Συνολικές προβολές σελίδας

Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2010

ΙΝΤΕΡΒΙΟΥ [στον Λάμπρο Σκουζάκη]




Στο αίθριο του Πανδοχείου. Γιώργος – Ίκαρος Μπαμπασάκης

Αγαπημένοι σας διαχρονικοί και σύγχρονοι συγγραφείς.
Όμηρος, William Shakespeare, Hegel, Guy Debord, Vladimir Nabokov, Raymond Chandler, James Ellroy, Charles Bukowski, Jack Kerouac, William S. Burroughs, Νίκος Καρούζος. Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης. Και, πάντα, Borges & Bernhardt.

Αγαπημένα σας διαχρονικά και σύγχρονα βιβλία.
Ιλιάδα, Άμλετ, Η Φαινομενολογία του Πνεύματος, Η Κοινωνία του Θεάματος, Ο Μεγάλος Αποχαιρετισμός,

Αγαπημένα σας διηγήματα.
Ένα λάμπει μες στις δεκαετίες (και το ζηλεύω): The Lost Decade, του Francis Scott Fitzgerald.

Σας έχει γοητεύσει κάποιος σύγχρονος νέος έλληνας λογοτέχνης;
Βεβαίως: ο Κώστας Μαυρουδής, ο Γιάννης Ευσταθιάδης, και ο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος (για τον συνδυασμό λεπταισθησίας, νοημοσύνης, επινοητικότητας, ευαισθησίας). Και ποτέ δεν θα λησμονήσω τα όσα οφείλω στον Ηλία Λάγιο και στον Χρήστο Βακαλόπουλο.

Αγαπημένος ή/και ζηλευτός λογοτεχνικός χαρακτήρας;

Ο Dean Moriarty από το On the Road του Kerouac.

Σας ακολούθησε ποτέ κανένας από τους ήρωες των βιβλίων σας; Μαθαίνετε τα νέα τους;
Ναι. Αλλά δεν κάνει να πω τα μυστικά τους.

Έχετε γράψει σε τόπους εκτός του γραφείου σας/σπιτιού σας;
Συχνότατα. Σε μπαρ και σε καφενεία.

Ποιος είναι ο προσφιλέστερός σας τρόπος συγγραφής; Πώς και πού παγιδεύετε τις ιδέες σας;
Όταν βαδίζω, έρχονται οι μνήμες και οι ιδέες. Πασχίζω να μην τις χάσω, ενώ συνάμα χαμογελάω, ξέροντας ότι θα τις χάσω.

Επιλέγετε συγκεκριμένη μουσική κατά την γραφή ή την ανάγνωση; Γενικότερες μουσικές προτιμήσεις;
Πάντοτε ακούω jazz ή/και κλασική, όταν γράφω. Η μουσική είναι η ζωή μου, όλο το εικοσιτετράωρό μου. Miles Davis, John Coltrane, Chet Baker, αλλά και Bob Dylan, Nick Cave, Μάνος Χατζιδάκις.

Μια μικρή παρουσίαση/εισαγωγή στο κάθε σας βιβλίο χωριστά [ή για όσα κρίνετε]. Είτε σε μορφή επιγραμματικής παρουσίασης, είτε γράφοντας για το πότε, πώς, υπό ποιες συνθήκες και ποιους πόθους συνεγράφησαν. Τυγχάνει κάποιο περισσότερο αγαπημένο των άλλων;
Τρία τα αγαπημένα μου, και ας μιλήσω γι’ αυτά μονάχα. Το «Ω!» (σε συνεργασία με τον Πάρι Κούτσικο), ένα βαθιά ελληνικό γουέστερν ποίημα, όπου ο Έρως εκθειάζεται, απολύει την δυστυχία, αποθεώνει την συνωμοτικότητα της Συμμορίας των Δύο (που είναι, κατ’ εμέ, η απόλυτη ερωτική περιπέτεια). Το μυθιστόρημα «Aurevoir», για το σκίρτημα του πρώτου έρωτα, για την Πατησίων, γιατί μπόρεσα να κάνω λέξεις τις μνήμες και πέτυχα να συνθέσω ένα πολυσέλιδο blues. Και ο «Μάης του 68», πάλι παρέα με τον Πάρι Κούτσικο.

Θα μας συνοδεύσετε ως την θύρα του τελευταίου σας βιβλίου;
Είμαι στη γειτονιά του Debord, στο Παρίσι, στα σοκάκια της Αριστερής Όχθης, ανοίγω την θύρα του βιβλίου «Μάης του 68».

Τι διαβάζετε αυτό τον καιρό;
Την «Ιλιάδα» όπως μας την πρόσφερε ο Μαρωνίτης. Και μια πολυσέλιδη βιογραφία του John Cassavetes.

Τι γράφετε τώρα;
Λιτά ποιήματα. Και μια Πολύτομη Επιστολή στη Γυναίκα Μου.

Ασχολείστε επισταμένα τόσο με την μετάφραση όσο και την κριτική λογοτεχνίας. Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Σας κλέβουν συγγραφικό χρόνο ή εξαργυρώνονται με κάποιο τρόπο;
Όταν καταπιάνεσαι μ’ αυτά τα πράγματα, ένας τρόπος υπάρχει: η πολύωρη, σχεδόν ακόπαστη, δουλειά. Η εργασία. Η προσήλωση. Κι αυτό είναι ήδη «εξαργύρωση».

Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2010

Του Αγίου Μότσαρτ




Σουρεάλα κατά το Μαντουβάλα και Χάσαμε την Μπάλα!


[Σπέσιαλ Αφιερωμένο στον Φώτη "Πέρι Μέισον" Μπατς]


Να ακούμε τους μεγαλυτέρους μας. Να μεγαλώνουμε την ακοή μας. Και, βεβαίως, να σεβόμαστε τους σοφούς, ανεξαρτήτως εάν είναι μεγαλύτεροι ή μικρότεροί μας ηλικιακώς. Στην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις, φέρεται ότι απεφάνθη ο Μέγας Πειραιώτης, καλλιτέχνης και άνθρωπος Γιάννης Τσαρούχης. Ο δε Τζιμάκος ο Πανούσης, πριν αποφασίσει να επαναλαμβάνει τις επαναλήψεις του επαναλαμβανόμενου επαναληπτικού εαυτού του είχε βροντοφωνάξει: «Ελλάδα, η χώρα του Υπαρκτού Σουρεαλισμού».
Και ήδη, ιδού μία παράνοια και παρανόηση: στην Ελλάδα ο «σουρεαλισμός» και τα παράγωγα επίθετα «σουρεαλιστικός», «σουρεαλιστική», «σουρεαλιστικό», ακόμη, ήτοι κοντά εννιά δεκαετίες μετά την ίδρυση του Σουρεαλιστικού ή, πιο ορθά Υπερρεαλιστικού, Κινήματος από τον Ανδρέα Μπρετόν και την παρέα του, ακόμη λοιπόν, θεωρούνται συνώνυμα με το παράλογος/τρελός/αλλόκοτος/εξωφρενικός, και πάει λέγοντας.
Ό,τι δηλώσεις είσαι, λοιπόν, στην Ελλάδα τη χώρα του παραλόγου, όπου αν δεν έχεις μάθει, μέσω πείρας και ταλέντου, να κάνεις σλάλομ στα στερεότυπα κινδυνεύεις να βρεθείς καρφωμένος σε κάποιον σταυρό φαινομενικότητας και ανοησίας~ όπου αν δεν έχεις την υπομονή και την επιμονή να επανέρχεσαι σε ορισμένα θέματα που θεωρούσες ήδη λυμένα κινδυνεύεις να τα δεις, τα θέματα, να περιπλέκονται εφιαλτικά ή να ναυαγούν στη λίμνη της λήθης όπου ήδη τα έχουν σύρει κάποιοι άσχετοι καλοθελητές~ όπου αν δεν φροντίσεις το πνεύμα της άμυνάς σου (καθώς έλεγε ο μακαρίτης φίλος μας ποιητής Τάσος Δενέγρης) και την άμυνα του πνεύματός σου, θα βρεθείς να απολογείσαι για πράγματα που δεν έκανες, θα βρεθείς να εξηγείσαι για κάτι που δεν είσαι, θα βρεθείς να πληρώνεις για παραπτώματα στα οποία δεν υπέπεσες.
Φέρ’ ειπείν, προ ημερών νεαρός τις, ολίγον τι αυθάδης, διεκήρυξε δημοσίως ότι ο Διονύσης Σαββόπουλος είναι νεκρός, παρουσία μάλιστα του Νιόνιου, στην Παλαιά Βουλή. Η Σώτη Τριανταφύλλου, ως συντονίστρια (καθήκον, και δη σοβαρό και υπεύθυνο είναι) του αφαίρεσε το λόγο, δηλαδή τη μάταιη και χαζή δυνατότητα να πει και να ξαναπεί το παράλογο «Ο Σαββόπουλος είναι νεκρός». Οπότε, παραλόγως, πολλοί, λίαν παράλογοι, αποφάνθηκαν ότι η Σώτη είναι κάτι μεταξύ Χίτλερ, Στάλιν, Αμίν Νταντα, και Baby Doc – για όσους ενθυμούνται.
Λέτε να πρέπει να καθίσουμε στα θρανία και πάλι, και να ξαναπιάσουμε την Αγωγή του Πολίτου ή τη Λογική του Παπανούτσου ξανά;
Ή λέτε όλα να εξηγούνται, αν και δεν φαίνεται τόσο πρόδηλο, από το γεγονός ότι, ας πούμε, σήμερα είναι του Αγίου Mozart και δεν δείχνουν πολλοί να το θυμούνται και να το τιμούν – 27 Ιανουαρίου γεννήθηκε ο Άγιος της Μουσικής, το 1756, και έφυγε, το σαρκίον του, στις 5 Δεκεμβρίου του 1791. Ή από το άλλο, εφιαλτικό κατ’ εμέ, γεγονός να μην υπάρχει ούτε ένα κατάστημα δίσκων αμιγώς κλασικής μουσικής σε ολόκληρη τη συμπρωτεύουσα, τη Νύφη του Θερμαϊκού, τη Θεσσαλονίκη!

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Πλατεία Παπαδιαμάντη, 27/01/10

Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2010

ΨΗΦΙΑΚΗ ΑΘΑΝΑΣΙΑ




[Σήμερα, 26/01/10, στο Κανάλι 1, 90,4 FM και www.kanaliena.gr, στις 12 παρά 10, κατά τα ειωθότα, το παρακάτωθι Ραδιοχρονογράφημα]

Ψηφιακή Αθανασία

Στον Σ/χη Φ.Ξ. Σαντορίνη

Είναι πασίγνωστη πια η ρήση του Andy Warhol ότι στον καθένα ανήκει ένα δεκαπεντάλεπτο δημοσιότητας. Και μονάχα οι απολύτως πεπλανημένοι ή η εντελώς ανεγκέφαλοι δεν αντιλαμβάνονται ότι ζούμε σε ένα κοινωνικό σύστημα όπου ό,τι υπήρχε ως βίωμα έχει γίνει αναπαράσταση. Με άλλα λόγια, ας πούμε φιλοσοφικά, από τον υποβιβασμό του είναι σε έχειν, για τον οποίο μιλούσε ο Marx, περάσαμε/διολισθήσαμε στον εκπεσμό του έχειν σε φαίνεσθαι. Και πού ’σαι ακόμα! Ίσως το επόμενο εφιαλτικό στάδιο να είναι η κατρακύλα του φαίνεσθαι σε ένα απολύτως μη-υπάρχειν, και το ακόμα πιο επόμενο η αφαίρεση του επιθέτου «εφιαλτικό». Δηλαδή, μια ανυπαρξία που ούτε καν τη βιώνεις ως εφιαλτική. Μια ευδαίμων, που λέει ο λόγος, εκμηδένιση. Κάποιοι, ήδη από τη δεκαετία του 1980, μιλούσαν για «χρυσωμένα τίποτα».
Οι πάντες, ή σχεδόν οι πάντες, άλλο δεν κάνουν από το να πασχίζουν να φανούν. Να πουν δημοσίως κατιτίς. Να ξεσπάσουν αλλά μπαίνοντας σε όλα τα σπίτια: διά της τηλεοράσεως, παλαιότερα, μέσω της ψηφιακής τεχνολογίας, σήμερα. Η καθεμία και ο καθένας θέλουν/λαχταρούν/καίγονται να «αποκαλύψουν» (εντός εισαγωγικών, διότι who cares;) τι τους αρέσει και τι όχι, ποια ήταν η πιο πρόσφατη συγκλονιστική, ή και όχι, εμπειρία τους, πόσο «αγαπάνε» (και πάλι εντός εισαγωγικών, ευνόητοι οι λόγοι, ή όχι πια;) ένα ψηφιακό ζωάκι ή μια ηλεκτροκίνητη αγκινάρα, πότε θα αγοράσουν μια καινούργια ηλεκτρονική φριτέζα/τηλεόραση, πόσο ελάχιστη φαντασία έχουν (διότι δεν σου λένε καν ένα, «Κάθε βράδυ με επισκέπτεται ο Elvis στο loft μου, κάθεται στην μπερζέρα μου, πίνει ένα αψέντι, και μου δίνει συμβουλές για την επόμενη ημέρα»). Οι πάντες, ή σχεδόν οι πάντες, επιδίδονται, ή ψοφάνε (κυριολεκτικώς: ψόφος = θόρυβος/κρότος/πάταγος), κάνουνε σαματά, για να κερδίσουν το δεκαπεντάλεπτο δημοσιότητας που τους αντιστοιχεί, για να κερδίσουν το δικαίωμα σε ένα στριπτίζ της πεντάρας μέσω της ψηφιακής τεχνολογίας, το δικαίωμα σε έναν δημόσιο εξευτελισμό που περνιέται για δημόσια καταξίωση και αποθέωση. Εδώ το «δημόσιος» μπορεί να έχει το μέγεθος μικροσκοπικής γειτονιάς ή μισού ορόφου συνοικιακής πολυκατοικίας.
Αλλά μπορεί να την πατήσεις – και να μη σε νοιάζει κιόλας. Μπρος στην (ψηφιακή) δημοσιότητα τι ’ν’ ο πόνος! Ένας, ονόματι Craig Lynch, δραπέτης απ’ τις φυλακές, κυριευμένος από τη μανία της δημοσιότητας, άνοιξε λογαριασμό στο Facebook (ελληνιστί: Φατσοκιτάπι, ή Βιβλίον Όψεως) και έσπαγε πλάκα με τους διώκτες του. Νόμιζε ότι είναι ο Φαντομάς της Διαδικτυακής Εποχής, ο Αρσέν Λουπέν του Καιρού των Καμερών, ο Πεταλούδας του Ψηφιακού Χωριού, όπως θα ’λεγε κι ο
Marshall Mcluhan. Φυσικά, συνελήφθη, αλληλούια.
Το θέμα είναι πελώριο και ευτράπελο συνάμα. Τραγικό όσο και γελοίο. Θα επανέλθω. Ξανά και ξανά. Ας κλείσω με μια ζουμερό παράγραφο από το μυθιστόρημα Crime του σημαντικού συγγραφέα Irvine Wells, που μεταφράζει δυναμικά ο Γιάννης Παπασπύρου: «Οι δολοφόνοι ήταν οι μεγαλύτερες ντίβες~ με την προδιάθεση αλά Ρασκόλνικοφ ενισχυμένη τώρα με την πρόσβαση στην τεχνολογία ψηφιακής εγγραφής συν την παγκόσμια αυτή κουλτούρα εξομολόγησης. Ο εγκληματίας, ο καλλιτέχνης, ο πολίτης, άπαντες, έχουν μπει στη λούμπα της καταγραφής των άθλων τους, να πάρουν κι αυτοί ένα κομμάτι ψηφιακής αθανασίας».

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Πλατεία Παπαδιαμάντη, 26/01/2010

Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2010

ΨΙΧΟΥΛΑ


Radio_250110

Πόσο κάνεις, στο στόμιο της κάνης;

Όχι πια «πόσο κάνει;» αλλά «πόσο κάνεις;» Ναι, πόσο κάνεις στο στόμιο της κάνης; Πόσο πιάνεις; Τι κοστίζεις; Πόσο μπορεί να σ’ αγοράσει κανείς; Να σ’ αγοράσει και να σε ξεκάνει με μια κάνη;
Ας αφήσουμε τα ονόματα στην άκρη. Όποιος θέλει, τα βρίσκει, ονόματα, τίτλους, διευθύνσεις, τα πάντα, στις εφημερίδες. Στον Θαυμαστό Κόσμο της Αφηνιασμένης Τηλεόρασης και των εντύπων που τηλεοπτικοποιούνται ολοένα και πιο περισσότερο. Ναι, ας αφήσουμε τα ονόματα. Ας πάμε καρφί στην ιστορία, στο στόρι.
Το στόρι: άφωνη, τρόπος του λέγειν, η Κύπρος πληροφορείται τη δολοφονία εκδότη και καναλάρχη. Το μυστήριο που συγκλονίζει τον κόσμο δεν αργεί να εξιχνιαστεί: μία τηλεπαρουσιάστρια, ευειδής μα όχι ευφυής, τίγκα στη φιλοδοξία προφανώς και φορτωμένη με μιαν απόρριψη, συνεννοείται με τον αδελφό της, το αίμα της (που λέμε), και αποφασίζει να χυθεί αίμα. Προσλαμβάνουν, λοιπόν, τρωγοπίνοντας σε κάποιο εστιατόριο, καθώς μας πληροφορούν οι αρθρογράφοι που καταπιάστηκαν με την υπόθεση, δύο παλικάρια αδίστακτα. Τους εξουσιοδοτούν να βγάλουν από τη μέση τον εκδοτοκαναλάρχη. Πατ κιουτ!
Αποστολή εξετελέσθη. Καναλάρχης καπούτ. Δεν εξετίμησε δεόντως τα προσόντα της τηλεπαρουσιάστριας, ή τα εξετίμησε και κατόπιν διανοήθηκε να εκτιμήσει ακόμα πιο δεόντως τα προσόντα μιας άλλης, πιο προικισμένης και προσοντούχου τηλετέτοιας. Ποιος ξέρει; Μίλησε το χρήμα, μίλησε το σιδερικό, μίλησε η κάνη και φρόντισε τον καναλάρχη να ξεκάνει.
Συνελήφθη ο μοτοσικλετιστής που μετέφερε τον εκτελεστή. Έσπασε. Κελάηδησε. Τα είπε όλα για την τηλεπαρουσιάστρια και τον αδελφό της και το σχέδιό τους να βγάλουν απ’ την μέση τον καναλάρχη. Η δικαιοσύνη αναλαμβάνει τα ηνία.
Για μένα, φίλες και φίλοι, το εφιαλτικό ζουμί είναι τούτο: το πόσο κάνει το να μιλήσει η κάνη; Ακούστε: 50000 ευρώ, σύμφωνα με τον συνεργό μοτοσικλετιστή. Άμα είσαι καναλάρχης, τιμάσαι 50000 ευρώ. Που σημαίνει –ωχ!, βάζω ιδέες σε μερικούς-μερικούς– ότι η ταπεινότητά μου, ή η κεφαλή ενός εκάστου των ρεμαλιών που με τιμούν με τη φιλία τους, πιάνει δεν πιάνει κάνα δεκάρικο, μπα κάνα ταληράκι μάς βλέπω να πιάνουμε στην πιάτσα των κατ’ εντολήν φονικών. Ψίχουλα για την ψυχούλα μας, ψίχουλα για την ψυχούλα μας, ψίχουλα για την ψυχούλα μας, που να πάρει.

ΥΓ,. Το νόστιμο (;) είναι ότι στη συμφωνία υπήρχε επίσης ο όρος, εκτός από τα 50 χιλιάρικα, να προσληφθούν οι φονιάδες στο κανάλι (ο οποίο θα περνούσε, υποτίθεται, στα χέρια της τηλετέοιας), και να κάνουν εκπομπές. Από το ένα shooting στο άλλο shooting: οι φονιάδες έχουν φωτογένεια!

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Πλατεία Παπαδιαμάντη, 25/01/10

Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2010

Ελάχιστος Φόρος Τιμής στον Τζορτζ Όργουελ


[Εξήντα χρόνια μετά τον θάνατό του, 21 Ιανουαρίου του 1950, ως ελάχιστο φόρο τιμής σε έναν Σπουδαίο Άνθρωπο του 20ού αιώνα, προδημοσιεύω ένα απόσμασμα από το κείμενο του George Orwell "Such, Such Were The Joys". Το κείμενο αυτό, μαζί με άλλα έξι δοκίμια του Orwell, στεγάζεται στο βιβλίο BOOKS vs. CIGARETTES, τον οποίο μετέφρασα το φθινόπωρο και τον χειμώνα του 2009, και θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Μεταίχμιο]

Όλα αυτά συνέβαιναν πριν από τριάντα χρόνια και βάλε. Το ερώτημα είναι: τραβάει τα ίδια ένα παιδί στο σχολείο σήμερα;
Η μοναδική τίμια απάντηση, πιστεύω, είναι ότι δεν ξέρουμε μετά βεβαιότητος. Φυσικά, είναι πασίδηλο ότι η σημερινή στάση σχετικά με την εκπαίδευση είναι απείρως πιο ανθρώπινη και λογική απ’ ό,τι στο παρελθόν. Ο σνομπισμός που ήταν αναπόσπαστο μέρος της δικής μου μαθητείας θα ήταν σχεδόν αδιανόητος σήμερα, μιας και είναι πια νεκρή η κοινωνία που τον υπέθαλψε. Θυμάμαι μια συζήτηση που θα πρέπει να έγινε περίπου έναν χρόνο προτού φύγω από τον Άγιο Κυπριανό. Ένα αγόρι από τη Ρωσία, εύσωμο και ξανθομάλλικο, ένα χρόνο μεγαλύτερό μου, με τσιγκλούσε μ’ ερωτήσεις.
«Πόσα βγάζει ο πατέρας σου το χρόνο;»
Του είπα αυτό που πίστευα, προσθέτοντας μερικές εκατοντάδες στερλίνες για να ακούγεται πιο καλά. Ο μικρός Ρώσος, επιμελής καθ’ όλα, έβγαλε ένα μολύβι και ένα μικρό σημειωματάριο και έκανε έναν υπολογισμό.
«Ο πατέρας μου έχει διακόσιες φορές πιο πολλά χρήματα από τον δικό σου», αποφάνθηκε με ένα είδος διασκεδασμένης περιφρόνησης.
Αυτό συνέβη στα 1915. Τι απέγιναν όλα εκείνα τα χρήματα καναδυό χρόνια αργότερα; Αναρωτιέμαι. Και ακόμα πιο πολύ αναρωτιέμαι αν γίνονται, άραγε, τέτοιες κουβέντες στα προπαρασκευαστικά σχολεία τη σήμερον ημέρα.
Είναι σαφές ότι έχει επέλθει μεγάλη αλλαγή στη νοοτροπία, μια γενική εξάπλωση του «διαφωτισμού», ακόμα και στους κανονικούς, όχι και τόσο σκεπτόμενους ανθρώπους της μεσαίας τάξης. Η θρησκευτική πίστη, φέρ’ ειπείν, έχει ως επί το πλείστον χαθεί παίρνοντας κι άλλες ανοησίες μαζί της. Φαντάζομαι ότι πολύ λίγοι άνθρωποι θα λένε σήμερα σ’ ένα παιδί ότι εάν αυνανίζεται θα καταλήξει σε άσυλο φρενοβλαβών. Το ξυλοκόπημα, επίσης, έχει εξευτελιστεί πια, και μάλιστα έχει πάψει να εφαρμόζεται σε πολλά σχολεία. Κι ακόμα, ο υποσιτισμός των παιδιών δεν θεωρείται φυσιολογική, σχεδόν αξιέπαινη πράξη. Κανείς δεν θα επιχειρήσει απροκάλυπτα να δώσει όσο το δυνατόν λιγότερο φαγητό στους μαθητές του, ή να τους πει ότι είναι υγιεινό να σηκώνονται από το γεύμα εξίσου νηστικοί όπως όταν κάθισαν να φάνε. Η γενική κατάσταση των παιδιών έχει βελτιωθεί, εν μέρει επειδή συγκριτικά δεν είναι πια τόσο πολυάριθμα. Κι ακόμα, η διάδοση έστω και ολίγων ψυχολογικών γνώσεων έχει κάνει πιο δύσκολο για τους γονείς και τους δασκάλους να δικαιολογούν τις βαναυσότητές τους επικαλούμενοι την πειθαρχία. Ιδού μία περίπτωση, που δεν την ξέρω από πρώτο χέρι αλλά που είναι γνωστή σε κάποιον για τον οποίο μπορώ να εγγυηθώ: Μια μικρή κοπελίτσα, θυγατέρα ενός κληρικού, συνέχισε να βρέχει το κρεβάτι της σε μιαν ηλικία που δεν θα ήταν πια επιτρεπτό. Για να την τιμωρήσει γι’ αυτό το αποτρόπαιο έγκλημά της, ο πατέρας της την πήγε σε μια μεγάλη χοροεσπερίδα και μπροστά σε όλη την ομήγυρη την σύστησε ως την μικρούλα που βρέχει το κρεβάτι της~ και για να τονίσει την φαυλότητά της είχε προηγουμένως βάψει το πρόσωπό της μαύρο. Δεν υπαινίσσομαι ότι ο Μιγάς και η Βίδα το έκαναν ποτέ αυτό, αλλά αμφιβάλλω εάν θα τους εξέπληττε τέτοιο πράγμα. Ούτως ή άλλως, οι καιροί αλλάζουν. Κι ωστόσο…!
Το ζήτημα δεν είναι κατά πόσον τα αγόρια πνίγονται μες στα άκαμπτα κολάρα τις Κυριακές, ή εάν τους λένε ότι τα παιδιά τα φέρνει ο πελαργός. Αυτά τα πράγματα τελειώνουν πια, ομολογουμένως. Το πραγματικό ζήτημα έγκειται στο κατά πόσον εξακολουθεί να είναι φυσιολογικό για ένα σχολιαρόπαιδο να ζει επί χρόνια μέσα σε παράλογους φόβους και παρανοϊκές παρεξηγήσεις. Και εδώ βρίσκεται κανείς αντιμέτωπος με την ιδιαίτερα μεγάλη δυσκολία του να ξέρει τι αληθινά αισθάνεται και σκέφτεται ένα παιδί. Ένα παιδί που μοιάζει να είναι λογικά ευτυχισμένο ενδέχεται στην πραγματικότητα να υποφέρει από φριχτά πράγματα που δεν μπορεί ή δεν θέλει να αποκαλύψει. Ζει σ’ ένα είδος αλλότριου υποβρύχιου κόσμου που δεν μπορεί να τον διαπεράσει παρά μονάχα η μνήμη ή η μαντική. Η κυριότερη ένδειξή μας είναι το γεγονός ότι κάποτε υπήρξαμε κι εμείς παιδιά, και πολλοί άνθρωποι μοιάζουν να ξεχνάνε σχεδόν εντελώς την ατμόσφαιρα της δικής τους παιδικής ηλικίας. Σκεφτείτε, επί παραδείγματι, τα διόλου απαραίτητα βάσανα που προκαλούν οι άνθρωποι σαν στέλνουν στο σχολείο ένα παιδί με λάθος ρούχα, αρνούμενοι να αντιληφθούν πόση σημασία έχει αυτό! Για τέτοιου είδους πράγματα, το παιδί θα ψελλίσει καμιά φορά κάποια διαμαρτυρία, αλλά τις περισσότερες φορές απλώς θα κάνει μόκο. Το να μην εκθέτεις τα αληθινά σου αισθήματα σ’ έναν ενήλικα μοιάζει να είναι κάτι ενστικτώδες από την ηλικία των εφτά, οχτώ ετών και μετά. Ακόμα και η στοργή που νιώθει κανείς για ένα παιδί, η επιθυμία να το προστατεύσει και να το φροντίσει, είναι αιτία παρεξηγήσεων. Μπορεί ένας ενήλικας να αγαπάει ένα παιδί, ίσως, πιο βαθιά κι απ’ όσο αγαπάει έναν άλλον ενήλικα, αλλά είναι παρακινδυνευμένο να υποθέσουμε ότι το παιδί ανταποδίδει την αγάπη. Σαν σκέφτομαι τη δική μου παιδική ηλικία, αφότου πέρασαν τα νηπιακά τα χρόνια, δεν πιστεύω ότι αισθάνθηκα ποτέ αγάπη για άλλο ώριμο πρόσωπο, εξόν από τη μητέρα μου, αλλά κι αυτή ακόμα δεν την εμπιστευόμουν, με την έννοια ότι η συστολή με έκανε να της κρύβω τα πιο πολλά αληθινά μου αισθήματα. Η αγάπη, το αυθόρμητο, αταξινόμητο αίσθημα της αγάπης, ήταν κάτι που μπορούσα να το νιώσω μονάχα για ανθρώπους που ήσαν νέοι. Προς ανθρώπους που ήσαν ηλικιωμένοι – και μην ξεχνάμε ότι για ένα παιδί «ηλικιωμένος» σημαίνει πάνω από τριάντα, ή έστω πάνω από τριάντα πέντε – μπορούσα να νιώσω ευλάβεια, σεβασμό, θαυμασμό, ή και κατάνυξη, αλλά έμοιαζε να μας χωρίζει ένα πέπλο φόβου και ντροπαλότητας ανακατεμένο με σωματική αποστροφή. Οι άνθρωποι είναι υπερβολικά πρόθυμοι να λησμονούν το σωματικό μάζεμα ενός παιδιού μπροστά στους ενήλικες. Αχ, το πελώριο μέγεθος των μεγάλων, τα άφταστα άκαμπτα κορμιά τους, τα τραχιά, ρυτιδιασμένα δέρματά τους, τα μεγάλα χαλαρά βλέφαρά τους, τα κιτρινισμένα δόντια τους, και οι μυρωδιές από πολυκαιρισμένα ρούχα και μπίρα και ιδρώτα και ταμπάκο που αναδίνουν κάθε λεπτό! Μέρος του λόγου για το πόσο άσχημοι είναι οι μεγάλοι, στα μάτια ενός παιδιού, είναι το παιδί συνήθως κοιτάζει προς τα πάνω, και λίγα πρόσωπα είναι στις ομορφιές τους όταν τα κοιτάζεις από τα κάτω. Και άλλωστε, όντας το ίδιο σφριγηλό και ασημάδευτο, το παιδί έχει απίστευτα ψηλά τον πήχυ στα ζητήματα του δέρματος και των δοντιών και της επιδερμίδας. Αλλά το πιο μεγάλο φράγμα είναι η παρανόηση της ηλικίας απ’ τη μεριά των παιδιών. Ένα παιδί μόλις και μετά βίας μπορεί να φανταστεί τη ζωή μετά τα τριάντα, και σαν κρίνει την ηλικία του ενός και του άλλου πέφτει απίθανα έξω. Θα νομίσει ότι ένας άνθρωπος είκοσι πέντε ετών είναι σαράντα, ένας σαράντα ετών είναι εξήντα πέντε, και πάει λέγοντας. Κι έτσι, όταν ερωτεύτηκα την Έλσι την πήρα για μεγάλη. Την συνάντησα μετέπειτα, όταν ήμουν δεκατριών και αυτή, θαρρώ, θα πρέπει να ήταν είκοσι τριών~ μου έμοιαζε τώρα να είναι μεσόκοπη γυναίκα, σαν να τα είχε φάει τα ψωμιά της. Και το παιδί πιστεύει ότι το να μεγαλώνεις είναι κάτι σαν μια σχεδόν αισχρή συμφορά, που για κάποιον μυστηριώδη λόγο δεν θα συμβεί ποτέ στο ίδιο. Όλοι όσοι έχουν περάσει την ηλικία των τριάντα είναι άχαροι γκροτέσκοι που φουρκίζονται αδιάκοπα για πράγματα ασήμαντα και μένουν ζωντανοί δίχως, όπως το βλέπει το παιδί, να έχουν κανέναν λόγο να παραμένουν ζωντανοί. Μονάχα η παιδική ζωή είναι αληθινή ζωή. Ο διευθυντής του σχολείου που φαντάζεται ότι τα αγόρια τον αγαπάνε και τον εμπιστεύονται γίνεται περίγελος, όλη την ώρα τον μιμούνται και τον κοροϊδεύουν πίσω από την πλάτη του. Ένας ενήλικας που δεν μοιάζει επικίνδυνος σχεδόν πάντοτε μοιάζει γελοίος.

Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2010

Τέσσερα Συν Ένα




Tessera1

Ουλές Τσέλου ή Ορδές Χορδών

[Σημειώσεις σχετικά με την Κολεκτίβα Tessera Syn Ena]

Η ελευθερία είναι η τέχνη, και η τέχνη είναι η ελευθερία, κι από δω εκκινούμε, και εδώ επιστρέφουμε/ παρά τις διαδρομές, η πορεία όλη είναι σπειροειδής/ ξεκινάει από την ελευθερία και στην ελευθερία καταλήγει, μέσα από την Ποίηση, τη Ζωγραφική, τη Μουσική/ μέσα από τον συνδυασμό και των τριών αυτών: τον Κινηματογράφο.
Οι Tessera Syn Ena πλάθουν/ και προκαλούν/ και προσφέρουν/ εικόνες μέσα από τις νότες, μέσα από νότες που άλλοτε είναι παιγνιώδεις/ θυμίζουν παιδικά μουσικά κουτιά/ και άλλοτε είναι καταιγιστικές θυελλώδεις/ ΕΞΕΓΕΡΜΕΝΟ ΔΑΣΟΣ βάφτισα ένα κομμάτι τους/ σαν τους άκουγα κι έβλεπα ζωντανά στο ΧΑΜΑΜ/ κι άλλοτε γυρνάνε σ’ έναν λυγμικό λυρισμό /Eliot (σε νεγκατίφ): Όχι μ’ έναν βρόντο μα μ’ έναν λυγμό/ κι όπως παίρνουν φωτιά τα δάχτυλα στα πλήκτρα, στις χορδές, στα κλείστρα του φλάουτου, γυμνά πάνω στα πιατίνια, να λέει η Ελεάννα: Το Χέρι απ’ την Οικογένεια Άνταμς/ χιούμορ και αλήθεια σ’ έναν χορό από νότες δίχως λέξεις, θαρρείς οι λέξεις φτάνουνε στα χείλη στο χείλος του χάους/ ενός χάους χαρτογραφημένου στην παρτιτούρα της Δημιουργικότητας/ και πάλι ένα άλλο κομμάτι τους να το βαφτίζουμε Μαγικό Αυλό/ κι ένα άλλο Waltz ’n’ Roll/ κι ύστερα ενώ λέμε πως ακούμε John Cage να μεταφερόμαστε με όχημα αλλόκοτα ταξίμια σε αλαργινά ταξίδια/ κάτι να είναι σαν Keith Jarrett και κάτι άλλο σαν Keith Tippett/ αλλά αίφνης όλα μοιάζουν/ακούγονται/είναι ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ/ Ο Συνθέτης του Ακάθιστου Ύμνου σύμφωνα με τον Χρήστο Βακαλόπουλο/ κι ύστερα το τσέλο αφηνιάζει/γίνεται κρουστό/καίει/κλαίει/λέει: «Ουλές Τσέλου/Ουτσέλο/ Ουλές Τσέλου/Ουτσέλο/Ουλές Τσέλου/Ουτσέλο», κι η Μουσική γίνεται Ζωγραφική, κι απλώνονται παντού τα χρώματα τα δαιμονισμένα του Jackson Pollock, και η διαβολεμένη δεινότητα του Mark Rothko δονείται δομώντας δρυμούς/ και το ξέσπασμα της κιθάρας με κάνει να σκέφτομαι τη φράση Ο Django Στα Πετράλωνα/ κι όπως τα κρουστά το γυρνάνε από το βελούδινο αργό στο άγριο χαώδες να σκέφτομαι τη μεγαλοφυΐα του Nicolas Calas/ να τον φαντάζομαι στην έκλαμψή του καθώς γράφει: Είμαι Πλακιώτης Μανχατανάς/ Όλοι μας, θέλω να ανακράξω, ακούγοντας τους Tessera Syn Ena, αυτό είμαστε: Πλακιώτες Μανχατανάδες/ Πειραιώτες στα Πατήσια/ του Σαντιάγο Κυψελιώτες/ Βαμβακάρηδες Τζαζίστες/ Ροκάδες των Φιλαρμονικών/ Χάιντεγκερ του Πεζοδρομίου/ Αληταράδες των Καλών Τρόπων/ Παπαδιαμάντηδες Μπητνίκοι/ Σκλάβοι της Ελευθερίας και Ένοχοι Αθωότητας!

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Πλατεία Παπαδιαμάντη, 18/01/10

Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2010

Κέρουακ Και Πάλι Και Πάντα Κέρουακ


Kerouac_2009



Ο Κερουάκ Διαβαίνει Μουσηγέτης

[20 Οκτωβρίου 2009, μία ημέρα πριν από την τεσσαρακοστή επέτειο του θανάτου ενός θρύλου][Δημοσιεύτηκε στη "Βιβλιοθήκη" της Ελευθεροτυπίας, στις 15 Ιανουαρίου 2010]


Το δυναμικό των συγγραφέων είναι δυνητικά τεράστιο.
Γράφουν το σενάριο για το φιλμ της πραγματικότητας.
Ο Κέρουακ άνοιξε ένα εκατομμύριο καφέ-μπαρ και πούλησε εκατομμύρια Levis.
Το Γούντστοκ γεννήθηκε μέσα από τις σελίδες του.
Αν κατάφερναν τώρα όλοι οι συγγραφείς να ενωθούν σε ένα πραγματικά δυνατό σωματείο,
θα κρατούσαμε όλο τον κόσμο με τις λέξεις.
Θα μπορούσαμε να φτιάχναμε το δικό μας σύμπαν.
Οι συγγραφείς θα μπορούσαν να καταλάβουν το στούντιο της πραγματικότητας.
Ο Κέρουακ το είχε καταλάβει αυτό πολύ πριν από μένα.
‘Η ζωή είναι ένα όνειρο’, έλεγε.
Ουίλιαμ Μπάροουζ

Εγώ θέλω να μιλάω ΓΙΑ τα πράγματα, για το σταυρό, για το αστέρι του Ισραήλ,
για τον πιο υπέροχο άνθρωπο που έζησε ποτέ και που ήταν Γερμανός (ο Μπαχ),
για τον γλυκό Μωάμεθ, για τον Βούδα, για τον Λάο-Τσε, τον Τσουάνγκ-Τσε, τον Σουζούκι...
γιατί θα έπρεπε να επιτεθώ σ’ αυτά που αγαπώ, έστω κι αν είναι έξω από μένα;
Αυτό θα πει Μπητ. Ζήστε τη ζωή σας; Όχι, αγαπήστε τη ζωή σας.
Όταν θα ’ρθουν να σε πετροβολήσουν, δεν θα ’χεις τουλάχιστον γυάλινο σπίτι,
θα ’χεις μονάχα το γυάλινο κορμί σου»
Τζακ Κέρουακ






Δεν επινόησε απλώς τον εαυτό του, όπως, ας πούμε, ο Όσκαρ Ουάιλντ ή ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ, ούτε αποτέλεσε την έκφραση μιας ολόκληρης γενιάς, όπως ο Τζιμ Μόρισον ή η Τζάνις Τζόπλιν, αλλά γράφοντας ολοένα και πιο πολύ, και ολοένα και πιο ελεύθερα, μένοντας προσηλωμένος στο «ένδον σκάπτε» του Μάρκου Αυρήλιου, και τιμώντας το πολλές φορές με τρόπους οδυνηρούς, κατάφερε, όχι πάντα ηθελημένα, να υπερβεί τη μεθόριο της χρονικότητας, να τανύσει απέραντα το εφήμερο, να μετατρέψει το ακαριαίο σε αιώνιο, να γίνει, με μια λέξη: κλασικός. Χαμογελούσε θλιμμένα, γελούσε τρανταχτά, του άρεσαν οι μηλόπιτες, λάτρευε την ξέφρενη τζαζ, και άκουγε στο όνομα ΤΖΑΚ ΚΕΡΟΥΑΚ.
Είναι εκπληκτικό το φαινόμενο να ανακαλύπτονται, ξανά και ξανά, τα βιβλία του, από αλλεπάλληλες γενιές, στις πιο διαφορετικές, πολιτικά και πολιτισμικά, χώρες του πλανήτη. Είναι συγκινητικό να ακούς, εδώ και χρόνια, δίχως να κουράζεσαι στιγμή, απεναντίας, τη φωνή του να απαγγέλλει ποιήματα, να διαβάζει σπαράγματα από τα μυθιστορήματά του, να μιλάει στο ραδιόφωνο. Είναι θαυμαστό να έχουν μελοποιήσει λεκτικούς συνδυασμούς του τόσο ο Joe Strummer όσο και ο Jeff Buckley, τόσο η Patti Smith όσο και ο John Cale. Οι Morphine μας έχουν προσφέρει το δυναμικό τραγούδι «Kerouac», ενώ ο μέγας Tom Waits έχει συνθέσει τουλάχιστον τρία μίνι αριστουργήματα εμπνευσμένος από τον Κέρουακ: το πολύ όμορφο τραγούδι «Jack & Neal», ήδη από το 1977 και το άλμπουμ Foreign Affair, το «On the Road», που εμφανίζεται για πρώτη φορά, λίαν τιμητικά, στο άλμπουμ Jack Kerouac reads On the Road (1999), και εδώ ο Waits συνοδεύεται από το funk metal συγκρότημα Primus, και κατόπιν στο τριπλό Orphans (2006), σε άλλη εκτέλεση, παρέα με το «Home I’ll Never Be» (κατ’ ουσίαν μια μπλουζ εκδοχή του «On the Road»). Άλλωστε σύνολο το έργο του Waits μπορεί να θεωρηθεί ένα ατέρμονο, θελκτικότατο σχόλιο στη συγγραφική/ποιητική προσφορά του Κέρουακ και ένα δυναμικό/μελαγχολικό/επικό σάουντρακ των βιβλίων του.
Ο Τζακ Κέρουακ γεννήθηκε στις 12 Μαρτίου του 1922. Πέντε το απόγευμα. «Πέντε η ώρα που βραδιάζει», όπως λέει και το δημοφιλέστερο ποίημα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Από την παιδική του ηλικία θ’ αρχίσει να γράφει. Και να αθλείται. Οι δύο μεγάλες του αγάπες, η συγγραφή και ο αθλητισμός, που θα εναλλάσσονται, θα παίζουν διαλεκτικά μεταξύ τους, θα οδηγήσουν τον Τζακ σε παράτολμες παραφορές, σε αλλόκοτες αλαζονείες, σε γόνιμα γινάτια. Κατά καιρούς επαίρεται ότι μπορεί να γράψει γρηγορότερα από τον καθένα, ενώ δεν θα παραλείψει να επινοήσει και ένα σύστημα γρήγορης συγγραφής βασισμένος στους κανόνες του μπέιζμπολ και του ράγκπι! Θρυλικά έχουν μείνει –και πλέον αντικείμενα πολύπτυχης μελέτης– τα σημειωματάρια, τα τετράδια, τα ημερολόγια του Τζακ, «μαρτυρολόγια», όπως εκείνο του Αντρέι Ταρκόφσκι, αλλά και γεμάτα με ηλιόλουστες, ρέουσες, ποταμίσιες παραγράφους, με φωτοβολίδες αισιοδοξίας στον σκοτεινό ουρανό.
Σπουδάζει, αλλά τα παρατάει. Προτιμά να είναι αυτοδίδακτος. Και θα γίνει επίσης αυτοσχέδιος, αυτοβιογραφούμενος. Χωρίς να το ξέρει θα γίνει ένας συνδυασμός Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Λουί Φερντινάν Σελίν, και, με έναν τρόπο που το μυστικό του μονάχα ο Thomas Pynchon θα μπορούσε να κατέχει, θα γίνει πρωτοπόρος καταβυθιζόμενος μες στην παράδοση, θα γίνει καινοτόμος από λατρεία για το παλιό που χάνεται, θα γίνει αιωνίως νεανίας (forever young) γερνώντας πολύ πιο γρήγορα από τους παλιόφιλούς του της Beat Generation. Οι αντιφάσεις είναι, ενίοτε, οι νότες στην παρτιτούρα όπου από το χάος γεννιέται μορφή και από την σκόρπια ζωή δομείται μια νέα αρχιτεκτονική.
Ο Κέρουακ θα γνωρίσει, μέσα στους λαβυρίνθους των μπαρ, των συμπτώσεων και της αγάπης για την έντονη ζωή, τους ανθρώπους εκείνους που θα γίνουν, οι ισόβιοι σύντροφοι και φίλοι του, αλλά και οι σκιές, τα φαντάσματα και οι ερινύες του. Ο Άλεν Γκίνσμπεργκ, ποιητής, ομοφυλόφιλος, Εβραίος, επαναστάτης με πολλές αιτίες. Ο Ουίλιαμ Μπάροουζ, πάντα ντυμένος σαν πράκτορας του FBI, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, εγγονός του εφευρέτη της ταμειακής μηχανής, συγγραφέας, ντετέκτιβ, απολυμαντής, απόφοιτος του Χάρβαρντ, σοφός, ιδιότυπος σωσίας του Γέρου του Βουνού, του διαβόητου Χασάν ι Σαμπάχ, θρυλικού ηγέτη των Ασασίνων στο απόρθητο Άλαμουτ. Ο Γκρέγκορυ Κόρσο, επαγγελματίας αλήτης, τυχοδιώκτης, τρόφιμος πολλών αναμορφωτηρίων και σωφρονιστικών ιδρυμάτων, και, πέρα απ’ όλα αυτά, πάνω απ’ όλα αυτά, διάκονος δυναμικός της Ποίησης. Τέλος, είναι ο Νηλ Κάσαντι, το alter ego του Τζακ, ο φίλος κι αδελφός του, ο απόλυτος συνομιλητής και συνταξιδιώτης του, ο καλύτερος οδηγός σ’ όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες. Μ’ αυτή την παλιοπαρέα, όλοι σήμερα διάσημοι και νεκροί, ο Κέρουακ θα γίνει αυτός που έγινε, μέσα σε κάμαρες υγρές και φτωχικές αλλά γεμάτες ένταση, ζωή, έρωτες, τζαζ, και λογοτεχνία.
Ας δούμε πώς μιλάει ο ίδιος ο Κέρουακ, πεισματικά αυτοβιογραφούμενος: «ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΚΥΡΙΟΤΕΡΩΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΕΩΝ ΚΑΙ/ Ή ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΩΝ: Τα πάντα. Ας διευκρινίσουμε: λαντζέρης σε καράβι. Πρατήριο βενζίνης. Μούτσος σε καράβι. Αθλητικός συντάκτης σε εφημερίδες (Ο Ήλιος του Λόουελ). Φρεναδόρος σε τρένα. στη Νέα Υόρκη. Έκανα περιλήψεις σεναρίων για την 20th Century Fox στη Νέα Υόρκη. Πωλητής σόδας. Υπάλληλος στα τρένα. Επίσης: αχθοφόρος, συλλέκτης βαμβακιού, βοηθός χαμάλης σε γραφείο μετακομίσεων, παραγιός σε κατεργασία μετάλλου στο Πεντάγωνο, το 1942. Παρατηρητής για πυρκαγιές στα δάση (το 1956), οικοδόμος (το 1941)… Έκανα του κεφαλιού μου. Είμαι γνωστός σαν ‘τρελός, χαζός και άγγελος’, με ένα ‘γυμνό, ατέλειωτο κεφάλι πρόζας’. – Επίσης, στιχουργός, Μέξικο Σίτυ Μπλουζ (1959). Πάντα θεωρούσα το γράψιμο ως καθήκον μου πάνω στη γη. Επίσης, το κήρυγμα της παγκόσμιας καλοσύνης, πράγμα που οι υστερικοί κριτικοί απέτυχαν να εντοπίσουν μέσα στην έντονη δράση των αληθινών ιστοριών μου σχετικά με τη Γενιά των Μπητ. Ουσιαστικά δεν είμαι Μπητ, αλλά περίεργος, μοναχικός, παλαβός, καθολικός, μυστικιστής… Τελικά σχέδια: ερημίτης σε δάσος, ήσυχο γράψιμο σε προχωρημένη ηλικία, γλυκές ελπίδες για παράδεισο (όπου πάει ο καθένας έτσι κι αλλιώς)… Το αγαπημένο μου παράπονο για το σύγχρονο κόσμο: η ειρωνεία του ‘καθωσπρέπει’ κόσμου που, μην παίρνοντας τίποτα στα σοβαρά, καταστρέφει τα παλιά ανθρώπινα αισθήματα… Δουλειά στα τρένα, στη θάλασσα, μυστικισμός, δουλειά στα βουνά, ηδονή, εσωτερικότητα, ενδοσκόπηση, ταυρομαχίες, ναρκωτικά, εκκλησίες, μουσεία, δρόμοι, ένα συνονθύλευμα ζωής, όπως το ζει ένας ανεξάρτητος, μορφωμένος, αδέκαρος αλήτης που πάει οπουδήποτε» (Μοναχικός Ταξιδιώτης, μετάφραση Γιώργος Τασσόπουλος, εκδ. Πλέθρον).
Ο Κέρουακ πασχίζει πάνω απ’ όλα να ανακαλύψει τι είναι η αυθεντικότητα, το μεδούλι των πραγμάτων, η ψίχα της ψυχής, το Άγιο Δισκοπότηρο, το graal εκείνο που ο ίδιος, παρέα με τον Νηλ Κάσαντι, ονόμαζαν απλούστατα «Αυτό», «it». Θύμα, θα έλεγε κανείς, στην πάλη αυτή είναι το ίδιο το μυθιστόρημα, η μορφή που λέμε μυθιστορηματική, ακόμα και η ίδια η μυθοπλασία. Ο Κέρουακ σφαγιάζει το μυθιστόρημα, το θυσιάζει στον βωμό της έκφρασης αυτού που θεωρεί, ή διαισθάνεται, πως είναι ό,τι πιο βαθιά κι αληθινά σκιρτάει στα μύχια του ανθρώπου: η υπέρβαση του θανάτου μέσα από τη δημιουργία και την δωρεά της στον άλλο, η δεξίωση του άλλου μες στο δικό μας θάλπος, ή, ας το τολμήσουμε με όρους χαϊντεγκεριανούς, η ανοιχτότητα του είναι, η ικανότητά μας να δίνουμε και να δινόμαστε.
Πολύτιμος σύμμαχος σ’ αυτήν την αποδομητική, θα έλεγε κανείς σήμερα, Μέθοδο Κέρουακ, στάθηκε πάντα η τζαζ, οι εκρήξεις του σαξόφωνου που αυτοσχεδιάζει και θέλει να πει τα πάντα με λυγμούς και με βρόντους. Θα επιχειρήσει να γράψει ένα έπος, όχι ένα επικό μυθιστόρημα, αλλά, ναι, ένα έπος, ένα έργο που θα υπερβαίνει τον γραπτό λόγο και θα επανέρχεται στην προφορική, αγνή και ανεξέλεγκτη, ροή των λέξεων. Ξέρουμε ότι επινόησε την μποπ προσωδία, ένα είδος συνειδησιακού ρεύματος που εξέρχεται προς την αχαρτογράφητη μεγαλοφυΐα της καθημερινής ζωής, κάτι σαν εσωτερικός μονόλογος με ανοιχτά παράθυρα κι ορθάνοιχτα παντζούρια, μια ευήλια σκοτεινιά, ας τολμήσω να πω. Η γλώσσα, όπως και στον Τζόις, φτάνει στα άκρα, οι λέξεις γίνονται σκιές, αντικείμενα, ρόγχοι, κρότοι, ανάσες, χορευτικές χειρονομίες, τσιτσιρίσματα από το λαρδί στο τηγάνι, η ευωδιά του καφέ με το χάραμα στον ξύλινο πύργο της πυρασφάλειας, ο ιδρώτας του ντράμερ μες στο υπόγειο υπερώο, το χνάρι του παροδικού στο σινικό τείχος της λήθης.
Παρέα με την χειμαρρώδη, αλλά πάντα αυστηρά προετοιμασμένη και μεθοδικά συγκροτημένη, πρόζα του Τζέιμς Τζόις (τον οποίο ο Κέρουακ θαυμάζει ανυπόκριτα), παρέα με την «μουζικούλα» του Σελίν, με το jazzez la langue, το τζαζέψτε τη γλώσσα, ο Κέρουακ θα έχει αρωγό το σαξόφωνο του Τσάρλι Πάρκερ – και δεν είναι διόλου τυχαίο πόσο συνταρακτικές ηχούν οι στιγμές που του αφιερώνει στα Mexico City Blues: «Ένας μεγάλος μουσικός κι ένας μεγάλος δημιουργός/ σχημάτων/ Που βρίσκουν τελικά την έκφρασή τους/ Σε τρόπους και σε ό,τι διαθέτεις», «Μουσικά σημαντικός όσο κι ο Μπετόβεν/ Παρόλα αυτά όχι εξίσου αναγνωρισμένος/ Στάθηκε μπροστά απ’ έναν καθώς πρέπει/ μαέστρο/ Ορχήστρας εγχόρδων,/ Περήφανος και γαλήνιος, σαν ένας ηγέτης/ της μουσικής/ Μέσα στη Μεγάλη Ιστορική Παγκόσμια Νύχτα», «Τσάρλι Πάρκερ πάρε τον χαμό,/ μακριά από μένα, κι απ’ όλον τον κόσμο» (από τα Χορικά 239, 240 και 241, στη μετάφραση του ποιητή Γιάννη Λειβαδά, εκδ. Ηριδανός).
Ο Κέρουακ, εξερευνητής της ζωής, των εγκάτων της ζωής, των πιο κρυφών πτυχώσεών της, και, συνάμα, υμνητής του ολοφάνερου που δεν του δίνει πια κανείς σημασία, κι ας είναι τόσο αναγκαίο όσο και φωτοβόλο, το πάλεψε γερά, όπως θα έλεγε κι ο Τσαρλς Μπουκόφσκι, και κατάφερε να πάει την ιστορία λίγο πιο μπροστά, να κινήσει τον κόσμο κατά ένα εκατομμυριοστό της ίντσας, θυμίζοντάς μας πάντα την όμορφη κατακλείδα ενός από τα πιο πρόσφατα κείμενα σχετικά με τον Τζακ, το κείμενο «Into the Heart of Things», δημοσιευμένο στην έξοχη πρώτη έκδοση του On the Road, του αρχικού θρυλικού χειρογράφου, του περιλάλητου scroll, κείμενο που με έκανε περήφανο μιας και φέρει την υπογραφή George Mouratidis, κείμενο που κλείνει με τα βαθιά αμερικανικά αλλά και τόσο παγκόσμια πια λόγια κάποιων μουσικών της τζαζ που μετά την εκτόξευση του George Shearing στα ουράνια της δεξιοτεχνίας ξεπέρασαν τον αρχικό αποσβολωμένο θαυμασμό τους, έπιασαν τα όργανα και άρχισαν να το παλεύουν λέγοντας ο ένας στον άλλο, «Μη σταματάς, παίξε, κάτι καινούργιο θα βγει, δεν μπορεί, πάντα υπάρχει κάτι πιο πολύ, πάντα υπάρχει ένα πιο κει – το πράγμα δεν τελειώνει ποτέ».

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης

Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2010

Η τελευταία μπίρα του Νίκου Βελή




Η τελευταία μπίρα του Νίκου Βελή

Μνήμη Ηλία Λάγιου



Πώς είναι δυνατόν, αν δεν πίνεις σαν κι εμένα, πώς ελπίζεις να καταλάβεις την ομορφιά μιας γριάς γυναίκας από το Ταράσκο που παίζει ντόμινο στις εφτά το πρωί;
Malcolm Lowry




Ι.

Είναι μακριά τα Ιλίσια, πιο μακριά κι απ’ το Παρίσι, για τον κάθε ερωτευμένο Ροβεσπιέρο, έγραψε εκείνος (επαρκώς, δεόντως, ακραιφνώς) μεθυσμένος, μια νύχτα του δύο χιλιάδες δύο, Ιούλιο μήνα, με πανσέληνο.
Το πρωί, μόλις άνοιξε τα μάτια του, χωρίς να σηκωθεί από το κρεβάτι, άπλωσε το μουδιασμένο χέρι του, βρήκε σχεδόν ψηλαφητά το κασετόφωνο, πίεσε το κουμπί, κι άρχισε ν’ ακούει το «Invitation to the Blues», του Τομ Γουέιτς, ανάβοντας το πρώτο Gitanes της ημέρας. Πάλι, πάλι, ναι, πάλι, εκείνο το τραγούδι από την προπερασμένη δεκαετία, μ’ εκείνα τα λόγια που άντεχαν ακόμη στο χρόνο, μ’ εκείνη τη μελωδία που άντεχε ακόμη στο σκληρό, στο αδυσώπητο κύλισμα των δευτερολέπτων.
Ξύπνησε και σηκώθηκε μόνος. Η Αλίκη δεν έμενε ακόμη εκεί. Δεν ήταν ακόμη στο πλάι του η Αλίκη. Ήταν αλλού η Αλίκη. Αλλού. Αλλά δεν θ’ αργούσε να έρθει, όχι, δεν θ’ αργούσε να φτάσει, να φέρει τα τσιγάρα, τις μπίρες, και τη μουσική της – πώς το έλεγαν τότε; Τη μουσική των γεγονότων, έτσι το έλεγαν τότε.
Ήταν δύσκολο να είναι μόνος. Αλλά και όμορφο. Μια ραθυμία κυρίευε κάθε μέλος του, κάθε του κύτταρο, τον έκανε να περιφέρεται νωχελικά, σχεδόν να σέρνεται, από το ένα δωμάτιο στο άλλο, να κοντοστέκεται στα ράφια της μεγάλης, βαριάς, ξύλινης βιβλιοθήκης, να ανοίγει την πρώτη μπίρα της ημέρας, υποσχόμενος για εκατομμυριοστή φορά ότι θα είναι η τελευταία. Χρειαζόταν πάνω από μια ώρα ώσπου να στρωθεί στο γραφείο και ν’ αρχίσει να γράφει, ενώ άλλοτε ήταν υπόθεση πέντε-δέκα λεπτών (ταχύτατη επίσκεψη στην τουαλέτα, ντους υπό τους ήχους του Βιβάλντι, σβέλτη προετοιμασία του καφέ, και άμεση παράδοση στον κυκεώνα των λέξεων που κατέφταναν με ταχύτητα ιλιγγιώδη από το παρελθόν και απαιτούσαν κατεπείγουσα μεταφορά στο χαρτί). Τώρα ο καφές είχε λησμονηθεί στον πυθμένα του χρόνου, ξεκινούσε τη μέρα μ’ ένα τσιγάρο στο κρεβάτι, το χέρι πήγαινε μηχανικά στο κασετόφωνο, ο Γουέιτς ήταν επίμονα παρών, η Αλίκη ήταν επίμονα noch nicht sein (Θεέ και Κύριε!), ο υπολογιστής είχε υποστεί θανάσιμα χτυπήματα και έμενε ξεχαρβαλωμένος στο γραφείο. Είχε αποφασίσει (επαρκώς, δεόντως, ακραιφνώς) μεθυσμένος ότι δεν τον είχε πια ανάγκη τον υπολογιστή, όχι, ακόμα χειρότερα –ή καλύτερα; ποιος ξέρει; όχι αυτός πάντως, όχι αυτός– ότι του έκανε κακό ο υπολογιστής, ότι όλη εκείνη η βιαστική, η εσπευσμένη ευκολία τον παρέσυρε, δεν μπορούσε να την ελέγξει, δεν ζύγιαζε τις λέξεις πια, δεν αισθανόταν και δεν μετέδιδε τη βαρύτητά τους, απλώς τις χρησιμοποιούσε τις λέξεις, απλώς τον χρησιμοποιούσαν οι λέξεις, η ταχύτητα είχε υπερισχύσει έναντι της βαρύτητας, είχανε γίνει άυλες οι λέξεις, δεν ήσαν ένυλες, δεν ήσαν χθόνιες, δεν ήσαν βαριές κι ασήκωτες, όχι, ήσαν άυλες, δεν ήσαν ουλές, και δεν άφηναν πια ουλές οι άυλες λέξεις. Κι έτσι είχε ξεσπάσει στον υπολογιστή, και τον είχε σπάσει, κραυγάζοντας, βήχοντας, μουγκρίζοντας, κλοτσώντας, γρονθοκοπώντας.
Ο Γουέιτς τραγουδούσε ακόμη το «Invitation to the Blues», για πολλοστή φορά – σε μια έκλαμψη είχε γράψει το τραγούδι είκοσι φορές στην ίδια κασέτα, και το άφηνε να παίζει αδιάλειπτα στο κασετόφωνο, κάθε πρωί, εδώ και τόσα πρωινά. «…and a battle with the booze, and an open invitation to the blues». Το ένα τραγούδι να φέρνει το ίδιο απαράλλαχτο τραγούδι, το ένα Gitanes να φέρνει το ίδιο απαράλλαχτο Gitanes, η μία μπίρα να φέρνει την άλλη μπίρα, η μία λέξη «Βέρα» να φέρνει την ίδια απαράλλαχτη λέξη «Βέρα».
Με την πρώτη μπίρα και το έβδομο Gitanes στο χέρι, πήγε και κάθισε στο γραφείο του –μια μεγάλη, δύο μέτρα και βάλε, τάβλα–, παραμέρισε το χαρτομάνι του περασμένου εικοσιτετραώρου, πήρε στο χέρι τον παλιό, παμπάλαιο Parker, ατένισε με μια υποψία ηδύτητας και δυο σιγουριές επιθετικότητας τη λευκή κόλλα χαρτί, ήπιε μια γενναία γουλιά μπίρα, τράβηξε μια ρουφηξιά απ’ το τσιγάρο του, και άρχισε να γράφει –αργά, πολύ αργά, τώρα πια– τις πρώτες λέξεις της ημέρας.


ΙΙ.

Γαμημένο Παρίσι. Γαμημένο spleen. Η πιο όμορφη πόλη του κόσμου, η πιο ωραία για περιπάτους, η πιο πρόσφορη για περιπλανήσεις. Παρίσι, γαμημένο. Γαμημένη μελαγχολία, μας τα ’πε ο Αριστοτέλης, μας τα ’πε ο Μπωντλαίρ, μας τα ’πε κι ο Τσετ Μπέικερ. «Blame it on my youth», πάλι, πείτε τα πάλι, πείτε τα ξανά, μη σταματήσετε ποτέ να τα λέτε. Γαμημένο Παρίσι, Κλισύ γαμημένο, γαμημένο Σαιν Ζερμαίν, πόρνη Μονμάρτρη, ξεσκισμένη Πλας Πιγκάλ, τσούλα Σορβόννη. Ξανά και ξανά και ξανά: Γαμημένο Σαιν Ζερμαίν. Ξανά και ξανά: Γαμημένο Irish Pub και γαμημένες μπίρες. Σε πόσες μπίρες κρύφτηκε από τότε….
Πώς το έγραψε ο άλλος; Πώς; Θα θυμηθώ. Θυμήθηκα. Πάντα θα θυμάμαι. «Ο πρόξενος χαμήλωσε τα μάτια του. Πόσες μποτίλιες είχαν περάσει από τότε; Μέσα σε πόσα ποτήρια, σε πόσα μπουκάλια είχε κρυφτεί, μόνος του από τότε;»
Ήταν τόσο όμορφη, ήταν η Σκοτεινή Πριγκίπισσα του Αρνητικού, ήταν η ζωή που έτρεχε με χίλια χιλιόμετρα την ώρα, δεν την πρόφταιναν τα πόδια μου, δεν την προλάβαιναν ούτε οι σκέψεις μου, δεν τη φυλάκιζε ούτε το βλέμμα μου, τη μια στιγμή εδώ, ηδύτατη, με το πιο γλυκό χαμόγελο στην πλάση, κάνω να της ανάψω το τσιγάρο, κάνω να της μιλήσω για την Στήλη του Σβίττερς, αυτή την υπέροχη γλυπτή ωδή στη φιλία, και την άλλη, την αμέσως επόμενη στιγμή, είναι ελάφι, αντιλόπη, αγριόγατα που τρέχει, ελίσσεται, χάνεται, κάτω από τις καστανιές, τις πλατύφυλλες εκείνες καστανιές, τις πιο όμορφες καστανιές του κόσμου.
Γαμημένες καστανιές. Γαμημένο Βερ-Γκαλάν. Το πιο όμορφο νησί του κόσμου. Το πιο όμορφο καταφύγιο του κόσμου. Εκεί έζησα τα πιο ευτυχισμένα είκοσι λεπτά της ζωής μου. Τα μόνα ευτυχισμένα είκοσι λεπτά της ζωής μου.
Αθάνατο Βερ-Γκαλάν, ξέσκισέ με τώρα, κονιορτοποίησέ με, τίναξέ με στον αέρα με την ομορφιά σου. Λιώσε με, μη με λυπάσαι καθόλου, παράτα τους ενδοιασμούς, άσε τις επιείκειες, έσο αντίπαλος αδιάλλακτος, ανοικτίρμων, άτεγκτος, έσο διώκτης απηνής, αδυσώπητος, ανηλεής. Έλα, Βερ-Γκαλάν, έλα ξανά στη θύμησή μου, εσύ, το ωραιότερο μέρος του κόσμου, έλα, εσύ, με τις πλατύφυλλές σου καστανιές, ελάτε σεις, είκοσι πιο ευτυχισμένα λεπτά, ελάτε σεις χίλια διακόσια πιο ευτυχισμένα δευτερόλεπτα της ζωής μου, ελάτε ένα-ένα, ποδοπατήστε με, βάλτε με κάτω, διαλύστε με.
Γαμημένο Παρίσι, Βερ-Γκαλάν γαμημένο, γαμημένα είκοσι λεπτά. Γαμημένες λέξεις, που σας είχα και σας έχασα, που μου δοθήκατε και φύγατε, αποδράσατε, την κοπανήσατε, γίνατε μπουχός, μια γαμημένη νύχτα που ήταν πιο λαμπερή κι από την πιο φωτεινή μέρα. Λέξεις χαμένες, είκοσι λεπτά ευτυχισμένα, κερδισμένα, χαμένα, ξανακερδισμένα, το ίδιο, ξανά και ξανά, στη σκακιέρα των ημερών και των νυχτών, στην αέναη, στην ατελεύτητη παρτίδα σκάκι που παίζω μες στις δεκαετίες με τον εαυτό μου, μ’ εμένα τον ίδιο, ο μαζέτας, ο ανεπίδεκτος, για να κερδίσω, κι ύστερα να χάσω, και μετά να ξανακερδίσω και να ξαναχάσω, ξανά και ξανά, πάλι και πάλι, από του νυν και έως του αιώνος, from here to eternity, ή καλύτερα, όπως το τραγούδησε, το έψαλλε, το ούρλιαξε ο άλλος, From Her To Eternity.
Λέξεις χαμένες, είκοσι λεπτά ευτυχισμένα. Χωρίς τις λέξεις δεν μπορώ να κερδίσω τα είκοσι λεπτά μου, χωρίς τις λέξεις θα τα χάνω συνέχεια, χωρίς τις λέξεις δεν θα γίνουνε ποτέ δικά μου, θα μου ανήκουν για λίγο, κι ύστερα θα με ξεγελάνε και θα ξεγλιστράνε. Ελάτε, λέξεις. Λουστείτε στην μπίρα κι ελάτε. Ελάτε. Μονάχα μ’ εσάς, μονάχα, θα μπορέσω να πάρω πίσω τα είκοσι λεπτά μου, ελάτε, ελάτε, γαμημένες λέξεις, ελάτε.


III.

Διάβασε τις λέξεις στη σελίδα. Συνοφρυώθηκε. Άναψε τσιγάρο. Τις ξαναδιάβασε. Πήγε στην κουζίνα και πήρε την επόμενη μπίρα.. Πήγε στην τουαλέτα. Είδε το είδωλό του στον καθρέφτη. Πιο αδύνατος από κάθε άλλη φορά. Τα γαλάζια μάτια του ήσαν κόκκινα, ρήξις των τριχοειδών, ναι, φυσικά, χαίρω πολύ, καλημέρα σας, γεια σας και αντίο σας. Από κάτω οι μαύροι κύκλοι είχαν γίνει ακόμα πιο μαύροι. Τα μαλλιά του, πάντα χτενισμένα προς τα πίσω, είχαν μακρύνει. Το πρόσωπό του ήταν χλομό.
Στον καθρέφτη είχε μείνει, γραμμένη με χοντρό κόκκινο μαρκαδόρο – αλήθεια πότε; πριν από πόσες αιωνιότητες; – η φράση La Vie Est Belle, Et Facile. Προσπάθησε να χαμογελάσει, αλλά δεν κατάφερε – βγήκε κάτι σαν σπασμωδικό μειδίαμα, πολύ αμυδρό, σχεδόν ένας μορφασμός ασυναίσθητος, προερχόμενος από έναν αδύναμο πόνο.
Ναι, λοιπόν, oui, Άρη Βελή, και belle και facile, και ωραία και εύκολη, η ζωή, Άρη Βελή, η ζωή. Ξεμπέρδευε με την μπίρα σου, και τράβα για την επόμενη. Βελή!
Μόρφασε πάλι. Βύθισε τώρα το βλέμμα του στα μάτια του όπως πάσχιζαν να τον κοιτάξουν μέσα από τον καθρέφτη. Τα μάτια του εστίασαν στο βλέμμα του, δεν το απέφυγαν όπως άλλες φορές, βυθίστηκαν κι αυτά στο βλέμμα του, του μίλησαν, τον πήραν και τον πήγαν πίσω εκεί, στο πριν, αιωνιότητες πριν, τον οδήγησαν στο λαβύρινθο του χρόνου, ώσπου να φτάσει στον πυθμένα, να φτάσει στον πάτο, να φτάσει πάλι, για πολλοστή φορά, σ’ εκείνη τη νύχτα. Και να πασχίσει να την ξεχάσει πίνοντας μπίρες απανωτές, τη μία μετά την άλλη, να μην έχουνε οι μπίρες τελειωμό, να μην έχουνε πέρας οι μπίρες.


IV.

Βελή, καλοπερασάκια, δήθεν ευδαίμονα, Βελή. Τάχαμου ή όλα ή τίποτα, κι έμεινες μονάχα με το τίποτα, ναι, με το τίποτα που σου αξίζει, με το τίποτα που θέλησες να σου αξίζει, με το τίποτα που είναι τώρα όλο δικό σου, παλιομασκαρά, Βελή. Να χέσω τους εκατό τόμους μαζί όλων σου των κομματικών βιβλίων, που έλεγε κι ο Μαγιακόφσκι, Βελή. Να χέσω όλα όσα έγραφες χρόνια τώρα, δεκαετίες τώρα, Βελή. Αδιάντροπε. Λογοκλόπε. Προδότη του γραπτού λόγου, με τις πουπουλένιες εξομολογήσεις σου, με τα ποιήματα και τις πράξεις σου, με τους υπόγειους ουρανούς σου, με τα βιβλία συμβάντων και αναφορών σου. Ούτε ένα εργοστάσιο μολυβιών δε θα σου ’φτανε για να κάτσεις να γράψεις τόσα ψέματα, αλλά πού εσύ, πού; Ιδέαν δεν είχες για τα διάφανα γυαλιά της εμπειρίας, πού να ’χεις ιδέαν, αρχηγέ πάντων των ολέθρων, πρίγκιπα της μπίρας, βασιλιά της σούρας, ψευτοδολοπλόκε και ψευτογκουρού, διδάκτορα του τίποτα, έτσι δεν έλεγες επειδή κι ο άλλος το έλεγε, έτσι έλεγες, για ξαναπέστο μας τώρα, για να ξαναπέστο, να δούμε, «Je suis docteur en rien», ωραία ε;, ωραία να λες.
Σου έγραψα, «Είμαι ερωτευμένος; – Ναι, αφού περιμένω», και το έγραφα σ’ εμένα. Σου έγραψα, «all’ acqua, all’ ombra, ai monti, ai fiori, all’ erbe, ai fonti, all’ eco, all’ aria, ai venti…», κι έσκισα το χαρτί, το έκανα κομμάτια, το έκαψα, το τσαλάκωσα, το πέταξα, πού να θυμάμαι πια; Και τώρα, να μην έχω λέξεις, μήτε το δάνειο του χρόνου, χωρίς λέξεις και δίχως χρόνο, πώς πας ξυπόλητος στ’ αγκάθια, Βελή; Πες μας πώς, να μάθουμε κι εμείς. Εσύ, Βελή, που φρόντιζες με τόσην επιμέλεια και το τελευταίο, και το πιο ασήμαντο σημείο στίξεως, εσύ, Βελή, ο μέγας μάγος του λόγου, ο ταχυδακτυλουργός των λέξεων, το Μέγα Αυτόματον της Γραφής, εσύ, το Ίνδαλμα του Εαυτού Σου, η λεκτομηχανή, ο από γραφομηχανής θεός, να σε τώρα, να σε, Βελή, δίχως δευτερόλεπτα και δίχως λέξεις, να πασχίζεις μια ώρα τώρα να γράψεις δέκα αράδες, να μοχθείς να χαράξεις έξι λέξεις στο χαρτί, να αφήσεις στη λευκή σελίδα πέντε κολυβογράμματα, να τσακίζεσαι να πεις τ’ ανείπωτα, τρέμοντας, με το στυλογράφο να τρεκλίζει, σαν κι εσένα, Βελή, τρεκλίζει ο στυλογράφος σου, ο παλιομπεκρής ο Parker, μ’ όποιον δάσκαλο καθίσεις τέτοια γράμματα θα μάθεις, πώς αλλιώς, ε, πώς αλλιώς, Βελή; Σκάσε και κολύμπα, σκάσε και πιες την μπίρα σου, Βελή!
Δεν πάει άλλο, το λέω, σ’ εμένα, το λέω και το ξαναλέω, και είμαι ανήμπορος να κάνω κάτι, μπορώ μονάχα να το λέω. Να σταματήσει πια ο φωνακλάς, αυτός που όλο με διαολίζει, που όλο μου απευθύνεται και με μέμφεται, και όλο μου λέει «Βελή το ένα» και «Βελή το άλλο». Τόσο καιρό, ξανά και ξανά, το ίδιο βιολί, Βελή, όπως, τόσο καιρό, το ίδιο τραγούδι, ξανά και ξανά, στο μαύρο κασετόφωνο. Κι οι λέξεις να μου λείπουν. Τόσο καιρό, οι λέξεις ν’ απουσιάζουν, η απώλεια των λέξεων να μ’ εξοντώνει, τέτοια εξουθένωση είναι αβάσταχτη, δεν έχω παρά μονάχα την μπίρα σύμμαχο, σήμερα την μπίρα, και αύριο την μπίρα επίσης.
Τι; Παίζεις και χάνεις, αυτό είν’ όλο; Δεν μπορεί, όχι, γαμώτο, δεν μπορεί. Κάποιο κόλπο θα υπάρχει, κάποιο τέχνασμα θα πρέπει να έχει απομείνει, και δεν το ’χω βρει, δεν το ’χω δοκιμάσει, δεν το έχω θέσει σε εφαρμογή. Αλλά θα υπάρχει, δεν μπορεί.
Ήδη, κάτι γράφω. Λέξεις είναι κι αυτές. Αν δεν τα παρατήσω, αν συνεχίσω, κάτι θα βγει. Κάπου θα φτάσω, κάτι θα βρεθεί. Ένας ρυθμός, έστω σπασμένος. Μια αλήθεια, έστω λειψή. Δεν μπορεί. Κάτι θα φανεί. Κάτι θα λάμψει, έστω για λίγο, σαν εκείνα τα σπίρτα στο ποίημα του Πρεβέρ, το ένα το πρόσωπό σου όλο για να δω, το δεύτερο τα μάτια σου για να χαρώ, το τρίτο το στόμα σου για ν’ απολαύσω, κι ύστερα το σκοτάδι το πηχτό, και τα λοιπά και τα λοιπά, γαμημένε Πρεβέρ, και ούτω καθεξής, γαμημένη ποίηση, και τα ρέστα μου, μπίρα γαμημένη, γαμημένο Παρίσι.
Σκατά ρυθμός, κι απόσκατα αλήθεια.



V.


Την πρώτη φορά που την αντίκρισε, στάθηκε αδύνατον να μην παρασυρθεί σε έναν μαραθώνιο μέθης, πασχίζοντας μ’ όση δύναμη μπόρεσε να επιστρατεύσει να την θυμηθεί, γιατί ήταν σίγουρος ότι την ήξερε, σχεδόν ανέκαθεν, σχεδόν από τα παιδικά του χρόνια, ναι, ήταν τόσο σίγουρος ώστε χώθηκε στης μπίρας τα μπουκάλια και χάθηκε στο χαμένο παρελθόν, σε όλα τα χαμένα Σαββατοκύριακα, σε όλες τις χαμένες ψευδαισθήσεις, σε όλα τα χαμένα όνειρα, για να την ξαναβρεί, να την ανασύρει από εκεί, να τη βρει σκαλίζοντας το πολύτιμο μπαούλο με τα τιμαλφή, ανακατεύοντας την τράπουλα της μνήμης ξανά και ξανά, στέλνοντας το συνειδητό στο διάβολο και ερωτοτροπώντας πάλι με το ασυνείδητο. Χώθηκε στης μπίρας τα μπουκάλια και χάθηκε σε βιβλία και σε τραγούδια, χάθηκε σε σελίδες και σε μελωδίες, σε σχέδια και προσδοκίες, σε λευκές νύχτες και σε βάναυσα πρωινά.
Την πρώτη φορά που την αντίκρισε, αισθάνθηκε την παρόρμηση, επιτακτική και συντριπτική, όπως κάθε φορά, όπως πάντα, χρόνια τώρα, δεκαετίες, να την πάρει από το χέρι και να φύγουν, μαζί, τώρα, ναι, τώρα, τούτη τη στιγμή, να φύγουν, να σηκωθούνε και να βγουν απ’ το ζυθεστιατόριο, από τη συνοικία, από την πόλη, απ’ τη χώρα.
Όπως τότε, στον Βόλο, το εβδομήντα εφτά~ με την όμορφη, βραχνή Μάρθα – «Όταν έχεις πιει, το χαμόγελό σου θυμίζει αγριοτριαντάφυλλα και Τζέημς Ντην», του είχε πει χαμογελώντας, ελαφρώς μεθυσμένη και η ίδια. Όπως το ογδόντα ένα, στην Μπολώνια, με τη Σύνθια, που έκανε την αποκοτιά να τον ακολουθήσει, να του δώσει πρώτα το χέρι της κι ύστερα όλα τ’ άλλα, μια βροχερή μέρα του Σεπτέμβρη, και του επέτρεψε να τη φιλοξενήσει στα όνειρα και τους εφιάλτες του, στα γέλια και στα κλάματα εκείνης της ακόμη νεογέννητης δεκαετίας. Όπως αργότερα, το ογδόντα τέσσερα, στο Βερολίνο, με την Χριστίνα, ύστερα από μιαν απαγγελία του Άλλεν Γκίνσμπεργκ, ύστερα από δεκάδες μπίρες, δεκάδες σναπς, και δεκάδες τεκίλες, για να περιπλανηθούνε, χαράματα πια, στην Εκκλησία της Μνήμης, κι ύστερα στο Κρόιτσμπεργκ, και μετά, δίχως να το καταλάβουν, στην Αθήνα, στα σοκάκια της Πλάκας, και να μείνουνε μαζί για τρία μεθυσμένα, μάλλον απερίσκεπτα, και, ναι, μάλλον αμέριμνα χρόνια. Όπως το ενενήντα, με την Όλγα, στα πάντα πυρωμένα Εξάρχεια, ένα μελαγχολικό απόγευμα, παρ’ όλο τον ήλιο και το κρασί, σ’ ένα παραλήρημα ευθυμίας και ευφυΐας, καθώς ήσαν κι οι δύο, από το πρώτο δευτερόλεπτο, δεσμώτες ενός, χαριτωμένου στην αρχή και ολέθριου μετέπειτα, ανταγωνισμού, καθώς κοιτάζονταν στα μάτια κι αναμετριόντουσαν από την πρώτη στιγμή, σαν δύο μονομάχοι, αλλά και σαν δύο ορφανά παιδάκια στη μέση ενός πολέμου, πλάι σε πτώματα κι ερείπια, ναι, σαν παιδάκια που λαχταρούν να σμίξουν και να ζεστάνουν το ένα το άλλο, αλλά είναι πολύ τρομαγμένα ακόμη, πολύ κλεισμένα το καθένα στην πρόωρη και άδικη φρίκη του.
Απέστρεψε το βλέμμα, το βύθισε αρχικά στο ποτήρι του, το κατεύθυνε στο τσιγάρο του που άρχιζε να του καίει τα δάχτυλα, μετά το γύρισε προς τη μεριά της μεγάλης φωτογραφίας του Τσιτσάνη που δέσποζε στον απέναντι τοίχο – μειλίχιο χαμόγελο, μειλίχια μάτια, μειλίχιες μουζικούλες: αυτό ήταν ο Τσιτσάνης, αυτό.
Σήκωσε το χέρι κι ένευσε στον ευγενικό κύριο Στέργιο να φέρει ακόμα μία μπίρα. Ήταν μια απ’ τις παλιές αγαπημένες του συνήθειες – όταν αισθανόταν θαλπωρή σ’ ένα από τα στέκια του, απλώς ένευε όταν ήθελε να παραγγείλει, δεν φώναζε, μονάχα ένευε, ανεπαισθήτως μάλιστα, ήξερε ότι τον φροντίζουν και τους φρόντιζε κι αυτός, όλα γίνονταν απαλά, χωρίς την παραμικρή οξύτητα, δίχως την παραμικρή ένταση, σαν θρόισμα, σαν ψίθυρος, σαν γλυκιά, ζεστή ανάσα.
Απέστρεψε το βλέμμα, λοιπόν, το απέστρεψε, δεν αφέθηκε στη δίνη τούτη τη φορά, όχι, ήταν προσεκτικός, ναι, προσεκτικός, όχι όμως κι επιφυλακτικός, πώς μπορούσε άλλωστε; Μια θητεία στην μουσική των βλεμμάτων, στις άριες των χειρονομιών, στις διφωνίες των συγκινήσεων – όχι, ποτέ επιφυλακτικός, ό,τι κι αν έκανε, ό,τι κι αν σκεφτόταν, δεν κατάφερνε, ούτε και ήθελε άλλωστε, να είναι επιφυλακτικός. Ήταν τυχερός, έλεγε, είχε ωραίους φίλους και γενναίες γυναίκες – κι αυτό ήταν η τύχη του η καλή, η υπερτάτη τύχη του, αυτό που τον έκανε να γίνει ό,τι έμελλε να γίνει, ένα πάτσγουορκ ανθρώπων, αναμνήσεων, αναθυμιάσεων, ένα παζλ μάλλον εύκολο στη λύση του, ίσως κουραστικό ενίοτε, πάντως εύκολο, μια επικόλληση, ναι, ένα κολλάζ συναισθημάτων, συγκινήσεων, οραμάτων, καθημερινών συντριβών και θριάμβων, αυτοσχέδιων επετείων και παράφορων τελετουργιών, ναι, έτσι ήταν, αυτό ήταν, αυτός ήταν, μέσα στα γέλια και στα κλάματα των δεκαετιών.
Άνοιξε η πόρτα και μπήκε ένα πιτσιρίκι. Πουλούσε λουλούδια, τριαντάφυλλα, κόκκινα. Του έλειπαν μερικά δόντια, τα μαλλιά του ήσαν ανυπότακτα, πετούσαν δώθε κείθε, και το βλέμμα του έκλαιγε, μια αντίστιξη με το τόσο πρώιμο επαγγελματικό χαμόγελό του. «Πάρε, για την κοπέλα σου», είπε στον Άρη Βελή. «Δεν είναι κοπέλα μου», απάντησε στον πιτσιρίκο. «Έλα, πάρε», επέμεινε ο μικρός. «Δώσ’ τα, όλα», είπε ο Βελής. «Πόσο;»
Ένευσε στον κύριο Στέργιο, κι αυτός έφερε μια καράφα. Βόλεψαν εκεί τα τριαντάφυλλα. Κοιτάχτηκαν, η Βέρα κι ο Βελής. Ο Βελής παράγγειλε κι άλλη μπίρα. Η Βέρα, κι άλλο κρασί. Ο Βελής άναψε ακόμα ένα Gitanes. Η Βέρα, ακόμα ένα Gauloises. Την ξανακοίταξε. Το φάντασμα της Όλγας έκανε μιαν ακαριαία επίσκεψη, αλλά το βλέμμα της Βέρας το απόδιωξε, όχι, όχι πια, δεν θα είναι πια παρούσα η Όλγα, θα χαθεί, χάθηκε, έχει πια χαθεί, εξαχνώθηκε, έσβησε, δεν ακούγεται πια η σκληρή της μουσική, δεν υπάρχουνε πια στο τζουκ-μποξ του μυαλού του τα βάναυσα τραγούδια της.




VI.

Την είδα. Ήταν εκείνη. Ήταν αυτή. Την είδα. Και δεν, όχι, δεν, δεν μπορούσα να την κοιτάξω. Απέστρεφα το βλέμμα. Το ποτήρι, μια σωτηρία το ποτήρι, και πάλι, ναι, βύθιζα το βλέμμα στο ποτήρι, το γύριζα, το βλέμμα, στον κύριο Στέργιο, το έστελνα εκεί που είχα στείλει τον καπνό του τσιγάρου, το επανέφερα στη σαλάτα, το κατεύθυνα στο πιρούνι, το πήγαινα κοντά στη φωτογραφία του Τσιτσάνη, το ταξίδευα στο παρελθόν, το στριφογύριζα αργά πάνω απ’ την κόκκινη έρημο, το εκτόξευα στο πρώτο βιβλίο που διάβασα, το εξακόντιζα στο πρώτο βιβλίο που έγραψα, το διαολόστελνα στον πρώτο έρωτά μου, το τσάκιζα στην πρώτη μου αμαρτία.
Έκανα το βλέμμα μου αυτί και του ’λεγα να κάτσει καλά και ν’ ακούσει το «Σαν Μαγεμένο Το Μυαλό Μου Φτερουγίζει», ν’ ακούσει το θρόισμα των φύλλων σ’ ένα κακομεταφρασμένο ποίημα του Πεσσόα, ν’ ακούσει το τρίξιμο των ξύλων της πυράς σε μια προσκοπική κατασκήνωση, ν’ ακούσει το Adagio του Αλμπινόνι χωρίς να βγάζει κιχ, ν’ ακούσει τη βραχνή φωνή της Μάρθας να ψιθυρίζει, ν’ ακούσει τα γέλια και τα κλάματα μιας δεκαετίας, ν’ ακούσει τον ορυμαγδό των πρώτων οδομαχιών, ν’ ακούσει ξανά το «It’s What I Am Doing When I Miss You» με τον Michel Petrucciani (εννέα λεπτά, παρακαλώ, και σαράντα έξι δεύτερα, κι απαγορεύονται ρητώς οι περικοπές), ν’ ακούσει τον κόκκινο άνεμο, ν’ αφουγκραστεί, σαν τους Ινδιάνους, τη χλόη να βλασταίνει, ν’ αφουγκραστεί σαν τους ερωτευμένους τον ήχο που αφήνουν τα δάκρυα όταν κυλάνε στα μάγουλα.
Έκανα το βλέμμα μου ρουθούνι και το έβαλα να μυρίσει τα φύλλα και το χώμα μετά τη βροχή, να οσφρανθεί ξανά το πρώτο ξύπνημα του έρωτα, να απολαύσει την ευωδιά του καφέ και του κακάο της εφηβείας, να χαρεί και πάλι τον καπνό του πρώτου τσιγάρου, να τρελαθεί χωμένο στο χρυσόξανθο και κόκκινο δώρο της γυμνής Μάρθας.
Έκανα το βλέμμα μου ακροδάχτυλο και το έβαλα ν’ αγγίξει πάλι το λακκάκι στο μάγουλο της Όλγας, να κυλήσει στην σπονδυλική της στήλη, να γαργαλήσει απαλά τη μασχάλη της, να περάσει ανεπαίσθητα πάνω στο αριστερό της βλέφαρο, να καεί σμίγοντας με τη θηλή της.
Το έκανα γλώσσα το βλέμμα μου και γεύτηκε πάλι το πρώτο κεράσι, γεύτηκε το πρώτο παγωτό κρέμα, γεύτηκε το πρώτο αχλάδι, το πρώτο μήλο, το πρώτο ροδάκινο – κι ύστερα γεύτηκε το δέρμα της Χριστίνας, μια φορά που παίζαμε μεθυσμένοι – πάντα μεθυσμένοι ήμασταν με τη Χριστίνα, τρία χρόνια μεθυσμένοι ήμασταν με τη Χριστίνα, της γέμιζα το ποτήρι, μου γέμιζε το ποτήρι, κι αδειάζαμε τους εαυτούς μας – ναι, το δέρμα της Χριστίνας αλειμμένο με ροδάκινο, έτσι είπα στη γλώσσα μου να το γευτεί και πάλι.
Μονάχα σ’ αυτήν να μη σταθεί. Μονάχα σ’ αυτήν…
Ήταν όμορφη. Αλλά δεν ήταν μονάχα αυτό. Πάντως, ήταν όμορφη. Είχε μάτια μελιά με σμαραγδένιες μαρμαρυγές και κάτι να χρυσίζει μέσα τους. Τα φρύδια της ήσαν πυκνά χρυσόμαυρα τόξα, πολύ στιλπνά όπως και τα μαλλιά της που δεν μπορούσες ν’ αποφασίσεις για το χρώμα τους μεμιάς~ πότε τα έβλεπες καστανόξανθα, πότε χρυσόμαυρα όπως τα φρύδια, πότε διέκρινες κάτι γαλάζιο να τρεμοπαίζει εκεί. Είχαν ένα χρώμα που δεν το έβλεπες τόσο, όσο το άκουγες, το μύριζες, το άγγιζες, το γευόσουν.
Άκουγες γαλάζια νερά να κυλάνε στα μαλλιά της, μύριζαν φρούτα του δάσους τα μαλλιά της, θα αισθανόσουν ότι αγγίζεις βότσαλο της ακρογιαλιάς ζεσταμένο από τον ήλιο αν άγγιζες τα μαλλιά της, κι αν τα γευόσουν τα μαλλιά της θα έλεγες σίγουρα ότι γεύεσαι ροδάκινο με μια στάλα χυμό μπανάνας χυμένο πάνω τους.
Η μύτη της ήταν ένα κόσμημα. Ελαφρώς ανασηκωμένη, αγέρωχη όπως το βλέμμα της, θύμιζε κακομαθημένο παιδί κάποιες στιγμές, απείχε ιδανικά από τα χείλη της.
Τα χείλη της –θυμήσου, Βελή!– τα χείλη της ήσαν όλη η ποίηση του Rimbaud (ναι, έτσι γράψ’ το, με λατινικά στοιχεία, s’il vous plait, κάθαρμα!) και του Lautréamont μαζί, ναι, όλη αυτή η ποίηση ήσαν τα χείλη της, αλλά πάνω απ’ όλα ήταν μουσική, πάνω απ’ όλα ήταν μουσική τα χείλη της, ήσαν μελωδίες που ξεχείλιζαν τα χείλη της, μελωδίες που απλώνονταν παντού, που κατακτούσαν όλα τα εδάφη, όλο τον εναέριο και ενάλιο και υποβρύχιο, και ό,τι άλλο πεις εσύ, χώρο, που σου θύμιζαν το ακαριαίο εκείνο απόφθεγμα, άντε, έλα, πες το, κομπορρήμονα, Βελή – ναι, θα το πω, γιατί έτσι ήταν, δεν πρόκειται για λόγια εδώ, έτσι ήταν όντως, θα το πω και θα το γράψω αμέσως, πάραυτα, τώρα δα, το συγκλονιστικό The Map is not the Territory, του Κόμητος Alfred von Korzybski – ναι, τέτοιες μελωδίες ήσαν τα χείλη της, μελωδίες που σου θύμιζαν το All of You με τον Miles και το Whisper not, κυρίως, ιδίως, πρωτίστως, απαρεγκλίτως, και αδυσώπητα το Whisper not, αλλά με τον Art Blakey, αλλά στο Olympia, αλλά στο Παρίσι, αλλά στα 1958, το χειμώνα, αυτή η εκτέλεση και καμία, το υπογραμμίζω και το τονίζω και το γράφω με πλάγια στοιχεία (με italics, άγνοε Βελή!), τέλος πάντων, έστω, ας είναι, το γράφω με italics, και το υπογραμμίζω, καμία, μονάχα αυτή και όχι άλλη εκτέλεση, και ήσαν, για τα χείλη της λέω, ανόητοι, ήσαν, λοιπόν, τα χείλη της, η παρτιτούρα του Straight, No Chaser (Πιάσ’ την και ζωγράφισ’ την, που έλεγε και το παλιό καλαμπούρι!), ήσαν τα γαλλικά του Brian Ferry στο A Song for Europe (Ανυπέρβλητα! Όσο και ο café au lait έξω από τον Άγιο Σουλπίκιο!), ήσαν το σαξόφωνο του A Love Supreme (Πρώτα κλαίει, μετά εξιστορεί), ήσαν τα τύμπανα και η φωνή του Levon Helm (αμφότερα περήφανα, αμφότερα ανήμπορα να δεχτούν την όποια ήττα, όπως εσύ, Βέρα) στο The Night They Drove Old Dixie Down, ήσαν η κιθάρα του R. G. στο πρελούδιο του A Million Miles Away (πιο γλυκιά κι από κεράσι, πιο θρηνητική κι από ποίημα του Σεφέρη), ήσαν η περήφανη απόγνωση του Alex Harvey στο Next (Ποιος ξέρει, Αγάπη μου, ότι κλείνει το μάτι στον Norman Mailer, πες μου, ποιος;), ήσαν η επινοημένη και επινοητική παράνοια του Uri Caine στον Αποχαιρετισμό απ’ το Τραγούδι της Γης (σχεδόν αβάσταχτη!), και ο σπαραγμός του Nick Cave όταν παλεύει με τη Nina Simone στο Plain Gold Ring (Έχω παραγγείλει κι εγώ ένα δαχτυλίδι, να το ξέρεις, και θα κλάψω κι εγώ γι’ αυτό!), και η στιβαρή, μα συνάμα εύθραυστη κι ευάλωτη φωνή του John Cale όταν ξεσκίζει το Heartbreak Hotel του Βασιλιά Έλβις (ανυπέρβλητη, και τόσο αξιοζήλευτη, πατροκτονία!), και, εν είδει αντιστίξεως, το ακάματο θράσος του Dylan στο It Ain’t Me, Babe (Μας μεγάλωσε, μας ανάθρεψε, μας γαλούχησε, μας τσάκισε!), και η βραχνάδα του Tom Waits όταν μας λέει το (Πες, Βελή, ποιο; Έλα, έλα τώρα, πες το, γράψ’ το, φώναξέ το, διαλάλησέ το, τελάλη μου, εσύ!), ναι, όταν μας λέει το Invitation to the Blues (Ποιο άλλο;), και η απόλυτη, σχεδόν παιδιάστικη, τόσο, μα τόσο αφοπλιστικά αφελής τρυφερότητα (μακριά από σένανε, Βελή, μακριά!) του Robbie Robertson σε μιαν αλησμόνητη, γαμημένη (Πρόσεχε πώς μιλάς, πρόσεχε πώς γράφεις, τσόγλανε Βελή!) στροφή του Out of the Blue (Πώς να μη λιώσουν οι πάγοι, πώς να μην επέλθει η τήξις του χάλυβος;), και η απόλυτη, η ειλικρινέστατη μεταμέλεια του Roger Waters και του David Gilmore απέναντι στον οσιομάρτυρα Syd Barrett όπως καρακαταδηλώνεται στο Shine On You, Crazy Diamond (Σιγά μην το άφηνες απέξω, δολιοφθορέα Βελή!), και σαν όλο το Tijuana Moods, ναι, σαν όλο αυτό το αριστούργημα όμορφα να είναι, και να μείνουν, ες αεί, Βελή, τα μάτια της, είτε ανοιχτά σαν είναι και σε κάνουνε κομμάτια, είτε όταν κοιμάται και τα κλείνει, και είναι πάλι όμορφα όσο το αριστούργημα του Mingus, όσο η παραφορά του Ysabel’s Table Dance, όσο το Los Mariachis, και όσο το Flamingo (Μακριά απ’ το χορό, πολλά τραγούδια λένε!).
Και τ’ αυτιά της ήσαν όμορφα, ήσαν όμορφα σαν φράσεις, όχι σαν φράσεις που θα ήθελες να τις ψιθυρίσεις βαθιά μέσα τους, αλλά σαν φράσεις που θα ήθελες να σου ψιθυρίσουν αυτά, φράσεις σαν ανεπαίσθητο χνώτο των αυτιών αυτών, ναι, τόσο όμορφα ήσαν τ’ αυτιά της, όμορφα σαν τη φράση, «Chaque objet de votre monde a pour moi un autre sens que pour vous», και όμορφα σαν τη φράση, «Je veux que ma poésie puisse être lue par une jeune fille de quatorze ans», και όμορφα σαν τη φράση, «Tempus passes but does not yet fugit», και όμορφα σαν τη φράση, «Και πριν τελειώσει η μέρα, είχαμε σκορπίσει σαν τ’ άστρα και σαν τη βροχή», και όμορφα σαν τη φράση, «snapshots of a closed forgotten world», και όμορφα σαν τη φράση, «Περνούσαν τα ευχάριστα απογεύματά τους σχεδιάζοντας πραξικοπήματα και συνωμοσίες», και όμορφα σαν τη φράση, «Friendship is a gift which can’t be given back, although it can be taken away», και όμορφα σαν τη φράση, «Πίνοντας ως το φουκαριάρικο συκώτι μου», και όμορφα σαν τη φράση, «Well, old unhappy far off things and battles long ago, but scars are still there», και όμορφα σαν τη φράση, «Έλα να δειπνήσουμε πρώτα, για να καταστρώσουμε κατόπιν με ησυχία τα σχέδιά μας», και όμορφα σαν τη φράση, «Faster than thought, and with less sound than a tear», και όμορφα σαν τη φράση, «Τίποτε δεν είναι πιο ωραίο όσο η αρχή μιας μεγάλης συνωμοσίας», και όμορφα σαν τη φράση, «Leave your nail-marks in the gray slope as you slide», και όμορφα σαν τη φράση, «Καταλαβαίνω πως πρέπει ν’ αρχίσω τις προετοιμασίες για έναν πόλεμο που νόμιζα ότι είχε τελειώσει», και όμορφα σαν τη φράση, «Φιλημένοι Φίλοι Φιλήθηκαν», και όμορφα σαν τη φράση, «Σου καθαρίζω ένα ροδάκινο», και όμορφα σαν τη φράση, «Το ένα δεν είναι το μισό του δύο αλλά τα δύο μισά του ένα», και όμορφα σαν τη φράση, «Ακόμα ένα λεπτό, και θα ’ναι αύριο», ναι, τόσο, τόσο, τόσο όμορφα ήσαν αυτιά της, τόσο όμορφα ήσαν, σαν τη φράση, «Ξημερώνει~ φίλησέ με, φίλα με παντού» ήσαν τόσο όμορφα, σαν την πιο όμορφη φράση του κόσμου ήσαν όμορφα τ’ αυτιά της, σαν τη φράση, «All the world is like this valley called Jarama», τόσο όμορφα, ναι, Βελή, ναι, τόσο όμορφα ήσαν τ’ αυτιά της.

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Πλατεία Παπαδιαμάντη, Νοέμβριος 2007-11-23


Σύνοψη

Ο συγγραφέας Νίκος Βελής πασχίζει απεγνωσμένα να πιει την τελευταία μπίρα του. Αλλά δεν υπάρχει τελευταία μπίρα. Ποτέ. Ο ζύθος, όπως και ζόφος, είναι παντού, και ο Βελής ενδίδει, ξανά και ξανά, στο θέλγητρο του αλκοόλ, στην παραμυθία της μέθης, στην διαλεκτική του οινοπνεύματος. Μονάχα έτσι μπορεί να ανατρέξει στο Παρελθόν, να αναθυμηθεί παλιούς έρωτες, περιπλανήσεις στο Παρίσι και στο Βερολίνο, σελίδες από αγαπημένα βιβλία. Μέσω της μπίρας φτάνει στην καρδιά του χρόνου, αναμετριέται με τις ελεεινές αλλά και με τις εξαίσιες στιγμές του, θυμώνει με τον εαυτό του αλλά και φιλιώνει με ό,τι τον απαρτίζει. Το αλκοόλ, οι μπίρες, είναι η κολυμπήθρα που μέσα της ο Βελής βαπτίζει ό,τι τον συγκλονίζει, κι έτσι η έξη δεν είναι σωματική αλλά ψυχική. Η Έξη είναι αυτό που τον συνδέει με την Λέξη, ήτοι με τον πυρήνα, το κέντρο, και το νόημα της ζωής του. Ο Νίκος Βελής είναι ένας ελεύθερος πολιορκημένος, ένας εθελούσιος δεσμώτης. Πίνει για να γράφει, και γράφει για να θυμάται. Και θυμάται για να πίνει. Αυτή είναι η δουλεία του. Αυτή είναι η δουλειά του. Και την κάνει όσο πιο καλά μπορεί.



Βιογραφικό


Ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης γεννήθηκε στις 10 Απριλίου του 1960. Είναι ποιητής, μεταφραστής και συγγραφέας. Σπούδασε οικονομικά στην Ανωτάτη Βιομηχανική Σχολή Πειραιώς, κινηματογράφο στη Σχολή Σταυράκου, και φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Bielefeld, στη Γερμανία.
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, άρχισε να ζει ελεύθερα και όχι δίχως περιπέτειες στην Αθήνα, να γράφει σε έντυπα του λεγόμενου περιθωρίου, όπως το Ιδεοδρόμιο του Λεωνίδα Χρηστάκη και η Χιονάτη του Βαγγέλη Κοτρώνη, και να συνθέτει ποιήματα και πεζογραφήματα. Κείμενά του δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά όπως η Οδός Πανός, ο Ήχος, το Κάππα, η Λέξη, η Πολιορκία, και άλλα.
Ο τρόπος ζωής του τον οδήγησε στη συστηματική μελέτη των λεγόμενων «ιστορικών πρωτοποριών» (Φουτουρισμός, Dada, Υπερρεαλισμός), των Beat ποιητών και συγγραφέων, καθώς και του ρεύματος για την «υπέρβαση και την πραγμάτωση της Τέχνης» (Cobra, Λεττριστές, Καταστασιακοί). Καρπός αυτών των αναζητήσεών του είναι τα πολυσυζητημένα του βιβλία για τον William S. Burroughs, για την Internationale Situationniste, για τον Guy Debord, για τον Μάη του ’68.
Ίδρυσε και διευθύνει την επιθεώρηση Propaganda, όπου δημοσιεύονται κρίσιμα κείμενα για την πολιτική και την κουλτούρα των καιρών μας.
Πολυπράγμων και πάντα ανήσυχος, δεν έπαψε να προτιμά τις συλλογικές δραστηριότητες, να βρίσκει συνενόχους στο παιχνίδι της ζωής και στη ζωή του παιχνιδιού, να επιζητεί διαρκώς την περιπέτεια της ποίησης και την ποίηση της περιπέτειας. Οι εμπειρίες του τον ώθησαν στη σύνθεση αυτοβιογραφικών κειμένων, όπου συνδυάζεται αρμονικά μια εμπρηστική λογοτεχνικότητα με έναν μεστό δοκιμιακό λόγο. Όπως λέει συχνά, δρα και γράφει «με καρδιά από φλόγα και με μυαλό από πάγο».
Συνεργάζεται τακτικά με τα περιοδικά Το Δέντρο και Σημειώσεις, καθώς και με το «Έψιλον» της «Ελευθεροτυπίας». Παράγει και παρουσιάζει τις ραδιοφωνικές εκπομπές «Το Θρόισμα των Φύλλων» και «Κουλτούρα να φύγουμε» (για τον σταθμό «Στο Κόκκινο, 105.5 FM»). Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.

ΕΡΓΑ

ΠΟΙΗΣΗ

Σκοτεινά Τοπία (Ερατώ, 1986)
Εκδρομή στο Παρελθόν (Ερατώ, 1990)
Έγγραφος Ίλιγγος (Άρκτος, 1993)
Paris, Παρίσι (Κέδρος, 2003)
La Vie est Belle, et Facile (Ερατώ, 2004)
Ω! (Οξύ, 2007)

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

Κόκκινες Νύχτες (Ερατώ, 1985)
Η Λογική των Γεγονότων (Οξύ, 1996)
Βιβλίο Συμβάντων και Αναφορών (Ερατώ, 1996)
Η Μουσική των Γεγονότων (Ερατώ, 1998)
Au Revoir (Νεφέλη, 1999)
Harolypi’s Blues (Μεταίχμιο, 2003)
Η Φυλή των Happy Few (Ηλέκτρα, 2004)

ΜΕΛΕΤΕΣ

Βορειοδυτικό Πέρασμα (Ελεύθερος Τύπος, 1992 και Οξύ, 2001)
Προλογίζοντας Έναν Αιώνα (Οξύ, 1995)
William S. Burroughs (Οξύ, 2001)
Πολύ Αργά Για Ήρωες (Κέδρος, 2001)
Μάης του 68: Η Περιπέτεια (Ερατώ, 2001)
Guy Debord (Printa, 2001)
Τροβαδούροι (Ιανός, 2006)

ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΕΣ

Η Έρημη Γη (με τον Ηλία Λάγιο και τον Νάσο Βαγενά, Ερατώ, 1996)
Robert Fischer: Μια Αυτοδίδακτη Μεγαλοφυΐα (με τον Ηλία Κουρκουνάκη, Διόπτρα, 2004)
Jose Raul Capablanca: Διαισθητικό Ταλέντο (με τον Ηλία Κουρκουνάκη, Διόπτρα, 2005)

ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ

Μπομπ Ντύλαν: Τραγούδια [1ος Τόμος] (Ιανός)

Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ: Λολίτα (Πατάκης), Μια Ρωσίδα Καλλονή (Ερατώ), Η Άμυνα του Λούζιν (Μεταίχμιο), Ρήγας, Ντάμα, Βαλές (Ερατώ), Απόγνωση (Δελφίνι), Το Μάτι (Ερατώ), Μαίρη (Μεταίχμιο).

Σαλμάν Ρούσντι: Σατανικοί Στίχοι (Ψυχογιός), Παραφορά (Ψυχογιός), Όνειδος (Ψυχογιός).

Τζέιμς Νόουλσον: Σάμιουελ Μπέκετ (Scripta).

Πατρίσια Χάισμιθ: Χωρίς Ενοχές (Μεταίχμιο).

Τζέιμς Έλροϊ: Ρέκβιεμ για τον Μπράουν (Μεταίχμιο).

Χένρυ Τζέιμς: Το Πορτραίτο μιας Κυρίας (Καστανιώτης).

Τίμπορ Φίσερ: Η Συμμορία της Διανόησης (Πατάκης)

Μοντερκάι Ρίτσλερ: Ο κόσμος του Μπάρνεϊ (Πόλις)

Τρούμαν Καπότε: Μύριαμ (Ερατώ)

Επίσης έχει μεταφράσει έργα των: Κενζαμπούρο Όε, Ουίλλιαμ Γκόλντινγκ, Ίαν ΜακΓιούαν, Φραντς Κάφκα, Ντάσιελ Χάμμετ, Άγκαθα Κρίστι, Μάθιου Γκέιλ, Τζ. Γκ. Μπάλαρντ, κ.ά.

Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2010

Στον Πειραιά με τον Πάνο Χαραλάμπους


Radio/Action


«Η ποίηση πρέπει να βλέπεται, όχι να ακούγεται~ η μουσική πρέπει να είναι σκληρή σαν κόκαλο~ η ζωγραφική πρέπει να σκέφτεται» [Νικόλας Κάλας]


Χθες, 10 Ιανουαρίου, στην εκπομπή Radio Propaganda/ Η Φωνή της Λαϊκής Ελίτ, στο Κανάλι 1, 90,4 FM και www.kanaliena.gr, ο Μπαμπασάκης είχε καλεσμένο τον εικαστικό και καθηγητή στην ΑΣΚΤ Πάνο Χαραλάμπους. Παρούσα και η Ελεάννα Μαρτίνου, υπεύθυνη για τα εικαστικά στην Radio Propaganda.

Παίξαμε μουσικές εξαίσιες, σε μια μελωδική αντισφαίριση που μας ταξίδεψε σχεδόν σε όλο τον πλανήτη: Johnny Cash και Γιάννης Αγγελάκας, Ιωάννης Elliott (συνθέτης κομματιών εις μνήμην του Ιωάννη Kerouac) και Ιωάννης Lennon. Επίσης, ο Χαραλάμπους μας έστειλε στο υπερπέραν με τα μουσικοτεμάχια του Hans Werner Henze (ποίηση του Μιχάλη Κατσαρού μεταφρασμένη από τον Hans Magnus Enzensberger) και κυρίως του αδιανόητου Τούρκου μαιτρ Erkin Koray, τον οποίο ομοφώνως ανακηρύξαμε σε Frank Zappa της Ανατολής.

Συζητήσαμε για την κατάσταση των εικαστικών τεχνών σήμερα, για την ιστορία και την εξέλιξη των μορφών, και παρουσιάσαμε τον πρώτο τόμο/τεύχος του εντύπου alloglotta (αφιερωμένο στη διαλεκτική Θορύβου/Σιωπής).

Μιλήσαμε για σημαντικά βιβλία περί τα εικαστικά όπως τα: Η Τέχνη την Εποχή της Διακύβευσης, του σπουδαίου Νικόλα Κάλα (εκδ. Άγρα), Ο Oscar Wilde Ζει, του μνημειώδους Arthur Cravan (εκδ. Φαρφουλάς), και το λίαν ενδιαφέρον πόνημα Ερμηνείες του Πραγματικού/Η σύγχρονη τέχνη στη δεκαετία του 1980, του Χάρη Σαββόπουλου (εκδ. Πλέθρον).

Το ωραίο είναι ότι ρίξαμε το σύνθημα «Δημιουργία ή Θάνατος», καθώς και την υπέροχη ιδέα να ιδρυθεί Ανωτάτη Σχολή Τέχνης στον Πειραιά, μια ιδέα που αναπτύξαμε εν συνεχεία εκτενώς.

ΝΑΙ, ΛΟΙΠΟΝ, ΑΝΩΤΑΤΗ ΣΧΟΛΗ ΤΕΧΝΗΣ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ!

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Πλατεία Παπαδιαμάντη, 11 Ιαν. 2010

Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2010

ΖΕΝΕΡΙΚ (Ιανουαρίου)


Diavazontas8

(Από το νέο τεύχος του Περιοδικού ΔΑΙΑΒΑΖΩ)

Ζενερίκ





Κάποιος που παρακολουθούσα πήγε στην εξοχή για περίπατο, Κυριακή απόγευμα, αλλά χάθηκε. Αναγκάστηκα να του δείξω το δρόμο της επιστροφής.
Ντάσιελ Χάμμετ


Ξέρουμε ότι, εκτός από τον Borges φυσικά, το αστυνομικό αφήγημα βρήκε πολλούς και ενίοτε απρόσμενους υπερασπιστές. Συνεχίζει να βρίσκει. Το λίαν ενδιαφέρον, στα τέλη του 20ού και στις αρχές του 21ου αιώνα, δεν είναι τόσο οι πολυάριθμοι συνήγοροι του είδους, ούτε οι θιασώτες του, όσο εκείνοι που αναλαμβάνουν, στην αρχή εν είδει ανάπαυλας από άλλες εργασίες, εν συνεχεία όμως με μεθοδικό πάθος και παθιασμένη μεθοδικότητα, να γίνουν λειτουργοί του. Αρχιτέκτονες, στοχαστές, θεωρητικοί, μεταφραστές, ακτιβιστές, γίνονται, με ολοένα και πιο δυναμική επιτυχία, συγγραφείς αστυνομικών αφηγημάτων. Κι ακόμα, το εμπλουτίζουν ενθέτοντας νέα, όχι και τόσο απροσδόκητα πάντως, στοιχεία, και φαίνεται ότι κερδίζουν ένα διπλό στοίχημα: να στρέφουν εκ νέου στο είδος τους παλιούς και, συνάμα, να ελκύουν ένα σημαντικό, τόσο αριθμητικά όσο και ποιοτικά, κοινό πιτσιρικάδων. Εξ ου και η ανάληψη της έκδοσης αστυνομικών όχι από οίκους ειδικευμένους στα λεγόμενα βιβλία περιπτέρου (από όπου και η περιλάλητη ετικέτα ΒΙΠΕΡ) αλλά από οίκους που υπερασπίζονται με ευπρόσδεκτο φανατισμό την ποιότητα, τόσο ως προς την επιλογή τίτλων όσο και ως προς την τυπογραφική επεξεργασία (στη χώρα μας: Άγρα, Πόλις, Ερατώ, Μεταίχμιο, κ.ά.)
Μια ολιγόλεκτη (όπως θα έλεγε ο Νίκος Καρούζος) ανασκόπηση θα έδειχνε ότι για το πέρασμα του αστυνομικού αναγνώσματος από την ανυποληψία στην ανυπόκριτη αποδοχή συνετέλεσαν κάποιοι κάπως υπόγειοι παράγοντες, όσον αφορά στη δική μου γενιά τουλάχιστον: η ταινία Αμερικανός Φίλος του Wim Wenders, η οποία ως γνωστόν είναι βασισμένη στο Ripley’s Game (1974) της Patricia Highsmith, το τρίτο μυθιστόρημα της πενταλογίας με πρωταγωνιστή τον Τομ Ρίπλεϋ (βλ. Το παιχνίδι του Ρίπλεϋ, μτφρ. Ανδρέας Αποστολίδης, εκδ. Άγρα)~ τα εγκώμια που επεφύλασσαν στο έργο της Highsmith, και άλλων συγγραφέων του είδους, οι αποτελούντες μια ωραία παρέα στα μέσα της δεκαετίας του 1970, με κέντρο την Κυψέλη, και ιδίως τον μακαρίτη φίλο μας Χρήστο Βακαλόπουλο~ σκόρπιες, αλλά κρίσιμες για μας, αναφορές σε ήρωες αστυνομικών ή και σε εγκληματικέ μορφές εν γένει μέσα σε ποιήματα αγαπημένων μας δημιουργών, όπως ο Τάσος Δενέγρης~ η μετάφραση έργων του Raymond Chandler από μια εμβληματική μορφή του διευρυμένου κύκλου μας, ήτοι από τον Νίκο Μπαλή (ένα γεγονός που έπεσε σαν κεραυνός και προκάλεσε θυελλώδεις συζητήσεις, οι οποίες εντέλει ευνόησαν τη δεξίωση του είδους από ολοένα και περισσότερους συμπατριώτες μας)~ η έκδοση του ξακουστού δοκιμίου «Η Απλή Τέχνη του Φόνου» του Raymond Chandler από την Ερατώ (εν συνεχεία το δοκίμιο κυκλοφόρησε τόσο από την Άγρα, στον τόμο Ανατομία του Αστυνομικού Μυθιστορήματος, 1986 και 2009, όσο και από το Λυχνάρι, 2006 – αμφότερα θα τα παρουσιάσουμε προσεχώς στη στήλη)~ τέλος, η κάπως αλλόκοτη (αλλά στην Αθήνα των πρώτων χρόνων της Μεταπολίτευσης σχεδόν τίποτα δεν μας φαινόταν αλλόκοτο) συσχέτιση του αστυνομικού αφηγήματος, ιδίως της noir εκδοχής του, με τη λογοτεχνία, και τον τρόπο ζωής, των πρωταγωνιστών της Γενιάς Beat, αρχικά, και λίγο μετέπειτα, με τον βίο και την περιπέτεια του Guy Debord και των φίλων του τόσο στη Λετριστική όσο και στην Καταστασιακή Διεθνή.
Ας εγκωμιάσω παρεμπιπτόντως τον εικαστικό Κωνσταντίνο Ταλιώτη, ο οποίος, στο πλαίσιο των Rooms 2009 (μια δεκαετία συμπληρώθηκε από τότε που ξεκίνησε η ωραία ιδέα), στο St.George Lycabettus, συνδύασε ανεπίληπτα και γοητευτικά τη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο, τη μουσική και τις Καλές Τέχνες προσφέροντάς μας ένα noir αστυνομικό δωμάτιο: το Δωμάτιο 517, όπου θαρρείς ότι αίφνης βρίσκεσαι δίπλα στον Μπόγκι και την Μπακόλ, και ή θα σου έρθει καμιά σφαίρα ασημένια με το όνομά σου χαραγμένο πάνω της ή θα «ομορφύνει τη μοίρα σου», όπως θα έλεγε ο Καρούζος, μια αλλόκοσμη, αλλά και απολύτως χθόνια, κοκκινομάλλα. «Προσεγγίζω τις στιγμές κρίσης που έχει το νουάρ, στο οποίο βέβαια επικρατεί η φωτεινή και η σκοτεινή πλευρά της μητρόπολης», λέει ο Κωνσταντίνος Ταλιώτης. Καλό Μήνα, Καλή Χρονιά, και Πλούσιο Αναγνωστικά το 2010!

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Πλατεία Παπαδιαμάντη, 9/ΧΙI/09

Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2010

Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2010

ΖΗΤΩ ΤΟ ΓΝΗΣΙΟ ΛΑϊΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ


The Songs That Make Me Stay



Το μεταλλικό βαρύ σταχτοδοχείο. Τα Gitanes και τα Santé. Το Χαμόγελο της Τζοκόντας και ο Μεγάλος Ερωτικός. Το ιρλανδέζικο ουίσκι. Ο Samuel Beckett. Οι Waterboys. Οι Pogues. Οι νύχτες στο Closer. Τα μεσημέρια στο Galaxy. Τα βράδια στο Au revoir. Το πεϊνερλί στου Ελευθεριάδη. Οι φωτογραφίες του Γιάννη Ισιδώρου. Οι Παραλλαγές Γκόλνμπεργκ με τον Glenn Gould. Οι διασκευές του Uri Caine. Ο ασημένιος Zippo. Το Famous Blue Raincoat, ξανά και ξανά, μες στις δεκαετίες. Η αειθαλής Καλλιδρομίου. Ο Θαλασσινός και το πιάτο με τα αλίπαστα. Το κρασί στο Ταξίδι στην Ανατολή. Τα ποιήματα του Σαραντάρη, του Κάλας, του Καρούζου. Τα Άπαντα του Tom Waits. Το From Her To Eternity του Nick Cave. Τα δώρα της Μικρής. Τα δώρα στη Μικρή. Τα δερμάτινα χειροποίητα τετράδια. Το σκάκι του Ανδρέα Παπασταυρόπουλου. Τα σκακιστικά βιβλία του Ηλία Κουρκουνάκη. Η αγαπημένη μου Mont Blanc. Ο πράσινος πλαστικός Ronson. Πάλι, το Κάτω από το Ηφαίστειο. Πάλι, η Αέναη Γιορτή. Πάλι, ο Τροπικός του Καρκίνου. Τα τέσσερα εικοσιτετράωρα στο Παρίσι. Η χαμένη Canon. Το ασημί walkman. Το Μονόγραμμα του Ελύτη. Τα ψάρια στα Καμίνια. Το Adagio του Albinoni. Οι Polaroid στον «Ένοικο». Η blue περίοδος του Miles Davis. Το Blame it on my youth του Chet Baker. Ο Denis Hopper στον Αμερικάνο Φίλο να μιλάει στο μαγνητόφωνο. Τα μολύβια Faber. Τα κομπολόγια μου. Το Αέναο Ειδύλλιο του Rodin. Η Στήλη του Schwitters. Το Tu m’ του Duchamp. Ο Hegel, όλος, ανυπέρβλητος. Τα πρωτοβρόχια. Το πρόσωπο της Kathleen Ferrier. Τα σουβλάκια στην Πλατεία Γεωργίου. Οι χαμοκέλες στην Καισαριανή. Το ψητό μήλο. Τα ροδάκινα. Όλος ο Breton και όλος ο Debord. Οι συναντήσεις με τον Γουδέλη στον Καπετάν Μιχάλη. Η αρχιτεκτονική του Adolf Loos. Οι πρωινές τυρόπιτες μετά το μεθυσμένο βράδυ. Το άρωμά της. Τα μάτια της. Ο θυμός της. Οι γομολάστιχες. Η καινούργια ξύστρα μου. Το Paris του Malcolm MacLaren. Τα κείμενα του Roger Conover για τον Cravan. Το δαχτυλίδι του πατέρα μου. Η Ράτκα. Τα κουτιά. Τα ανθοπωλεία στη Μονμάρτρη. Το One more cup of coffee του Dylan. Τα τραγούδια απ’ τον Ισπανικό Εμφύλιο. Το μεσκάλ. Η Έρημη Γη του Λάγιου. Τα ούζα στα Μετέωρα. Η τσικουδιά στην Κρήτη της Πλατείας Κάνιγγος. Οι συζητήσεις με τον Κωνσταντίνο Ματσούκα. Ο Στέφανος Ροζάνης. Ο Γιώργος Βέλτσος. Η ομπρέλα που ξέχασα στον Παπαγιώργη. Η φράση του Παπαγιώργη, «Ο Μπαμπασάκης διέπεται από ένα εμβατηριακό μένος».
Το άρωμα Jazz του Yves Saint Laurent. Ο καστανάς έξω από το Πολυτεχνείο. Τα μεταξωτά πουκάμισα. Τα πλατάνια. Οι περίπατοι στην Πλατεία Παπαδιαμάντη και στη Λαμπρινή. Οι Σημειώσεις και ο Έρασμος. Η Πλατεία Καραμανλάκη. Οι καστανιές στο Pointe Vert-Galant. Ο καφές με γάλα στον Άγιο Σουλπίκιο. Τα απανωτά παστίς στο Café de Flore. Ο βίος του Λουδοβίκου Βίτγκενσταϊν. Τα ανέκδοτα, τα ακαριαία, τα ολιγόλεκτα. Η Διαγωγή Μηδέν του Vigo.Τα Παιδιά της Γαλαρίας του Carne. Το Johnnie Guitar του Ray. Το Bad Timing του Roeg. Η Μικρή σκυμμένη πάνω από το τετράδιο όταν γράφει. Η Μικρή όταν τρώει κάτι που της αρέσει. Η Μικρή όταν ακούει μουσική. Η φράση του Marcel Duchamp, «La Vie est belle, et facile». Τα Τελευταία Λόγια του Γέρου του Βουνού (Τίποτα Δεν Είναι Αληθινό, Όλα Επιτρέπονται). Η φράση στα Γυμνά Χείλη (Δεν Υπάρχουν Προβλήματα, Υπάρχουν Μόνο Λύσεις). Ο e.e. cummings. Οι κοπέλες που φοράνε πουκάμισα με μανικετόκουμπα. Ο ποδοσφαιριστής Ζιντάν. Το ποίημα του Ginsberg «Θάνατος στο Αυτί του Βαν Γκογκ». Τα μελανοδοχεία. Όλος ο Pessoa. Ο Βάρδος. Η φράση του Βάρδου We Few, We Happy Few, We Band of Brothers. Η λέξη «στοργή». Το σακουλάκι με τις πέτρες. Τα κονσέρτα για βιολί του Vivaldi. Το καλαμπόκι. Οι χουρμάδες. Οι τεκίλες μαργαρίτες του κυρίου Λύσανδρου. Το Τραγούδι της Γης του Mahler. Ο Φάλσταφ. Το τσιπουρόμελο. Ο Bono στο Stay. Ο ναργιλές με άρωμα ροδάκινο στον Χριστόφορο. Οι μεζέδες της Κατερίνας και του Γιάννη. Η φράση No Time To Check The Facts. Τα θεατρικά που αρχίζω να γράφω. Η Ελένη και ο Εμμανουήλ στο Bee. Η σφακιανή πίτα στης Αφροδίτης. Ο πίνακας που μου δώρισε η Ελίνα. Οι ελιές του Κρητικού. Η κορνίζα της Μικρής με τη φωτογραφία στον Πύργο του Άιφελ. Η Διπλή Ζωή της Βερονίκ. Το βλέμμα και το χαμόγελο της Theresa Russell. Το Ulysses του Joyce, ξανά, ύστερα από τόσα χρόνια. Η Λέσχη. Η Propaganda. Οι Happy Few. Οι λογοτεχνικές βραδιές στην Πλατεία Παπαδιαμάντη. Το αρβανίτικο κοτόπουλο. Τα ποιήματα του Prevert. Οι συναντήσεις στο Πανελλήνιον. Το Τούνελ του Ερνέστο Σάμπατο. Ο νεορομαντισμός του Craig Armstrong. Η κορνιζαρισμένη φωτογραφία του Asger Jorn, της Michel Bernstein και του Guy Debord. Το Βιβλιοπωλείο Shakespeare & Co και ο George Whitman. Το αντίτυπο του Fin de Copenhague που πρόσφερα στην Μικρή. Το αντίτυπο των Mémoires που δεν της πρόσφερα. Το ότι ξαναθυμήθηκα το Homo Faber του Max Frisch, και το πώς το ξαναθυμήθηκα. Το ότι ξαναδιαβάζω (ύστερα από ακριβώς είκοσι – 20!!! – χρόνια) το Ξύπνημα του Έρωτα, του Francesco Alberoni, και πώς το ξαναδιαβάζω. Το ότι ξαναέχασα τα Αποσπάσματα Ενός Ερωτικού Λόγου του Roland Barthes, και πώς τα ξαναέχασα. Τα Τελευταία Λόγια του Βίτγκενσταϊν (Πείτε τους ότι έζησα μιαν υπέροχη ζωή). Τα Τελευταία Λόγια του Σοπενάουερ (Δεν τα καταφέραμε κι άσχημα). Τα Τελευταία Λόγια του Jarry (Φέρτε μου μια οδοντογλυφίδα, παρακαλώ). Τα Τελευταία Λόγια του Στρατηγού Στόουνγουολ Τζάκσον (Όχι~ θα περάσουμε το ποτάμι και θα ξαποστάσουμε στη σκιά εκείνων των δέντρων). Τα Τελευταία Λόγια του Τζέσε Τζέιμς (Αυτή η εικόνα είναι πάρα πολύ σκονισμένη). Τα Τελευταία Λόγια του Στρατηγού Γκραντ (Βρέχει, Ανίτα Χάφινγκτον). Τα Τελευταία Λόγια του Hegel (Es ist so!). Η Μικρή όταν μου λέει να ξεμπερδεύω με το Παρελθόν και να γράψω για το Εδώ, το Τώρα, και το Αύριο. Εγώ, όταν προσπαθώ να ξεμπερδεύω με το Παρελθόν, και προσπαθώ να γράψω για το Εδώ, το Τώρα, και το Αύριο. Το δικό μου La Vie est Belle, et Facile που έγραψα μια νύχτα του καλοκαιριού, το 2002. Η φράση (απαράμιλλη) του Schwitters, «Die Ewigkeit dauert mehr». Το Moonchild του Rory Gallagher (ξανά). Η φράση (ανυπέρβλητη) του Παρμενίδη, «Το είναι υπάρχει, το μη-είναι δεν υπάρχει». Το τελευταίο τσιγάρο πριν από τη μεθυσμένη κατάκλιση. Η φράση (μεγαλειώδης) του Hegel, «Weltgeschichte ist Weltgericht». Η κιθάρα του Peter Green. Η βραχνή φωνή του Alex Harvey (αθάνατος!) όταν τραγουδάει το Next. Η φράση (αλησμόνητη) του Hemingway, «Και πώς καταστράφηκες, Φράνσις; Με δύο τρόπους, Χεμ: σιγά σιγά στην αρχή, και μετά απότομα».

ΓΥΜΝΟ (ΠΡΟ)ΓΕΥΜΑ


Whorerart (=Χώρε Τέχνη & Πουτάνα Τέχνη)

Πώς μπορείς να κάνεις Τέχνη όταν γίνεται της πουτάνας; Όπως πάντα: με καρδιά από φλόγα και μυαλό από πάγο. Ή: με λογισμό και μ’ όνειρο. Ίσως η μόνη Τέχνη που έχει ενδιαφέρον είναι αυτή που πραγματοποιείται ακριβώς όταν γίνεται της πουτάνας. Τουλάχιστον για μία γραμμή καλλιτεχνικής δημιουργίας – αυτή που τη συνδέει ένα κόκκινο νήμα ταραχής/οδύνης/ξεσπάσματος/ξεφαντώματος/συγκλονισμών (εξωτερικών και εσωτερικών, συνάμα).

Δείτε το DADA, δείτε τον Ρωσικό Φουτουρισμό, δείτε τον Υπερρεαλισμό, δείτε τους Λετριστές, δείτε τους Καταστασιακούς. Δείτε τον Σελίν, τον Τζέιμς Τζόις, τον Χένρι Μίλερ. Να δημιουργούν μέσα στην κόλαση του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, μέσα στην αθλιότητα του Μεσοπολέμου, μέσα στο φαιό τίποτα του Μεταπολέμου.

Ή πάλι δείτε την Αναγέννηση, και θυμηθείτε τη φοβερή φράση του μεγίστου Όρσον Ουέλς (από τον Τρίτο Άνθρωπο): «Τετρακόσια χρόνια ειρήνης και γαλήνης στην Ελβετία, και παρήχθη μονάχα το ρολόι-κούκος. Βία, κόλαση, και συγκρούσεις στην Ιταλία των Βοργίων (και των οργίων, ας συμπληρώσω εγώ), και έχουμε την πιο λαμπρή τέχνη».

Για τον καλλιτέχνη, άλλωστε, διαρκώς γίνεται της πουτάνας. Ακόμα κι αν αποσυρθεί σ’ ένα ιδανικό ατελιέ, εντός του επικρατεί ορυμαγδός – καθώς διαρκώς έχει να παλέψει με τα φαντάσματά του, μ’ αυτούς που ήρθαν πριν απ’ αυτόν και τόλμησαν να τραντάξουν τον κόσμο με την τέχνη τους, κι επίσης μ’ αυτούς που ψυχανεμίζεται ότι θα έρθουν ύστερα απ’ αυτόν και θα τον υπερβούν, είτε αφού τον σεβαστούν είτε αφού τον πετάξουν στο χαντάκι του χαμού και στης λίμνης τη λήθη.

Ναι, για τον καλλιτέχνη γίνεται διαρκώς και πάντα κι αενάως της πουτάνας: είναι (θα πρέπει να είναι) το κατ’ εξοχήν διαλεκτικό ον, ζει σε μιαν ακόπαστη σύγκρουση του έξω με το μέσα, και σε μιαν αδιάλειπτη, επίσης συγκρουσιακή αλλά και εναρμονιστική, πλέξη παρελθόντος/παρόντος/μέλλοντος.

Για τον αληθινό καλλιτέχνη, το καθήκον είναι τεράστιο, βαρύτατο, και συνάμα παιγνιώδες. Γιατί οφείλει, αν θέλει να αφήσει έστω έναν αστερίσκο υποσημειώσεως στο Βιβλίο της Ανησυχίας της Παγκόσμιας Τέχνης, να παλεύει, δίχως στιγμή να σταματάει, στο μεταίχμιο οδύνης & ηδονής, δακρύων & ομηρικών γελώτων, ψυχικής καύσης & εγκεφαλικής δρόσου, πάντα απ’ τη μεριά της Ζωής, ακούγοντας την κλαγγή του Ανδρέα Εμπειρίκου που καλούσε να κάνουμε οίστρον της ζωής τον φόβο του θανάτου.

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Πλατεία Παπαδιαμάντη, 11/ΧΙΙ/2008

Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2010

Η Περίληψη του Βίου (Σε Μέρη Δύο)


Μικρός, έγραφα. Τώρα, τους γράφω.
Μικρός, τους έγραφα. Τώρα, γράφω.

Στο Κανάλι Ένα (κάθε μεσημέρι, δώδεκα παρά δέκα)




Γιατί και Για Ποιους Θα Μαγειρέψω Σήμερα

Ακούστε: έλεγε, καθώς ξέρουμε, ο φιλόσοφος Hegel ότι η πρωινή ανάγνωση των εφημερίδων είναι η πρωινή προσευχή του αστού, με την έννοια του πολίτη το «ο αστός». Οπωσδήποτε είχε δίκιο. Διαβάζοντας τις εφημερίδες, και δη κάποιες κρυφές ειδήσεις, κάποια άρθρα που ποτέ δεν θα τα δεις περίοπτα, αντιλαμβάνεσαι όχι μονάχα τον χρόνο και τον χώρο εντός των οποίων ζεις, αλλά και, συνάμα, το γιατί και για ποιους κάνεις ορισμένα πράγματα.
Μαγειρεύω σήμερα, και μαγειρεύω από χθες, είναι η αλήθεια, εκλεκτό καλοδιαλεγμένο μοσχαράκι γάλακτος, πατάτες επίσης καλοδιαλεγμένες από την Νάξο, αλανιάρα κότα, ενώ φροντίζω με επιμέλεια αρσακειάδας τα σαλατικά και τα χορταρικά, τα φρούτα, και τα ποικίλα τυριά. Κρασί έχω φροντίσει επίσης να υπάρχει, όχι ακριβό αλλά λίαν εκλεκτό, γλυκόπιοτο, ενώ συμπλήρωσα την κάβα και με μπράντι, με τζιν, με βότκα και, βέβαια, με ουίσκι.
Τι έλεγα; Α ναι, για τις εφημερίδες! Διαβάζω (και θα επανέλθω σ’ αυτό): Στη Νότιο Κορέα, στη Σεούλ, βελόνες βελονισμού ταλαντεύονται στις άκρες των χειλιών της πεντάχρονης κοπελίτσας Μουν Μπο-ιν. Κλαίει από το φόβο της. Η μάνα της, η Σέο, 35 ετών, παρούσα. «Μην κλαις», της λέει. «Θα γίνεις όμορφη, θα γίνεις ψηλή». Στην Κορέα, αν δεν είσαι ψηλός, τη σήμερον ημέρα, είσαι για τα σκουπίδια, παρίας, ξεφτίλας, για πέταμα. Αγόρια και κορίτσια οδηγούνται, συνήθως με τη βία, σε αίθουσες όπου υποβάλλονται σε ποικίλα επιστημονικά βασανιστήρια νέου τύπου «για το καλό τους», για να ψηλώσουν.
Μαγειρεύω σήμερα, και μαγειρεύω από χθες, είναι η αλήθεια, γιατί περιμένω τη Μαριέττα, τον Ηλία, τον Γιάννη, τον Στέργιο, τη Βανέσσα, όχι τίποτα επίσημο, ποτέ άλλωστε πια κάτι επίσημο, είπαμε απλώς να μαζευτούμε, να τα πούμε και να τα πιούμε, να κουβεντιάσουμε για απλά, καθημερινά, δικά μας πράγματα: για την δοκιμιογραφία του Borges, για τον κινηματογράφο του Bela Tarr, για το γιατί δεν βρίσκεις εύκολα σταμναγκάθι και πηχτή, για τις μουσικές ακροβασίες του ύστερου Tom Waits, και για την μαεστρία του ποδοσφαιριστή Γιώργου Δεληκάρη. Κι ακόμα, επειδή έχει τεθεί ήδη το ζήτημα, για το εάν θα ανακηρύξουμε το 2010 Έτος Mark Rothko ή Albert Camus.
Πού ήμουνα; Α ναι, στις εφημερίδες! Διαβάζω ότι 850.000 Βρετανοί έχουν σοβαρό πρόβλημα μοναξιάς. Η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας κατατάσσει τη μοναξιά ως υψηλότερο παράγοντα κινδύνου υγείας από το μακροχρόνιο κάπνισμα, ενώ κάμποσοι επιστήμονες διατείνονται ότι υπάρχει άμεση σύνδεση ανάμεσα στη νόσο Αλτσχάιμερ και την έλλειψη κοινωνικής επικοινωνίας.
Έλεγα λοιπόν ότι μαγειρεύω σήμερα, και δη ότι μαγειρεύω από χθες. Δηλαδή, ανθίσταμαι στην παράνοια και δεν πάω να ψηλώσω σε νοτιοκορεάτικες κλινικές αύξησης ύψους, μήτε και καταφεύγω στον Southgate Circle, μια οργάνωση για την καταπολέμηση της μοναξιάς, και, μπορεί να έχω μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια και να τρέμουν ενίοτε τα πόδια μου, αλλά διαβάζω (και τα κουβεντιάζω με φίλους) πάνω από 100 μετρημένα, και μάλιστα πολυσέλιδα, βιβλία το χρόνο. Ουστ στην παράνοια και στη μοναξιά, μέσα από τα βιβλία, τις συζητήσεις, το μαγείρεμα, την κραιπάλη μέθης, την παλιοπαρέα. Σήμερα θα κάνουν μπάχαλο το σπίτι μου κάτι κακόφημοι σκακιστές και σκακίστριες, μια δικηγόρος, μια ταξιδιωτική πράκτορας, ένας σκηνοθέτης, ένας αιώνιος φοιτητής, μια ζωγράφος, ένας μεταφραστής, καλή σοδειά, μια χαρά. Μακριά, πολύ μακριά, η Παράνοια και η Μοναξιά!

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Πλατεία Παπαδιαμάντη, Παραμονή των Φώτων, 2010