Ζενερίκ
Αγιονικοκαρούζος
Καλά βρε αδερφέ μην κάνεις έτσι, δε μας βλέπεις;
Επισκευάζουμε τώρα την κοσμοθεωρία.
Νίκος Καρούζος, LAHOUT
Συναντιέσαι τυχαία μ’ έναν ποιητή, στον καύσωνα, στα θολερά λιοπύρια του Καρκίνου, που έψαλλε ο άλλος, ο μεγάλος, ποιητής, κι αναρωτιέσαι γιατί δεν συναντιούνται πιο συχνά, έστω και τυχαία, οι ποιητές, γιατί πια δεν τρωγοπίνουνε μαζί, γιατί δεν καβγαδίζουνε εξαίσια στις παρυφές της φρονιμάδας, γιατί δεν είναι όχληση πια τα γέλια τους, του βλέμματός τους η βραχνάδα, ο νοερός κεραυνός της ίδιας τους της ύπαρξης.
Χάθηκαν ίσως τα στέκια, λιγόστεψαν οι τόποι όπου μπορούσε να σε δροσίσει αεράκι ελευθερίας, ακόμα και ασύνετης αμεριμνησίας, κι αναγκάζεται, σιγά-σιγά στην αρχή και μετά απότομα, ο ποιητής να εγκαταλείψει τους δημόσιους αμπελώνες, τις αλέες, τις αλάνες, τα σοκάκια όπου, συνωμοτικά, με παιγνιώδη βέβαια συνωμοτικότητα, συναντιόταν με τους ομότεχνούς του, ή με ρεμάλια συμπότες και με γυναίκες που εύκολα σου έδιναν το χέρι κι ύστερα όλα τ’ άλλα. Κι έτσι, λέει, στυφά, ο ποιητής: Είμαι πικρός και επώδυνος/ από αρχαϊκότητα [...] Τη μουσική μου δεν τη θέλω πια/ σας τη χαρίζω.
Πάλι καλά που δεν χάθηκαν οι προς τα έξω χειρονομίες της Ποίησης και των ποιητών. Συνάζονται, σίγουρα πιο λίγοι και οπωσδήποτε πιο αραιά απ’ όσο παλαιότερα, πάντως συνάζονται, τα λένε, προβαίνουν σε εξωτερικεύσεις του παλλόμενου μύχιου κόσμου τους.
Συνάζονται στην Ποιητική, στο πέμπτο αισίως τεύχος, από τις εκδ. Πατάκης που επιμένουν όμορφα τις μελωδίες να διαδίδουν, με ενορχηστρωτή τον Χάρη Βλαβιανό, και με πλούσιο αφιέρωμα στην Anne Carson, με ποιήματα του Νάσου Βαγενά και της Κλεοπάτρας Λυμπέρη, του Νίκου Λευκαδίτη και της Έφης Γιαννοπούλου, του Γιώργου Γώτη και της Γαλάτειας Δημητρίου. «Οι λέξεις σου δούρειοι ίπποι/ εισέρχονται νύκτωρ/ στα κύτταρά μου», να γράφει η Δανάη Σιώζου στην 246η από τις 339 σελίδες της Ποιητικής.
Συνάζονται, οι ποιητές, άλλοι στου Μιχάλη του Κατσαρού ομνύουν το όνομα, κι άλλοι για τον Αγιονικοκαρούζο μιλάνε πάλι και ξανά. Είκοσι χρόνια από τότε που έφυγε, που πήγε με τους πολλούς. Συνάζονται και θυμούνται εκείνο το επτάστιχο, το όχι και τόσο συζητημένο, το «Αρχαϊκόν», που λέει: Αποθηκεύοντας άνεμο στα περίτρομα φύλλα του/ με αναρίθμητο επί ώρες μηδέν/ αγκαλιάστηκε ο τυχαίος ευκάλυπτος./ Το γεγονός που οι λέξεις μ’ εγκαταλείπουν/ έρχεται πάνω μου ωάν συρτή ταφόπετρα./Στη Δήλο – : του φωτός τα απορρίμματα/ η όραση ραπτομηχανή.
Συνάζονται, οι ποιητές, να μιλήσουν για άλλους ποιητές, ο Δημήτρης Αγγελής και ο Δημήτρης Ελευθεράκης και ο Σταμάτης Πολενάκης, και μιλάνε για τον Αισχύλο («Αυτός ο αξεπέραστος θρησκευτικός ποιητής», Πολενάκης), και για τον Λάγιο («Είχε έναν τραγικό βίο και παράλληλα αντιμετωπίστηκε με δυσπιστία και φθόνο», Ελευθεράκης), και για τον Ρίτσο και τον Λειβαδίτη (που «γίνονται κατεξοχήν πολιτικοί ποιητές όταν παύουν να μιλάνε για τους κομματικούς αγώνες, χαμηλώνουν τη φωνή κι ασχολούνται με την υπεράσπιση του παραπικραμένου, μοναχικού ανθρώπου και με τη μεταφυσική της καθημερινότητάς του», Αγγελής). Συνάζονται, οι τρεις, στον κομψό τόμο Με το περίστροφο του Μαγιακόφσκι (εκδ. Ερατώ) και μας δωρίζουν τον καρπό των συζητήσεών τους.
Ο Αγιονικοκαρούζος μειδιά, ανάβει το πάντα άφιλτρο τσιγάρο του, κινάει να βρει ξανά την έλαφο των άστρων. Εδώ, όλα τα λόγια με πλάγια στοιχεία είναι δικά του. Και είναι από το Νίκος Καρούζος, Τα Ποιήματα, Β’ (1979-1991), εκδ. Ίκαρος.
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Πλατεία Παπαδιαμάντη, Θέρος 2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου