Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2010

Cigarettes & Cigar(t)s






Οι Σελίδες του Καπνού


Ο ποιητής Νίκος Καρούζος, πείσμων εξερευνητής του αινιγματικού χώρου που λέγεται στήθος, και μανιώδης καπνιστής (Γκολουάζ και Καρέλια Αγρινίου άφιλτρα), δεν άφησε τα τσιγάρα μακριά από τα ποιήματά του: «Μ' ένα ρομαντικό τσιγάρο θα άλλαζα διάβολε/ κατεύθυνση» («Ο χρόνος κακοποιός», Τα Ποιήματα, δεύτερος τόμος, εκδ. Ικαρος). Ο Τεοντόρ ντε Μπανβίλ, θρηνώντας για τον αφανισμό του δανδισμού σε μιαν ολοένα και πιο υλόφρονη και ωφελιμιστική κοινωνία, θα καταφύγει στα θέλγητρα του καπνίζειν προκειμένου να διαλαλήσει την περιφρόνησή του προς τη σκλήρυνση μιας τέτοιας οργάνωσης του υπάρχειν. Μάλιστα, θα μιλήσει για το τσιγάρο ως εάν να ήταν μια παθιασμένα ποθητή γυναίκα, μια θεσπέσια θριαμβεύουσα ερωμένη: «Με μια λέξη», γράφει, «όλοι θέλουν τα πάντα• ωστόσο, το τσιγάρο, που είναι η πιο αγέρωχη, η πιο θελκτική, η πιο απαιτητική, η πιο αγαπημένη, η πιο ραφινάτη των ερωμένων, δεν ανέχεται τίποτα που να μην είναι αυτή, και με τίποτα δεν συμβιβάζεται• εμπνέει ένα πάθος, η ερωμένη αυτή, που είναι απόλυτο, αποκλειστικό, λυσσαλέο σαν τη χαρτοπαιξία ή το διάβασμα».

Ομότεχνος του Καρούζου, του Μπανβίλ και του Μποντλέρ, ο συμβολιστής ποιητής Ζιλ Λαφόργκ θα δημοσιεύσει ένα σονέτο για τα τσιγάρα το 1880 - την εποχή που αυτά είχαν παγκοσμιοποιηθεί και ανήκαν πλέον σε όλους «χάρη στην επίδραση που είχε ο Πόλεμος της Κριμαίας στους Γάλλους στρατιώτες, οι οποίοι είχαν εθιστεί σ' αυτή την ακαταμάχητη απόλαυση από τους εχθρούς τους, τους Τούρκους, καθώς και χάρη στην επιρροή απόλυτων καπνιστών, όπως ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης και η Γεωργία Σάνδη, που κάπνιζαν πάνω από πενήντα τσιγάρα την ημέρα» (Ρίτσαρντ Κλάιν, «Τα Τσιγάρα είναι Θεσπέσια», μτφ. Γ.Ι.Μ., εκδ. Οξύ). Γράφει ο Λαφόργκ:

«Ναι, αφόρητα πεζός και βαρετός αυτός ο κόσμος - κι όσο για τον άλλον, κουραφέξαλα!
Εγώ αποτραβιέμαι, στη μοίρα μου αφήνομαι χωρίς καμιάν ελπίδα.
Και τον καιρό για να σκοτώνω, προσμένοντας το θάνατο,
Καπνίζω τσιγάρα λυγερά που ο καπνός τους μπαίνει στη μύτη των θεών.
Εμπρός, σεις ζωντανοί, στη μάχη, άμοιροι του αύριο σκελετοί
Ρίχνομαι στην άπειρη έκσταση εγώ, γαλαζωπών μαιάνδρων
Που στριφογυριστά στον ουρανό ανεβαίνουν κι εμένα με κοιμίζουν
Σαν από μύρια θυμιατήρια αρώματα που σβήνουν.

Αν ο Λαφόργκ μίλησε έτσι για το τσιγάρο, ο Στεφάν Μαλαρμέ θα εκθειάσει, επίσης με ένα ποίημα, ένα σονέτο, το πούρο - λεπταίσθητος καθώς ήταν, δεν θέλησε (καίτοι φανατικός καπνιστής σιγαρέτων) να επιδοθεί σε ομοιοκαταληξίες με το cigar -ette. Ο καπνός είναι και εδώ παρών, όπως παρούσα είναι και η ουσία του καπνίζειν, δηλαδή η εξοικείωση με τη φθορά, με την αναπότρεπτη παρέλευση του χρόνου:

Η ψυχή μας όλη συναγμένη
Σαν την εκπνέουμε αργά
Σε καπνού κάμποσα δαχτυλίδια
Σ' άλλα δαχτυλίδια αφανισμένα
Τούτο ένα πούρο μαρτυρά
Που καίγεται σταθερά, μόνον ενώ
Χωρίζεται η στάχτη ξαφνικά
Απ' το λαμπρό φλογάτο της φιλί.

Αλλού, ο Μαλαρμέ θα επιχειρήσει μια διάκριση ανάμεσα στα τσιγάρα και στο κάπνισμα ταμπάκου με πίπα, κατανέμοντας τα πρώτα στις θερινές και το δεύτερο στις χειμερινές του δραστηριότητες. Ιδού: «Χθες, βρήκα την πίπα μου καθώς ονειρευόμουν ένα παρατεταμένο βράδυ δουλειάς, όμορφης χειμερινής δουλειάς. Τα τσιγάρα, με όλες τις άλλες παιδιάστικες χαρές του θέρους, απορριγμένα είναι πια στο παρελθόν που φωτίζει τα γαλάζια φύλλα του ήλιου, και ξαναγυρίζω τώρα στη σοβαρή μου πίπα, όντας πάλι ένας σοβαρός άντρας που θέλει, προκειμένου να εργάζεται πιο καλά, να καπνίζει για ώρα πολλή ανεμπόδιστα».

Ο Σαρτρ, επίσης, θα συνδυάσει το καπνίζειν με το γράφειν - καίτοι το κάπνισμα είναι μια δραστηριότητα που αγγίζει την άρνησή της, είναι μία από τις τέρψης της τεμπελιάς, είναι μια σχεδόν μη-δράση, είναι δύσκολο να διανοηθούμε κάποιον συγγραφέα μη καπνιστή. Ο φιλόσοφος θα χαρακτηρίσει το καπνίζειν «οικειοποιητική καταστροφική αντίδραση», «μικρή αποτεφρωτική θυσία» και «θυσιαστική τελετουργία», ενώ το τσιγάρο ή την πίπα του «μικρού θερμαντήρα ανάμεσα στα δάχτυλα». Αφηγούμενος το πώς κάπνιζε ενόσω ατένιζε ένα τοπίο, εκδιπλώνει σκέψεις που συνδέουν το κάπνισμα με τη δεξίωσή μας ολόκληρου του κόσμου και με τη στάση μας απέναντι σε τούτη τη δεξίωση: «Μέσω του ταμπάκου που κάπνιζα ήταν ο κόσμος όλος που καιγόταν, που καπνιζόταν, που ανασχηματιζόταν σε αχνό, προκειμένου και πάλι να εισαχθεί εντός μου. Για να τηρήσω την απόφασή μου να κόψω το κάπνισμα, όφειλα να κατορθώσω ένα είδος απο-κρυστάλλωσης - δηλαδή, χωρίς να το συνειδητοποιήσω επακριβώς, περιόρισα τον καπνό στο καθεαυτό είναι του: σε ένα φύλλο που καίγεται. Εκοψα τους συμβολικούς δεσμούς μου με τον κόσμο, έπεισα τον εαυτό μου ότι δεν θα έχανα τίποτε από το θέατρο, από το τοπίο, από το βιβλίο που μελετούσα εάν τα αντιμετώπιζα χωρίς την πίπα μου - κατέληξα, δηλαδή, στο ότι πρέπει να έχω άλλους τρόπους κατοχής αυτών των αντικειμένων και όχι μέσω εκείνης της θυσιαστικής τελετουργίας».

Ετσι, ο Σαρτρ αποπειράθηκε να κόψει το κάπνισμα. Ματαίως! Οπως και ο Σάμιουελ Μπέκετ, έτσι και αυτός κάπνιζε έως τις τελευταίες ημέρες και νύχτες της ζωής του. Σε μια συνένετυξή του, στο ευρωπαϊκό Newsweek, ο Σαρτρ, ερωτώμενος ποιο ήταν το σημαντικότερο πράγμα στη ζωή του, θα απαντήσει ανενδοιάστως: «Δεν ξέρω. Τα πάντα. Το να ζω. Το να καπνίζω». Λίγο περισσότερο χιουμορίστας, ο υπερρεαλιστής Αντρέ Μπρετόν θα μας προσφέρει την αθάνατη ρήση: «Σας ορκίζομαι, είμαι αθώος. Συγχέετε την κόρη του ματιού μου με τη φωτιά του τσιγάρου μου». Ο άλλος υπερρεαλιστής Ανδρέας, ο Εμπειρίκος, δεν θα πάψει να καπνίζει και να φωτογραφίζεται κρατώντας με ανυπέρβλητη κομψότητα (παρεμπιπτόντως, μονάχα ο ποιητής Βύρων Λεοντάρης τη συναγωνίζεται) το τσιγάρο του.

Το κάπνισμα είναι σχεδόν αναπόσπαστο στοιχείο της πνευματικής δημιουργίας, καλλιτεχνικής είτε φιλοσοφικής. Το κάπνισμα είναι ένα είδος παρηγορίας. Οι ποιητές και οι συγγραφείς ξέρουν τι σημαίνει να παρηγορείς και να σε παρηγορούν. Ξέρουν τι σημαίνει χρόνος, τι σημαίνει συνεχής εγγύτητα με τη ματαίωση και με το θάνατο, ξέρουν να βρίσκουν τρόπους ξεγελάσματος αυτών των άτεγκτων βεβαιοτήτων. Η Ανί Λεκλέρ θα φτάσει, μάλιστα, στο σημείο να αποφανθεί: «Το τσιγάρο είναι η προσευχή των καιρών μας» («Πυρογραφίες», μτφ. Ελένη Βέλτσου, εκδ. Καστανιώτης).

Στο ίδιο βιβλίο, η Λεκλέρ θα επιχειρήσει μια ταξινόμηση των τσιγάρων: «Θυμάμαι τώρα τη γεύση εκείνου του τσιγάρου, την αχρεία, ωμή γεύση του ψέματος. Δεν είναι ανώδυνο τσιγάρο. Πόσες ταινίες θα χάσουν τη γοητεία τους, πόσοι ήρωες την ένταση που προκαλούν, αν τους πάρεις το τσιγάρο από το στόμα. Είναι το τσιγάρο "Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ". Είναι το τσιγάρο του μπάτσου, του δημοσιογράφου, του κακού• το τσιγάρο κάποιου που είναι στα κόλπα, κάποιου ψυλλιασμένου. Είναι το τσιγάρο του πολιτικού, του επιστήμονα, του αγωνιστή, είτε άντρας είναι είτε γυναίκα. Είναι πάντα το τσιγάρο του στρατιωτικού, του αποικιοκράτη, του ιμπεριαλιστή. Είναι το φάντασμα μιας εξουσίας που την ποθείς, που φιλοδοξείς να την κάνεις δική σου, που καπνίζεται τόσο πολύ ώστε καταλήγει να πάρει σχήμα και μορφή, να γίνει στερεό». Και αλλού, προς το τέλος του βιβλίου της, θα μιλήσει για τη σχέση του αέρα με τον καπνό, του τσιγάρου με την ανάσα, όπως συμπλέκονται - σαν εχθρικές πραγματικότητες, θανάσιμα εχθρικές θα μπορούσαμε να πούμε - στο ίδιο μας το κορμί: «Αέρας, Air». Θαρρείς κι είχε λησμονηθεί ακόμα και η λέξη αυτή. Η μικρή παράξενη λέξη. Μια έωλη λέξη, ξέχωρη από τις άλλες λέξεις, αποτραβηγμένη. Μια δροσερή λέξη, εναρκτήρια, ημιτελής, που αχνοφαίνεται μονάχη της ανάμεσα στη γλώσσα και τον ουρανίσκο, μια τόσο ανάλαφρη λέξη, τη λες, την προφέρεις κι είναι κιόλας στον αέρα. Μια πουπουλένια λέξη. Μια λέξη σαν πουλί. Αέρας... Δεν κάπνιζα άραγε για να επανορθώσω τούτη τη λησμοσύνη, για να θυμίσω στον εαυτό μου τον αέρα, το λαρύγγι, τα πνευμόνια; Δεν κάπνιζα για να περάσει μέσα μου, για να κυκλοφορήσει εντός μου και να ανταλλαγεί; Δεν είναι πάντα διασκεδαστικό να είσαι ο εαυτός σου. Να είσαι μονάχος, μοναδικός, απομονωμένος. Πρέπει να έχω καπνίσει για να πασχίσω ν' ανοίξω το κέλυφος, ν' ανοίξω διάπλατα το βαρύ, δυσβάσταχτο δισάκι των αισθημάτων, της τροφής, των σκέψεων. Να καπνίσω για ν' αποπειραθώ, ξανά και ξανά, μιαν έξοδο από τούτο τον εαυτό-δοχείο, τον εαυτό-σκουπιδοντενεκέ, τον εαυτό-ναό. Να σηκώσω το καπάκι της πνιγηρής επαναληπτικότητας. Να καπνίσω για να περάσω στην άλλη όχθη. Και ν' ανασάνω πέρα ακόμη κι απ' την ανάσα».

Ο Ρίτσαρντ Κλάιν, ο οποίος, προκειμένου να κόψει επιτέλους το κάπνισμα, στρώθηκε κι έγραψε ένα θαυμάσιο βιβλίο στο οποίο εγκωμιάζει ποικιλοτρόπως τα τσιγάρα, τα πούρα και το ταμπάκο, θα εξάρει τη σημασία του καπνίζειν ως τρόπου κατευνασμού της αγωνίας, της αναμονής, του φόβου. Ακόμη, σχολιάζοντας ένα μικρό ποίημα του Τσαρλς Φ. Λούμις (το «My Cigarette»), θα αποτολμήσει πυκνές σκέψεις για τα «μαγικά ραβδιά», τα τσιγάρα: «Τα τσιγάρα είναι πύρινα ραβδιά, με τα οποία μπορείς να καλέσεις το μέλλον και να το διευθύνεις• είναι λεπτοί, λευκοί προωθητήρες της προβλεπτικής σκέψης και των δημιουργικών υποθέσεων, όργανα εκστατικής προβολής μακριά από το παρόν σε έναν χρόνο μέλλοντα όπου το παρόν παύει, για μια στιγμή, να υπάρχει. Η μαγεία τους αντλείται ίσως από την ικανότητά τους να ημερεύουν την αγωνία που προκαλείται από τη σκέψη του μέλλοντος. Σου επιτρέπουν ήρεμα να προβάλεις τον εαυτό σου σε πιθανούς μελλοντικούς κόσμους που ενδέχεται ποτέ να μην υπάρξουν αλλά, όσο διαρκεί ένα τσιγάρο, είναι εκεί, είναι παρόντες - περισσότερο οικείοι από όσο η παρούσα στιγμή. Οι καπνιστές, όταν παίζουν σκάκι ή γράφουν ερωτικές κάρτες, καπνίζουν αδιάκοπα• το ίδιο και οι δημοσιογράφοι και οι ηθοποιοί στα παρασκήνια».

Τι άλλο μπορεί να είναι ένα τσιγάρο; Ας θυμηθώ μια παλιά απάντησή μου, πάνε χρόνια. Τι είναι το τσιγάρο, λοιπόν; Και τι δεν είναι; Οσα τα τσιγάρα τόσες και οι χρήσεις ή οι αντιχρήσεις τους. Κάθε Παρασκευή θάβει μια Πέμπτη, μας θυμίζει αδυσώπητα ο Τζέιμς Τζόις, κι αν δεν πίνεις, αν δεν τρως, αν δεν ερωτεύεσαι, αν δεν γράφεις, κι αν δεν καπνίζεις, πώς, άνθρωπος πράμα, ν' αντιμετωπίσεις μια τέτοια συντριπτική σκληρότητα; Μνεία θανάτου, αλλά και τάνυσμα της ζωής, στοίχημα αδιάκοπο με τα όριά μας, αλλά και αγέρωχο ξόδεμα, παιγνιώδης σπατάλη, το τσιγάρο βοηθάει το homo-χώμα να διασκορπίζει το «καταραμένο απόθεμα», το άχθος της παραπανήσιας υγείας που καταντάει, ενίοτε, ανυπόφορη μπροστά στο απόλυτο μαύρο του θανάτου. Το τσιγάρο, όπως και ο αχώριστος σύντροφός του, το ποτό, μας εμβολιάζει με μικρές δόσεις θανάτου, κάνει το θάνατο ορατό, όπως θα έλεγε κι ο Νίκος Καρούζος, ώστε να τον αντέχουμε προκαλώντας τον, να τον προκαλούμε πριν μας προκαλέσει, να φθείρουμε εν τέλει εμείς πρώτοι την απόγνωση της αμετάκλητης φθοράς. Το τσιγάρο είναι αυτό το τέχνασμα, αυτή η «φάμπρικα» που βρήκαμε για να «χαλάμε το χρόνο», με ένα είδος απολαυσιακής αυθάδειας μάλιστα, προτού ο χρόνος χαλάσει εμάς. Με όπλο το τσιγάρο, δίνουμε μάχες ενάντια στο χρόνο, επιμηκύνουμε τα δευτερόλεπτα, υψώνουμε ένα προπέτασμα καπνού για να προφυλαχτούμε από το καταδικαστικό βλέμμα της Ειμαρμένης. «Η στάχτη είναι το αντίο του τσιγάρου», συνόψισε αποφθεγματικά ο Ραμόν Γκομέθ ντε λα Σέρνα, και η ζωή μας είναι ένα γαϊτανάκι από μικρά και μεγάλα αντίο που το τσιγάρο τα κάνει λιγότερο οδυνηρά.


ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ 
[Δημοσιευμένο πριν από δέκα χρόνια στη Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας]




Δεν υπάρχουν σχόλια: