Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2009

ΚΑΝΑΛΙ ΕΝΑ/ ΠΟΙΗΣΗ


Radio_170909

Η Ποίηση Ξέρει Να Δίνει Απαντήσεις

Γιατί άραγε μόλις κάνα εικοσαήμερο πριν από τις εκλογές πέφτω με τα μούτρα και διαβάζω με πάθος περίσσιο το On the Road του Jack Kerouac, στην πρώτη του γραφή, τη θρυλική πάνω στο μήκους 45 μέτρων ρολό χαρτί, το περίφημο scroll που εκδόθηκε μόλις πριν από δύο χρόνια, ενώ οι στεντόρειες υποσχέσεις των πολιτικών πασών των αποχρώσεων φτάνουν σαν απόμακροι, αλαργινοί, αδιάφοροι ψίθυροι στα μελαγχολικά φθινοπωρινά μου ώτα;

Γιατί σήμερα, 17 Σεπτεμβρίου του 2009, κάθομαι απ’ το πρωί και συλλογίζομαι τον βίο και τον μόχθο του μεγάλου συγγραφέα και ποιητή Raymond Carver, τις απανωτές χρεοκοπίες του, το πόσο δύσκολα μα και αγέρωχα τα έβγαζε πέρα, για να μας αφήσει το έργο του, αυτό το «πιο καλοκρυμμένο μυστικό της αμερικανικής λογοτεχνίας»;

Άραγε γιατί μου τριβελίζει το μυαλό ο Charles Bukowski και τα δεκαπέντε χρόνια από τότε που πήγε με τους πολλούς, και αναρωτιέμαι ποιος να γράφει σήμερα σαν κι αυτόν, κοπανώντας με μανία τα δάχτυλα στα πλήκτρα της γραφομηχανής ώσπου να ματώσουν, ενώ δεν παύει να γελάει, να σαρκάζει, να βουρκώνει, να γεμίζει και ν’ αδειάζει το ποτήρι του στο τραπέζι μιας φτωχικής κουζίνας, ακούγοντας Ιωάννη Σεβαστιανό Μπαχ;

Γιατί να νιώθω, μέσα μου βαθιά, όχι τόσο με το μυαλό όσο με την καρδιά, ότι τις απαντήσεις πιότερο και αγριότερα, αν θέλετε, η Ποίηση της δίνει, το περήφανο πέτσινο μπουφάν του αλανιάρη των μεγαλουπόλεων ποιητή, και όχι του πολιτικού ο λαιμοδέτης/γλωσσοδέτης, η λιμουζίνα της συμφοράς, τα αλλεπάλληλα και υπάλληλα «Θα» και «Να» και «Όταν» που αν γρήγορα τ’ ακούσεις και τα πεις λίγο φέρνουν (προσέξτε Θα και Να και Όταν) ηχητικά, αλλά και αλλιώς, με το Θάνατο.

Ας ακούσουμε μαζί έναν ποιητή, σας παρακαλώ, φίλες και φίλοι. Είναι γεννημένος στα 1919, ήτοι είναι εννέα δεκαετιών, σοφός και πιτσιρικάς, δροσάτος, κι όχι μουχλιασμένος όπως κάτι νεαροί. Ο θρυλικός Lawrence Ferlinghetti, ο ιδρυτής του επίσης θρυλικού οίκου City Lights Books, ενενήντα ετών, κυρίες και κύριοι, γράφει:

Η ΓΑΤΑ: «Η γάτα/ γλείφει το πόδι της και/ την αράζει/ στη γωνίτσα της βιβλιοθήκης/ Μπορεί να κάθεται σε/ στάση σφίγγας/ έτσι ακίνητη με/ τις ώρες/ μέχρι να στρίψει κάποτε το κεφάλι της/ προς τη μεριά μου,/ να σηκωθεί, να τεντωθεί/ να μου γυρίσει την πλάτη και/ να αρχίσει να γλείφει το πόδι της ξανά σαν/ να μην ήταν πραγματικός ο χρόνος που πέρασε/ Και δεν ήταν/ κι αυτή είναι η σφίγγα με/ όλο το χρόνο στη διάθεσή της/ στην έρημο του χρόνου της/ Η γάτα/ ξέρει πού πεθαίνουν οι μύγες/ βλέπει φαντάσματα στους κόκκους του αέρα/ και στις αχτίδες του ήλιου σκιές/ Ακούει/ τη μουσική απ’ τις ουράνιες σφαίρες,/ το βουητό στα καλώδια των σπιτιών/ και το βουητό του σύμπαντος/ στο διάστημα ανάμεσα στ’ αστέρια/ αλλά/ προτιμάει σπιτίσιες γωνιές/ και του καλοριφέρ το βουητό» (από τον τόμο «Αυτά είναι τα Ποτάμια μου», μτφρ. Χρήστος Τσιάμης, εκδ. Καστανιώτης).

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Πλατεία Παπαδιαμάντη, 17/09/09

1 σχόλιο:

Alexis είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.