Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2009

Τζον Κασαβέτης, ΤΖΑΖ


Αύριο, στο BARRIO [Κεραμεικού 53, Μεταξουργείο], και κάθε Δευτέρα, από τις 9 και μετά, ο Μπαμπασάκης παίζει εκλεκτη jazz και προβάλλει μια ταινία. Αύριο, Φόρος Τιμής στον Μέγιστο JOHN CASSAVETES!

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2009

ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ ΧΑΡΒΑΛΙΑΣ ΦΩΤΟΒΟΛΙΔΕΣ ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑΣ



Το σημερινό μου Ραδιοχρονογράφημα, στο Κανάλι 1, 90,4 FM και www.kanaliena.gr στις δύο παρά πέντε, ως συνήθως.

Radio_191009


Φωτοβολίδες Αισιοδοξίας σε Μαύρο Ουρανό

Μαθαίνω για ένα νέο ριάλιτι όπου, λέει, βγάζεις στη φόρα τα οικονομικά σου κι ένας οικονομολόγος τηλεστάρ από την εποχή της χρηματιστηριακής παραφοράς σε συμβουλεύει ενώπιον κάποιων εκατοντάδων χιλιάδων τηλεθεατών. Να το πω βδελυρό; Άθλιο; Ελεεινό; Αισχρό; Να καταφύγω πάλι στον Ελύτη, στον Καρούζο, στον Σαχτούρη; Να σκεφτώ ότι είναι συνυπεύθυνοι στην κατρακύλα και όσοι στέργουν να συμμετάσχουν, αλλά και όσοι στέργουν να βλέπουν ανερυθρίαστα τέτοιες διεστραμμένες ανοησίες;

Περαιτέρω: οι φωστήρες του κεντροδεξιού, λεγόμενου, κόμματος, σμπαραλιασμένοι, ως φαίνεται, ψυχολογικά άμα δε και πολιτικά, αποφάσισαν να στήσουν κάλπες για την ανάδειξη νέου αρχηγού στις 6 Δεκεμβρίου. Εκτός που είναι του Αγίου Νικολάου και γιορτάζει η μισή Ελλάς, είναι και του Αλέξη Γρηγορόπουλου, και συνεπώς ημέρα μνήμης, ημέρα θυμού απέναντι στο βάναυσο άδικο. Θυμόμαστε όλοι τον εξωφρενικά αδέξιο τρόπο με τον οποίο το τότε κυβερνών κόμμα, τρόπος που μάλλον έριχνε λάδι στη φωτιά παρά διαχειριζόταν μια κρίση. Και τώρα, αυτοί που έλεγαν Ράτζα Γκλίξενμπεργκ τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, και έλεγαν Πάολα Κρούγκμαν τον νομπελίστα γενειοφόρο και πασίγνωστο οικονομολόγο, σαν άσχετοι από καιρό και απρεπώς μοιραίοι, θαρρείς πάνε να σπάσουν τα ραγισμένα νεύρα ακόμα και των πιο ψύχραιμων οπαδών τους.

Τι να πω; Αλλάζω σταθμό, γυρίζω πλευρό, φωτοβολίες εκτοξεύω αισιοδοξίας σ’ έναν μαύρο ουρανό. Και λέω: ο Νάνος Βαλαωρίτης, ετών ογδόντα οχτώ, ποιητής και συγγραφέας, εκδότης του θρυλικού περιοδικού «Πάλι», να δηλώνει χθες «Πάντα ήμουν και παραμένω μποέμ», να μας καλεί στην Γκαλερί Αστρολάβος όπου από αύριο, Τρίτη, 20 Οκτωβρίου, εκθέτει ζωγραφική του, μια σειρά «καταστασιακά» σχέδια, με τίτλο «Όσα φαίνονται και δεν φαίνονται». Κι ακόμα, δεν έχει περάσει καιρός από τότε που κυκλοφόρησε το πειραματικό του μυθιστόρημα «Μα το Δία» (εκδ. Ηλέκτρα), το οποίο ήδη παρουσιάσαμε στο Κανάλι 1, και στην εκπομπή «Ο Αφρός των Ημερών».

Κι άλλη μία φωτοβολίδα: Την Τρίτη, 20 Οκτωβρίου 2009, παρουσιάζεται το έργο του Γιώργου Χαρβαλιά, «Ο ορίζοντας των γεγονότων», μια εικαστική πρόταση» στο υπόγειο γκαράζ του Πολιτιστικού Κέντρου ΠΟΛΥΤΡΟΠΟΝ του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης, Πειραιώς 206, Ταύρος. Την έκθεση οργανώνει η Batagianni Gallery. Ο Γιώργος Χαρβαλιάς θα είναι μαζί μας στην εκπομπή Radio Propaganda, την Παρασκευή, 23 Οκτωβρίου.
«Ο ορίζοντας των γεγονότων» είναι για μια εγκατάσταση συνδυαστικών μέσων, προϊόν της εργασίας του καλλιτέχνη την τελευταία διετία (2007-2009), η υλοποίηση της έκθεσης έγινε με την καλλιτεχνική συνεργασία του γλύπτη Φώτη Ραφτόπουλου.
Το έργο αρθρώνεται από δύο μέρη:
1. «26 Ιουνίου 2007, Πίνακας τιμών του Χρηματιστηρίου Αθηνών» (2007 – 2009). Εγκατάσταση, data wall – εννέα ψηφιακές πινακίδες δεδομένων, συνολική διάσταση: 2,28 x 10,62 μ.
2. «Nuit Américaine* / Αμερικάνικη Νύχτα» (2007-2009).
Βιντεοεγκατάσταση, δύο συγχρονισμένες προβολές HD, διάρκεια 49:16 λεπτά, διαστάσεις προβολής: 2,50 x 8,65 μ.
Η συνεχής κάθετη ροή των εναλλασσόμενων τιμών του χρηματιστηρίου που είναι το απείκασμα ενός άυλου πολέμου, διασταυρώνεται με την οριζόντια κίνηση του απολογισμού των υλικών συνεπειών του. Συμπυκνώνεται έτσι στον ενδιάμεσο χώρο του θεατή ο ορίζοντας, πέραν του οποίου, η συνειδητοποίηση της τραγικότητας των γεγονότων μας ωθεί στην κατανόηση της πραγματικότητας.

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης [19/10/09]

Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2009

ΘΑ ΦΤΥΣΩ ΣΤΟΥΣ ΤΑΦΟΥΣ ΣΑΣ


Η αποψινή, σε λίγο, εκπομπή Ο ΑΦΡΟΣ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ, Κανάλι 1, Πειραιάς, 90.4 FM και www.kanaliena.gr , θα είναι ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΗ στον ΝΙΚΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗ!
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης

Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2009

ΒΑΚΧΙΚόΝ & ΧΙΚ & ΦΕΡΙΑΛΕ


Αύριο, Πέμπτη 15 Οκτωβρίου εις FERIALE (Σόλωνος&Ασκληπιού), καυτή jazz από το Παρίσι: Rene Thomas, Lester Young, Django Reinhardt, Stephan Grapelli, Jean-Luc Ponty, Sacha Distel, Elek Bascik!!! Για να γιορτάσουμε το 7# Vakxikon!!!

[Αλλά θα παίξουμε και μερικά μουσικοτεμάχια του εικονιζόμενου Θωμά Περιμένη]

Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2009

ΤΖάΝΓΚΟ, ΠΑΙΔΕΣ!!!


Σάββατο, 17 Οκτωβρίου, ώρα 23:00 με 01:00, ο Μπαμπασάκης και ο ΑΦΡΟΣ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ, Κανάλι 1, Πειραιάς, 90,4 FM και www.kanaliena.gr παρουσιάζουν ένα έγχρωμο σινεμασκόπ αφέρωμα στον ασπρόμαυρο βιρτουόζο Ντζάγκο Ράινχαρντ. Μην το χάσετε, χαθήκαμε!

"Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια", έγραψεν ο Εμπειρίκος.

Το Παν είναι να Παραμείνεις Άνθρωπος, ν' ακούς Ντζάγκο, να σ' αρέσει ο Rothko, και να σε εμπνέει ο Captain Beefheart, να ακούς την "Αισθηματική Αγωγη" του Νικ Δε Πρικ Γκαγκάριν Τριανταφυλλίδη, και να θυμάσαι ότι ο Gregory Corso είναι και γαμώ τους Αστροπηδηχτές.

ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗ




Don’t Drink the Water

Ένα σύννεφο από βοή, βόμβο, βαβούρα
Joseph Roth

Περίμεναν. Τι περίμεναν; Άκου περίμεναν; Αδημονούσαν. Είχαν τελειώσει τη δουλειά μάνι-μάνι, ο Ι. σέρβιρε ξανά και ξανά κρασί, με κομμάτια από μήλο Αγιάς, σκληρό/τραγανό/ευώδες, στα ποτήρια, με φαινομενικά ήρεμες/ήμερες κινήσεις/χειρονομίες/εκφράσεις, μιλώντας αργά, με τη νηφαλιότητα να κερδίζει Όσκαρ σεναρίου/μοντάζ/σκηνογραφίας, ενώ ο Γ. εξίσου χαλαρός (τάχαμου/δήθενμου) να μιλάει επίσης αργά, Α ναι ο Χέρμαν Μπροχ είναι σπουδαίος συγγραφέας, να λέει, γενικώς οι Κεντροευρωπαίοι συγγραφείς πάντα με καθηλώνουν απογειώνοντάς με, ή καλύτερα με απογειώνουν καθηλώνοντάς με, να συνεχίζει, φέρε κι άλλο κρασί, και φρόντισε για τα παγάκια, να θυμάται αιφνιδίως και να υπενθυμίζει ευλόγως, άντε και ελλόγως ο Γ., και ο Ι. να πηγαινοέρχεται καθιστικό/κουζίνα, να φέρνει, να φροντίζει, ν’ ανοίγει το φούρνο, να ελέγχει την εξέλιξη στο σπεντζοφάι, να σφυρίζει, ο Γ. ακούει το σφύριγμα, αναφωνεί, αργά/νηφάλια/ήρεμα, Α αυτό είναι από το Trout Mask Replica, ο Ι. ν’ αναφωνεί, επίσης αργά επίσης νηφάλια επίσης ήρεμα, Ναι, μα ναι, και πάλι ναι, τέσσερις δεκαετίες σαράντα χρόνια τετρακόσιοι ογδόντα μήνες (περίπου) χίλιες εννιακόσιες είκοσι (πάνω-κάτω εβδομάδες) δεκατέσσερις χιλιάδες τετρακόσιες μέρες (στο περίπου) από την πρώτη κυκλοφορία του Trout Mask, αναφωνεί ο Ι., λέει ο Ι., συνεχίζει ο Ι., Να βρούμε έναν τρόπο να το γιορτάσουμε, προτείνει ο Γ., Βεβαίως να το γιορτάσουμε, ρίξε καμιά ιδέα, σπεύδει να συμφωνήσει ο Ι., και ο Γ. ρουφάει μια γουλιά κρασί λευκό με μήλο, Αίνος στον Οίνο, αναφωνεί, ενώ ο Ι. θυμάται αίφνης τον πρώτο καιρό που απέκτησε κινητό και του τηλεφώνησε ένας φίλος και τον ρώτησε τι κάνει και ο Ι. αυθορμήτως και απολύτως αληθώς απάντησε Πίνω οίνο στην Τήνο με τον Ντίνο, και μετά ανοίγει πάλι τον φούρνο για να ελέγξει εκ νέου τα τεκταινόμενα ως προς το σπεντζοφάι, και ακούει, με όση προσοχή του επιτρέπει η αδημονία του, τον Γ. να λέει, με όση ηρεμία του επιτρέπει η αδημονία του, Είναι σαράντα χρόνια και από το Abbey Road, και ο Ι. να κουνάει το κεφάλι επιδοκιμαστικά καθώς δοκιμάζει από το σπεντζοφάι, Άμα το πάμε έτσι δεν βγάζουμε άκρη, να λέει, άλλο δεν θα κάνουμε από το να βαράμε προσοχές σε επετείους, κατόπιν ρουφάει μια γουλιά από το κρασί του, πλησιάζει τη σκακιέρα και με όση αυτοκυριαρχία του έχει απομείνει πιάνει ανάμεσα σε αντίχειρα και δείκτη τη βάση της λευκής βασίλισσας και την μεταφέρει από το τετραγωνίδιο δ4 στο θ4, παίζοντας, κατ’ ουσίαν, την 14η κίνηση της παρτίδας Μίσια Ταλ/Βασίλη Σμύσλοβ του 1959, πάει μισός αιώνας από τότε, άλλη επέτειος πάλι, ενώ συλλαμβάνει τον εαυτό του να ρίχνει μια κλεφτή ματιά προς το ρολόι του Γ., αντιλαμβανόμενος ταυτοχρόνως ότι ο Γ. κοιτάζει στα κρυφά, και σφυρίζοντας τάχατες αδιάφορα, το ρολόι στο καντράν του cd player, το οποίο cd player παίζει τη Μουσική των Πυροτεχνημάτων και δείχνει, όπως άλλωστε και το ρολόι στον καρπό του Γ., 19:38, ενώ τα πέντε ραδιόφωνα του σπιτιού είναι αναμμένα και συντονισμένα αλλά με το volume στο μηδέν, εν αναμονή και αυτά, αν όχι και σε κατάσταση αδημονίας επίσης, και ενώ και πάλι ο Ι. γεμίζει τα ποτήρια και ο Γ. σχολιάζει, με φαινομενική ψυχραιμία το εξώφυλλο του τελευταίου βιβλίου του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου με τίτλο Τοίχος Ήχου, μια μονογραφία για τον ήρωα της παιδικής μας ηλικίας, τον εξαίρετο Φιλ Σπέκτορ, λέγοντας, Πολύ καλή ιδέα να είναι ασπρόμαυρη η φωτογραφία του Φιλ και κόκκινα τα γράμματα, οπότε ο επετειομανής Ι. γυρίζει προς τον Γ. και λέει, Την ίδια χρονιά, το 1939, άκου, γεννήθηκε ο Φιλ Σπέκτορ, πέθανε ο Γιόζεφ Ροτ, εκδόθηκε το Big Sleep, οπότε ο Γ. πιάνει να εγκωμιάζει τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και το στυλ του στον Μεγάλο Ύπνο του Χάουαρντ Χοκς, Ο καλύτερος Μάρλοου, εννοείται, αν βάλουμε στην άκρη ως σουρεάλ σιτουασιόν τον Έλιοτ Γκουλντ στο The Long Goodbye του Όλτμαν, λέει ο Γ. ρίχνοντας και πάλι κλεφτές ματιές σε όσα ρολόγια μπορεί να διακρίνει μες στον χώρο και συνάμα τείνει το ποτήρι του προς το ποτήρι του Ι. που είναι προς στιγμήν ακίνητος και τσουγκρίζουν και ο Ι. λέει, Φαντάσου ότι μια κορυφή σαν τον Φώκνερ έγραψε τους διαλόγους και το σενάριο του Ύπνου, και ο Γ. λέει, Ας πιούμε στον μισό αιώνα από τον θάνατο του Μπορίς Βιάν και του Ρέιμοντ Τσάντλερ, και ο Ι. συναινεί πάραυτα και τσουγκρίζουν εκ νέου, και ο Γ. βγάζει από το cd player τα Πυροτεχνήματα και βάζει Μπορίς Βιάν, Je bois/ Systématiquement/ Pour oublier le prochain jour du terme/ Je bois/ Systématiquement/ Pour oublier que je n'ai plus vingt ans, ενώ μέσα σε τσουγκρίσματα/προπόσεις/επετείους/μουσικές σε κλίμα επιφανειακής/φαινομενικής αταραξίας, τα βλέμματα πια μοιάζουν στα όρια του να αλλοφρονήσουν, αν και πάντα με τακτ, με διακριτικότητα, πάντως έχουν φτάσει πια στο σημείο μηδέν της υπομονής, βλέμματα που από την αδημονία καταπίνουν το χώρο παλεύοντας να νικήσουν το χρόνο, να σμικρύνουν τα λεπτά και τα δευτερόλεπτα, η αδημονία να παίρνει αγρίως το πάνω χέρι, τα βλέμματα να κάνουν ζουμ στο ένα ρολόι και στο άλλο, να διασταυρώνονται σαν πύρινες δέσμες, ηλεκτρισμένα πια, τρελαμένα από την ανυπομονησία πια, τώρα να μη νοιάζονται άλλο να διατηρήσουν τα προσχήματα, να καταργούν με σφοδρότητα τη φαινομενικότητα, τέλος πια φτάνει πια όχι άλλο πια, ο Γ. ρουφάει με τα μάτια το ρολόι στο καντράν του cd player ενώ ο Ι. αρμέγει με τα μάτια του το φως στο ρολόι στον καρπό του Γ., ο οποίος Γ, τινάζεται, ταυτοχρόνως με τον Ι., πλην όμως είναι πιο νέος και συνεπώς πιο ταχύς, τα δάχτυλα να τινάζονται κι αυτά, τινάζεται λοιπόν προς το cd player και το γυρίζει στο radio, ενώ ο Ι. χιμάει προς το πλησιέστερο ραδιόφωνο και δυναμώνει το volume, ξεχύνονται κατόπιν με σθένος πάθος αδημονία προς τα υπόλοιπα ραδιόφωνα του σπιτιού, τα ήδη αναμμένα Tivoli Pal, Tivoli Songbook, Grundig (Design by F. A. Porsche – ένα λαμπρό απόκτημα πριν από δώδεκα χρόνια αγορασμένο στη μνήμη του πατέρα του Ι.), Bush λευκό (άλλη επέτειος πάλι! μοντέλο του 1959!), κι ένα Philips μαϊμού αγορασμένο από μεθυσμένους Πολωνούς εδώ και έναν αιώνα, χιμάνε ορμάνε, γκαγκάν-γκαγκάν, ήγγικεν η ώρα, σήμαναν τα δευτερόλεπτα, το ρόπτρο του χρόνου ήχησε, τα ραδιόφωνα όλα συντονισμένα στη διαπασών και αυτό που περίμεναν, αυτό για το οποίο αδημονούσαν, και κάθε μέρα αδημονούν, αυτό που μ’ όλα τ’ άλλα τα πολλά ενδιαφέροντά τους είναι το μείζον το επιτακτικό το υψηλό το κυρίαρχο το καταλυτικό το καταπληκτικό το λυρικό το λυτρωτικό ΑΡΧΙΖΕΙ, ναι, ένα μουσικό θέμα, άλλο κάθε φορά, σήμερα, απόψε, τέσσερα λεπτά και είκοσι ένα δευτερόλεπτα μετά τις 8 μ.μ., ήτοι στις 20:04:21, ακούγεται ο Ίγκι να ψελλίζει βαριά βραχνά βαθιά I want to go to the beach και μετά ο Νίκος ο Νίκος ο Νίκος Το Σκυλί της Βροχής Ο Άγιος Ρέμπελος Το Ρεμάλι του Ελαλαμέιν Ο Γκαγκάριν του Ψυρρή Η Ψυχή της Ψίχας Το Βελούδινο Γκρανγκινιόλ Το Φλόμπερ του Φλωμπέρ Ο Φλογοδίαιτος Η Μυχιοθήκη το Έρεισμα Η Φωνή Η Φωνή Η Φωνή και κυρίως τα όσα λέει η Φωνή αρχίζει και πάλι να μας ξεναγεί στην ξένη γη της Αισθηματικής Αγωγής.

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Πλατεία Παπαδιαμάντη, 10/09/09

Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2009

ΔΕΥΤΕΡΗ ΖΩΗ, ΕΝΑ


Second Life


Παράτησε τα ποδήλατα, τη σκούπα την άφησε στην άκρη, είπε να κάψει τα βιβλία του αδελφού του, αλλά του φάνηκε δραματικό, τα πέταξε απλώς, άνοιξε πάλι το Αμερικανικό Ταμπλόιντ, έμεινε άγρυπνος διαβάζοντας ξανά Ellroy, πίνοντας Old Bushmills, ακούγοντας σκληρή bebop. Το πρωί ξυρίστηκε, ήπιε μαύρο καφέ, γάμησε την Τζένιφερ, έφτυσε στο πάτωμα, βρήκε το νόημα που δεκαετίες τώρα του διέφευγε. «Είμαι ο James Ellroy», είπε, «Και σας γαμώ την κόλαση. ΠΑΜΕ!» [Η Δεύτερη Ζωή του Γ.Α.Π.]

Ξεκρέμασε την καμπαρντίνα από τον καλόγερο, πήρε το μπαστούνι του, μειδίασε στον καθρέφτη του πορτ-μαντό, Δεν είμαι, κι ας του μοιάζω, είπε, ο W.S.B., και βάδισε ίσαμε το καφενείο, για την καθιερωμένη καθημερινή παρτίδα σκάκι με τον John Cage. (Συνεχίζεται). [Η Δεύτερη Ζωή του Marcel Duchamp]

Απίθωσε το γιουκαλίλι στο λαβομάνο. Πήρε το κυανούν μολυβδοκόνδυλο, δεν μονολόγησε «ο ουρανός» θριαμβικώς κατά τι, όπως στο ποίημα του Μαυρουδή, μα έγραψε The fall (bababadalgharaghtakamminarronnkonnbronntonnerronntuonnthunntrovarrhounawnskawntoohoohoordenenthurnuk!), κι ύστερα έγινε τύφλα στο μεθύσι. [Η Δεύτερη Ζωή του JJ]

Να πιω να πιω να πιω να πιω να πιω να πιω να πιω να πιω να πιω να πιω να πιω να πιω να πιω να πιω να πιω να πιω να πιω να πιω να πιω να πιω να πιω να πιω να πιω να πιω να πιω να πιω να πιω να πιω ΓΑΜΩ ΤΗΝ ΠΑΝΑΚΟΛΑ ΤΟΥ JOYCE ΚΑΙ ΤΟ ΜΟΥΝΙ ΠΟΥ ΠΕΤΑΞΕ ΤΟ finnegans wake να πιω να πιω να πιω να πιω να πιω να πιω να πιω να πιω να πιω να πιω να πιω να πιω να πιω να πιω να πιω [Η Δεύτερη Ζωή του Dylan Thomas]

Φλοράλ. Παρασκευή. Ο Νέστωρ. Ο Στέργιος. Ο Θρασύβουλος. Κι εγώ. Ματηνπαναγία. Κι εγώ. Ο Ίκαρος. Και λέει ο Στέργιος. Πες που συστηνόμαστε & είναι στο πλάι τραπέζι κοπέλες & ακούνε να λέμε Ο Νέστωρ Ο Στέργιος Ο Θρασύβουλος Ο Ίκαρος. Γάμησέ τα. [Η Δεύτερη Ζωή του Ραμόν Μερκαντέρ]

Με τον Ωνάση/Άλλη θλάση/Alas/Τα είχε με την Κάλλας"/Κάλλιο με τον Ίκαρο/Κι ας τον λεγαν Καθίκαρο" [Η Δεύτερη Ζωή της JO"]

Φίλε Φέρε Φίλους Φάγε Φύγε [Η Δεύτερη Ζωή του Λεωνίδα (Σπάρτης & Ψησταριές Γωνία)]

Κάτι Τσογλαναραίοι Πατησιώτες Με Γουστάρουν. Κι εγώ Αυτούς. Το λέω, το Harmolypis Blues, αυτό το βιβλίο, αυτό μ' επηρέασε. Κι από κοντά, του Γιαννακό τα μίνιμαλ, του Δρόλια τ' αστροφύσια, και του Νιζίρ τα πλάνα [Η Δεύτερη Ζωή του Tom Waits]

Don't worthy, Be Happy!!!! [Το γαμήσαμε και ψόφησε πάλι απόψε, παπάρες, άχρηστα μαλάκια, άντε να σκίσουμε κάνα ροκά/μαλλιά/ανεπρόκοπο/μη χέσω/σκατά/κι/απόσκατα] (Η Δεύτερη Θανή του James Ellroy).

Καληνύχτα Σε Όσους Σκάσαμε Σαν Μια Ψυχολογία και Ατμόσφαιρα Στα Σοβαρά Γέλια Απόψε [Η Δεύτερη Ζωή του Ντίνου Ηλιόπουλου]

[Συνεχίζεται]

Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2009

Η ΑΝΑΣΤΟΧΑΣΤΙΚΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΕΑΝΝΑΣ ΜΑΡΤΙΝΟΥ





Η Αναστοχαστική Ζωγραφική της Ελεάννας Μαρτίνου


Η Ζωγραφική ανταμώνει την Ποίηση, και οι δυο μαζί χορεύουν στους λειμώνες τ’ ουρανού αλλά και στα σοκάκια της απελπισίας, και της ανάτασης μαζί, των σύγχρονων μεγαλουπόλεων.

Η Ελεάννα Μαρτίνου συνθέτει τα έργα της μέσα σ’ αυτή τη διαλεκτική απελπισίας/ανάτασης, αντιμετωπίζοντας τον ιστό της πόλης σαν πρόσωπο γεμάτο χρόνο και σημασίες, και το πρόσωπο σαν πλέγμα κατοικιών/δρόμων/αστικών τοπίων.

Άλλοτε με την πένα και το μελάνι και άλλοτε με ένα εκρηκτικό κοκτέιλ υλικών η Ελεάννα Μαρτίνου επιχειρεί να ανασυνθέσει τη Μνήμη, να επινοήσει τρόπους δεξίωσης της νοσταλγίας εκ μέρους του θεατή, καθώς και να φανταστεί τόπους από το μέλλον, ίσως απειλητικούς, πάντως πάντα παντοδύναμους στην ακατάσχετη ροή τους προς ένα σύμπαν πότε δομημένο και πότε διαλυμένο (ενίοτε και τα δύο συνάμα).

Ένα μισογκρεμισμένο κτίσμα της Κυπαρισσίας η ζωγράφος το αντιμετωπίζει με επαρκέστατη συναίσθηση του χρόνου που αποσυνθέτει την ύλη αλλά ανασυνθέτει τον στοχασμό πάνω στη ύλη, τον στοχασμό πάνω στη φθορά, τον στοχασμό πάνω στον αναπόδραστο χαμό, στην αναπόφευκτη απώλεια~ και μετά, μετατοπίζεται στο άγνωστο αλλού, ατενίζοντας μιαν άλλη δυνητική πραγματικότητα, επιχειρώντας στοχασμούς πάνω στο Μέλλον του Άλλου Αλλού, που σημαίνει επίσης επιχειρώντας στοχασμούς πάνω στο σήμερα και την φορά του, τη ροπή του, την κίνησή του.

Από ένα νυν που ωθείται ήδη προς ένα τότε, από το κτίσμα στην Κυπαρισσία που τείνει να οδηγηθεί σε ένα παρελθόν, η Ελεάννα Μαρτίνου οδηγείται (και μας οδηγεί) σε ένα αεί που όμως βυθίζεται μες στη χρονικότητα, είναι και αυτό θύμα της φθοράς, είναι ένα Μέλλον που θα έλεγες πως μοιάζει να πλάθεται και να ρημάζεται ταυτοχρόνως.
Σκαλωσιές που γίνονται πλέγματα/ιστοί/παγίδες, προσδοκίες που τσακίστηκαν από προδοσίες, η ουτοπία που μεταβάλλεται σε δυστοπία, μια επιστημονική φαντασία που σμικρύνει εφιαλτικά τον άνθρωπο, κάνει άμορφη τη μορφή του, τον αφήνει χωρίς υπόσταση ανάμεσα σε δοκούς/ αεροσκάφη/ εναέρια περάσματα/ μεταίχμια/ πολεοδομικές τερατογενέσεις. Και (είναι εκπληκτικό επίτευγμα της ζωγράφου) ακούς, ενόσω βλέπεις τους γιγαντοπίνακες της σειράς «Αόρατες Πόλεις», μια μουσική που είναι αρχέγονη, λες και προέρχεται από ωκεάνια βάθη ή από δυσθεώρητα ύψη, μια μουσική που φέρνει στο νου παγωμένες στέπες που αίφνης κατακλύστηκαν από φλεγόμενα δάση, μια μουσική που θυμίζει ένα τρελό χάος το οποίο πασχίζει, από μόνο του, να λάβει μορφή.
Τα χρώματα της Ελεάννας Μαρτίνου είναι νότες στην Παρτιτούρα του Ενδεχόμενου Επερχόμενου, μια παρτιτούρα που προειδοποιεί και μας καλεί, διαισθανόμενοι ένα μέλλον που είναι απειλή, να αναστοχαστούμε πάνω στο παρόν και να εντάξουμε σ’ αυτό στοιχεία από ένα παρελθόν που τείνουμε να λησμονήσουμε (και να χάσουμε) αμετάκλητα. Γι’ αυτό και η μετακίνηση από το σπίτι της Κυπαρισσίας στο αχανές των «Αόρατων Πόλεων», με ενδιάμεση φάση τα βαθιά ανθρώπινα πρόσωπα της σειράς «Rêverie du Pauvre», όπου το πρόσωπο γίνεται τοπίο, όπου το βλέμμα γίνεται ανάμνηση από το μέλλον, όπου οι ρυτίδες γίνονται κυματώσεις του χρόνου, προμηνύματα, διαισθήσεις.

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Πλατεία Παπαδιαμάντη, 10/10/09

Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2009

ΦΑΡΕΝάΙΤ



ΦΑΡΕΝάΙΤ 451

Βιβλία και Πολιτικοί, ΙI

Είναι πασίγνωστο πλέον ότι οι πολιτικοί δεν έχουν χρόνο για γράψιμο και διάβασμα, πλην των ελαχίστων εξαιρέσεων που επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Καμιά φορά, βέβαια, μάλλον ατυχούν οι εν λόγω εξαιρέσεις και προκαλούν σχόλια όχι και τόσο ευμενή, όπως συνέβη προσφάτως με τον πρώην πρόεδρο της Γαλλίας Βαλερί Ζισκάρ ντ’Εστέν και το (δεύτερο μετά το Πέρασμα) μυθιστόρημά του Ο Πρόεδρος και η Πριγκίπισσα, όπου πρωταγωνιστή μια «δυστυχισμένη πριγκίπισσα της Αγγλίας», ο νοών νοείτω, ένας Γάλλος πρόεδρος, ο επίσης νοών επίσης νοείτω, καθώς και μεγαλοφυείς, στο ύψος ενός Φλωμπέρ, ενός Προυστ, ενός Σταντάλ φράσεις όπως, «Της έπιασα το χέρι και όταν τη φίλησα τα δύο γκριζογάλανα μάτια στράφηκαν προς εμένα». Ας είναι.
Πρότεινα ήδη βιβλία σε κορυφαίες προσωπικότητες της πολιτικής σκηνής, φρονώντας ότι οι πάμπολλες υποχρεώσεις τους δεν τους αφήνουν χρόνο επαρκή για μια δέουσα, και τερπνή, επιλογή αναγνωσμάτων. Και συνεχίζω:
Για τον Γιώργο Καρατζαφέρη (ΛΑΟΣ): Joseph Roth, Το Εμβατήριο του Ραντέτσκυ (μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, εκδ. Άγρα). Ένα αριστούργημα. Ενδεχομένως να μην κάνει τον κόπο να το διαβάσει ο Πρόεδρος, αλλά δεν αντιστέκομαι στον πειρασμό να εγκωμιάσω αυτό το μυθιστόρημα, να το προπαγανδίσω, να χρησιμοποιήσω ως δόλωμα τη λέξη «εμβατήριο» του τίτλου ώστε να ανεβούν οι πωλήσεις. Ο Joseph Roth [Γιόζεφ Ροτ] γεννήθηκε το 1894 και έφυγε από τον όχι και τόσο μάταιο κόσμο το 1939, τη χρονιά που ο Raymond Chandler δωρίζει στην ανθρωπότητα τον Μεγάλο Ύπνο, το πρώτο του μυθιστόρημα. Ο Ροτ ανατέμνει την πτώση της Αυστρίας των Αψβούργων μέσα από τρεις γενιές μιας οικογενείας, τα μέλη της οποίας προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε ένα ετοιμόρροπο καθεστώς. Με το κύλισμα του χρόνου παρακολουθούμε την αλλοίωση στα ήθη και στα έθιμα και, συνάμα, την αναπόδραστη γήρανση του Φραγκίσκου Ιωσήφ και της αυτοκρατορίας του. Αναλλοίωτο μένει το εμβατήριο, χάνοντας όμως ολοένα και πιο πολύ το νόημά του, όπως και όλα τα άλλα. Κάτι τελειώνει, κάτι αναδύεται, η ατμόσφαιρα κατακλύζεται από αβεβαιότητα, ερωτηματικά, αινίγματα, διλήμματα. Όπως και σήμερα. Το παλιό πεθαίνει, το καινούργιο δεν έχει σχηματιστεί ακόμη.
Για τον Νίκο Χρυσόγελο (Οικολόγοι Πράσινοι): Gavin Pretor-Pinney, Οδηγός του Ανέμελου Παρατηρητή των Νεφών (μτφρ. Μαρία-Αριάδνη Αλαβάνου, εκδ. Κέδρος). Ένα εκπληκτικά πρωτότυπο βιβλίο για κάτι που κάθε στιγμή μεταμορφώνεται μπροστά μας, προσφέροντας λεπταίσθητα ή απειλητικά, κατευναστικά ή ανησυχαστικά, πάντως πάντα ποιητικά σχήματα και εφήμερα έργα τέχνης, ένα είδος αέναου potlatch (όπως έλεγαν οι Ινδιάνοι το δώρο), η ανιδιοτέλεια της ομορφιάς σε όλο της το μεγαλείο. Φύση και πάλι φύση, η οικολογία της ποίησης, η ποίηση της οικολογίας, τα «λαγωνικά του ουρανού» όπως αποκαλούσε τα ποιήματα ο Νίκος Καρούζος. Ο ευφυέστατος και αισθαντικότατος Γκάβιν Πρέτορ-Πίνεϊ προσφέρει στον αναγνώστη ένα πολυσέλιδο πεζοτράγουδο λυρικού επιστημονισμού σχετικά με τα νέφη, συνδυάζοντας, όπως έλεγε ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, το πάθος του επιστήμονα με την ακρίβεια του λογοτέχνη. «Τα σύννεφα είναι το πρόσωπο της ατμόσφαιρας» γράφει (σ. 390). Και: «Τα σύννεφα είναι οι μπαλαντέρ στις προγνώσεις της κλιματικής αλλαγής» (σ. 356), ενώ δεν λείπουν παραθέματα από τον ύψιστο βάρδο Σαίξπηρ (σ. 75, 155) και τον αναρχικό Χένρι Ντέιβιντ Θορό (σ. 127, 176). Αξίζει να σημειωθεί ότι ο συγγραφέας είναι ιδρυτής της Cloud Appreciation Society (βλ. www.cloudappretiationsociety.org) καθώς και του λίαν ενδιαφέροντος εντύπου «The Idler», όπου αναζητούνται ενδιαφέροντες εναλλακτικοί τρόποι ζωής και εργασίας.
Για τους Λοιπούς: Πολλοί οι Λοιποί. Άλλοι σοβαροί, άλλοι τραγελαφικοί. Ας τους προσφέρουμε, με όλη μας τη φιλία, μιαν ανθοδέσμη από τα βιβλία που απολαύσαμε προσφάτως.
Χάρης Βλαβιανός, Διακοπές στην πραγματικότητα (εκδ. Πατάκης), όπου ο ποιητής ανασυνθέτει την ποιητική του μυχιοθήκη, επιχειρεί επιτυχώς μιαν αναδρομή στην ποιητική του, και συντάσσει ένα πολύπτυχο μανιφέστο για τις μέλλουσες δραστηριότητές του. Είναι παρούσες, εκτός από την ποίηση, τόσο η μουσική όσο και η ζωγραφική, ενώ εμφανίζονται σπουδαίες μορφές της παγκόσμιας λογοτεχνίας (Κάφκα, Προυστ, Τολστόι, Πάστερνακ, κ.ά.). Στιχουργεί, ολίγον και ευπρόσδεκτα α λα Ε. Ε. Κάμινγκς, ο Βλαβιανός: «Όλες οι λέξεις/ που έχουμε ανταλλάξει μεταξύ μας χάθηκαν./ Ακόμη κι αν μπορούσαμε/ (με κάποιο τέχνασμα ποιητικό)/ να τις ανακτήσουμε, verbatim,/ δεν θα τις αναγνωρίζαμε πια.// Όμως η ουσία της συνομιλίας μας/ (ό,τι εσύ θα αποκαλούσες ‘μελωδία’)/ παρέμεινε (και παραμένει)/ σταθερή μες στα χρόνια» («Σχεδόν [δοκίμιο περί φιλίας/ Ε.Α.]»).
Τάσος Πορφύρης, Ανθολογία της Βροχής (εκδ. Τροπικός). Ποιήματα για τη βροχή. Από τον κόσμο όλο. Ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου και του Πολ Βερλαίν, του Μίλτου Σαχτούρη και του Πιεν Τσι-Λιν, του Στέφανου Ροζάνη και του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ. Γράφει ο Τίτος Πατρίκιος (1928): «Τούτη η βροχή καλή που θα ’ταν/ αν ήσουν τώρα σ’ ένα σπίτι…/ Μα εδώ τρυπάει τη σκηνή/ μουλιάζει τις κουβέρτες, τα ρούχα, τα βιβλία./ Και πώς θα κατορθώσεις να την αγαπάς/ χωρίς να συνηθίζεις;» Στο τόμο αυτό θα βρείτε, επίσης, ένα από τα πιο ερωτικά (κατ’ εμέ) ποιήματα που γράφτηκαν ποτέ. Ιδού: «Ο καθένας με την ομπρέλα του/ Όμως εγώ/ δεν μπορώ/ χωρίς/ τη βροχή σου», του αείμνηστου Μάριου Μαρκίδη (1940-2003).
Λεονάρντο ντα Βίντσι, Τα σημειωματάρια (μτφρ. Πάνος Τομαράς, εκδ. Μεταίχμιο). Θαυμάσια ευκαιρία να γνωρίσει κανείς κάποιες απ’ τις μαρμαρυγές της μεγαλοφυΐας του ντα Βίντσι που γεννήθηκε πριν από 490 χρόνια, στις 2 Μαϊου του 1519. Μεστή και κατατοπιστική η Εισαγωγή της Έμμα Ντίκενς, γόνιμες για τη σκέψη οι απόψεις του πολυπράγμονος Λεονάρντο («Εκείνος που δεν ξεπερνάει τον δάσκαλό του είναι κακός μαθητής», «Ο πόθος είναι αιτία δημιουργίας», «Όποιος παίρνει φάρμακα είναι απερίσκεπτος»), και ξεκαρδιστικό το ανέκδοτο στη σελίδα 233.
Ζήσιμος Λορεντζάτος, Collectanea (εκδ. Δόμος). 800 σελίδες σοφίας, λεπταισθησίας, καταβύθισης στην πλούσια ουσία του ανθρώπου. Ένα βιβλίο βαρύτιμο που μένει για πάντα στο πλάι μας, στο κομοδίνο και στο γραφείο, στον σάκο, παντού, πάντα με το μολύβι και το σημειωματάριο έτοιμα. Ο Ζήσιμος Λορεντζάτος (1915-2004) ταξιδεύει στη γνώση και την ποίηση, συστήνει τρόπους δεξίωσης έργων και προσωπικοτήτων, αποφαίνεται, μιλώντας για τον Ε. Ε. Κάμινγκς, «Υπάρχει ένας κόσμος που μονάχα η ποίηση τον ανακαλεί», και παραθέτει το αριστουργηματικό: «nobody, not even the rain, has such small hands» (σ. 212). Ιδού πόσο εύστοχα, και δίκαια, μιλάει/γράφει ο σημαντικός στοχαστής: «Η μεγαλύτερη δόξα του Μαρξ είναι τα λουλούδια που δε λείπουν ποτέ από τον τάφο του στο κοιμητήρι του Highgate, ότι δούλεψε χρόνια στη βιβλιοθήκη του Βρετανικού Μουσείου για να βοηθήσει τους αδύνατους». (σ. 700).
Άρωμα σελίδων, λοιπόν, για τους πολιτικούς. Αναγνώσματα που οξύνουν τη σκέψη και συνδυάζουν όπως λέγαμε παλιά το τερπνόν μετά του ωφελίμου.

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης

Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2009

ΗΜΟΣΙΟΝ ΠΙΚΤΣΙΟΥΡΣ


[Νέα Στήλη: Ημόσιον Πίκτσιουρς, καταπώς λέμε Άδωξη Μπάστερδοι ή, άλλωστε, Ωρντινάρη Πήπωλ. Ο Γιάννης Παπασπύρου, με όχημα το σελιλόιντ, κάνει διάλειμμα από τις άλλες συγγραφικές του δραστηριότητες, και μας ξεναγεί σε σκοτεινά, αλλά και φωτεινά, τοπία, ως Νέος Στάλκερ].

Emotion Pictures
Η τσουκνίδα του Αντίχριστου
Μια σύντομη ανάγνωση της τελευταίας ταινίας του Λαρς Φον Τρίερ

Ο Τρίερ δηλώνει στον πρόλογο ότι θέλει ν’ ανέβει στην τραμπάλα δύο άχρονων ουσιών: του σεξ και του θανάτου. Όποιος θέλει μπαίνει και παίζει, η πρόσκληση είναι ανοιχτή. Ο ίδιος πέφτει με τα μούτρα πασχίζοντας να ξηλώσει τους φόβους του ώστε να μείνουν όρθια μόνο τα σύμβολα της διαχείρισής των.
Φεύγοντας απ’ την αίθουσα, δύο σεκάνς μου έμειναν στο μυαλό. Εκείνος, ως θεράπων, να την παίρνει απ’ το χέρι πείθοντας την να πεζοπορήσει ένα ευθύγραμμο τμήμα στο συμβολικό προαύλιο των εμμονών τους (απ’ τη μία εμμονή έως την άλλη) και η σεκάνς της στριφογυριστής – σαν ερωτοχτυπημένης έφηβης – ομολογίας της ότι γιατρεύτηκε, ως κοινωνός (για την ακρίβεια υπονοούσε ότι εκείνος την γιάτρεψε), δανείζοντάς του ακαριαία την αναπηρία της. Και στα δύο αυτά στιγμιότυπα οι ήρωες ασθενούν ταυτόχρονα αλλά όχι αμοιβαία.
Στον πρόλογο το παιδί δεν καλωσορίζει αλλά κυριολεκτικά γκρεμίζει τους Τρεις Επαίτες: τον Πόνο, τη Θλίψη και την Απόγνωση. Ο καθηλωτικός του (κινηματογραφικά) θάνατος δεν αποτελεί συντελεστή ανισορροπίας αλλά μια φυσική σταθερά ίση με αυτή που εμφανίζεται σε φυσικομαθηματικές εξισώσεις ως h, G, ή k και είναι ο παράγοντας που ουρανοκατέβηκε για να εξισώσει τα δύο μέρη: την ενοχή με τη Φύση.
Στο δεύτερο μέρος, εκεί όπου όταν εμφανίζεται το Χρέος και η Ευθύνη χάνεται ο έλεγχος και τούμπαλιν, η εξίσωση-ταυτότητα που πυροδότησε η σταθερά του θανάτου υπερβαίνει την παντομίμα των ηρώων. Ο Τρίερ εστιάζει στη δεύτερη. Ο άντρας εξ’ αρχής επιδιώκει να μαγνητίσει τη θλίψη (κυρίως τη δική της) σε μια ζώνη αντιβαρύτητας όπου ο πόνος δεν θα ενεργοποιεί τους μακρόσυρτους μηχανισμούς αυτοΐασής του, μα θα εκκρεμεί αντ’ αυτού παγωμένος σε μια προσπάθεια «να αντιμετωπιστεί» - οπότε και προπάντων να ονομαστεί. Απ’ τους πρώτους διαλόγους της ταινίας οι διπλές όψεις των λεγομένων πολλαπλασιάζονται υποδερμικά. Η μόλυνση αυτή μεταγγίζεται και εδώ εντοπίζεται η θέση του Τρίερ για το θηλυκό. Η θεωρητικοποίηση του πόνου δεν της αρκεί, εκσφενδονίζει την ευθύνη απέναντι και ντύνεται έναν αλαφιασμένο, σχεδόν παραβατικό για τη σχέση του διπόλου, μανδύα.
Έπειτα, ο Λαρς φον Τρίερ σβήνει το πορτατίφ, το ζευγάρι ξυπνάει μέσα σ’ ένα όνειρο και ο θεατής με τη σειρά του σ’ ένα όνειρο μέσα σε μια ταινία όπου η Φύση τοποθετείται στο ράφι των ηδονοβλεψιών. Ο Τρίερ οριοθετεί το χώρο της συνάντησής τους και οι ήρωες πατάνε ξυπόλυτοι σε τόπο ξένο: Ο μεν στον κήπο του Κακού του θηλυκού και η δε στον κήπο των δισταγμών του αρσενικού. Παραπληρωματικά, οι Τρεις Επαίτες επιστρέφουν ως τρία ζώα (ελάφι, κοράκι, αλεπού). Ο Πόνος (αλεπού) αναφωνεί σε ένα ποιητικό – όσο και διδακτικό – slow motion «το Χάος βασιλεύει» και η στοιχειοθέτηση της αξιολογικής πυραμίδας των φόβων (θεραπευτική τεχνική και μανία του αρσενικού) επαναλαμβάνεται πια ως αγωνιώδης αναρρίχηση στην πυραμίδα της επιβίωσης. Στην κορυφή και των δύο ο Τρίερ τοποθετεί το δεύτερο ενικό πρόσωπο. Ο Ουρανός, στον κήπο της Εδέμ, δεν εμφανίζεται ποτέ.
Στο θέατρο των μονομαχιών λύση είναι ο θάνατος. Ο Τρίερ ταλάντωσε μια χορδή της οποίας η κυματομορφή δεν εξαντλείται στο πανί και στον Αντίχριστο, δυστυχώς, το υπονοούμενο σοκάρει λιγότερο από την πρόκληση. Ο δημιουργός σε παίρνει απ’ το χέρι για να σε διασχίσει, μαζί με σένα, εισβάλλοντας στο σύμπαν των βιβλικών διδαχών, εκεί όπου η τσουκνίδα χρησίμευε ως γιατρικό. Σποραδικά αγγίζει το όνειρο κάθε σκηνοθέτη: να μεταλλάξει τον κινηματογράφο σε όνειρο.

http://en.wikipedia.org/wiki/Lars_von_Trier

Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2009

Σελίδες Και Σιγαρέτα, ΙΙ


Fahrenheit

ΦΑΡΕΝάΙΤ 451

Από τον Γιώργο-Ίκαρο Μπαμπασάκη

[Βιβλιοθήκη/Ελευθεροτυπία, 01/10/09]

Σελίδες και Σιγαρέτα, II

Από το Ελ Αλαμέιν στο Έλα Αλλά Μείνε. Με άλλα λόγια, αυτά του Ludwig Wittgenstein, 120 έτη μετά τη γέννησή του στα 1889: «Από κει που είμαστε πρέπει να πάμε εκεί όπου βρίσκεται η απόφαση» (βλέπε τον θαυμάσιο, μπορχεσιανό λαβύρινθο του έργου Φιλοσοφικές Παρατηρήσεις, μτφρ. Κωστής Μ. Κωβαίος, εκδ. Γνώση, σ. 137). Που σημαίνει: δίνουμε τις μάχες για να φτάσουμε σε κάτι σταθερό, για να μείνουμε σε κάποιο έδαφος κατακτημένο, για να φτάσουμε σε ένα κατοικείν, να υπερβούμε μιαν ανεστιότητα, και όχι μονάχα στον χώρο αλλά και στον χρόνο, καθώς επίσης και στην ψυχική/πνευματική μας σφαίρα.
Αν την καλοεξετάσεις, και στην καλύτερη περίπτωση, η μορφολογία του εδάφους μας αποτελείται από συνήθως καλοδιαλεγμένες συνήθειες που συμβάλλουν στο να ζούμε αξιοπρεπώς την καθημερινότητά μας, να συνάπτουμε σχέσεις, να συναντιόμαστε με τους ομοίους μας. Για πολλούς από εμάς τα σιγαρέτα, τα βιβλία, οι μουσικές, και οι ταινίες ήσαν οι συνήθειές μας, και σε μεγάλο βαθμό παραμένουν, η δε Σύμπτωση έρχεται ενίοτε να μας δώσει ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη, να μας συγχαρεί για τις συνήθειές μας. Φέρ’ ειπείν, σχεδόν ταυτόχρονα με την εκκίνηση της Αντικαπνιστικής Εκστρατείας έμελλε, συμπτωματικώς, κάποιοι από μας, μανιακοί λάτρεις του σιγαρέτου, να εμπλακούμε σε εκδοτικές δραστηριότητες που είχαν σχέση ακριβώς με το… σιγαρέτο. Συμμετείχαμε στην επανέκδοση του πονήματος Τα Τσιγάρα είναι Θεσπέσια του Richard Klein (εκδ. Οξύ), καθώς και στο συλλογικό έργο Ιστορίες Καπνού (εκδ. Μίνωας).
Στις Ιστορίες Καπνού συνθέτουν μπλουζ για τα σιγαρέτα δώδεκα απόστολοι της ελληνικής λογοτεχνίας (ανάμεσά τους οι: Αλεξάκης, Νικολαΐδου, Νόλλας, Έρση Σωτηροπούλου, Ταμβακάκης, Χωμενίδης), ενώ εικονογραφεί, πανέμορφα, ο Στάθης. Παραθέτω από τη «Σοφία» του Αλεξάκη: «Προχωρώντας προς το σπίτι συνειδητοποίησα ότι δεν είχα μόνο εγώ ανάγκη να καπνίσω. Την ίδια ανάγκη είχαν και τα χέρια μου. Παρατήρησα ότι έψαχνα μανιωδώς τις τσέπες μου. Ευτυχώς, δεν είχα πάρει τα τσιγάρα μαζί μου. Δεν είχα ούτε σπίρτα. Κατάλαβα αίφνης ότι κόβοντας το κάπνισμα θα έχανα μοιραία και τη συνήθεια να ανάβω σπίρτα. Μου άρεσε να τα ανάβω, ιδιαίτερα όταν ξυπνούσα τη νύχτα για να καπνίσω και φώτιζαν για μερικά δευτερόλεπτα το σκοτεινό δωμάτιο. Οι άνθρωποι που δεν καπνίζουν δεν ξέρουν πώς φαίνεται ο χώρος στον οποίο ζουν υπό το φευγαλέο φως ενός σπίρτου. Μοιάζει να ανήκει στο παρελθόν. Το σπίρτο που ανάβεις τη νύχτα φωτίζει μια γωνιά της μνήμης σου, σου θυμίζει πού ζούσες άλλοτε, σου δείχνει ένα χώρο που δεν κατοικείται πια».
Το βιβλίο του Klein είναι το αντίστοιχο του Περί Μέθης του Κωστή Παπαγιώργη (εκδ. Καστανιώτης) στο σύμπαν του ταμπάκου. Ο καθηγητής Klein, αρειμάνιος καπνιστής, αποφασίζει να κόψει το τσιγάρο υιοθετώντας τη λίαν αποτελεσματική μέθοδο να πλέξει, ακριβώς, ένα πολυσέλιδο εγκώμιο του σιγαρέτου, να το υπερβεί διά του εκθειασμού (έλεγε ο Henry Miller, «Κάθε μυθιστόρημα είναι ο τάφος ενός έρωτος»). Στήνοντας αυτό το εξαίσιο χάρτινο αρχιτεκτόνημα-αίνος υπέρ του σιγαρέτου, ο Klein ενταφιάζει το χούι του να καπνίζει. Αποχαιρετά, αλλά με αγάπη, με πάθος, με στυλ.

Με κάτι τέτοια τεχνάσματα κόβεις το τσιγάρο. Δίνεις τη μάχη στο Ελ Αλαμέιν και φτάνεις στο Έλα Αλλά Μείνε, ναι, μείνε στο κατοικείν εκτός της νικοτίνης. Και θυμάσαι τα λόγια του Winston Churchill για κείνη τη μάχη, για κάθε μάχη: «Αυτό δεν είναι το τέλος, ούτε καν η αρχή του τέλους, όμως είναι, ίσως, το τέλος της αρχής».

Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2009

ΛΑΓΙΟΣ

http://belleviefacile.blogspot.com/2008/10/blog-post_05.html