργότερα θα γινόταν στενός του φίλος, του μάθαινε πιάνο».
Ο Τζέιμς Ντην, αυτό το ουράνιο τόξο, όπως τον χαρακτήρισε ένας άλλος φίλος του, θα μάθει από νωρίς ότι το να μαθαίνεις είναι η μεγαλύτερη μαθητεία, και ότι το να παραβαίνεις τους κανόνες όσων έμαθες είναι ο απόλυτος τρόπος να κατακτάς, και ότι το να κατακτάς είναι ο μόνος δρόμος προς την αθανασία, προς τον θρίαμβο του εγώ σου. Τον καλούν να συναντήσει τον πολύ Ηλία Καζάν που μόλις είχε εξασφαλίσει ότι θα σκηνοθετήσει το «Ανατολικά της Εδέμ», βασισμένο στο μυθιστόρημα του μεγάλου συγγραφέα Τζον Στάινμπεκ. Ο Τζέιμς Ντην θα ανταποκριθεί στο κάλεσμα, αλλά με τον δικό του τρόπο. Δεν θα είναι ούτε κατά διάνοια γλοιώδης, υποχωρητικός, ενδοτικός. Όχι, όλα θα γίνουν όπως αυτός το θέλει, πάντα ισορροπώντας ανάμεσα στον αυθορμητισμό και την μεθοδικότητα, πάντα στο μεταίχμιο θάρρους και θράσους. Γράφει ο Τζορτζ Πέρι: «Ο Καζάν, που συχνά ήταν γνωστός ως Γκατζ, μια συντόμευση του ‘Γκάτζετ’, ενός υποκοριστικού του όταν ήταν παιδί, έγραψε στην αυτοβιογραφία του: ‘Όταν μπήκα ήταν γερμένος στην άκρη ενός δερμάτινου καναπέ στην αίθουσα αναμονής, ένα κουβάρι τυλιγμένο σε δερμάτινα κουρέλια, δείχνοντας χολωμένος χωρίς συγκεκριμένο λόγο. Δεν μου άρεσε η έκφραση στο πρόσωπό του, κι έτσι τον άφησα να περιμένει’. Ήταν μια δοκιμασία. Όταν τον κάλεσα να περάσει, ο Τζίμι άφησε κατά μέρος την εριστική του συμπεριφορά και έπειτα από μια δύσκολη συζήτηση (‘δεν ήταν καθόλου χαρισματικός συνομιλητής’, έγραψε ο Καζάν), προσφέρθηκε να πάει τον μεγαλύτερο σε ηλικία άντρα μια βόλτα με τη μοτοσικλέτα του. Ο Καζάν δέχτηκε – τα πάντα για χάρη της τέχνης – και λίγο αργότερα αλώνιζε το Μπροντγουέι καθισμένος στο επισφαλές πίσω κάθισμα της μηχανής. Σκέφτηκε ότι ο Τζίμι ήταν φιγουρατζής και, μολονότι δεν τον συμπάθησε ιδιαίτερα, είχε την αίσθηση ότι διέθετε τα αναγκαία προσόντα για τον ρόλο. Τον έστειλε να γνωρίσει τον Τζον Στάινμπεκ, ο οποίος ζούσε σε ένα σπίτι με πρόσοψη από πέτρα στην Ανατολική 72η Οδό. Ο συγγραφέας συμφώνησε ότι ο Τζίμι ήταν ένα ξιπασμένο παιδί. ‘Μα δεν είναι ίδιος ο Καλ;’ τον είχε ρωτήσει ο Καζάν. ‘Ανάθεμά με αν δεν είναι’, του είχε απαντήσει ο Στάινμπεκ. Ο Τζίμι πέρασε με επιτυχία τα δοκιμαστικά και κέρδισε τον πολυπόθητο ρόλο».
Αντιφατικός, ναι, όπως κάθε ποιητής, κάθε καλλιτέχνης, κάθε ανήσυχος άνθρωπος. Και ξιπασμένος, γιατί όχι; Ένας αβρός ανάγωγος που ήξερε να μαγνητίζει τους πάντες, και να τους ωθεί στα άκρα. Αλλά πάντα ήξερε να φέρεται ανάλογα με την έμπνευση που του πρόσφερε ο άλλος. Αν ο άλλος ήταν δεκτικός και δοτικός, αν μπορούσε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του Τζέιμς Μπάιρον Ντην, τότε ο εν λόγω Τζέιμς Μπάιρον Ντην, γινόταν ο τρυφερός και ευαίσθητος Τζίμι, δινόταν ολόκληρος. Ειδάλλως ήταν κλειστός σαν στρείδι, εριστικός, ακόμα και απαθής. Και έκανε καλά, μες στην Βαβυλώνα του Χόλλυγουντ, εκεί που το χρήμα το πολύ μετατρέπεται μαγικά σε όνειρο, εκεί που οι κολοσσοί των στούντιο απαιτούν να δώσεις κάθε κύτταρό σου στη βιομηχανία της ψευδαίσθησης, να εκχωρήσεις στον κόσμο κάθε σου δευτερόλεπτο. Γράφει ο Τζορτζ Πέρι: «Πίσω στο Χόλλυγουντ, η προετοιμασία του Τζίμι για το Επαναστάτης χωρίς αιτία συμπεριλάμβανε μια ακραία συμπεριφορά, η οποία πήγαινε πολύ πιο πέρα από τα ξενύχτια στο Coogie’s. Σε κάθε του δημόσια εμφάνιση ήταν συνεχώς ‘κουρδισμένος’, ένας ηθοποιός που έδινε παράσταση, μοχθούσε να είναι αποτελεσματικός. Είχε γίνει θέμα για τους εκατοντάδες δημοσιογράφους που καιροφυλακτούσαν στα διάφορα μπαράκια. Ο Λόιντ Σίρερ έγραψε στο περιοδικό Parade: ‘Ο Τζίμι ντύνεται σαν ξέστρωτο κρεβάτι. Ζει σε μια γκαρσονιέρα των 30 δολαρίων το μήνα. Πηγαίνει στη δουλειά καβάλα σε μια μεγάλη μοτοσικλέτα που κάνει εκκωφαντικό θόρυβο. ‘Μπορείς να καθίσεις με τον Ντην όλο το απόγευμα’ μου είπε ένας υπεύθυνος τύπου, ‘και να μη βγάλει άχνα από το στόμα του. Είναι χειρότερος από τον Μάρλον Μπράντο, ο οποίος, τουλάχιστον, μιλάει καθαρά’».
Κι όμως, το ατίθασο παλικάρι, ο επαναστάτης χωρίς αιτία, μπορούσε να προσφέρει όλο του το είναι, και όλη του την ευφράδεια, όταν αισθανόταν πως άξιζε τον κόπο, όταν η ανιδιοτέλεια και η αλληλεγγύη κέρδιζαν το παιχνίδι. Ήταν γενναιόψυχος και γενναιόδωρος, και κατάφερνε να στηρίξει με την μοναδική του τρυφεράδα τους οικείους του, όσους επέλεγε να αγαπήσει και να τιμήσει με την φιλία του. Κι αν σκόρπιζε τον εαυτό του και όσα χρήματα διέθετε για εφήμερες παρέες, για να αντλήσει αισθήματα και να δωρίσει το βλέμμα του το ουράνιο στους άλλους, ήξερε εντούτοις να είναι πάντα στο πλευρό των πιο στενών του φίλων. Μπορούσε να ελίσσεται στους λαβυρίνθους της κινηματογραφικής βιομηχανίας, και να φυλάει την ευγένεια και την ποιητική μειλιχιότητά του για τους λιγοστούς, για τους happy few. Μπορούσε να είναι θάλασσα φουρτουνιασμένη τη μια στιγμή, και λίμνη γαλήνια την άλλη. Γράφει ο Τζορτζ Πέρι: «Φαίνεται ότι το καλλιτεχνικό στερέωμα είχε αρχίσει να φουσκώνει τα μυαλά του Τζίμι, και οι τρόποι του δεν είχαν βελτιωθεί. Ο κύκλος του περιλάμβανε πολλούς παρατρεχάμενους, οι οποίοι εκμεταλλεύονταν ανοιχτά τη γνωριμία τους μαζί του, ή έκαναν κατάχρηση της φιλοξενίας του αφήνοντάς τον να πληρώνει το λογαριασμό για τα ποτά. Εντούτοις, ανάμεσα στις πιο τρυφερές φιλίες του ήταν εκείνη με την Τόνι Λι Σκοτ, μια ξανθιά κοπέλα που είχε χάσει το πόδι της σε ένα ατύχημα με μοτοσικλέτα όπου ήταν συνεπιβάτισσα. Είχαν γνωριστεί στο Coogie’s, και ο Τζίμι ευαισθητοποιημένος από την κατάστασή της, συνέβαλε στην αναπτέρωση του ηθικού της. Το 1970 έγραψε στην αυτοβιογραφία της: ‘Με έστρεψε προς τη σωστή κατεύθυνση. Ουδέποτε υπήρξε κάποιο ειδύλλιο ανάμεσά μας. Υπήρχε φιλία’. Εκείνος είχε πει για το ακρωτηριασμένο πόδι της: ‘Είναι όμορφο, κι εσύ είσαι όμορφη. Και μην επιτρέψεις σε κανέναν να σε πείσει για το αντίθετο’».
Ο θάνατος γοήτευε τον Τζέιμς Ντην όσο τον γοήτευε και η ζωή. Ο θάνατος τον γοήτευε γιατί ο Τζίμι ήξερε να παίζει μαζί του, ήξερε να τον κεντρίζει, ήξερε να τον υπερβαίνει. Όσοι μεθάνε με τη ζωή, όσοι ξέρουν να δίνονται ολόψυχα και σύγκορμοι, όσοι παθιάζονται με το ίδιο το πάθος και ερωτεύονται τον ίδιο τον έρωτα, παίζουν πάντα με τον κίνδυνο, καίνε πάντα το μυαλό τους, δεν στέργουν να είναι μονίμως συνετοί και νουνεχείς, κάνουν, κυριολεκτικά, του κεφαλιού τους. Έτσι έκανε πάντα ο Τζέιμς Μπάιρον Ντην. Έτσι έκανε κι εκείνη την μοιραία Παρασκευή της 30ής Σεπτεμβρίου του 1955, όταν ξεχύθηκε με την ασημένια Πόρσε του προς το εκτυφλωτικό τίποτα του θανάτου. Έτσι έκανε όταν είπε ένα απλό, «Γεια χαρά. Θα βγω με τη Spyder». Έτσι κατέκτησε την αθανασία, αυτός που είχε τη λάμψη ενός διάττοντα αστέρα που κυλάει σαν χρυσό δάκρυ στα σκοτεινά μάγουλα της νύχτας. Γράφει ο Τζορτζ Πέρι: «Για την ηλικία του, ο Τζίμι είχε ένα ασυνήθιστο ενδιαφέρον για το θάνατο. Πάνω από μια φορά είχε πει σε φίλους πως δεν περίμενε ότι θα ζούσε πάνω από τα 30. Ήταν ατρόμητος όταν έτρεχε σε αγώνες και απόλυτα προετοιμασμένος να αποδεχτεί τους συνεπαγόμενους κινδύνους. Όταν στο κύκλωμα είχε αναφερθεί στο θέμα μιας μοιραίας σύγκρουσης, είχε πει: ‘Μα υπάρχει καλύτερος τρόπος να πεθάνεις; Γρήγορα και παστρικά, και φεύγεις λουσμένος στο φως της δόξας’. Αισθανόταν μεγάλη έλξη για τις ταυρομαχίες και είχε υπογραμμίσει το εξής απόσπασμα από το Θάνατος το απόγευμα του Χέμινγουεϊ: ‘Το μοναδικό μέρος που μπορείς να δεις τη ζωή και το θάνατο, δηλαδή τον βίαιο θάνατο, τώρα που οι πόλεμοι έχουν τελειώσει, είναι η αρένα της ταυρομαχίας’. Λαμβάνοντας υπόψη το πάθος που είχε ο Τζίμι για την ταχύτητα και τους αγώνες, πολλοί από όσους τον γνώριζαν περίμεναν ότι θα έχανε τη ζωή του σε κάποιο δυστύχημα με το αυτοκίνητο ή στην πίστα των αγώνων. Είχε πέσει από τη μοτοσικλέτα περισσότερες από μία φορές και μια απ’ αυτές είχε φύγει λοξά στην πολυσύχναστη Μπάρχαμ Μπούλεβαρντ, αγνοώντας ένα ‘Στοπ’. Οι συνεπιβάτες του, είτε στο πίσω κάθισμα της μοτοσικλέτας είτε στο μπροστινό του αυτοκινήτου του, αποβιβάζονταν τρέμοντας από το φόβο τους».
Έχει κυλήσει μισός αιώνας. Ο Τζέιμς Ντην είναι πλάι στη Μέριλιν και τον Έλβις. Είναι ένας από τους μεγάλους μύθους του εικοστού αιώνα. Είναι ένα είδωλο τόσο νουνεχών κοινωνιολόγων, κριτικών, φιλοσόφων, σχολιαστών, καλλιτεχνών, όσο και παραφρόνων. Ακόμη κυκλοφορεί η φήμη ότι ο Τζέιμς Ντην είναι ζωντανός, φριχτά ακρωτηριασμένος και έγκλειστος σε μια ψυχιατρική κλινική όπου τον είχε κρύψει ο πατέρας του. Τη χρονιά μετά το θάνατό του, τέσσερα εκατομμύρια (!!!) «πιστών» εγγράφονται σε λέσχες αφιερωμένες στη λατρεία του, τα ρούχα του πουλιούνται προς ένα δολάριο το τετραγωνικό εκατοστό, τα συντρίμμια της Πόρσε ξεπερνάνε την αξία του χρυσού, γράφονται δεκάδες χιλιάδες ποιήματα και εκατοντάδες τραγούδια, κυκλοφορούν κάθε λογής προϊόντα, από φακελάκια τσίχλας, στυλό και λούτρινα κουκλάκια μέχρι κονκάρδες, αναπτήρες, στυλό και τετράδια, μέχρι και σουγιάς «Τζέιμς Ντην» υπάρχει!
Πέρα από αυτούς τους παραλογισμούς, άφθαρτο θα μείνει πάντα αυτό που μπόρεσε να εκφράσει ο Τζέιμς Ντην, η εναγώνια απορία, η έστω σπασμωδική αλλά πάντα πεισματική αναζήτηση νοήματος, η τρυφερότητα της εξέγερσης, η επιστροφή του ρομαντισμού, η λατρεία της ζωής. Και άφθαρτος θα μείνει ο καλύτερος φόρος τιμής στον Τζέιμς Ντην, μια φράση του μεγάλου «Πάπα» Χέμινγουεϊ: «Αυτό το αγόρι έπαιζε μέσα στην αίθουσα, κατέβαινε και έπαιζε ανάμεσα στους θεατές».
«Ο μικρός Τζίμι δεν ήταν το υγιέστερο παιδί», γράφει ο Τζορτζ Πέρι. «Εκτός από τη μυωπία, έπασχε από ανεξήγητα εξανθήματα, εμετούς, διάρροια, ρινορραγία και ατονία. Οι γιατροί διέγνωσαν επίσης σοβαρή αναιμία». Ο ποιητής Νίκος Καρούζος συχνά διατεινόταν ότι οι καλλιτεχνικές φύσεις αναπόφευκτα ελκύουν την ασθένεια, για να την υπερβούν με την τέχνη τους. Έτσι και ο μικρός Τζίμι, ο Τζέιμς Μπάιρον Ντην, καίτοι φιλάσθενος ήταν ο ευνοούμενος των νεράιδων, ήταν ο πιτσιρικάς που έπαιζε σε συναυλίες, έκανε μαθήματα βιολιού, χόρευε κλακέτες επί σκηνής. «Περισσότερο απ’ όλα», γράφει σε μιαν έκθεσή του, σε ηλικία 17 ετών, «μου αρέσει η τέχνη, να πλάθω και να δημιουργώ πράγματα με τα χέρια μου». Αλλά, πάνω απ’ όλα, ο Ντην θα είναι προικισμένος με το χάρισμα να κατακτάει τους ανθρώπους, να απορροφάει τα πάντα απ’ αυτούς, να τους πείθει με μια πεποιημένη ανεμελιά και αμεριμνησία να του κάνουν όλα τα χατίρια. Στις συναναστροφές του, όπως και στις ερωτοτροπίες του, επιδείκνυε έναν ιδιότυπο χαμαιλεοντισμό, προσαρμοζόταν στις διαθέσεις των άλλων, κάνοντάς τους να πιστεύουν ότι ήταν όμοιός τους κι αδελφός τους. Και έτσι αποκόμιζε εμπειρίες, αγάπη, θάλπος. Και μάθαινε, σπούδαζε την ίδια την καθημερινότητα, έγινε ένας μαιτρ του επιτηδεύματος της ζωής. Γράφει ο Τζορτζ Πέρι: «Γνώρισε την Μπέτσι Πάλμερ, μια νεαρή ηθοποιό, επίσης από την Ιντιάνα. Είχαν ένα ειδύλλιο, το οποίο η ίδια δεν θυμόταν να ολοκληρώθηκε ερωτικά. Εκείνος προτιμούσε να μιλάει και να ακούει δίσκους. Εκείνη πίστευε ότι ήταν βαθιά δυστυχής και ευαίσθητος. Καθώς ήταν και η ίδια κλειστός χαρακτήρας, της άρεσε η παρέα του. Μια άλλη σχέση που σύναψε στη Νέα Υόρκη ήταν με την Μπάρμπαρα Γκλεν, μια ηθοποιό που είχε γνωρίσει στο Cromwell’s Pharmacy. Είχαν έναν πολυκύμαντο δεσμό μέχρι την αναχώρησή του για το Χόλλυγουντ το 1954. Ήταν η μεγαλύτερη σε διάρκεια σχέση του και είχε φτάσει στο σημείο να σκέφτεται το γάμο. Ύστερα ήταν και η Αρλίν Λόρκα, μια ηθοποιός την οποία συνόδευσε σε μερικές εξόδους. Η Αρλίν τού σύστησε τον φωτογράφο Ρόι Σατ. Αμέσως ο Τζίμι κόλλησε το μικρόβιο της φωτογραφίας και αγόρασε μια Leica. Ο Σατ τον ενθάρρυνε και του έδειξε τη λειτουργία της. Ήταν κι αυτό ένα από τα πολλά καινούργια πάθη του. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, ο Τζίμι πήγαινε στη σχολή της Κάθριν Ντάνχαμ για να μάθει χορό μαζί με την Έρθα Κιτ, παρακολουθούσε μαθήματα μπόνγκος με τον βασιλιά των κρουστών Σίριλ Τζάκσον και έκανε μαθήματα καλλιτεχνικής φωτογραφίας με τον Ρόι Στα. Επίσης, ο Λέοναρντ Ρόζενμαν, ένας νεαρός συνθέτης που αργότερα θα γινόταν στενός του φίλος, του μάθαινε πιάνο».
Ο Τζέιμς Ντην, αυτό το ουράνιο τόξο, όπως τον χαρακτήρισε ένας άλλος φίλος του, θα μάθει από νωρίς ότι το να μαθαίνεις είναι η μεγαλύτερη μαθητεία, και ότι το να παραβαίνεις τους κανόνες όσων έμαθες είναι ο απόλυτος τρόπος να κατακτάς, και ότι το να κατακτάς είναι ο μόνος δρόμος προς την αθανασία, προς τον θρίαμβο του εγώ σου. Τον καλούν να συναντήσει τον πολύ Ηλία Καζάν που μόλις είχε εξασφαλίσει ότι θα σκηνοθετήσει το «Ανατολικά της Εδέμ», βασισμένο στο μυθιστόρημα του μεγάλου συγγραφέα Τζον Στάινμπεκ. Ο Τζέιμς Ντην θα ανταποκριθεί στο κάλεσμα, αλλά με τον δικό του τρόπο. Δεν θα είναι ούτε κατά διάνοια γλοιώδης, υποχωρητικός, ενδοτικός. Όχι, όλα θα γίνουν όπως αυτός το θέλει, πάντα ισορροπώντας ανάμεσα στον αυθορμητισμό και την μεθοδικότητα, πάντα στο μεταίχμιο θάρρους και θράσους. Γράφει ο Τζορτζ Πέρι: «Ο Καζάν, που συχνά ήταν γνωστός ως Γκατζ, μια συντόμευση του ‘Γκάτζετ’, ενός υποκοριστικού του όταν ήταν παιδί, έγραψε στην αυτοβιογραφία του: ‘Όταν μπήκα ήταν γερμένος στην άκρη ενός δερμάτινου καναπέ στην αίθουσα αναμονής, ένα κουβάρι τυλιγμένο σε δερμάτινα κουρέλια, δείχνοντας χολωμένος χωρίς συγκεκριμένο λόγο. Δεν μου άρεσε η έκφραση στο πρόσωπό του, κι έτσι τον άφησα να περιμένει’. Ήταν μια δοκιμασία. Όταν τον κάλεσα να περάσει, ο Τζίμι άφησε κατά μέρος την εριστική του συμπεριφορά και έπειτα από μια δύσκολη συζήτηση (‘δεν ήταν καθόλου χαρισματικός συνομιλητής’, έγραψε ο Καζάν), προσφέρθηκε να πάει τον μεγαλύτερο σε ηλικία άντρα μια βόλτα με τη μοτοσικλέτα του. Ο Καζάν δέχτηκε – τα πάντα για χάρη της τέχνης – και λίγο αργότερα αλώνιζε το Μπροντγουέι καθισμένος στο επισφαλές πίσω κάθισμα της μηχανής. Σκέφτηκε ότι ο Τζίμι ήταν φιγουρατζής και, μολονότι δεν τον συμπάθησε ιδιαίτερα, είχε την αίσθηση ότι διέθετε τα αναγκαία προσόντα για τον ρόλο. Τον έστειλε να γνωρίσει τον Τζον Στάινμπεκ, ο οποίος ζούσε σε ένα σπίτι με πρόσοψη από πέτρα στην Ανατολική 72η Οδό. Ο συγγραφέας συμφώνησε ότι ο Τζίμι ήταν ένα ξιπασμένο παιδί. ‘Μα δεν είναι ίδιος ο Καλ;’ τον είχε ρωτήσει ο Καζάν. ‘Ανάθεμά με αν δεν είναι’, του είχε απαντήσει ο Στάινμπεκ. Ο Τζίμι πέρασε με επιτυχία τα δοκιμαστικά και κέρδισε τον πολυπόθητο ρόλο».
Αντιφατικός, ναι, όπως κάθε ποιητής, κάθε καλλιτέχνης, κάθε ανήσυχος άνθρωπος. Και ξιπασμένος, γιατί όχι; Ένας αβρός ανάγωγος που ήξερε να μαγνητίζει τους πάντες, και να τους ωθεί στα άκρα. Αλλά πάντα ήξερε να φέρεται ανάλογα με την έμπνευση που του πρόσφερε ο άλλος. Αν ο άλλος ήταν δεκτικός και δοτικός, αν μπορούσε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του Τζέιμς Μπάιρον Ντην, τότε ο εν λόγω Τζέιμς Μπάιρον Ντην, γινόταν ο τρυφερός και ευαίσθητος Τζίμι, δινόταν ολόκληρος. Ειδάλλως ήταν κλειστός σαν στρείδι, εριστικός, ακόμα και απαθής. Και έκανε καλά, μες στην Βαβυλώνα του Χόλλυγουντ, εκεί που το χρήμα το πολύ μετατρέπεται μαγικά σε όνειρο, εκεί που οι κολοσσοί των στούντιο απαιτούν να δώσεις κάθε κύτταρό σου στη βιομηχανία της ψευδαίσθησης, να εκχωρήσεις στον κόσμο κάθε σου δευτερόλεπτο. Γράφει ο Τζορτζ Πέρι: «Πίσω στο Χόλλυγουντ, η προετοιμασία του Τζίμι για το Επαναστάτης χωρίς αιτία συμπεριλάμβανε μια ακραία συμπεριφορά, η οποία πήγαινε πολύ πιο πέρα από τα ξενύχτια στο Coogie’s. Σε κάθε του δημόσια εμφάνιση ήταν συνεχώς ‘κουρδισμένος’, ένας ηθοποιός που έδινε παράσταση, μοχθούσε να είναι αποτελεσματικός. Είχε γίνει θέμα για τους εκατοντάδες δημοσιογράφους που καιροφυλακτούσαν στα διάφορα μπαράκια. Ο Λόιντ Σίρερ έγραψε στο περιοδικό Parade: ‘Ο Τζίμι ντύνεται σαν ξέστρωτο κρεβάτι. Ζει σε μια γκαρσονιέρα των 30 δολαρίων το μήνα. Πηγαίνει στη δουλειά καβάλα σε μια μεγάλη μοτοσικλέτα που κάνει εκκωφαντικό θόρυβο. ‘Μπορείς να καθίσεις με τον Ντην όλο το απόγευμα’ μου είπε ένας υπεύθυνος τύπου, ‘και να μη βγάλει άχνα από το στόμα του. Είναι χειρότερος από τον Μάρλον Μπράντο, ο οποίος, τουλάχιστον, μιλάει καθαρά’».
Κι όμως, το ατίθασο παλικάρι, ο επαναστάτης χωρίς αιτία, μπορούσε να προσφέρει όλο του το είναι, και όλη του την ευφράδεια, όταν αισθανόταν πως άξιζε τον κόπο, όταν η ανιδιοτέλεια και η αλληλεγγύη κέρδιζαν το παιχνίδι. Ήταν γενναιόψυχος και γενναιόδωρος, και κατάφερνε να στηρίξει με την μοναδική του τρυφεράδα τους οικείους του, όσους επέλεγε να αγαπήσει και να τιμήσει με την φιλία του. Κι αν σκόρπιζε τον εαυτό του και όσα χρήματα διέθετε για εφήμερες παρέες, για να αντλήσει αισθήματα και να δωρίσει το βλέμμα του το ουράνιο στους άλλους, ήξερε εντούτοις να είναι πάντα στο πλευρό των πιο στενών του φίλων. Μπορούσε να ελίσσεται στους λαβυρίνθους της κινηματογραφικής βιομηχανίας, και να φυλάει την ευγένεια και την ποιητική μειλιχιότητά του για τους λιγοστούς, για τους happy few. Μπορούσε να είναι θάλασσα φουρτουνιασμένη τη μια στιγμή, και λίμνη γαλήνια την άλλη. Γράφει ο Τζορτζ Πέρι: «Φαίνεται ότι το καλλιτεχνικό στερέωμα είχε αρχίσει να φουσκώνει τα μυαλά του Τζίμι, και οι τρόποι του δεν είχαν βελτιωθεί. Ο κύκλος του περιλάμβανε πολλούς παρατρεχάμενους, οι οποίοι εκμεταλλεύονταν ανοιχτά τη γνωριμία τους μαζί του, ή έκαναν κατάχρηση της φιλοξενίας του αφήνοντάς τον να πληρώνει το λογαριασμό για τα ποτά. Εντούτοις, ανάμεσα στις πιο τρυφερές φιλίες του ήταν εκείνη με την Τόνι Λι Σκοτ, μια ξανθιά κοπέλα που είχε χάσει το πόδι της σε ένα ατύχημα με μοτοσικλέτα όπου ήταν συνεπιβάτισσα. Είχαν γνωριστεί στο Coogie’s, και ο Τζίμι ευαισθητοποιημένος από την κατάστασή της, συνέβαλε στην αναπτέρωση του ηθικού της. Το 1970 έγραψε στην αυτοβιογραφία της: ‘Με έστρεψε προς τη σωστή κατεύθυνση. Ουδέποτε υπήρξε κάποιο ειδύλλιο ανάμεσά μας. Υπήρχε φιλία’. Εκείνος είχε πει για το ακρωτηριασμένο πόδι της: ‘Είναι όμορφο, κι εσύ είσαι όμορφη. Και μην επιτρέψεις σε κανέναν να σε πείσει για το αντίθετο’».
Ο θάνατος γοήτευε τον Τζέιμς Ντην όσο τον γοήτευε και η ζωή. Ο θάνατος τον γοήτευε γιατί ο Τζίμι ήξερε να παίζει μαζί του, ήξερε να τον κεντρίζει, ήξερε να τον υπερβαίνει. Όσοι μεθάνε με τη ζωή, όσοι ξέρουν να δίνονται ολόψυχα και σύγκορμοι, όσοι παθιάζονται με το ίδιο το πάθος και ερωτεύονται τον ίδιο τον έρωτα, παίζουν πάντα με τον κίνδυνο, καίνε πάντα το μυαλό τους, δεν στέργουν να είναι μονίμως συνετοί και νουνεχείς, κάνουν, κυριολεκτικά, του κεφαλιού τους. Έτσι έκανε πάντα ο Τζέιμς Μπάιρον Ντην. Έτσι έκανε κι εκείνη την μοιραία Παρασκευή της 30ής Σεπτεμβρίου του 1955, όταν ξεχύθηκε με την ασημένια Πόρσε του προς το εκτυφλωτικό τίποτα του θανάτου. Έτσι έκανε όταν είπε ένα απλό, «Γεια χαρά. Θα βγω με τη Spyder». Έτσι κατέκτησε την αθανασία, αυτός που είχε τη λάμψη ενός διάττοντα αστέρα που κυλάει σαν χρυσό δάκρυ στα σκοτεινά μάγουλα της νύχτας. Γράφει ο Τζορτζ Πέρι: «Για την ηλικία του, ο Τζίμι είχε ένα ασυνήθιστο ενδιαφέρον για το θάνατο. Πάνω από μια φορά είχε πει σε φίλους πως δεν περίμενε ότι θα ζούσε πάνω από τα 30. Ήταν ατρόμητος όταν έτρεχε σε αγώνες και απόλυτα προετοιμασμένος να αποδεχτεί τους συνεπαγόμενους κινδύνους. Όταν στο κύκλωμα είχε αναφερθεί στο θέμα μιας μοιραίας σύγκρουσης, είχε πει: ‘Μα υπάρχει καλύτερος τρόπος να πεθάνεις; Γρήγορα και παστρικά, και φεύγεις λουσμένος στο φως της δόξας’. Αισθανόταν μεγάλη έλξη για τις ταυρομαχίες και είχε υπογραμμίσει το εξής απόσπασμα από το Θάνατος το απόγευμα του Χέμινγουεϊ: ‘Το μοναδικό μέρος που μπορείς να δεις τη ζωή και το θάνατο, δηλαδή τον βίαιο θάνατο, τώρα που οι πόλεμοι έχουν τελειώσει, είναι η αρένα της ταυρομαχίας’. Λαμβάνοντας υπόψη το πάθος που είχε ο Τζίμι για την ταχύτητα και τους αγώνες, πολλοί από όσους τον γνώριζαν περίμεναν ότι θα έχανε τη ζωή του σε κάποιο δυστύχημα με το αυτοκίνητο ή στην πίστα των αγώνων. Είχε πέσει από τη μοτοσικλέτα περισσότερες από μία φορές και μια απ’ αυτές είχε φύγει λοξά στην πολυσύχναστη Μπάρχαμ Μπούλεβαρντ, αγνοώντας ένα ‘Στοπ’. Οι συνεπιβάτες του, είτε στο πίσω κάθισμα της μοτοσικλέτας είτε στο μπροστινό του αυτοκινήτου του, αποβιβάζονταν τρέμοντας από το φόβο τους».
Έχει κυλήσει μισός αιώνας. Ο Τζέιμς Ντην είναι πλάι στη Μέριλιν και τον Έλβις. Είναι ένας από τους μεγάλους μύθους του εικοστού αιώνα. Είναι ένα είδωλο τόσο νουνεχών κοινωνιολόγων, κριτικών, φιλοσόφων, σχολιαστών, καλλιτεχνών, όσο και παραφρόνων. Ακόμη κυκλοφορεί η φήμη ότι ο Τζέιμς Ντην είναι ζωντανός, φριχτά ακρωτηριασμένος και έγκλειστος σε μια ψυχιατρική κλινική όπου τον είχε κρύψει ο πατέρας του. Τη χρονιά μετά το θάνατό του, τέσσερα εκατομμύρια (!!!) «πιστών» εγγράφονται σε λέσχες αφιερωμένες στη λατρεία του, τα ρούχα του πουλιούνται προς ένα δολάριο το τετραγωνικό εκατοστό, τα συντρίμμια της Πόρσε ξεπερνάνε την αξία του χρυσού, γράφονται δεκάδες χιλιάδες ποιήματα και εκατοντάδες τραγούδια, κυκλοφορούν κάθε λογής προϊόντα, από φακελάκια τσίχλας, στυλό και λούτρινα κουκλάκια μέχρι κονκάρδες, αναπτήρες, στυλό και τετράδια, μέχρι και σουγιάς «Τζέιμς Ντην» υπάρχει!
Πέρα από αυτούς τους παραλογισμούς, άφθαρτο θα μείνει πάντα αυτό που μπόρεσε να εκφράσει ο Τζέιμς Ντην, η εναγώνια απορία, η έστω σπασμωδική αλλά πάντα πεισματική αναζήτηση νοήματος, η τρυφερότητα της εξέγερσης, η επιστροφή του ρομαντισμού, η λατρεία της ζωής. Και άφθαρτος θα μείνει ο καλύτερος φόρος τιμής στον Τζέιμς Ντην, μια φράση του μεγάλου «Πάπα» Χέμινγουεϊ: «Αυτό το αγόρι έπαιζε μέσα στην αίθουσα, κατέβαινε και έπαιζε ανάμεσα στους θεατές».
17 σχόλια:
«Ουράνιο τόξο» μοιάζει με χαρακτηρισμό υπαρξιακής σχολής;)
Πλευρές ενός ουράνιου – τόξου είναι ο άνθρωπος στις πολλαπλές του εκφάνσεις.
Κάθε φορά διαφορετικός , κάθε φορά πρωτόγνωρος. Για το ίδιο πρωτίστως – και για τους άλλους. Μακάριοι όσοι το συνειδητοποιούν και δεν αγωνιούν για κρατήματα (εξασφαλήσεις) για εκείνα που …ούτε κι οι ίδιοι γνωρίζουν. Την επαύριο θα φαντάζουν διαφορετικοί και επομένως καινούργιοι. Αυτή η προοπτική είναι αναγεννητική. Και όλοι σ’αυτή τη χαοτικότητα υπόκεινται. Μόνο που μερικοί πασχίζουν να την ξορκίσουν. Κάπου κάποιοι τους μίλησαν για ευταξία και …αξίες. Οι αξίες γίνονται – ζώνται, δεν κατ-οχυρώνονται. Τουναντίον σπαταλώνται και αναγεννώνται. Γι αυτό ιντριγκάρουν οι πολυδιάστατοι, γιατί ξυπνούν μέσα την πραγματική μας φύση. Ενώ εμείς πασχίζουμε στις διασφαλίσεις. Και ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν το κάνει; Και ποιος ότι δεν ποθεί την αταξία;
Θέλει αρετή και τόλμη η... παρ-ανομία;)
@athan: Όπως τα λες, ακριβώς. Εντέλει, η ωραία περιπέτεια είναι να αφήνουμε στην άκρη τις διασφαλίσεις και να παίζουμε με τα θαύματα που προσφέρει η καθημερινή ζωή, αν και σπανίως είμαστε έτοιμοι (και εκπαιδευμένοι) να τα αντιληφθούμε.
Ο Ντην ήταν χαριτωμένος, οργίλος και παραβατικός. Ίσως και ταλαντούχος (λείπουν όμως οι αποδείξεις, που μόνον ο χρόνος τις παρέχει, αν εξαιρεθούν μερικές σπάνιες εξαιρέσεις, όπως ενδεχομένως του Ρεμπώ). Το απολύτως βέβαιο είναι ότι ο εν λόγω Ντην ήταν βαθιά, βαθύτατα άρρωστος. Ψυχικά άρρωστος. Αυτού του είδους η αρρώστια συνοδεύει συχνά καταπόδας το ταλέντο. Συχνότερα όμως εκλαμβάνεται ως ταλέντο. Ή μάλλον ως τέτοιο πλασάρεται. Από επιτήδειους ιμπρεσάριους, σκηνοθέτες, εκδότες, απανταχού βιο-δημοσιογραφίσκους. Γιατί πουλάει στο πειναλέο κοινό. Που τα λιγουρεύεται κάτι τέτοια. Και τα μασάει ωμά (καίτοι η στάση του εν λόγω κοινού ανετράπη, ως γνωστόν, από τον Ντεμπόρ, χάρη στον οποίο ζούμε πλέον, ως γνωστόν, στην μετα-μιντιακή Εδέμ. Ή μήπως όχι;) Ιστορίες για μιντινέτες. Λυπητερές. Καημένο αγοράκι.
@ο/η ανώνυμος: Καημένο ανωνυμάκι!
Καημένος, λες; Μπορεί. Αλλά, όχι καημένος όπως, Θεός σχωρέστον, ο Ντην.
@ο/η ανώνυμος: Ό,τι πείτε, κύριε Ανώνυμε. Εγώ, πάντως, λέω ότι είναι κρίμα να μιλάμε εύκολα για "ψυχική αρρώστια", "πειναλέο κοινό" και "βιο-δημοσιογραφίσκους", ιδίως όταν παραμένουμε ανώνυμοι. Επίσης, υπενθυμίζω ότι σοβαρότατοι συγγραφείς έγραψαν έξοχα κείμενα για τον Ντην, θαυμάσιοι μουσικοί εμπνεύστηκαν από το έστω σύντομο πέρασμά του, και (θέλουμε δεν θέλουμε), ο άνθρωπος αυτός έγινε ένα λαμπερό σύμβολο για μια γενιά. Και όχι μονάχα για μια.
Μας αρέσουν τα εύκολα. Είναι γεγονός. Ας διερευνηθεί όμως η ψυχική νόσος του Ντην. Γιατί είναι επίσης γεγονός. Τι να ευχηθούμε, κατά τα λοιπά, στους θιασώτες του νεαρού αυτού "θαύματος"; Να ζήσουν γρήγορα, να πεθάνουν νέοι και να 'χουν "ένα ωραίο πτώμα"; Αν θέλουν, εγώ δεν έχω αντίρρηση.
@ο/η ανώνυμος: Όταν καταγράφουμε το γεγονός ότι ο Ντυσάν λάτρευε το σκάκι, ο Μπουκόφσκι το έριχνε στα κρασιά και στις μπίρες, ο Μέιλερ έπινε ουίσκι έως υπερβολής, ο Μπόρχες ήταν τυφλός άπό μιαν ηλικία και μετά, και πάει λέγοντας, δεν ευχόμαστε σε κανέναν θιασώτη ή μη να περνάει ώρες πάνω απ' την σκακιέρα, να ξημεροβραδιάζεται στα μπαρ, να πάει από κίρρωση, ή να σπεύσει να βγάλει τα μάτια του (και δεν εννοώ, βεβαίως, να τα βγάλει στο κρεβάτι). Απλώς, καταγράφουμε το γεγονός. Ενίοτε ενθουσιωδώς, είναι η αλήθεια, αν συμμεριζόμαστε κάποια πάθη. Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο. Καλό Σαββατοκύριακο.
ΥΓ. Όσο για τις ψυχικές νόσους, λυπάμαι, αλλά δεν ήμουν ποτέ προικισμένος με την τάση να τις διερευνώ.
Κρίμα. Γιατί η εργοψυχοβιογραφία είναι, θαρρώ, κομματάκι ελλιπής. Και λοξή. Πολύ φοβάμαι. 'Ασε που το να μην διερευνούνται οι ψυχικές νόσοι ενδέχεται να είναι σύμπτωμα. Κάποιος φόβος, ας πούμε. Κάποια απώθηση. Τέλος πάντων. Σημασία έχει να είμαστε "παιδί θαύμα" ή και "ενήλιξ θαύμα", χωρίς τα παρεπόμενα. Όπερ έδει δείξαι. Καλό σαββατοκύριακο.
Διερευνώνται
@ανώνυμος: Κρίμα, σίγουρα. Αλλά δεν τα προλαβαίνουμε όλα. Σύντομη η ζωή, κυλάνε γοργά οι ώρες, κι εμείς επινοούμε τρόπους να επιμηκύνουμε τα δευτερόλεπτα. Άλλος με την ποίηση, άλλος με το σκάκι, άλλος με το μπάντζι-τζαμπ, άλλος με την έρευνα της ψυχής. Τα παρεπόμενα, καλώς ή κακώς, δεν μπορούμε να τα αποφύγουμε. Ο μέγας Τσάρλι "Μπερντ" Πάρκερ δεν βαρυγκομούσε γι' αυτά, κι έπαιρνε πάντα την ευθύνη πάνω του. Καλό το μάθημά του, θαρρώ. Το θέμα είναι ίσως να μην γίνει κάποιος από "παιδί-θαύμα", "παιδί-τραύμα".
Κατάλαβα (μήπως λάθος κατάλαβα;) ότι οι βιογραφίες "ινδαλμάτων" και λαϊκών ηρώων είναι (για κάποιους) ψυχωφελείς. Αν ισχύει κάτι τέτοιο, (έστω για κάποιους), θα έπρεπε να είναι, στο μέτρο του δυνατού, ακριβείς, μ' άλλα λόγια να μην αποσιωπούν σημαντικότατες πτυχές του βιογραφούμενου. Αλλιώς, δεν βιογραφείται ο βιογραφούμενος, αλλά ο... (φανταστικός) βιογράφος και οι (πραγματικές) προβολές του.
@ο/η ανώνυμος: Γιατί εισαγωγικά στα ινδάλματα; Υπάρχουν ινδάλματα, θέλουμε δεν θέλουμε, όπως επίσης και λαϊκοί, ή και αριστοκρατικοί ήρωες. Και ο Ζορρό. Και ο Σεγκόβια. Και ο Τσιτσάνης. Αφενός. Αφετέρου, υπάρχει ένα πραγματάκι, από τότε που υφίστανται οι πέτρες, που λέγεται οπτική γωνία. Μην είμαστε καχύποπτοι, δεν τίθεται ζήτημα αποσιώπησης αλλά επιλογής του τι θέλει ο καθείς (και είναι δικαίωμά του αναφαίρετο, θαρρώ) να τονίσει, να εξάρει, να υπογραμμίσει. Φέρ' ειπείν, ξέρουμε οι πάντες τι κουμάσι ήτο ο Αλφόνσος Καπόνε. Ναι; Ναι! Ωραία, αλλά καθότι τυγχάνω λάτρης της Μαύρης Μουσικής, ιδίως της τζαζ και των μπλουζ, όταν έγραψα για τον γκάνγκστερ τόνισα ότι συνέβαλε στην διάδοση της εν λόγω μουσικής διότι συνέβαινε να την αγαπάει και να μην τυγχάνει ρατσιστής. Υπάρχουν πτυχές πολλές, φωτεινές και σκοτεινές, στον βίο του καθενός μας, και δικαιούμεθα να μιλάμε γι' αυτές που μας αρέσουν περισσότερο. Εξάλλου, βοούν οι βιβλιοθήκες, τα διαδίκτυα, τα έντυπα, τα πάντα, και σήμερα ευτυχώς μπορεί ο καθένας να βρει πάμπολλες πληροφορίες. Τουθόπερ σημαίνει, για μένα τουλάχιστον, ότι σε ένα βιογραφικό κείμενο σημασία έχει η ματιά και, βεβαίως, φίλτατε Ανώνυμε, κρίνομαι γι' αυτό ως (μη φανταστικός) βιογράφος, και επίσης κρίνονται, και παίρνω την ευθύνη, οι (όντως) πραγματικές προβολές μου. Πώς αλλιώς;
"Φανταστικός βιογράφος" μπορεί να είναι πράγματι παρεξηγήσιμο. Εννοώ βιογράφος που, βιογραφώντας άλλους, αυτοβιογραφείται, αλλά όχι απαραίτητα... ανταποκρινόμενος στην αλήθεια, στην όποια (σχετική) αλήθεια μπορεί να εμπεριέχουν τα βιογραφήματα. Τουθόπερ σημαίνει ότι επινοεί, σε μεγάλο ποσοστό, και τον βιογραφούμενο και τον εαυτό του. Εν ολίγοις, μυθιστοριογραφεί εις διπλούν.Τα λέμε.
ΥΓ. Και ναι, υπάρχουν λαϊκές καταβολές και λαϊκοί ήρωες που εμπνέουν τους ομοίως λαϊκούς. Και φυσικά, το να είναι κανείς λαϊκός δεν είναι επ' ουδενί κατακριτέο. Φτάνει ν' αναγνωρίζει τα γούστα του και το πού πραγματικά ανήκει. Χωρίς συμπλέγματα. Πόσο μάλλον που αυτά τα πράγματα δεν καμουφλάρονται. Όχι για πολύ. Και γιατί να καμουφλαριστούν, άλλωστε; Δεν είναι ντροπή.
@Ο/η ανώνυμος: Όλα τα παίρνουν στραβά. Ανακίνησα ένα σωρό αχρειότητες.
Δημοσίευση σχολίου