Συνολικές προβολές σελίδας

Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2007

ΚΑΛΗ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ, ΦΙΛΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟ!



Καλή και Δημιουργική Χρονιά! Κάθε Καλό!

Και έπεται ένα παλιότερο, μα επίκαρο, θαρρώ, κείμενο για τρατάρισμα!


Διακοπές και Συγγραφείς


Σε αντίθεση με την πλειονότητα των άλλων εργαζόμενων, οι συγγραφείς είναι κατά κάποιον τρόπο καταδικασμένοι, καίτοι πρόκειται για μιαν ευφρόσυνη και μάλλον δημιουργική καταδίκη, να είναι διαρκώς, αενάως, διακαώς απασχολημένοι με τους δαίμονες και τους αγγέλους που χορεύουν μέσα τους। Οι συγγραφείς δεν εργάζονται μονάχα τις ώρες που μοχθούν πάνω από μια γραφομηχανή ή απέναντι από την οθόνη του υπολογιστή. Εργάζονται, κυρίως, όλες τις άλλες ώρες, και οι ώρες του κάματου στο γραφείο είναι, ας πούμε, η εκτελεστική εργασία, η περαίωση μιας προσπάθειας κι ενός αγώνα που διεξάγονται μέρα και νύχτα σε άλλους χώρους.
Ο Χένρι Μίλερ έλεγε ότι το πιο πολύ γράψιμο γίνεται μακριά από τη γραφομηχανή, μακριά από το γραφείο, γίνεται κατά τις ήσυχες και σιωπηλές στιγμές, ενώ περπατάς ή ξυρίζεσαι ή παίζεις κάποιο παιχνίδι, ή ακόμα κι όταν μιλάς με κάποιον που μπορεί και να σου είναι αδιάφορος. Ξέρουμε ότι ο Μίλερ εγκατέλειψε τις Ηνωμένες Πολιτείες, περιπλανήθηκε στους δρόμους του Παρισιού, την πόλη που λάτρεψε όσο κανείς άλλος, την πόλη που ύμνησε και τραγούδησε στο αριστούργημά του, τον Τροπικό του Καρκίνου. Ξέρουμε, βέβαια, ότι λίγο πριν ξεσπάσει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος κατάφερε να έρθει στην Ελλάδα, για ένα είδος παρατεταμένης ανάπαυλας από τη συγγραφή, για ένα είδος διακοπών από τους πυρετικούς ρυθμούς με τους οποίους συνέθετε τα αυτοβιογραφικά μυθιστορήματά του.
Θα ζήσει έντονες στιγμές στην Ελλάδα ο Μίλερ. Και θα προκαλέσει έντονες συγκινήσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Γιώργος Σεφέρης εντυπωσιάζεται τόσο ώστε γράφει ένα ποίημα και το αφιερώνει στον Αμερικανό συγγραφέα. Ο Μίλερ, πάντα σαν σφουγγάρι, ρουφάει τα πάντα με το βλέμμα, με τα μάτια, με τα ρουθούνια, με τα αυτιά, και εν συνεχεία συνθέτει τον Κολοσσό του Μαρουσιού, που ο ίδιος το θεωρούσε το πιο αγαπημένο του βιβλίο, καθώς και το πυκνό λυρικό κείμενο «Πρώτες εντυπώσεις από την Ελλάδα».
Γράφει ο Χένρι Μίλερ, ύστερα από την ανάπαυλά του, από τις σύντομες διακοπές του στα Χανιά: «Η παλιά πόλη, πάρα πολύ ενδιαφέρουσα. Μια εικόνα της Βενετίας σε κουρέλια». Όμορφες είναι και οι αράδες που γράφει για την Ύδρα. Ακούστε: «Έμεινα στην Ύδρα μερικές ημέρες κατά τις οποίες ανεβοκατέβηκα χιλιάδες σκαλιά, επισκέφθηκα τα σπίτια αρκετών ναυάρχων, έκανα αφιερώματα στους αγίους που προστατεύουν το νησί, προσευχήθηκα για τους πεθαμένους, τους χωλούς και τους τυφλούς στο ξωκλήσι που ακουμπάει στο σπίτι του Γκίκα, έπαιξα πινγκ πονγκ, ήπια σαμπάνια, κονιάκ, ούζο και ρετσίνα, ξενύχτησα μ’ ένα μπουκάλι ουίσκι μιλώντας στον Γκίκα για τους μοναχούς του Θιβέτ, άρχισα το Συναξάρι της Άσπιλης Σύλληψης που το τελείωσα για τον Σεφεριάδη στους Δελφούς, και άκουσα τον Κατσίμπαλη, στην Ενάτη Συμφωνία των ταξιδιών του και των παραβάσεών του».

Ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, ακόμα και στη διάρκεια των τυπικών διακοπών του, τις οποίες απολάμβανε σε κάποιο παράκτιο θέρετρο της Αδριατικής, στις ακτές της Πομερανίας, ή στα Βραχώδη Όρη, δεν σταματούσε να κρατάει σημειώσεις, να καταγράφει στις διάσημες πια καρτέλες του ό,τι του φαινόταν παράξενο, όμορφο ή απλώς ενδιαφέρον, ακόμα και φράσεις της καθημερινότητας, τρόπους μοντέρνων κομμώσεων, κινήσεις ενός λεπιδόπτερου, μορφασμούς μιας μικρής ναζιάρικης κοπελίτσας, ή γκριμάτσες ενός μπουχτισμένου βενζινοπώλη. Και μετά, κι αυτός ανασυνέθετε εμπνευσμένα και δημιουργικά τις καταγραφές αυτές και τις μετέτρεπε σε στολίδια που ομόρφαιναν ακόμα πιο πολύ τον ήδη όμορφα φιλοτεχνημένο καμβά των μυθιστορημάτων του.
Τέτοιες σημειώσεις από τις ημέρες των διακοπών έφταναν, ύστερα από την λογοτεχνική τους στίλβωση, να γίνουν πανέμορφα ποιητικά ιντερμέδια, όπως αυτό, από το μυθιστόρημα Ρήγας, Ντάμα, Βαλές: «Το πιο σπουδαίο, το κύριο, η θάλασσα~ γκριζογάλανη, μ’ έναν ορίζοντα θολό, κι αμέσως πάνω του μια σειρά συννεφάκια να γλιστράνε το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο, σαν μέσα σ’ ένα ίσιο αυλάκι, όλα ίδια, όλα σε προφίλ. Μετά, η καμπύλη της ακτής λουομένων με το στρατό της από ριγωτές καμπίνες και τέντες και σκηνές που πύκνωναν πολύ στα ριζά της προκυμαίας, που επεκτείνονταν ανάμεσα σ’ ένα πλήθος από βάρκες κωπηλασίας προς ενοικίαση». Κι ακόμα, οι περιπλανήσεις, κατά τη διάρκεια των θερινών διακοπών, στις οποίες επιδιδόταν ο Ναμπόκοφ προκειμένου να αναζητήσει σπάνιες πεταλούδες, περιπλανήσεις με μια παλιά Πόντιακ στα Βραχώδη Όρη, στο Γκραν Κάνυον, σε όλη την Καλιφόρνια, πρόσφεραν στον Ναμπόκοφ εντυπώσεις και εμπειρίες που, γενναιόδωρος πάντα, φρόντισε να μας τις προσφέρει επεξεργασμένες με ανεπίληπτη ευαισθησία και πάντα λαμπερό χιούμορ, στο αριστούργημά του, τη Λολίτα: «Κοντινά βουνά. Ακόμα περισσότερα βουνά~ γαλαζωπές ομορφιές, άλλοτε απροσπέλαστες κι άλλοτε μετατρεπόμενες σε αλλεπάλληλους κατοικημένους λόφους~ πέτρινοι κολοσσοί που τρυπούσαν καρδιά και ουρανό με φλέβες από χιόνι, άκαμπτες κορφές να εμφανίζονται από το πουθενά σε μια στροφή της δημοσιάς~ τεράστιες δασώδεις εκτάσεις, μ’ ένα σύστημα από νοικοκυρεμένα και συμπλεκόμενα έλατα που το διέκοπταν σε ορισμένα σημεία χλομές τολύπες από αγριολεύκες~ αχνοκόκκινες και λιλά διαπλάσεις, φαραωνικές, φαλλικές~ βουνά πρώιμης άνοιξης με χνούδι μικρού ελέφαντα στις ραχοκοκαλιές τους~ βουνά του τέλους του θέρους με τα βαριά αιγυπτιακά τους άκρα διπλωμένα κάτω από πτυχές κοκκινωπού σκοροφαγωμένου βελούδου~ λόφοι της βρώμης, με κηλίδες από πράσινες στρογγυλές βελανιδιές».

Ο Νόρμαν Μέιλερ κατέφευγε στην Πρόβινσταουν, πολίχνη καμωμένη για θερινές διακοπές, η οποία ερήμωνε εφιαλτικά το χειμώνα, τόσο εφιαλτικά ώστε του ενέπνευσε μερικές από τις πιο δυνατές σελίδες του υπαρξιακού θρίλερ Οι σκληροί δεν χορεύουν. Ο Μέιλερ, με το διεισδυτικό του βλέμμα που ήξερε να εντοπίζει τις χαραγματιές των αντιφάσεων, λάτρευε ανέκαθεν τις αντιστίξεις, το κοντράστ, και δεν μπόρεσε παρά να γοητευτεί από μια πόλη που μέσα σε λίγες μέρες έχανε τη βουερή πολυχρωμία της και γινόταν ασπρόμαυρη και άλαλη. Διατεινόταν ότι η Πρόβινσταουν είχε συλληφθεί νύχτα, είχε γεννηθεί κατά τη διάρκεια μιας σκοτεινής θύελλας, και γι’ αυτό σαγήνευε επί δεκαετίες τους ζωγράφους που έρχονταν να ξαποστάσουν και, συνάμα, να απαθανατίσουν το ιδιαίτερο φως της πόλης.
«Ήταν αδύνατο να υπάρχει άλλη πόλη σαν κι αυτή», γράφει ο Μέιλερ. «Αν ένιωθες άσχημα μέσα στο πλήθος, το καλοκαίρι έσκαγες απ’ το συνωστισμό. Αν πάλι δεν είχες τη δύναμη ν’ αντέξεις τη μοναξιά, η φτωχή σου ύπαρξη μπορούσε να γεμίσει με τρόμο κατά τη διάρκεια του μακριού χειμώνα. Πιο πέρα από τους καταπράσινους βάλτους στην άκρη της πόλης, οι παράκτιες αμμουδερές εκτάσεις είναι τόσο χαμηλές, ώστε μπορεί κανείς να διακρίνει καράβια να ταξιδεύουν στο βάθος του ορίζοντα ακόμα κι όταν δεν βλέπει το νερό. Οι αψηλές γέφυρες από τα κότερα που ψαρεύουν, μοιάζουν σαν καραβάνια που ταξιδεύουν κατά μήκος της αμμουδερής ακτής».

Ο Τζον Χόπκινς, κοσμοπολίτης και ταξιδάρης συγγραφέας, καίτοι δεν έγινε διάσημος για τα έργα του, απέκτησε μεγάλη φήμη επειδή ακριβώς φρόντισε να καταγράψει τα όσα ζούσε, έβλεπε κι άκουγε σε τόπους διακοπών, και εν συνεχεία να τα εκδώσει.
Ο Χόπκινς, με μια πανέμορφη πάλλευκη μοτοσικλέτα, φτάνει στην Ταγγέρη και γοητεύεται από την καυτή μυστηριακή μαγεία της, από τον συνδυασμό λιτότητας και πολυπλοκότητας που θέλγει, σαν να είναι ένας αναπόδραστος λαβύρινθος, κάθε ευαίσθητο ταξιδιώτη από τη Δύση. «Η Ταγγέρη είναι χαλαρό μέρος», γράφει στις 5 Ιανουαρίου του 1964. «Τόσο πολλά βίτσια και τόσο πολλοί υπηρέτες. Το φαΐ είναι φρέσκο, το ποτό φτηνό και τα νοίκια χαμηλά. Ο καιρός είναι ζεστός, κι η παραλία σε μικρή απόσταση. En otras palaabras, paraiso! [Με άλλα λόγια, παράδεισος!]
Στην Ταγγέρη, με τον σκληρό μα υπέροχο γαλάζιο ουρανό, ο Χόπκινς θα κάνει παρέα με τους άλλους ταξιδευτές συγγραφείς, τον Πολ και την Τζέιν Μπόουλς, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν μάλιστα για όλη τους τη ζωή εκεί, με τον Μπράιον Γκάιζιν και τον Γουίλιαμ Μπάροουζ, θα μυηθεί στο έργο του Λουί Φερντινάν Σελίν, θα γνωρίσει τον Τζον Λένον και τον Πολ Μακάρτνεϊ που επισκέφθηκαν επίσης την πόλη. Εντυπωσιασμένος, θα μιλήσει για τη «λογοτεχνική Ταγγέρη». Και, φυσικά, θα ερωτευτεί. Και θα γράψει! Αυτό θα πει διακοπές για έναν συγγραφέα: όχι απόλυτη ανάπαυλα, όχι χαύνωση και αδράνεια, αλλά γνωριμίες, άντληση εμπειριών, καταγραφές εντυπώσεων, έρωτας, και είτε νοερό είτε συστηματικό γράψιμο!
«Πολλά βράδια κάθεται στο μπαρ Parade», γράφει ο Χόπκινς για τον Μπάροουζ, «και δειπνεί προτού φτάσουν εκεί οι θαμώνες. Του αρέσει το καλό φαγητό. Μια μοναχική ασκητική φιγούρα με σκούρο κοστούμι~ τρώει συνήθως μόνος του κοιτάζοντας απαθώς τον τοίχο. Όταν πηγαίνω το ποτό μου στο τραπέζι του, πάντα μου ζητά να καθίσω μαζί του. Η εμφάνιση του νεκροθάφτη απομακρύνει τον κόσμο, αλλά όπως όλοι οι συγγραφείς δουλεύει ολημερίς μόνος του και του αρέσει να συναναστρέφεται κόσμο το βράδυ».

Εξίσου μανιακή των ταξιδιών, της αλλαγής παραστάσεων καθώς λέμε, η Πατρίτσια Χάισμιθ, η συγγραφέας που κατάφερε να ανανεώσει, να βαθύνει και να εκμοντερνίσει το λεγόμενο αστυνομικό μυθιστόρημα όσο κανένας άλλος στον 20ό αιώνα, κάθε που ετοίμαζε τις βαλίτσες της για ένα ταξίδι δεν παρέλειπε ποτέ να συμπεριλάβει τα σημειωματάρια και τον στυλογράφο της, και εν συνεχεία δεν παρέλειπε να τιμήσει τις σημειώσεις που κράτησε στα όποια θέρετρα ενσωματώνοντάς τες δημιουργικότατα στα θαυμάσια και συγκλονιστικά αφηγήματά της.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, η Χάισμιθ θα αναζητήσει τη γαλήνη στο ειδυλλιακό Ποζιτάνο της Ιταλίας. Το θαυμάσιο χωριό, μια έξοχη εξοχή, ο ενίοτε ανηλεής ήλιος και η χρυσογάλαζη θάλασσα θα θέλξουν την Πατρίτσια και θα της προσφέρουν το σκηνικό για τον Ταλαντούχο κύριο Ρίπλεϊ, το πρώτο από τα πέντε βιβλία της με τον ίδιο κεντρικό εκκεντρικό ήρωα, τον Τομ Ρίπλεϊ που δεν διστάζει να διαπράξει, πάντα ατιμωρητί, ένα σωρό εγκλήματα ενώ συνάμα ξετρελαίνεται με τον Ιωάννη Σεβαστιανό Μπαχ και τις «Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ».
Την επόμενη δεκαετία, η Χάισμιθ θα επιλέξει ως τόπο διακοπών την Ελλάδα, και μάλιστα τη χειμερινή. Οι συγγραφείς, αντίθετα με τους δημοσίους υπαλλήλους και άλλους εργαζόμενους, μπορούν να απαλλάσσονται για λίγο από το φόρτωμα της καθημερινής δουλειάς όποτε, μα όποτε, αυτοί το θελήσουν. Η Πατρίτσια, λοιπόν, συνοδευόμενη από μιαν ερωμένη της, θα περιδιαβάσει στην Αθήνα, στο Ναύπλιο, στο Ηράκλειο. «Τα Χριστούγεννα θα με βρουν πιθανότατα να πίνω ούζο αντί για egg nog», γράφει. Καρπός αυτών των διακοπών θα είναι το σκηνικό του συναρπαστικού μυθιστορήματος Τα δύο πρόσωπα του Ιανουαρίου, θα είναι δηλαδή η Ελλάδα, πρωτευουσιάνικη και επαρχιακή, στην αυγή της δεκαετίας του 1960.
Λίγο μετά, η Χάισμιθ θα κάνει τις διακοπές της στην πόλη Χαμαμέτ της Τυνησίας, έναν ακόμα γοητευτικό μα πάντα ανησυχητικό λαβύρινθο όπου μπορείς να χάσεις τον προσανατολισμό σου αλλά και την ίδια την ταυτότητά σου. Στη Χαμαμέτ, οι αντικατοπτρισμοί φέρνουν στο νου το σύμπαν του Μπόρχες, η ρευστότητα των συναισθημάτων και η αδιάκοπη εναλλαγή των συγκινήσεων σε κάνουν έρμαιο του πιο μέσα εαυτού σου, σε απαλλάσσουν εντέλει από μάσκες και προσωπεία. Οι συγγραφείς δεν είναι ποτέ τουρίστες. Βιώνουν στο έπακρο τα μέρη όπου καμώνονται ότι ξεκουράζονται ενώ, στην πραγματικότητα, εργάζονται πολύ πιο εντατικά, αλλά μέσα τους, εντός τους, νοερά. Έτσι, η Χάισμιθ, γοητευμένη από τη Χαμαμέτ, θα συνθέσει το μυθιστόρημα Χωρίς ενοχές, ένα λιτά μεγαλόπνοο έργο, σύμφωνα με τον Γκράχαμ Γκρην το αριστούργημά της.

Το ίδιο περίπου σκηνικό θα εμπνεύσει και τον Αλμπέρ Καμύ. Ο καυτός ήλιος, η γειτνίαση με την έρημο και με τη θάλασσα, το συνονθύλευμα των ντόπιων και των πολυάριθμων παραθεριστών και τουριστών, η συνεχής εναλλαγή της τρυφερότητας με τη σκληρότητα, θα του δωρίσουν κείμενα μεγάλης ακρίβειας και συγκινητικού λυρισμού. Αφήστε στην άκρη τους ταξιδιωτικούς οδηγούς, και τολμήστε να κάνετε τις διακοπές σας μια περιπέτεια ακολουθώντας τις παραγράφους των συγγραφέων. Γράφει ο Καμύ: «Συνιστώ στον ευαίσθητο ταξιδιώτη που θα ’ρχόταν στο Αλγέρι να πάει να πιει ουζάκι κάτω απ’ τις καμάρες του λιμανιού, να φάει το πρωί στην ψαραγορά φρέσκο ψάρι ψημένο στα κάρβουνα. Να πάει ν’ ακούσει αραβική μουσική σ’ ένα καφενεδάκι, δεν θυμάμαι τ’ όνομά του, στην οδό Λιρ. Να φάει για μεσημέρι στο εστιατόριο Παντοβάνι, που είναι ένα είδος χορευτικού κέντρου πάνω σε πιλοτές στην παραλία όπου η ζωή είναι χαρισάμενη. Να πάει να καπνίσει ένα τσιγάρο στην οδό Ντε Μπουσέ, στην Κασμπά, ανάμεσα σε σπλήνες, συκώτια, έντερα και πνευμόνια που στάζουν αίμα από παντού».

Ας θυμίσουμε κλείνοντας ότι ο Γκυ Ντεμπόρ απολάμβανε την ανάπαυλα από τις πυρετώδεις εκδοτικές και οργανωτικές δραστηριότητές του, καταφεύγοντας σε ένα οκτάγωνο δωμάτιο μιας πολύ όμορφης κατοικίας στις Κάννες, ήδη από τη δεκαετία του 1950. Εκεί, στα μέσα της δεκαετίας του 1960, αποφάσισε να διαμείνει, εγκαταλείποντας για μήνες το αγαπημένο του «πολύβουο Παρίσι», προκειμένου να ξεκουραστεί και να συγκεντρωθεί στη συγγραφή του κορυφαίου του βιβλίου που δεν είναι άλλο από την περιλάλητη Κοινωνία του Θεάματος. Μάλιστα, μια διασκεδαστική αλλά ψυχωφελής επιστολή του, μας πληροφορεί ότι, ενώ συνήθως στις διακοπές ρέει άφθονο το ποτό στους ουρανίσκους και στις φλέβες, καθ’ όλο το διάστημα εκείνης της τόσο δημιουργικής ανάπαυλας ο Ντεμπόρ, περιβόητος λάτρης του αλκοόλ, έπινε συστηματικά μονάχα... ντοματόζουμο.

Ας θυμίσουμε επίσης ότι ο ιδιοφυής και λεπταίσθητος Άντον Τσέχοφ ήταν υποχρεωμένος, για λόγους υγείας, να περνάει μήνες ολόκληρους στη Γιάλτα, να κάνει εκεί τις όποιες διακοπές του, πάντα προσηλωμένος στην αγαπημένη του ασχολία, το ψάρεμα. Ώρες αλλεπάλληλης συγκέντρωσης πάνω από τα νερά και μέχρι το ψάρι να δεήσει να τσιμπήσει, χάρισαν στον συγγραφέα του Βυσσινόκηπου θαυμάσιες φράσεις ακαριαίας σοφίας που θυμίζουν τον πλούτο του Ζεν Βουδισμού. Στην επίμονη ερώτηση της αγαπημένης του, της Όλγας Κνίπερ, «Τι είναι η ζωή;» ο Τσέχοφ απάντησε αποσβολωτικά με ένα, «Η ζωή; Τι είναι ζωή; Τι είναι το καρότο; Το καρότο είναι καρότο». Κι όταν ρωτήθηκε περί του νοήματος της ζωής, με βλέμμα που μειδιούσε ο συγγραφέας αποκρίθηκε, «Κοίτα, κοίτα το χιόνι που πέφτει».

Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2007

2007


Ένιες Επέτειοι

Ο καθείς και οι επέτειοί του. Και, κυρίως, ο καθείς και ο τρόπος εορτασμού των επετείων του. Τίποτε πιο θλιβερό από το να χαντακώνεις ό,τι τάχατες αγαπάς περιβάλλοντάς το με έναν εσφαλμένο σεβασμό. Ο αρμόζων σεβασμός είναι ό,τι καλύτερο μας απομένει σε καιρούς έκπτωσης των αξιών που προκρίνουμε και ανάδειξης αξιών που μας είναι εχθρικές ή έστω αδιάφορες. Εορτάσαμε, λοιπόν, κάποιοι παλιόφιλοι τα 140 χρόνια από την έκδοση του πρώτου και δραματικά σημαντικότερου τόμου του Das Kapital (γραμμένου σε μια κάμαρα στο Σόχο κάτω από συνθήκες εξαιρετικά αντίξοες), συναγμένοι σε μια φιλόξενη κατοικία, διαβάζοντας δυνατά και εκ περιτροπής εδάφια του Μαρξ στα γερμανικά, στα αγγλικά, στα ρωσικά και στα ελληνικά, ακούγοντας ένα γερό χαρμάνι από τραγούδια των Ιρλανδών Pogues, του Καναδού Leonard Cohen, του Γερμανού Blixa Bargeld, του Έλληνος Θάνου Ανεστόπουλου, και του Αυστραλού Nick Cave, ενώ καταναλώσαμε ευφρόσυνα, και διεθνιστικώς, μνημειώδεις ποσότητες ιρλανδικού ουίσκι, γερμανικής μπίρας, ελληνικού οίνου, και ρωσικής βότκας. Με παρεμφερείς τρόπους, και ποσότητες αλκοόλ, τα σαράντα έτη από την πρώτη έκδοση της Κοινωνίας του Θεάματος του Γκι Ντεμπόρ, του μισού αιώνα από την κυκλοφορία του Στο Δρόμο του Τζακ Κέρουακ, και των έξι δεκαετιών από την πρώτη φορά που έφτασε στα χέρια αναγνωστών το Κάτω από το Ηφαίστειο του Μάλκολμ Λόουρι, καθώς και τους δύο αιώνες από την πρώτη έκδοση της Φαινομενολογίας του Νου, ίσως του πιο γοητευτικού έργου του Εγέλου।


ΥΓ Στην γκραβούρα ο Μαρξ με τον Χάινριχ Χάινε। Η Υπέρβαση της Φιλοσοφίας συναντά την Ποίηση της Υπέρβασης

Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2007

Η Μουσική των Γεγονότων


Είμαστε πράγματι,
Ουίλλιαμ,
από την ύλη των ονείρων καμωμένοι,
μα και στη ιλύ ανήκουμε
του χθαμαλού!
Δείτε, και ακούστε, Φίλοι, τον Γκλεν!

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2007

Γκάρι Κασπάροφ


Ακολουθεί ένα κείμενο γραμμένο πριν από καιρό, πριν από τον θάνατο του Νόρμαν Μέιλερ και πριν από τις εκλογές στη Ρωσία. Ο Κασπάροφ δεν κέρδισε την παρτίδα, έδωσε όμως τη μάχη. Και το να δίνεις τη μάχη, είναι ήδη μία περιφανής νίκη. Αφιερώνω αυτή τη μίνι βιογραφία του Γκάρι Κασπάροφ στον φίλο σκακιστή και συγγραφέα Ηλία Κουρκουνάκη. Καλή παρτίδα, σύντροφε!

Γκάρι Κασπάροφ – Τώρα στη Σκακιέρα της Πολιτικής

Παρ’ όλο τον ηθικό σχετικισμό και την αλλοπρόσαλλη απροσδιοριστία των πάντων που έτεινε να επιβάλλει το κλίμα του λεγόμενου μεταμοντερνισμού, βλέπουμε ότι εντέλει ο άνθρωπος δε ζει μονάχα για το ψωμί ή το χρήμα, αλλά επιζητεί πάντα να εκφράσει ό,τι θάλλει μέσα του, να παρέμβει στα κοινωνικά δρώμενα, να επηρεάσει τους συνανθρώπους του προς την κατεύθυνση που με περίσκεψη και ευθύνη θεωρεί βαθιά ανθρώπινη. Σε κάθε τομέα, βλέπουμε ξεχωριστές προσωπικότητες να μην το βάζουν κάτω, να μην αρκούνται στα όποια κεκτημένα τους, να ανησυχούν, να αποφασίζουν και να εκπλήττουν με τις αποφάσεις τους, να ταράζουν κάθε τόσο τα νερά, να κάνουν θαυμαστές κινήσεις στη μεγάλη σκακιέρα της ζωής. Ο Λέοναρντ Κοέν, στα εβδομήντα του, μας δωρίζει μια ανθοδέσμη από τρυφερά αριστουργήματα, ο Κλιντ Ίστγουντ, λίγο μεγαλύτερος κι απ’ τον Καναδό τροβαδούρο, σκηνοθετεί συγκλονιστικές ταινίες, ο Νόρμαν Μέιλερ έχει περάσει τα ογδόντα και γράφει ακόμη καλά και δυναμικά, ενώ ο Γκάρι Κασπάροφ, λίγο παραπάνω από τα σαράντα, δηλώνει ότι είναι διατεθειμένος να εγκαταλείψει το αγωνιστικό σκάκι και να θέσει τα εκπληκτικά φαιά του κύτταρα στην υπηρεσία της απελευθέρωσης της πατρίδας του από την καταπιεστική διακυβέρνηση του Βλαντιμίρ Πούτιν. Θα τα καταφέρει, άραγε, σ’ αυτήν την πατρίδα υπέρ της πατρίδας, ίσως στην πιο δύσκολη παρτίδα της ζωής του;

Ο Γκάρι Κασπάροφ εμφανίστηκε από πολύ μικρός στον θαυμαστό αλλά και πολύπλοκο και γεμάτο προβλήματα και ίντριγκες κόσμο του σκακιού, και έδειξε αποφασισμένος να παραμείνει στο προσκήνιο όσο περισσότερο γινόταν. Και φροντίζει διαρκώς γι’ αυτό. Σε αντίθεση με τον τρομερό Αλεξάντερ Αλιέχιν ή τον ευαίσθητο Μίσια Ταλ που αγαπούσαν το ποτό και δεν έλεγαν όχι στις καταχρήσεις, σε αντίθεση με τον απόλυτο Ρόμπερτ Φίσερ που επέμεινε, αξιέπαινα αλλά ολέθρια, σε έναν αποκλειστικά δικό του μοναχικό δρόμο, σε αντίθεση με τον δανδή Μπόρις Σπάσκι που προτιμάει εδώ και χρόνια τις εκλεπτυσμένες απολαύσεις από την κοινωνική παρέμβαση, ο Γκάρι φροντίζει πολύ για τη σωματική του υγεία, μάλιστα παίζει και καλό ποδόσφαιρο, παραμένει ο αδιαφιλονίκητος καλύτερος παίκτης στον κόσμο εδώ και μια γεμάτη εικοσαετία, ενώ δραστηριοποιείται πολλαπλώς στον κοινωνικό στίβο: συμμετέχει σε φιλανθρωπικές οργανώσεις, έχει ιδρύσει την Παγκόσμια Ακαδημία Σκακιού, επίσης το Ίδρυμα Γκάρι Κασπάροφ στη Μόσχα, την πρώτη μη κρατική οργάνωση στη Ρωσία από την εποχή της Οκτωβριανής Επανάστασης, δίνει ματς με ηλεκτρονικούς υπολογιστές, γράφει πολυσέλιδα βιβλία, αρθρογραφεί στην Wall Street Journal, καταπιάνεται ερασιτεχνικά αλλά παθιασμένα με την πολιτική.
Παίζοντας με μια ρήση του αγαπημένου του συγγραφέα και ποιητή, του Όσκαρ Oυάιλντ, ο Κασπάροφ θα επιμείνει από μικρός ότι σκάκι και ζωή είναι αλληλένδετα, και μάλιστα, όπως τιτλοφορεί το τελευταίο του συγγραφικό πόνημα, ότι η ζωή μιμείται το σκάκι! Όχι, ο Γκάρι δεν θεωρεί τον σκακιστή μοναχικό και αποτραβηγμένο, αλλά ενεργό πολίτη, δραστήριο, νηφάλιο, έναρθρο. Από μικρός έδειχνε να έχει πολλά ενδιαφέροντα, κάτι που φυσικά άνοιξε τους ορίζοντές του και απέτρεψε ένα τέλος σαν αυτό του ιδιοφυούς αλλά μυωπικού Λούζιν, του σκακιστή που απαθανάτισε στο μυθιστόρημά του «Η Άμυνα του Λούζιν» ο μεγάλος συγγραφέας Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ. Γεννημένος στις 13 Απριλίου του 1963, ο Γκάρι φαίνεται να συνοψίζει εκθαμβωτικά όλα τα ωραία χαρακτηριστικά του ζωδίου του, του Κριού: είναι δυναμικός αλλά πάντα δρα με περίσκεψη, είναι πείσμων αλλά δίχως να οδηγείται σε καταστροφικές εμμονές, λατρεύει τη μουσική, ιδίως το πιάνο και το βιολί, και μάλιστα οι γονείς του είχαν σκεφτεί να τον ωθήσουν σε επαγγελματική ενασχόληση με τις μελωδίες, αγαπάει την ποίηση δίχως όμως να είναι αλαφροΐσκιωτος, παίζει στα δάχτυλα τη διαλεκτική της απομόνωσης, που είναι απαραίτητη στους σκακιστές και στους καλλιτέχνες, με την κοινωνικότητα που χαρακτηρίζει τους ενεργούς πολίτες. Κι ακόμα, φιλοδοξεί να είναι πάντα leader, να είναι στρατηγός, δίχως όμως να χάνει στιγμή τον σεβασμό του για τον αντίπαλο και την αλληλεγγύη του προς τους συντρόφους του. Και τα περισσότερα από τούτα τα χαρακτηριστικά θα γίνουν ορατά στο στιλ του παιχνιδιού του, ένα στιλ που διαμορφώθηκε από την εκτίμηση και το επεξεργασμένο δέος προς τους μεγάλους προκατόχους του, σε συνδυασμό με την απαράμιλλη τόλμη του στη σκακιέρα, μια τόλμη που έκανε τον μεγάλο δάσκαλό του, τον Μιχαήλ Μποτβίνικ να πει ότι, καίτοι διδάσκει στον Γκάρι πρώτα να σκέφτεται και μετά να παίζει, αυτός συνήθως πρώτα κάνει την κίνησή του, συνήθως εξόχως τολμηρή, και μετά σκέφτεται.
Ο Γκάρι είδε το πρώτο φως στο Μπακού, την πρωτεύουσα του Αζερμπαϊτζάν. Οι γονείς του ήσαν ραδιομηχανικοί και φιλόμουσοι. Ο Κιμ Μοϊσίεβιτς Βάινσταϊν, ο πατέρας του Γκάρι, έπαιζε βιολί και, πριν από το τέλος της σύντομης ζωής του, κληροδότησε στο γιο του την αγάπη για τη μουσική και τα βιβλία. Στα εννιά του χρόνια, ο Γκάρι είχε διαβάσει μια πολυσέλιδη μονογραφία για τον Ναπολέοντα, και ήταν ικανός να συζητάει με εκπληκτική ευφράδεια για σοβαρά θέματα. Στα δώδεκά του, φτάνει στο σπίτι του η Βιβλιοθήκη της Παγκόσμιας Λογοτεχνίας, διακόσιοι τόμοι με αριστουργήματα, και ο μικρός Γεωργιανός, σύμφωνα με τα δικά του λόγια, ρίχνεται με τα μούτρα στο διάβασμα. Ξεχωρίζει τον Έρνεστ «Πάπα» Χέμινγουεϊ και διαβάζει τρεις απανωτές φορές το «Γέρο και τη Θάλασσα» πριν κλείσει τα δεκατρία του. Ήδη διάσημος στην τότε Σοβιετική Ένωση πριν τελειώσει το γυμνάσιο, δίνει συνεντεύξεις και πάντα φροντίζει να τονίσει ότι μετά το σκάκι ό,τι αγαπάει είναι τα βιβλία. Δηλώνει πως ό,τι κι αν συμβεί βρίσκει χρόνο για διάβασμα, απαγγέλλει από στήθους τον «Δαίμονα» του Λερμόντοφ, εκδηλώνει τον θαυμασμό του για την ποίηση του Ευγένιου Γεφτουσένκο.
Σκάκι, όπως πολλοί θαυμαστοί προκάτοχοί του, ο Φίσερ, φέρ’ ειπείν, και ο Χοσέ Ραούλ Καπαμπλάνκα, μαθαίνει μόνος του παρακολουθώντας τις μάλλον άτεχνες παρτίδες που έπαιζαν οι γονείς του τα βράδια ακούγοντας σονάτες και σουίτες, καθώς και τις προσπάθειές τους να λύσουν σκακιστικά προβλήματα δημοσιευμένα σε περιοδικά και εφημερίδες. Στα πέντε του χρόνια θα εκπλήξει τους γονείς του λύνοντας με άνεση προβλήματα που οι ίδιοι πάσχιζαν ματαίως να εξιχνιάσουν. Στα εφτά του θα περάσει τις πύλες της Μεγάρου των Πιονιέρων του Μπακού και θα ενταχθεί στο σκακιστικό τμήμα που φέρει προς τιμήν του ξακουστού αστροναύτη το όνομα «Γιούρι Γκαγκάριν». Δεν θα αργήσει να καταπλήξει τους πάντες, λύνοντας ένα περίπλοκο πρόβλημα «για προχωρημένους σκακιστές» που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Κομσομόλσκαγια Πράβντα» και που ουδείς είχε κατορθώσει να λύσει. Αυτός ο θρίαμβος άνοιξε για τον εννιάχρονο Γκάρι το δρόμο προς την σκακιστική ακαδημία του «πατέρα» της σοβιετικής σχολής, του Μιχαήλ Μποτβίνικ. Ο μέγας δάσκαλος και πρώην παγκόσμιος πρωταθλητής θα πει προφητικά ότι το μέλλον του σκακιού βρίσκεται στα χέρια αυτού του πιτσιρικά!
Και ο Μποτβίνικ δεν θα πέσει έξω. Σαρωτικά, ο μικρός Γκάρι σκορπίζει τον όλεθρο, κατατροπώνει πανίσχυρους αντιπάλους, ανεβαίνει με άλματα στην παγκόσμια σκακιστική ιεραρχία και αρχίζει να σημειώνει αλλεπάλληλα ρεκόρ. Μπορεί να συνδυάζει την αποκοτιά με τη μεθοδικότητα, τα πετάγματα της φαντασίας με τη σκληρή δουλειά, το ποιητικό ταπεραμέντο με την οργάνωση, το συντονισμό, το σύστημα. Ακαταμάχητος συνδυασμός, το δίχως άλλο. Μελετάει και προχωρεί. Δηλώνει τις προτιμήσεις του με ειλικρίνεια, και ξέρει να τις εναρμονίζει. «Αρχικά», λέει, «κατευθυνόμουν όπως ένας κακός ποδοσφαιριστής που παίζει το δικό του παιχνίδι στους κόλπους μιας ομάδας. Αργότερα, πήρα για πρότυπο μια ομάδα πρωταθλητών και θέλησα να κάνω δικά μου τα προτερήματα του καθενός. Από τον Ανατόλι Κάρποφ πήρα την ψυχολογική του σταθερότητα, από τον Τίγκραν Πετροσιάν την τεχνική κατάρτιση, από τον Μιχαήλ Μποτβίνικ τη λογική, από τον Αλεξάντερ Αλιέχιν την καθαρή σκέψη, από τον Μίσια Ταλ την αγάπη για τον κίνδυνο».
Τον Ιανουάριο του 1976, στα δώδεκά του χρόνια, ο Γκάρι κερδίζει το Πανσοβιετικό Πρωτάθλημα Νέων. Ήταν το πρώτο του ρεκόρ μιας και από το 1934, τη χρονιά που ξεκίνησε το πρωτάθλημα αυτό, ουδείς είχε στεφθεί νικητής σε τόσο μικρή ηλικία. Την επόμενη χρονιά, το κερδίζει και πάλι, με οχτώ νίκες, μία ισοπαλία και καμία ήττα. Οι ιστορικοί και οι στατιστικολόγοι ανακαλύπτουν έκθαμβοι ότι ποτέ δεν είχε κερδίσει άλλος τον τίτλο δύο φορές απανωτά. Τρίτο ρεκόρ: συμμετέχει στο Πρωτάθλημα της Σοβιετικής Ένωσης, σε ηλικία μόλις δεκαπέντε ετών, όντας έτσι ο νεαρότερος σκακιστής που έλαβε ποτέ μέρος σ’ αυτήν την πανίσχυρη διοργάνωση. Κατακτά την άνετη ένατη θέση, και κάνει τους πάντες να προβλέπουν ότι πριν περάσουν δέκα χρόνια θα είναι παγκόσμιος πρωταθλητής. Ο Μίσια Ταλ μάλιστα φρόντισε να δηλώσει: «Ο Κασπάροφ είναι το δίχως άλλο μια σπάνια μορφή στον σκακιστικό χώρο. Δεν μπορώ να αναφέρω παρά δύο και μόνον άλλους σκακιστές που γνώρισαν στα δεκαπέντε τους χρόνια μια παρόμοια επιτυχία σε άμιλλα τόσο υψηλού επιπέδου: τον Φίσερ και τον Σπάσκι».
Ο Γκάρι αντιμετωπίζει με νηφαλιότητα τα πάντα. Όταν τον ρωτούν πώς αντιμετωπίζει το γεγονός της μεγάλης του διασημότητας, απαντά: «Στη δόξα ξεχωρίζω τέσσερα στάδια. Στην αρχή, είναι ευχάριστη. Μετά, αρχίζει να ενοχλεί. Κατόπιν, τη δέχεται κανείς με γαλήνη. Και ακόμα πιο μετά, στο τελευταίο στάδιο, η δόξα γίνεται πια ρουτίνα και παύεις τελικά να της δίνεις την όποια σημασία». Το 1981, μόλις δεκαοχτώ χρονών, ο Γκάρι κερδίζει το 49ο Πρωτάθλημα Σοβιετικής Ένωσης, σημειώνοντας ακόμα ένα ρεκόρ, μιας και είναι ο νεότερος σκακιστής που γνώρισε έναν τέτοιο θρίαμβο. Το 1983, κερδίζει το ματς των διεκδικητών και προετοιμάζεται να αντιμετωπίσει τον τότε Παγκόσμιο Πρωταθλητή Ανατόλι Κάρποφ. Την επόμενη χρονιά διεξάγεται το πρώτο σιμουλτανέ με δορυφορική σύνδεση, και ο Γκάρι μάχεται με παίκτες που βρίσκονταν στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη.
Από τις 8 Οκτωβρίου έως τις 21 Νοεμβρίου του 1984, και ενώ όλος ο κόσμος παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα το πρώτο από τα πέντε συναρπαστικά ματς που έπαιξαν, κατά καιρούς, για το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα οι Κάρποφ και Κασπάροφ, σημειώνονται δεκαεφτά (!) διαδοχικές ισοπαλίες. Πρόκειται για ένα ρεκόρ που δεν προβλέπεται να καταρριφθεί ποτέ, καθώς το σύστημα διεξαγωγής του παγκόσμιου πρωταθλήματος έχει πια αλλάξει. Μια αλλαγή που οφείλεται κυρίως σε αυτό ακριβώς το ματς, επειδή οι κανονισμοί προέβλεπαν ότι νικητής θα αναδειχθεί όποιος πετύχει πρώτος έξι νίκες. Εντέλει το ματς διακόπηκε, υποτίθεται λόγω της πνευματικής και ψυχικής εξάντλησης αμφότερων των αντιπάλων, στις 15 Φεβρουαρίου του 1985. Σαράντα από τις σαράντα οχτώ παρτίδες είχαν λήξει ισόπαλες!
Στις 3 Σεπτεμβρίου αρχίζει εκ νέου η αναμέτρηση. Στη Μόσχα, οι Κάρποφ και Κασπάροφ μάχονται δυναμικά και περίτεχνα, και στις 9 Νοεμβρίου του 1985, με πέντε νίκες, τρεις ήττες και δεκαέξι ισοπαλίες, ο Γκάρι Κασπάροφ, είκοσι δύο ετών και διακοσίων δέκα ημερών, γίνεται ο νεότερος Παγκόσμιος Πρωταθλητής στην ιστορία του σκακιού!
Ο Γκάρι θα αποδείξει ότι του αξίζει με το παραπάνω ο τίτλος, και ακόμα, παίζοντας σταθερά τα επόμενα είκοσι χρόνια, θα χαρακτηριστεί από πολλούς ως ο μεγαλύτερος σκακιστής όλων των εποχών. Ναι, γνώρισε ήττες, όπως αυτή από τον φίλο του και αντίπαλό του στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 2000, τον Βλαντιμίρ Κράμνικ που κέρδισε τον Κασπάροφ με δύο νίκες και δεκατρείς ισοπαλίες. Ωστόσο, κατέκτησε ένα σπάνιο ρεκόρ παραμένοντας ο πανίσχυρος νικητής σε όλα ανεξαιρέτως τα τουρνουά στα οποία συμμετείχε από το 1981 έως το 1991! Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι το πρώτο ματς που έχασε ποτέ ο Κασπάροφ ήταν το 1997 και με αντίπαλο το πιο εξελιγμένο έως τότε σκακιστικό πρόγραμμα της IBM «Deer Blue».
Παράλληλα με το αγωνιστικό σκάκι, ο Γκάρι Κασπάροφ επέδειξε και μια πλούσια συγγραφική δραστηριότητα, ενώ δεν έπαψε να προκαλεί έντονες συζητήσεις με τις κατά καιρούς προκλητικές, πάντα όμως προσεκτικά διατυπωμένες, πολιτικές του θέσεις. Χωρίς βέβαια να φτάνει ούτε στο ελάχιστο την αιχμηρότητα του Ρόμπερτ Φίσερ, μπόρεσε εντούτοις να σοκάρει λέγοντας ότι ο Φράνκο ήταν το μικρότερο κακό για την Ισπανία, κατά τον εμφύλιο που ξέσπασε το 1936, επαναλαμβάνοντας τον νεολογισμό του Ουίνστον Τσόρτσιλ περί «σιδηρού παραπετάσματος», χαρακτηρίζοντας νέτα-σκέτα «φασίστα» τον Βλαντιμίρ Πούτιν, επιμένοντας ότι ο κομμουνισμός είναι μια δικτατορία που εξοντώνει το ανοσοποιητικό σύστημα μιας χώρας, όπως ακριβώς το AIDS!
Όπως και να ’χει, το επαγγελματικό σκάκι χάνει τον Γκάρι Κασπάροφ, από τον οποίο όμως έχει ήδη κερδίσει τόσα πολλά. Κάθε μεγάλος σκακιστής προσφέρει με μοναδικό τρόπο μεγάλες δυνατότητες ανανέωσης αυτού του συναρπαστικού παιχνιδιού, που είναι συνάμα τέχνη, επιστήμη και άθλημα. Ο Γκάρι πρόσφερε ένα πολύπτυχο αμάλγαμα ρομαντισμού και μεθοδικότητας, τόλμης και περίσκεψης, φαντασίας και συστήματος. Και πολλές, μα πολλές σελίδες! Είναι ήδη πολύτιμοι οι τέσσερις πρώτοι κομψοί τόμοι με τα υπέροχα βαθυκόκκινα εξώφυλλα της σειράς «Οι Μεγάλοι Πρόγονοί μου», όπου ο Γκάρι παρουσιάζει χρονολογικά τους παγκόσμιους πρωταθλητές του σκακιού, αναλύοντας παρτίδες τους και σκιαγραφώντας τις προσωπικότητές τους.
Άραγε θα μπορέσει να κάνει σαχ και ματ στον τωρινό του αντίπαλο, τον Βλαντιμίρ Πούτιν; Όποιο κι αν θα είναι το αποτέλεσμα, το ματς σίγουρα θα μας συγκλονίσει όπως και κάθε άλλο ματς του Γκάρι Κασπάροφ!

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης

Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2007

Η Περιπέτεια ενός Βιβλίου




Guy Debord, La société du spectacle

Τα βιβλία έχουν την ιστορία τους, καθένα τη δική του. Άλλα, τα πιο πολλά, χάνονται στις λίμνες της λήθης. Άλλα καίγονται στην πυρά, και ύστερα, σε πιο δίκαιους καιρούς, αναγεννώνται από την τέφρα τους. Άλλα πλουτίζουν τον θησαυρό των ανθρώπινων γνώσεων ήδη από τη στιγμή που τυπώνονται. Άλλα γκρεμίζουν καθεστώτα. Κτήμα ες αεί, τα πιο σημαντικά βιβλία, αλλάζουν τον ρου της κοινωνίας στην οποία εμφανίστηκαν, και της οποίας τις ψευδαισθήσεις θέλησαν μεθοδικά να διαλύσουν.
Δύο από τα τελευταία βιβλία που επιχείρησαν και κατόρθωσαν να προκαλέσουν μεγάλες αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο, έχουν βίους παράλληλους και θα μπορούσαν να πρωταγωνιστούν σε ένα περιπετειώδες μυθιστόρημα με ήρωες βιβλία. Πρόκειται για δύο πονήματα που υποκίνησαν μείζονες κοινωνικές αναστατώσεις και, συνάμα, έγιναν αντικείμενο μελέτης: χιλιάδες σελίδες γράφτηκαν γι’ αυτά, εκπονήθηκαν διδακτορικές διατριβές με θέμα ένα σημείο που έθιγαν ή μία παράγραφό τους, ενώ οι συγγραφείς τους περιβλήθηκαν από την αχλή δεκάδων, συνήθως ανυπόστατων, μύθων. Τέλος, το ένα βιβλίο μοιάζει να συμπληρώνει το άλλο, και το δεύτερο να είναι απευθείας απόγονος του πρώτου.
Πρόκειται για το Κεφάλαιο (Das Kapital) του Καρλ Μαρξ, και για την Κοινωνία του Θεάματος (La Société du spectacle) του Γκι Ντεμπόρ. Το Κεφάλαιο το γράφει ο Μαρξ στην εξορία, σε μία κάμαρα στο Σόχο, κάτω από συνθήκες δραματικές για τον ίδιο και ταραχώδεις για την κοινωνία. Κυκλοφορεί το 1867, και οι αναλύσεις που εμπεριέχει δεν αργούν να γίνουν γνωστές σε μιαν ελίτ επαναστατών, αλλά και σθεναρών υπερασπιστών του καθεστώτος, και να καταστούν ο πυροκροτητής θυελλωδών συζητήσεων αλλά και πράξεων. Ο κόσμος πια δεν μπορεί να συνεχίσει να είναι ο ίδιος.
Μεθοδικός μελετητής του Μαρξ, ταλαντούχος στο να χαράσσει παραλλήλους και να επαναφέρει στο προσκήνιο την ιστορική και στρατηγική σκέψη, τη σκέψη που βλέπει τα πράγματα από την εφήμερη πλευρά και μέσα στην κίνησή τους, ο Ντεμπόρ αποφασίζει να συμπέσει η έκδοση του δικού του έργου, της Κοινωνίας του Θεάματος με την συμπλήρωση ενός αιώνα από την πρώτη έκδοση του Κεφαλαίου. Αξίζει να παραθέσω τις ακριβείς ημερομηνίες έκδοσης των δύο ρηξικέλευθων έργων: στις 14 Σεπτεμβρίου του 1867 κυκλοφορεί το Κεφάλαιο, και 14 Νοεμβρίου του 1967, η Κοινωνία του Θεάματος. Προσωπικότητα που από νεαρή ηλικία συνδύαζε ένα παιγνιώδες ποιητικό πάθος με μία σκακιστική διαύγεια, ο Ντεμπόρ ανέκαθεν έπαιζε με τις χρονολογίες και τις επετείους, στην προσπάθειά του να ξανακάνει «τις ιδέες επικίνδυνες». Οι επιλογές του ήσαν πάντοτε ένα κράμα ακαριαίας έμπνευσης και ενδελεχούς, «ψυχρής» θα λέγαμε, επεξεργασίας και υλοποίησης της εν λόγω έμπνευσης.
Από τα είκοσί του χρόνια, ο Ντεμπόρ συλλαμβάνει την ιδέα ότι όπως στην εποχή του Μαρξ σημειώνεται μία διολίσθηση από το «είναι» στο «έχειν», έτσι στη σύγχρονη εποχή τα πράγματα της ζωής τείνουν να περάσουν από το «έχειν» στο «φαίνεσθαι». Με άλλα λόγια, ενώ προηγουμένως το σημαντικό ήταν να «είσαι», στον καπιταλισμό το σημαντικό είναι να «έχεις», δηλαδή είσαι ό,τι κατέχεις, η προσωπικότητά σου, η κοινωνική σου οντότητα, όλη σου η πραγματικότητα εξαρτάται από τα υλικά αγαθά που διατηρείς στην κατοχή σου. Και μετέπειτα, συγκεκριμένα από τις αρχές της δεκαετίας του 1930, το σημαντικό μετακινείται από το να κατέχεις στο να φαίνεσαι, στο να υπάρχεις ως θέαμα, στο να υφίστασαι μέσα στο «εικονικό», όπως το λέμε σήμερα, σύμπαν, το οποίο ακριβώς διαμορφώνει και διαδίδει την εικόνα σου ανεξαρτήτως από την αληθινή πραγματικότητά σου.
Το σοκ που προκάλεσε η πρώτη έκδοση της Κοινωνίας του Θεάματος ήταν τρομερό, αν και δεν το αντελήφθησαν όλοι από την αρχή. Το βιβλίο, γραμμένο με τη μορφή αλλεπάλληλων σύντομων θέσεων, όπως περίπου το Tractatus Logico-philosophicus του Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν, δομημένο αυστηρά και με ένα ύφος εξόχως συνοπτικό, συμπαγές και αξιωματικό, μοιάζει να αρνείται κάθε ερμηνεία και να απαιτεί να διαβαστεί κατά γράμμα και να γίνει πράξη κατεπειγόντως. Η τηλεγραφική γραφή του Ντεμπόρ, συνδυασμένη αρμονικά με στοιχεία τόσο από τη διαλεκτική φιλοσοφία του Εγέλου όσο και από την εσκεμμένη προφορικότητα των ντανταϊστών, μοιάζει να αποτελεί απόσταξη ενός αχανούς εύρους γνώσεων και μίας παγερής επεξεργασίας δεδομένων που αντλούνται από την ιστορία, την κοινωνιολογία, την πολεοδομία, την κουλτούρα, και τις πιο προωθημένες θεωρίες περί του χρόνου και περί του χώρου. Όλα τα θέσφατα και όλες οι βεβαιότητες μιας οργανωμένης κοινωνίας, κατά τον Ντεμπόρ προϊόντα πια του θεάματος που δεν είναι τίποτε άλλο παρά το κεφάλαιο σε τέτοιο βαθμό συσσώρευσης ώστε να μετατρέπεται σε εικόνα, αναλύονται και κατακρημνίζονται με ανελέητη διαύγεια, χωρίς κόκκο ρητορικής ή λυρικής διάθεσης.
Αυτή η επιλογή της παγερής γλώσσας για τη διατύπωση απόψεων που ξεσήκωσαν πάθη μεγάλης θερμοκρασίας είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα εάν αναλογιστούμε ότι ο Ντεμπόρ ήταν από μικρή ηλικία, και παρέμεινε έως τον θάνατό του, λάτρης του οίνου και ακλόνητος πότης. Για να προχωρήσει στην ολοκλήρωση της συγγραφής της Κοινωνίας, αποσύρθηκε σε ένα είδος ευφρόσυνης και βολικής «εξορίας», σε μιαν άνετη κατοικία στις Κάννες, και επέβαλλε στον εαυτό του μία συστηματική αποχή από το αλκοόλ και μία δίαιτα με ντοματόζουμο, ακολουθώντας το παράδειγμα του πότη (!!!) παγκόσμιου πρωταθλητή στο σκάκι, του Αλεξάντερ Αλιέχιν, ο οποίος είχε κόψει τη βότκα και έπινε μόνο γάλα για ένα διάστημα προκειμένου να ανακτήσει το στέμμα του, όταν το έχασε από τον σκακιστή και μαθηματικό Μαξ Όϊβε.
Μία από τις κεντρικές θέσεις του Ντεμπόρ είναι ότι στον ύστερο καπιταλισμό, στο στάδιο του θεάματος δηλαδή, αντί να εξυπηρετεί τις ανθρώπινες επιθυμίες, η οικονομία δημιουργεί αδιάκοπα ανάγκες που άλλο δεν κάνουν από το συμβάλλουν μονάχα στην ψεύτικη ανάγκη της διατήρησης της εξουσίας της. Το θέαμα παράγει ολοένα και περισσότερο «συγχωροχάρτια του εμπορεύματος», η εικόνα γίνεται το παν, και η αδιαμεσολάβητη επικοινωνία εξοστρακίζεται. Κι αυτό έχει συνταρακτικές επιπτώσεις και στην τέχνη. Το έπος των ανθρωπίνων περιπετειών γίνεται πλέον δοξολογία των προϊόντων, εκθειασμός των αντικειμένων, αποθέωση της ανταλλακτικής αξίας. «Το θέαμα», γράφει ο Ντεμπόρ, «δεν υμνεί τους άνδρες και τα όπλα τους αλλά τα εμπορεύματα και τα πάθη τους».
Λίγους μήνες μετά την πρώτη έκδοση της Κοινωνίας του Θεάματος, όπως ακριβώς το είχε σχεδιάσει μεθοδικά ο «στρατηγός» Ντεμπόρ, και αφού οι θέσεις του βιβλίου διαδόθηκαν αστραπιαία στους πιο προωθημένους κύκλους των Γάλλων αριστεριστών και αναρχικών, καθώς και σε σημαντικά κομμάτια της ανήσυχης νεολαίας και των φοιτητών, ξέσπασαν στο Παρίσι οι ταραχές που έμειναν στην ιστορία ως «Μάης του 68», ταραχές που δεν άργησαν να «εξαχθούν» στις περισσότερες μεγαλουπόλεις της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών, και που εν συνεχεία, μετά την άμπωτη του κινήματος, να προκαλέσουν βαθμιαία ριζικές αλλαγές στον τρόπο σκέψης τόσο των επαναστατών όσο και των πολεμίων τους.
Σήμερα, τέσσερις δεκαετίες μετά την εμπρηστική εκείνη πρώτη έκδοση της Κοινωνίας του Θεάματος, οι βασικές θεωρήσεις του Ντεμπόρ μοιάζουν κοινότοπες και η φρασεολογία του έχει επηρεάσει κοινωνικούς επιστήμονες, στοχαστές, δημοσιολόγους, αναλυτές, και κάθε σκεπτόμενο πολίτη, ανεξάρτητα από πολιτικές ή άλλες πεποιθήσεις. Πολλά από τα αξιώματά του κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα και συζητιούνται ακόμη, έστω κι αν αγνοείται η προέλευσή τους. Ακριβώς το ίδιο συνέβη και με τα όσα είχε να πει στο Κεφάλαιο ο Μαρξ. Τα λόγια του Ντεμπόρ είναι πλέον κοινό κτήμα ες αεί.
Αξίζει να αναφέρουμε ότι ο Ντεμπόρ προχώρησε σε μία παγκόσμια, και άνευ προηγουμένου καινοτομία όταν, το 1973, κατόρθωσε να μετατρέψει το χαρτί σε σελιλόιντ πραγματοποιώντας μία συναρπαστική κινηματογραφική μεταφορά της Κοινωνίας του Θεάματος.
Δεν είναι ίσως περιττό να σημειώσουμε ότι η Κοινωνία του Θεάματος κυκλοφορεί σε δεκάδες γλώσσες, από τα αγγλικά και τα πορτογαλικά έως τα ρωσικά, τα τουρκικά και τα ιαπωνικά, ενώ στην Ελλάδα εμφανίστηκαν, από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 έως τις αρχές της δεκαετίας του 2000, τέσσερις (4!!!) διαφορετικές μεταφράσεις, χάθηκε κάπου στις ομίχλες της ιστορίας μία πέμπτη, ενώ φημολογείται η περίσκεπτη και ακριβής εκπόνηση μίας έκτης!

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης


«Εκείνοι που θέλουν πραγματικά να ανατρέψουν μια κατεστημένη κοινωνία, οφείλουν να διατυπώσουν μια θεωρία που να εξηγεί σε βάθος αυτή την κοινωνία, ή τουλάχιστον να δίνει την εντύπωση ότι προσφέρει μια ικανοποιητική ερμηνεία. Απ’ τη στιγμή που αυτή η θεωρία θα διαδοθεί κάπως, με την προϋπόθεση ότι αυτό θα συμβεί κατά τη διάρκεια συγκρούσεων που θα ταράζουν τη δημόσια γαλήνη, και πριν ακόμη κατανοηθεί επακριβώς, η δυσαρέσκεια που υπάρχει παντού διάχυτη θα αυξηθεί και θα οξυνθεί εξαιτίας και μόνο της αόριστης γνώσης ύπαρξης μιας θεωρητικής καταδίκης της τάξης πραγμάτων»

[Από τον Πρόλογο στην 4η ιταλική έκδοση της Κοινωνίας του Θεάματος]

«Όλη η ζωή των κοινωνιών στις οποίες κυριαρχούν οι σύγχρονες συνθήκες παραγωγής εκδηλώνεται σαν μια τεράστια συσσώρευση θεαμάτων. Ό,τι είχε άμεσα βιωθεί, απομακρύνθηκε σε μια αναπαράσταση»

«Το θέαμα δεν είναι ένα σύνολο εικόνων, αλλά μια κοινωνική σχέση ατόμων μεσολαβημένη από εικόνες»

«Ο θεατής όσο περισσότερο παρατηρεί τόσο λιγότερο ζει~ όσο περισσότερο δέχεται να αναγνωρίζει τον εαυτό του μέσα στις κυρίαρχες εικόνες της ανάγκης, τόσο λιγότερο κατανοεί τη δική του ύπαρξη και τη δική του επιθυμία […] Το θέαμα είναι παντού, να γιατί ο θεατής δεν αισθάνεται πουθενά σαν στο σπίτι του»

«Το θέαμα σαν παρούσα κοινωνική οργάνωση της παραλυσίας της ιστορίας και της μνήμης, της εγκατάλειψης της ιστορίας που ορθώνεται στη βάση του ιστορικού χρόνου, είναι η ψευδής συνείδηση του χρόνου»

[Από την Κοινωνία του Θεάματος]

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2007

Τέσσερις Δεκαετίες από τον Θάνατο του Τζον Κολτρέιν


Τζον Κολτρέιν
Κεραυνός σε slow motion

Στην Ευγενία Λουπάκη, για τo πόσο αγαπάει τον Κολτρέιν

Υπάρχει πάντα για τα πάντα η πρώτη φορά, και είναι πάντα αλησμόνητη. Ουδείς λησμονεί την πρώτη φορά που ο καπνός κατέβηκε στα πνευμόνια του ή το ουίσκι κύλησε, με μια συγκλονιστικά τονωτική αψάδα, στο λαρύγγι του. Ποιος λησμονεί το πρώτο φιλί με την πρώτη αγαπημένη, την πρώτη φορά που είδε τον Ζορρό να χλευάζει τον λοχία Γκαρθία, ή τον Ντ’ Αρντανιάν να κάνει σκόνη τα μίσθαρνα όργανα του Καρδινάλιου Ρισελιέ; Ναι, πάντα υπάρχει για τα πάντα μια πρώτη φορά, πάντα χαραγμένη στου νου τις δέλτους τις χρυσές. Το να έχεις μεγαλώσει με το ακραιφνές ροκ, αλλά και με τον Μπομπ Ντύλαν, το να έχεις φτάσει στα δεκαεφτά θαρρώντας ακόμη ότι η τζαζ είναι τα μαϊμουδάκια που, άμα έριχνες ένα δίφραγκο, έπαιζαν τύμπανα και τρομπέτες μέσα σε γυάλινα κουτιά, ή ότι τζαζ είναι απλώς τα ντραμς μιας μπάντας, και αιφνιδίως να ακούς για πρώτη φορά τζαζ γνήσια και θρυλική, και μάλιστα από το σχήμα του Τζον Κολτρέιν, κι ακόμα πιο μάλιστα αυτόν τον κεραυνό σε slow motion, αυτή την ηχητική καταιγίδα, αυτό το εβένινο έπος που τιτλοφορείται «Ole’», ναι, είναι μια συνταρακτικά αλησμόνητη και αλησμόνητα συνταρακτική Πρώτη Φορά, μια Μεγάλη Εμπειρία. Είναι μια παρατεταμένη στιγμή που σε βυθίζει σε θάλασσες ήχων και σε ανεβάζει σε ουράνια ανάτασης και ανάστασης. Είναι κάτι σαν λύτρωση, κάτι σαν εκ νέου μοίρασμα της τράπουλας του κόσμου σου, αισθάνεσαι ότι δεν μπορείς πια να είσαι αυτό που ήσουν, αισθάνεσαι ότι τώρα αρχίζεις να γίνεσαι αυτός που, όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα εξακολουθεί να παραμένει φανατικός υπερασπιστής εκείνης της εμπειρίας, μνήμων μνημών και μνηστήρας της μνείας που ολοένα θα επανέρχεται, της μνείας σ’ αυτή τη μουσική που άλλαξε όχι μονάχα εσένα αλλά και όλη την ιστορία της τέχνης.

Το δίχως άλλο, ο Τζον Κολτρέιν, ο Άγιος Ιωάννης της Μεγάλης Μαύρης Μουσικής, όπως προτιμούν πια να αποκαλούν την τζαζ πολλοί ιστορικοί και μελετητές της, ανήκει στη χορεία αυτών που έρχονται για ν’ αλλάξουν τα πάντα, που σεβόμενοι το παρελθόν επιχειρούν να ζήσουν και δημιουργήσουν ήδη στο μέλλον, που σηματοδοτούν στην πράξη και με το έργο τους το τέλος μιας εποχής και την εσπευσμένη αρχή μιας άλλης. Κι ακόμα, ανήκει σ’ αυτόν τον εσμό των δημιουργών που διέπονται από τη διάθεση διαρκώς να διευρύνουν τα όρια, να επηρεάζουν τους πάντες και τα πάντα, δίχως όμως ουδείς να αποτολμήσει να τους μιμηθεί, αλλά απεναντίας, να αισθάνεται βαθιά μέσα του την επίδρασή τους και να αντλεί τις πιο λαμπρές στιγμές της έμπνευσής του από αυτούς. Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι κάποια εκκλησία ανακήρυξε όντως άγιο τον Κολτρέιν, ότι δεκάδες εικαστικοί καλλιτέχνες έχουν φιλοτεχνήσει έργα εμπνευσμένα από τη μουσική του, ότι δεν είναι λίγα τα μυθιστορήματα, στα οποία ο Τζον και τα αθάνατα κομμάτια του κοσμούν τις σελίδες του, αρκεί να θυμηθούμε πρόχειρα τα εκπληκτικά νουάρ «Παράθυρο με θέα γυναίκες» και «Πρώην σύντροφοι» του Πατρίκ Ρενάλ, καθώς και το «Μια βραδιά στο κλαμπ», αυτόν τον απόλυτο ύμνο στη μαγεία της τζαζ που μας χάρισε ο Κριστιάν Γκαγί. Ο ιστορικός Έρικ Χόμπσμπαουμ αναφέρει τακτικά τον Κολτρέιν στα πονήματά του, και βέβαια δεν υπάρχει εγχειρίδιο σχετικά με την τζαζ που να μην μνημονεύει αυτόν τον σπουδαίο σαξοφωνίστα και συνθέτη.
Ο Τζον Κολτρέιν γεννήθηκε στο Χάμλετ, της Βόρειας Καρολίνας, πριν από οχτώ δεκαετίες, στις 23 Σεπτεμβρίου του 1926, την ίδια χρονιά με τον Μάιλς Ντέιβις και τον Νίκο Καρούζο, αλλά δεν πρόλαβε να ζήσει παρά μονάχα τέσσερις. Ο πατέρας του, ο Τζον Ρ. Κολτρέιν, ήταν ράφτης και ερασιτέχνης μουσικός, ενώ η μητέρα του, η Άλις Μπλερ, ξενοδούλευε για να τα βγάζει πέρα η οικογένεια. Μολονότι έμεινε στην ιστορία για την εκρηκτική του μανία όταν άρχιζε να σολάρει, μάλιστα έχει καταγραφεί ένα σόλο του διαρκείας, ούτε λίγο ούτε πολύ, δύο, ναι, δύο ολόκληρων ωρών, η άνοδός του Κολτρέιν στο μουσικό στερέωμα ήταν μάλλον αργή. Άρχισε από πιτσιρικάς να παίζει τζαζ σε διάφορα στέκια της Φιλαδέλφειας, συνοδεύοντας συνήθως άλλους, μεγαλύτερους τζαζίστες, και συμμετέχοντας σε εφήμερα σχήματα, φροντίζοντας αργά και σταθερά να βρει τον δικό του, προσωπικό ήχο. Αρχικά έπαιζε άλτο σαξόφωνο, αλλά λίγο μετά τα είκοσι, και αφότου έκανε τη στρατιωτική του θητεία στη Χαβάη, στράφηκε στο τενόρο. Διάφοροι θρύλοι έχουν διαδοθεί στο σύμπαν της τζαζ σχετικά με την μετατόπιση αυτή. Άλλοι λένε ότι απλούστατα βρέθηκε κάποτε να παίζει σε μια μπάντα, αυτή του Έντι «Κλίνχεντ» Βίνσον, η οποία διέθετε άλτο σαξοφωνίστα κι έτσι ο Τζον υποχρεώθηκε να το γυρίσει στο τενόρο, ενώ κάμποσοι διατείνονται ότι, μετά τη γνωριμία του με τον ιδιοφυή Τσάρλι Πάρκερ, ο Κολτρέιν αισθάνθηκε ότι οι εκφραστικές δυνατότητες του άλτο είχαν αγγίξει ένα ανυπέρβλητο ζενίθ και δεν θα είχε ο ίδιος πολλά να προσφέρει με αυτό, ενώ, απεναντίας, μπορούσε να πειραματιστεί γενναία με το τενόρο.
Όπως και να ’χει, το παίξιμό του κέρδισε την εύνοια του άλλου θρύλου της τζαζ, του τρομπετίστα Ντίζι Γκιλέσπι, ο οποίος στα τέλη της δεκαετίας του 1940, προσέλαβε τον Κολτρέιν στην μπάντα του, αρχικά μεγάλη, εν συνεχεία μετασχηματισμένη σε σεπτέτο. Θα αρχίσει να κινεί το ενδιαφέρον των μουσικών και του κοινού, θα παίζει ξανά και ξανά, θα μπει στην μπάντα του Τζόνι Χότζις, θα είναι σαν τον Τσάρλι Πάρκερ «σοβαρός, επιβλητικός, αυστηρός και ωραίος», αλλά συνάμα αρχίζουν να παρουσιάζονται και οι πρώτες άγριες επιπλοκές ύστερα από τις γνωστές, μάλλον εφιαλτικές, εμπλοκές με το αλκοόλ και με τα ναρκωτικά. Ο Κολτρέιν θα προσλαμβάνεται και θα απολύεται από κουιντέτα και σεξτέτα με την ταχύτητα που έχουν τα περίτεχνα, περίπλοκα και καταιγιστικά σόλο του, και μιλάμε για ενίοτε εκατοντάδες νότες το λεπτό!
Η πρώτη καθοριστική στιγμή στη σταδιοδρομία του Τζον είναι η γνωριμία του και η επακόλουθη συνεργασία και φιλία με τον άνθρωπο που αποτελεί την επιτομή της ιστορίας της τζαζ και δεν είναι άλλος από τον Μάιλς Ντέιβις. Τον Ιούλιο του 1955 συγκροτείται το σχήμα των θρύλων: ο Μάιλς στην τρομπέτα, ο Τζον στο τενόρο σαξόφωνο, ο Ρεντ Γκάρλαντ στο πιάνο, ο Πολ Τσέιμπερς στο μπάσο και ο μεθοδικός σίφουνας Φίλι Τζο Τζόουνς στα ντραμς. Από τότε χρονολογείται και η πόλωση των φανατικών της τζαζ, ο χωρισμός τους, αιώνιος πια, ανάμεσα στους λάτρεις του Κολτρέιν και σε αυτούς που απεχθάνονται τα επιτεύγματά του, θεωρώντας τον βλάσφημο, βέβηλο και φονιά του στιλ. Ήδη κάμποσοι κριτικοί επέμεναν να εκδιωχθεί ο Κολτρέιν από το κουιντέτο και να αναλάβει το σαξόφωνο ο Σόνι Ρόλινς, κάτι που όντως έγινε αλλά όχι και τόσο για μουσικολογικούς λόγους.
Ο εθισμός του Κολτρέιν στην ηρωίνη λίγο έλειψε να τινάξει το σχήμα του Μάιλς στον αέρα, οπότε ο Τζον πήρε πόδι. Προηγήθηκε ο γάμος του Τζον με την Νάιμα Γκραμπς, καλλονή απαθανατισμένη από τον γενναιόδωρο μουσικό στο θαυμάσιο ερωτικό κομμάτι που φέρει το όνομά της. Ο γάμος έγινε με κουμπάρους ολόκληρη την ορχήστρα του Μάιλς! Λίγο μετά, ο Κολτρέιν, αργώντας πάντα να εμφανιστεί στα απαραίτητα ραντεβού της μπάντας, και μένοντας πολλές φορές κόκαλο επί σκηνής, ανήμπορος να παίξει, θα προκαλέσει την μήνιν του συνήθως μειλίχιου Μάιλς, ο οποίος θα τον επιπλήξει, τονίζοντας μάλιστα τα λεγόμενά του με μια «ξανάστροφη στη μάπα και μια μπουνιά στο στομάχι», καθώς γλαφυρά λέει κι ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του. Ο Μάιλς σπεύδει, βέβαια, να ομολογήσει ότι στενοχωρήθηκε πολύ για την αποπομπή του Τζον αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. «Δεν είχε τόσο πλάκα η φάση με τον Κολτρέιν», γράφει ο Μάιλς. «Έπαιζε φορώντας κάτι ρούχα που έδειχναν σαν να ’χε μέρες να τα βγάλει από πάνω του, κατατσαλακωμένα, βρόμικα κι ελεεινά. Κι ύστερα, όταν δεν ήταν ντάγκλα πάνω στη σκηνή, καθόταν και σκάλιζε τη μύτη του κι έτρωγε τα κακάδια. Και για τις γυναίκες δεν τον ένοιαζε καθόλου, όπως εμένα και τον Φίλι Τζο Τζόουνς. Ο Κολτρέιν ενδιαφερόταν μονάχα για το παίξιμό του, ήταν δοσμένος ολοκληρωτικά στη μουσική, και μπορεί να του στηνότανε μια γκόμενα ολόγυμνη μπροστά του κι εκείνος να μην την πρόσεχε καν. Τόσο συγκεντρωμένος ήταν όταν έπαιζε».
Ο Θελόνιους Μονκ ήταν παρών στο περιστατικό, άδραξε την ωραία ευκαιρία, παρηγόρησε τον Κολτρέιν και άρχισε να συνεργάζεται μαζί του. Προηγουμένως, ο Τζον πήγε στη Φιλαδέλφεια, αποφασισμένος να κόψει την πρέζα και να επανέλθει στο μουσικό προσκήνιο για τα καλά. Έβαλε τη μητέρα του και την Νάιμα να τον κλειδώσουν σε μια κάμαρα και να του δίνουν μονάχα ψωμί και νερό. Από τότε χρονολογείται και η περιλάλητη θρησκευτικότητά του, μια εμμονή στο ότι η μουσική του είναι δώρο απ’ το Θεό, και ότι μέσω της μουσικής οφείλει να προσφέρει παρηγοριά. Ο ίδιος ήταν φειδωλός όταν μιλούσε γι’ αυτήν του την πτυχή, περιοριζόμενος συνήθως στο να λέει ότι ο Θεός αυτοπροσώπως ήρθε και του είπε ότι θα τον βοηθήσει να απαλλαχτεί από τον εθισμό του ώστε να μπορεί να κάνει ευτυχισμένους τους ανθρώπους μέσω της τέχνης του. Πέρα πάντως από τους ποικίλους μύθους, παραμένει γεγονός ότι ο Κολτρέιν πράγματι συνεργάζεται με τον Μονκ, μαθαίνει πάμπολλα από τον μεγάλο πιανίστα, και προχωρεί πια με giant steps, με «γιγάντια βήματα» όπως τιτλοφορεί έναν από τους πιο όμορφους και δυναμικούς δίσκους του, προς την καθιέρωση του προσωπικού του ύφους, τόσο ως ερμηνευτή όσο και ως συνθέτη που πειραματίζεται αενάως με τις μορφές. Ακριβώς εκείνη την περίοδο, ο Κολτρέιν, ανανεωμένος σωματικά και ψυχικά, ανανεώνει και τον τρόπο παιξίματός του και προχωρεί έτσι στην ανανέωση ολόκληρης της τζαζ μουσικής.
Παίζει πια επικεντρωμένος σε μια δική του αντίληψη περί αυτοσχεδιασμού, μια αντίληψη που πάει λίγο πιο μακριά ακόμα κι από την λεγόμενη «τροπική» (modal) αντίληψη που διδάχτηκε κατ’ ουσίαν από τον Μάιλς. Ο Κολτρέιν επιχειρεί μακριές δίχως αναπνοή φράσεις, όπως σημειώνει ο πιανίστας και θεωρητικός της τζαζ Σάκης Παπαδημητρίου, με απότομες αλλαγές στις κλίμακες και ανεξάρτητες σειρές ήχων η μία πάνω στην άλλη. Αυτό αποκλήθηκε από τον κριτικό Άιρα Γκίτλερ, ο οποίος έσπευσε να υπερασπιστεί τον Κολτρέιν όταν δέχτηκε απανωτές επιθέσεις για το παίξιμό μου, «sheets of sound», δηλαδή «συμπαγή τείχη ήχων», σύμφωνα με τον Παπαδημητρίου. Άλλοι μιλάνε για «κύματα έντασης» (waves of intensity), όταν αναφέρονται στο ιδιαίτερο στιλ του Κολτρέιν, ενώ πολλοί συμφωνούν πλέον ότι πρόκειται για μια μουσική απελευθερωτική, βαθιά συγκινησιακή και εξόχως νοήμονα και διαυγή.
Ο Μάιλς ξαναπήρε τον Τζον στην μπάντα του, και το αποτέλεσμα δεν είναι άλλο από το αριστουργηματικό «Kind of Blue», με τον Κολτρέιν να μας προσφέρει ένα από τα πιο όμορφα σόλο στο μαγευτικό «Blue in Green». Παράλληλα δοκιμάζει πετυχημένα τις δυνάμεις του στη σύνθεση, τα σπάει εκ νέου με τον Μάιλς, δίχως ξανάστροφες και μπουνιές τούτη τη φορά. Μάλιστα, ο Μάιλς προβαίνει σε μια συγκινητική, αλλά και καθοριστική για την τζαζ μουσική, χειρονομία. Δωρίζει στον Τζον ένα σοπράνο σαξόφωνο, όργανο παραγνωρισμένο εκείνη την εποχή, με σχεδόν λησμονημένες τις δόξες που γνώρισε στα χέρια και στα χείλη του βιρτουόζου Σίντνεϊ Μπεσέ.
Τον Απρίλιο του 1960, σημειώνεται η δεύτερη κρίσιμη καμπή στην εξέλιξη του Κολτρέιν. Σχηματίζει το προσωπικό του κουαρτέτο που ύστερα από αποχωρήσεις και νέες αφίξεις θα λάβει την θρυλική συνεκτική μορφή με τους Κολτρέιν στο σαξόφωνο, Τζίμι Γκάρισον στο μπάσο, Μακόι Τάινερ στο πιάνο, και Έλβιν Τζόουνς στα ντραμς. Από το σχήμα θα παρελάσει και ο πελώριος, και κυριολεκτικά, Έρικ Ντόλφι, ο λεγόμενος «μουσικός των πολλών πνευστών», ο οποίος θα παίζει φλάουτο. Τα δυναμικά αριστουργήματα διαδέχονται το ένα το άλλο, χαρίζοντας κύματα φήμης στον Κολτρέιν και την παρέα του. Οι πειραματισμοί με τους τρόπους και τους δρόμους της ινδικής μουσικής, καθώς και η γνωριμία του με τον Ραβί Σανκάρ, οδηγούν πολύ ψηλά τον πήχυ, και ο Τζον φτάνει σε στιγμές κορύφωσης της μουσικής του έκστασης, θεωρεί ότι η μουσική είναι σαν το σύμπαν. «Κοιτάς ψηλά και βλέπεις τα άστρα», λέει για τον Κολτρέιν ο ντράμερ Πέτε λα Ρότσα, «μα πίσω από αυτά υπάρχουν κι άλλα που δεν φαίνονται. Ο Τζον, σ’ όλη του τη ζωή, έψαχνε για τα άστρα που δεν φαίνονται».
Το αποκορύφωμα θα είναι η βαθιά πνευματική σύνθεση «A Love Supreme», του 1964, έργο-σταθμός στην ιστορία της τζαζ, σπουδαίο επίτευγμα συγκινησιακής φόρτισης και νοητικής έντασης. Ο Τζον, την προηγούμενη χρονιά, είχε ερωτευτεί την Άλις Μακλέοντ, η οποία έμελλε να γίνει γυναίκα του, να του χαρίσει τρία παιδιά, να γίνει η Άλις Κολτρέιν, και να εξελιχθεί σε σημαντική αρπίστρια, πιανίστρια και συνθέτη της Μεγάλης Μαύρης Μουσικής.
Λίγους μήνες μετά τη γέννηση του γιου του, του Οράν, και μετά τη διάλυση του γκρουπ του, ο Τζον Κολτρέιν θα αναχωρήσει για την Μεγάλη Μουσική Σκηνή του Ουρανού. Ο παλιός του αλκοολισμός του είχε διαλύσει το συκώτι, και στις 17 Ιουλίου του 1967, ο μεγάλος σαξοφωνίστας και συνθέτης θ’ αφήσει την τελευταία του πνοή. Αξίζει να επαναλάβουμε τα λόγια που του επεφύλαξε ο σημαντικότερος μαθητής του, ο μέγας Άλμπερτ Άιλερ: «Ο Τζον ήρθε σαν επισκέπτης σ’ αυτόν τον πλανήτη. Ήρθε ειρηνικά και έφυγε ειρηνικά. Αλλά και όσο καιρό έμεινε εδώ, προσπαθούσε διαρκώς να κατακτήσει νέα επίπεδα συνειδητότητας, ειρήνης και πνευματικότητας. Γι’ αυτό θεωρώ τη μουσική που έπαιξε ‘πνευματική μουσική’, τη θεωρώ τον τρόπο που είχε ο Τζον να πηγαίνει όλο και πιο κοντά στον Δημιουργό».

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης



Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2007

Υποφωτισμένο


Νίκη Χατζηδημητρίου, Υποφωτισμένο

Παρουσίαση στο Βιβλιοπωλείο της «Εστίας», Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2007

Της Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου


Λίγο καιρό προτού η Νίκη ολοκληρώσει αυτό το ιδιαίτερο βιβλίο μυθοπλαστικής ενδοσκόπησης και αυτοβιογραφικής μυθοπλασίας, μου το εμπιστεύτηκε για να το διαβάσω. Και θαύμασα! Θαύμασα πρώτον τις περίτεχνα κομψές παραλλαγές της θεματικής της, που καταυγάζει το Υποφωτισμένο της. Θαύμασα επίσης την αριστοτεχνική συνύφανση όλων των τρόπων του ύφους της, ούτως ώστε να αναδειχθεί, ή καλύτερα να συγκροτηθεί η θεματική αυτή, να γίνει λογοτέχνημα.
Γιατί θα ήταν κοινότοπο να πω ότι σε αυτό ακριβώς συνίσταται το πραγματικό λογοτέχνημα: στο ότι, δηλαδή, το ύφος δεν είναι μια επικόλληση καλολογικών στοιχείων πάνω στο νόημα, αλλά είναι το ίδιο το νόημα. Όπως το χρώμα ή το σχήμα δεν είναι το μέσο του ζωγραφικού πίνακα, αλλά ο ίδιος ο πίνακας.
Ποια είναι η θεματική του Υποφωτισμένου και πώς την αναδεικνύει ή τη συγκροτεί το ύφος; Δεν θα αποκαλύψω τίποτα καινούργιο λέγοντας ότι, όπως και στο πρώτο της βιβλίο, η Νίκη στοχάζεται τον θάνατο, ή μάλλον τους διαδοχικούς θανάτους –τα πένθη, τις απώλειες, τη λήθη– που εναγκαλίζονται τον ανθρώπινο βίο. Πρόκειται για μια σπουδή πάνω στη διηνεκή διαπραγμάτευση του ανθρώπου με το γεγονός του θανάτου.
Θα περιορίσω τούτη την απόπειρα συνοπτικής ερμηνείας στο δεύτερο, το καθαρά μυθοπλαστικό μέρος του βιβλίου, που δειγματίζει εντυπωσιακά ένα νέο τρόπο χειρισμού των ερωτημάτων της συγγραφέως. Το δεύτερο μέρος, που συναποτελείται από τέσσερα διηγήματα, αλλά από πέντε ιστορίες, μιας και στο δεύτερο διήγημα συνυπάρχουν δύο εγκιβωτισμένες αφηγήσεις.
Η θεματική του θανάτου είναι πάγια: οι μεν πεθαίνουν, ή φεύγουν, οι δε πενθούν ΚΑΙ στα τέσσερα διηγήματα της συλλογής. Πεθαίνει από τύφο η χαρισματική κορούλα του χήρου Δον Αλόνσο, του αγαθού και θεοσεβούμενου αναγνώστη του βασιλιά Φιλίππου Β΄ της Ισπανίας.
Αυτοκτονεί ο ευγενής και ανδρείος Ρωμαίος συγκλητικός Γάιος Σύλλας, διά της χειρός του Έλληνα δούλου του Θεμίστιου, που θανατώνει τον αφέντη του όπως εκείνος του το ζητά, με το ίδιο του το σπαθί, και τον θρηνεί προτού πνιγεί και αυτός κατά τη διάρκεια της φυγής του για τη Μασσαλία.
Ταυτόχρονα, η ιστορία αυτή του Ρωμαίου Σύλλα εγκιβωτίζεται στην ιστορία της αφηγήτριάς της Πηνελόπης, η οποία, ενώ τη γράφει, δεξιώνεται έναν φίλο, εραστή μάλλον, από τα παλιά, και τον φιλεύει ως είθισται ψάρι, για να κηδέψει την αναμεταξύ τους σχέση.
Αυτοκτονεί στο κανάλι του Λάουθ της Αγγλίας του 19ου αιώνα μια νεαρή τρόφιμος του παρθεναγωγείου του Ανδρέα Κάλβου, η κόρη του ευπατρίδη Ρέημοντ Μέησον.
Τέλος, στο έσχατο διήγημα, που εκτυλίσσεται στην Κωνσταντινούπολη, το Παρίσι, τη Βιέννη, τα Βαλκάνια –διασχίζοντας κυριολεκτικά, αλλά και αλληγορικά σύνολη την ευρωπαϊκή ήπειρο και ολόκληρο τον 19ο αιώνα– ο κεντρικός ήρωας, Δανιήλ Φαρμάκης, επιχειρηματίας κωνσταντινουπολίτικης καταγωγής, αλλά κοσμογυρισμένος, μετακομίζει στα γηρατειά του στην Αθήνα, με σκοπό να εκπληρώσει με ευεργεσίες το χρέος του προς το γένος. Τον συνοδεύει ο γιος του Ιωάννης Φαρμάκης, αγνώστου μητρός, φρενοβλαβής, ο οποίος πεθαίνει ή μάλλον αυτοκτονεί στη διάρκεια φρενικής κρίσης, όπως είχε παλιότερα αυτοκτονήσει και ο αδελφός της γιαγιάς του, επίσης πάσχων από «κληρονομημένη ανισορροπία της ψυχής».
Πεθαίνουν λοιπόν περίπου όλοι και οι εναπομείναντες πενθούν. Πενθούν κατά κανόνα οι μεγάλοι τους μικρότερους, οι υπερήλικες τους ανηλίκους, και ως επί το πλείστον οι άνδρες τις συζύγους τους, ή τα παιδιά τους.
Αυτό όμως το βαθύ και στοχαστικό πένθος έχει μιαν ευρύτατη πλην προσδιορισμένη χρονογεωγραφική και φιλοσοφική χωροταξία: καλύπτει το πεδίο που κατέλαβε ο περίφημος ευρωπαϊκός πολιτισμός, αυτός τον οποίο διέγραψε το φαντασιακό του ουμανισμού. Ένας κόσμος που χρονικά βυθίζει τις ρίζες του στην ελληνορωμαϊκή παράδοση, στον στωϊκισμό, τον νεοπλατωνισμό και τον χριστιανισμό –ορθοδοξία, καθολικισμό, αγγλικανισμό– και απλώνει τα κλαδιά του έως τον πρώτο ρομαντισμό, που άρδευσε, μεταξύ άλλων ενθουσιασμών, τον οιστρήλατο φιλελληνισμό. Άπαντες οι ήρωες έχουν εξάλλου άμεση ή έμμεση σχέση, ιστορική, εθνική ή φιλοσοφική με την Ελλάδα.
Γεωγραφικά, ο κόσμος αυτός καλύπτει ολόκληρη την Ευρώπη, από τη Δύση έως την Εγγύς Ανατολή, από την Αγγλία και την Ισπανία έως την Κωνσταντινούπολη των ορθοδόξων χριστιανών ή την Ιστανμπούλ της ετοιμόρροπης οθωμανικής αυτοκρατορίας, περνώντας από τη Μασσαλία, πάλαι ποτέ αποικία των Φωκαέων, την ελληνοτραφή Ρώμη, το φιλελληνικό Παρίσι, τη Βιέννη, το Ιάσιο της Φιλικής Εταιρείας, την Βραϊλα των Ελλήνων ευεργετών σιτεμπόρων. Διαγράφει έτσι έναν κύκλο που κλείνει αφηγηματικά με την Αθηνών πολίχνη, τη σκονισμένη και γηραιά πατρίδα του ανθρωπιστικού και του εθνικού ονείρου.
Είναι, από τη δική μας οπτική γωνία, ο χώρος τής, από αρχαιοτάτων χρόνων, ελληνικής διασποράς, αλλά και με την ευρύτερη έννοια, ο χώρος του πραγματικού, όσο και συμβολικού ταξιδιού, του ταξιδιού από τον Ατλαντικό στη Μεσόγειο και τον Εύξεινο Πόντο, του ταξιδιού διαμέσου της ευρωπαϊκής ιστορίας, την οποία γαλούχησε επί μακρόν η πίστη στην πρόοδο του ολοένα βελτιώσιμου ανθρώπου.
Και βέβαια, το ταξίδι –με γαλέρα ή άλογο, με άμαξα και αργότερα με τρένο (το έμβλημα αυτό της τεχνολογικής προόδου του 19ου αιώνα)– είναι από τα κυρίαρχα μοτίβα των διηγημάτων της Νίκης Χατζηδημητρίου, όπως άλλωστε κυρίαρχο μοτίβο είναι και ο ματαιωμένος ή ο τετελεσμένος νόστος.

Πώς όμως σχετίζονται όλοι αυτοί οι θάνατοι με τη δεδομένη χωροχρονική σκηνογραφία τους;
Ρώτησα τη Νίκη αν είχε καταλήξει σε κάποιο τίτλο. Σκεφτόταν, μου είπε τότε, να δανείσει στο βιβλίο τον τίτλο του τρίτου κατά σειρά διηγήματος. Τον τίτλο: Ενάρετοι. Πρόκειται για το διήγημα, όπου κατ’ ουσίαν πρωταγωνιστεί, δίχως να κατονομάζεται, ο ηλικιωμένος και παροπλισμένος Ανδρέας Κάλβος, ο διευθυντής του παρθεναγωγείου του στο Λάουθ. Αυτή της η πρώτη επιλογή μ’ έβαλε, ομολογώ, σε σκέψεις. Ήθελα να καταλάβω το γιατί. Πάντοτε σεμνά λακωνική, η Νίκη μου απάντησε: «γιατί, θεωρώ ότι οι ήρωές μου είναι ενάρετοι». Εκ των υστέρων, μου διευκρίνισε: «είναι ενάρετοι με τη σημασία που δίνει ο Κάλβος στη λέξη «αρετή», με τον τρόπο που κατανοούσε γενικότερα την αρετή ο ρομαντικός 19ος αιώνας.» Ποιος ήταν αυτός ο τρόπος, τι τους καθιστούσε ενάρετους, και πώς η Νίκη αντιλαμβανόταν αυτόν τον προσδιορισμό, που είχε για εκείνη τόσο σημαίνουσα βαρύτητα;
Το διήγημα «Ενάρετοι» κλείνει με έναν στίχο από την ωδή «Εις τον Ιερόν Λόχον»: «Την εκλογή ελεύθερον δίδει το θείον…» Είναι ο τελευταίος στίχος της στροφής:

Πολλά μεν σκοτεινά·
φέγγει επ’ ολίγα τ’ άστρον
το της αθανασίας·
την εκλογήν ελεύθερον δίδει το θείον.


Ξαναδιάβασα φυσικά τις «Ωδές», εις άγραν αυτής της περίφημης αρετής. Ξαναδιάβασα το «θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία». Η αρετή του Κάλβου είναι γενικότερα συνδεδεμένη με τον ηρωισμό, την ανδρεία, την αυτοθυσία, τη φιλοπατρία, αλλά, εν προκειμένω, και πολύ εμφατικά με την «ελεύθερον εκλογήν».

Παραθέτω, για να το εντάξω στα συμφραζόμενα, την κατακλείδα αυτού του πολύ σύνθετου τρίτου διηγήματος της Νίκης:

Έγειρε –σκιά μαύρη – ο κύριος Διευθυντής το κεφάλι και εις μάτην προσπάθησε να διακρίνει ελπίδα, ή έστω κάτι από τη νεότητά του στο μισοσκότεινο τόξο του Αγίου Ιακώβου: «Την εκλογήν ελεύθερον δίδει το θείον…» θυμήθηκε δυνατά· ενώ μέσα του ρωτούσε πόσες άραγε ελευθερίες να υπάρχουν.

Συνωθούνται, ή υποδηλώνονται εδώ, τα συνδιαλεγόμενα μοτίβα της «χατζηδημητριακής» γραφής: η ματαιότητα της ελπίδας, αλλά και η ελπίδα της αθανασίας, ο ζόφος αλλά και η ευχή του φωτός, η δυσβάσταχτη νοσταλγία της νεότητας, αλλά και η λαχτάρα της απαλλαγής από το πικρό άχθος του γήρατος. Ωστόσο, η Νίκη επέλεξε έναν πολύ χαρακτηριστικό στίχο, απ’ όπου η λέξη αρετή απουσιάζει και όπου δεσπόζει το μείζον ζήτημα της ελεύθερης βούλησης, του δικαιώματος επιλογής, ακόμα και απέναντι στον θάνατο. Αυτό το μείζον ζήτημα, που στοίχειωσε την ελληνοχριστιανική Ευρώπη και που κορυφώθηκε στον ύστερο ρομαντισμό, σφραγίζοντας απορητικά τον ανθρωπιστικό στοχασμό.
Είναι λοιπόν εύλογο να κινούνται οι ήρωες της Νίκης Χατζηδημητρίου σε αυτό τον ορίζοντα της υπαρξιακής διερώτησης.
Από την εποχή του Αριστοτέλη, η αρετή είναι συνυφασμένη με την «ελεύθερον εκλογήν», ή αλλιώς με την προαίρεσιν. «Έστιν άρα η αρετή έξις προαιρετική…» (Ηθικά Νικομάχεια, Β6). Ο Πλωτίνος μιλά για «ελεύθερη βούληση», ο ΄Αγιος Αυγουστίνος και οι μετέπειτα Σχολαστικοί για liberum arbitrium. Στην Αναγέννηση το ερώτημα επανατίθεται από τον Μονταίνιο, στην κλασική Γαλλία από τον Μπλεζ Πασκάλ, και στον 19ο αιώνα, μεταξύ άλλων, από τον Σοπενάουερ και τον Νίτσε (δεν θα σας υποβάλω σε μάθημα φιλοσοφίας, δεν είμαι εξάλλου φιλόσοφος).
Πάντως, το ερώτημα των ορίων της ελεύθερης βούλησης ταλανίζει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο όλους τους ήρωες της Νίκης. Και δεν είναι τυχαίο –τίποτα στην πραγματική λογοτεχνία δεν είναι πραγματικά τυχαίο– που στο πρώτο από τα τέσσερα διηγήματά της, η νεαρή κόρη του Δον Αλόνσο, του θεολόγου, όπως είπα, και αναγνώστη του βασιλιά της Ισπανίας Φιλίππου του Β΄ (1527-1598), διαβάζει ακριβώς, και μάλιστα με ανάποδη χρονολογική σειρά, Αυγουστίνο, Πλωτίνο, Αριστοτέλη. Τους μελετά επιμελώς, αρχίζοντας από τον πιο χριστιανικά δεσμευτικό, ή, ας πούμε, από τον πιο δογματικό, σε ό,τι αφορά το ζήτημα της προαίρεσης, έως τον πιο προχριστιανικά «φιλ-ελεύθερο», θα τολμούσα να πω, τον Αριστοτέλη. Η κορούλα, ωστόσο, του Δον Αλόνσο –που θα πεθάνει, σημειωτέον, σε λίγο, από τύφο, αφήνοντας τον πατέρα της απαρηγόρητο– μπορεί μεν να διαβάζει με πάθος τους παραπάνω, αλλά κατόπιν μετρά «με τη φαντασία της τις δύο δύσκολες ευθείες [τις ευθείες της προοπτικής που μετράει και ο πατέρας της στις τετράγωνες πλάκες του δαπέδου] «που», λέει, «αν και παράλληλες, επέπρωτο, σε πείσμα κάθε λογικής, να συναντηθούν στο μέλλον.» Και επίσης, επειδή είναι ακόμα παιδί, αφήνει «τελευταίο τον ψεύτη Αίσωπο και τη συκοφαντημένη αλωπεκή, αυτή που μόνο λαχτάρησε λίγο σταφύλι». Με άλλα λόγια, επειδή «είναι ακόμα παιδί», η κοπελίτσα μπορεί να τολμήσει να αντισταθεί στη λογική του αυστηρού δέοντος, του δεσμευτικού πρέποντος, μπορεί να αφήσει ελεύθερη τη φαντασία της, μπορεί να ονειρευτεί «σε πείσμα κάθε λογικής», ή σύμφωνα με τη λογική της επιθυμίας, ότι κάπου κάποτε, στο άπειρο, στο επέκεινα ίσως, οι δύο αυτές περίφημες ευθείες συναντώνται! Ίσως ετοιμάζεται έτσι, διά της φαντασίας, να εξουδετερώσει τον επικείμενο θάνατό της. Ίσως διαισθάνεται ότι το έργο της φαντασίας είναι να εξορύξει μια άλλη πραγματικότητα, «where death shall have no dominion», όπως λέει ο Ντύλαν Τόμας.
Όταν ο πατέρας της, αργότερα, σε βαθύ γήρας, διαπιστώνει και αυτός ότι «οι δύο δύσκολες ευθείες, τα παράλληλα σαν ζωγραφισμένα κράσπεδα του δρόμου επιτέλους συναντιόντουσαν στ’ αλήθεια», αποδέχεται την παραμυθία της «παράλογης» επανένωσης με την κόρη του, μιας αυταπάτης που του φαντάζει εξάλλου «βλάσφημη». Με άλλα λόγια, το μικρό κοριτσάκι από τη μια, ο υπερήλικας πατέρας από την άλλη, επιλέγουν ελεύθερα να δρασκελίσουν το πιθανό, το λογικό, το απτό, δρασκελίζοντας ταυτόχρονα το κατώφλι που τους χωρίζει. Είναι και οι δύο τολμηροί και ενάρετοι, γιατί εγγίζουν αυτό το ιδανικό της ελευθερίας που κυριαρχεί στον μεταγενέστερο στοχασμό του Κάλβου. Την ιδεώδη ελευθερία της επιλογής. Οι δυο τους επιλέγουν την απόδραση από την ταξινομημένη, αδιέξοδη ερμηνεία της ύπαρξης· τη φυγή από την εξορθολογισμένη εποπτεία του ανθρώπινου, που αποδεικνύεται ανεπαρκής σε στιγμές μεγάλης απόγνωσης, σε στιγμές που το παράλογο, το αναιτιολόγητο, το ανεξήγητα μοιραίο νικά κατά κράτος.
Σε τέτοιες στιγμές, ίσως η ελεύθερη κίνηση, συν-κίνηση της φαντασίας, έστω και με το μέγιστο τίμημα της βεβήλωσης που επισύρει τη θεία τιμωρία, είναι η απόλυτη ένδειξη αρετής. Είναι ίσως και ο μόνος φορέας της ελπίδας.
Επιπλέον και κυρίως, «πέραν πάσης λογικής», με την πανίσχυρη ωστόσο λογική της αγάπης, οι γραμμές της μικρής κόρης και του γηραιού πατέρα συγκλίνουν ένθεν και ένθεν του θανάτου, εντός του αφηγηματικού χώρου. Οι δύο αυτοί, διά της αθωότητας ή διά της αποδοχής της βλασφημίας, καταλήγουν –πέρα από τον θάνατο, πέρα από τη διαφορά του φύλου και της ηλικίας– να μοιραστούν το ίδιο όραμα: την ένωση των δύο παραλλήλων. Η ενάρετη ελευθερία τους πραγματώνεται έτσι εντός του θαυμαστού τόπου, του Ου-τόπου της λογοτεχνίας!
Δεν είναι επίσης τυχαίο το ότι η ολιγογράμματη μπακάλισσα Αυγούστα διαβάζει ευλαβικά, χωρίς καλά καλά να την καταλαβαίνει, την επιγραφή του στωικού Επίκτητου, κατεξοχήν στοχαστή της ελεύθερης προαίρεσης: μια επιγραφή που κοσμεί την κορυφή της σκάλας στο παρθεναγωγείο του Κάλβου: «Μάθε πρώτα τι σημαίνει αυτό που λες, κι ύστερα μίλα».
Δεν είναι τυχαίο το ότι η Πηνελόπη, με τ’ όνομα, η αφηγήτρια του «Εσώκλειστου» –εκείνη που κηδεύει τη σχέση της με τον επισκέπτη της, ενώ βάζει ταυτόχρονα τον Ρωμαίο ήρωά της, τον Γάιο Σύλλα, να αυτοκτονήσει– διερωτάται: «Υπάρχει; Κι αν ναι, ποιος είναι άραγε ο γενναίος τρόπος για να πεθάνει κανείς;»
Δεν είναι προφανώς τυχαίο το ότι η Νίκη Χατζηδημητρίου επικαλείται τον Κάλβο, τον ρομαντικό και ταυτόχρονα μαθηματικό, τον άπελπι και ταυτόχρονα σχολαστικό λατινιστή. Ούτε το ότι ο Κάλβος είναι αυτός που προτρέπει στην υπέρ πίστεως και πατρίδος αυτοθυσία, με επιβράβευση την αθανασία, ενώ ο ίδιος, στην Τρίτη Ωδή του, την «Εις Θάνατον» –όπου σκηνοθετεί τη μεταθανάτια απεύθυνση μιας μάνας προς τον γιο της– αναγνωρίζει το μάταιο της ζωής και το αναπότρεπτα επιθυμητό του θανάτου:

Ναι, κόπος ανυπόφερτος
είναι η ζωή· η ελπίδες,
οι φόβοι, και του κόσμου
η χαραί και το μέλι σας βασανίζουν

Εδώ ημείς οι νεκροί
παντοτινήν ειρήνην
απολαύσαμεν, άφοβοι,
άλυποι, δίχως όνειρα έχομεν ύπνον

Σεις οι δειλοί αχνύζετε
όταν τις ψιθυρίση
τ’ όνομα του θανάτου
αλλ’ άφευκτος ο θάνατος
άφευκτος είναι.

επιτρέποντας μολαταύτα το απειροελάχιστο φέγγος, το «υποφώς» της (άλογης, εξού και εύλογης) ελπίδας:

Αλλά το φέγγος χάνεται
της σελήνης· σε αφήνω·
πάλιν θέλω σε ειδείν
ότε η ζωή σου λείψει, και τότε μόνον.


Τούτο το τάνυσμα, ο μετεωρισμός, ο δισταγμός, τούτη η ταλάντωση του εκκρεμούς μεταξύ στωικής αποδοχής και εξεγερμένης άρνησης, πίστης και αμφισβήτησης, χριστιανικής εγκαρτέρησης και προχριστιανικής επιλογής της ηρωικής αυτοκτονίας, ντετερμινιστικής καθυπόταξης στο προδιαγεγραμμένο και ελεύθερης απόταξης του μοιραίου, ορθολογικής εξήγησης και καταφυγής στο άλογο, είναι γνωστά και μυριάδες φορές ειπωμένα. Η περί θανάτου ρητορεία είναι κεκορεσμένη, έως και στομωμένη, όπως επίσης και η περί έρωτος που τη συνοδεύει καταπόδας.
Αυτό όμως που καθιστά τον χατζηδημητριακό λόγο τόσο αποτελεσματικό είναι η μυθοπλαστική επόπτευση του θέματός στη διαχρονία του, και αυτό που τον καθιστά σπαρακτικά εύγλωττο είναι το αρμόζον, το εφ-αρμόζον (με τη συνεκτικότερη έννοια του όρου) ύφος της. Η ιδιάζουσα ποιητική της. Η ιμπρεσιονιστική, μετεωριζόμενη γραφή της: η πληθώρα, φέρ’ ειπείν, των ονοματικών φράσεών της, που προβάλλουν το αισθάνεσθαι ή το δι-αισθάνεσθαι έναντι του πράττειν: «Τα πρόσωπά τους εκ καθήκοντος πέτρινα» ή «Πάλλευκο το μάρμαρο και πάνω του αθώοι άγγελοι και σκοτεινοί στρατηλάτες, πτέρυγες και ξίφη προτεταμένα σε φόβο πιστών και απίστων». Η συστηματική πρόταξη επιθέτων και επιρρημάτων: «Δύσκολο ήταν να πει τι» ή «Λακωνικός υπήρξε ο Θεμίστιος», ή ακόμα: «Γερμένο το κεφάλι της λοξά και λευκή γάζα χυνόταν από το καπέλο…», ή επίσης «Καθόλου, βεβαίως, κάτι τέτοιο δεν είχε συμβεί». Η υπαλλαγή, που βυθίζει τη γραφή σε ένα ονειρικό φλου: «απαρηγόρητα γεγονότα», «μελαγχολικό κρασί», «άφησε πίσω λακκούβες οπλές», «αδιάφανος ο ήχος της πορσελάνης».
Η Νίκη Χατζηδημητρίου οργανώνει μεθοδικά τον ωσμωτικό συγκερασμό συγκεκριμένου και αφηρημένου, έμψυχου και άψυχου, έναν συγκερασμό που καταργεί τις ρεαλιστικές οριοθετήσεις μεταξύ της ύλης και της μη-ύλης, ή επίσης του εδώ και του επέκεινα. Όπως στο θαυμαστό: «Τα υπερήφανα και από χοντρό μετάξι λάβαρα του σουλτάνου, αποκαμωμένα από την ασταμάτητη βροχή, κρέμονταν ανήμπορα στα πενιχρά φυλάκια», ή επίσης στο «η χημική ένωση αποδείχτηκε πολύτιμη γιατί ήταν πολεμοχαρής», ή ακόμα στο «ήθελε να περπατήσει τη συγκίνηση και τη σκέψη του», ή «τα μαντήλια μερικών σε λευκή ανακωχή» ή ακόμα η «μυρωδιά της μαγειρικής των αναμνήσεων».
Και βέβαια, η πλέον χαρακτηριστική και νοηματοδοτημένη υφολογική ιδιαιτερότητα, εμπνευσμένη ίσως κι αυτή από τον Κάλβο, είναι η συστηματική και χρήση της άνω τελείας, η οποία χωρίζει, σημασιολογικά και ρυθμικά, δύο ή περισσότερα ημιαυτόνομα συντάγματα, που πλέουν σε ένα ονειρικό κενό αναπόλησης και αναμενόμενης ευκταίας πλησμονής: «Έμεινε έτσι για αρκετή ώρα ν’ ακούει την καθησυχαστική ερωταπόκριση[·] του αέρα απ’ το βάλτο έξω και της φωτιάς στην εστία μέσα».
Διαβάζω, ολοκληρώνοντας, ένα αγαπημένο μου απόσπασμα, που συμπυκνώνει αυτή την ποιητικά νοήμονα λειτουργικότητα της γραφής:
Ο κεντρικός ήρωας του τελευταίου διηγήματος, με τον παρηχητικά εύγλωττο τίτλο: «Ο άγνωστος νόστος του Δανιήλ Φαρμάκη» έρχεται να εγκατασταθεί στην «Αθηνών πολίχνη», ύστερα από πολύχρονη επιχειρηματική δραστηριότητα στη Δυτική και Ανατολική Ευρώπη:

Μέχρι τότε είχε μόνο ακούσει για την αρχαία και ένδοξη –πόσο αρχαία και πόσο ένδοξη εντούτοις δεν ήξερε– πόλη της Αθηνάς Παρθένου. Παιδικό δέος δε κατείχε το νου του στη σκέψη της θεάς και της πόλης της.

Γιατί του ’μοιαζε σαν απειλή του θανάτου:
η αιγίδα της να γεννά κάτι αγάλματα από σοφό μάρμαρο·
που όμως μετά πεθαίνουν·
να, σαν τη μητέρα του που γέννησε το μωρό που πέθανε·
κι εκείνον τον είχαν διώξει να μη βλέπει·
αιγίδα θλίψης στο μάρμαρο μέτωπο της Καλλιρόης.

Στον διακριτικά υποφωτισμένο κόσμο της Νίκης Χατζηδημητρίου είναι φωτεινά διακριτή η υψηλή αρετή της τέχνης της.

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2007

Μαρξ [Γκράουτσο, οφκορς!]


Εκτός του σκύλου, το διάβασμα είναι ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου.
Εντός του σκύλου, είναι πολύ σκοτεινά για να διαβάσεις!

Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2007

Ντύλαν συν Ντύλαν συν Ντύλαν



Λοιπόν! Πάμε με Ντίλαν। Μπομπ Ντίλαν। Η προσφορά του Τροβαδούρου είναι τεράστια, και η εκφραστική ισχύς του δεν έπαψε ποτέ να μας συγκλονίζει। Η σημερινή ανάρτηση είναι ένα τρίπτυχο, αποτελούμενο από μία συνομιλία μου με τον Κώστα Αγοραστό που δημοσιεύτηκε στο πιο πρόσφατο τεύχος του περιοδικού «Δίφωνο», από ένα έξοχο κείμενο του φίλου απ’ τα παλιά, απ’ τα πολύ παλιά, του ανοξείδωτου δανδή Θοδωρή Μανίκα, και από μια καταγραφή του ταξιδιού μου στο Παρίσι, τον Απρίλιο, όπου παρακολούθησα μια συναυλία του Μπομπ. Ελπίζω να είναι χορταστικά αναγνώσματα για τους φίλους του “La Vie est Belle, et Facile”.



Συνομιλία


Πότε και πώς έγινε η πρώτη επαφή με τη μουσική του Dylan;

Ήταν στα μέσα της δεκαετίας του 1970, στον Βόλο, σε ένα θαυμάσιο παλιό ξύλινο πικάπ. Δέσποζαν τότε τα λεγόμενα συγκροτήματα-δεινόσαυροι, οι Genesis, οι Yes, οι Jethro Tull, και άρχιζε να σκιρτάει εκρηκτικά το punk. Τυχαία, και έχοντας διαβάσει για τον Dylan, έπεσε στα χέρια μου το “Desire”. Με σημάδεψε. Όπως και όλη την παρέα. Ήταν σαν έρωτας. Και σαν έρωτας που είναι ακαριαίος και αιώνιος.

Ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να προσεγγίσει κανείς τον Dylan; Ντοκυμαντέρ, ταινίες μυθοπλασίας, συναυλίες, βιογραφίες;

Η μουσική του. Αυτό το συναρπαστικό, αρραγές σύνολο μελωδίας, στίχων, φωνής. Ιδιοφυίες σαν τον Dylan, ή τον Phil Spector, άλλαξαν μια για πάντα όλο το τοπίο της μουσικής. Τα τραγούδια του, σχεδόν όλα, είναι σαν κεραυνοί σε slow motion. Ο Dylan άντλησε από την παράδοση για να προχωρήσει σε καινοτομίες που κάνουν το αίμα να κυλάει πιο γρήγορα στις φλέβες. Και βέβαια, είναι πολύτιμες οι ταινίες που έχουν γίνει για τον Τροβαδούρο, ιδίως αυτές του Martin Scorsese και το “Don’t Look Back” και του D. A. Pennebaker, ένα συγκλονιστικό ασπρόμαυρο ντοκιμαντέρ που ήταν εξαφανισμένο και που κυκλοφόρησε πρόσφατα σε υπέροχη deluxe έκδοση.

Ο «ερωτικός» Dylan της δεκαετίας του ’60 επισκιάστηκε από την επαναστατική του περσόνα;

Ο Dylan ποτέ δεν επέμεινε σε κάποια «επαναστατική περσόνα». Έγραψε τραγούδια που εξέφραζαν την εποχή του, και πρωτίστως τον ίδιο και το πώς δεχόταν δονήσεις από τα όσα διαδραματίζονταν γύρω του. Είτε επρόκειτο για ένα όμορφο κορίτσι, είτε για έναν μέθυσο στο δρόμο, είτε για μια πολιτική διαμαρτυρία, ο Dylan αντλούσε ομορφιά και έπλαθε ομορφιά και μας δώριζε ομορφιά. Τραχιά και σκληρή και δριμεία ενίοτε, αλλά πάντα ομορφιά. Εξάλλου, αποτελεί κοινοτοπία πια ότι κάθε σημαντική χειρονομία στην Τέχνη είναι εκ των πραγμάτων επαναστατική. Και ο έρωτας, όπως εκφράζεται από δημιουργούς όπως ο Dylan, είναι επαναστατικός.

Πότε ξεκινήσατε να μεταφράζετε τους στίχους του Dylan; Μεταφράσεις «με καρδιά από φλόγα και μυαλό από πάγο»;

Άρχισα τον Μάρτιο του 2006. Το οφείλω στη φίλη μου Σώτη Τριανταφύλλου, η οποία με πρότεινε ως μεταφραστή στις εκδόσεις Ιανός, και επίσης το οφείλω στον εκδότη Νίκο Καρατζά που μου εμπιστεύθηκε αυτό το έργο. Και πράγματι δούλεψα «με καρδιά από φλόγα και μυαλό από πάγο», όπως έλεγε ο Καζιμίρ Μάλεβιτς, στην προσπάθειά μου να μείνω πιστός στο πνεύμα του Dylan και συνάμα να παίξω με ρίμες και με ρυθμούς, αντλώντας από τον πλούτο της ελληνικής γλώσσας.

Ποια η ανάγκη να καταπιαστείτε με το έργο της μετάφρασης των στίχων του Dylan; με το τέλος της εργασίας πόσο καλά διαπιστώσατε ότι γνωρίζατε τον Dylan πριν;

Όταν ο Νίκος Καρατζάς είχε τη γενναιοψυχία να μου εμπιστευθεί τη μετάφραση, σκέφτηκα με σκακιστική ψυχραιμία πώς να βρω τρόπους αποδώσω τους άμεσους και συνάμα πολυκύμαντους στίχους του Dylan, που είναι ποιήματα υψηλής τεχνικής και ευαισθησίας. Θέλησα να μιμηθώ την τελειομανία του και να εργαστώ εστιάζοντας και στην παραμικρή λεπτομέρεια. Περιττό να πω ότι όλους εκείνους τους κουραστικούς αλλά συναρπαστικούς μήνες της εργασίας μου άκουγα μανιωδώς τα Άπαντα του Τροβαδούρου. Τελειώνοντας τον Πρώτο Τόμο, και τώρα που καταπιάνομαι με τη μετάφραση του Δεύτερου, αισθάνομαι ότι τον ξέρω καλά τον Dylan και με γοητεύει να παίζω με τα αινίγματα και τους γρίφους του, όσο και με την αμεσότητά του. Γιατί και ο Dylan έτσι παίζει, είναι αινιγματικός και την ίδια στιγμή απόλυτα άμεσος.

Μια πεντάδα δίσκων, κομματιών και διασκευών του Dylan...

Κάθε φορά και άλλη πεντάδα. Ανάλογα με τη διάθεση. Και με την παρέα. Τούτες τις μέρες ακούω ξανά και ξανά το “Blind Willie McTell”, το “Knockin’ on Heaven’s Door”, το “Lay Lady Lay”, το “Ballad of a Thin Man”, και όπως πάντα το “Like a Rolling Stone”. Οι αγαπημένοι μου δίσκοι του είναι οι “Highway 61 Revisited”, “Blonde on Blonde”, “The Basement Tapes”, “Blood on the Tracks” και “Time out of Mind”. Ξεχωρίζω την απρόσμενη μπαρόκ διασκευή του “Knockin’ on Heaven’s Door” από τους θεόμουρλους Leningrand Cowboys, και μετέπειτα από τον μακαρίτη μάγκα Warren Zevon, την θαρραλέα εκδοχή του “Hurricane” από την Ani DiFranco, με ξετρελαίνουν οι Waterboys όταν λένε το “Girl from the North Country”, και φυσικά θαυμάζω τη βελούδινη φωνή του «Βασιλιά» Elvis όταν αποδίδει άψογα το “Tomorrow is a Long Time”.


Ο Πλάτων, ο Σαίξπηρ και ο Μπομπ Ντίλαν


Tου Θοδωρη Μανiκα

Είκοσι πέντε χρόνια πριν, ένα χειμωνιάτικο βράδυ, μερικοί σκηνοθέτες, γραφίστες, ζωγράφοι, συν κάτι περίεργες, με... πέταξαν έξω από ένα σπίτι στου Παπάγου, γιατί συζητώντας με την μποέμ παρέα, διατύπωσα την άποψη πως ο Μπομπ Ντίλαν είναι κάτι που πρέπει να κρίνεται εκτός τέχνης, είναι κάτι σαν τον Πλάτωνα! Σήμερα που καθολικώς αναγνωρίζεται ότι ο Ντίλαν είναι τουλάχιστον κάτι σαν τον... Σαίξπηρ (εφ। The Times, 15 Σεπτ। 2007), έχω να σου πω κάτι εξίσου σοβαρό, που με πρωτοαπασχόλησε πριν από 35 χρόνια και που έμαθα να ζω μαζί του τα τελευταία 15: όπως ακριβώς συμβαίνει και με τον Σαίξπηρ, τον Πλάτωνα και όλους τους κλασικούς, δεν υπάρχει τρόπος να προσμετρήσεις το μεγαλείο του Ντίλαν, αν δεν ιχνηλατήσεις και δεν αποκτήσεις πρόσβαση, στο ΟΛΟΝ του έργο του, του βίου του, ακόμη και των όσων σκέφθηκε, αλλά δεν πραγματοποίησε!


Σε άλλες περιπτώσεις αυτό είναι εύκολο। Σε κάποιες είναι δύσκολο. Και αυτή ίσως είναι μια καλή διαχωριστική γραμμή για το τι ξεχωρίζει τον σπουδαίο από τον κλασικό, τον π.χ. Βαν Μόριζον από τον Μπομπ Ντίλαν.
Ας το πάρουμε απόφαση, λοιπόν! Είναι πολύ αργά για οποιονδήποτε να αναζητήσει το ολικό αποτύπωμα αυτής της γιγαντιαίας προσωπικότητας.
Η διαδρομή είναι πια πολύ μεγάλη για να την ανιχνεύσεις αποτελεσματικά και, το κυριότερο, είναι ακόμη ανοιχτή, απλώνεται αχανής κάθε στιγμή, ερήμην όλων μας, όχι όμως και του Ντίλαν, ο οποίος, χρόνια τώρα ενσυνειδήτως αποπέμπει τον μύθο του, τον πετά σαν μπαλάκι μακριά και τον βλέπει να επιστρέφει πίσω, κάθε φορά μεγαλύτερος!
Αυτό το έχει καταφέρει μόνο ένας ακόμη, ο Ελβις, αλλά κανείς δεν τα κατάφερε για τόσον πολύ καιρό, παραμένοντας εν ζωή, έχοντας απλωμένο μπροστά του ένα απέραντο και απροσδιόριστο μέλλον στα 66 χρόνια του και κρατώντας το καλλιτεχνικό του εκτόπισμα στο επίπεδο του Νο1 επί σχεδόν μισό αιώνα αδιαλείπτως!
Και έτσι, τα Οσκαρ, τα Γκράμι, οι χρυσοί και οι πλατινένιοι δίσκοι, οι κορυφές των τσαρτ, οι αδιάκοπες τουρνέ και τα δεκάδες παράπλευρα project, τα παράσημα, οι «μεταμφιέσεις», τα ραδιοφωνικά «κρησφύγετα», οι διακρίσεις, τα βιβλία, τα dvd, οι εκθέσεις, οι διασκευές παλιών τραγουδιών, τα άρθρα στον Τύπο, οι κινηματογραφικές ταινίες και ακόμη περισσότερα νέα τραγούδια, έρχονται καθημερινά να επαναπροσδιορίσουν και να μεγιστοποιήσουν περισσότερο το αποτύπωμα του Ντίλαν, που όσο κι αν εσύ το ανιχνεύεις προς τα πίσω, πάλι σου ξεφεύγει!
Για να τελειώνουμε! Ισως είναι καλύτερα να αφήσουμε τα πράγματα ως έχουν, να αποδεχθούμε τον Ντίλαν ως κάτι που ποτέ δεν θα κατανοήσουμε συνολικώς και, αν θέλουμε να κεντράρουμε κάπου την περίπτωσή του (πριν ο ίδιος μας ξεφύγει πάλι), είναι καλύτερα να κλείσουμε τα μάτια και να «κοιτάξουμε» 200 χρόνια μετά, στο 2207, όταν κανείς δεν θα θυμάται τον Πικάσο και τον Κάφκα, π.χ., ενώ όλοι θα μιλάνε για τον Μπομπ Ντίλαν! (Οπως και για τον Σαίξπηρ, όπως και για τον Πλάτωνα...).
Ασταμάτητος!
Τα 45 άλμπουμ που ηχογράφησε εδώ και 45 χρόνια περιέχουν ένα καλό στοκ από επιχειρήματα γύρω από τον Ντίλαν, τον προσδιορίζουν, κατά περίπτωση, σαν φολκ, ροκ, κάντρι ή μπλουζ τροβαδούρο, σαν επαναστάτη, σαν αμφισβητία, σαν αναχωρητή, διαλογιστή, ποιητή, ακτιβιστή, εραστή ή φευγάτο αλήτη, σαν φωνή μιας γενιάς, δυο γενιών, πολλών γενιών, σαν ό,τι θέλει ο καθένας! Η ταχύτητα με την οποία το πέτυχε αυτό είναι αξιοθαύμαστη! άρχισε την καριέρα του 21 χρονών και, μέχρι τα 26, είχε ήδη αναποδογυρίσει τον κόσμο τρεις ευδιάκριτες φορές, αφήνοντας κάθε φορά πίσω του τους άλλους να τρέχουν να προλάβουν τα νέα δεδομένα και ξεκαθαρίζοντας εγκαίρως πως ο Ρόμπερτ Ζίμερμαν δεν δημιούργησε τον Μπομπ Ντίλαν για να κρυφτεί, αλλά για να απελευθερώσει το μεγαλείο του, που, όπως όλοι οι πεφωτισμένοι, το γνώριζε παιδιόθεν!
Αυτό το μεγαλείο, συνεχώς παρόν, προσπαθούν να καταδείξουν όλο και περισσότερες κυκλοφορίες, άλλες σε cd, άλλες σε dvd, βιβλία, ταινίες, σε οιανδήποτε μορφή και σε αδιάκοπους ρυθμούς. Πάντοτε το περιεχόμενο είναι υψηλού επιπέδου, πάντοτε η εικόνα δεν είναι πλήρης, πάντοτε είσαι έτοιμος για κάτι ακόμη, που πρόθυμα απορροφάς μόλις εμφανισθεί.
47 τραγούδια του περιέχει το τριπλό cd, με τον τίτλο «Dylan», (κυκλοφορεί και περιληπτική βερσιόν με ένα cd 18 τραγουδιών), που θα μπορούσες εύκολα να πεις ότι τα λένε όλα για την καριέρα του, αλλά και ότι λένε ελάχιστα. Δεν λένε, ας πούμε, όσα θα έλεγαν 47 διαφορετικά τραγούδια του Ντίλαν, στη θέση τους! Δεν διαβάζεις πουθενά στο (ούτως ή άλλως γεμάτο πληροφορίες) βιβλιαράκι ότι αυτοί που παίζουν με τον Ντίλαν, εδώ και χρόνια, ακούν σε ονόματα όπως: Mάικλ Μπλούμφιλντ, Ρον Γουντ, Grateful Dead, Μαρκ Νόπφλερ, The Band, Τομ Πέτι & Heartbreakers, Σλάι και Ρόμπι, Τζόνι Κας και δεκάδες ακόμη που συνιστούν ένα εκλεκτικό παλμαρέ συνεργασιών, χωρίς προηγούμενο!
Για να μην το κουράζω, τέτοιες λεπτομέρειες και τέτοια ερωτήματα (θα) ξεπροβάλλουν πάντοτε όποτε αυτή η προσωπικότητα βρίσκεται μπροστά μας, είτε μέσα από ανθολογίες σαν το «πλούσιο» τριπλό cd είτε μέσα από μεμονωμένες στιγμές του, όπως αυτές που καταγράφονται στο dvd που σκηνοθέτησε ο Mάρεϊ Λέρνερ, όπου υπό τον τίτλο «The other side of the Mirror» καταγράφονται στιγμιότυπα από τις «μυθικές» εμφανίσεις του στα φεστιβάλ Newport του ’63, ’64 και ’65 και καταγράφεται επίσης και μία από τις σημαντικές «μετενσαρκώσεις» του, που πάντοτε έδειχναν τον δρόμο στους άλλους: από ηγέτης του φολκ τραγουδιού διαμαρτυρίας, σε εξηλεκτρισμένο εναργή ρόκερ!
Στα 80 λεπτά που διαρκεί νομίζεις ότι τα έχεις δει όλα σχετικώς με τη σημαντικότερη στιγμή της ροκ ιστορίας! Αμ δε! Ακούς, μετά, τα τρία cd του «Dylan» και ανακαλύπτεις πως αυτή η «σημαντικότερη» στιγμή είναι μία υποσημείωση στην ευρύτερη διαδρομή του. Αρχίζεις, μετά, ν’ ακούς παλαιότερους δίσκους και ανακαλύπτεις πως και τα τραγούδια των τριών cd είναι μία ακόμη υποσημείωση…
Στο μεταξύ, μια καινούργια ταινία, με τίτλο «I’m not there», τον προσεγγίζει δημιουργώντας νέο θόρυβο, ένα διπλό cd με διασκευές τραγουδιών του από νεότερους σού θυμίζει πως οι «μετατροπές» τραγουδιών του από τρίτους θα πρέπει να αθροίζουν καμιά τριακοσαριά δίσκους ακόμη που ποτέ δεν θα προλάβεις ν’ ακούσεις, ο ίδιος μπαίνει στο στούντιο με νέα τραγούδια, μην αφήνοντας και πάλι την ιστορία του να κεντράρει…
Τι ωραία που περνάμε έχοντας σύγχρονό μας τον Μπομπ Ντίλαν!



Βρε, Πώς Αλλάζουν οι Καιροί!

Αδημονούσα, δεν είχα μυαλό για τίποτε άλλο, στο αεροπλάνο άκουγα, ξανά και ξανά, τα τραγούδια του, που με γαλούχησαν, ενώ από την Κυριακή το μεσημέρι, στις 22 Απριλίου, που έφτασα στο Παρίσι έως τη Δευτέρα το βράδυ, ανήμερα της ονομαστικής μου εορτής, που ήταν η συναυλία, φρόντιζα να σκοτώνω την ώρα μου με πολύωρες περιπλανήσεις στο Καρτιέ Λατέν και με ιρλανδέζικα ουίσκι στο Irish Pub, κοντά στην Πον Νεφ.
Και ήρθε η στιγμή. Ύστερα από ένα βασανιστικό μποτιλιάρισμα, το ταξί με αφήνει φτωχότερον κατά 25 ευρώ, αλλά πανευτυχή, έξω από το στάδιο Bercy, στη δεξιά όχθη του Σηκουάνα, κοντά στην καινούργια Εθνική Βιβλιοθήκη. Δυο ώρες μετά, μεγάλο μέρος της ευτυχίας μου είχε εξανεμιστεί. Με δυο λόγια, ήταν η πιο πολυαναμενόμενη από τις εκατοντάδες συναυλίες που έχω απολαύσει και – τι κρίμα – η… χειρότερη!
Με είχαν ζώσει τα φίδια ήδη, μιας και δεν είχα δει σε ακτίνα πολλών χιλιομέτρων και σε συνοικίες που πάλλονται από ζωή ούτε ίχνος αφίσας ή φέιγ-βολάν για την εμφάνιση του Τροβαδούρου στην Πόλη του Φωτός. Στηνόμαστε σε μια εκνευριστικά αξιοπρεπή και πειθήνια ουρά, η αφεντιά μου και η Σώτη Τριανταφύλλου, η οποία μου λέει ότι η συναυλία γίνεται υπό την αιγίδα του ραδιοσταθμού «Nostalgie» που παίζει… ρετρό, και ότι όσοι Παριζιάνοι φίλοι μάθαιναν ότι θα πάμε ν’ ακούσουμε τον Μπομπ Ντύλαν αντιδρούσαν με ένα περιφρονητικό, «Καλέ, ζει ακόμη αυτός;» Μου λέει επίσης ότι η υποδοχή του «Modern Times», που στην Ελλάδα ήταν θριαμβευτική, στη Γαλλία ήταν χλιαρότατη.
Μπαίνουμε στο στάδιο λίγα λεπτά μετά τις οχτώμισι, και ο Ντύλαν ήδη τραγουδάει το πρώτο κομμάτι. Διαβολεμένη συνέπεια! Εμφανίζεται μια… ταξιθέτρια με μπλε στολή και φακουδάκι και μας οδηγεί στις θέσεις μας, παρακαλώ. Πάνω από 10000 άνθρωποι οδηγήθηκαν τοιουτοτρόπως σε αυστηρά αριθμημένες θέσεις. Φυσικά, αποποιούμεθα του δικαιώματος να δούμε… καθιστοί τον Τροβαδούρο, πάμε πίσω απ’ όλο τον κόσμο, τεντώνουμε τ’ αυτιά μας και αρχίζουμε να λικνιζόμαστε με τους ρυθμούς του Μπομπ και της εκπληκτικής πενταμελούς μπάντας του. Σε λίγο, η Σώτη χορεύει τρελά, εγώ χοροπηδάω, τραγουδάμε αμφότεροι με τη φωνή μας όλη το «Highway 61», το «Knockin’ on Heaven’s Door», και τα άλλα αριστουργήματα που σημάδεψαν το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, ώσπου δεχόμαστε έναν καταιγισμό από ενοχλημένα βλέμματα και παρατηρήσεις, για να συνειδητοποιήσουμε έτσι ότι είμαστε εκεί μέσα οι μόνοι –και κυριολεκτώ! – που φέρονται όπως αρμόζει σε μία ροκ συναυλία, και δη ενός Βραχνού Προφήτη όπως ο Ντύλαν. Λέμε, δεν μπορεί, θα ζεσταθεί ο κόσμος, πλην όμως επικρατεί ησυχία, τάξη και ασφάλεια, δεν καπνίζει τίποτα και κανείς, δεν πίνει τίποτα και κανείς, όλοι μοιάζουν με στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα.
Ο Ντύλαν και οι πέντε μουσικαράδες του τα δίνουν όλα. Ο Ντύλαν είναι η μεγαλύτερη φωνή σε όλο τον πλανήτη. Ο Ντύλαν εξαπολύει τις βραχνές του προσευχές, ιερουργώντας με την κιθάρα, τη φυσαρμόνικα και, από ένα σημείο κι έπειτα, με τα πλήκτρα που τα παίζει με τρομερό κέφι, λες και είναι μέρος της ρυδμ σέξιον, αλλά ιερουργεί σε ένα φριχτό κενό. Ακούγονται, βεβαίως, χειροκροτήματα ανάμεσα στο ένα κομμάτι και το άλλο, αλλά ουδεμίαν σχέσιν έχουν με ένα μεγαλειώδες ροκ γεγονός, καθώς πιο πολύ θυμίζουν παλαμάκια ανάμεσα σε πράξεις της «Τραβιάτας», και μάλιστα δίχως τα «μπράβο!!!» και τα «εύγε!!!»
Πασχίζω να βγω από την αμηχανία που μου προκαλεί αυτό το ολέθρια ευσεβές κοινό, και να συγκεντρωθώ στα αριστουργήματα του Μπομπ, αλλά είναι αδύνατον. Ο μακαρίτης Χρήστος Βακαλόπουλος επέμενε, ορθά, ότι ροκ συναυλία σημαίνει καρδιές που παίρνουν φωτιά και πόδια του τρελαίνονται μες στους ρυθμούς. Κι ακόμα, σημαίνει άρωμα από ουίσκι και ευωδιά από απανωτά τσιγάρα. Ναι, πασχίζω να είμαι παρών σε μια συναυλία του Ντύλαν, στο Στάδιο Bercy, στο Παρίσι, αλλά το μυαλό μου καλπάζει στο λυτρωτικό πανδαιμόνιο συναυλιών όπως του Νικ Κέιβ στο Λυκαβηττό, εν έτει 1989, του Πουλικάκου στου Ζωγράφου, και της «Σπυριδούλας» στο Κολοσσαίον στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ή ακόμα και στο σαματά που ξεσηκώναμε, σώματι και ψυχή, σε αλησμόνητες κάμαρες στα Εξάρχεια, την Κυψέλη, το Κουκάκι και τα Πατήσια, με δυο ξεχαρβαλωμένες κιθάρες κι ένα φτηνό τρανζιστοράκι που έπαιζε θαύματα!
Ο Ντύλαν μεγαλουργεί, τραγουδάει με την πολυκύμαντη ρυτιδιασμένη του ψυχή, είναι η πεμπτουσία του ροκ τροβαδούρου, είναι ο μεγαλοφυής εικοσάχρονος Ρόμπερτ Ζίμερμαν που είχε το χάρισμα να συνθέσει αριστουργήματα προκειμένου να τα αποθεώσει ο εξηνταπεντάρης Μπομπ Ντύλαν, λες και είναι γραμμένα μόλις χθες ή ήσαν από αιώνες εκεί που ο κόσμος ταρακουνιέται για να εξιχνιάσουν τα μυστήρια του έρωτα, της θλίψης, του πάθους, της συγκίνησης. Η φωνή του Ντύλαν σήμερα βρίσκεται στο ζενίθ της εκφραστικότητάς της. Και οι 10000 παρόντες-απόντες στη συναυλία βρίσκονται, πλην της Σώτης και εμού, σημειωτέον δύο ανθρώπων που συμπληρώνουν οσονούπω την Πέμπτη δεκαετία της ζωής τους, στο ναδίρ αυτού που είθισται να είναι η συμμετοχή σε ένα τέτοιο γεγονός.
Παραφράζοντας το περιλάλητο «Η κόλαση είναι οι άλλοι» του Ζαν-Πολ Σαρτρ, ο ποιητής Δημήτρης Καλοκύρης έλεγε «Η κόλαση είναι οι… Γάλλοι». Διόλου δεν επιθυμώ να προσβάλλω έναν λαό που μας δώρισε πνεύματα αθάνατα, στοχαστές μεγίστου βεληνεκούς, ποιητές και μουσικούς που μας άλλαξαν τη ζωή, και κορυφαίους επαναστάτες, αλλά ως κοινό μιας ροκ συναυλίας, με απίστευτη ένταση και εκφραστικότητα απ’ τη μεριά του Ντύλαν, οι Γάλλοι ήσαν όντως…κόλαση, μια κόλαση πάντως με τους αμαρτωλούς εξόριστους, με τις φωτιές σβησμένες και τα καζάνια να είναι πιο παγερά κι από πλαστικά ταπεράκια.
Μου έμεινε, μολαταύτα, το γεγονός ότι είδα και άκουσα έναν αγέραστο και σπουδαίο Ντύλαν live, ναι, το περίφημο «Ήμουνα κι εγώ εκεί»~ ότι οι καιροί αλλάζουν ιλιγγιωδώς αλλά, ευτυχώς, όχι κι εμείς μαζί τους, και το ότι την περασμένη βραδιά, στο Irish Pub, και ενώ οι Γάλλοι ασχολούνταν με τα αποτελέσματα των εκλογών, καμιά δεκαπενταριά ωραίοι Ιρλανδοί και υπέροχες Ιρλανδέζες, συν ο παλιόφιλος Νίκος Σταυρόπουλος κι εγώ, ξετρελαθήκαμε δεόντως από τις μαύρες μπίρες, τα χρυσά ουίσκι, την μαγευτική θέα στον Σηκουάνα, κι έναν δίμετρο Αφροαμερικανό που, με την κιθάρα και την συνταρακτική φωνή του, έψελνε μπλουζ, ροκ και τζαζ μελωδίες!